Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Μοναχή Κασσιανή: Οι Γερμανοί που προσπάθησαν να την κρεμάσουν έφυγαν έντρομοι!



site analysis




Το μοναστηράκι της αγίας Παρασκευής στους Καλλιάνους Κορινθίας.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός που συνέβη στην Γερμανική Κατοχή. Όταν οι κατακτητές έκαιγαν όλα τα χωριά, οι Καλλιανιώτες [κάτοικοι του χωριού Καλλιάνοι Κορινθίας] έφυγαν για την Ζήρεια [όρος Κυλλήνη].
Η Κασσιανή, όμως, έχουσα πρόμαχο της τον Κύριο και βοηθό την αγία Παρασκευή έμεινε πίσω, και ατάραχη συνέχιζε τον ασκητικό της αγώνα.
Οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να βρουν που κρύφτηκαν οι Καλλιανιώτες πήγαν στον μοναστήρι και πίεζαν την Κασσιανή να μαρτυρήσει το κρησφύγετο των συγχωριανών της.
Αυτή, βέβαια, μιμούμενη τους ηρωικούς προγόνους μας, αρνήθηκε να μιλήσει γι’ αυτό και διετάχθη να την κρεμάσουν.
Όμως, κατά θαυμαστό τρόπο το μαντήλι με το οποίο πήγαν να την κρεμάσουν κόπηκε και εκείνοι έντρομοι έφυγαν, γιατί είδαν ένα δυνατό φως να την περιλούζει.

πηγή:Από το βιβλίο του δρος Χαραλάμπους Μπούσια, ο “Γέρων Άνθιμος ο Αγιαννανίτης, Ο σοφός και θεοφόρος, σύγχρονος πατέρας του Άθωνος”, των εκδόσεων Μυγδονία.

Τη ΙΔ΄ (15η) του Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΣΩΣΑΝΝΗΣ της εις άνδρα μετασχηματισθείσης και μετονομασθείσης Ιωάννης.



site analysis

Σωσάννα η Αγία Οσιομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (286-305), καταγομένη εκ της Παλαιστίνης, θυγάτηρ πατρός μεν Έλληνος, μητρός δε Εβραίας. Αμφοτέρων δε τούτων την ασέβειαν αποστραφείσα, προσέτρεξεν εις την πίστιν του Χριστού και λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα από τον Επίσκοπον Σιλβανόν.
Αφού δε οι γονείς της απέθανον, διένειμεν η μακαρία άπασαν την περιουσίαν αυτής εις τους πτωχούς και ελευθερώσασα τους δούλους και τας δούλας της, ενεδύθη ανδρικά ενδύματα· είτα κουρεύσασα την κεφαλήν, μετέβη εις Μοναστήριον ανδρών ευρισκόμενον εις την πόλιν Ιερουσαλήμ και μετωνομάσθη Ιωάννης, ένεκα δε των πολλών αρετών της έγινε και προϊστάμενος του Μοναστηρίου εκείνου.
 Αφού λοιπόν διήλθεν εκεί είκοσιν ολόκληρα έτη, πίπτει εις δεινήν συκοφαντίαν· διότι Ασκήτρια τις, εισελθούσα εις το Μοναστήριον και νομίσασα ότι είναι ανήρ, παρεσύρθη υπό του δαίμονος και παρεκίνει αυτήν εις αμαρτίαν. Επειδή δε η Οσία δεν έστερξε, διαβάλλεται υπ΄ εκείνης ως δήθεν επιχειρήσασα να την βιάση. Η δε Αγία δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν ταύτην και ζητεί μετάνοιαν δια το έγκλημα, δια το οποίον κατηγορείτο.
Τούτο μαθών ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως επήγεν εις το Μοναστήριον και επέπληξε τον Ηγούμενον, διότι αφήνει να γίνωνται εις το Μοναστήριον ατοπήματα τοιαύτα· όθεν ο Ηγούμενος ηβουλήθη να καθαιρέση τον κατηγορηθέντα Ιωάννην. Τότε υποχρεωθείσα εξ ανάγκης η μακαρία Σωσάννα εζήτησε δύο παρθένους και δύο Διακόνους γυναίκας, μεθ΄ ων απελθούσα εις παράμερον τόπον, επληροφόρησεν αυτάς δια των πραγμάτων, ότι είναι γυνή· τούτο δε μαθών ο Επίσκοπος εξεπλάγη και εχειροτόνησεν αυτήν Διάκονον, έκτοτε δε πολλά θαύματα εποίησεν η μακαρία εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επειδή δε ο Αλέξανδρος ο ηγεμών μεταβάς εις την Ελευθερούπολιν προσέφερε θυσίαν εις τα αναίσθητα είδωλα, η Αγία αύτη παρησιάσθη αυτόκλητος εις αυτόν και δια μόνης της προσευχής της εκρήμνισε τα είδωλα, παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν έκοψαν τους μαστούς της, και επειδή έγιναν πάλιν σώοι και υγιείς δια της του Θεού δυνάμεως, τούτου ένεκα, βλέποντες το θαύμα οι κόψαντες αυτούς δήμιοι, επίστευσαν εις τον Χριστόν· διο και απεκεφαλίσθησαν λαβόντες τους στέφανους του Μαρτυρίου. Εις δε το στόμα της μακαρίας Σωσάννης έχυσαν δια χωνίου αναλελυμένον μόλυβδον, ο οποίος έφθασεν μέχρι των εγκάτων αυτής· εφυλάχθη όμως η Αγία υπό της θείας Χάριτος αβλαβής.
Όθεν δέρεται και εις πυρ ριφθείσα εκεί τω Θεώ την ψυχήν της παρέδωκε και ούτως απήλθε προς ον επόθει Νυμφίον, τον Κύριον.

Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με



site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενο




Σε ένα μοναστήρι της Πελοποννήσου, πριν λίγο καιρό, είχε φιλοξενήσει η Γερόντισσα Μ.

Μία ηλικιωμένη ασθενή μοναχική Κυρία.
Μαζί με τις άλλες αρρώστιες που’ χε η γριούλα είχε πάθει και άνοια και το μυαλό της είχε πλέον κολλήσει στο τραγούδιˑ
«Αν είσαι κι’ αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί».
Πρωί ,μεσημέρι ,βράδυ …κάθε λίγοˑ
«Αν είσαι και δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί».
Το’ χαν μάθει το τραγούδι μέχρι και οι γάτοι της Μονής.
Ήθελε η Καλόγρια να κάμει τον κανόνα της το μεσονύκτι, άρχιζε το «Άγιος ο Θεός…» «του Δήμαρχου παιδί» δίπλα από το κελί της.
Πήγαινε για τον εσπερινόˑ «του Δήμαρχου παιδί» κ.ο.κ. Θα’ χε αγιάσει ο Δήμαρχος με τόσες μνημονεύσεις.

Έπειτα από λίγο σαν δεν άντεξε η Γερόντισσα πήγε στο δωμάτιό της
-Ευλογημένη ψυχή ,να μάθουμε και ένα άλλο τραγούδι;
-Ποιο;

-«Κύριε, Ιησού, Χριστέ, ελέησόν με…»

και επανελάμβανε τραγουδιστά η Καλόγρια μέχρι που το εμπέδωσε καλά η γριούλα.
Έτσι όλη την ημέρα έλεγε κελαηδιστά την ευχή και αγιαζότανε και εκείνη και ο τόπος μα και όσοι την ακούγανε.
Δεν πέρασαν τρείς ημέρες και αναφωνώντας ετούτη την γλυκιά ευχή πέταξε η ψυχή της εις τα ουράνια στον Ουράνιο Δήμαρχο και στον Δήμο των σεσωσμένων παιδιών του καλού μας Θεού.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Η ΜΑΝΑ Μια πολύ συγκινητική και αληθινή ιστορία



site analysis

Σηκωνόταν κάθε πρωί και πριν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι. Έκανε τον σταυρό της, αργά, ευλαβικά. Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε το σταυρό της.
Το άφηνε απαλά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοπετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού.
Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού της.
Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού. Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στην δουλειά.
Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του.
Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν. Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι.
Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στο ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθο της ημέρας. Μέσα στο ναό καθόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης.
Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την ευχή. Μόλις τελείωνε ο όρθος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του. Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.
Το απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι. Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει.
Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει. Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο. Αν σήκωνε τα μάτια του έβλεπε πάντα το χαμόγελό της. Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν. Τελείωνε το φαγητό του. Έκανε τον σταυρό της.
Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι. Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπερνε ο ύπνος εκεί. Κατα το βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν και καθώς άνοιγε την πόρτα έλεγε «μάνα, θα βγώ…».
Η φωνή της ακουγόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας «…να προσέχεις παιδί μου…».
Έμενε στην κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή. Μετά από λίγο γυρνούσε στο δωμάτιό της. Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. Σήκωνε απαλά την φούστα της, τα γονατά της ακουμπούσαν χάμο. Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.
Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρόν θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της.
Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες. Στα γόνατα. Στο μικρό αυτό χαλάκι, στην μικρή αυτή κάμαρα.
Ποτέ της δεν έκανε κύρηγμα στο γιο της. Ποτέ της δεν τον ρωτούσε που πήγαινε, με ποιους ήταν, τί έκανε. Την ανησυχία της την έκανε προσευχή.
Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν. Ήταν ο γιος της. Γύρισε. Έκανε τον σταυρό της. Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμο και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του. Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί.
Μα κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο. Τόση ώρα στα γόνατα δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της. Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της. Κάποιες φορές ίσα ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.
Την επόμενη μέρα, η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι. Και αυτό γινόταν χρόνια. Πάντα διακριτική. Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.
Ο καιρός περνούσε. Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή. Την αγαπούσε πολύ ο γιος της, και αυτή την αγάπησε πολύ. Την έφερε και στο σπίτι. Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν.
Η μάνα του σηκώθηκε έκανε στο σταυρό της, «να ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε. Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.
Πέρασαν μερικές ημέρες. Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε. Μέχρι εκείνο το πρωινό.
Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του μα δεν είδε την μάνα του. Κοντοστάθηκε. Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.
Μα όσο πήγαινε η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα. Άνοιξε την πόρτα. Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι.
Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στα χέρια της. Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού. Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο. Μπροστά της η εικονά της Παναγίας.
Γονάτισε δίπλα της. Σταμάτησε να φωνάζει. Σταμάτησε να κινείται κι αυτός. Και οι δυο πλέον ήταν γονατιστοί. Μάνα και γιος. Δίπλα δίπλα.
Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νήψης που βίωνε.
Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του. Η όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως της μάνας του.
Σηκώθηκε. Πήγε προς το προσκυνητάρι. Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι. Άλλαξε το φυτιλάκι. Έκανε το σταυρό του.
Μετά ειδοποίησε τους συγγενείς…
Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η μάνα ‘’σκεπάζει’’ τη νύφη



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Κάπου στο λιμάνι του Πειραιά έμενε μια γριά χήρα με τον μονάκριβο γιό της. Ο γιός της αγάπησε στα είκοσι δυο του μια εικοσάχρονη και την παντρεύτηκε. Την πρώτη νύχτα του γάμου την βρήκε μη παρθένα. Ήταν το 1946 μετά την κατοχή. Μανιάτης αυτός το πήρε βαριά προσβολή και πρότεινε στη Μάνα του, την χήρα, να χωρίσει την γυναίκα του. Η καλή του η μανούλα του είπε να δει με έλεος την γυναίκα του και να την συγχωρέσει σαν αδελφή του πεπλανημένη. Το παλληκάρι άκουσε τη μητρική γνώμη, ανέχθηκε την γυναίκα του και δεν την πρόσβαλε ή την υποτίμησε δεικτικά ποτέ, ούτε την ρεζίλεψε σε συγγενείς και φίλους. Η μάνα, η χήρα, το 1948 πέθανε και την θάψανε στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά.

Τότε παρατηρήθηκε το θαύμα στο καντηλάκι της, να είναι πάντοτε αναμμένο και τίγκα στο λάδι και με ανάλλακτο φυτιλάκι τρία χρόνια, μέχρι την εκταφή της.

Οι συγγενείς πληρώσανε κανά-δυο φύλακες να παραφυλάξουνε μέρα-νύχτα μήπως κάποιος ανάβει και λαδώνει το καντήλι. Τίποτα, κανείς. Το αποδώσανε σε θαύμα. Κάποιος φωτίσθηκε, σίγουρα από τον Χριστό μας, και το απέδωσε στην καλοσύνη της να ‘’σκεπάσει’’ τη νύφη της και να σώσει τον γάμο της με τον γιό της. Ολοφάνερα είχε αγιάσει.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. πηγή, ήτοι: ''Η ζωή διδάσκει τον Χριστό'', Αθήνα 2017, μοναχού Ι.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Μία ιστορία...της κυρά Χαρίκλειας



site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος
Η κυρά Χαρίκλεια εκείνο το πρωί ξύπνησε νωρίτερα από την συνηθισμένη της ώρα...
Είχε ένα περίεργο χτυποκάρδι.
Από την προηγούμενη μέρα, την είχε ειδοποιήσει η κόρη της ότι θα έρθουν αύριο μαζί με τον αδελφό της να τη δουν...
Τα παιδιά της ζούσαν στην πόλη αρκετά μακριά από το χωριουδάκι τους.
Όσο ήταν πιο νέα η κυρά Χαρίκλεια πήγαινε συχνά και τους έβλεπε αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτό άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αραιά...

Η κόρη της αφοσιώθηκε στην καριέρα της... δημοσιογράφος...
Άφησε τα χρόνια να περάσουν και δεν παντρεύτηκε ποτέ...
Το είχε μεγάλο βάσανο η κυρά Χαρίκλεια αυτό....

Όσο για τον γιο της... δικηγόρος... αυτός παντρεύτηκε απόκτησε μία κόρη τη Χαρά... που τώρα σπουδάζει στο Λονδίνο σκηνοθέτης και χώρισε...
Και τα δύο της τα παιδιά είναι χωρίς συντρόφους,
ας είναι..είναι τόσο αγαπημένα μεταξύ τους... έτσι σκεφτόταν και παρηγοριόνταν η κυρά Χαρίκλεια.

Πλύθηκε χτενίστηκε και όπως κάθε πρωί άναψε το καντηλάκι κάτω από τα εικονίσματα.
Μετά πήρε το θυμιατό έβαλε μέσα ένα καρβουνάκι και λίγο λιβάνι κι άρχισε να θυμιατίζει το σπίτι,
να φύγουν τα κακά πνεύματα μονολογούσε...
Μπροστά στη φωτογραφία του συγχωρεμένου του άντρα της σταμάτησε για λίγο.
Χρόνια την είχε αφήσει μόνη της...
Βιάστηκες πολύ να φύγεις καημένε του είπε.
Κοίταξε τη φωτογραφία κατάματα και μία λάμψη πέρασε από τα μάτια της.
Το χτυποκάρδι έγινε εντονότερο, λες;...μουρμούρισε και χαμογέλασε αχνά...

Η σιδερένια πόρτα της αυλής έτριξε με θόρυβο.
Μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε.
Δύο φωνές... μάνα ήρθαμε...
Χέρια απλώθηκαν...καλώς τα μου καλώς τα μου...
Μέλωσε η γλύκα στην καρδιά της κυρά Χαρίκλειας...
Αγκαλιές γέμισαν μάτια βούρκωσαν πλημμύρισε ο τόπος χαρές και γέλια...

- Γιε μου μιας κι ήρθες θέλω να μου κάνεις μία χάρη...
- Τη χάρη βρε μάνα... πες μου... ο'τι θέλεις...
- Θέλω να με πας στα κοιμητήρια, δεν με βαστάνε τα πόδια μου και θέλω να του ανάψω το καντήλι, έχω πολύ καιρό να πάω...
- Ο'τι θέλεις μάνα... Έλα σήκω...

Όρθια μπροστά στο μνήμα του άντρα της η κυρά Χαρίκλεια ψιθυρίζει.
Όπου να ναι θα ανταμώσουμε... κάνε λίγη υπομονή...
- Τι μουρμουρίζεις μάνα; τι του λες;
- Τίποτα παιδί μου...τίποτα... τα δικά μου λέω...

Μεσημέρι...το σπίτι γέμισε μυρωδιές από το νόστιμο ψητό που περίμενε στο τραπέζι.
Το αγαπημένο τους φαγητό.
Το ήξερε και τους το ετοίμασε με μεράκι.
Κάθισαν χαρούμενοι κουβεντιάζοντας διαρκώς για τα πάντα...
- Βάλε μου και μένα μία σταξιά κρασί παιδί μου...έτσι για τα καλωσορίσματα...
- Δεν κάνει βρε μάνα...η πίεσή σου...
- Μια γουλιά...δεν θα πάθω τίποτα...
Τα αδέλφια κοιτάχτηκαν παραξενεμένα,
είχαν προσέξει ότι τα χέρια της μάνας τους δεν έτρεμαν πια,
λες και το Πάρκινσον την είχε εγκαταλείψει...
Η κυρά Χαρίκλεια ήπιε τη γουλιά το κρασί της,
Ευχήθηκε στα παιδιά της
και έφαγε χαρούμενη μαζί τους.
Είχε να νιώσει τόση ευτυχία
από τότε που 18 χρονών στέκονταν σε αυτή την κάμαρα ντυμένη νύφη και έτρεμε σαν το κλαράκι μπροστά στον άντρα της...

5:00 το απόγευμα
η καμπάνα χτυπάει πένθιμα... κάποιοι αναρωτιούνται..ποιος Πέθανε;
Η κυρά Χαρίκλεια είπε κάποιος...
Πέθανε στον ύπνο της.
Πήγε ο γιος της να την ξυπνήσει για να πιούνε μαζί τον καφέ τους,
και τη βρήκε να χαμογελάει σαν παιδί...

Κείνη την ώρα η κυρά Χαρίκλεια
Σαν κοπελούδα 18 χρονών
Στέκονταν μπροστά στον αγαπημένο της άνδρα.
Δεν σου είπα εγώ πως θα ανταμώσουμε;
Τον μάλωσε τρυφερά...
Κράτησα την υπόσχεσή μου..έλα πάμε...

Ελένη Ταϊφυριανού.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Οι άγνωστες ,σπλαχνικές πόρνες !



site analysis

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Μια μέρα άκουσα μια είδηση στην τηλεόραση για μια γνωστή μου και χάρηκα.
Χάρηκα πολύ γιατί σηματοδοτούσε ένα καλό τέλος
Τέλος καλό ...;.όλα καλά !
Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν

Αφορούσε την σωρό μιας Θεσσαλονικιάς πόρνης
Που από τα αζήτητα του Νοσοκομείου πηρέ ένας και με μικρή παρέα την κήδευσε
Και έλεγε ο σχολιαστής ότι ελεημοσύνες έκανε η πόρνη και βοήθησε φοιτήτριες

Για αυτήν θα σας πω .
Και δεν θα πω το όνομα της γιατί η ιδία με δέσμευσε
Ίσως αν κάποιος στην παρέα είναι «περπατημένος Θεσσαλονικιός» να καταλάβει
Θα πρέπει βεβαία αυτός να έχει και τα χρονάκια του ...;.

Αυτή λοιπόν την είχε καβαλήσει από μικρή ο δαίμονας της πορνείας
Δεν ήταν μονό η οικονομική ανάγκη . Το «ζητούσε» το είχε ανάγκη ...;.
Και δεν ήταν μονό η πορνεία ...;αλλά και όσα την συνοδεύουν .
Μικροκλοπές , εκτρώσεις , ψέματα , βλασφημίες ...;.

Αυτή λοιπόν μια μέρα την μίσθωσε ένας περίεργος πελάτης
Που αντί να την ....... της έκανε 5 λεπτά κήρυγμα
Της έδωσε ένα μικρό ποσό , πέρα από την αμοιβή της ,και «εξαφανίστηκε» από την ζωή της

Στην αρχή η πόρνη μας γέλασε μαζί του
Κοιτά να δεις την ανωμαλία των ανθρώπων σκέφτηκε ...;
Σιγά σιγά ήρθε στα λόγια του . Λόγια που σημάδεψαν την ζωή της !

Της είχε δώσει ένα ποσό ,ένα το μικρό ποσό ...;
Το σκέφτηκε από δω το σκέφτηκε από κει
Πόρνη είμαι σκέφτηκε ...;αλλά στα κομμάτια ...;και το έδωσε ελεημοσύνη όπως ο «πελάτης» της ζήτησε
Όμως αισθάνθηκε καλά
Κάτι πρέπει να κάνω σκέφτηκε ...;ίσως έχει κάποιο δίκιο εκείνος ο μ ...; με τα τεφτέρια ...;.
Κάνω που κάνω το κακό ...; ε! μπορώ να κάνω και λίγο καλό ...;
Ίσως μια μέρα μου δώσει ο θεός μετάνοια και να σβήσουν οι αμαρτίες στο τεφτέρι ...;
Αλλά είτε αυτό γίνει είτε όχι ...;και για τις καλές πράξεις υπάρχει τεφτέρι που δεν σβήνει ...;.

Έτσι άρχισε να δίνει ελεημοσύνη και μάλιστα κρυφά ...;

Πέρασε λίγος καιρός και μια άλλη σκέψη της «καρφώθηκε» από εκείνα που ο άγνωστος παλαβός της είπε
Κάνεις την πόρνη όλη την εβδομάδα μια ώρα δεν μπορείς να κάνεις μια τίμια δουλεία ? Μια ώρα δεν μπορείς να την αφιερώσεις στο καλό ?
Και από τα τίμια λεφτά ένα κερί στον Πλάστη σου?

Βρήκε το λοιπόν μια αγγελία και άρχισε να καθαρίζει μια σκάλα
Χάρηκε όταν πηρέ στα χεριά της τίμια λεφτά ...;.

Εκείνο το καιρό έπεσε διπλά της μια ομορφονιά ...;που είχε βγει στο κλαρί alt
Την λυπήθηκε ...;Έλεγε και η μικρή ότι από ανάγκη το κάνει ...;
Την μάζεψε το λοιπόν και την ξέκοψε από την πορνεία...
Έβαλε φοιτητές να της κάνουν ιδιαίτερο την έστειλε και φροντιστήριο και τελικα την έβαλε στην ακαδημία ...; Δεν ξέρω για νηπιαγωγό η για δασκάλα ...;. Κάτι τέτοιο ...;
Μα όταν απεφοίτησε την εδίωξε μακριά της
Είσαι κύρια τώρα της λέει ...;
Μια κύρια δεν μπορεί να έχει σχέσεις με πόρνες σαν εμένα ...;

Έτσι περνούσε τον καιρό της . Με τσάντες που κρυφά άφηνε την νύχτα στις πόρτες φτωχών φοιτητών και «νταντεύοντας» το ένα μετά το άλλο κάποιο κορίτσι που άρπαζε από το πεζοδρόμιο ...;

Αυτή η γυναίκα δεν τολμούσε να προσευχηθεί
Καθόταν απέναντι από την εκκλησία και παρακαλούσε κάποιο παιδί να της ανάψει ένα κερί ...;
Ένα κερί που αγόραζε από τα λεφτά που της δώνανε για την σκάλα
Με κάποια από τα λεφτά της πορνείας έκανε ελεημοσύνη αλλά από αυτά όχι κερί ...;
Α! Και όσα περισσεύσανε από τα τίμια λεφτά τα έστελνε σε ένα κελί στο Όρος ...;.

Με τον καιρό έγινε πολύ φιλάργυρη με τον εαυτό της
Έκοβε και τα απαραίτητα ...;
Τι είναι ο ελεήμων ?Ένας μεταποιημένος φιλάργυρος που αποθησαυρίζει στον ουρανό ..

Σε αυτήν την φάση της ζωής της την συνάντησα .
Είχε επιλέξει να φτιάξει τζάμπα τα δόντια της στην οδοντιατρική και φοιτητής τότε την ανάλαβα ...;.
Να πω την πάσα αλήθεια την ήξερα και χάρηκα όταν την είδα
Ευλογία θεού σκέφτηκα ..
.
Είχα βρει μια τσάντα με τρόφιμα στο κατώφλι μου
Και κάποιος συμμαθητής μου μου ειχε μιλήσει για την «τρελή» πουτάνα ...;
Η περίεργα με ώθησε να ρωτήσω ένα ξάδελφο περιπτερά και αυτός μου είπε και για τις «σπιτωμένες»
Το και το μου λέει ...; νόμιζαν ότι το παίζει νταβαζής αλλά όντως ο τάδε και ο τάδε τους κάνει μάθημα ...;αυτή την τρελά έχει ...;να όπου να ναι την βάζει
η ώρα ...;.κάθεται στο πεζοδρόμιο και ψάχνει ένα παιδί της ανάψει κερί απέναντι ...; η ζουρλή δεν το ανάβει μοναχή της ...; στασου να της δεις !

Την έστησα λοιπόν και παραμόνεψα και όντως την είδα ...;
Και μια μέρα την είδα που έπλενε τις σκάλες
Και μια νύχτα γυρίζοντας σπίτι την είδα φορτωμένη με σακουλές ...;
Την παραμόνεψα και την είδα να τις αφήνει στα κατώφλια

Αυτή λοιπόν ήρθε στα χέρια μου ...;

ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ