Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EΛΛΑΔΑ-ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EΛΛΑΔΑ-ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ.



site analysis






Στην Ιερά Μονή Χριστού Δάσους στην Πάρο


’Άς επιστρέφουμε, όμως, στην διήγησή μας, για να γνωρίσουμε την πορεία όλης της οικογένειας.


Ή μητέρα ’Άννα με την εντεκάχρονη Μαρία πήγαν για να μονάσουν στην 'Ιερά Μονή Χριστού τού Δάσους, όπως λέγεται, στην Πάρο. Ή Ιερά Μονή Χριστού ήταν εκείνη την εποχή ιδιόρρυθμη και αριθμούσε πολλές μοναχές. 


Γενική ηγουμένη της μονής ήταν ή γερόντισσα Μάρθα, ενώ εντός της Μονής υπήρχαν επιμέρους γερόντισσες με τις υποτακτικές τους.
Ή κυρία  Άννα παρουσιάστηκε στην γερόντισσα Μάρθα με τη μικρή της Μαρία και ζήτησε να τις δεχθούν στο Μοναστήρι για να μονάσουν και εκείνη τις δέχθηκε με χαρά. Ή Άννα είπε στη Γερόντισσα ότι αυτή έδώ ή μικρή είναι νύμφη Χριστού γι’ αυτό στην παραδίδω να την εκπαίδευσης πνευματικά. Τότε γύρισε ή μικρή Μαρία και είπε στη μητέρα της: Μητέρα είσαι ψεύτρα πού λες ότι δεν είμαι παιδί σου. Είχε όμως μεγάλη χαρά πού ήταν στο μοναστήρι.


Ή ’Άννα άρχισε τη μοναχική της ζωή ανεξάρτητα από την κόρη της, την όποια από τότε δεν ξανακάλεσε παιδί της. Γρήγορα έγινε ή κουρά της και από ’Άννα μετονομάστηκε σε Μητροδώρα, ενώ ή μικρή Μαρία παρεδόθη ως υποτακτική σε κάποια από τις γερόντισσες της Μονής. Ήρθε και ό πνευματικός από τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής της Λογγοβάρδας ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ό όποιος αγάπησε πολύ τη μικρή Μαρία, και, επειδή ήταν καλλιγράφος, την έβαλε κάποια μέρα να αντιγράψει όλο το βιβλίο του Άββά Δωροθέου.


Ή Γερόντισσά της όμως πού έβλεπε τη μικρή Μαρία να ποθεί σφοδρά τη μοναχική ζωή, να κάνη τέλεια υπακοή και να χαίρεται την κάθε της στιγμή ελέγχθηκε και ζήτησε με ταπείνωση από τη γερόντισσα Μάρθα να την απαλλάξει από αυτό το παιδί και να το δώσει σε άλλη Γερόντισσα γιατί εκείνη, όπως έλεγε, κινδύνευε να κολασθεί.


Ή Γερόντισσά Μάρθα έδωσε τη μικρή Μαρία σε άλλη Γερόντισσά και εκεί συνέβη το ίδιο. Καμιά δεν δεχόταν τη Μαρία, γιατί ομολογούσαν όλες ότι ήταν ανώτερη τους πνευματικά και ας ήταν τόσο μικρή στην ηλικία. Τότε αναγκάστηκε ή γερόντισσα Μάρθα να δώσει τη Μαρία ξανά στη μητέρα της, ως μήτηρ πλέον πνευματική και όχι κοσμική. Ή Γερόντισσά Μητροδώρα δέχθηκε τη μικρή Μαρία ως υποτακτική της και ανέλαβε την καλογερική της πλέον καλλιέργεια.


Ή Μαρία μπαίνει ως δόκιμη στην πνευματική ζωή. Πνευματικοί της Μονής ήταν τότε ό π. Ιερόθεος, ηγούμενος της Μονής Λογγοβάρδας και ό π. Φιλόθεος Ζερβά- κος, Ιερομόναχος και πνευματικός της Μονής.



Ή Μαρία, Γερόντισσά Ευπραξία αργότερα, είχε κα-καταπληκτικό χιούμορ και μιμούνταν καταπληκτικά πρόσωπα και καταστάσεις. «Δεν είχα μπει ακόμη στο πνεύμα της καλογερικής ζωής», έλεγε. Ήταν παιδί ακόμη.
Μια φορά, μετά τη Λειτουργία, της ζήτησαν οι αδελφές να μιμηθεί τον γέροντα, τον π. Φιλόθεο, για να γελάσουν και αυτή, μικρή ακόμα στην ηλικία, το έκανε. Ωστόσο, την ώρα πού αυτή τον μιμούνταν, εκείνος από πίσω της την έβλεπε και γελούσε με την καρδιά του.
Άλλοτε πάλι, όντας δόκιμη, την έστειλαν στο πηγάδι να φέρει νερό. Εκεί βρήκε τη Γερόντισσα Μάρθα, την γενική ηγουμένη της Μονής, ή όποια είτε γιατί ήθελε να αστειευτεί μαζί της είτε γιατί ή Μαρία ήταν τότε μικρή, της τράβηξε την κοτσίδα και της έβγαλε το μαντήλι. Τότε ή Μαρία έβαλε τις φωνές και της είπε πολύ αυστηρά ότι είναι μοναχή και τέτοιες ενέργειες απέναντι της δεν ήταν σωστές (Ούτε αστεία δεν δεχότανε δηλαδή!).


Τα χρόνια κυλούσαν και ή Μαρία με τη γερόντισσα Μητροδώρα περνούσαν τη ζωή τους με τη χάρη τού Θεού να τις αυξάνει πνευματικά. Ή Γερόντισσα Μητροδώρα ασκούσε τη Μαρία σε όλα τα καλογερικά μαθήματα: της υπακοής, της ακτημοσύνης, της έκκοπής τού ίδιου θελήματος και σε όλα εκείνα πού συμβάλλουν στην εν Χριστώ τελείωση τού μοναχού.
Κάθε πρωί την ρωτούσε:
- Τί να μαγειρέψουμε Ευπραξία μου, τί θέλεις; Εκείνη έλεγε την επιθυμία της. Ή Γερόντισσά της ποτέ δεν έκανε αυτό πού ήθελε ή Ευπραξία, αλλά της έλεγε να μαγειρέψει κάτι άλλο. Έτσι της έκοβε το ίδιο θέλημα.



Ή Γερόντισσα κάποτε μου διηγήθηκε το εξής σχετικά με το φαγητό: Μαγειρεύαμε άλαδο ρύζι. Και όταν ήταν ή μέρα λαδερή βάζαμε λίγο λαδάκι (τις άλλες μέρες το έτρωγαν σκέτο). Φαγητό, λοιπόν, λιτότατο και μάλιστα για ένα παιδί, ηλικίας 11 ετών, το όποιο βρισκόταν πάνω στην ανάπτυξη και είχε ανάγκη από καλή τροφή. Τόσο μεγάλη άσκηση έκαναν.
Κάποια μέρα, από την πολύ άσκηση, ξεράθηκε το οπτικό της νεύρο. Επισκέφτηκε στην Αθήνα το Νευρολόγο κ. Σκαρπελέζο, ό όποιος φώναξε θυμωμένος στην συνοδό της, όταν την εξέτασε: Τί σάς έχανε αυτό το παιδί και το χειριστήκατε έτσι;
- Αλλά εγώ δεν άλλαζα με τίποτε τη Μοναχική ζωή μου διηγιόταν αργότερα ή Γερόντισσα Ευπραξία. Τόσο πόθο είχα για το Χριστό μας παιδί μου, μου έλεγε. Εάν πέθαινα τότε πράγματι θα πήγαινα στον παράδεισο. Τώρα όμως δεν ξέρω.


Κάποια άλλη φορά αρρώστησε σοβαρά. Πάλι την πήγανε στην Αθήνα σε κωματώδη κατάσταση. Έμεινε έτσι 3 μήνες. Την περιποιόταν ή μεγάλη της αδελφή Σοφία με την κατάλληλη θεραπεία των γιατρών. Μετά τρεις (3) μήνες συνήλθε, αλλά είχε πυρετό 40° Ο. Προσευχόταν στον Κύριο και του έλεγε: Κύριε στείλε τα αεράκι σου λίγο να με δροσίσει. Πράγματι μετά από λίγο άρχισε να φυσάη ένα απαλό αεράκι και δρόσισε το πρόσωπό της. Σταδιακά έπεσε κι ό πυρετός και άρχισε ή ανάρρωσή της λίγο-λίγο ώσπου έγινε τελείως καλά και απέκτησε και πάλι τις σωματικές της δυνάμεις.
’Ήθελε λοιπόν να ξαναγυρίσει στο Μοναστήρι της στην Πάρο, αλλά δεν είχε καθόλου χρήματα. Άφησε και πάλι τον εαυτό της στα χέρια του Θεού. 

Προσευχήθηκε στον Χριστό μας να την βοηθήσει και τώρα όπως και πάντα.
Ένα βράδυ γινόταν αγρυπνία στον Αη-Γιώργη τον Κουταλά πού βρίσκεται στο Βύρωνα. Αποφάσισε να πάει. Προχωρούσε μόνη της σ’ όλη την διαδρομή και προσευχόταν. Ξαφνικά, στην άκρη του δρόμου, κάτι σαν κουρελάκι κουνιόταν στα κλαδιά ενός πουρναριού. Τί είναι, αυτό σκέφτηκε και πλησίασε... και τί να δει. Ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών ήταν στερεωμένο ανάμεσα στα κλαδιά και κουνιόταν από το φύσημα τού αέρα. Το πήρε απορημένη για το πώς βρέθηκε αυτό εκεί. Με αυτό θα πήγαινε στην Πάρο άνετα.


Αναρωτιόταν όμως μήπως το έχασε κανένας από τούς ανθρώπους της αγρυπνίας. Γι’ αυτό στάθηκε στο τέλος της αγρυπνίας στην είσοδο του ναού και ρωτούσε έναν- έναν εάν έχασε ένα χιλιάρικο. Όλοι απάντησαν αρνητικά και ή Γερόντισσα ευχαρίστησε, τότε, το Θεό για την τόση αγάπη και πρόνοια προς τα παιδιά του, καθώς οικονομεί πάντα όσους τον παρακαλούν με πίστη σε κάθε τους ανάγκη. «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις εργοις αυτού).
Την ασκούσε επίσης στην ελεημοσύνη. Πάντα της έδινε τρόφιμα να πηγαίνει στις αδελφές, πού ήξερε πώς δεν είχανε ούτε να φάνε, καθώς το μοναστήρι ήτανε ιδιόρρυθμο και κάθε μία από τις αδελφές ζούσε με το δικό της βαλάντιο.
Ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή Ευπραξία ζούσαν με τα χρήματα πού τούς έστελνε ή μεγαλύτερη κόρη και αδελφή τους, μεγαλόσχημη μοναχή Σοφία, πού ήταν ίερορράπτρια στην Αθήνα.



Μια μέρα ή Γερόντισσα Μητροδώρα έστειλε την Ευπραξία να πάει στο κελί κάποιας αδελφής τρόφιμα, εκείνη όμως δεν γνώριζε πού βρισκόταν το κελί της αδελφής. Ή Γερόντισσα της το έδειξε από μακριά και της είπε να πάει την ώρα τού ψαλτηρίου στον όρθρο, ώστε ή αδελφή να είναι στην εκκλησία και να μην την δει.
Πράγματι, ή Ευπραξία ξεκίνησε. Για να πάει εκεί Έπρεπε να ανέβη πολλά σκαλιά, το σκοτάδι όμως την Εμπόδιζε και δεν Έβλεπε τίποτα. Άρχισε να κάνη την προσευχή της και να ζητάει από το Θεό να την βοηθήσει. Τότε ξαφνικά άρχισε να αστράφτει σε κάθε σκαλοπάτι πού ανέβαινε. Έτσι 


Έφτασε στον προορισμό της. Βλέπει όμως το κελί κλειδωμένο. Έπρεπε να εκτέλεση την υπακοή της. Τότε χωρίς να διστάσει λέει: Δι ευχών των Αγίων Πατέρων, δι’ ευχών της Γεροντίασης μου•... σταυρώνει την κλειδαριά και ανοίγει την πόρτα. Αφήνει τα πράγματα, ξανά δι’ ευχών, ξανακλειδώνει ή κλειδαριά και φεύγει.
Την ίδια μέρα ή κάτοχος τού κελιού βρήκε τα πράγματα και απορούσε ποιος, πότε και πώς της τα έβαλε. Κατάλαβε την θαυματουργία και το είπε στον πνευματικό. Αυτός αμέσως είπε: Αυτή είναι δουλειά της Μητροδώρας. Ήταν γνωστή για την ελεημοσύνη της.
Ό π. Φιλόθεος την κάλεσε, αλλά αυτή δεν Επιβεβαίωνε την πράξη. Στο τέλος τού είπε:
-       Τί κι’ αν είστε πνευματικός; Μερικά πράγματα δεν λέγονται. Τί λέει το Ευαγγέλιο; «Μη γνώτο ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου». Ψεύτη θα βγάλουμε το Θεό;
Γι’ αυτό πολλές φορές μου έλεγε:
-       Ούτε όλα στο γιατρό ούτε όλα στον πνευματικό παιδί μου.




Ή Ελεήμων καρδιά της Μητροδώρας Εμφανιζόταν παντού. Στο Μοναστήρι είχαν μια κοπέλα την Παρασκευή, ή όποια, με τη βοήθεια Ενός γαϊδαράκου, Έπαιρνε τις παραγγελίες από τις αδελφές και Έκανε τα ψώνια τους από τη χώρα, χωρίς να χρειάζεται, να κατεβαίνουν εκείνες. Όταν ή κοπέλα θα παντρευόταν ή Γερόντισσα Μητροδώρα της χάρισε όλα τα γυαλικά που είχανε και άλλα πράγματα ώσπου άδειασε το κελί, ενώ ή Ευπραξία διαμαρτυρόταν για όλα αυτά λέγοντας στη Γερόντισσα ότι είναι αναγκαία ή φιλανθρωπία, αλλά όχι σε τέτοιο σημείο.
Ό γαϊδαράκος αυτός, πού «βοηθούσε» στο μοναστήρι, ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Ένα χειμώνα, πού έκανε πάρα πολύ κρύο, ή γερόντισσα Μητροδώρα λέει στην Ευπραξία:
-       Πάρε, παιδί μου, αυτό το πάπλωμα και πήγαινε να σκεπάσεις στο σταύλο το γαϊδαράκο για να μην κρυώνει.
-       Τί λες βρέ Γερόντισσα θα ρίξουμε το πάπλωμα στον γάιδαρο και εμείς;
-       Κάτι θα βρούμε κι εμείς ήταν ή απάντηση.


Ή Ευπραξία χωρίς δεύτερη κουβέντα εκτέλεσε την εντολή. Την άλλη μέρα πήγε να πάρει το πάπλωμα από το σταύλο, περιμένοντας να το βρει βρώμικο και να βρωμάει. Άλλ’, ώ τού θαύματος, το πάπλωμα δεν λερώθηκε καθόλου ούτε μύριζε τίποτε. Αυτά είναι τα αποτελέσματα αφ’ ενός της ελεημοσύνης και αφ’ ετέρου της υπακοής.
Άλλο περιστατικό έκκοπής τού ίδιου θελήματος μάς διηγήθηκε ή Γερόντισσα:
Παρόλο πού ήταν σε νησί είχανε μήνες να φάνε ψάρι. Μια μέρα ή Ευπραξία επιθύμησε να φάει ψάρι. Είχε πάει στο κοιμητήριο της Μονής να ανάψει τα καντήλια. Πήγε και στον τάφο τού 'Αγίου Αρσενίου τού εν Πάρω. Άρχισε λοιπόν να τον παρακαλή:
-Άγιε μου, στείλε μου ένα ψαράκι να φάω. Έχω μήνες να φάω και ή Γερόντισσα δεν παίρνει.



Έκαμε τη δουλειά της και όταν επέστρεφε στην Μονή λίγο πριν φτάσει στην πόρτα ακούει ένα παιδάκι να τη φωνάζει:
-       Καλογριά μου. Καλογριά μου σταμάτα.
Είχε ένα πανέρι με ψάρια σπαρταριστά και της λέει:
-       Αυτά μου τα έδωσε ό μπαμπάς μου να τα δώσω στην πρώτη καλογριά πού θα δω μπροστά μου. Πάρτα λοιπόν.
Ή Ευπραξία ευχαρίστησε το μικρό παιδί και πήγε τα ψάρια στη γερόντισσα Μητροδώρα. Εκείνη, μόλις είδε τα ψάρια, λέει στην Ευπραξία:
-       Βρέ λαίμαργη, πού τα βρήκες αυτά τα ψάρια;
Ή Ευπραξία είπε την αλήθεια και τότε ή Γερόντισσα της αποκρίθηκε:
-       Θα τα μοιράσεις όλα στις αδελφές. Μαγείρεψε και ένα για μάς.


Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς, την έκκοπή θελήματος ή το πόσο ακούει το μοναχό 6 Θεός όταν αυτός αφήνεται στην πρόνοιά Του και ζητεί «πρώτον την Βασιλεία του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται αύτώ»;
Ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή υποτακτική της είχαν συνήθεια το πρώτο πιάτο της κατσαρόλας να δίδεται ελεημοσύνη σε όποια αδελφή δεν είχε φαγητό. "Όταν όλες είχανε να φάνε τότε ή Γερόντισσα έδωσε εντολή στην Ευπραξία να κάνη ένα λάκκο έξω από τη μονή και εκεί να ρίχνει το φαγητό για τα θηρία της γης.


Πέρασε καιρός. Κάποια μέρα μία ευωδία έντονη γέμισε το χώρο της Μονής. Οι αδελφές έψαξαν να βρούνε από πού έρχεται ή ευωδία αυτή. Και μυρίζοντας φθάσανε στο λάκκο όπου είχαν θάψει, το φαγητό οι γερόντισσες Μητροδώρα και Ευπραξία.
Το Μοναστήρι αυτό είχε εσωτερικό διάδρομο μπροστά από τα κελιά. Τα παράθυρα των κελιών τους έβλεπαν προς την φύση. Μέσα στον εσωτερικό διάδρομο είχανε αρκετά πηγάδια για τις ανάγκες της Μονής. Μου διηγήθηκε ή Γερόντισσα ότι μία Μεγάλη Πέμπτη τα πηγάδια, συνεργεία των δαιμόνων, φούσκωσαν τα νερά τους και πλημμύρισαν τον διάδρομο και τα κελιά τους. Άκουγότανε συγχρόνως και φοβερός θόρυβος.
Προφανώς 6 πονηρός ήθελε να τις βγάλει έξω από το κλίμα των ήμερων και να τις κάνει να κοπιάσουν και να αγανακτήσουν. Τίποτε όμως δεν κατάφερε.


Ή γερόντισσα Ευπραξία διηγόταν ότι στο Μοναστήρι είχε τον εξής πειρασμό: Κάθε μέρα όπου και εάν πήγαινε έβλεπε φίδια αληθινά. Μέσα στο κελί είχαν μέσα σ’ ένα μπαούλο όλα τα βιβλία της εκκλησίας πού χρειάζονται για να τελούν τις ακολουθίες τους. Μόλις έβαζε το χέρι της να πάρει βιβλίο έπιανε φίδι. Κάτω από το μαξιλάρι της πολλάκις εύρισκε φίδι. Και αναγκάστηκε να βάλει κάτω από αυτό δύο κομμάτια από καλάμι χιαστί, καθώς έλεγε ότι το καλάμι ακινητοποιεί και απομακρύνει το φίδι, λόγω τού ότι έχει τη χάρη τού Σωτήρος μας διότι τον ενέπαιζαν οι Εβραίοι με αυτό.


Το Μοναστήρι είχε δεξαμενή νερού για τις ανάγκες της Μονής. Μια μέρα ή γερόντισσα Ευπραξία πήγε στη μεγάλη δεξαμενή της Μονής και χωρίς να καταλάβει το πώς έπεσε μέσα σ’ αυτήν. Κατευθυνόταν προς το βάθος της όταν άρχισε να προσεύχεται να τη σώσει ό Θεός. Τότε νοιώθει ένα χέρι να την αρπάζει από το κεφάλι και να τη βγάζει μούσκεμα έξω από τη δεξαμενή. Ήταν για μια ακόμη φορά ή θαυματουργία του Θεού.
Δόκιμη, ακόμη, την έστελναν να φέρει νερό με μια στάμνα. Στην επιστροφή, μόλις ακουμπούσε την στάμνα με προσοχή κάτω, ή στάμνα έσπαγε χωρίς λόγο σε χίλια κομμάτια. Αυτό έγινε πολλές φορές. Ή καημένη ή Γερόντισσα Ευπραξία ζητούσε συγχώρεση. Τότε το εξομολογήθηκε στην γενική Γερόντισσα Μάρθα και εκείνη της υπέδειξε να το έξομολογηθή στον πνευματικό.

Ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος της είπε:
-       Ευπραξία μου να πάρεις ένα καρφί και ένα σχοινί. Να τρυπήσεις με το καρφί τα κομμάτια του κεραμιδιού και να περάσεις αυτά στο σχοινί. Και στον Εσπερινό στο τέλος θα ζητήσεις συγχώρεση από όλες τις αδελφές. Έτσι και έπραξε, καθώς καταλαβαίνει κανείς το δύσκολο τού εγχειρήματος.
Στον Εσπερινό ή Γερόντισσα Ευπραξία είπε:
-       Αδελφές συγχωρήσατέ μου την αμαρτωλή, διότι σπάω συνεχώς τη στάμνα τού νερού χωρίς να το θέλω.
Από τότε παιδί μου, έως σήμερα δεν έχω ξανασπάση τίποτε. Αυτά κατορθώνει ή ταπείνωση, και ή υπακοή. Αυτό έγινε στα πρώτα βήματά της στη Μονή.
  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΝΑΧΗΣ ΘΕΟΦΙΛΙΑΣ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΠΡΟΥΛΗ.ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑΠΕΡΙΧΩΡΑ ΔΡΑΜΑΣ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Διάφορα διδακτικά ἀπό τήν χαριτωμένη ζωή τῆς Γερόντισσας Μακρίνας



site analysis


 

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΜΟΥΝΑΖΟΥΣΩΝ ΜΑΚΡΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΗΣ Ι.Μ. ΑΡΤΟΚΩΣΤΑΣ. 

Διάφορα διδακτικά από τήν χαριτωμένη ζωή τής Γερόντισσας Μακρίνας
      Εάν η ηγουμένη έβλεπε κάποιον σκεπτικό τον καλούσε ιδιαιτέρως για να μιλήσει μαζί του, να τον ανακουφίσει από τον πόνο του καί να προσευχηθεί γι’ αυτόν στο Θεό καί τη Παναγία. Όταν ήταν ώρα να φύγει 0 επισκέπτης του έκοβε με τά χέρια της από τον κήπο της Παναγίας ένα λουλούδι για ευλογία. 
      Ήταν τόσο απλή καί ταπεινή σαν μικρό παιδί. Η ψυχή της ήταν πλημμυρισμένη από όλα τά άνθη του Θεού καί ξεχείλιζε το άρωμά Του.
Όταν στο μοναστήρι γίνονταν αγρυπνία η Γερόντισσα μετά τις 2:30 το μεσημέρι δεν έτρωγε τίποτε, στη δέ αγρυπνία, παρά το ότι διάβαινε το ογδοηκοστό έτος ηλικίας της, δεν κάθονταν καθόλου, αλλά διακονούσε πάντα τούς Ιερείς μέσα στο Ναό.
      Πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση ή έργο στη μονή πάντα έκανε προσευχή για να τήν φωτίσει η Παναγία, αφού Εκείνη επέβλεπε κάθε έργο.
Σταύρωνε ακόμη καί το τηλέφωνο προτού το σηκώσει, αφού αυτό χτυπούσε συνέχεια, όλη μέρα από όλα τά μέρη τής Ελλάδος ακόμη καί από Αμερική καί Αυστραλία, είτε να τη συμβουλευτούν ή να τήν παρακαλέσουν να προσευχηθεί για αυτούς, το όποιο έκανε πάντα πρόθυμα. Άναβε καθαρό κερί καί με το κομποσκοίνι στο χέρι εκτελούσε κάθε παράκληση πού τής είχαν κάνει. Έτσι πολλές φορές σέ θέματα υγείας η γερόντισσα χρησιμοποιούσε ιατρικές φράσεις ίδιες με αυτές πού είχαν πει οι ιατροί -το θαυμαστό ήταν ότι ή γερόντισσα δεν είχε σπουδάσει ιατρική, καί όταν τήν έπαιρναν τηλέφωνο να την ευχαριστήσουν η ίδια δεν θυμόταν τί τούς είχε πει.
      Η πόρτα τής μονής δεν έκλεινε ποτέ- ό,τι ώρα καί να πήγαινες ποτέ δεν βρέθηκε ένας να τη χτυπήσει καί να μην του ανοίξουν.
 
Θαυμαστό γεγονός τής Γερόντισσας
 
     Ένας προσκυνητής ο Ε.Χ. είχε στο μυαλό του κάποιες σκέψεις πού τον απασχολούσαν. Επισκέφτηκε τήν Γερόντισσα με σκοπό να της  αναφέρει, όμως ντρεπόταν να τις το πει. Την ώρα της Θείας λειτουργίας έκανε προσευχή μέσα του καί παρακαλούσε τον πνευματικό του πατέρα να παρακαλέσει την Παναγία να φωτίσει τη γερόντισσα να του δώσει απάντηση η ίδια. Έτσι καί έγινε, ή γερόντισσα μέσα στο ιερό όπως η ίδια του ανέφερε είδε σα να πέρασε από μπροστά της όλη αυτή ή εικόνα, το ότι δηλαδή ο προσκυνητής παρακαλούσε τον πνευματικό του πατέρα καί αυτός τήν Παναγία για τήν αναμενόμενη λύση αυτών τών σκέψεων. Έτσι ο προσκυνητής έφυγε άναπαυμένος καί με τήν λύση πού ζητούσε.
    Πολλά από τά πνευματικά της τέκνα τήν είδαν σέ ώρα προσευχής να αλλοιώνεται το πρόσωπο της, η μορφή της ήρεμη, απλή, τά μάτια της διεισδυτικά σαν να περνούσαν μέσα στην ψυχή σου καί γίνονταν γνώστης της καταστάσεώς σου, καί σέ βοηθούσε. Το χρώμα της λευκό κατάλευκο. Κι η απάντηση όλων των αποριών καί η συμβουλή της παρμένη από τον ουρανό, από την ίδια την Παναγία, αφού ήσουν χαρούμενος καί αναπαυμένος.
* * *
  Στην περίοδο πού υπήρχε συζήτηση για τον ερχομό της Ιεράς καί θαυματουργού εικόνας της Παναγίας Εορτακουστής από τη Βενετία στη μονή, για ευλογία καί προσκύνηση τών πιστών, αφ’ ενός εκδήλωνε τήν χαρά της, αλλά αφ’ ετέρου τήν ανησυχία της για το ότι θα έρχονταν στο μοναστήρι συνοδοί του Πάπα, δηλαδή αιρετικοί καί δεν ήθελε, διότι θυμόταν τά λόγια του ‘Αγίου Μάρκου «φεύγετε τούς παπικούς ώς φεύγει τις από όφεως καί από προσώπου πυρός». Με τήν προσευχή της ματαιώθηκε.
*      * *
«Ένα χειμώνα είχαμε αποκλειστεί από τά χιόνια καί διαπιστώσαμε ότι είχε τελειώσει το ψωμί. Τήν άλλη μέρα το πρωί χτυπάει τήν πόρτα του μοναστηριού κάποιος καί μάς δίνει ένα τεράστιο καρβέλι ζεστό.
*      * *
Κάποιος προσκυνητής ο οποίος επισκεπτόταν πρώτη φορά τήν Μονή με μια παρέα συμβουλεύτηκε τη γερόντισσα για μια επιθυμία του. ’Αν καί ζούσε κοσμικά, ήθελε να γίνει μοναχός όμως σκεπτόταν αν μπορούσε ή όχι, καί ακόμη αν έπρεπε. Η γερόντισσα τότε του λέγει- θα γίνεις καί μεγαλόσχημος μοναχός, πράγματι μετά τήν πάροδο ετών ο νέος αυτός πήρε τηλέφωνο να τήν ευχαριστήσει, διότι εκείνη τήν μέρα είχε γίνει ή κουρά του σέ μεγαλόσχημο μοναχό.
*      * *
   Εάν εκτελείτε τις εντολές του Θεού Αυτός θα σάς ικανοποιεί τά αιτήματά σας πριν να τά ζητήσετε. Να έχετε Αγάπη στην καρδιά σας καί θα είσαστε μέσα στην Αγάπη του Θεού. Μην έχετε αγκάθια καί τσουκνίδες στην καρδιά σας. Καί ή Αγία Τριάδα θα έρθει καί θα κατοικήσει εκεί καί θα περπατήσει. Αυτό δεν είναι ψέμα.
Το γέλιο του κόσμου είναι ψεύτικο.
   Ο Παράδεισος: «Ψαλτά είναι τά λόγια μέσα στον παράδεισο. Τά δέντρα είναι διαφορετικά εν συγκρίσει με τα εδώ. Δεν μπορεί νους να εκφράσει. Οι καρποί των δέντρων διαφορετικοί, το κελάηδισμα των πουλιών, (καναρινιών)». Σέ αυτό το σημείο είπε: «Να τήν αδελφή Μαρκέλλα τήν είδα μέσα στον παράδεισο. ‘Ένα πουλί, ένα καναρίνι να κελαηδά πάνω σ’ ένα δέντρο καί η αδελφή Μαρκέλλα ήταν από κάτω».
Η γερόντισσα σέ ένα πνευματικό παιδί είχε πει: «Παιδί μου, όπως μου μιλάει, (βλέποντας τήν Παναγία μας), έτσι τά λέω. Γλυκά μου τά λέγει, γλυκά τά λέγω. Άγρια μου τά λέει, άγρια τά λέω. Καί έχω, παιδί μου, παρεξηγηθεί γι’ αυτό, διότι όταν μου τά λέγει η Παναγία άγρια, άγρια τά λέω».
Κάποτε χάθηκε ένα παιδί καί οι γονείς το αναζητούσαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισαν τότε να πάρουν τη γερόντισσα τηλέφωνο καί να ζητήσουν τήν προσευχή της. Τότε η γερόντισσα πήγε στο κελί της καί προσευχήθηκε στην Αγία Μαύρα. Έπειτα από λίγη ώρα χτυπά το τηλέφωνο. Ησαν οι γονείς πού ευχαρίστησαν τη γερόντισσα, διότι βρέθηκε το παιδί. Στην ερώτηση τών γονέων τους που ήταν, είπε: δεν με βλέπατε, που εγώ είχα κρυφτεί, αλλά κάποια στιγμή μου εμφανίστηκε μία άσχημη γριά καί φοβήθηκα καί έτρεξα καί ήρθα σέ σάς.
Το παιδάκι είδε έτσι τήν Άγια Μαύρα, γιατί τήν είχαν υποβάλλει στο μαρτύριο της μέσα σέ καζάνι για να καεί.
*      * *
Η κυρία Α.Β. είχε επισκεφτεί τη Μονή τής Παναγίας καί όπως ή ίδια γνωστοποιεί δεν είχε χρήματα στο πορτοφόλι της. Ενώ συζητούσε με τη γερόντισσα κάποια στιγμή της έδωσε μια μικρή εικόνα τής Παναγίας Γαλακτοτροφούσσας καί τής είπε: ή Παναγία σέ αυτή τήν εικόνα τρέφει τον Κύριο καί Θεό μας. Έτσι καί σέ εσένα να τήν παρακαλείς καί ποτέ δεν θα σέ αφήσει. Ή ίδια λέγει: στην αρχή δεν κατάλαβα, αλλά μετά κατενόησα ότι η γερόντισσα μιλούσε στην έλλειψη χρημάτων μιας καί το πορτοφόλι μου ήταν άδειο. Από τότε καί μέχρι σήμερα ποτέ η χάρις τής Παναγίας δεν με έχει αφήσει, καί το πορτοφόλι μου είναι πάντα γεμάτο. 
ΠΗΓΕΣ
 http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2015/05/21-7.html
http://www.hristospanagia.gr/?p=42904

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Η μοναχή Μόνικα, ο πνευματικός της Καλύμνου.



site analysis







Έφερε πάντα πολύτιμο περιδέραιο την διάκριση, την σιωπή και το ακατάκριτο. Διαμάντια πιο λαμπερά και από τον φωστήρα της ημέρας. Την γνώρισα στα μέσα του ’50. Ερχότανε στην Πάτμο στον γέροντα Αμφιλόχιο όσο το γήρας της το επέτρεπε και γιόρταζε κοντά του το Πάσχα το καινό. Τα χρόνια εκείνα ήταν ο Ευαγγελισμός η πόλις Ιερουσαλήμ. Εκεί ανέβαιναν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου να γιορτάσουν Πάσχα Κυρίου. Ήταν υψίκορμη και λιπόσαρκη σαν δούγα παλαιού ξύλινου βαρελιού. Όταν κάποτε νοσηλεύθηκε σε θεραπευτήριο των Αθηνών, οι φοιτητές ρώτησαν τον γιο της, καθηγητή της Παιδιατρικής :

-           Η μητέρα σας δεν έφαγε ποτέ μια μπριζόλα;
Ερχότανε στον ναό της Βαγγελίστρας μαζί με την αδελφή που άναπτε τις κανδήλες. Καθότανε στο στασίδι, με το μακροφούστανο και το μαντήλι μέχρι την μύτη, τόσο ήσυχα, που δεν έδειχνε μέσα στο μισοσκόταδο πως υπάρχει παρουσία ζωντανού ανθρώπου. Ήταν σαν κάποια αδελφή να κρέμασε το ράσο της στο θρονί. Είτε έμπαιναν είτε έβγαιναν από την εκκλησία, ούτε σήκωνε το κεφάλι ούτε το έστρεφε. Ρώτησα:
-           Αυτή η γριά δεν βλέπει, δεν ακούει;
-           Και βλέπει και ακούει, αλλά συνεχώς προσεύχεται.

Μου θύμιζε την μάννα του Σαμουήλ , όταν πήγαινε στο ναό να προσευχηθή και ο γιος του ιερέα Ηλεί την πρόσεξε και είπε στον πατέρα του: «Μια γυναίκα ίσταται στον ναό και μαίνεται».

Καθόμουνα απέναντί της .Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν να σκουπίζη τα δάκρυά της, τα ασίγητα και αθόρυβα, με το άσπρο της μαντήλι. Περισσότερο έστρεφα την προσοχή μου στην γερόντισσα Μόνικα παρά στο τέμπλο της εκκλησιάς.
Όταν απαντούσε στις ερωτήσεις του Γέροντα, μιλούσε τόσο στοχαστικά, σαν να έβγαινε η φωνή της μέσα από τους παλαιούς αιώνες. Αν ήταν άνδρας, θα μου θύμιζε τον παλαιό των ημερών. Ο λόγος της ήταν τόσο μετρημένος σαν ρήση ευαγγελική.

Εκεί όμως που εγνώρισα τον άνθρωπο αυτόν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Τότε έζησα από κοντά τον άνθρωπο των δακρύων και της καρδιακής προσευχής και έμαθα την ιστορία της ζωής της.

Ο σύζυγός της Γεράσιμος Ζερβός ήταν πάντα «ο πατέρας» και για την σύζυγο και για τα παιδιά. Οσάκις έλεγε «ο πατέρας μας» , αρκετό καιρό υπελάμβανα την πατέρα της, αλλ’ αργότερα εννόησα ότι επρόκειτο περί του συζύγου. Εργαζόταν στις Ινδίες, στις αγγλικές επιχειρήσεις εξορύξεως πολύτιμων μετάλλων. Σε μία από τις επισκέψεις του στον οίκο του πατρός του εγνώρισε την Άννα και ηράσθη του αληθινού κάλλους της ψυχής της. Την ζήτησε εις γάμου κοινωνίαν . Έπασχε όμως από μυοκαρδίτιδα. Του λέει:
-           Δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Πώς θα γίνη ο γάμος;

Και υπανδρεύθη καθιστή. Τον ακολούθησε στην Ινδία και έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά. Έπειτα από λίγα χρόνια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα , ίσως για τις σπουδές των παιδιών. Τα δύο, την Φανή και τον Τζον, τα έχασε εφήβους από κάποια λιμώδη νόσο της εποχής εκείνης. Ο Τζον έγινε ουρανοβάμων προτού γίνη άνδρας. Δεκαέξι ετών ήταν ψάλτης αριστερός στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Υπέμεινε την αρρώστια με μαρτυρική υπομονή. Τα τελευταία λόγια του στην αγία μάννα του ήταν:
-           Θα λυπηθώ πολύ, όταν φορέσης μαύρα και κλάψης. Εγώ είδα τον Χριστό και μου είπε: «Έρχου γρήγορα∙ σε περιμένω».
Εκεί στην Αθήνα η κυρία Άννα εδέχετο όλη την ημέρα όχι μόνον πονεμένους, αλλά και κληρικούς. Έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα Σάββα και τον βοήθησε , μαζί με τον σύζυγό της, να εγκατασταθή στο νησί και σήμερα είναι ο προστάτης της Καλύμνου και των κήπων του ανατολικού Αιγαίου το εγκαλλώπισμα. Ο προϊστάμενος της Ζωής πατήρ Σεραφείμ Παπακώστας ήταν από τους πιο τακτικούς επισκέπτες. Ο γιος της ο παιδίατρος της έλεγε:
-           Μάννα , εσύ έχεις περισσότερους επισκέπτες από μένα.
Κάτω από το προσκέφαλό της είχε τρία βιβλία: τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Νείλο τον Σιναΐτη και τον αββά Ισαάκ. Αυτούς μελετούσε μέρα και νύχτα. Προτιμούσε την ανάγνωση από το κείμενο.
-           Καλύτερα – έλεγε- να διαβάσω μια σελίδα κείμενο παρά δέκα ερμηνεία. Στο κείμενο βρίσκεται το πνεύμα του Πατρός. Στην ερμηνεία έχει εξατμισθή το πνεύμα του και επικρατεί του ερμηνευτού.
Στους προσερχομένους πάντα απαντούσε από τους Πατέρες : «Αυτό μας λέγει ο αββάς Ισαάκ Ιωάννης, αυτό ο Νείλος και αυτό ο Ισαάκ». Ποτέ δεν έκλωθε δικά της λόγια. Έτσι, κανένας δεν αντέλεγε στις νουθεσίες της. Όλοι ευχαριστημένοι έφευγαν από την εξαγόρευση και την πατερική νουθεσία.

Είχε φοβερή υπομονή να ακροάζεται τους πειρασμούς , τον πόνο και την θλίψη των άλλων. Η νύφη της ερχόταν κάθε πρωί και μιλούσε επιθετικά εις βάρος του γιού της. Έπειτα από δίωρη ακρόαση αναπάντητη , της έλεγε:
-           Πήγαινε τώρα να ετοιμάσης φαγητό, γιατί τα παιδιά θα επιστρέψουν από το σχολείο.
-           Δεν στενοχωριέστε για όσα λέγει;
-           Καθόλου. Μόνον για την ψυχή της θλίβομαι.
Είχε τόση διάκριση, που ακουμπούσε στις ψυχές αυτό που μπορούσαν να βαστάξουν.
 Κανένας δεν έφευγε ούτε βαρυφορτωμένος ούτε ξεφόρτωτος. Το στόμα της ήτανε χρυσό. Ούτε αστεϊσμούς ούτε σαπρούς λόγους έλεγε ούτε κατάκριση εξήρχετο. Αυτά είναι τα στόματα των Αγίων.
Στην προσευχή – όπως μου ωμολόγησε η θεία μου μοναχή Θεοκτίστη και όπως και εγώ είδα και μαρτυρώ- συνεχώς έτρεχαν τα μάτια της αστείρευτη πηγή.
-           Πού , Γρηγόριέ μου –μου έλεγε η θεία μου μοναχή –βρίσκονταν τόσα δάκρυα; Εσπερινό κάναμε; Απόδειπνο διαβάζαμε; Όρθρο ψάλλαμε; Ώρες λέγαμε; Οι βρύσες των ομματιών της έτρεχαν.

Στην νοερά προσευχή η στάση της ήταν ουράνια. Μοναχός Πάτμιος, Αντίπας το όνομα, της είχε προσφέρει το επίτομο βιβλίο της Φιλοκαλίας των αγίων Πατέρων, το οποίο μελέτησε πολύ καλά.
Αλλά και ο Γεράσιμος καθόλου δεν υστερούσε στα πνευματικά της «μητέρας»- συζύγου του. Φαίνεται από πολύ νωρίς είχε συναναστραφή με πνευματικούς άνδρες. 

Είχε πολλά ωφεληθή και πολλά σπουδάσει. Αυτός πρέπει να βοήθησε την Άννα να προαχθή στα πνευματικά γυμνάσματα. Στον οίκο του στην Κάλυμνο είχε δωμάτιο με τους τέσσερις τοίχους γεμάτους βιβλία. Το δωμάτιο αυτό το έλεγαν «παπαδικό». Στους επισκέπτες έλεγε:
-           Περάστε να σας δείξω τα χόμπι της ζωής μου. Από ΄δω είναι τα «τσιγάρα» μου. Από ‘κει τα «ποτά» μου. Και πιο ‘κει τα «γλυκά» μου.
Κάθε βράδυ περιήρχετο το λιμάνι μήπως βρη κάποιον άστεγο επισκέπτη του νησιού να φιλοξενήση στο σπίτι του. Αν επέστρεφε με επισκέπτη, έλεγε στην Άννα:
-           Έφερα τον Χριστό.
Αν δεν λάχαινε κανένας άστεγος, γύριζε λυπημένος.
-           Χάσαμε , μητέρα, σήμερα.
Στο τέλος του προσεβλήθη από την επάρατο νόσο του καρκίνου. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεβατιού να μη φανή ο πόνος του ούτε στους ανθρώπους ούτε στους Αγγέλους.

Η σύζυγός του, μετά την χηρεία, εκάρη ,μοναχή από τον γέροντα Αμφιλόχιο με το όνομα Μόνικα. Της ζήτησα κάποτε το βιβλίο του αββά Νείλου. Μου είπε:
-           Μετά την κοίμησή μου να είναι δικό σου. Τώρα όμως δεν μπορώ να το αποχωριστώ, γιατί ό όσιος Νείλος με τέρπει. Ο Σιναΐτης με οικοδομεί και όλα τα λαμπικάρει στην καρδιά μου ο Ισαάκ ο Σύρος.

Εκοιμήθη ενενήντα ετών η καρδιοπαθής και αδύνατη σαν την καλαμιά του ξηροπόταμου.

Αυτά έζησα και ενθυμούμαι και τα καταθέτω. Ξεύρω ότι είναι φτωχά και λίγα. Ας έχω την συμπάθειά της και τις πρεσβείες της μαζί μου.


Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος

Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» ( μοναχή Μόνικα) - 2014



site analysis

 

 

SKAMMA EKKLHSIAS

 

Ένα  πολύ ενδιαφέρον βιβλίο τού πατρός Γρηγορίου, ηγούμενου τής Ιεράς Μονής Δοχειαρίου τού Αγίου Όρους γραμμένο σε γλαφυρή καί απλή γλώσσα...



"...Έφερε πάντα πολύτιμο περιδέραιο την διάκριση, την σιωπή και το ακατάκριτο. Διαμάντια πιο λαμπερά και από τον φωστήρα της ημέρας.

Την γνώρισα στα μέσα του ’50. Ερχότανε στην Πάτμο στον γέροντα Αμφιλόχιο όσο το γήρας της το επέτρεπε και γιόρταζε κοντά του το Πάσχα το καινό. Τα χρόνια εκείνα ήταν ο Ευαγγελισμός η πόλις Ιερουσαλήμ. Εκεί ανέβαιναν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου να γιορτάσουν Πάσχα Κυρίου.
Ήταν υψίκορμη και λιπόσαρκη σαν δούγα παλαιού ξύλινου βαρελιού. ‘Όταν κάποτε νοσηλεύθηκε σε θεραπευτήριο των Αθηνών, οι φοιτητές ρώτησαν τον γιο της, καθηγητή της Παιδιατρικής :
   -- Η μητέρα σας δεν έφαγε ποτέ μια μπριζόλα;
Ερχότανε στον ναό της Βαγγελίστρας μαζί με την αδελφή που άναπτε τις κανδήλες. Καθότανε στο στασίδι, με το μακροφούστανο και το μαντήλι μέχρι την μύτη, τόσο ήσυχα, που δεν έδειχνε μέσα στο μισοσκόταδο πως υπάρχει παρουσία ζωντανού ανθρώπου. Ήταν σαν κάποια αδελφή να κρέμασε το ράσο της στο θρονί.
Είτε έμπαιναν είτε έβγαιναν από την εκκλησία, ούτε σήκωνε το κεφάλι ούτε το έστρεφε. Ρώτησα:
-        Αυτή η γριά δεν βλέπει, δεν ακούει;
-        Και βλέπει και ακούει, αλλά συνεχώς προσεύχεται.
Μου θύμιζε την μάννα του Σαμουήλ , όταν πήγαινε στο ναό να προσευχηθή και ο γιος του ιερέα Ηλεί την πρόσεξε και είπε στον πατέρα του: «Μια γυναίκα ίσταται στον ναό και  μαίνεται..."
Καθόμουνα απέναντί της .Η μόνη κίνηση που έκανε ήταν να σκουπίζη τα δάκρυά της, τα ασίγητα και αθόρυβα, με το άσπρο της μαντήλι. Περισσότερο έστρεφα την προσοχή μου στην γερόντισσα Μόνικα παρά στο τέμπλο της εκκλησιάς.
Όταν απαντούσε στις ερωτήσεις του Γέροντα, μιλούσε τόσο στοχαστικά, σαν να έβγαινε η φωνή της μέσα από τους παλαιούς αιώνες. Αν ήταν άνδρας, θα μου θύμιζε τον παλαιό των ημερών. Ο λόγος της ήταν τόσο μετρημένος σαν ρήση ευαγγελική.
Εκεί όμως που εγνώρισα τον άνθρωπο αυτόν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Τότε έζησα από κοντά τον άνθρωπο των δακρύων και της καρδιακής προσευχής και έμαθα την ιστορία της ζωής της.
Ο σύζυγός της Γεράσιμος Ζερβός ήταν πάντα «ο πατέρας» και για την σύζυγο και για τα παιδιά. Οσάκις έλεγε «ο πατέρας μας» , αρκετό καιρό υπελάμβανα την πατέρα της, αλλ’ αργότερα εννόησα ότι επρόκειτο περί του συζύγου.
Εργαζόταν στις Ινδίες, στις Αγγλικές επιχειρήσεις εξορύξεως πολύτιμων μετάλλων. Σε μία από τις επισκέψεις του στον οίκο του πατρός του εγνώρισε την Άννα και ηράσθη του αληθινού κάλλους της ψυχής της.
Την ζήτησε εις γάμου κοινωνίαν . Έπασχε όμως από μυοκαρδίτιδα. Του λέει:
-        Δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Πώς θα γίνη ο γάμος;
Και υπανδρεύθη καθιστή.
Τον ακολούθησε στην Ινδία και έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά. Έπειτα από λίγα χρόνια εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα , ίσως για τις σπουδές των παιδιών. Τα δύο, την Φανή και τον Τζον, τα έχασε εφήβους από κάποια λιμώδη νόσο της εποχής εκείνης. Ο Τζον έγινε ουρανοβάμων προτού γίνη άνδρας. Δεκαέξι ετών ήταν ψάλτης αριστερός στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση.
Υπέμεινε την αρρώστια με μαρτυρική υπομονή. Τα τελευταία λόγια του στην Αγία μάννα του ήταν:
-        -- Θα λυπηθώ πολύ, όταν φορέσης μαύρα και κλάψης. Εγώ είδα τον Χριστό και μου είπε: «Έρχου γρήγορα∙ σε περιμένω».
Εκεί στην Αθήνα η κυρία Άννα εδέχετο όλη την ημέρα όχι μόνον πονεμένους, αλλά και κληρικούς.
Έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα Σάββα ( τόν μετέπειτα Άγιο Σάββα τής Καλύμνου )  και τον βοήθησε , μαζί με τον σύζυγό της, να εγκατασταθή στο νησί και σήμερα είναι ο προστάτης της Καλύμνου και των κήπων του ανατολικού Αιγαίου το εγκαλλώπισμα. Ο προϊστάμενος της Ζωής πατήρ Σεραφείμ Παπακώστας ήταν από τους πιο τακτικούς επισκέπτες.
Ο γιος της ο παιδίατρος της έλεγε:
-        Μάννα , εσύ έχεις περισσότερους επισκέπτες από μένα.
Κάτω από το προσκέφαλό της είχε τρία βιβλία: τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Νείλο τον Σιναΐτη και τον αββά Ισαάκ. Αυτούς μελετούσε μέρα και νύχτα. Προτιμούσε την ανάγνωση από το κείμενο.
       --- Καλύτερα – έλεγε- να διαβάσω μια σελίδα κείμενο, παρά δέκα ερμηνεία. Στο κείμενο βρίσκεται το πνεύμα του Πατρός. Στην ερμηνεία έχει εξατμισθή το πνεύμα του και επικρατεί του ερμηνευτού.
Στους προσερχομένους πάντα απαντούσε από τους Πατέρες : «Αυτό μας λέγει ο αββάς Ισαάκ Ιωάννης, αυτό ο Νείλος, και αυτό ο Ισαάκ». Ποτέ δεν έκλωθε δικά της λόγια. Έτσι, κανένας δεν αντέλεγε στις νουθεσίες της. Όλοι ευχαριστημένοι έφευγαν από την εξαγόρευση και την πατερική νουθεσία.
Είχε φοβερή υπομονή να ακροάζεται τους πειρασμούς , τον πόνο και την θλίψη των άλλων. Η νύφη της ερχόταν κάθε πρωί και μιλούσε επιθετικά εις βάρος του γιού της. Έπειτα από δίωρη ακρόαση αναπάντητη , της έλεγε:
-        Πήγαινε τώρα να ετοιμάσης φαγητό, γιατί τα παιδιά θα επιστρέψουν από το σχολείο.
-        Δεν στενοχωριέστε για όσα λέγει;
-        Καθόλου. Μόνον για την ψυχή της θλίβομαι.
Είχε τόση διάκριση, που ακουμπούσε στις ψυχές αυτό που μπορούσαν να βαστάξουν. Κανένας δεν έφευγε ούτε βαρυφορτωμένος ούτε ξεφόρτωτος. Το στόμα της ήτανε χρυσό. Ούτε αστεϊσμούς ούτε σαπρούς λόγους έλεγε ούτε κατάκριση εξήρχετο. Αυτά είναι τα στόματα των Αγίων.
Στην προσευχή – όπως μου ωμολόγησε η θεία μου μοναχή Θεοκτίστη και όπως και εγώ είδα και μαρτυρώ- συνεχώς έτρεχαν τα μάτια της αστείρευτη πηγή.
-      --- Πού , Γρηγόριέ μου –μου έλεγε η θεία μου μοναχή –βρίσκονταν τόσα δάκρυα; Εσπερινό κάναμε; Απόδειπνο διαβάζαμε; Όρθρο ψάλλαμε; Ώρες λέγαμε; Οι βρύσες των ομματιών της έτρεχαν.
Στην νοερά προσευχή η στάση της ήταν ουράνια. Μοναχός Πάτμιος, Αντίπας το όνομα, της είχε προσφέρει το επίτομο βιβλίο της Φιλοκαλίας των αγίων Πατέρων, το οποίο μελέτησε πολύ καλά.
Αλλά και ο Γεράσιμος καθόλου δεν υστερούσε στα πνευματικά της «μητέρας»- συζύγου του. Φαίνεται από πολύ νωρίς είχε συναναστραφή με πνευματικούς άνδρες. Είχε πολλά ωφεληθή και πολλά σπουδάσει. Αυτός πρέπει να βοήθησε την Άννα να προαχθή στα πνευματικά γυμνάσματα.
Στον οίκο του στην Κάλυμνο είχε δωμάτιο με τους τέσσερις τοίχους γεμάτους βιβλία. Το δωμάτιο αυτό το έλεγαν «παπαδικό». Στους επισκέπτες έλεγε:
-        Περάστε να σας δείξω τα χόμπι της ζωής μου. Από ΄δω είναι τα «τσιγάρα» μου. Από ‘κει τα «ποτά» μου. Και πιο ‘κει τα «γλυκά» μου.
Κάθε βράδυ περιήρχετο το λιμάνι μήπως βρη κάποιον άστεγο επισκέπτη του νησιού να φιλοξενήση στο σπίτι του. Αν επέστρεφε με επισκέπτη, έλεγε στην Άννα:
-        Έφερα τον Χριστό.
Αν δεν λάχαινε κανένας άστεγος, γύριζε λυπημένος.
-        Χάσαμε , μητέρα, σήμερα...
Στο τέλος του προσεβλήθη από την νόσο του καρκίνου. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεβατιού να μη φανή ο πόνος του ούτε στους ανθρώπους ούτε στους Αγγέλους.
Η σύζυγός του, μετά την χηρεία, εκάρη ,μοναχή από τον γέροντα Αμφιλόχιο με το όνομα Μόνικα. Της ζήτησα κάποτε το βιβλίο του αββά Νείλου.
Μου είπε:
-        Μετά την κοίμησή μου να είναι δικό σου. Τώρα όμως δεν μπορώ να το αποχωριστώ, γιατί ό όσιος Νείλος με τέρπει. Ο Σιναΐτης με οικοδομεί και όλα τα λαμπικάρει στην καρδιά μου ο Ισαάκ ο Σύρος.
Εκοιμήθη ενενήντα ετών η καρδιοπαθής και αδύνατη σαν την καλαμιά του ξηροπόταμου.
Αυτά έζησα και ενθυμούμαι και τα καταθέτω. Ξεύρω ότι είναι φτωχά και λίγα. Ας έχω την συμπάθειά της και τις πρεσβείες της μαζί μου..."
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος
Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον»
 http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr/2014/07/blog-post_21.html