8 Σεπτεμβρίου 1944, ώρα 5:30 το πρωί. Στρατιωτικά γερμανικά οχήματα με ανοικτές τέντες, διασχίζουν την Ιερά Οδό και καταλήγουν στην αρχή μιας μικρής χαράδρας του δάσους Δαφνί, λίγο πριν την άνοδο για την ανηφοριά που βρίσκεται το Χαϊδάρι. Εκεί σταματούν και κατεβάζουν 59 Έλληνες. Τους τοποθετούν σε σειρά και ετοιμάζονται για εκτέλεση. Ξεχωρίζουν τις εννέα γυναίκες που θα εκτελέσουν πρώτες, πριν από τους άντρες.
Και ενώ όλοι παγώνουν, μια γυναικεία φωνή ακούγεται θαρρετά: «Θάρρος παιδιά! Ζήτω η πατρίδα μας. Μη λυγίσετε παιδιά!». Ύστερα παίρνει μια-μια τις μελλοθάνατες τις βάζει σε κύκλο και αρχίζει να τραγουδά το τραγούδι του Ζαλόγγου.
Είναι η Λέλα Καραγιάννη, η μεγάλη ηρωίδα της Εθνικής μας Αντίστασης, επικεφαλής της αντιστασιακής οργάνωσης Μπουμπουλίνα. Γεννημένη το 1898 στη Λίμνη Ευβοίας κατοικούσε στην Αθήνα με τον σύζυγό της -φαρμακοποιό στο επάγγελμα- και τα επτά παιδιά τους.
H oικία της Λέλας Καραγιάννη στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη αριθ. 1 και Σταυροπούλου στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Αμερικής |
Τα Ες Ες πιάνουν στις 11 Ιουλίου τέσσερα από τα επτά παιδιά της Καραγιάννη, που βρίσκονται στο σπίτι. Στην συνέχεια, συλλαμβάνουν στην Γλυφάδα και το τρίτο αγόρι, τον Νέλσονα, αλλά και την ίδια που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο.
Η Καραγιάννη είχε συλληφθεί άλλη μια φορά από τους Ιταλούς για περίθαλψη του Βρετανού υπολοχαγού Στιούαρτ, εξ αιτίας του οποίου κρατήθηκε στην φυλακή επί εξάμηνο η ίδια και επί δίμηνο ο φαρμακοποιός σύζυγός της Νίκος, καθώς ο Βρετανός μη λαμβάνοντας μέτρα προφύλαξης συνελήφθη το μεσημέρι της 13 Οκτωβρίου 1941 και στην ανάκριση από τα βασανιστήρια έσπασε. Το ίδιο βράδυ συνέλαβαν οι Ιταλοί το ανδρόγυνο Καραγιάννη. Όμως οι Ιταλοί που έβλεπαν να υποτιμούνται από τους Γερμανούς, σκοπίμως δεν έδωσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να μην εξυπηρετήσουν τα γερμανικά σχέδια και μετά δίμηνο φυλάκισης του Νίκου Καραγιάννη και εξάμηνο της συζύγου του, τούς αποφυλακίζουν.
Τώρα οι ναζί φέρνουν σε αντιπαράσταση την Λέλα Καραγιάννη με Έλληνα συνεργάτη της, ο οποίος μετά από βασανιστήρια λύγισε και μίλησε. Βλέπει να βασανίζουν τα παιδιά της μπροστά στα μάτια της.
Διηγείται ο γιος της Βύρων:
Τη βασάνισαν φρικτά, την κρέμασαν από το ταβάνι, την άφησαν τρεις μέρες διψασμένη και όμως δεν άνοιξε το στόμα της. Ο δε ανακριτής της, ο Γερμανός Μπάικε, πεισμένος πια ότι δεν θα μιλήσει έκλεισε τον φάκελό της με ένδειξη «Λέλα Καραγιάννη, να εκτελεσθεί».
Μαζί με άλλους συλληφθέντες από την SD, την περίφημη ασφάλεια των Ες Ες, τους οδήγησαν στο κτίριο της οδού Μέρλιν, αριθ. 6, όπου και το Αρχηγείο των Ες Ες της Αθήνας. Από κει τους διαμοίρασαν και τους έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Στην Μέρλιν συντάσσονταν οι κατάλογοι των προς φυλάκιση ή προς εκτέλεση πατριωτών.
Διηγείται ο γιος της Βύρων:
«Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, μας είπε, να δείξετε γενναιότητα και να μην λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο την θέση σας.
Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλυτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε γαι μένα, μόνο να σκέπτεστε, ότι ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και αυτό θα σας ανακουφίζει».
Μας έλεγε ακόμη ότι πίστευε στον Θεό και στην βοήθειά του για να σωθούμε εμείς, τα παιδιά της. Ύστερα, ήλθαν στο δικό μου κλουβί και με ανέβασαν πάλι στον ανακριτή Μπέκε. Αυτήν την φορά είδα με έκπληξη την μητέρα μου και τον αδελφό μου Νέλσωνα στο ανακριτικό γραφείο του Μπέκε. Η μητέρα, προφανώς για να μην λυγίσω, ή για να μην δουν οι Γερμανοί μητρική αδυναμία και στοργή για μας και τα εκμεταλλευτούν, με κοίταξε αυστηρά, κάνοντάς μου νεύρα με το βλέμμα, που σήμαινε να σταθώ στο ύψος μου και να φερθώ γενναία. Μια μόνο λέξη μου είπε επιτακτικά: «Πρόσεχε». Βέβαια είχε δει τα χάλια μου, τα καμένα πόδια μου, το ματωμένο πουκάμισό μου και τα παράλυτα χέρια μου. Αυτή η στάση της, απέναντί μου, έκανε τον Μπέκε να καταλάβει, ότι η Λέλα Καραγιάννη δεν είναι εύκολη λεία, και θα ήταν αδύνατον να της πάρει λέξη. O Μπέκε με άρπαξε και βίαια με γύρισε και με κόλλησε με το πρόσωπο στον τοίχο, το ίδιο έκανε και στον αδελφό μου. Έβγαλε το περίστροφο απ’ την θήκη του, το κόλλησε στο κεφάλι του Νέλσωνα, και κοιτάζοντας το ρολόι του χεριού του και μέσω διερμηνέα είπε στην μητέρα, με ύφος αποφασισμένο να εκτελέσει την απειλή του: «Λέλα Καραγιάννη, πρόσεξε καλά, σου δίνω δυο λεπτά προθεσμία, για να μου απαντήσεις σ’ αυτά που σ’ ερωτώ, διαφορετικά θα εκτελέσω, τώρα εδώ μπροστά σου, ένα - ένα τα παιδιά σου, αρχίζοντας από αυτόν εδώ. Λέγε, γιατί θα πιέσω την σκανδάλη, πού έχεις τον πομπό σου, ποιος τον χειρίζεται, με ποιους συνεργάζεσαι, ποιες είναι οι πηγές απ’ τις οποίες παίρνεις τις πληροφορίες για τις κινήσεις μας, ποιοι είναι οι συνεργάτες σου, πού βρίσκεται ο καπετάνιος Χρυσίνης με το καΐκι του».
Το περίστροφο του Μπέκε έσπρωχνε το κεφάλι του Νέλσωνα, και το έκανε να γέρνει, ήταν αγριεμένος και φαινόταν αποφασισμένος να εκτελέσει την απειλή του. Τότε άκουσα την μητέρα να λέει, με σταθερή και ήρεμη φωνή: «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην πατρίδα μας. Πρόσεξε καλά, και πάλι σου λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα και άδικα θα τα σκοτώσεις».
Η ψυχή της έτρεμε καθώς τα έλεγε αυτά, η φωνή της ηχούσε παράξενα, επίσημα και κατηγορηματικά, ο Νέλσων και εγώ κοιταχτήκαμε έντρομοι με λοξή ματιά, ο Μπέκε έμεινε άναυδος, αμήχανος. Τελικά τράβηξε το πιστόλι απ’ τον κρόταφο του Νέλσωνα και βάζοντάς το μέσα στην πέτσινη θήκη που κρεμόταν απ’ την ζώνη του, είπε τρέμοντας από οργή: «Τα παιδιά σου τα χρειάζομαι προς το παρόν, και μόλις τελειώσω μ’ αυτά, υπόσχομαι να τα στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα, να μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό».
Μαζί με άλλους συλληφθέντες από την SD, την περίφημη ασφάλεια των Ες Ες, τους οδήγησαν στο κτίριο της οδού Μέρλιν, αριθ. 6, όπου και το Αρχηγείο των Ες Ες της Αθήνας. Από κει τους διαμοίρασαν και τους έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Στην Μέρλιν συντάσσονταν οι κατάλογοι των προς φυλάκιση ή προς εκτέλεση πατριωτών.
Τους φυλάκισαν μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου και ως πράκτορες προφανώς τους προόριζαν για ανταλλαγή με συλληφθέντες δικούς τους. Με την δυσμενή τροπή που πήρε ο πόλεμος για την Γερμανία όμως και ενώ διαφαίνονταν η υποχώρηση των στρατευμάτων τους στο μέτωπο της Ελλάδας, δεν υπήρχε λόγος ανταλλαγής και αποφάσισαν να τους εκτελέσουν. Και η απόφαση λήφθηκε παρά το δεδομένο ότι εναντίον των 59 υπήρχαν μόνον κατηγορίες, όχι όμως και καταδικαστική απόφαση γερμανικού στρατοδικείου.
Οι συλληφθέντες ήταν κλεισμένοι στις φυλακές, αλλά μια ημέρα πριν την εκτέλεση, τούς είχαν υποσχεθεί πως θα τους απελευθέρωναν. Εκείνες τις ημέρες οι Γερμανοί άνοιγαν συχνά τις πύλες των φυλακών Αβέρωφ. Τους μετέφεραν την παραμονή το απόγευμα στις 8 η ώρα, στο κολαστήριο της Μέρλιν. Μάλιστα αυτοί του Αβέρωφ είχαν λάβει και τα αποφυλακιστήριά τους μαζί με τα προσωπικά τους είδη. Τους κατέγραψαν και στον πίνακα αποφυλακισθέντων. Αντί όμως για αποφυλάκιση, τους μεταφέρουν στο άντρο της SD και από κει ώρα 5.30 πριν το χάραμα της 8ης Σεπτεμβρίου 44 στο Χαϊδάρι.
Εκεί τους βρίσκουν οι ριπές των πολυβόλων και τους σωριάζουν κατά γης. Και τότε γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Είναι η στιγμή που εκτυλίσσεται η πιο αντρεία πράξη μελλοθανάτου:
Ανάμεσα από τους μελλοθανάτους άνδρας, ξεπετιέται ένα παιδί 19 ετών. Είναι ο Γιαννάκης Χούπης, γιος του π. Βασιλείου Χούπη, εφημέριου στην Αγία Ειρήνη. Τόσο εντυπωσιάζεται ο Γιαννάκης από το θάρρος των γυναικών, που ορμά στο κοντινότερο πολυβόλο, το αρπάζει από τα χέρια ενός Γερμανού και το στρέφει εναντίον των. Δυστυχώς δεν ξέρει να το χειρισθεί. Μάταια δοκιμάζει να πυροβολήσει. Οι Γερμανοί τρομοκρατούνται και αρχίζουν να βάλλουν στο σωρό των πατριωτών, όσο να τους σωριάσουν όλους.
Την πληροφορία για τον Γιαννάκη Χούπη, 18 χρόνων, φοιτητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την διασώζει ο μελλοθάνατος Νίκος Μπάρδης, που πήρε χάρη την τελευταία στιγμή, όπως και ο Δημ. Αλεξόπουλος, λόγω παρέμβασης του δοτού πρωθυπουργού Ιω. Ράλλη. Του την έδωσε ο Έλληνας διερμηνέας Δημητριάδης που ήταν παρών στην εκτέλεση. Την εξομολόγηση των μελλοθανάτων έκανε, το προηγούμενο βράδυ, ο καθολικός ιερέας Χρυσόστομος Βασιλείου, τον οποίο εκτέλεσαν μαζί με τους μελλοθανάτους οι Γερμανοί.
Αυτές ήταν οι τελευταίες εκτελέσεις που έγιναν από Γερμανούς. Μετά από 34 ημέρες η Αθήνα απελευθερώθηκε.
Σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έγκλημα των ναζί στην Ελλάδα που διαπράχθηκε στο δάσος Δαφνί της Αττικής, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, εκτελέστηκαν εκτός από τους 56 Έλληνες και Ελληνίδες, μια Ουγγαρέζα, η Άννα Μπαν, μια Αγγλίδα συλληφθείσα τον Απρίλη του 1944 στην Πάτρα η Μάρτζορυ Δημοπούλου, που είχε παντρευτεί τον Τάκη Δημόπουλο από τον Πύργο και ένας αξιωματικός του ιταλικού στρατού, ο Βιτόριο ντε Κάρλο.
Το 1947, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στη Λέλα Καραγιάννη το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας, τιμώντας την προσωπικότητα και τα πεπραγμένα της πολύτεκνης, πατριώτισσας, Ελληνίδας μάνας.
Με προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε στην Αθήνα, την 18-05-2020, μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας:
Απονέμεται στην Ελληνίδα αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944, αρχηγό της Οργάνωσης Πληροφοριών και Δολιοφθοράς «Μπουμπουλίνα», Λέλα Καραγιάννη του Αθανασίου, για τον απαράμιλλο ηρωισμό της, την αυτοθυσία και την αφοσίωση που επέδειξε προς το Ελληνικό Έθνος, τα οποία την κατέστησαν στη μνήμη όλων των Ελλήνων και Ελληνίδων ως Εθνικό ιδεώδες, ο βαθμός του Ταξίαρχου επί τιμή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3883/2010. (Αριθμ. βεβ. ΓΕΣ/ΔΟΙ/2ο/1254166/28-05-2020)
Απονέμεται στην Ελληνίδα αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944, αρχηγό της Οργάνωσης Πληροφοριών και Δολιοφθοράς «Μπουμπουλίνα», Λέλα Καραγιάννη του Αθανασίου, για τον απαράμιλλο ηρωισμό της, την αυτοθυσία και την αφοσίωση που επέδειξε προς το Ελληνικό Έθνος, τα οποία την κατέστησαν στη μνήμη όλων των Ελλήνων και Ελληνίδων ως Εθνικό ιδεώδες, ο βαθμός του Ταξίαρχου επί τιμή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3883/2010. (Αριθμ. βεβ. ΓΕΣ/ΔΟΙ/2ο/1254166/28-05-2020)
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου