Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Αγία Όλγα της Αλάσκας



site analysis



1395366_543005889126210_2084766399_n (1)Η Matushka (Μητερούλα) Όλγα, γηγενής στην Αλάσκα από τη φυλή Yupik, γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1916 μ.Χ. Ο σύζυγός της, ο Νικολάι Μιχαήλ, ήταν ο ταχυδρόμος στο χωριό και διευθυντής του γενικού καταστήματος, ο οποίος αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και στη συνέχεια αρχιερέας. Έχει υπηρετήσει την κοινότητα της ως σύζυγος ιερέα, αλλά και ως μαία.
Η Matushka Όλγα γέννησε δικά της δεκατρία παιδιά, πολλές φορές χωρίς τη βοήθεια μαίας ή δικών της ανθρώπων, από τα οποία επέζησαν τα 8.
Ήταν γνωστή για τη συμπάθεια και τη φροντίδα της προς όσους είχαν υποστεί κακοποίηση παντός είδους, ιδίως σεξουαλική κακοποίηση. Ενώ η οικογένειά της ήταν φτωχή, έδωσε απλόχερα σε αυτούς που ζούσαν χειρότερα από αυτήν, συχνά έδινε και από τα ρούχα των παιδιών της στους απόρους. Ήταν επίσης γνωστή η ικανότητά της να πει πότε μια γυναίκα ήταν έγκυος, ακόμη και πριν από την ίδια τη γυναίκα που είχε χάσει την περίοδό της.
Η Matushka Όλγα αναπαύτηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1979 μ.Χ. Πολλοί άνθρωποι από τις γύρω περιοχές ήθελαν να έρθουν στην κηδεία της, αλλά επειδή ήταν Νοέμβριος, λόγω κακοκαιρίας, φαινόταν αδύνατον. Αλλά από την ημέρα της κηδείας της, ένας άνεμος από το νότο έφερε ζεστό καιρό, απόψυξε τον πάγο και το χιόνι και έκανε το ταξίδι για το Kwethluk εφικτό. Όταν οι πενθούντες αποχώρησαν από την εκκλησία για να πάρουν το σώμα στο νεκροταφείο, ένα σμήνος πουλιών ακολούθησε. Εκείνοι που έσκαψαν τον τάφο της διαπίστωσαν ότι το έδαφος, επίσης, είχαν αποψυχθεί. Το βράδυ, μετά την κηδεία της, ο κανονικός σκληρός χειμώνας επέστρεψε.
Πηγή: trelogiannis

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Η Αγία Νεομάρτυς Ελένη από την Σινώπη του Πόντου



site analysis

Η Αγία Νεομάρτυς Ελένη από την Σινώπη του Πόντου


Μαρτύρησε στη Σινώπη την 1η Νοεμβρίου ( 18ος αι.)
Η αγία παρθενομάρτυς Ελένη καταγόταν από την Σινώπη , τη μητρόπολη των πόλεων του Πόντου. Ήταν κόρη της ευσεβούς οικογένειας Μπεκιάρη. Οι γονείς της την ανέθρεψαν με φόβο Θεού. Στην ανατροφή της επέδρασε και ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, που δίδασκε σε ελληνικό , κρυφό, σχολειό της Σινώπης.Η αγία ήταν δεκαπέντε ετών, πολύ όμορφη, η δε αγνότητά της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της.
Μια ημέρα η μητέρα της την έστειλε να αγοράσει νήματα, για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στο δρόμο εκείνο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη την είδε ο πασάς απ’ το παράθυρο και η ωραιότητά της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του. Διέταξε αμέσως και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε δυο και τρεις φορές να την μιάνει αλλά μια αόρατη δύναμη τον απωθούσε . Ένα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη. Ήταν το τείχος της προσευχής .Η Ελένη προσευχόταν νοερώς λέγοντας συνεχώς τον εξάψαλμο .
Ο αγαρηνός δεν απελπίστηκε, διέταξε τους στρατιώτες του να την φρουρούν. Πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα πετύχαινε τον βδελυρό σκοπό του.
Κάποια στιγμή όμως η αγία, με τη σκέπη του Θεού, διέφυγε την προσοχή των στρατιωτών και έτρεξε σπίτι της, όπου διηγήθηκε στους γονείς της τι της συνέβη. Ο πασάς όταν αντιλήφθηκε την απόδραση της κόρης έγινε έξω φρενών. Κάλεσε τους δημογέροντες και τους ζήτησε να του φέρουν αμέσως την κοπέλλα ειδ’ άλλως θα διέτασσε γενική σφαγή των Ελλήνων στην πόλη.
Οι δημογέροντες, αφού έκαναν σύσκεψη στο Ελληνικό Σχολείο, κάλεσαν τον πατέρα και του ζήτησαν να παραδώσει την κόρη του στον πασά για το γενικό καλό. Ο πατέρας με λυγμούς αναγκάστηκε να δεχθεί για να μη γίνει μεγάλο κακό. Πήγε στο σπίτι του και ,αφού ενίσχυσε κατάλληλα την κόρη του , την πήρε και την οδήγησε στον πασά , για να προσφέρει τον εαυτό της όχι στις ασελγείς ορέξεις του τούρκου αλλά ευώδες θυμίαμα στον Χριστό.
Ο πασάς τη δέχτηκε με ανείπωτη χαρά ελπίζοντας ότι θα ικανοποιήσει την επιθυμία του. Προσπάθησε πολλές φορές να την μολύνει , μάταια όμως, η αόρατη δύναμη , ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη, τον εμπόδιζε και τον απωθούσε. Η αγία προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον εξάψαλμο, τον οποίο γνώριζε από στήθους καθώς και άλλες προσευχές που είχε μάθει στο σχολείο από τον θείο της.
Την επόμενη μέρα πάλι επεχείρησε ο πασάς αλλά τίποτε. Οργισμένος, εκνευρισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης. Η καρδιά του σκλήρυνε συνεχώς, δεν έβλεπε το θαύμα. Η ακόρεστη ασέλγειά του φούντωνε περισσότερο. Την επισκέφτηκε στη φυλακή ελπίζοντας να πετύχει εκεί τον σκοπό του αλλά μάταια, και εκεί ο Νυμφίος Χριστός προστάτευσε την νύμφη του. Οπότε υπερβολικά οργισμένος διέταξε να την βασανίσουν και να την θανατώσουν.
Την βασάνισαν μπήγοντάς της καρφιά στο κεφάλι. Και την αποκεφάλισαν. Το σώμα της και το κεφάλι τα έβαλαν σ’ ένα σακί και το έριξαν στη θάλασσα. Αυτό όμως αντί να βυθιστεί επέπλεε ενώ φως κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το άγιο λείψανο. Οι τούρκοι τα’χασαν , άρχισαν να φωνάζουν « η γκιαούρισα καίγεται, η γκιαούρισα καίγεται » . Το άγιο λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει , όπου τα νερά είναι μαύρα λόγω του βάθους και εκεί βυθίστηκε.
Ύστερα από λίγες ημέρες ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε εκεί κοντά. Το τρίτο βράδυ ο νυχτοφύλακας είδε στο βυθό κάτι να λάμπει σαν χρυσός. Ειδοποίησε τον πλοίαρχο και με δύτες ανέσυραν τον θησαυρό . Δεν επρόκειτο όμως για φθαρτό θησαυρό . Ανοίγοντας τον σάκο βρέθηκαν μπροστά στο τίμιο λείψανο της αγίας παρθενομάρτυρος και νεομάρτυρος Ελένης. Στην κεφαλή της ήταν μπηγμένο ένα καρφί και υπήρχε και άλλη μια τρύπα από καρφί.
Ο πλοίαρχος φοβήθηκε τους τούρκους και παρέδωσε το σώμα της αγίας σε παραπλέον πλοίο που έφευγε με Έλληνες για τη Ρωσία ενώ την αγία κάρα της κρυφά τη μετέφερε στον ναό της Παναγίας στη Σινώπη.
Στον τόπο που βυθίστηκε η αγία μέσα στη θάλασσα βγήκε σαν πίδακας γλυκό νερό, αγίασμα και έκτοτε η περιοχή ονομάστηκε Αγιάσματα.
Η τιμία κάρα της αγίας έκανε πολλά θαύματα στη Σινώπη. Ιδιαίτερα όταν υπέφεραν από πονοκεφάλους , καλούσαν τον ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία κάρα ,έψαλλε παράκληση και αγιασμό και θεραπεύονταν ο πονοκέφαλος.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, ο πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος μετέφερε την κάρα της αγίας στη Θεσσαλονίκη και την εναπέθεσε στον Ι. Ναό της Αγίας Μαρίνης στην Άνω Τούμπα, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα ευωδιάζοντας και θαυματουργώντας.
Ο καταγόμενος από τη Σινώπη αείμνηστος μητροπολίτης Σερρών Κωνσταντίνος Μεγρέλης ερχόταν στην Αγία Μαρίνα κάθε 1 Νοεμβρίου και συνεόρταζε την Αγία νεομάρτυρα Ελένη μαζί με τους Αγίους Αναργύρους. Την ημέρα δε αυτή συγκεντρώνονταν και συνεόρταζαν όλοι οι Σινωπείς.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Saint Winefride Virgin and Martyr



site analysis




Her father, whose name was Thevith, was very rich, and one of the prime nobility in the country, being son to Eluith, the chief magistrate, and second man in the kingdom of North Wales, next to the king. Her virtuous parents desired above all things to breed her up in the fear of God, and to preserve her soul untainted amidst the corrupt air of the world. About that time Saint Beuno, Benno, or Benow, a holy priest and monk, who is said to have been uncle to our saint by the mother, having founded certain religious houses in other places, came and settled in that neighborhood. Thevith rejoiced at his arrival, gave him a spot of ground free from all burden or tribute, to build a church on, and recommended his daughter to be instructed by him in Christian piety.



When the holy priest preached to the people, Wenefride was placed at his feet, and her tender soul eagerly imbibed his heavenly doctrine, and was wonderfully affected with the area truths which he delivered, or rather which God addressed to her by his mouth. The love of the sovereign and infinite good growing daily in her heart, her affections were quite weaned from all the clings of this world; and it was her earnest desire to consecrate her virginity by vow to God, and, instead of an earthly bridegroom, to choose Jesus Christ for her spouse. Her parents readily gave their consent, shedding tears of Joy, and thanking God for her holy resolution. She first made a private vow of virginity in the hands of Saint Beuno; and some time after received the religious veil from him, with certain other pious virgins, in whose company she served God in a small nunnery which her father had built for her, under the direction of Saint Beuno, near Holy-Well. After this, Saint Beuno returned to the first monastery which he had built at Clunnock, or Clynog Vaur, about forty miles distant, and there soon after slept in our Lord. His tomb was famous there in the thirteenth century. Leland mentions, that Saint Beuno founded Clunnock Vaur, a monastery of white monks, in a place given him by Guithin uncle to one of the princes of North-Wales. His name occurs in the English Martyrology.

After the death of Saint Beuno, Saint Wenefride left Holy-Well, and after putting herself for a short time under the direction of Saint Deifer, entered the nunnery of Gutherin in Denbighshire, under the direction of a very holy abbot called Elerius, who governed there a double monastery. After the death of the abbess Theonia, Saint Wenefride was chosen to succeed her. Leland speaks of Saint Elerius as follows: “Elenus was anciently, and is at present in esteem among the Welsh. I guess that he studied at the banks of the Elivi where now Saint Asaph’s stands. He afterwards retired in the deserts. It is most certain that he built a monastery in the vale of Cluide, which was double, and very numerous of both sexes. Among these was the most noble virgin Guenvrede, who had been educated by Beuno, and who suffered death, having her head cut off by the furious Caradoc.” Leland mentions not the stupendous miracles which Robert of Salop and others relate on that occasion, though in the abstract of her life inserted in an appendix to the fourth volume of the last edition of Leland’s Itinerary, she is said to have been raised to life by the prayers of Saint Beuno. In all monuments and calendars she is styled a martyr: all the accounts we have of her agree that Caradoc, or Cradoc, son of Alain, prince of that country, being violently fallen in love with her, gave so far way to his brutish passion, that finding it impossible to extort her consent to marry him, or gratify his desires, in his rage he one day pursued her, and cut off her head, as she was flying from him to take refuge in the church which Saint Beuno had built at Holy Well. Robert of Shrewsbury and some others add, that Cradoc was swallowed up by the earth upon the spot; secondly, that in the place where the head fell, the wonderful well which is seen there sprang up, with pebble stones and large parts of the rock in the bottom stained with red streaks, and with moss growing on the sides under the water, which renders a sweet fragrant smell; and thirdly, that the martyr was raised to life by the prayers of Saint Beuno, and bore ever after the mark of her martyrdom by a red circle on her skin about her neck. If these authors, who lived a long time after these transactions, were by some of their guides led into any mistakes in any of these circumstances, neither the sanctity of the martyr nor the devotion of the place can be hereby made liable to censure. Saint Wenefride died on the 22nd of June, as the old panegyric preached on her festival, mentioned in the notes, and several of her lives testify: the most ancient life of this saint, in the Cottonian manuscript, places her death, or rather her burial at Guthurin on the 24th of June. The words are: “The place where she lived with the holy virgins was called Guthurin, where sleeping, on the eighth before the calends of July, she was buried, and rests in the Lord.” Her festival was removed to the 3rd of November, probably on account of some translation; and, in 1391, Thomas Arundel, archbishop of Canterbury, with his clergy in convocation assembled, ordered her festival to be kept on that day throughout his province with an office of nine lessors, which is inserted in the Sarum Breviary. The time when this saint lived is not mentioned in any of her lives: most, with Alford and Cressy, think it was about the close of the seventh century. Her relics were translated from Guthurin to Shrewsbury in the year 1138, and deposited with great honor in the church of the Benedictine abbey which had been founded there, without the walls, in 1083, by Roger earl of Montgomery. Herbert, abbot of that house, procured the consent of the diocesan, the bishop of Bangor, (for the bishopric of Saint Asaph’s, in which Guthurin is situated, was only restored in 1143,) and caused the translation to be performed with great solemnity, as is related by Robert, then prior of that house, (probably the same who was made bishop of Bangor in 1210,) who mentions some miraculous cures performed on that occasion to which he was eyewitness. The shrine of this saint was plundered at the dissolution of monasteries.

Several miracles were wrought through the intercession of this saint at Guthurin, Shrewsbury, and especially Holy-Well. To instance some examples: Sir Roger Bodenham, knight of the Bath, after he was abandoned by the ablest physicians and the most famous colleges of that faculty, was cured of a terrible leprosy by bathing in this miraculous fountain, in 1606, upon which he became himself a Catholic, and gave an ample certificate of his wonderful cure, signed by many others. Mrs. Jane Wakeman of Sussex, in 1630, brought to the last extremity by a terrible ulcerated breast, was perfectly healed in one night by bathing thrice in that well, as she and her husband attested. A poor widow of Kidderminster in Worcestershire, had been long lame and bedridden, when she sent a single penny to Holy-Well to be given to the first poor body the person should meet with there; and at the very time it was given at the Holy-Well, the patient arose in perfect health at Kidderminster. This fact was examined and juridically attested by Mr. James Bridges, who was afterwards sheriff of Worcester, in 1651. Mrs. Mary Newman had been reduced to a skeleton, and to such a decrepit state and lameness that for eighteen years she had not been able to point or set her foot on the ground. She tried all helps in England, France, and Portugal; but in vain. At last she was perfectly cured in the very well while she was bathing herself the fifth time. Roger Whetstone, a Quaker near Bromsgrove, by bathing at Holy-Well was cured of an inveterate lameness and palsy, by which he was converted to the Catholic faith. Innumerable such instances might be collected. Cardinal Baronius expresses his astonishment at the wonderful cures which the pious bishop of Saint Asaph’s, the pope’s vicegerent for the episcopal functions at Rome, related to him as an eyewitness. See Saint Wenefride’s life, written by Robert prior of Shrewsbury, translated into English with frequent abridgments, and some few additions from other authors, (but not without some mistakes,) first by F. Alford, whose true name was Griffith, afterwards by J. F., both Jesuits; and printed in 1635, and again with some alterations and additional late miracles by F. Metcalf, S. J., in 1712. Lluydh, in his catalogue of Welsh manuscripts, mentions two lives of Saint Wenefride in that language, one in the hands of Humphrey, then bishop of Hereford, the other in the college of Jesus, Oxon.

Source: http://saints.sqpn.com/stw06001.htm

Η Οσία Ματρώνα(9 Noμβρίου)



site analysis



Η Οσία Ματρώνα έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού (450 – 457 μ.Χ.) και Λέοντα Θρακός ή Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.). Καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας και ανατράφηκε από γονείς πλούσιους και ευσεβείς.
Σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε με κάποιο Δομέτιο (κατ’ άλλους Δομετιανό), με τον όποιο απόκτησε μια κόρη και κατά τα χρόνια του Λέοντα του Θρακός ήλθαν οικογενειακά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνδέθηκε με μια ευσεβή γυναίκα, την Ευγενία, και σύχναζε στους ιερούς ναούς, ποθώντας να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη λατρεία του θείου. Έτσι εγκατέλειψε τον σύζυγο της, και την κόρη της αφού την εμπιστεύθηκε σε κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στη Μονή του Βασιανού (βλέπε 10 Οκτωβρίου), μεταμφιεσμένη με το όνομα Βαβύλας.
Αλλά καταζητούμενη από τον άνδρα της και αφού αποκαλύφθηκε το φύλο της, στάλθηκε από τον Βασιανό σε γυναικεία Μονή των Ιεροσολύμων. Κατόπιν αναχώρησε και από ‘κει και πολλά μέρη αφού επισκέφθηκε, γριά πλέον, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε από τον Βασιανό σε ιδιαίτερο μέρος (της Ματρώνης ονομαζόμενο αργότερα), όπου έκτισε Μονή, στην οποία μαζεύτηκαν αρκετές μοναχές. Στη Μονή αυτή λοιπόν, έζησε με μεγάλη αρετή και πνευματική τελειότητα.
Απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών.

Η αγία Θεοκτίστη της Λέσβου, η "αόρατη" ασκήτρια, σκλάβα των πειρατών



site analysis

Η μεγάλη ασκήτρια & ο άγιος μεταφραστής



Εικ. από εδώ, όπου επίσης post για την αγία. Είναι φανερή η ομοιότητα της εικόνας με την εικόνα της άλλης μεγάλης αγίας ασκήτριας της πνευματικής μας παράδοσης, της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που έζησε επίσης αθέατη από τους ανθρώπους και αξίζει να τη γνωρίσετε (π.χ.εδώ & εδώ).

Σημαντικές μαρτυρίες για την ζωή και το έργο της Οσίας Θεοκτίστης μας παρέχει ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, που υπήρξε σύγχρονός της.
Η Αγία Θεοκτίστη καταγόταν από την αρχαία πόλη της Λέσβου Μήθυμνα. Νωρίς έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. Την ανατροφή και προστασία της ανέλαβαν οι συγγενείς της. Ένεκα του ότι είχε πικρή πείρα της ορφάνιας, αισθάνθηκε ιδιαίτερη συμπάθεια για τα ορφανά, τα οποία βοηθούσε με κάθε τρόπο. Είχε πολλή πίστη και αγάπη για τον Χριστό. Γι' αυτό και περιφρόνησε όλα τα εγκόσμια και ολοκληρωτικά στράφηκε προς αυτόν. Έγινε μοναχή και μάλιστα ίδρυσε και Ιερή Μονή, στη οποία συγκέντρωσε πολλές ευσεβείς νέες, που με την ζωή και το φιλάνθρωπο έργο τους έτρεφαν πνευματικά και υλικά όλους τούς αναξιοπαθούντας.
Η αγία Θεοκτίστη τις μεγάλες αρετές της χριστιανικής πίστεως και της αγάπης μετέφραζε καθημερινά σε έργα.
 Συνέτρεχε στις ανάγκες των πιστών και παράλληλα εκήρυττε τον Χριστό, κάνοντας και ιεραποστολή. Ήταν δεκαοκτώ ετών όταν κάποια μέρα της εβδομάδος του Πάσχα πήγε να επισκεφθεί την αδελφή της σε κάποιο χωριό. Όμως τότε έκαναν επιδρομή στη Λέσβο Άραβες Πειρατές, με αρχηγό τον Νήσιρη. Επέδραμαν με άγριο τρόπο. Επέφεραν τρομερές καταστροφές και προέβησαν σε αιχμαλωσίες. Μεταξύ των αιχμαλώτων νεανίδων ήταν και η Θεοκτίστη.
Μετά τις βιαιοπραγίες τους ανεχώρησαν. Την επόμενη όμως ημέρα, ένεκα της μεγάλης θαλασσοταραχής, αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν στο φυσικό λιμάνι της Πάρου, δηλαδή στη Νάουσα της Πάρου. Εκεί απεβίβασαν τις αιχμάλωτες νέες στην ξηρά και σκεφτόταν για την πώλησή τους. Τότε, η αγία Θεοκτίστη κατόρθωσε να ξεφύγει της προσοχής τους και να φύγει. Ύστερα από πολύ κοπιαστική πορεία αποστάσεως δέκα περίπου χιλιομέτρων, μέσω δάσους και αγρίων περιοχών, έφθασε στη Παροικιά, σημερινή πρωτεύουσα της Πάρου και στον περίφημο Ιερό Ναό της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής
 που είναι κτίσμα του 4ου αιώνος από την αγία Ελένη.

Εκατονταπυλιανή (από εδώ)

Η ίδια η αγία Θεοκτίστη την πορεία της από την Νάουσα στην Παροικιά περιγράφει ως εξής, σύμφωνα με την εξιστόρηση των κατ' αυτών από τον Συμεών Μεταφραστή. 
"Αφού επαραμέρησα εισήλθον εις το δάσος και περιεπάτησα τόσον, όπου εκαταξέσχισα από το ξύλο και τους λίθους τους πόδας μου. Όθεν έφθασα ως αποθαμένη, μη δυναμένη από τον πόνον να στέκωμαι".
Οι πειρατές ασφαλώς θα την ανεζήτησαν. Αλλ' αφού δεν την εβρήκαν, ανεχώρησαν. Η οσία Θεοκτίστη είχε απαλλαγεί. Από τότε λοιπόν αυτή έζησε στον Ιερό Ναό της Εκατονταπυλιανής και για 35 ολόκληρα χρόνια, κακοπαθώντας, ασκούμενη και μαχόμενη εναντίον της πείνας, του ψύχους και του καύσωνος. Η τροφή της ήταν χόρτα και άγρια φυτά. Και όπως μας διηγείται ο Συμεών ο μεταφραστής, ουδέποτε στο χρονικό αυτό διάστημα την είδε άνθρωπος. Προφανώς κρυβόταν. Περνούσε τις μέρες της με προσευχές, αγρυπνίες και νηστείες. Όλη της την ζωή την είχε εναποθέσει στην πρόνοια του Θεού και στην προστασία της Θεοτόκου.
Μετά την παρέλευση των τριάντα πέντε αυτών ετών, πέρασαν από την Πάρο κάποιοι κυνηγοί, οι οποίοι έφθασαν στην Παροικιά. Ένας από αυτούς ήρθε στον Ναό της Εκατονταπυλιανής για να προσευχηθεί και συνάντησε την Αγίαν, η οποία του εξιστόρησε την ιστορία της. Το θέαμα που συνάντησε ο κυνηγός αυτός ήταν θαυμαστό και εξαίσιο γιατί:
"Οι τρίχες της κεφαλής της Αγίας ήταν λευκές, το δε πρόσωπο της είχε σκούρο χρώμα. Σάρκες καθόλου δεν φαινόταν, μα μόνο ένα δέρμα το οποίο συνείχε και συγκρατούσε τους αρμούς των νεύρων και των οστέων". Το σώμα της έμοιαζε πιο πολύ με σκιά παρά με ανθρώπινο σώμα."
Η αγία Θεοκτίστη, αφού με την όλη της ζωή και την αγγελική της πολιτεία εδόξασε τον Θεό, και αφού μας άφησε αθάνατα ίχνη παραδείγματος αληθινής χριστιανής και οσίας και αφού μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, άφησε τον κόσμο το αυτό έτος 889 στον Ιερό Ναό της Εκατονταπυλιανής. Το άγιο λείψανό της παρέλαβαν οι κάτοικοι της νήσου Ικαρίας. Τμήμα του αγίου της λειψάνου υπάρχει στην Μήθυμνα της Λέσβου. Στην Πάρο και στον Ιερό ναό της Εκατονταπυλιανής σώζεται επίσης τμήμα του λειψάνου της χειρός της. Στην είσοδο του ιστορικού αυτού Ιερού Ναού και αριστερά όπως εισερχόμαστε, ευρίσκεται ο τάφος της

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΙΛΔΑ - Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΓΓΛΙΑΣ (+ 680)



site analysis


 
Η αγία Ίλδα (ή Χίλντα) ήταν στενή συγγενής του Βασιλέα Έντουιν της Νορθουμβρίας, ενός από τα επτά βασίλεια στα οποία ήταν διαιρεμένη η Αγγλία τον 7° αιώνα, την εποχή που έβγαινε από την ειδωλολατρία. Είχε λάβει το άγιο Βάπτισμα χάρη στο κήρυγμα του αγίου Παυλίνου, ενός από τους ιεραποστόλους της Ρώμης, και για τριάντα χρόνια καλλιεργούσε τις Ευαγγελικές αρετές στον κόσμο, μέχρι την ημέρα που ανταποκρινόμενη στην κλήση του Θεού, έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, την οικογένειά της και την πατρίδα της. Μετέβη στο βασίλειο της Ανατολικής Αγγλίας, ο Βασιλιάς της οποίας είχε νυμφευθεί την αδελφή της, με την πρόθεση να περάσει στη Γαλλία για να γίνει μοναχή στην περίφημη Μονή της Σελ, κοντά στο Παρίσι, ένα από τα μοναστήρια που εξαρτιόταν από τη Μονή του Λουξέιγ [άγιος Κολομβανός, 23 Νοεμβρίου], όπου πήγαιναν τότε και άλλες παρθένες ευγενικής Σαξωνικής καταγωγής. Ο άγιος Αιντάν [+ 651, 31 Αυγούστου] όμως, Επίσκοπος της μοναστικής νήσου Λίντσφαρνε, το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής την εποχή εκείνη στα Βρετανικά Νησιά, την κάλεσε πίσω στη Νορθουμβρία και της παραχώρησε μια μικρή γαιοκτησία, όπου για ένα χρόνο άσκησε τον μοναχικό βίο επικεφαλής μιας μικρής ομάδας παρθένων. Αφού δοκιμάστηκαν έτσι γρήγορα τα τάλαντα της στην πνευματική καθοδήγηση, της ανατέθηκε η ηγουμενία μιας μεγάλης μοναχικής αδελφότητας στη Μονή του Χάρτλπουλ και εννέα χρόνια μετά, το 657, ίδρυσε τη Μονή του Χουίτμπυ.
Κατά τα τριάντα έτη της ηγουμενίας της στα δύο τούτα μοναστήρια, η αγία Ίλδα επέδειξε μια αξιοθαύμαστη ικανότητα, όχι μόνον στη διεύθυνση των γυναικείων αδελφοτήτων της – τις όποιες οδηγούσε προς τον Θεό εξασφαλίζοντας με σοφία την τάξη και την αγάπη σε τέτοιο σημείο που λεγόταν ότι η Μονή του Χουίτμπυ ήταν η τέλεια εικόνα της Εκκλησίας των Αποστολικών Χρόνων, όπου πλούσιοι και φτωχοί είχαν τα πάντα κοινά και τους ένωνε η ίδια αγάπη – αλλά και στη διοίκηση ενός ανδρικού μοναστηρίου που ήταν προσαρτημένο στο Χουίτμπυ, όπως συνέβαινε την εποχή εκείνη, και το οποίο χάρη σε αυτήν έγινε πραγματικό κέντρο εκπαιδεύσεως πολλών Ιεραποστόλων και αγίων Επισκόπων.
Βασιλείς, Πρίγκιπες των γειτονικών περιοχών, ο Επίσκοπος Αιντάν καί όλος ο λαός προσέφευγαν στην Αγία για να λάβουν τις συμβουλές και τις πνευματικές οδηγίες της. Θεωρούνταν ως η αληθινή Πνευματική Μητέρα της χώρας. Αφού για πολλά χρόνια οδήγησε έτσι πολλές ψυχές προς τον Κύριο, δοκιμάστηκε εν συνεχεία για έξι χρόνια από μια σκληρή αρρώστια, η οποία δεν τήν εμπόδισε ωστόσο να συνεχίσει την πνευματική της καθοδήγηση. Το έβδομο έτος αυτού του μαρτυρίου της, στις 17 Νοεμβρίου του 680, σε ηλικία 66 χρόνων, συγκέντρωσε τις πνευματικές θυγατέρες της, μετέδωσε σε αυτές τις τελευταίες της οδηγίες για αγάπη και παρέδωσε με χαρά την ψυχή της στον Κύριο. Μία άλλη αγία της εποχής, η αγία Μπέγκου, είδε τότε την ψυχή της να υψώνεται προς τον ουρανό.
Η αγία 'Ιλδα υπήρξε, με την αγία Έμπα του Κόλντινγκχαμ [25 Αυγούστου], μία από τις μεγάλες μορφές του νέου εκείνου Αγγλοσαξωνικού Χριστιανισμού και προσφέρει ένα σπάνιο παράδειγμα μιας πνευματικής μητέρας που έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να οδηγεί όχι μόνον μοναχές, αλλά και μοναχούς, ακόμη δε και Επισκόπους γιατί "ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού" (Γαλ. 3, 28). Η  μνήμη  της  τιμάται  την 17η Νοεμβρίου.

Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, (τόμος τρίτος – Νοέμβριος, σελ. 197-199). http://vatopaidi.%20wordpress.com/

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΙΚΙΛΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ (+ 230)



site analysis



Γεννήθηκε στή Ρώμη ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, ἀλλά εἰδωλολάτρες. Εἶχε γίνει μυστικά Χριστιανή καί ὅταν οἱ γονεῖς της τήν πάντρεψαν παρά τήν θέλησί της μέ τόν εἰδωλολάτρη Βαλεριανό, ἐκείνη γιά νά προστατέψει τήν παρθενία της τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα ὑπερφυσικό γεγονός. Ἕνας Ἄγγελος φύλασσε τήν καθαρότητά της, τόν ὁποῖο θά μποροῦσε νά δεῖ κι αὐτός, ἄν λάμβανε τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ὁ Βαλεριανός πράγματι βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Οὐρβανό καί τότε εἶδε τήν Κικιλία νά συμπροσεύχεται μέ τόν Ἄγγελο. Γοητευμένος ἀπό τήν οὐράνια αὐτή ἀποκάλυψη, ζήτησε σάν χάρι τόν φωτισμό τοῦ ἀδελφοῦ του Τιβουρτίου, ὁ ὁποῖος καί τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Κικιλία, Βαλεριανός καί Τιβούρτιος συνήθιζαν νά θάπτουν τά σώματα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Στό ἔργο αὐτό συνελήφθησαν ἀρχικά οἱ δύο ἀδελφοί καί καταδικάσθηκαν σέ θάνατο. Κατά τόν ἀποκεφαλισμό τους ὁ δήμιος Μάξιμος εἶδε φωτεινούς Ἀγγέλους νά παραλαμβάνουν τίς ψυχές τους, πίστεψε στόν Ἕνα Θεό καί μαρτύρησε κι αὐτός ἀμέσως μετά.
Ἡ ἁγ. Κικιλία συνέχισε τό ἔργο τῆς ταφῆς τῶν Μαρτύρων καί διαμοίρασε τήν περιουσία της στούς πτωχούς. Ὅταν συνελήφθη καταδικάσθηκε σέ θάνατο, μετά ἀπό φρικτά βασανιστήρια. Ἡ καρτερία της στό μαρτύριο ἔφερε στή θεογνωσία 400 περίπου ψυχές! Ἐξ αἰτίας τῆς εὐγενοῦς καταγωγῆς της οἱ διώκτες ἀποφάσισαν νά τήν θανατώσουν μυστικά καί ὄχι δημόσια. Ἔτσι τήν ἔκλεισαν στό λουτρό τοῦ μεγάρου της, γιά νά πεθάνει ἀπό ἀσφυξία, ἀλλά μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ Μάρτυς παρέμεινε ἄτρωτη γιά μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Τελικά στάλθηκε ἕνας πεπειραμένος δήμιος γιά νά τήν ἀποκεφαλίσει, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχασε τό κουράγιο του βλέποντας τήν νέα γυναῖκα καί ἀποτυγχάνοντας νά τήν φονεύσει μέ τρία κτυπήματα, ὅπως ἐπέβαλε ὁ Ρωμαϊκός νόμος, τράπηκε σέ φυγή. Ἡ Ἁγία ἔμεινε ριγμένη στό πλακόστρωτο τοῦ λουτροῦ, μέ τό λαιμό μισοκομένο, καί ἀπεβίωσε προσευχομένη τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα.
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἔντυσαν τό σῶμα τῆς Μάρτυρος μέ χρυσοϋφαντα ὑφάσματα, τό τοποθέτησαν σέ ἕνα φέρετρο ἀπό κυπαρίσσι καί τό ἐνταφίασαν στήν Κατακόμβη τοῦ ἁγ. Καλλίστου.
Τό 822 ὁ Πάπας Πασχάλης Α', κατά τήν διάρκεια τῆς ἀναστηλώσεως τοῦ Ναοῦ πού ἀφιερώθηκε στή μνήμη της (πρόκειται γιά τήν ὁμώνυμη Βασιλική πού κτίσθηκε στή θέση τοῦ σπιτιοῦ της μετά τούς διωγμούς), θέλησε νά μεταφέρει τά Λείψανά της στό νέο Ναό, ἀλλά δέν μποροῦσε νά ἐντοπίσει τόν τάφο της. Τότε ἡ Ἁγία μέ ἐμφάνισή της τοῦ ὑπέδειξε τήν θέση τοῦ τάφου! Τό Λείψανο τῆς Μάρτυρος Κικιλίας βρέθηκε τότε ἀδιάφθορο, ἀνάμεσα στούς σκελετούς τῶν ἄλλων Μαρτύρων (τοῦ συζύγου της Βαλεριανοῦ, τοῦ ἀδελφοῦ του Τιβουρτίου καί τοῦ δημίου Μαξίμου).
Μία ἀπό τίς πλέον τεκμηριωμένες ἀνακομιδές τοῦ σώματος ἔγινε τό 1599, ὅταν ὁ Καρδινάλιος Σφονδράτο (ἐπί Πάπα Κλήμεντος Η'), προχώρησε στήν ἀναστήλωση μερικῶν τμημάτων τῆς Βασιλικῆς. Στίς 20 Ὀκτωβρίου αὐτοῦ τοῦ ἔτους, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ, βρέθηκαν δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι πού περιεῖχαν ἡ μία τά Λείψανα τῶν ἄλλων Μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τό ἀδιάφθορο σῶμα τῆς ἁγ. Κικιλίας. 1422 χρόνια μετά τό μαρτύριο καί τόν ἐνταφιασμό τῆς Μάρτυρος, τό κυπαρισσένιο φέρετρο βρέθηκε ἄσηπτο καί τό Λείψανο ἄριστα διατηρημένο. Ἕνα μεταξωτό πέπλο κάλυπτε τό παρθενικό σῶμα, κάτω ἀπό τό ὁποῖο διακρινόταν τό χρυσοϋφαντο ἔνδυμα τῆς Ἁγίας, τό θανάσιμο τραῦμα στό λαιμό καί τά λεκιασμένα μέ τό αἵμα της ἄλλα ἐνδύματα! Τό Λείψανο βρισκόταν σέ πλάγια θέση καί ἡ Ἁγία ἦταν μικροῦ ἀναστήματος.
Μέ ἐντολή τοῦ Πάπα τό Λείψανο ἐκτέθηκε σέ λαϊκό προσκύνημα μέχρι τήν μνήμη τῆς Ἁγίας, τήν 22α Νοεμβρίου. Στή συνέχεια τό Λείψανο τοποθετήθηκε καί πάλι στό ἀρχικό φέρετρο καί στή συνέχεια σέ μία ἀσημένια λάρνακα, ἡ ὁποία ἐνταφιάσθηκε κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ἀπό τόν ἴδιο τόν Πάπα, παρουσίᾳ 42 Καρδιναλίων καί διπλωματικῶν ἐκπροσώπων πολλῶν χωρῶν.
Τήν ἴδια περίοδο ὁ γλύπτης Στέφανος Μαντέρνο (1576 - 1636), φιλοτέχνισε ἕνα ἄγαλμα τῆς Ἁγίας, τό ὁποῖο ἀναπαριστᾶ τήν ἀκριβή στάση τοῦ Λειψάνου της. Τό ἄγαλμα αὐτό στήθηκε μπρός ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα καί δίνει τήν ἐντύπωση ἀνοικτῆς σαρκοφάγου.
Ἡ Βασιλική τῆς ἁγ. Κικιλίας διατηρήται σέ ἄριστη κατάσταση καί δέν ὑπάρχει ἱστορική μαρτυρία, ὅτι τό ἀδιάφθορο Λείψανό της μετακινήθηκε ἀπό τήν θέση του, κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα (ἄν καί ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου της φυλάσσεται στό Παπικό Ἀββαεῖο τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου, στό Φάργκο Νεβάδας Η.Π.Α.). Τό δεύτερο Παρεκκλήσιο στό δεξιό κλίτος τοῦ Ναοῦ εἶναι τό δωμάτιο στό ὁποῖο καταδικάσθηκε σέ θάνατο ἡ Ἁγία. Ἐκεῖ βρέθηκαν ὑπολλείματα Ρωμαϊκοῦ λουτροῦ. Ἀκόμη, ἡ μαρμάρινη πλάκα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, εἶναι ἐκείνη πάνω στήν ὁποία ἐπέζησε ἡ Ἁγία κατά τό μαρτύριο τῆς ἀσφυξίας. (Rev. Prosper Gueranger, "Abbe de Solesmes", σελ. 283).Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 22α Νοεμβρίου.