Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Η Αγία Δωροθέα του Κασίν (24 Σεπτεμβρίου)



site analysis



Η αγία Δωροθέα καταγόταν από πριγκιπική οικογένεια και ζούσε στο Κασίν, στην περιοχή βορείως της Μόσχας, στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο σύζυγός της είχε βρει τον θάνατο υπερασπιζόμενος την πόλη που πολιορκούσαν Πολωνοί και Λιθουανοί. Έλαβε, λοιπόν, η Δωροθέα την απόφαση να απαρνηθεί τον κόσμο και τις εφήμερες παραμυθίες τους και έφτιαξε εκ των ενόντων ένα αυτοσχέδιο κελλί στα ερείπια της Μονής της Υπαπαντής που κάπνιζαν ακόμη, όπου και επιδόθηκε με θέρμη, παρά την ώριμη ηλικία της, στην νηστεία, την αγρυπνία και την αδιάλειπτο προσευχή λουσμένη στα δάκρυα, όπως και σε άλλους άγιους αγώνες που μόνο ο Θεός γνωρίζει. Είχε μοιράσει όλα της τα υπάρχοντα για την ανοικοδόμηση του μοναστηριού και για να προσφέρει βοήθεια στον δεινοπαθούντα από τον πόλεμο λαό, χωρίς να κρατήσει τίποτε για την ίδια, ούτε καν για την τροφή της σχεδόν.
 Η φήμη της αγάπης της Δωροθέας προς τον πλησίον και της αγιότητος του βίου της προσέλκυσαν σύντομα γύρω της αδελφές που ολοένα πλήθαιναν δίνοντας ξανά ζωή στο ερημωμένο μοναστήρι. Στο κέντρο του ανακαινισμένου καθολικού δέσποζε μια θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, την οποία η αγία είχε βρει στα ερείπια και που για αιώνες παρέμεινε ονομαστό προσκύνημα. Παρά τις επίμονες πιέσεις, η Δωροθέα αρνιόταν να αναλάβει το αξίωμα της ηγουμένης, προτιμώντας να παραμείνει στην σκιά. Όταν έλαβε το Μέγα αγγελικό Σχήμα, διπλασίασε τους κόπους της, δίνοντας έτσι στις νεώτερες αδελφές το παράδειγμα ενός ζήλου που αδιάκοπα αυξανόταν. Εκοιμήθη ειρηνικά στις 24 Σεπτεμβρίου 1629, σε ηλικία ογδόντα ετών. Τα τίμια λείψανά της επιτέλεσαν και συνεχίζουν μέχρι τις ημέρες μας να επιτελούν πλήθος θαυμάτων.
 Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ίνδικτος (τόμος Φεβρουαρίου

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ



site analysis

«Η αγία Αναστασία έζησε όταν βασιλείς ήταν οι διώκτες της χριστιανικής πίστης  Δέκιος και  Ουαλλεριανός και ηγεμόνας ο Πρόβος. Ήταν Ρωμαία στην καταγωγή, νέα στην ηλικία και ζούσε σε κάποιο Μοναστήρι. Την συνέλαβαν για την πίστη της κι επειδή ομολόγησε την πίστη αυτή με παρρησία, την κτύπησαν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, την άπλωσαν πάνω σε πυρακτωμένους άνθρακες και τη μαστίγωσαν με ράβδους. Την κρέμασαν έπειτα πάνω σε ξύλο, την πίεσαν σε μέγκενη και την τρύπησαν με σιδερένιες ακίδες. Κρεμασμένη την έξυσαν σε όλο το σώμα, της έκοψαν τους μαστούς και της εκρίζωσαν τα νύχια. Της ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια, της αφαίρεσαν τη γλώσσα και της εκρίζωσαν τα δόντια. Στο τέλος, της έκοψαν και το κεφάλι».
Προξενεί κατάπληξη το μαρτύριο της αγίας Αναστασίας. Δεν υπέστη απλώς κάποια βασανιστήρια χάριν της πίστεώς της στον Χριστό, αλλά το κάθε μέλος του σώματός της δέχτηκε πολλαπλά τραύματα, μέχρι σημείου σχεδόν εξαφανισμού της. Η περιγραφή του μαρτυρίου της φέρνει στη μνήμη το τροπάριο από τη Μ. Παρασκευή για τον ίδιο τον Κύριο: «έκαστον μέλος της αγίας σου σαρκός ατιμίαν δι’ ημάς υπέμεινε». Γι’  αυτό και ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ, ο οποίος ζητεί φωτισμό από την αγία, προκειμένου να δοξολογήσει σωστά την αγιότητά της, καλύπτει ένα μεγάλο  μέρος του κανόνα της με την συγκεκριμένη αναφορά στο κάθε είδος από τα μαρτύριά της. Θυμίζει η περίπτωση της αγίας οσιομάρτυρος τα βασανιστήρια άλλων μεγαλομαρτύρων, όπως της αγίας Ευφημίας, για τα οποία εξέφρασε τον θαυμασμό του και ο Γέροντας Παΐσιος, στην εμφάνισή της στο κελί του το 1987.
Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως προσπαθεί να δώσει εξήγηση του πώς μπόρεσε η αγία να αντέξει τόσα βάσανα. Έφτασε, λέει, στο δοξασμένο ύψος του μαρτυρίου, με τη νόμιμη άθλησή της, αφού προηγουμένως είχε υπερβεί τα πάθη της σαρκός με την εγκράτειά της. Κι αυτή η υπέρβαση δεν ήταν θέμα μίας στιγμής ή ολίγου χρόνου, αλλά ολόκληρης της ζωής της, αφού από βρέφος αφιερώθηκε στον Θεό. «Εκ βρέφους τω Θεώ ανετέθης, οσία, νεκρώσασα σαρκός εγκρατεία τα πάθη». Με άλλα λόγια, η αγία Αναστασία με την αγιασμένη βιωτή της προ του μαρτυρίου, ήταν έτοιμη και για τους αγώνες του ίδιου του μαρτυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να γίνει μάρτυρας. Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση εκτάκτου εισπηδήσεως στο μαρτύριο – κάποιος εκείνη την ώρα να δεχθεί φωτισμό και χάρη για να δώσει και τη ζωή του για τον Χριστό – η «φυσιολογική» πορεία είναι να έχει κανείς ετοιμασθεί γι’  αυτό. Εδώ έχουν θέση και οι ονομαζόμενοι «αλείπτες», οι πνευματικοί προπονητές δηλαδή των υποψηφίων μαρτύρων, για τους οποίους πολύ συχνά κάνουν λόγο τα συναξάρια και οι ύμνοι της Εκκλησίας: ετοιμάζουν με λόγο και με πνευματικές ασκήσεις τους πιστούς, εν όψει του μαρτυρίου, ώστε να μη βρεθεί στη θέση ο υποψήφιος μάρτυρας να αρνηθεί τον Κύριο. Εν προκειμένω τονίζεται μία γενική και σπουδαία αλήθεια: κανείς δεν κατορθώνει κάτι μεγάλο και σημαντικό, αν προηγουμένως δεν έχει ετοιμαστεί πολύ καιρό γι’  αυτό. Αν ο ίδιος ο Κύριος ετοιμαζόταν επί τριάντα χρόνια, πριν βγει στη δημόσια δράση Του, αν ο απόστολος Παύλος χρειάστηκε αρκετά χρόνια απομόνωσης και προβληματισμού για να ξεκινήσει τις περιοδείες του, πόσο περισσότερο τούτο είναι αναγκαίο για όλους;
Με τα βασανιστήρια της αγίας το σώμα της στρεβλώθηκε, σε σημείο, είπαμε, τελικώς αφανισμού της. Πάνω σ’ αυτό όμως ο εκκλησιαστικός ποιητής προβαίνει σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η στρέβλωση του σώματος της αγίας, χάριν του Χριστού, φανέρωνε την ψυχική της σταθερότητα, το όρθιο της προαίρεσής της. Όσο την κτυπούσαν και την «πετσόκοβαν», τόσο το φρόνημά της δυνάμωνε και παρέμενε όρθιο. «Στρεβλούμενον το σώμα αικισμοίς, εδήλου το όρθιον σης προαιρέσεως προς Θεόν, Αναστασία πανεύφημε». Η αγία δηλαδή επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που είχε πει ο Κύριος: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι». Η ψυχή είναι αυτό που μετράει στις δύσκολες στιγμές του βίου, κι αυτό έδειξε η αγία. Δεύτερον, μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, που θα έπρεπε η νεαρή κόρη να έχει αλλοιωμένα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της από τον πόνο και την οδύνη, εκείνη φαινόταν ακόμη περισσότερο ωραία στη μορφή: «Κάλλος το εγκάρδιον τη ορατή μορφή, ένδοξε, διαδοθέν, σε ωραιοτάτην τοις ορώσιν υπέφαινεν». Δηλαδή: Το κάλλος της καρδιάς σου, η εσωτερική ομορφιά σου, ένδοξε, μεταδόθηκε και στην ορατή, εξωτερική, μορφή σου, και σε έκανε να φαίνεσαι ωραιότατη σ’ αυτούς που σε έβλεπαν. Η αγία φανέρωνε, έστω και στα βάσανα, την υπάρχουσα σ’ αυτήν χάρη του Θεού, η οποία πράγματι κάνει τον άνθρωπο και εξωτερικά να λάμπει και να ομορφαίνει. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» υπενθυμίζει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος υμνογράφος με τον ύμνο του αυτό τονίζει ακριβώς τον χαρισματικό χαρακτήρα του μαρτυρίου της αγίας Αναστασίας. Ό,τι υπέστη, το υπέστη με τη δύναμη του Θεού. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη, έπρεπε να συναντήσει την καλή προαίρεση της αγίας, για την ύπαρξη της οποίας, όπως είπαμε, εργάστηκε η ίδια ασκητικώς εκ νεότητός της.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ Η ΑΔΕΛΦΗ ΑΥΤΟΥ (30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)



site analysis

«Οι άγιοι ζούσαν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν, παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».
Ο άγιος Ιωσήφ είναι ο υμνογράφος του κανόνα και των σήμερα εορταζομένων αγίων. Εκτός από αυτόν όμως και άλλοι υμνογράφοι εξαίρουν την αγιότητά τους, όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης μοναχός, που και αυτός με την εξαίρετη ποιητική του γραφίδα προβάλλει  την ανδρεία των δύο αδελφών, του Ζηνοβίου και της Ζηνοβίας, οι οποίοι μαρτύρησαν υπερμαχώντας για την πίστη τους στην αγία Τριάδα, ενώ έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου, πνίγοντας μέσα στο αίμα τους τον πονηρό διάβολο. «Ούτοι γαρ της Τριάδος γεγόνασιν υπέρμαχοι∙ και εν σταδίω ανδρείως τον αόρατον εχθρόν, εν τω σεπτώ αυτών αίματι απέπνιξαν, και τον της νίκης στέφανον ενδόξως εκομίσαντο». Η τελευταία επισήμανση είναι σπουδαιότατη. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει, κατά την πίστη μας, ισχυρότερο όπλο που κατακαίει τον διάβολο, από το αίμα των μαρτύρων. Όπου δορυφορούνται μάλιστα τα λείψανά τους, εκεί φυγαδεύεται η όποια δαιμονική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εγκαινιασμένος ναός, στον οποίο τελείται η αναίμακτη λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, θεωρείται ό,τι ισχυρότερο κατά του Πονηρού. Διότι ακριβώς εκεί υπάρχει το αίμα του Κυρίου μας – το απόλυτο όπλο – και μαζί με Αυτό τα λείψανα των μαρτύρων που είναι κατατεθειμένα μέσα στην αγία Τράπεζα. Μακάρι οι πιστοί να είχαμε επίγνωση των δυνάμεων που έχουμε μαζί μας, ιδιαιτέρως όταν βρισκόμαστε μέσα στον Ναό.
Ο άγιος  Ιωσήφ στον κανόνα του επιμένει πάρα πολύ  στο γεγονός της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, την οποία συνδέει στενότατα με το μαρτύριό του. Ο άγιος, λέει, παρίσταται ενώπιον του θρόνου του Θεού, «ως ιερεύς ευπρόσδεκτος και μάρτυς άριστος»,  ενώ το μαρτύριο του αίματός του έκανε πιο έντονο το χρώμα της ιερατικής του στολής, καθιστώντας την με τη χάρη του Θεού ιερότερη. «Μαρτυρίου εν αίματι, την στολήν σου, Ζηνόβιε, επιχρώσας ένδοξε, απετέλεσας ιερωτέραν εν χάριτι». Ο άγιος υμνογράφος  εν προκειμένω επισημαίνει μία βασική αλήθεια: τη μαρτυρική  διάσταση της ιερωσύνης – απόρροια της μετοχής στην αρχιερωσύνη του ίδιου του Κυρίου -  η οποία επιτείνεται απλώς και με το μαρτύριο του αίματος. Ιερωσύνη και μαρτύριο δηλαδή βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό: η διακονία του είναι οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του Κυρίου.
Εκθέτοντας ο άγιος Ιωσήφ τα της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, μέσα στα πλαίσια της μαρτυρικής διαστάσεώς της στον κόσμο τούτο, αναφέρεται στον τρόπο ασκήσεώς της: «ιεράτευσεν ως άγγελος», με δύναμη προσευχής τέτοια υπέρ του ποιμνίου του, ώστε να γίνεται αυτή δεκτή από τον Κύριο «ως θυμίαμα». Κι αυτή «η δέησις της ενθέου ψυχής του» συνδυαζόταν με τη διδασκαλία του, η οποία λειτουργούσε ως ποτιστική βροχή στις καρδιές των πιστών που του ενεπιστεύθη Εκείνος. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο άγιος ποιητής είναι πολύ ωραία: «Ομβροτόκος νεφέλη γέγονεν η γλώσσά σου ως υετίζουσα ευσεβείας όμβρους, και πιστών τας καρδίας αρδεύουσα, και προς ευκαρπίαν, τας διανοίας οδηγούσα, εναρέτων, Ζηνόβιε, πράξεων». (Η γλώσσα σου, Ζηνόβιε, έγινε σαν σύννεφο που φέρνει βροχή και που βρέχει την ευσέβεια, ποτίζοντας τις καρδιές των πιστών και οδηγώντας τις διάνοιες για να καρποφορούν τις ενάρετες πράξεις).
 Έτσι η ιερατική διακονία του ευσεβούς Ζηνοβίου οδηγούσε σε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον: να σώζονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αυξανόμενοι στον δρόμο της αρετής∙ Δεύτερον: διαρκώς και να μειώνεται η ασέβεια από την αύξηση της ευσεβείας, δηλαδή της αληθινής πίστεως. «Εστένωσας την ασέβειαν, Μάρτυς, πλατυσμώ της αληθούς ευσεβείας…και έσωσας τους χαλεπώς θαλαττεύοντας πλάνης τοις ύδασιν». (Λιγόστεψες την ασέβεια, Μάρτυς, με την αύξηση της αληθινής ευσέβειας…και έσωσες αυτούς που θαλασσοδέρνονταν από τα κύματα της πλάνης). Είναι ευνόητο πόσο σημαντική είναι αυτή η αλήθεια και για εμάς σήμερα: η μείωση της ασεβείας, ως αίρεσης και ως εγωιστικού τρόπου ζωής έρχεται στον βαθμό που εμείς αυξάνουμε την ευσέβειά μας. Αν σήμερα υπάρχουν τόσες αιρέσεις και τόσες αποκλίσεις από τον ορθό τρόπο ζωής, σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται και στο δικό μας έλλειμμα ευσεβείας.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ



site analysis


«Η αγία Χαριτίνη έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού, όταν Κόμης ήταν ο Δομέτιος, ενώ η ίδια ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου. Ο Κόμης, επειδή άκουσε ότι ήταν χριστιανή, γράφει στον κύριό της να τη στείλει σ’  αυτόν προς εξέταση. Ο κύριός της, που ήταν και αυτός χριστιανός, λυπήθηκε πάρα πολύ, τόσο που ντύθηκε σάκκο και τη θρηνούσε. Η αγία όμως τον παρηγορούσε και του έλεγε: «Κύριέ μου, μη λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, διότι θα θεωρηθώ ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, και για τα δικά μου και για τα δικά σου πλημμελήματα». Ο Κλαύδιος τότε, αφού της είπε: «Να με θυμάσαι στον επουράνιο βασιλιά», την αποστέλλει στον Κόμητα. Όταν οδηγήθηκε εκεί και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό, της ξύρισαν το κεφάλι και έριξαν πάνω σ’  αυτό  αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την έδεσαν σε βαριά πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά αυτή, με τη χάρη του Θεού, εξήλθε και φάνηκε στον Κόμητα. Κι αφού τιμωρήθηκε και με πολλές άλλες τιμωρίες, της έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».
Κι άλλοτε είχαμε σημειώσει ότι κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας το κάθε μαρτύριο που υφίσταται ένας μάρτυρας του Χριστού αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο από πλευράς πνευματικής. Με τα βάσανα δηλαδή που υφίσταται ο μάρτυρας, με τα οποία έμπρακτα μετέχει στον Σταυρό του Χριστού, κτυπά τον διάβολο και τα όργανά του, ενώ ο ίδιος γεμίζει από τις χάρες του ουρανού, παίρνει τα στεφάνια που ο Κύριος δίνει στους συνεπείς δούλους Του, βιώνει δηλαδή την άλλη όψη του Σταυρού, την Ανάσταση. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα διαπιστώνουμε και στην αγία Χαριτίνη: ό,τι υφίστατο είχε και το αντίστοιχο πνευματικό αποτέλεσμα.  «Των λεόντων συνέθλασας σιαγόνας, πολύαθλε, σιαγόνων φέρουσα τα συνθλάματα∙ των δε ονύχων εκρίζωσιν γενναίως υπήνεγκας, εκριζούσα τα δεινά της απάτης φρυάγματα∙ θαλαττίοις δε εν βυθοίς απερρίφης, την κακίαν υποβρύχιον ποιούσα του πονηρού πολεμήτορος». Δηλαδή: Σύτριψες τα σαγόνια των λιονταριών, καθώς υπέφερες τα συντρίμματα των δικών σου σαγονιών. Υπέφερες με γενναιότητα το ξερίζωμα των νυχιών σου, ξεριζώνοντας όμως τη φοβερή αλαζονεία της απάτης. Σε ρίξανε στον βυθό  της θάλασσας, πνίγοντας όμως κι εσύ την κακία του πονηρού διαβόλου. Έτσι αν ο διάβολος και οι πονηροί ακόλουθοί του μπορούσαν να δουν τη θετική έκβαση των παθών ενός μάρτυρα, θα σταμάταγαν αμέσως τα μαρτύριά του, γιατί δεν θα άντεχαν να βλέπουν ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν «μπούμερανγκ» εναντίον τους. Κι η πιο τρανταχτή απόδειξη της αλήθειας αυτής ήταν βεβαίως ο Σταυρός του Κυρίου μας: με το Πάθος Του ελευθερωθήκαμε και λυτρωθήκαμε. Αλλά είναι γνωστό: ο Πονηρός και όλοι οι πονηροί συνεργάτες του δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους. Πονηροί είναι και όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, ναι. Όχι όμως έξυπνοι, με την πραγματική σημασία του όρου: να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα στο βάθος τους και να διακρίνουν το αληθινό συμφέρον και γι’  αυτούς.
Ο υμνογράφος βεβαίως, πέραν των παραπάνω, δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ίδιο το όνομα της αγίας, προκειμένου να προβάλει δύο κατ’ αυτόν πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, ότι η αγία Χαριτίνη ήταν γεμάτη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία την χαρίτωσε με τη χάρη του μαρτυρίου, ώστε να έχει τη δύναμη να χαριτώνει έπειτα και εμάς με τις πρεσβείες της προς τον Κύριο. «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος σε χαριτώσασα», «Ταις σαις μου, ω Χαριτίνη, χάρισι, τον νουν χαρίτωσον, χαριτωθείσα άθλοις ιεροίς». Το μαρτύριο πράγματι ενός αγίου θεωρείται χάρη του Θεού, με το οποίο αποκτά τεράστια δύναμη ενώπιον του Θεού, προκειμένου να βοηθά και εμάς, τους εν τω κόσμω ακόμη ευρισκομένους χριστιανούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο οιοσδήποτε να υπομείνει τέτοια βάσανα, όχι, όπως έχουμε εξηγήσει και άλλοτε, με την έννοια ότι δεν τα υπομένουν και άλλοι άνθρωποι, ξένοι προς την πίστη του Χριστού, αλλά με την έννοια ότι ο μάρτυρας του Χριστού τα υπομένει χωρίς να χάνει την αγάπη του προς τον εχθρό του. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εδόθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν».
Δεύτερον, ότι η αγία ήταν γεμάτη από τη χαρά που δίνει το Πνεύμα του Θεού. «Της χαράς ως επώνυμος, εν χαρά προσεχώρησας εις νυμφώνα, πάνσεμνε, τον ουράνιον». «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος…χαροποιαίς εφαίδρυνε πλοκαίς και χαράν την αιώνιον κληρονομείν ενίσχυσεν». Η αγία ως επώνυμη της χαράς μπήκε με χαρά στον ουράνιο νυμφώνα. Το άγιο Πνεύμα, μέσα από τα μαρτύρια, την έκανε να χαίρεται με διάφορους τρόπους και την δυνάμωσε να κληρονομήσει και την αιώνια χαρά. Ο υμνογράφος, είπαμε, εκμεταλλεύεται το όνομά της, για να μας υπενθυμίσει ότι η χαρά είναι το χαρακτηριστικό του χριστιανού. Όχι όμως η χαρά, όπως κατανοείται από τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο: ως διασκέδαση με τις απολαύσεις του κόσμου, ως απομύζηση των τερπνών μόνο του βίου τούτου, που τις περισσότερες φορές όμως αφήνουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τη στιφάδα του θανάτου. Αλλά η χαρά που έρχεται ως αποτέλεσμα της επιμονής και της πιστότητας του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων: θέλεις να χαίρεσαι με τη βαθειά και αναφαίρετη χαρά, που γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, έστω και μέσα από τις θλίψεις; Δεν έχεις παρά να τηρείς το θέλημα του Θεού, και μάλιστα την εντολή της αγάπης. Είναι μία πρόκληση, που αν κανείς δεν την πειραματιστεί στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να την γευτεί. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά…».

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ



site analysis


 «Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».
Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα, που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.
Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.
Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει δηλαδή αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρωμιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας. Ταις αυτης αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΑ



site analysis


«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας, επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος. Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια,  διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν ανίσχυρη, γι’  αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού, βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν  σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια, τους έκοψαν το κεφάλι».
Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως». Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο υψηλής αρετής. Αιτία γι’  αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον  πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος. Γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».
Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου, που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης,  ακολουθώντας τον έστω και  ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς βλάβη των ανθρώπων.
Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης, που έπλεκε γι’  αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος από τον Κύριο. Το έχουμε ξαναπεί: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη, τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο, εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα: να βγει το δαιμόνιο.
Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία, στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας.
ΠΗΓΗ.Ιστολόγιο ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΤΗΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ



site analysis




«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450 μ.Χ.). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  

Δεν πρόλαβε να «στεγνώσει η μελάνη», καθώς λέγανε παλιά,  από την αναφορά μας στην αγία Θέκλα, η οποία άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και πρόβαλε άλλη αγία, η οσία Ευφροσύνη, η οποία και αυτή προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι, όπως εξηγήσαμε, η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά , δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου.  Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.

Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς: ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό. «Ταις αυτής και του πατρός της αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».
πηγη.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Η Μαρία Μαγδαληνή στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ.Σχόλια



site analysis

Η γυναίκα που ταράζει την Εκκλησία των ανδρών

Η πιο παρεξηγημένη προσωπικότητα που «έθαψε» ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αλλά κλαίει μαζί με την Παναγία κάτω από τον Σταυρό του Μαρτυρίου, αποκαλύπτεται...
Η γυναίκα που ταράζει την Εκκλησία των ανδρών
Οι δύο όψεις της Μαρίας Μαγδαληνής: - ως προκλητικής γυναίκας σε άγνωστο έως πρόσφατα πίνακα του 1515 που αποδίδεται στον Λεονάρντο ντα Βίντσι και στο εργαστήριό του και ως αγίας στην ορθόδοξη εικονογραφία

Στα Μάγδαλα, σ’ εκείνη την εμπορική πόλη της δυτικής ακτής της Γαλιλαίας, λέγεται ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε η πανέμορφη Μαρία που στο διάβα των αιώνων χαρακτηρίστηκε πόρνη. Η Μαρία η αφοσιωμένη μαθήτρια του Χριστού. Η Μαρία που δεν κρύφτηκε μετά τη Σταύρωση του Κυρίου της, όπως οι άρρενες μαθητές του. Η Μαρία η πρώτη από τις γυναίκες μαθήτριές του. Η Μαρία η Μαγδαληνή, η δραστήρια, ικανή, εύπορη γυναίκα που τον ρόλο της αποσιώπησε ένας Ευαγγελιστής, νόθευσε ένας Πάπας, αδίκησε η Ιστορία, δήθεν αναγνωρίζοντάς την σε ευφάνταστα σενάρια ερωτισμού. Και όμως, ο ίδιος ο διδάσκαλός της την ανέδειξε σε μαθήτριά του ισότιμη με τους άνδρες που τον περιέβαλλαν και η Εκκλησία σε Ισαπόστολο. Οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί θεολόγοι, όπως ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, σήμερα μιλάνε για μια παρεξηγημένη προσωπικότητα, θύμα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.


Στους προχριστιανικούς αιώνες, αλλά και χρόνια μετά τη Γέννηση και τη Σταύρωση, οι γυναίκες ήταν κλεισμένες στον οίκο τους. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν μόνο οι μετρημένες στα δάχτυλα γυναίκες φιλόσοφοι, οι πόρνες, οι εταίρες, οι δούλες και οι πωλήτριες των λαϊκών αγορών. Ο Χριστός όμως αναστατώνει την κοινωνία και το ιερατείο με το κήρυγμά του και προκαλεί την μήνιν τους επειδή περιδιαβαίνει τις πόλεις και τα χωριά της Ιουδαίας με τους 12 Απόστολους και τις γυναίκες μαθήτριές του. Η Μαρία και η Μάρθα, οι αδελφές του Λαζάρου, η Μαρία του Κλωπά, η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη του Ζεβεδαίου βρίσκονται πάντα κοντά στον Χριστό και όλες βοηθούν στη διάδοση του μηνύματός του αναπτύσσοντας το φιλανθρωπικό έργο του. Και είναι οι μόνες που βρίσκονται κοντά του την ώρα της Σταύρωσης και λίγο αργότερα, εκείνα τα άγρια χαράματα, όταν ξεπερνώντας τον φόβο των μαθητών πήγαν με τα μύρα να αλείψουν το σώμα του νεκρού Χριστού γεμάτες από αγωνία για το πώς θα κυλήσουν τον λίθο που σφράγιζε το μνήμα του. Αυτές ήταν οι πρώτες που το είδαν άδειο και αντίκρισαν Αναστημένο τον Χριστό και έλαβαν την εντολή να κηρύξουν την έγερσή του από τους νεκρούς στους φοβισμένους και κρυμμένους Αποστόλους. Ανάμεσά τους πάντα η Μαρία η Μαγδαληνή, αρωγός, συντονίστρια, ηγέτιδα. «Η Μαγδαληνή έχει την προσωπικότητα ενός φυσικού ηγέτη που υποτάσσεται μόνο στην αυθεντία του Ιησού» λέει η ερευνήτρια της ιστορίας της κυρία Κατερίνα Δροσιά.
Τα παιδικά της χρόνια άγνωστα. Κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει την ηλικία που είχε όταν άκουσε τον Χριστό να κηρύττει για πρώτη φορά, αν και πιθανολογείται ότι η πρώτη τους συνάντηση έγινε στα όρη Μάγδαλα. Γνωστός όμως είναι ο πρώτος που προσπάθησε να αποσιωπήσει την ιστορία της. Ηταν ένας γιατρός από την Αντιόχεια, μαθητής του Αποστόλου Παύλου, ο γνωστός στους αιώνες Ευαγγελιστής Λουκάς. Ο άνθρωπος που συγγράφει το Ευαγγέλιό του τουλάχιστον σαράντα χρόνια μετά την Ανάσταση και ρίχνει τον πρώτο λίθο στη φήμη της Μαρίας: «Και ήταν οι δώδεκα μαζί Του και μερικές γυναίκες που ήταν θεραπευμένες από πνεύματα κακά και από ασθένειες, η Μαρία, που καλείται Μαγδαληνή, από την οποία είχαν εξέλθει εφτά δαιμόνια...». Η αναφορά του Λουκά στα επτά δαιμόνια και κυρίως η αντίστοιχη που γίνεται στη μεταγενέστερη προσθήκη στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, πέντε αιώνες αργότερα, θα της αποδώσουν τον τίτλο της πόρνης. Κι όμως, ο Απόστολος Ματθαίος στο δικό του Ευαγγέλιο εκθειάζει τη στάση των γυναικών, και μεταξύ τους πρώτη της Μαρίας της Μαγδαληνής, σε δύο κορυφαίες στιγμές του Θείου Πάθους, τη Σταύρωση και την Ανάσταση, αντίθετα με των Αποστόλων. Ακόμη και ο Λουκάς το παραδέχεται: «Ηρθαν στο μνήμα μαζί και με μερικές άλλες (...), βρήκαν την πέτρα μετατοπισμένη κι ενώ έμεναν εκεί απορώντας παρουσιάστηκαν ξαφνικά μπροστά τους δύο άντρες με ρούχα που λαμποκοπούσαν (...) "Tι αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ. Aναστήθηκε". (...) Ετσι, επέστρεψαν από το μνήμα και τα διηγήθηκαν όλα αυτά στους ένδεκα μαθητές και σε όλους τους υπόλοιπους. (...) Ηταν η Mαρία η Mαγδαληνή, η Iωάννα, η Mαρία η μητέρα του Iακώβου και οι άλλες που ήταν μαζί τους. Σ' εκείνους όμως τα λόγια αυτά φάνηκαν σαν ανοησίες...». Ετσι ο Λουκάς εμφανίζει, στο Ευαγγέλιό του, τον Πέτρο να συναντά πρώτος τον αναστημένο Χριστό. Αλλά αντίθετα ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, Ιωάννης, όπως επίσης ο Ματθαίος και ο Μάρκος, λένε ότι ο Χριστός εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά την Ανάστασή Του στη Μαρία• και ακούγεται το γνωστό στους αιώνες: «Μη μου άπτου»!


Οι πρώτοι χριστιανικοί χρόνοι
Ο Πάπας καταδίκασε τη Μαρία...

Πολλοί μελετητές, θεολόγοι και ιστορικοί προσπάθησαν να ταυτίσουν στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τη Μαρία τη Μαγδαληνή, τη Μαρία την αδελφή του Λαζάρου, με την ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού ζητώντας συγχώρεση. Ανάμεσά τους μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Τερτυλλιανός αλλά και ο Ωριγένης καλλιέργησαν αυτή την άποψη. Και το 550 μ.Χ. η «ανίερη» ταύτιση επικυρώθηκε και με τη σφραγίδα του Πάπα Γρηγορίου του Α'. Τότε, στα χρόνια της Μίας και Αδιαίρετης Εκκλησίας, ο Πάπας Γρηγόριος δηλώνει απευθυνόμενος στους κληρικούς του: «Εκείνη την οποία ο Λουκάς αποκαλεί αμαρτωλή γυναίκα και ο Ιωάννης ονομάζει Μαρία πιστεύουμε πως είναι η Μαρία που από μέσα της διώχθηκαν επτά δαιμόνια σύμφωνα με τον Μάρκο. Και τι άλλο μπορούν να σημαίνουν αυτά τα επτά δαιμόνια αν όχι τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Είναι ολοφάνερο αδελφοί μου πως αυτή η γυναίκα προηγουμένως χρησιμοποίησε τα μύρα για να αρωματίσει τη σάρκα της και να την προετοιμάσει για ακόλαστες πράξεις. Ο,τι λοιπόν προηγουμένως το επεδείκνυε με τόσο σκανδαλώδη τρόπο, τώρα τη βλέπουμε να το προσφέρει στον Θεό με αρετή. Τα γήινα μάτια της που ορέγονταν την αμαρτία τώρα εξαγνίζονται μέσα από τα δάκρυα της αμαρτίας». Με αυτό τον τρόπο λέει ο καθηγητής Π. Βασιλειάδης «παγιώθηκε ο μύθος της Μαρίας της Μαγδαληνής ως της πόρνης με τη χρυσή καρδιά». Και παρ' ότι στον ανατολικό xριστιανισμό αυτές οι ερμηνείες απορρίφθηκαν νωρίς, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέχισε να τις καλλιεργεί επί αιώνες για να τις αποσύρει αθόρυβα μόλις το 1969.


Δοξασίες
Ερωμένη, σύντροφος και μητέρα

Οι δοξασίες των δυτικών θεολόγων για τη Μαρία Μαγδαληνή και την πραγματική σχέση της με τον Χριστό δεν αποτέλεσαν μόνο την αφορμή για την εφεύρεση των γνωστών μυθιστοριών για το περίφημο Γκράαλ, το ιερό και βασιλικό αίμα και τον ρόλο των ναϊτών ιπποτών. Προκάλεσαν ή δικαιολόγησαν ποταμούς αίματος στη μεσαιωνική Ευρώπη. Κι όμως, όλοι γνωρίζουν από τα απόκρυφα Ευαγγέλια, αλλά και από το Ευαγγέλιο που φέρεται να έγραψε η ίδια η Μαγδαληνή, όπως λένε στις μελέτες τους οι Σάββας Αγουρίδης και Πέτρος Βασιλειάδης, ότι φαίνεται να κατείχε εξέχουσα θέση μεταξύ των μαθητών του Ιησού. Οι θεολόγοι λένε σήμερα ότι δεν υπάρχει καμία υποψία πως η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν πόρνη, ερωμένη, σύντροφος ή σύζυγος του Ιησού ή μητέρα των φυσικών παιδιών του. Ηταν μια απόστολος και προβεβλημένη μαθήτρια του Ιησού, με το έργο της οποίας ελάχιστοι ασχολήθηκαν. Επί 20 αιώνες οι περισσότεροι στροβιλίζονται στις υποτιθέμενες ερωτικές ή συζυγικές της σχέσεις της με τον Χριστό, ή με το εάν ήταν πόρνη και μετανόησε, ή με το εάν τα επτά δαιμόνια συμβόλιζαν τα στάδια της μύησής της. Ηταν αδύνατον να δεχτούν ότι είχαν να κάνουν απλώς με μια ηγετική γυναικεία φυσιογνωμία. Η ανύπαντρη ή νεαρή χήρα γυναίκα που με τα χρήματα τα οποία διέθετε από την οικογένειά της στήριζε οικονομικά τη διακονία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων πάντα δεχόταν αμφισβητήσεις. Αλλωστε στο Ευαγγέλιο που της αποδίδεται η ίδια αφηγείται: «Τότε η Μαρία έκλαψε και είπε στον Πέτρο: "Αδελφέ μου, τι σκέπτεσαι; Νομίζεις ότι τα επινόησα μόνη στην καρδιά μου, ή ότι ψεύδομαι για τον Σωτήρα;". Ο Λεβί απάντησε και είπε στον Πέτρο: "Πέτρο, πάντοτε ήσουν ευέξαπτος. Τώρα σε βλέπω να μάχεσαι εναντίον της γυναίκας, όπως εναντίον των αντιπάλων. Αλλά αν ο Σωτήρας την έκανε άξια, πραγματικά, ποιος είσαι εσύ για να την απορρίψεις;"».




ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ
Η δημοσίευση του σπαράγματος του συμβατικά ονομαζόμενου Ευαγγελίου της Συζύγου του Ιησού φαίνεται ότι έδωσε την αφορμή στο σύντομο άρθρο της Μαρίας Αντωνιάδου στην οnline έκδοση της εφημερίδας ΒΗΜΑ. 
Μάλιστα το δημοσίευμα επιγράφεται με τον αρκετά πιασάρικο δημοσιογραφικό τίτλο "Η γυναίκα που ταράζει την Εκκλησία των ανδρών".
Επιτρέψτε μου μερικές σκέψεις σχετικά με αυτό το δημοσίευμα. Κατά τη γνώμη μου απουσιάζουν σημαντικά κομμάτια του μωσαϊκού της εικόνας της Μαρίας, όπως αυτή προκύπτει από τις πηγές μας, ενώ παρερμηνεύονται κάποιες από αυτές.
Ειδικότερα ξεκινώντας από τα κείμενα της Κ.Δ. είναι γεγονός ότι η Μαρία εμφανίζεται αρκετές φορές, όπως δε νομίζω ότι προκύπτει από κάπου ότι ήταν εύπορη, όπως υποστηρίζει το δημοσίευμα ή ότι έχει ηγετικό ρόλο μέσα στην ομάδα των γυναικών. Είναι βέβαια γεγονός ότι η Μαρία απαντά μεταξύ των γυναικών που παρακολουθούν την ταφή και πηγαίνουν στον τάφο και στους τρεις συνοπτικούς και στον Ιωάννη. Η επίμονη εμφάνιση του ονόματός της μεταξύ εκείνων των γυναικών καθώς και η ιδιαίτερη αφήγηση για την εμφάνιση του Αναστημένου σε αυτήν στον Ιωάννη μαρτυρεί την ύπαρξη μίας ιδιαίτερης παράδοσης η οποία συνδέεται με το πρόσωπό της. Πολύ πιθανόν συγγενείς ή κάποιος κύκλος που συνδέεται με αυτήν αλλά και με τις άλλες γυναίκες (δεν είναι η μόνη που θυμάται η παράδοση) να διατηρεί τη μνήμη της εμφάνισης του Ιησού σε αυτήν και στις άλλες γυναίκες. Εκεί που η Μαρία αποκτά ηγετικό ρόλο και τη θέση μαθήτριας ανώτερης από τον Πέτρο είναι στα γνωστικά κείμενα, βλ. Ευαγγέλιο Μαρίας ή Ευαγγέλιο Φιλίππου. Υπάρχει όμως μια ανοικτή συζήτηση στην έρευνα από πού προέρχεται αυτή η παράδοση στη διαμόρφωση της οποίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο κι η αφήγηση του Ιω.
Όσον αφορά στις εμφανίσεις του Ιησού σε αυτήν, το δημοσίευμα δείχνει άγνοια του κειμένου των κανονικών ευαγγελίων και στοιχειωδών γνώσεων Εισαγωγής στην Κ.Δ. Ουσιαστικά μόνο ο Ιωάννης αναφέρει μια ιδιαίτερη συνάντηση της Μαρίας με τον Αναστημένο. Στον Ματθαίο η Μαρία είναι μία από τις γυναίκες που πηγαίνουν στον τάφο από τις οποίες ο Μτ ξεχωρίζει δύο, την Μαγδαληνή και μια άλλη Μαρία, στις οποίες εμφανίζεται ως ομάδα ο Αναστημένος, ενώ στο Μκ, αν ισχύουν όσα γνωρίζουμε από την κριτική του κειμένου, το ευαγγέλιο τελειώνει απότομα στο 16, 8 αφήνοντας ανοικτό το τέλος του ευαγγελίου και αποσιωπώντας μια συνάντηση του Αναστημένου με τις γυναίκες (τα όσα ακολουθούν είναι αρχαία αλλά μεταγενέστερη προσθήκη). Άδικα κατηγορείται ο Λκ για "θάψιμο" της Μαρίας. Η παρανόηση ή παρερμηνεία του Λκ έγινε από τον πάπα Γρηγόριο τον Διάλογο.   Πουθενά ο ευαγγελιστής δεν την ταυτίζει με την πόρνη της γνωστής ιστορίας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για αποσιώπηση των γυναικών ως μαρτύρων της Ανάστασης, αυτή έγινε σαφώς πριν τον Λκ και στην παράδοση που ο Παύλος παραλαμβάνει και επαναλαμβάνει στο Α΄ Κορ 15.
Οπωσδήποτε το γεγονός ότι προκρίθηκαν ανδρικές μορφές στην παράδοση, ενώ κάποιες άλλες, γυναικείες, πέρασαν στο παρασκήνιο έχει να κάνει και με τις ανδροκρατούμενες κοινωνικές δομές του περιβάλλοντος της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίες σχετικά νωρίς πέρασαν μέσα στη ζωή και την οργάνωσή της ως αποτέλεσμα πιθανόν της καθυστέρησης της Παρουσίας. Δε νομίζω όμως ότι αυτό αποτελεί την αποκλειστική εξήγηση του φαινομένου. Ας μην ξεχνούμε ότι στην Ανατολή η Μαρία Μαγδαληνή συνέχισε να τιμάται ως ισαπόστολος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα καταλαμβάνοντας μία θέση δίπλα στους άνδρες "συμμαθητές" της. Επιμένω πως η ιστορία είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε και πως οι απλουστευμένες ερμηνείες του αποσπασματικού υλικού, που έχουμε στη διάθεσή μας, αδικούν την ιστορία και περιορίζονται σε επιφανειακές αναγνώσεις των δεδομένων. Προκαλούν βέβαια εντύπωση και αναδεικνύουν μυθιστορήματα του τύπου Κώδικας ντα Βίντσι στα πλέον ευπώλητα παγκοσμίως, όμως σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν τις μοναδικές αναγνώσεις των λιγοστών δεδομένων και μάλιστα, όπως ισχυρίζονται, απελευθερωμένες από την ανδρική οπτική και νοοτροπία. Κατά τη γνώμη μου τέτοιες ερμηνείες, που αγνοούν δεδομένα ή τα παραποιούν, πέφτουν στο ίδιο ολίσθημα της ιδεολογικοποίησης των δεδομένων και ανακατασκευάζουν κι αυτές την ιστορία μέσα από μία συγκεκριμένη οπτική. Θεμιτό μόνο στο μέτρο που αναγνωρίζουν την υποκειμενική τους προσέγγιση και το μυθιστορηματικό τους, πολλές φορές,  χαρακτήρα. 
Aikaterini Tsalampouni

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Οι άγιες Ξανθίππη και Πολυξένη



site analysis



Οι δύο αυτές αγίες ήσαν αδελφές κατά σάρκα, έζησαν δε στην Ισπανία κατά τους χρόνους του αύτοκράτορος Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.). Η Ξανθίππη ήταν σύζυγος του Πρόβου, άρχοντος της χώρας, και οδηγήθηκε στην πίστη του Χριστού από τον απόστολο Παύλο, όταν αυτός ενδημούσε στην πατρίδα της (βλ. Ρωμ. 15, 28).

Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά ή χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή. Στην Ισπανία έζησε το υπόλοιπον της ζωής της μαζί με την αδελφή της Ξανθίππη κηρύττοντας την πίστι του Χρίστου και επιτελώντας πολλά θαύματα. Οί δύο αδελφές έκοιμήθησαν εν ειρήνη.

Πηγή:  “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 205-206)

Η Αγία ένδοξος Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος Θέκλα.(24 Σεπτεμβρίου)



site analysis



Στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα ο Απόστολος της Αλήθειας Παύλος έφτασε στο Ικόνιο στο σπίτι του ευσεβούς οικογενειάρχη Ονησιφόρου.
Εκεί τον άκουσε να κηρύττει το λόγο του Θεού η παρθένος και Ισαπόστολος Θέκλα.
Επί 3 ημέρες ούτε έφαγε ούτε πήγε σπίτι της ακούγοντας το θειο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου.
Με αποτέλεσμα να την αναζητήσουν οι γονείς της. Επειδή όμως δεν εκάμφθη να γυρίσει σπίτι της συνέλαβαν την Θέκλα και την φυλάκισαν.
Η Θέκλα δωροδόκησε τον φρουρό για να δει τον Παύλο και κάθισε κοντά του όλη νύχτα να ακούει το Θείο Λόγο του.
Οι συγγενείς της ζήτησαν από τον άρχοντα να την θανατώσει. Όμως τίποτα δεν μπορούσε να αγγίξει την θεόπνευστη ψυχή της Θέκλας.
Οι παρακλήσεις προς τον Κύριο έσβησαν την φωτιά που άναψαν για να την κάψουν.
Αποφάσισε να ακολουθήσει τον Παύλο και έφτασαν στην Αντιόχεια, αλλά και εκεί η ομορφιά της την έκανε να υποφέρει τα πάνδεινα. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να πτοήσει την θεϊκά εμπνευσμένη Θέκλα. Ο κόσμος σάστισε καθώς κανένα θηρίο δεν την κατασπάραζε όσες φορές και αν επιχείρησαν να την θανατώσουν. Μια αρχόντισσα μάλιστα, η Τρύφαινα της έγραψε τα υπάρχοντα της και η Θέκλα βοηθούσε τους φτωχούς και αδυνάτους. Όμως η λαχτάρα της ήταν να δει ξανά το δάσκαλο της, τον Παύλο, και έστελνε μηνύματα στα μέρη που ήξερε ότι θα περνούσε ή πέρασε ο Παύλος. Τον βρήκε στα Μύρα της Λυκίας. Ο Παύλος της είπε ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψει στην πατρίδα της.
Προσευχήθηκε λοιπόν για να την οδηγήσει στο σωστό μέρος. Πήγε λοιπόν στη Σελεύκεια και ανέβηκε πάνω σ’ ένα βουνό οδηγημένη από ένα φωτεινό σύννεφο. Κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού να κατοικήσει εκεί και βρήκε μια σπηλιά και εγκαταστάθηκε, θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων.
Μόλις πλησίαζαν οι ασθενείς γιατρεύονταν. Οι Μάγοι όμως είδαν στο πρόσωπο της τον άμισθο γιατρό, τον εχθρό τους και έκαναν συμβούλιο και αποφάσισαν να στείλουν πληρωμένους νεαρούς να την βιάσουν για να χάσει τη δύναμη της, όπως πίστευαν.
Η Αγία Θέκλα δεν φοβήθηκε καθόλου όταν τους είδε. Σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και προσευχήθηκε για τη σωτηρία της. Τότε ακούστηκε από τον ουρανό μια φωνή να της λέει να μην φοβάται και ότι είναι κοντά της για να την βοηθήσει. Μία πέτρα που ήταν μπροστά της άνοιξε για να γίνει η αιώνια κατοικία της. Μόλις άνοιξε η πέτρα η Αγία πέρασε μέσα και η πέτρα ξανάκλεισε χωρίς να αφήσει ρήγμα. Οι νέοι αποσβολωμένοι πρόλαβαν μόνο και άρπαξαν το χιτώνα της.
Και τούτο κατά θείαν οικονομίαν, άμα μεν εις πίστην του γενομένου, άμα δε εις ευλογίαν και παραμυθίαν των μεταγενεστέρων ευσεβών τε και φιλοχρίστων. Αυτό ήταν και το τέλος της πρωτομάρτυρας και Ισαποστόλου Αγίας Θέκλας. Όταν άρχισε το μαρτύριο της ήταν μόλις 18 ετών και απήλθε εις Κύριον 90 ετών. Επί 72 δηλαδή χρόνια υπήρξε οδοιπόρος πιστή εις τον Κύριον, χωρίς να λυγίσει μπροστά σε τόσα βασανιστήρια και σε διωγμούς. Αυτήν ας έχουν όλοι οι Χριστιανοί άγρυπνο φύλακα των ψυχών τους, ευπρόσωπο πρέσβη προς τον Θεό και συμπαραστάτη τους στις δύσκολες ώρες των μεγάλων κινδύνων.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της Αγίας Πρωτομάρτυρας και Ισαποστόλου Θέκλας την 24η Σεπτεμβρίου.
«Αυτός σε σώζει, Θέκλα, ρήξας την πέτραν,
Ου τω πάθει πρίν ερράγησαν αί πέτραι.
Πέτρη αμφί τετάρτην εικάδα δέξατο Θέκλην.»

Η Νεομάρτυς Νίνα Κουζνέτσοβα (†1938)



site analysis



«Το μυστήριο τούτο μέγα εστί»· ο τρόπος που ο άνθρωπος επιλέγει την πνευματική του πορεία, πως ανακαλύπτει η ψυχή τους δρόμους προς τα ποτάμια με ζωντανό νερό, που εκβάλλουν στην αιώνια ζωή, και πως αφού γευτεί τα καθαρά νάματα, δεν επιθυμεί πλέον να επιστρέψει στις απατηλές χαρές αυτού του κόσμου. Μόνο εδώ, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δίπλα στο Σταυρό του Χριστού, κάτω από τη Σκέπη της Θεομήτορος, η ψυχή αποκτά την αληθινή ειρήνη, την πραγματική επίγνωση όλων των αξιών και αρετών, όταν αυτή μπορεί να κρίνει όλο τον κόσμο, χωρίς να τον κατακρίνει. «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γαρ αυτώ εστί, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται. Ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ. 2, 14-15).
Η βόρεια Ρωσία δεν κατακτήθηκε και δεν εδραιώθηκε με την ανδρεία των μαχητών της, αλλά με την ευλογημένη δύναμη των αθλητών της πίστεως, μοναχών και ασκητών. Μαζί με τους μοναχούς· αθλητές σε αυτή τη γη έλαμψαν οι άμεμπτοι (ευλογημένοι) άγιοι ιερείς, όπως ο Λεωνίντ Ουστνεντούμσκιϊ, τα λείψανα του οποίου επαναπαύονται (φυλάσσονται) στην πόλη Λάλσκ, καθώς και οι κοσμικοί αθλητές της πίστεως, όπως ο άγιος Προκόπιϊ στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ. Η πραγματική και η αληθινή ιστορία της Ρωσίας είναι η ιστορία των πνευματικών αθλητών της, χωρίς των οποίων η ιστορία της θα ήταν δίχως περιεχόμενο – ασήμαντη και κενή, όμοια με ένα ξέφραχτο αμπέλι από όπου περνάνε διάφοροι λαοί, που στερούνται τη δική τους ιστορία.
Στον 20ο αιώνα οι περισσότεροι μάρτυρες, προτού να στεφτούν με τα στεφάνια των μαρτύρων, ήταν μεγάλοι αθλητές της πίστεως, άλλοι νηστευτές, άλλοι σαλοί διά τον Χριστόν, άλλοι πλανόβιοι, και άλλοι διακρίνονταν με τα έργα της ελεημοσύνης.
Η μάρτυς Νίνα γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1887 στο χωριό Λαλσκ -είναι πόλη και ανήκει στην περιφέρεια Κίροβσκαγια (Βιάτσκαγια)- της περιοχής Ουστιούγκ του νομού Βολογκόντσκ, από μια ευσεβή οικογένεια ενός αστυφύλακα του Αλεξέϊ Κουζνετσόβ και της συζύγου του Άννας.
Η Νίνα ήταν μοναχοκόρη και οι γονείς της την αγαπούσαν υπερβολικά. Ονειρεύονταν να την παντρέψουν, αλλά η Νίνα από τα παιδικά της ακόμα χρόνια αγάπησε υπερβολικά την προσευχή, τα μοναστήρια και τα πνευματικά βιβλία. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην περιοχή. Το χωριό Λαλσκ αριθμούσε οκτώ ναούς, αν και ήταν μικρό χωριό με κατοίκους που δεν ξεπερνούσαν τα χίλια άτομα. Ο πατέρας, αφού διέκρινε την κλήση της κόρης του στα πνευματικά, θεώρησε παράλογο να επιμένει στην επιλογή του οικογενειακού βίου για την κόρη του και να της φέρει εμπόδια στις πνευματικές της αναζητήσεις. Της παραχώρησε τη σιταποθήκη για κελί, όπου ο ίδιος κατασκεύασε ράφια και έψαχνε στα μοναστήρια και στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία πνευματικά βιβλία. Με αυτό τον τρόπο η Νίνα απέκτησε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Δεν υπήρχε γι’ αυτή μεγαλύτερη παρηγοριά παρά το διάβασμα των πνευματικών βιβλίων. Προσευχόταν πολύ, ήξερε απ’ έξω πολλές προσευχές και όλο το Ψαλτήριο. Μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή, η ψυχή της αναπτυσσόταν και στερέωνε στην καθαρότητα και στις αρετές, κατευθυνόταν προς την τελειότητα. Τότε άρχισε να δέχεται, σύμφωνα με την Ευαγγελική εντολή, τους πλανόβιους και τους άστεγους. Οι γονείς της συμβιβάσθηκαν με την επιλογή της κόρης τους, αφού και μόνοι τους διέκριναν ότι πλησίασε η εποχή των διωγμών. Για ποιά ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, αφού ξεκίνησαν παντού να καταδιώκουν, να βασανίζουν και να σκοτώνουν τους Χριστιανούς;
Το 1932 οι αρχές είχαν συλλάβει τον Αλέξιο και την Άννα. Και οι δυο τους ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας. Δεν άντεξαν τις δυσχέρειες της φυλάκισης και σε λίγο πέθαναν. Οι αρχές είχαν σκοπό να φυλακίσουν και τη Νίνα, αλλά την ώρα της σύλληψης των γονέων η Νίνα έπαθε κρίση η οποία την είχε παραλύσει και την αφήσανε σπίτι. Μέχρι το τέλος της ζωής της περπατούσε με δυσκολία και το δεξί της χέρι έμεινε σχεδόν εξ ολοκλήρου παράλυτο. Όταν ήθελε να κάνει το σταυρό, πάντα υποβοηθούσε τον εαυτό της με το αριστερό χέρι. Λόγω βαριάς ασθένειας, δεν της κατασχέθηκε το σπίτι και η περιουσία της, την οποία η Νίνα διαχειρίστηκε με το καλύτερο δυνατόν τρόπο. Το σπίτι ήταν μεγάλο, πεντάτοιχο, με μια ευρύχωρη κουζίνα, όπου στο ειδικό χώρο που προεξείχε του δαπέδου χωρούσαν είκοσι άτομα, και πάνω στην πέτρινη ρωσική σόμπα υπήρχε θέση για άλλα πέντε. Το σπίτι είχε και ένα μεγάλο δωμάτιο, το όποιο έσφυζε από κόσμο, ιδίως από γυναίκες, που είχαν φυλακίσει τους συζύγους τους και τους είχαν κατασχέσει όλη την περιουσία. Όλος αυτός ο κόσμος έβρισκε καταφύγιο και φαγητό στο σπίτι της Νίνας.
Όταν στις αρχές της επανάστασης κλείσανε το μοναστήρι Κοριαζεμσκιϊ, η αδελφότητά του μετακόμισε στο Λαλσκ, όπου ίδρυσε ένα μοναστήρι με δώδεκα μοναχούς. Κάτω από το ναό, σε ένα χώρο τον οποίο παλιά χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη, έχτισαν μια παραδοσιακή πέτρινη σόμπα, άνοιξαν δύο παράθυρα, διαίρεσαν σε δύο χώρους την αποθήκη με ένα διαχωριστικό και έτσι δημιούργησαν δύο κελιά. Εδώ ζούσαν οι μοναχοί, αλλά λειτουργούσαν στην εκκλησία του Λαλσκ, διατηρώντας στην προσωπική και εκκλησιαστική ζωή τους το κοινοβιακό τυπικό και την καλογερική ευλάβεια. Ως καθηγούμενος του μοναστηρίου ορίστηκε ο π. Πάβελ (Χοτέμοβ). Ήταν από την φυλή των Ζαριαίων, από ένα μακρινό χωριό κοντά στο Ούστ-Σισόλσκ (τώρα είναι η πόλη Σικτιβκάρ). Τα γράμματα διδάχθηκε από ένα δάσκαλο-ευεργέτη, ο οποίος δίδασκε στην πόλη, αλλά κάθε καλοκαίρι, επιστρέφοντας στο πατρικό του σπίτι, περνούσε από το χωριό όπου ζούσε το αγόρι με τους γονείς του. Ο δάσκαλος του εξηγούσε το μάθημα, του έδινε την ύλη για όλο το καλοκαίρι και έφευγε. Όταν επέστρεφε, τον έλεγχε, έκανε τις παρατηρήσεις του και του έδινε νέα ύλη – και έτσι με αυτό τον τρόπο το αγόρι μάθαινε γράμματα. Ο πάτερ Πάβελ διαφύλαξε σε όλη του τη ζωή την ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλό του και τον μνημόνευε σε κάθε λειτουργία. Αλλά πιο πολύ ευγνωμοσύνη έτρεφε ο πάτερ σε αυτούς τους ανθρώπους οι όποιοι του παρακίνησαν το ενδιαφέρον για πνευματικά, τον έκαναν να αγαπήσει τον Χριστό και το μοναχικό βίο. Ήταν ακόμα έφηβος, όταν μια φορά οι συγχωριανές γυναίκες, σκοπεύοντας να κάνουν, οδοιπορικώς, ένα προσκύνημα στο Κίεβο, πρότειναν στους γονείς του να τον πάρουν μαζί τους. Προετοιμάστηκε τόσο γρήγορα, ώστε ξέχασε να πάρει μαζί του το γούνινο καπέλο, και το ταξίδι κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο. Ακριβώς τότε, δίπλα στα λείψανα των αγίων στα σπήλαια του μοναστηρίου Κίεβο-Πετσόρσκιϊ, είχε ανακαλύψει για τον εαυτό του το τι είναι η σωτήρια μοναστική οδός. «Προσεύχομαι κάθε μέρα για εκείνες τις γυναίκες που μ’ έφεραν στο Κίεβο», έλεγε ο πάτερ Πάβελ.
«Εάν δεν ευδοκούσε ο Θεός τότε να πάω στο Κίεβο, δε θα γινόμουν μοναχός, δεν θα σωζόμουν». «Και τώρα, πάτερ, σώζεσαι;», τον ρωτούσε ο υποτακτικός του Αντρέϊ Μελέντιεβ (αργότερα, αρχιμανδρίτης Μοντέστ, υπηρετούσε στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ, κοιμήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του  ’80). «Γιατί να μη σωθώ; Οι δαίμονες θα με σέρνουν στον Άδη, εγώ όμως θα απλώσω τα χέρια μου και θα τους πω: «Εγώ είμαι Χριστιανός! Εσείς τί δουλειά έχετε μ’ εμένα;».
Ο πάτερ Πάβελ ήταν μεγάλος αθλητής της πίστεως. Ήξερε απ’ έξω πάνω από εξακόσια ονόματα ανθρώπων, τους οποίους μνημόνευε κάθε φορά στη λειτουργία. Για να έχει δυνατότητα να τους μνημονεύει όλους ανεξαίρετα, ερχόταν στο ναό μερικές ώρες πριν τον Όρθρο, έκανε την προσκομιδή και προσευχόταν για τον καθένα ξεχωριστά. Όταν τον ρωτούσαν «Τί είναι το μοναστήρι;», απαντούσε: «Το μοναστήρι είναι το «Δέκατον Έβδομον Κάθισμα» -το «Κάθισμα Δέκατον Έβδομον» του Ψαλτηρίου συμπεριλαμβάνει τον ψαλμό 118 – και λάχανο τουρσί κάθε μέρα» και με την απλότητα που τον διέκρινε, επεσήμανε στον ερωτήσαντα τα πιο ουσιώδη, την προσευχή και τη νηστεία. Ο ίδιος νήστευε πολύ σκληρά. Τύχαινε να του φέρουν σπιτικά μπισκότα ή και νόστιμες «βατρούσκι»  (είδος ζυμαρικού με γέμιση). Ο πάτερ τα κοιτούσε, τα ψαχούλευε και έλεγε γελώντας: «Πω! Πω! Αυτά είναι πολύ καλά, είναι κρίμα να τα φάει κανείς». Και έφευγε. Οι «βατρούσκι» έμεναν απείραχτες μέχρι να ξεραθούν. Όταν τα περιμάζευε η Νίνα, αυτά ήταν ήδη σκληρά σαν παξιμάδια, τα μούσκευε στο νερό και τα έτρωγε. Αυτή ήταν η τροφή της αθλήτριας της πίστεως στη διάρκεια πολλών ετών.
Όταν κλείσανε οι αρχές και αυτό το μοναστήρι στο χωριό Λαλσκ, μερικοί από την αδελφότητα, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ηγούμενοι Πάβελ και Νήφων, βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της μακάριας Νίνας.
Το τυπικό της αθλήσεως της μακάριας αυτής ψυχής ήταν πολύ αυστηρό. Κοιμόταν τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και στις 2 η ώρα τα μεσάνυχτα πάντα σηκωνόταν να προσευχηθεί μαζί με τους μοναχούς.
Ποτέ της δεν έπινε τσάι, ούτε γάλα, δεν έτρωγε ζάχαρη και τίποτα εύγευστο. Όλη της η καθημερινή τροφή ήταν από τα μουσκεμένα στο νερό παξιμάδια, παρότι στην τραπεζαρία το σαμοβάρι ποτέ δεν έλειπε από το τραπέζι, το ένα που έβραζε διαδεχόταν το άλλο, και γύρο από το τραπέζι καθόταν ο κόσμος, έπινε τσάι, έτρωγε το μεσημεριανό του φαγητό, και η αυλή έσφυζε από άλογα, γιατί και οι περαστικοί κάνανε στάση στο σπίτι της. Δεν πλήρωναν τίποτα για τη διαμονή, και ούτε έμπαιναν στον κόπο να ψάχνουν στέκι. Το σπίτι της μακάριας Νίνας, της κόρης ενός αστυφύλακα, ο καθένας θα μπορούσε να το επιδείξει. Στο σπίτι της όλα ήταν απλοϊκά, συνδεδεμένα με την ορθόδοξη παράδοση, και όχι με το νεόφερτο σοβιετικό τρόπο. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να βρει εδώ στέγη και κάποια τροφή. Όποιος είχε περίσσευμα από ψωμί, αλεύρι ή και μπληγούρι, φεύγοντας, το άφηνε για τους άλλους. Οι φιλοξενούμενοι ως συνήθως καθόταν γύρω από το τραπέζι, η Νίνα όμως ποτέ δεν καθόταν μαζί τους, αλλά σε μια γωνιά μπροστά στη σόμπα και δίπλα στο διαχωριστικό πάνω σε ένα κατεργασμένο κούτσουρο. Ποτέ της δεν κοιμόταν στο κρεβάτι, αλλά κάτω από το νιπτήρα σε μια γωνιά της ιζμπά (Ρωσικό χωριατόσπιτο), τραβώντας με τα σακατεμένα της χέρια το πάπλωμα για να σκεπάσει το κεφάλι της, διπλωνόταν σαν την κουλούρα και κοιμόταν. Στην εκκλησία ήταν παρούσα στην κάθε λειτουργία, βολεύονταν κάπου και έκανε πως προσπιόταν ότι κοιμόταν. Εάν όμως τύχαινε να σκοντάφτει κανείς στην ανάγνωση των κειμένων, αμέσως προσέθετε τις επόμενες προτάσεις, καθότι ήξερε όλη τη λειτουργία απ’ έξω.
Η όραση του πάτερ Πάβελ δεν ήταν καθόλου καλή, και αυτός γνωρίζοντας πως η μακάρια γνώριζε τέλεια όλα τα κείμενα της λειτουργίας, καθώς και το εκκλησιαστικό τυπικό, τύχαινε να ανοίγει την πόρτα του Ιερού και να ρωτάει από εκεί: «Νίνκα (υποκοριστικό της Νίνας στα ρωσικά), πια περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο πρέπει να διαβαστούν;» Η Νίνα απαντούσε αμέσως και ποτέ δεν έτυχε να κάνει λάθος.
Εκείνη την εποχή τα καθήκοντα του ψάλτη στον κλήρο εκτελούσε ο υποτακτικός Αντρέϊ Μελέντιεβ. Τους περισσότερους ψάλτες που έψαλλαν στις εκκλησίες οι αρχές, άλλους είχαν ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου, άλλους εξορίσει, και κάποιοι δραπέτευσαν μόνοι τους ή και κρύφθηκαν. Έμειναν μόνο οι γερόντισσες και οι ηλικιωμένες σύζυγοι των εμπόρων, και κάποιες άλλες υπερήλικες, τις οποίες μάζευε όλες ο ψάλτης και έψελνε μαζί τους. Και καθώς έψελνε μαζί τους, ξεχνούσε έγκαιρα να εντοπίζει την περικοπή από τις Πράξεις των Αποστόλων, ενώ πλησίαζε η ώρα να την απαγγείλει. Η μακαρία καθόταν στον κλήρο με μάτια κλειστά, κάνοντας πως κοιμόταν, και εκείνη τη στιγμή έλεγε: «Άνοιξε την περικοπή τάδε….», «Μη με ενοχλείς Νίνκα», απαντούσε ο υποτακτικός, αλλά ο ίδιος έψαχνε βιαστικά (ευσπεσμένα) την περικοπή. Τον πρώτο καιρό δεν εμπιστευόταν σε αυτά που ορθώς του υπαγόρευε η Νίνα, μετέπειτα όμως, πείστηκε πολλές φορές και δεν έλεγχε πλέον τα λεγόμενα της.
Κατά τη δεκαετία του 1930 από τους μοναχούς-ιερομόναχους έμεινε μόνο ο Ηγούμενος Πάβελ (Χοτέμοβ), και οι ενορίτες άρχισαν να ανησυχούν εάν θα μπορούσε ο Γέροντας να λειτουργεί κάθε μέρα, καθώς η προχωρημένη ηλικία του τον έκανε όλο και πιο ανήμπορο. Ο πάτερ Πάβελ ήθελε να καλέσει ένα ιερομόναχο για να λειτουργήσει στην εκκλησία τους, ο οποίος μόλις αποφυλακίστηκε, αλλά η επίτροπος του ναού φοβήθηκε να μη γινόταν η πρόσληψη ενός φυλακισμένου αφορμή για να κλείσει εξ ολοκλήρου η εκκλησία, και έφερε αντίρρηση. Τότε καλέσανε τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, ο οποίος ιερουργούσε στην εκκλησία του χωρίου Οπάρινο. Καταγόταν από το Βελίκιϊ Ουστιούγκ και πριν την επανάσταση ήταν δασάρχης Μετά όμως την επανάσταση, την εποχή των πιο σκληρών διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ιερέας και χειροτονήθηκε.
Στενοχωρήθηκαν πολύ ο πάτερ Πάβελ και η μακάρια Νίνα, γιατί θα ερχόταν στην ενορία τους ένας κοσμικός ιερέας, ο οποίος θα μπορούσε να παραβιάσει το κοινοβιακό τυπικό που τηρούσαν. Θα οριζόταν ως πρωθιερέας – πως θα μπορούσε να δείξει κανείς ανυπακοή, εάν θα ζητούσε αυτός την συντόμευση της λειτουργίας; Ο Αντρέϊ Μελέντιεβ είπε στην μακαρία: «Νίνουσκα (υποκοριστικό –χαϊδευτικό- της Νίνας στα ρωσικά), έλα να συμφωνήσουμε ως εξής: δεν θα ενδώσουμε, μέχρι να το απαγορεύσει ο ίδιος. Και εάν έχουμε απαγορευτικό, θα διαφωνήσουμε λίγο, θα του πούμε: «Πάτερ, κατ’ αρχάς αυτός είναι καθεδρικός ναός, και κατά δεύτερον, η πόλη είχε μοναστήρι, ο κόσμος εδώ δεν είναι ανίδεος, ξέρει από λειτουργία. Να γιατί κρατάμε το εκκλησιαστικό τυπικό, για να μη μας εκκοσμικεύσουν οι άνθρωποι. Εάν όμως θα ευλογήσετε αυτό που νομίζετε σωστό, αυτό θα ευλογηθεί». Εξ αρχής όμως καταλήξανε να μην προειδοποιήσουν τον ιερέα, ούτε να θέσουν ερωτήσεις. Ο πάτερ Λεονίντ, κάνοντας τις πρώτες λειτουργίες, δεν είπε τίποτα, και έτσι διατηρήθηκε στο ναό ο τρόπος τέλεσης της λειτουργίας με πλήρες μοναστηριακό τυπικό.
Με τις προσευχές και την προστασία της μακάριας Νίνας ο καθεδρικός ναός στο Λάλσκ έμεινε ανοιχτός γιά πολύ ακόμα καιρό, παρά τις πολλές προσπάθειες των αρχών να σταματήσει η λειτουργία του. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1930 οι αρχές κατάφεραν να τον κλείσουν. Η μακαρία όμως άρχισε να στέλνει τολμηρά γράμματα στη Μόσχα, στο Κρεμλίνο. Συγκέντρωσε και έστειλε οδοιπόρους με τα αιτήματα, και έδειξε τόση αποφασιστικότητα, εμμονή και επιμονή, ώστε οι αρχές υποχώρησαν και επέστρεψαν τον ναό στους Ορθοδόξους.
Στις αρχές του 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τον πρωθιερέα Λεονίντ Ιστόμιν, τον ψάλτη Αντρέϊ Μελέντιεβ, την Επίτροπο, τις γυναίκες που έψελναν, καθώς και πολλούς ενορίτες του καθεδρικού ναού του Λαλσκ και τους άλλους ιερείς των κοντινών ενοριών, οι οποίοι ακόμα ήταν ελεύθεροι. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο Βελίκιϊ Ουστιούγκ και φυλακίστηκαν στο ναό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, τον όποιο οι άθεοι μετέτρεψαν σε φυλακή. Τους Ορθοδόξους τους τοποθέτησαν σε ένα μικρό κελί πάνω από το ιερό, εκεί έβαλαν και τους ιερείς και τους διακόνους από το Λαλσκ. Στις μεγάλες γιορτές, τις αγρυπνίες τις κάνανε ξαπλωμένοι: οι ιερείς δε σηκωνόταν από το σανιδοκρέβατο, εκφωνούσαν μισόφωνα τους ήχους. Δύο χρόνια έμεινε στη φυλακή και στο στρατόπεδο μαζί με τους ενορίτες του ο πάτερ Λεονίντ Ιστόμιν, και ύστερα τον είχαν στείλει μαζί με τους άλλους ιερείς στις υλοτομίες στην Καρέλια. Οι συνθήκες ήταν τόσο άθλιες, ώστε οι φυλακισμένοι πέθαιναν σε κάθε στρατόπεδο. Εδώ είχε κοιμηθεί ο πάτερ Λεονίντ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1937 οι συνεργάτες του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων είχαν συλλάβει τη μακαρία Νίνα, αλλά αδυνατούσαν να συλλέξουν καταγγελίες εναντίον της. Την κράτησαν στη φυλακή του Λαλσκ δύο εβδομάδες, χωρίς να τη ρωτάνε κάτι και χωρίς να την καταγγείλουν. Οι αρχές ανάγκαζαν πολλούς ανθρώπους να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον της, αλλά συγκατατέθηκε μόνο ένας, ο αντιπρόεδρος του σοβιέτ (όργανο εξουσίας και διοίκησης στα τότε σοβιετικά χωριά και πόλεις (σ.μ.), του χωριού Λαλσκ. Κατέθεσε ότι η μακαρία Νίνα είναι μια δραστήρια εκκλησιαζόμενη, η οποία όχι μόνο αντιτάσσεται στο κλείσιμο των ναών, αλλά φροντίζει ακαταπόνητα (ακούραστα) για την ίδρυση νέων. «Το καλοκαίρι του 1936, όταν το σοβιέτ του χωριού σκόπευε να κλείσει το ναό του Λαλσκ, -κατήγγειλε αυτός- η Κουζνετσόβα είχε οργανώσει μια εκστρατεία, η οποία παρεμπόδισε την υλοποίηση αυτών των μέτρων. Μάζευε υπογραφές και οργάνωνε συνελεύσεις των πιστών, παραχωρώντας γι΄ αυτό το σκοπό τη στέγη της. Τον Αύγουστο του 1937 το σοβιέτ του χωριού άρχισε να συγκεντρώνει υπογραφές των κατοίκων του Λαλσκ, όσοι ήταν υπέρ του κλεισίματος του ναού, αλλά η Κουζνετσόβα πάλι συγκέντρωσε κόσμο στο σπίτι της και ανέτρεψε το αποτέλεσμα, που επιδίωκαν οι σοβιετικές αρχές. Όταν συνελήφθηκε ο ψάλτης Μελέντιεβ, η Κουζνετσόβα άρχισε αμέσως να φροντίζει για την απελευθέρωσή του, τον πήρε υπό την προστασία της».
Βάσει αυτής της καταγγελίας, στα μέσα του Νοεμβρίου 1937, η μακαρία Νίνα κατηγορήθηκε και ανακρίθηκε.
-Τα ανακριτικά όργανα διαθέτουν πληροφορία, ότι εσείς στη διάρκεια ετών παραχωρούσατε το σπίτι σας για συγκεντρώσεις των εκκλησιαζόμενων, είναι έτσι;
-Μάλιστα. Μέχρι τώρα στο σπίτι μου διαμένει ο ιερέας Πάβελ Φιόντοροβιτς Χοτέμοβ, εξίσου το σπίτι μου επισκέπτονταν και άλλοι πιστοί που τους απασχολούσαν τα θέματα της εκκλησίας και της διακονίας εις αυτήν.
-Τα ανακριτικά όργανα γνωρίζουν, ότι για το ζήτημα της επαναλειτουργίας του ναού στο Λαλσκ, είπατε: Αυτή η εξουσία των σοβιέτ δε θα κρατήσει για πολύ, θα ξεσπάσει πάλι ο πόλεμος και όλα θα επανέλθουν στα παλιά». Είναι έτσι;
- Όχι, δεν το είπα αυτό.
Η μακαρία Νίνα δεν παραδεχόταν ότι ήταν ένοχη απέναντι στην εξουσία των σοβιέτ. Μα τι να την έκαναν αυτήν την ανάπηρη, ανήμπορη, η συντήρηση της οποίας προκαλούσε πρόβλημα για τις αρχές, και καθότι ήταν και δημοφιλής μέσα στον κόσμο, πήραν την απόφαση της επομένης της ανάκρισης να τη στείλουν στις φυλακές της πόλης Κοτλάς.
Στις 27 Νοεμβρίου 1937 η «τρόϊκα» των συνεργατών του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών Υποθέσεων καταδίκασε την μακαρία Νίνα για οκτώ χρόνια φυλάκισης στο στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων.
Την μακαρία Νίνα την μετέφεραν στην μια από τις φυλακές της περιφέρειας Αρχάγκελσκ, αλλά εδώ δεν παρέμεινε για πολύ η ομολογήτρια της πίστεως η αγία Νίνα Κουζνετσόβα. Στις 14 Μαΐου 1938 η μακαρία Νίνα κοιμήθηκε εν Κυρίω.
(Το  μαρτυρολόγιο αυτό είναι από τον Συναξαριστή ομολογητών και νεομαρτύρων του 20ου αιώνος στην Ρωσία).
Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου – Ο ασκητής και ιεραπόστολος (1884-1980), Τεύχος 25, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος-Απρίλιος 2009.Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας