Πώς αναστηλώθηκε η Ιερά Μονή Αναλήψεως στην Πρώτη Σερρών, ένα από τα μοναστήρια του γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεΐτη (της Αριζόνας)
Όλγα Ροζνιόβα
Συνεχίζουμε τον κύκλο δημοσιεύσεων που αναφέρονται στα μοναστήρια που είχαν ιδρυθεί ή αναστηλωθεί με τη βοήθεια του γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη (της Αριζόνας). Η παρούσα δημοσίευσή μας είναι αφιερωμένη στην Ιερά Μονή Αναλήψεως, στην Πρώτη Σερρών.
Είναι χαράματα, στις αρχές Σεπτέμβρη. Βρίσκομαι στο σταθμό υπεραστικών «KTEL Μακεδονία», τον κύριο κόμβο για τη μετακίνηση ανθρώπων στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη Μακεδονία, ευρύχωρος, άνετος. Από δω μπορεί κανείς να πάει σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και να φτάσει στα πλοία που πάνε στα νησιά Κρήτη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο και άλλα. Είναι εργάσιμη μέρα, γι’ αυτό ο σταθμός δεν έχει πολύ κόσμο. Στο λεωφορείο που αναχωρεί για το ορεινό χωριό Πρώτη Σερρών, μπαίνουν μόλις τέσσερα άτομα. Ο δική μου διαδρομή με οδηγεί στην Ιερά Γυναικεία Μονή της Θείας Αναλήψεως. Στην πορεία οι συνοδοιπόροι μου θα αποβιβαστούν, και έτσι μέχρι την Πρώτη Σερρών θα μείνω ο μοναδικός επιβάτης.
Σπάνια θα δεις Ρώσους σε αυτά τα μέρη. Να πω εκ των προτέρων ότι, σε όλο το διάστημα της παραμονής μου στην Πρώτη Σερρών και στο μοναστήρι, δεν είχα ακούσει ρώσικα ούτε μια φορά. Πολλοί Έλληνες, βέβαια, ξέρουν αρκετά καλά αγγλικά. Εν τω μεταξύ, έμαθα λίγα ελληνικά, οπότε σε όσους δε μιλάνε αγγλικά, τους απευθύνομαι με τα λίγα ελληνικά μου. Οι ντόπιοι χαίρονται τόσο πολύ με την επιθυμία μου να μιλάω τη μητρική τους γλώσσα που μου συγχωρούν το φτωχό μου λεξιλόγιο και η επικοινωνία κυλάει αρκετά καλά.
Η γερόντισσα Ανυσία (Εμμανουηλίδου), πνευματικό παιδί του γέροντα Εφραίμ, ευγενικά προσφέρθηκε να μου γνωρίσει τη μονή της και τις μοναχές. Είμαι εδώ, καθώς με την ευλογία της γερόντισσας, μου είχε γράψει, και στη συνέχεια μου είχε στείλει πρόσκληση η αδελφή Γρηγορία η Γραμματικός της Μονής.
Η αγάπη των Ελλήνων για τους Ρώσους
Θέλω να πάρω έναν υπνάκο στο λεωφορείο, αλλά τα μάτια μου δεν κλείνουν τις 2,5 ώρες δρόμου, καθώς γύρω μου έχει τόσα ενδιαφέροντα πράγματα! Επιτέλους, ο δρόμος γίνεται πιο τραχύς, πιο ανώμαλος, πράγμα που σημαίνει ότι σε λίγο θα είναι η στάση μου. Το ορεινό χωριουδάκι Πρώτη Σερρών είναι μικρό. Άνετα, όμορφα σπιτάκια, παντού λουλούδια. Ο οδηγός μού εύχεται καλό δρόμο και μένω μόνη μου. Το μοναστήρι βρίσκεται επτά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, αλλά όλα αυτά τα χιλιόμετρα είναι ανηφορικά. Χρειάζεται να φτάσω σε ύψος περίπου 1000 μέτρων.
Σε όλο το χωριό υπάρχει μόνο ένα ταξί, και ο νεαρός οδηγός, ο Γιάννης, στα σβέλτα και γρήγορα με πάει στη Μονή. Η καρδιά μου κάθε τόσο σταματάει στις απότομες στροφές, πάνω από γκρεμό. Όταν έμαθε ότι είμαι Ρωσίδα, ο Γιάννης μου κάνει ουσιαστική έκπτωση. Δηλώνει ότι αγαπάει πολύ τους Ρώσους και τον Πούτιν. Παρεμπιπτόντως, αργότερα άκουσα από πολλούς Έλληνες για την αγάπη τους προς τους Ρώσους και τον πρόεδρό μας. Ο Γιάννης χαμογελάει πλατιά και μου ξεφουρνίζει το εξής:
– Εσύ γιατί νομίζεις ότι ο πρόεδρός σας είναι τόσο ωραίος; Kαι πιστός!
– Γιατί;
- Επειδή έχει προγιαγιά ελληνίδα!
Δεν ξέρω για την προγιαγιά του Πούτιν, αλλά είναι πολύ ευχάριστο να ακούς ότι αγαπάνε τον λαό σου και τον πρόεδρό σου.
Μοναστήρι στα βουνά
Το αυτοκίνητο σταματάει στην είσοδο του μοναστηριού και μένω ξανά μόνη μου. Η μονή βρίσκεται ανάμεσα σε βράχια: αριστερά και δεξιά βλέπεις βουνά. Από πάνω έχει ωραία θέα προς το χωριό. Οι πλαγιές είναι αρκετά απότομες. Δεν υπάρχουν αιχμηρές κορυφές ή κορυφογραμμές. Μόνο που η ψηλή και η πυκνή βλάστηση από αγκαθωτούς θάμνους κάνουν αυτά τα βουνά απροσπέλαστα για τους ανθρώπους. Κάτω, στο χωριό, η θερμοκρασία ήταν περίπου στους 30 βαθμούς, αλλά εδώ ο αέρας είναι τόσο δυνατός που βγάζω από το σακίδιο μπουφάν.
Αυτό το μπουφάν δεν το έβγαλα μετά, για όλη την εβδομάδα που έμεινα στο μοναστήρι: φυσούσαν δυνατοί άνεμοι, που έκαναν διάλειμμα μόνο για κάνα δύο ώρες, και μετά επέστρεφαν εκ νέου με δύναμη και σφύριζαν καμιά φορά με παράπονο, καμιά φορά ούρλιαζαν γοερά τις νύχτες και διέκοπταν το σύντομο ύπνο των μοναχών.
Κοιτάζω ολόγυρα. Το υψόμετρο σαν να μη φαίνεται και τόσο μεγάλο, αλλά το χωριουδάκι είναι μακριά κάτω και τα σπιτάκια από δω φαίνονται όπως στα παιχνίδια. Σε αυτά τα βουνά, κατά τα λεγόμενα των ντόπιων κατοίκων, δεν υπάρχουν αρκούδες αλλά ζουν λύκοι, λαγοί, αλεπούδες. Πολλά ερπετά: σαύρες και φίδια. Αυτά πολύ εύκολα αντιμετωπίζουν τον καύσωνα και την έλλειψη νερού τους καλοκαιρινούς μήνες. Όταν βραδιάζει, νυχτερινά πουλιά κρώζουν διαπεραστικά, την ημέρα μπορείς να παρατηρήσεις ψαλιδιάρηδες και ορεινές πέρδικες, σπάνια αετούς.
Οι ναοί και τα κειμήλια του μοναστηριού
Η Ιερά Μονή της Αναλήψεως είναι παλαιός τόπος προσευχής, και αυτό το νιώθεις. Είχε ιδρυθεί ως αντρική τον 18ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε. Οι Βούλγαροι όχι μόνο κατέστρεψαν το μοναστήρι, αλλά σκότωσαν και τους μοναχούς. Από τότε, για πολλά χρόνια, η μονή παρέμενε έρημη. Το 1979 στα ερείπια του πρώην μοναστηριού έφτασαν δύο μοναχές. Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε αργότερα.
Τώρα όμως στέκομαι μπροστά από τις πύλες του μοναστηριού. Δίπλα υπάρχει παρεκκλήσι της Αγίας Μάρτυρος Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη, προστάτιδας της ηγουμένης της Μονής. Απέναντι, είναι ο Ιερός Ναός του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή, πνευματικού πατέρα πολλών αγιορειτών ασκητών, συμπεριλαμβανομένου και του γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας (ακριβώς γι’ αυτό πολλά πνευματικά παιδιά του γέροντα Εφραίμ ονομάζουν τον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή «παππού»).
Στις πύλες δεν υπάρχει κανείς. Μπαίνω μέσα. Οι αδελφές στα διακονήματα. Προσκυνητές, εκτός από μένα, εργάσιμη μέρα που είναι, δεν υπάρχουν. Πηγαίνω στο εκθετήριο και επιτέλους συναντώ μια από τις αδελφές, τη Φιλοθέα, που έχει το διακόνημα της αρχοντάρισσας. Η αδελφή Φιλοθέα με προσκαλεί στο αρχονταρίκι, με κερνάει τον καθιερωμένο καφέ με το λουκούμι, πηγαίνει για ευλογία στη γερόντισσα και μετά με ξεπροβοδίζει στο κελλί του προσκυνητή, τα παράθυρα του οποίου έχουν θέα στα βουνά.
Οι πατέρες αναγκάζονταν να επεξεργάζονται με τα χέρια τους τις πέτρες, να τις κουβαλάνε στο μοναστήρι στους ώμους τους και να φτιάχνουν με αυτές τα οικήματα
Αργότερα, μαθαίνω ότι εδώ υπάρχουν και άλλοι τρείς ναοί: το Καθολικό της Αναλήψεως, με την θαυματουργή εικόνα της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως επίσης, ο Ιερός Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού.
Μαθαίνω επίσης, ότι όταν οι αδελφές αναστήλωναν τους χώρους του μοναστηριού, αναγκάζονταν να σκάβουν, και σκάβοντας, έφτασαν στους τοίχους τους οποίους η αδελφότητα κάποτε είχε κτίσει. Οι πέτρες ήταν δουλεμένες με τα χέρια, δηλαδή οι πατέρες αναγκάζονταν με πολύ πρωτόγονα μέσα να επεξεργάζονται τις πέτρες στα βράχια, να τις κόβουν κάπου στα νταμάρια, να τις κουβαλάνε οι ίδιοι στο μοναστήρι και να φτιάχνουν με αυτές τα οικήματα. Όταν οι αδελφές αντίκρισαν αυτούς τους τοίχους, λυπήθηκαν να τους κρύψουν από τα ανθρώπινα μάτια κάτω από το σουβά, και αποφάσισαν να τους αφήσουν να φαίνονται: να βλέπουν οι άνθρωποι πώς οι πατέρες αγωνίζονταν εδώ. Εδώ επίσης βρίσκονται και πορτραίτα πατέρων που σώθηκαν ως τις μέρες μας.
Ανάμεσα στα κειμήλια του μοναστηριού υπάρχουν πολλά τεμάχια από λείψανα αγίων, ανάμεσα στα οποία είναι τεμάχια από τα λείψανα του Αγίου Ιεράρχη Ιωάννη Χρυσοστόμου και του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη.
Οι ιερές ακολουθίες και η τράπεζα
Οι ιερές ακολουθίες στο μοναστήρι συχνά τελούνται τη νύχτα. Η γερόντισσα πηγαίνει στο ναό πρώτη και φεύγει τελευταία. Η ίδια διαβάζει τον Εξάψαλμο. Είναι 78 ετών όμως… Από αυτά, για 57 χρόνια αγωνίζεται στο μοναστήρι. Ακόμα και όταν δεν υπάρχουν νυχτερινές ακολουθίες, ο ύπνος των μοναχών είναι μικρής διάρκειας και το εγερτήριο είναι στις 4 η ώρα το πρωί. Οι πρωινές ακολουθίες αρχίζουν στις 4:30, όταν έχει τελείως σκοτάδι και το μοναστήρι φωτίζεται μόνο με το φως των φαναριών. Τις Κυριακές, ο ναός είναι γεμάτος: έρχονται τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας από την Καβάλα, τις Σέρρες και από τις γύρω περιοχές.
Συνήθως στη λογοτεχνία συναντώ συγκρίσεις ανάμεσα στους ψηλούς Ρώσους και τους κανονικούς Έλληνες. Εδώ είχα εκπλαγεί, όταν η αντρική πλευρά του ναού είχε γεμίσει από Έλληνες διάφορων ηλικιών, αλλά όλοι τους, λες και ήταν διαλεγμένοι, είχαν σχεδόν δύο μέτρα ύψος. Είχε έρθει μια ομάδα γεωργιανών προσκυνητών με ιερέα, με μεγάλο πούλμαν.
Όταν τελειώνει η πρωινή ιερή ακολουθία, στις 6 το πρωί, η γερόντισσα δίνει αντίδωρο, οι αδελφές προσεύχονται στα κελλιά και ξεκουράζονται για λίγο μέχρι τις 8, εκτός από αυτές που δουλεύουν στην κουζίνα, στο αρχονταρίκι και σε κάποια άλλα διακονήματα, που απαιτούν τη συνεχή παρουσία. Στις 8 πίνουν ένα μικροσκοπικό φλιτζάνι καφέ. Στις 2 το μεσημέρι η πρώτη τράπεζα. Μετά τη βραδινή ακολουθία, η δεύτερη, πιο φτωχή.
Οι αδελφές τρώνε πολύ λιτά. Το τραπέζι είναι, ως επί το πλείστον, νηστίσιμο. Σε μια βδομάδα παραμονής μου στο μοναστήρι, είχαμε ψάρι στο τραπέζι μόνο μια φορά. Σε μια γιορτή έδωσαν γαλακτοκομικά – ελληνικό γιαούρτι. Όλο τον υπόλοιπο καιρό, τρώγαμε τηγανιτές πατάτες, ρύζι, λαχανικά, ελιές. Πιτάκια με γέμιση πατάτες ή λαχανικά. Όπως και σε άλλα ελληνικά μοναστήρια, οι αδελφές αρχίζουν να τρώνε μετά το πρώτο κουδούνι. Το δεύτερο κουδούνι είναι υπενθύμιση ότι μπορείς να βάλεις κρύο νερό από κανάτα. Το τρίτο κουδούνι σημαίνει ότι η τράπεζα τελείωσε και οι αδελφές σηκώνονται, προσεύχονται. Στη διάρκεια της τράπεζας, όπως και σε όλα τα μοναστήρια, διαβάζουν τους αγίους πατέρες.
Ο αέρας στο πρόσωπο
Μετά το δείπνο, βγήκαμε στην αυλή του μοναστηριού. Ο αέρας μας έδερνε στο πρόσωπο. Ναι, εκείνο το αεράκι, το οποίο στους πρόποδες του βουνού σε φρέσκαρε ελαφρά και χάιδευε το ιδρωμένο μέτωπο, εδώ, στο βουνό, αναποδογύριζε μεγάλες βαριές γλάστρες με λουλούδια, ξεκάρφωνε παντζούρια, έτσι που αυθόρμητα σκέφτηκα: αν τόσο δυνατοί άνεμοι φυσάνε εδώ αρχές Σεπτέμβρη, πώς αγριεύουν το χειμώνα!
Δεν ήταν απλά ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά και ένα σύμβολο, που συμβολίζει το νόημα της πνευματικής ζωής: όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο δύσκολα είναι. Τι αναγκάζει τις αδελφές του μοναστηριού, αυτές τις αδύναμες, εύθραυστες γυναίκες, να ασκητεύουν εδώ, στα βουνά; Να βάζουν περιορισμούς στο φαγητό, να μειώνουν τις ώρες του ύπνου, να στερούν από τον εαυτό τους την ελευθερία των μετακινήσεων, των ταξιδιών, της διασκέδασης, να αρνούνται το θέλημά τους; Η Αγάπη προς τον Θεό.
Προσκύνημα στο μοναστήρι
Στο μοναστήρι έρχεται πολύς κόσμος. Όσοι προσκυνητές είχαν πάει στις αρχές σε αυτό το μοναστήρι, δεν συνάντησαν καθόλου καλές συνθήκες. Οι αδελφές προσεύχονταν: «Κύριε, δώσε μας τουλάχιστον 20 καρέκλες και 10 κρεβάτια». Ο Κύριος δεν έδινε αμέσως αυτά που ζητούσαν, τους μάθαινε υπομονή. Τώρα, όμως, στο μοναστήρι υπάρχουν πολλές καρέκλες, και όχι απλές, όπως ζητούσαν οι αδελφές, αλλά όμορφες, ξύλινες, φτιαγμένες με το χέρι και με αγάπη. Έτσι, τώρα στο μοναστήρι μπορούν να διανυκτερεύσουν ταυτόχρονα 100 άτομα.
Εν υπακοή στην Εκκλησία
Απέναντι από την τραπεζαρία είναι ο τάφος του μακαριστού Μητροπολίτη κυρού Σπυρίδωνα (Κυβέτου). Ήταν φίλοι με τον γέροντα Εφραίμ. Όταν ο σεβασμιώτατος είχε αρρωστήσει από καρκίνο, είχε έρθει εδώ, σε αυτό το μοναστήρι, με την παράκληση να τον δεχτούν για να μπορεί να τελειώσει εδώ την επίγεια ζωή του. Η ηγουμένη της Μονής Ανυσία συμβουλεύτηκε τον γέροντα Εφραίμ, και εκείνος απάντησε: «Βεβαίως! Είναι ευλογία Θεού για σας!».
Και ο σεβασμιώτατος εκδήμησε προς Κύριον σε αυτό το μοναστήρι. Στην επιτάφια πλάκα γράφει: «Σε όλη μου την ζωή έκανα υπακοή στην Εκκλησία». Αυτά ήταν τα δικά του λόγια που είχε πει λίγο πριν τον θάνατο. Στην πλάκα επίσης γράφει ημερομηνίες: «1974-2003» αλλά δεν είναι τα χρόνια της ζωής του Μητροπολίτη κυρός Σπυρίδωνα, αλλά τα χρόνια της ιεραρχικής του θητείας.
Οι αδελφές θυμούνται ότι στην εξόδιο ακολουθία του ιεράρχη ένιωθαν λες και ήταν Πάσχα…
Οι διδαχές της γερόντισσας
Δεν είναι όλες οι γερόντισσες του γέροντα Εφραίμ ίδιες. Από κάποιες δε θα αποσπάσεις ούτε λέξη: προτιμούν την προσευχή παρά τα λόγια. Στα χαρίσματα είναι και σε αυτά διαφορετικές. Η γερόντισσα Ανυσία έχει το χάρισμα του λόγου, το χάρισμα του κηρύγματος. Έχει πολλά πνευματικά παιδιά. Κάποτε ονειρευόταν την απομόνωση, την ησυχία, αλλά ο γέροντας Εφραίμ την ευλόγησε να τους δέχεται όλους όσοι θα της απευθύνονται για πνευματική βοήθεια. Οι άνθρωποι έρχονται με γεμάτα λεωφορεία για να ακούσουν τις διδαχές της μητερούλας. Κάθε μέρα συμβουλεύει τις αδελφές με σκοπό την πνευματική ωφέλεια.
Μετά την βραδινή ιερή ακολουθία και το δείπνο, οι μοναχές παραδοσιακά μαζεύονται στο σαλόνι και η γερόντισσα Ανυσία τους διαβάζει αποσπάσματα από πνευματικά βιβλία, τους εξηγεί τους ψαλμούς, αναφέρει παραδείγματα από τη ζωή. Οι μοναχές αυτή την ώρα πλέκουν, φτιάχνουν κομποσκοίνια, κεντάνε, αλλά ακούνε προσεκτικά, κάνουν ερωτήσεις.
Κάθε χρόνο στη Μονή έρχονται νέες αδελφές. Αυτό είναι πολύ καλό σημάδι για μοναστήρι. Πέρσι ήρθαν τρείς αδελφές. Δίπλα στη μητερούλα κάθεται στην πολυθρόνα η πιο ηλικιωμένη μοναχή: είναι 90 ετών. Άλλες μοναχές, μισές στον αριθμό, είναι νέες και οι άλλες είναι μέσης ηλικίας και ηλικιωμένες.
Δίπλα από μένα είναι η νεαρή αδελφή Αλεξία, που με την ευλογία της γερόντισσας Ανυσίας, ψιθυριστά μου μεταφράζει από τα ελληνικά στα αγγλικά το διήγημα της γερόντισσας. Η Αλεξία με χαμόγελο μου δείχνει το ελληνοαγγλικό λεξικό: αντιμετωπίζει το διακόνημα πολύ υπεύθυνα γι’ αυτό και πήρε μαζί της το λεξικό, σε περίπτωση που ξεχάσει τη μετάφραση κάποιας λέξης.
Η γερόντισσα διηγείται για έναν νεαρό από την Πρώτη Σερρών. Οι αδελφές που είχαν έρθει από το ίδιο χωριό, αμέσως θυμήθηκαν ότι στην παιδική και εφηβική του ηλικία ήταν υποδειγματικός. Μετά, ασχολήθηκε με ανατολικές θρησκείες, με ινδουιστικές πρακτικές και απομακρύνθηκε από την Ορθοδοξία. Και ύστερα, τον περικύκλωσαν τα πάθη του και άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ άσχημα: άρχισε να παίρνει ναρκωτικά. Ο Κύριος δεν του επέτρεψε να καταστραφεί. Κάποτε ανέβηκε στο βουνό, στο μοναστήρι και απευθύνθηκε για βοήθεια στη γερόντισσα.
Με τις προσευχές της γερόντισσας και των αδελφών της μονής, ο νεαρός αισθάνθηκε καλύτερα. Σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, άλλαξε στάση ζωής. Άρχισε να εξομολογείται, να κοινωνάει. Αποφάσισε να πάει ακόμα και στο Άγιο Όρος, αλλά η γερόντισσα δεν τον ευλόγησε, επειδή πνευματικά ήταν ακόμα αδύναμος.
Η γερόντισσα μιλάει επίσης για τον κατά σάρκα αδελφό της. Οι αδελφές ξέρουν ότι πάσχει από καρκίνο. Και η μητερούλα τον νουθετεί να έχει υπομονή και πίστη. Γενικά διδάσκει τα πνευματικά της παιδιά να έχουν υπομονή στη ζωή. Να μην ζητάμε από τον Κύριο να μας απαλλάξει από το σταυρό της ζωής, αλλά να μας δίνει υπομονή έτσι ώστε να κουβαλάμε τον σταυρό αυτό αγόγγυστα.
Η γερόντισσα αναφέρει μια πλημμύρα σε ένα από τα ελληνικά νησιά. Λέει ότι όταν ξεχειλίζει το ποτήρι των ανθρώπινων αμαρτιών, γίνονται πλημμύρες και σεισμοί. Οι άνθρωποι ζητάνε: «Κύριε, σταμάτησε τη συμφορά αυτή!» Και ο Κύριος απαντάει: «Άνθρωποι, σταματήστε να αμαρταίνετε!»
Η γερόντισσα επίσης διαβάζει στις αδελφές ένα απόσπασμα από το Γεροντικό, μια ιστορία για τους αγώνες ενός ασκητή στην έρημο. Υπέμενε τον καύσωνα της ημέρας και το κρύο της νύχτας, την πείνα και την έλλειψη πόσιμου νερού. Ο ασκητής, εξαντλημένος από τις δύσκολες δοκιμασίες, αποφάσισε να πάει σε κοινόβιο. Αλλά όταν ο ερημίτης έφτασε στο μοναστήρι, η αδελφότητα του συμπεριφερόταν με πολύ σεβασμό μια και ήταν ένας ασκητής που για πολλά χρόνια αγωνιζόταν στην έρημο. Τότε ένιωσε ότι οι λογισμοί κενοδοξίας και υπερηφάνειας πλησιάζουν στην καρδιά του και αποφάσισε να επιστρέψει στην έρημο, επειδή ο πόλεμος κατά της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας είναι πιο δύσκολος από τις σωματικές ασκήσεις.
Μπορούμε να μάθουμε να νηστεύουμε, να υπομένουμε το κρύο και τον καύσωνα, αλλά ο μεγαλύτερος αγώνας είναι το να αποκτήσεις την ταπείνωση.
Η συνομιλία με τη γερόντισσα Ανυσία
Την επόμενη μέρα, η γερόντισσα ευγενικά συμφώνησε να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις για τους αναγνώστες της ιστοσελίδας «Pravoslavie.ru».
– Σεβαστή γερόντισσα, θα μπορούσατε να μας μιλήσετε πώς γίνατε μοναχή;
– Ήθελα να γίνω μοναχή από μικρή. Γιατί; Πώς να απαντήσεις; Από την αγάπη προς τον Θεό. Αλλά οι γονείς μου ήθελαν να μεγαλώσω λίγο. Πήγα στο μοναστήρι στις 3 Ιανουαρίου του 1959. Συμπλήρωνα τα 21 χρόνια τότε.
Το πρώτο μου μοναστήρι ήταν η Ιερά Μονή της Αναλήψεως, στη Μακεδονία. Εκεί έζησα λίγο παραπάνω από χρόνο. Στη Μονή επικρατούσε το πνεύμα του ησυχασμού: δεν ήταν ευλογημένο στις αδελφές να μιλάνε καθόλου μεταξύ τους, με εξαίρεση, βέβαια, κάποιες λίγες λέξεις που αφορούσαν το διακόνημα. Η επικοινωνία με τους κοσμικούς ανθρώπους δεν επιτρεπόταν καθόλου. Οι αδελφές, και ήταν 33, ασχολούνταν με τη νοερά προσευχή.
Με την Πρόνοια του Θεού, μετά από ένα χρόνο, πήγα σε άλλο μοναστήρι, στην Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα πάνω από 18 χρόνια.
– Και πώς βρεθήκατε στο μοναστήρι που είστε τώρα;
– Το 1979 μας είχε επισκεφτεί ο γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης (της Αριζόνας), το πνευματικό παιδί του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή. Συνομιλούσε με τις αδελφές, τις δίδασκε
Εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα υπήρχαν πολλά ερειπωμένα μοναστήρια. Ο γέροντας Εφραίμ, τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου στο Άγιο Όρος Άθω, έψαχνε πνευματικά έμπειρες αδελφές για να τις στέλνει να αναστηλώνουν αυτά τα μοναστήρια, να αναβιώνουν εκεί τη μοναστική ζωή. Δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου πνευματικά έμπειρη, όμως εκείνο το διάστημα πίσω μου είχα εικοσάχρονη εμπειρία της μοναστικής ζωής και ονειρευόμουν ένα απομονωμένο μοναστήρι, όπου θα μπορούσα να προσεύχομαι χωρίς περισπασμό.
Ο γέροντας Εφραίμ είχε μιλήσει για το μοναστήρι μας, το οποίο τότε ήταν ερειπωμένο, με τον επίσκοπο Σπυρίδωνα (τον μετέπειτα Μητροπολίτη), και εκείνος ευλόγησε να βρει αδελφές, οι οποίες θα είχαν το κουράγιο να αναστηλώσουν το μοναστήρι. Τότε, ο γέροντας έφερε εμένα και ακόμα μια αδελφή, τη Μαρκέλλα, εδώ, σε αυτά τα βουνά.
– Πώς ήταν η εικόνα εκείνα τα χρόνια;
– Ο γέροντας Εφραίμ μας είχε δείξει τα ερείπια ενός κάποτε μεγάλου, καλά στημένου ανδρικού μοναστηριού, στο οποίο η αδελφότητα προσευχόταν για πάνω από 200 χρόνια, μέχρι που η Μονή καταστράφηκε από Βούλγαρους, οι οποίοι διεκδικούσαν περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας. Σκότωσαν όλους τους πατέρες και κατέστρεψαν τα κτίρια. Πλέον, εδώ δεν εγκαταβίωνε κανείς. Μόνο λύκοι και φίδια κατοικούσαν στα ερείπια.
Είχαμε καθίσει στις πέτρες, στα ερείπια του μοναστηριού. Γύρω μας μόνο βουνά, καλυμμένα με δάσος. Ούτε ένα κτίριο δεν υπήρχε όπου θα μπορούσαμε να μένουμε. Πολύ δυνατός άνεμος. Οι λύκοι ουρλιάζουν. Εδώ, όπου καθόμαστε, που είναι τώρα το αρχονταρίκι, υπήρχε ένας κατεστραμμένος στάβλος. Δεν υπήρχε τίποτα!
«Είχαμε καθίσει στις πέτρες, στα ερείπια του μοναστηριού. Δεν υπήρχε ούτε ένα κτίριο όπου θα μπορούσαμε να μένουμε και να προσευχόμαστε. Και οι λύκοι να ουρλιάζουν»
Δεν υπήρχαν καθόλου οι ανέσεις τις οποίες έχουν συνηθίσει οι σύγχρονοι άνθρωποι. Οι πατέρες ανέβαζαν στο βουνό τα πάντα στους ώμους τους. Για να πάρουμε κάποιο πράγμα, ακόμα και ξύλα, έπρεπε να κατεβαίνουμε από το βουνό κάτω, στο χωριό. Εμείς, όχι αυτοκίνητο, ούτε γαϊδουράκι δεν είχαμε! Και τώρα, με το αυτοκίνητο, από το χωριό στο μοναστήρι, είναι δρόμος μισής ώρας με άσφαλτο. Τότε όμως, με τα πόδια, χωρίς δρόμους, στην ανηφόρα…
Και σκέφτηκα: ήθελες απομόνωση; Να, εδώ έχει πάρα πολλή! Πραγματικός τόπος για ησυχαστές.
– Και αποφασίσατε να μείνετε εδώ;
– Τότε η αδελφή Μαρκέλλα μου είπε: «Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ. Δεν υπάρχει ούτε στέγη πάνω από τα κεφάλια μας! Μόνο λύκοι ουρλιάζουν… Θα μας φάνε!» Σκέφτηκα: «Δύο αδύναμες γυναίκες… Πώς μπορούμε να αναστηλώσουμε έστω και ένα σπίτι; Δεν υπάρχει κάπου για να μένουμε. Δεν υπάρχει κάπου για να προσευχόμαστε…» Και φύγαμε.
Μετά από ένα μήνα, η καρδιά μου μού είπε: «Πήγαινε ξανά, δες το…»
Ήρθαμε ξανά με την αδελφή. Κοιτάξαμε. Όχι, δεν υπάρχει δυνατότητα να μείνουμε εδώ… Φύγαμε ξανά.
Πέρασαν δύο μήνες. Η καρδιά πάλι: «Πρέπει να πας εκεί ξανά…»
Και ήρθαμε με την αδελφή για τρίτη φορά. Εδώ υπήρχε πηγή με μια εικόνα από πάνω της. Καθίσαμε στις πέτρες και άρχισα να προσεύχομαι. Διάβαζα την προσευχή του Ιησού και ξαφνικά ένιωσα τέτοια χάρη! Άκουσα στην καρδιά: «Πρέπει να μείνουμε εδώ!»
Είπα στην αδελφή Μαρκέλλα: «Θα μείνουμε! Εδώ είναι ουράνιος παράδεισος! Εδώ είναι τόπος προσευχής... Οι πατέρες προσεύχονταν και εργάζονταν… Αυτός ο τόπος είναι πολύ κατάλληλος για την προσευχή του Ιησού».
Μου απάντησε: «Αν μείνουμε εδώ – θα μας φάνε οι λύκοι!» Και της είπα: «Αν ο Χριστός επιτρέψει να μας φάνε οι λύκοι – ας μας φάνε!»
Έτσι και μείναμε.
– Πώς πήγαινε το κτίσιμο του μοναστηριού;
– Ο Επίσκοπος Σπυρίδων μας βοηθούσε να τα αναστηλώνουμε όλα. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα: ζούσαμε σε σκηνές. Πρώτα αναστηλώναμε τον Ναό, για να μπορούμε να τελούμε τη Θεία Λειτουργία. Αυτό ήταν το σημαντικότερο.
Ο γέροντας Εφραίμ έρχονταν για δύο-τρείς μέρες τρείς φορές το χρόνο και όλες οι δυσκολίες λύνονταν με θαυμαστό τρόπο. Ο γέροντας Εφραίμ έχει πολύ δυνατή προσευχή. Όταν ερχόταν, νιώθαμε τεράστια παρηγοριά και πνευματική χαρά. Είχα ζητήσει από τον γέροντα να πάω σε ένα ήσυχο απομονωμένο μέρος, αλλά όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως ο Κύριος θέλει…
Εγώ ήθελα να έχουμε τρείς-τέσσερις αδελφές, αλλά αυτές πλήθυναν και το μοναστήρι μεγάλωνε. Ήταν θέλημα του Θεού.
Ο γέροντας Εφραίμ μου είπε: «Θα έχεις τέτοιο μοναστήρι, όπου θα καταφεύγουν οι άνθρωποι. Να τους φιλοξενείτε όλους. Να τους δέχεστε όλους».
Ο γέροντας Εφραίμ είπε: «Εδώ θα είναι το μοναστήρι όπου θα καταφεύγουν οι άνθρωποι. Να τους δέχεστε όλους»
Μου είχε συμβεί ό,τι και στον γέροντα Σιλουανό τον Αθωνίτη: αυτός έψαχνε απομόνωση, αλλά ο Κύριος του έστελνε ανθρώπους. Τώρα έχουμε 25 αδελφές. Ασχολούνται με εργόχειρο, αγιογραφία, μαζεύουν θεραπευτικά βότανα, κάνουν αλοιφές, βάμματα.
Ο γέροντας Εφραίμ δεν μπορεί πλέον να έρχεται σε μας. Τώρα εμείς οι ίδιες πηγαίνουμε κάθε χρόνο στην Αριζόνα για να τον βλέπουμε. Γενικώς, καθοδηγούμαστε πνευματικά από τον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο, τον καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Καρακάλλου στο Άγιο Όρος, ένα από τα πρώτα πνευματικά παιδιά του γέροντα Εφραίμ (το πρωτότυπο κείμενο είχε γραφτεί πριν την εκδημία του γέροντα Εφραίμ – σημ.μεταφρ.).
Τρία χρόνια πριν (δεν μπορώ να το περιγράψω αναλυτικά, να πω μόνο σύντομα), είχαμε μια οπτασία, ότι ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής καλύπτει το μοναστήρι μας με την προσευχή του. Η παρουσία του είναι αισθητή παντού.
– Έχετε ακόμα και Ιερό Ναό αφιερωμένο στον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή.
– Ναι, και με την ανέγερση αυτού του ναού συνδέεται μια θαυμάσια ιστορία.
– Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για αυτήν πιο αναλυτικά;
– Αποφασίσαμε να κτίσουμε έναν τελείως μικρό και σεμνό ναό, για να μας θυμίζει το εκκλησάκι στο Άγιο Όρος όπου αγωνιζόταν ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Πήραμε ευλογία από τον επίσκοπο και από τον γέροντα Εφραίμ, αγιάσαμε τον τόπο και αρχίσαμε να κάνουμε τα θεμέλια.
Την πρώτη μέρα, εμφανίστηκε στον μάστορα, την ώρα που δούλευε, ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, έτσι όπως απεικονίζεται στη φωτογραφία, με ράβδο στο χέρι. Ο γέροντας τα κοίταξε όλα, χτύπησε με τη ράβδο και είπε: «Μικρό είναι. Δε χωράω».
Ο μάστορας έτρεξε σε μένα και φώναξε: «Δεν είναι ευχαριστημένος ο γέροντας! Πρέπει να κτίσουμε μεγαλύτερο ναό!»
Εμείς, εν τω μεταξύ, σκοπεύαμε να πάμε στην Αριζόνα για να δείξουμε το σχέδιο του νέου ναού στον γέροντα Εφραίμ. Τότε αλλάξαμε το σχέδιο. Το κοίταξα και στεναχωρήθηκα: αντί για ένα μικρό ασκητικό εκκλησάκι που είχαμε σχεδιάσει στην αρχή, ο ναός έβγαινε πολύ μεγαλύτερος. Βεβαίως, ήταν και πάλι πολύ μικρός, αλλά τώρα στο σχέδιο εμφανίστηκαν τρούλοι και μάρμαρα. Εγώ κατευθύνθηκα στενοχωρημένη προς το κελλί, και ο μάστορας πήγε να δουλέψει.
Και του εμφανίστηκε ξανά ο γέροντας Ιωσήφ. Τα κοίταξε όλα, έμεινε ευχαριστημένος. Είπε στον μάστορα ότι του αρέσουν όλα. Ο μάστορας ξανά ήρθε σε μένα και αποφασίσαμε να αφήσουμε το σχέδιο με τους τρούλους και τα μάρμαρα. Είπα: «Να είναι ευλογημένο».
Επίσης, παρακαλέσαμε τον παππού Ιωσήφ: «Όσιε, αν θέλεις μεγαλύτερο ναό, πρέπει να μας δώσεις χρήματα για να μπορέσουμε να το κτίσουμε». Και ο Ναός άρχισε να κτίζεται μόνος του! Ο γέροντας Ιωσήφ μας έστελνε ανθρώπους ακριβώς με τη σειρά που χρειαζόταν για την ανέγερση αυτού του ναού! Όταν υψώνονταν οι τοίχοι, τα χρήματα τελείωσαν. Απευθυνθήκαμε για βοήθεια προς τον γέροντα Ιωσήφ και αμέσως ήρθε άνθρωπος, που είχε κληρονομήσει επιχείρηση μαρμάρων από τον πατέρα του. Μας ρώτησε: «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω; Έχω μάρμαρα». Και αυτός ο άνθρωπος τα έκανε όλα. Του περίσσεψε κιόλας μάρμαρο με το οποίο επένδυσε και το κτίριο των αδελφών.
Χρειαζόμασταν εικονοστάσι – εμφανίστηκε άνθρωπος που το έκανε. Δεν κτίζαμε εμείς τον Ναό, τον έκτιζε ο ίδιος ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής.
– Αυτό είναι θαύμα!
– Εδώ, στα βουνά, είναι αλήθεια πως καμιά φορά συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα… Μια προσκυνήτρια π.χ. άκουσε ότι τελείται ιερή ακολουθία και ότι χτυπάνε οι καμπάνες. Πλησίασε στον ναό με πλήρη σιγουριά ότι τελείται η Λειτουργία, αλλά ο Ναός ήταν άδειος.
Δε δώσαμε σημασία σε αυτήν την αφήγηση, αλλά μετά επαναλαμβανόταν κάτι παρόμοιο. Έτσι σε μια περίπτωση είχαν έρθει προσκυνητές, και όταν είδαν αυτά τα άγονα βουνά εκπλήσσονταν: «Πώς είναι δυνατόν αυτό να σας αρέσει;» Μετά, όμως, άκουσαν εσπερινό, παρόλο που δεν τελούνταν καμία ακολουθία.
Η μαμά μου μια φορά ήταν κάτω και άκουσε ψαλμωδίες και προσευχές. Σκέφτηκε ότι ακούει εμάς, τις μοναχές, ήταν απόλυτα σίγουρη ότι εμείς προσευχόμαστε και ψέλνουμε. Όταν ανέβηκε, ρώτησε: «Εσείς ψέλνατε τώρα;» - «Όχι, δουλεύουμε και προσευχόμαστε σιωπηλά». – «Ναι, αλλά εγώ άκουσα ψαλμωδίες!» - επέμενε η μαμά μου.
Και εμείς πράγματι δουλεύαμε και διαβάζαμε σιωπηλά την προσευχή του Ιησού…
Πολλά γίνονται σε μας, αλλά εμείς παρόμοια περιστατικά δεν τα κοινοποιούμε ιδιαιτέρως, για να μην έχουμε πολλούς προσκυνητές. Οι άγιοι πατέρες έλεγαν: «Ο άνθρωπος που αξιώθηκε να βλέπει τις αμαρτίες του, είναι πιο πάνω από αυτόν που αξιώθηκε να βλέπει τους αγγέλους».
– Σας ευχαριστούμε πολύ, σεβαστή γερόντισσα για την θαυμάσια συνομιλία!
– Ο Κύριος να σας φυλάει!
Πόσο σημαντική είναι η υπακοή στη γερόντισσα
Ετοιμάζομαι να φύγω από το μοναστήρι το Σάββατο. Οι μέρες είναι μετρημένες, επειδή πρέπει να πάω σε ένα ακόμη μοναστήρι, στο νησί της Θάσου, όπου είναι ενταφιασμένη η μαμά του γέροντα Εφραίμ, η μοναχή Θεοφανώ. Προς έκπληξή μου, η γερόντισσα Ανυσία επίμονα μου ζητάει να μείνω και να αναχωρήσω την Κυριακή. Βεβαίως, υπακούω στη γερόντισσα.
Όπως αποδείχτηκε, αν είχα ξεκινήσει το Σάββατο, τότε δε θα είχα φτάσει στο μοναστήρι στη Θάσο: δίπλα στη μονή είχε αγριέψει πυρκαγιά, οι δρόμοι ήταν κλειστοί, οι αδελφές και οι προσκυνητές είχαν απομακρυνθεί. Την Κυριακή, η απειλή της φωτιάς για την Μονή πέρασε. Έπαθαν ζημιά μόνο κάποια κτίρια και ο ελαιώνας. Έτσι, εγώ έφτασα ήρεμα στο μοναστήρι.
Και όχι μόνο αυτό. Στο λιμάνι με πήγαν τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας, οι σύζυγοι η Ελένη και ο Γιάννης, με τους γιούς τους τον Αλέξανδρο και τον Αντώνη. Μένουν στην Καβάλα, αλλά για χάρη μου με πήγαν μέχρι το λιμάνι της Κεραμωτής, όπου ο Γιάννης με ξεπροβόδισε ως το πλοίο για τη Θάσο.
Και πέρα από αυτό, μου μίλησαν για τη γερόντισσά τους.
Η συνομιλία με τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας Ανυσίας, τον Γιάννη και την Ελένη
– Σας ευχαριστώ πολύ που συμφωνήσατε να με πάτε.
Ελένη: Η γερόντισσα ευλόγησε να σας βοηθήσουμε. Πηγαίνουμε πολλά χρόνια σε αυτό το μοναστήρι αλλά είστε η πρώτη Ρωσίδα που συναντάμε εδώ.
– Πηγαίνετε πολύ συχνά σε αυτό το μοναστήρι;
Γιάννης: Κάθε Κυριακή πηγαίνουμε στην ακολουθία. Μετά την Θεία Λειτουργία, συνήθως, η γερόντισσα δίνει στο αρχονταρίκι κάποιες συμβουλές. Και το πιο εκπληκτικό: πριν πάμε στο μοναστήρι, σκέφτομαι κάποιες ερωτήσεις που θέλω να κάνω στη μητερούλα. Αλλά, με τις συμβουλές που μας δίνει, ακούω και όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, πριν προλάβω να τις κάνω.
- Η μητερούλα είναι γερόντισσα…
Γιάννης: Ναι, αυτή μιλάει με τον Θεό και ο Θεός μιλάει με αυτήν. Η μητερούλα προσεύχεται για τον καθένα μας. Κάθε νύχτα σηκώνεται για την προσευχή. Οι αδελφές κάποτε μου είπαν ότι η γερόντισσα μνημονεύει κάθε νύχτα με το όνομά τους περίπου 8000 άτομα. Κάθε νύχτα!
– Και πότε κοιμάται η γερόντισσα;
Ελένη: Όταν ο Θεός είναι στην ψυχή σου, δε θέλεις να κοιμηθείς τόσο πολύ όπως κάνουμε εμείς οι συνηθισμένοι άνθρωποι.
Γιάννης: Οι αδελφές μοιράζουν την ημέρα στα τρία: την εργασία, την προσευχή, την ξεκούραση. Όλοι τους κοιμούνται λίγο. Αλλά η γερόντισσα λιγότερο από όλες. Κοιμάται περίπου τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Άντε, τέσσερις και μισή.
- Η γερόντισσα δε με ευλόγησε να ξεκινήσω το Σάββατο, αλλά την Κυριακή. Νομίζω πως δεν είναι τυχαίο…
Γιάννης: Βεβαίως! Έχει διορατικότητα. Όταν η γερόντισσα προσεύχεται, βλέπει τις καρδιές όλων αυτών για τους οποίους προσεύχεται. Μια φορά είχα προβλήματα. Της είπα: «Γερόντισσα, έχω προβλήματα». Και αυτή αμέσως κατάλαβε όλες τις δυσκολίες μου, μου έδωσε συμβουλές και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που δεν είχα προλάβει να κάνω.
Ελένη: Η γερόντισσα βλέπει πράγματα αλλά δε λέει τίποτα, τα κρύβει τα χαρίσματά της. Μπορείς να τα υποψιαστείς από έμμεσους υπαινιγμούς. Έτσι, μερικές φορές μπορεί να ξεχαστεί και να ρωτήσει για μια λεπτομέρεια, για παράδειγμα, για ασθένεια παιδιού ή εγγονού ή συγγενή. Ή για ένα πρόβλημα. Και αυτός που συζητάει μαζί της αντιλαμβάνεται μετά ότι δεν το είχε πει στη γερόντισσα. Το είχε καταλάβει μόνη της.
Γιάννης: Γενικώς, όμως, το σημαντικότερο θαύμα είναι ότι δύο αδύναμες γυναίκες, η γερόντισσα Ανυσία και η μοναχή Μαρκέλλα, ήρθαν εδώ, σε αυτό το ερημικό μέρος, στα άγρια βουνά, και στα ερείπια παλαιού μοναστηριού κτίσανε, με τη βοήθεια του Θεού, τόσο μεγάλη και εκπληκτική μονή, με υπέροχους ναούς, με πολλές αδελφές…
– Ναι, είναι πραγματικό θαύμα.
Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς!
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα