Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Ελένη Ιωαννίδη.Μάνα του Έπους του ΄40





Ανδριανή Κυριάκου«Η τυφλή και ορώσα το Θεό»




Ανδριανή Κυριάκου«Η τυφλή και ορώσα το Θεό»


Στο βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου για τον Άγιο Νεκτάριο, ὑπάρχει καί ἡ φωτογραφία τῆς πρώτης ἡγουμένης τῆς Ἁγίας Τριάδος, κάτω ἀπό τήν ὁποία γράφει: «Ἡ πρώτη ἡγουμένη τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὄντως ὁσία Ξένη, ἡ τυφλή καί ὁρῶσα τόν Θεό». Αὐτό θυμήθηκα καί αἰσθάνθηκα ἐπισκεφτόμενος γιά πρώτη φορά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2011 τή γιαγιά Ἀνδριανοῦ, στο σπίτι τῆς κόρης της στά Λειβάδια.
Μ' ἕνα κομποσχοίνι στο χέρι, χωρίς μιζέρια, μέ τό συνεχές «Δόξα σοι ὁ Θεός!», να βιώνει τήν τυφλότητα ὡς δυνατότητα «θέας Θεοῦ». Φαίνεται πώς ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου κρύβει το μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκατανόητος στούς ἄλλους, ἀποκαλυπτικός σ᾿ αὐτόν πού τό σηκώνει.
Σκοπός τῆς ἐπίσκεψής μου ἦταν να μπορέσω να γνωρίσω, ὅσο εἶναι δυνατό, τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ της, πού τήν κάνει νά ἐκπέμπει χαρά καί νά θέλουν οἱ ἄλλοι – συγγενεῖς, φίλοι, γνωστοί καί ἄγνωστοι - νά εἶναι κοντά της. Αὐτή ἡ γνώση γίνεται μέ τό λόγο καί τή σιωπή. Ἴσως πιο πολύ αυτή ν' ἀποκαλύπτει το μυστήριο, πού ὄντως, γνωρίζεται - ὅπως ὅλα τά μυστήρια «ἐν σιωπῇ».
– Πῶς πάεις;
- Καλά, πάτερ Ανδρέα, καλά. Δόξα σοι ὁ Θεός! Καλύτερα δέν γίνεται ἀπὸ δῶ καί πέρα. Νά πάρω τήν εὐχή σου, ἴσως καί γίνει ἡ μέρα καλύτερα.
– Γιατί εἶναι ἄσχημη ἡ μέρα;
- Ἐξαρτᾶται ἀπό τό τί θά κάνουμε ἐμεῖς, ἐν νά πάει καλύτερα.
Το κομποσχοίνι πού ἔχει στο χέρι της είναι προσευχές «ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου», ἀρχίζοντας ἀπό τούς «οἰκείους». Προσευχές πού πηγάζουν ἀπό τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία γιά τήν ἴδια, ὅπως μᾶς λέει, «ἦταν πάντα στην καρδιά της» χωρίς νά ξέρει πῶς τήν ἀπόκτησε. Τό ἀποδίδει, ὡστόσο, στον πατέρα της Μανώλη που «ἦταν ἄνθρωπος πού ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο». Αὐτό το καταλάβαινε καί τό ἔβλεπε από μικρή, ὅταν «τήν ἐποχή πού νοικιάζαμε περβόλια κι ἦταν ὁ καιρός πού βγαίνουν τα σύκα καί τά χρυσόμηλα, την πρώτη δόση πού ἔκοβε, τήν ἔδινε στους φίλους και γνωστούς του.
Ἔβαζε τή μητέρα μου νά τοῦ κάνει μικρά καλαθάκια καί τά γέμιζε λέγοντας “αὐτό εἶναι τοῦ τάδε... τοῦ τάδε...”
Ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο κι ἔτσι πιάσαμε τό σύστημα».
Το να σκέφτεται πρῶτα τούς ἄλλους καί μετά τόν ἑαυτό του, δέν ἦταν κάτι τό περιστασιακό ἀλλά συνηθισμένο. Κάθε πού ἑτοιμάζονταν γιά νά καθίσουν στό τραπέζι, πρίν βάλει φαγητό στο δικό του πιάτο, ἔστελλε πρῶτα στις γιαγιάδες, στούς ἐμπερίστατους γείτονες.
Ἡ δέ μητέρα Εὐρυδίκη, συμπορευόμενη μέ τό σύζυγό της, ποτέ δέν τσακώθηκε μέ κανέναν, ἀγαποῦσε τόν κόσμο, πήγαινε τακτικά ἐκκλησία.
Τήν ἀγάπη πού ἔχει στήν καρδιά της γιά ὅλους, τήν αἰσθάνεται ὡς «κληρονομική», ὅτι τήν πῆρε ὡς «προῖκα» ἀπό τούς γονεῖς της. Αὐτή θεωρεῖ ὡς βάση γιά τήν εἰρήνη που νιώθει στήν καρδιά της, παρόλο ὅτι γιά 30 - 40 χρόνια βλέπει μόνο σκοτάδι. Ὅταν, μάλιστα, ξέρει τί σημαίνει νά βλέπεις τόν κόσμο, τούς ἀνθρώπους, τή φύση. Χωρίς να δυσανασχετεῖ, χωρίς νά ἔχει μέσα της άναστάτωση. Βέβαια, προσεύχεται καθημερινά καθώς μᾶς εἶπε, γιά νά τῆς δίνει ὁ Κύριος ὑπομονή καί ταπείνωση.
- Τί εἶναι ταπείνωση; Πῶς ἀποκτᾶται;
- Μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκτῶνται ὅλα.
Ὅταν εἶσαι ἐγωιστής, όταν νομίζεις ὅτι ἐσύ εἶσαι καί κανένας ἄλλος τίποτα δεν γίνεται.
· Καλά, ὁ ἄνθρωπος νά μήν κάνει τίποτα; Όλα
ἀπό τό Θεό;
- Ὁ Θεός ὅταν εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ
ἄνθρωπος ἐλπίζει στό Θεό, ὁ Θεός θά τα κάνει όλα ὅταν, βέβαια, θέλει καί ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ Ὀρθοδοξία δέν γνωρίζει μόνο Πατέρες, αλλά καί Μητέρες, πού μέ τό λόγο τους τόν ἐμπειρικό καί γεμάτο Πνεῦμα ἅγιο, γεννοῦν ἀναγεννοῦν τέκνα γιά τή Βασιλεία. Μπροστά μας βρισκόταν μία τέτοια Μητέρα πού μποροῦσε ἀθόρυβα καί ἀληθινά ν᾿ ἀποκαλύψει «ὁδόν σωτηρίας».
- Μέ ποιόν τρόπο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς; Ποιό εἶναι τό σημαντικό πού χρειάζεται νά κάνει, γιά νά ἔχει τέτοιο καρπό;
- Πρῶτα πρέπει ν' ἀγαπήσει τό Θεό καί μετά τόν κόσμο. Ὅταν ἀγαπᾶς τό Χριστό, τήν Παναγία καί τό Θεό, ἀπό κεῖ καί πέρα εἶναι ὅπως τό νερό όταν το βάζεις στο αὐλάκι καί πάει. Νά ἀγαπᾶς ὅλο τόν κόσμο· καί αὐτούς πού σοῦ φταῖνε καί αὐτούς πού δέν σοῦ φταῖνε. Ἀκόμη καί αὐτούς πού δέν σε θέλουν. Τούς ἀγαπᾶς ὅλους.



Βιβλιογραφία
Συναντήσεις - Αναζητήσεις - Αποκαλύψεις.
Πατήρ Ανδρέας  Αγαθοκλέους!!!

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

H Δημήτρω...



Δεν είχε πολλά. Τρία τέσσερα ζωντανά όλο κι όλο.
Τρεις γίδες και μια προβατίνα. Το μανάρι της!!
Έτσι την φώναζε. Μανάρι.
Άλλα δεν ήθελε...αυτά της φτάνανε της Δημήτρως.
Μόνη της ήταν.
Οικογένεια δεν είχε. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Προκομμένη κι άξια ήταν και μέσα σ όλα πρώτη στο χωριό.
Αλλά εκείνο το κουσουράκι που'χε την εμπόδιζε να παντρευτεί.
Το'να μάτι της δεν έκλεινε καλά. Μέχρι τη μέση έφτανε το βλέφαρο και στα χωριά αυτά τα κοιτούσαν πολύ κι ας ήσουν άξια και προκομμένη..
Η καρδιά της χτύπησε για κάποιον από το δίπλα χωριό.
Είχε και κείνος το παθηματάκι του..
Το ένα χέρι του ήταν πιο κοντό από το άλλο μα όλες τις δουλειές τις έκανε.
Φαντάστηκε η Δημήτρω πως θα μπορούσε να κάνουν οικογένεια
κι άρχισε να ονειρεύεται. Ανύπαντρος και κείνος και κάπως μεγαλούτσικος μα δεν την ένοιαξε ποτέ ετούτο.
Είχε μια φίλη στο χωριό του και πήγαινε συχνά μήπως και τον δει μήπως και την προσέξει κι όταν τον αντάμωνε δεν γύριζε να την κοιτάξει.
Απογοητεύτηκε κι η φιλενάδα της το κατάλαβε και όλο την ρωτάει τι έχει. Κουβέντα η Δημήτρω.
Και τι να πει? Ντρεπόταν που 'χε το μυαλό της σ έναν άντρα.
Ήταν ντροπή εκείνα τα χρόνια να θέλεις κάποιον.
Όλα στα μουλωχτά γινόταν...
Κι άντε...να θέλει άντρας μια γυναίκα στέλνει προξενιό.
Η γυναίκα τι να κάνει? Ντροπής πράματα τούτα...
Μια μέρα που πήγε πάλι στη φιλενάδα καθότανε οι δυο τους στο τοιχάκι της αυλής και περνάει ο Γιώργης χαιρετάει κι έχασε τα λόγια της και κοκκίνησε.
Την πήρε χαμπάρι η φίλη της και κρένει του Γιώργη τάχα μου να δει τον τοίχο. Σα να'θέλει λίγο κάποια μαστορέματα του είπε.
Έντιμος ο Γιώργης αφού έριξε μια ματιά της είπε πως ο τοίχος είναι μια χαρά.
Μόνο ένα βαψιματάκι θέλει και τίποτα άλλο και κανονίστηκε να πάει να τον βάψει.
Κι όλο να του λέει για την φίλη της τι προκομμένη γυναίκα είναι
κι όλο να την παινεύει κι όλο να προσπαθεί να πάρει μια κουβέντα του Γιώργη μα τίποτα αυτός.
Μούγκα...
Είδε κι απόειδε...από δω σ έχω από κει σε πάω όλο ξεγλίστραγε ο Γιώργης.
Παίρνει μια ανάσα και του το'πε στα ίσια..
Κι αφήνει το πινέλο κάτω εκείνος και της λέει. Καλή και προκομμένη η Δημήτρω μα σκιάζομαι μη βγουν τα παιδιά με μάτια που δεν κλειούν.
Κατάπιε τη γλώσσα της η φιλενάδα δεν περίμενε τούτα τα λόγια μόνο του είπε πως η Δημήτρω δεν ήταν από γεννησιμιού έτσι αλλά χτύπησε μικρή από κει το'χει τούτο το κουσούρι.
Και θέλησε η καψερή να το πει στη Δημήτρω γιατί την έτρωγε το μαράζι. Έλιωνε από έρωτα μπας και τον βγάλει απ το μυαλό της.
Αλλά τίποτα..Χειρότερα τα κανε τα πράματα.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Δεν ξαναπήγε στην φιλενάδα η Δημήτρω. Δεν της κάκιωσε όχι για καλό έκανε ό,τι έκανε μα δεν ήθελε ν ανταμώσει τον Γιώργη ποτέ ξανά. Και πέρασε ο καιρός..
Παρέα με τα ζωντανά της με το νοικοκυριό της με τα χωραφάκια της με τον αργαλειό της και τα υφαντά της.
Ξακουστή στα γύρω χωριά έφτιανε προίκες για τις νύφες.
Τι βελέντζες τι φλοκάτες τι καραμηλωτές!!
Τα χέρια της πιάνανε...
Όσο για την δική της προίκα δυο γιούκους ψηλούς μέχρι το ταβάνι. Αλλά τι τα θες..Άτυχη..
Βαριά το πήρε. Πολύ βαριά κι έχασε τον ύπνο της για πολύ καιρό.
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια..
Ήθελε να το γυρίσει πίσω τούτο το λόγο. Την έτρωγε...
Αλλά έλεγε εγώ να'μαι καλά και τα ζωντανά μου!!
Έκανε καλό κομπόδεμα και μια και δυο πήγε στην Αθήνα σε μια μακρινή ξαδέρφη της.
Της είπε πως θέλει να φιάκει το μάτι της βρήκε ένα καλό γιατρό και αποφάσισε να κάνει το μάτι να κλείνει.
Και το'κανε!! Και γύρισε πίσω με μάτι που κλείνει.
Αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και δεν ήθελε μπλιο γάμους η Δημήτρω μήτε προξενιά και παιδιά.
Είχε τα ζωντανά της...
Ήταν μεσημέρι κι ειχε αποκάμει στον αργαλειό απ το πρωί. Έγειρε λίγο να ισιώσει την μέση της μα δεν πρόλαβε.
Κάποιος χτύπαγε την πόρτα.
Πάει ν ανοίξει και τι να δει? Ο Γιώργης.
Πέρασε μέσα του είπε. Εσύ για να'ρθεις μέχρι εδώ κάτι θέλεις.
Σου φτιάνω καφέ και μου λες..
Του πάει τον καφέ και το νεράκι δροσερό δροσερό απ τον μαστραπά στον δίσκο στρωμένο το σεμεδάκι.
Νοικοκυρεμένα πράματα.. Ο Γιώργης δεν ματάειδε τέτοια νοικοκυροσύνη και σκέφτηκε πως έκανε λάθος τότε..
Μα τώρα θα το πάρει πίσω για τούτο ήρθε να της πει πως θα το'θελε...Πέρασαν και τα χρόνια..
Μόνοι κι οι δυο.. Μεγάλοι πια..Παιδιά δεν θα κάνανε..
Έφιακε και το μάτι..
Ήπιε τον καφέ ο Γιώργης ήπιε και την πίκρα.
Του το φύλαγε η Δημήτρω κι ήρθε η ώρα να το γυρίσει πίσω.
Δεν με πήραν δα και τα χρόνια Γιώργη του είπε.
Μπορώ ακόμα να κάμω παιδιά αλλά σκιάζομαι να τα κάνω μαζί σου μη μου βγουν κοντόχερα.
Μούγγα ο Γιώργης. Δεν έβρισκε την πόρτα να φύγει..
Κι η Δημήτρω ξαλάφρωσε...
Ακούς εκεί να μην κλειούν τα μάτια...
Έχω τα ζωντανά μου είπε κι έγειρε να ισιώσει την μέση της.
Και πέρασαν τα χρόνια...Και γέρασε η Δημήτρω
Και ξανάπιακε πέντε έξι φορές τα ζωντανά της.
Μα μια φορά μια γίδα δεν έκλεινε καλά το μάτι της και γέλασε η Δημήτρω και της είπε καψερή μου,ανύπαντρη θα μείνεις και συ..
Ακούς εκεί να σκιάζεται να μην κλειούν τα μάτια..
Ελευθερία Λάππα

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Θεοπίστη Οικονομίδου



Ἡ Θεοπίστη γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1917 σέ ἕνα πολύ μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Πάφου, τίς πάνω Ἀκουρδάλιες. Σέ ἡλικία πέντε μόλις ἐτῶν ἔχασε τήν μητέρα της ἡ ὁποία πέθανε στήν γέννα της στό τρίτο της μωρό.

Ὁ πατέρας της πλήρωνε μία παραμάνα σέ διπλανό χωριό, μαζί μέ τό μωρό της νά θηλάζη καί τό μικρό ὀρφανό, ἀλλά τελικά πέθανε κι αὐτό. Ἔτσι ἡ Θεοπίστη ἀπό μικρή γεύτηκε τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου μένοντας μόνη, μέ τόν κατά ἕνα χρόνο μικρότερο ἀδελφό της καί τόν πατέρα της.
Ἡ γιαγιά της ἀπό τήν μητέρα της καί αὐτή χήρα μέ 4 παιδιά πήγαινε στό σπίτι γιά νά κοιτάζη τά ὀρφανα τῆς κόρης της. Ἡ γιαγιά θέλοντας νά ἀποφύγη τά κουτσομπολιά καί τά σχόλια στό χωριό, ἐπειδή σύχναζε στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ της γιά νά βοηθᾶ σκέφτηκε ὡς δυναμικός ἄνθρωπος πού ἦταν, ὅπως ἔλεγε ἡ Θεοπίστη, νά βρῆ γυναῖκα γιά νά ξαναπαντρευτῆ ὁ γαμπρός της. Αὐθημερόν κλείνει τά ὀρφανά ὅλα, τά δικά της καί αὐτά τοῦ γαμπροῦ της σέ ἕνα σπίτι, ἀφήνει τήν μεγάλη της κόρη νά ἐπιβλέπη καί φεύγη μαζί μέ τόν γαμπρό της γιά ἕνα κοντινό χωριό. Σέ ἐρώτηση τῶν παιδιῶν «ποῦ θά πᾶτε;», ἡ γιαγιά ἀπαντᾶ: «Πᾶμε νά σᾶς φέρωμε μάννα!»