Η Μοναχή Πορφυρία γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Άσκησε κατά καιρούς διάφορα επαγγέλματα. Επί δέκα χρόνια εργάστηκε ως οδηγός Ταξί στην Αθήνα και στον Πειραιά. Γνώρισε τον σύγχρονο ενάρετο και ένθεο Γέροντα Πορφύριο από βιβλία σχετικά με την ζωή και την διδασκαλία του. Αυτή η γνωριμία την έφερε πιο κοντά στον Χριστό και τη συνειδητή χριστιανική ζωή. Με δυνατή πίστη και βαθιά αγάπη στον Θεό έβαλε στόχο τη δόξα Του και τη σωτηρία των συνανθρώπων της. Έτσι το Ταξί της έγινε ένας σύγχρονος άμβωνας, που οδήγησε πολλούς σε αλλαγή ζωής, στην ευλογημένη αλλοίωση. Τα τελευταία δύο χρόνια περιεβλήθη το ταπεινό μοναχικό τριβώνιο, με διπλό σκοπό : να αγωνιστεί απερίσπαστη για τη σωτηρία της και να διακονήσει τον σύγχρονο δοκιμαζόμενο άνθρωπο.
Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης
Οκτώ η ώρα βράδυ, βρίσκομαι στην περιοχή των Αθηνών. Ένας κύριος γύρω στα τριανταπέντε με σταματάει και μπαίνει στο ταξί. Πειραιά, παρακαλώ, μου λέει, χωρίς να με χαιρετίσει.
-Καλησπέρα σας, κύριε.
-Καλησπέρα.
Κάθισε δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου, τον έβλεπα να κάνει νευρικές κινήσεις με τα χέρια του. Τι να του συμβαίνει άραγε; Τον ρώτησα:
-Εργάζεστε;
-Εργάζομαι.
-Αν δεν είμαι αδιάκριτη, ποια είναι η εργασία σας;
-Είμαι γιατρός.
-Μμ! ενδιαφέρον επάγγελμα, και σε ποιο νοσοκο¬μείο είστε;
-Στο τρελοκομείο, μου απαντάει.
Με έπιασαν τα γέλια: -Στο τρελοκομείο;
-Ναι, στο τρελοκομείο, αλήθεια σου λέω.
-Για πες μου, λοιπόν, τι γίνεται εκεί μέσα; Γιατί, όσες φορές έχω μπει μεταφέροντας με το ταξί επιβάτες, ως επί το πλείστον γιατρούς, φεύγοντας, όλοι μου λένε να βά¬ζω ασφάλειες. Δηλαδή, υπάρχει περίπτωση να μπουν στο ταξί ασθενείς, που να απαιτήσουν να τους βγάλω έξω;
-Πού ξέρεις, καμιά φορά μπορεί! μου λέει γελώντας.
Και αρχίζουμε τη σοβαρή συζήτηση.
-Έλα, για πες μου τώρα, τι περίεργα γίνονται εκεί μέσα;
-Πολλά και διάφορα. Μιλάμε, όμως, και δεν ξέρω το όνομα σου.
-Ράνια με λένε.
-Εμένα Κωνσταντίνο.
-Χαίρω πολύ!
-Λοιπόν! Άκου Ράνια… Αυτό που με στενοχωρεί εί¬ναι που μας φέρνουν ανθρώπους υγιείς, να τους τρελάνου¬με για περιουσιακά θέματα, για να τους τα πάρουν, που λέ¬με. Το άλλο πάλι, τα τελευταία χρόνια μας φέρνουν νέους, παιδιά, που πάσχουν από κατάθλιψη ή μελαγχολία.
-Κωνσταντίνε, ποιος φταίει γι’ αυτά τα παιδιά, το έχεις ψάξει;
-Κατά 70% φταίνε οι γονείς.
-Μπράβο, και εγώ στο ίδιο συμπέρασμα έχω κατα¬λήξει, αυτοί φταίνε. Εγώ βέβαια δεν τους χαρίζομαι, τους τα λέω έξω από τα δόντια.
-Καλά κάνεις, όμως το καταλαβαίνουν;
-Μμ! εδώ είναι το ερώτημα! Με μια φορά που τους βλέπω στο ταξί και τους τα λέω, πολύ φοβάμαι πως την επομένη ώρα τα έχουν ξεχάσει. Τους κρατάτε πολύ μέσα στο ίδρυμα;
-Όχι, περίπου ένα μήνα.
-Και μετά;
-Ε, όσο μπορούμε τους βοηθάμε. Τους δίνουμε βέ¬βαια αγωγή και για το σπίτι.
-Πόσα από τα παιδιά που έρχονται εκεί μέσα, γίνο¬νται τελείως καλά;
-Κανένα!
-Κανένα; Γιατί;
-Γιατί δεν έχουν βοήθεια από την οικογένεια. Οι γο¬νείς είναι αδιάφοροι. Κοιτάνε μόνο τον εαυτό τους. Υπάρ¬χουν παιδιά στο ίδρυμα, των οποίων οι γονείς δεν έχουν εμφανιστεί καθόλου! Αυτά τα παιδιά είναι συνέχεια στο παράθυρο, περιμένοντας μήπως δουν να έρχεται κάποιος δικός τους. Μάταια όμως περιμένουν. Όταν τα βλέπω συ¬νέχεια στο παράθυρο, ραγίζει η καρδιά μου. Τα λυπάμαι και συνέχεια προσπαθώ να πείσω τους γονείς να έρθουν να τα επισκεφθούν. Αλλά όλοι τα ίδια λόγια λένε, την Κυ¬ριακή θα έρθουμε. Και όταν έρχονται, εκεί παίζεται το μεγάλο δράμα. Έτυχε να είμαι μπροστά σε μια τέτοια επί¬σκεψη. Άκου τι ειπώθηκε: «-Τι πράματα είναι αυτά, να μας κουβαλάς εδώ μέσα; Δεν ντρέπεσαι λίγο; τι σου λείπει; όλα τα έχεις!»
«-Εσείς μου λείπετε και η αγάπη σας!» απάντησε το παιδί, με τρόμο στη φωνή του. «-Αν σου αστράψω κάνα χαστούκι, θα δεις αν σου λείπουμε εμείς!» Το παιδί άρχισε να κλαίει κι εγώ τους έβγαλα έξω.
Πώς, λοιπόν, να γίνουν καλά αυτά τα παιδιά, όταν έχουν οικογένεια και νιώθουν ορφανά; Αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος!
Εσύ, Ράνια, πώς βλέπεις τους γονείς μέσα από το ταξί;
-Όπως κι εσύ, αδιάφορους. Μιλάς για ορφάνια. Την έχεις νιώσει; -Όχι.
-Σου εύχομαι να μην τη νιώσεις ποτέ. Πονάει, πονάει πάρα πολύ, είναι σαν να σου τρυπάει την καρδιά δίστομος μάχαιρα και, το χειρότερο, δεν υπάρχει παυσίπονο να μαλακώσει ο πόνος. Γιατί αυτό το παυσίπονο το έχει μόνο ο Θεός.
-Μου μιλάς με τόσο πάθος, λες και τον έχεις νιώσει.
-Αν τον έχω νιώσει; μεσα στο πετσί μου, γιατρέ. Εδώ μέσα έχουν κλάψει πάρα πολλά παιδιά κι έχω κλάψει κι εγώ μαζί τους, ακούγοντας τον πόνο τους, νιώθοντας τη μοναξιά της ψυχής τους.
Γύρισα και τον κοίταξα- τα μάτια του ήταν λυπημέ¬να. Η διαίσθησή μου μου έλεγε πως κάποιο σοβαρό πρό¬βλημα τον βασανίζει. Θέλησα να τον βοηθήσω. Για να μην του πω, πως τα λόγια μου απευθύνονται σ’εκείνον, του τα είπα σαν συμβουλή για άλλους. Του λέω:
- Κωνσταντίνε, θέλεις να σου πω κάποιο τρόπο, να βοηθήσεις τους ανθρώπους γύρω σου;
-Ναι, θέλω!
-Λοιπόν! Τους λες: «Φίλε, μη φοβάσαι, είσαι νέος, δυνατός, έχεις όλα τα όπλα στα χέρια σου, μη λιποτακτή¬σεις από τον πόλεμο, γιατί είσαι πιο δυνατός από τους άλλους και στο τέλος ο νικητής θα είσαι εσύ. Και αν κουραστείς από τον πόλεμο και θελήσεις σύμμαχο δίπλα σου, με τελειότερα όπλα, γύρισε τα μάτια σου ψηλά στον ουρανό. Εκεί είναι ο Θεός, που αγαπάει και προστατεύει όλους τους πονεμένους, όλους τους αδικημένους, όλους τους προδομένους. Γιατί πρώτος Εκείνος πόνεσε, Εκείνος προδόθηκε, Εκείνος αδικήθηκε, Εκείνος σταυρώθηκε από εμάς, για να μας σώσει».
Γιατρέ, ο Γέρων Παίσιος έλεγε: «Πέταξέ τα, για να πίξεις». Δηλαδή, βγάλε από μέσα σου τον πόνο, την πί¬κρα, τα πάθη σου, τις αμαρτίες σου. Πέταξε τα και θα πε¬τάξεις. Όπως ένας ναυαγός δεν μπορεί να κολυμπήσει έχο¬ντας στην πλάτη του το σακίδιο του, έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι με τα πάθη και τις αμαρτίες μας. Για να μπορέσεις όμως να τα πεις αυτά και πολλά άλλα και να περάσουν στην ψυχούλα των ανθρώπων γύρω σου, θα πρέπει να έχεις νιώσει πρώτα εσύ την αγάπη, θα πρέπει πρώτα εσύ να ελευθερώσεις την ψυχή σου από τα πάθη και τις αμαρτίες σου. Κατάλαβες, γιατρέ;
-Κατάλαβα• όμως πώς μπορεί να βρει κάποιος την αγάπη, αφού κανείς δεν αγαπάει αληθινά;
-Υπάρχει κάποιος, που μπορεί να σου δώσει τόση αγάπη, που να ξεχειλίσει από την ψυχή σου και να την μοιράζεις απλόχερα.
-Και πού είναι αυτός ο κάποιος;
-Γιατρέ, απορώ με την ερώτηση σου. Δεν γνωρίζεις πως αυτός ο κάποιος είναι ο Θεός;
-Συγγνώμη, Τον είχα ξεχάσει.
-Γι’ αυτό είσαι δυστυχισμένος, γιατρέ, γιατί πίστεψες πως δεν υπάρχει Θεός και έχασες την ελπίδα σου. Κάνω λάθος;
Δεν απάντησε.
-Γνωρίζεις τι είναι αγάπη;
-Πιστεύω πως ναι.
-Έχεις αγάπη στην ψυχή σου;
-Πιστεύω πως ναι.
-Είσαι έτοιμος να τη δώσεις;
-Δεν ξέρω!
-Γιατρέ, θα σου δώσω μια συμβουλή• δώσε την αγά¬πη σου, μην την τσιγγουνευτείς. Δωσ’ την απλόχερα και μην περιμένεις ανταπόκριση. Όπως κι αν έρθουν τα γεγο¬νότα, ο ευτυχισμένος θα είσαι εσύ. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ. Γιατρέ, όταν δίνεις αγάπη, θα έρθει η ώρα που θα ει¬σπράξεις αγάπη. Όμως, για να είναι ολοκληρωμένη και δυνατή αυτή η αγάπη, θα πρέπει να είναι θεϊκή. Δηλαδή, θα πρέπει να γνωρίσεις τον Θεό, το μεγαλείο του Θεού, θα πρέπει να Τον πιστέψεις και να Τον αγαπήσεις, ώστε η αγά¬πη σου να εμπνέεται από Εκείνον, για να έχει γερά θεμέλια. Και τότε θα γνωρίσεις την πραγματική ευτυχία. Είσαι πα¬ντρεμένος;
-Όχι!
-Φρόντισε, όταν παντρευτείς, να αγαπήσεις τη σύ¬ντροφο σου, για να αγαπήσεις και τα παιδιά σου- γιατί, αν δεν αγαπήσεις εκείνη, δεν θα αγαπήσεις και τα παιδιά σου. Οπότε θα έχουν την ίδια τύχη με αυτά τα παιδιά του ιδρύ¬ματος, κατάλαβες;
-Μα δεν είναι μόνο στο δικό μου χέρι, είναι και στο χέρι της γυναίκας που θα παντρευτώ να τα προστατέψει, μπορώ να σου πω περισσότερο σ’ εκείνης.
-Έχεις δίκιο, πιο πολύ είναι στο χέρι της μάννας να τα προστατέψει. Κωνσταντίνε, θα σου πω μια μεγάλη αλή¬θεια. Για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στη ζωή μας, τη μεγα¬λύτερη ευθύνη την έχουμε εμείς οι γυναίκες.
Γύρισε απότομα προς εμένα.
-Ξέρεις τι λες;
-Και βέβαια ξέρω.
-Μην ξεχνάς πως είσαι γυναίκα!
-Δεν το ξεχνώ, είμαι γυναίκα, μα η αλήθεια είναι αυτή.
-Ράνια, το ίδιο πιστεύω και εγώ, αρχίζοντας από την ίδια μου τη μάννα που μας κατέστρεψε. Όμως φτάσαμε, εδώ κατεβαίνω. Θα ήθελες να τα ξαναπούμε;
-Όχι, γιατρέ, δεν γίνεται να τα ξαναπούμε. Όμως, βουνό με βουνό δεν σμίγει, μπορεί να σε ξαναπάρω κούρ¬σα.
Και κάτι άλλο θα σε παρακαλέσω πάρα πολύ. Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης για όλους τους πονεμέ¬νους ανθρώπους. Και τότε θα νιώσεις την ευτυχία να πλημυρίζει την ψυχή σου. Όμως μην ξεχνάς να ζητάς πάντα τη βοήθεια του Θεού.
-Καληνύχτα Ράνια, σ’ ευχαριστώ.
-Καλησπέρα σας, κύριε.
-Καλησπέρα.
Κάθισε δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου, τον έβλεπα να κάνει νευρικές κινήσεις με τα χέρια του. Τι να του συμβαίνει άραγε; Τον ρώτησα:
-Εργάζεστε;
-Εργάζομαι.
-Αν δεν είμαι αδιάκριτη, ποια είναι η εργασία σας;
-Είμαι γιατρός.
-Μμ! ενδιαφέρον επάγγελμα, και σε ποιο νοσοκο¬μείο είστε;
-Στο τρελοκομείο, μου απαντάει.
Με έπιασαν τα γέλια: -Στο τρελοκομείο;
-Ναι, στο τρελοκομείο, αλήθεια σου λέω.
-Για πες μου, λοιπόν, τι γίνεται εκεί μέσα; Γιατί, όσες φορές έχω μπει μεταφέροντας με το ταξί επιβάτες, ως επί το πλείστον γιατρούς, φεύγοντας, όλοι μου λένε να βά¬ζω ασφάλειες. Δηλαδή, υπάρχει περίπτωση να μπουν στο ταξί ασθενείς, που να απαιτήσουν να τους βγάλω έξω;
-Πού ξέρεις, καμιά φορά μπορεί! μου λέει γελώντας.
Και αρχίζουμε τη σοβαρή συζήτηση.
-Έλα, για πες μου τώρα, τι περίεργα γίνονται εκεί μέσα;
-Πολλά και διάφορα. Μιλάμε, όμως, και δεν ξέρω το όνομα σου.
-Ράνια με λένε.
-Εμένα Κωνσταντίνο.
-Χαίρω πολύ!
-Λοιπόν! Άκου Ράνια… Αυτό που με στενοχωρεί εί¬ναι που μας φέρνουν ανθρώπους υγιείς, να τους τρελάνου¬με για περιουσιακά θέματα, για να τους τα πάρουν, που λέ¬με. Το άλλο πάλι, τα τελευταία χρόνια μας φέρνουν νέους, παιδιά, που πάσχουν από κατάθλιψη ή μελαγχολία.
-Κωνσταντίνε, ποιος φταίει γι’ αυτά τα παιδιά, το έχεις ψάξει;
-Κατά 70% φταίνε οι γονείς.
-Μπράβο, και εγώ στο ίδιο συμπέρασμα έχω κατα¬λήξει, αυτοί φταίνε. Εγώ βέβαια δεν τους χαρίζομαι, τους τα λέω έξω από τα δόντια.
-Καλά κάνεις, όμως το καταλαβαίνουν;
-Μμ! εδώ είναι το ερώτημα! Με μια φορά που τους βλέπω στο ταξί και τους τα λέω, πολύ φοβάμαι πως την επομένη ώρα τα έχουν ξεχάσει. Τους κρατάτε πολύ μέσα στο ίδρυμα;
-Όχι, περίπου ένα μήνα.
-Και μετά;
-Ε, όσο μπορούμε τους βοηθάμε. Τους δίνουμε βέ¬βαια αγωγή και για το σπίτι.
-Πόσα από τα παιδιά που έρχονται εκεί μέσα, γίνο¬νται τελείως καλά;
-Κανένα!
-Κανένα; Γιατί;
-Γιατί δεν έχουν βοήθεια από την οικογένεια. Οι γο¬νείς είναι αδιάφοροι. Κοιτάνε μόνο τον εαυτό τους. Υπάρ¬χουν παιδιά στο ίδρυμα, των οποίων οι γονείς δεν έχουν εμφανιστεί καθόλου! Αυτά τα παιδιά είναι συνέχεια στο παράθυρο, περιμένοντας μήπως δουν να έρχεται κάποιος δικός τους. Μάταια όμως περιμένουν. Όταν τα βλέπω συ¬νέχεια στο παράθυρο, ραγίζει η καρδιά μου. Τα λυπάμαι και συνέχεια προσπαθώ να πείσω τους γονείς να έρθουν να τα επισκεφθούν. Αλλά όλοι τα ίδια λόγια λένε, την Κυ¬ριακή θα έρθουμε. Και όταν έρχονται, εκεί παίζεται το μεγάλο δράμα. Έτυχε να είμαι μπροστά σε μια τέτοια επί¬σκεψη. Άκου τι ειπώθηκε: «-Τι πράματα είναι αυτά, να μας κουβαλάς εδώ μέσα; Δεν ντρέπεσαι λίγο; τι σου λείπει; όλα τα έχεις!»
«-Εσείς μου λείπετε και η αγάπη σας!» απάντησε το παιδί, με τρόμο στη φωνή του. «-Αν σου αστράψω κάνα χαστούκι, θα δεις αν σου λείπουμε εμείς!» Το παιδί άρχισε να κλαίει κι εγώ τους έβγαλα έξω.
Πώς, λοιπόν, να γίνουν καλά αυτά τα παιδιά, όταν έχουν οικογένεια και νιώθουν ορφανά; Αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος!
Εσύ, Ράνια, πώς βλέπεις τους γονείς μέσα από το ταξί;
-Όπως κι εσύ, αδιάφορους. Μιλάς για ορφάνια. Την έχεις νιώσει; -Όχι.
-Σου εύχομαι να μην τη νιώσεις ποτέ. Πονάει, πονάει πάρα πολύ, είναι σαν να σου τρυπάει την καρδιά δίστομος μάχαιρα και, το χειρότερο, δεν υπάρχει παυσίπονο να μαλακώσει ο πόνος. Γιατί αυτό το παυσίπονο το έχει μόνο ο Θεός.
-Μου μιλάς με τόσο πάθος, λες και τον έχεις νιώσει.
-Αν τον έχω νιώσει; μεσα στο πετσί μου, γιατρέ. Εδώ μέσα έχουν κλάψει πάρα πολλά παιδιά κι έχω κλάψει κι εγώ μαζί τους, ακούγοντας τον πόνο τους, νιώθοντας τη μοναξιά της ψυχής τους.
Γύρισα και τον κοίταξα- τα μάτια του ήταν λυπημέ¬να. Η διαίσθησή μου μου έλεγε πως κάποιο σοβαρό πρό¬βλημα τον βασανίζει. Θέλησα να τον βοηθήσω. Για να μην του πω, πως τα λόγια μου απευθύνονται σ’εκείνον, του τα είπα σαν συμβουλή για άλλους. Του λέω:
- Κωνσταντίνε, θέλεις να σου πω κάποιο τρόπο, να βοηθήσεις τους ανθρώπους γύρω σου;
-Ναι, θέλω!
-Λοιπόν! Τους λες: «Φίλε, μη φοβάσαι, είσαι νέος, δυνατός, έχεις όλα τα όπλα στα χέρια σου, μη λιποτακτή¬σεις από τον πόλεμο, γιατί είσαι πιο δυνατός από τους άλλους και στο τέλος ο νικητής θα είσαι εσύ. Και αν κουραστείς από τον πόλεμο και θελήσεις σύμμαχο δίπλα σου, με τελειότερα όπλα, γύρισε τα μάτια σου ψηλά στον ουρανό. Εκεί είναι ο Θεός, που αγαπάει και προστατεύει όλους τους πονεμένους, όλους τους αδικημένους, όλους τους προδομένους. Γιατί πρώτος Εκείνος πόνεσε, Εκείνος προδόθηκε, Εκείνος αδικήθηκε, Εκείνος σταυρώθηκε από εμάς, για να μας σώσει».
Γιατρέ, ο Γέρων Παίσιος έλεγε: «Πέταξέ τα, για να πίξεις». Δηλαδή, βγάλε από μέσα σου τον πόνο, την πί¬κρα, τα πάθη σου, τις αμαρτίες σου. Πέταξε τα και θα πε¬τάξεις. Όπως ένας ναυαγός δεν μπορεί να κολυμπήσει έχο¬ντας στην πλάτη του το σακίδιο του, έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι με τα πάθη και τις αμαρτίες μας. Για να μπορέσεις όμως να τα πεις αυτά και πολλά άλλα και να περάσουν στην ψυχούλα των ανθρώπων γύρω σου, θα πρέπει να έχεις νιώσει πρώτα εσύ την αγάπη, θα πρέπει πρώτα εσύ να ελευθερώσεις την ψυχή σου από τα πάθη και τις αμαρτίες σου. Κατάλαβες, γιατρέ;
-Κατάλαβα• όμως πώς μπορεί να βρει κάποιος την αγάπη, αφού κανείς δεν αγαπάει αληθινά;
-Υπάρχει κάποιος, που μπορεί να σου δώσει τόση αγάπη, που να ξεχειλίσει από την ψυχή σου και να την μοιράζεις απλόχερα.
-Και πού είναι αυτός ο κάποιος;
-Γιατρέ, απορώ με την ερώτηση σου. Δεν γνωρίζεις πως αυτός ο κάποιος είναι ο Θεός;
-Συγγνώμη, Τον είχα ξεχάσει.
-Γι’ αυτό είσαι δυστυχισμένος, γιατρέ, γιατί πίστεψες πως δεν υπάρχει Θεός και έχασες την ελπίδα σου. Κάνω λάθος;
Δεν απάντησε.
-Γνωρίζεις τι είναι αγάπη;
-Πιστεύω πως ναι.
-Έχεις αγάπη στην ψυχή σου;
-Πιστεύω πως ναι.
-Είσαι έτοιμος να τη δώσεις;
-Δεν ξέρω!
-Γιατρέ, θα σου δώσω μια συμβουλή• δώσε την αγά¬πη σου, μην την τσιγγουνευτείς. Δωσ’ την απλόχερα και μην περιμένεις ανταπόκριση. Όπως κι αν έρθουν τα γεγο¬νότα, ο ευτυχισμένος θα είσαι εσύ. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ. Γιατρέ, όταν δίνεις αγάπη, θα έρθει η ώρα που θα ει¬σπράξεις αγάπη. Όμως, για να είναι ολοκληρωμένη και δυνατή αυτή η αγάπη, θα πρέπει να είναι θεϊκή. Δηλαδή, θα πρέπει να γνωρίσεις τον Θεό, το μεγαλείο του Θεού, θα πρέπει να Τον πιστέψεις και να Τον αγαπήσεις, ώστε η αγά¬πη σου να εμπνέεται από Εκείνον, για να έχει γερά θεμέλια. Και τότε θα γνωρίσεις την πραγματική ευτυχία. Είσαι πα¬ντρεμένος;
-Όχι!
-Φρόντισε, όταν παντρευτείς, να αγαπήσεις τη σύ¬ντροφο σου, για να αγαπήσεις και τα παιδιά σου- γιατί, αν δεν αγαπήσεις εκείνη, δεν θα αγαπήσεις και τα παιδιά σου. Οπότε θα έχουν την ίδια τύχη με αυτά τα παιδιά του ιδρύ¬ματος, κατάλαβες;
-Μα δεν είναι μόνο στο δικό μου χέρι, είναι και στο χέρι της γυναίκας που θα παντρευτώ να τα προστατέψει, μπορώ να σου πω περισσότερο σ’ εκείνης.
-Έχεις δίκιο, πιο πολύ είναι στο χέρι της μάννας να τα προστατέψει. Κωνσταντίνε, θα σου πω μια μεγάλη αλή¬θεια. Για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στη ζωή μας, τη μεγα¬λύτερη ευθύνη την έχουμε εμείς οι γυναίκες.
Γύρισε απότομα προς εμένα.
-Ξέρεις τι λες;
-Και βέβαια ξέρω.
-Μην ξεχνάς πως είσαι γυναίκα!
-Δεν το ξεχνώ, είμαι γυναίκα, μα η αλήθεια είναι αυτή.
-Ράνια, το ίδιο πιστεύω και εγώ, αρχίζοντας από την ίδια μου τη μάννα που μας κατέστρεψε. Όμως φτάσαμε, εδώ κατεβαίνω. Θα ήθελες να τα ξαναπούμε;
-Όχι, γιατρέ, δεν γίνεται να τα ξαναπούμε. Όμως, βουνό με βουνό δεν σμίγει, μπορεί να σε ξαναπάρω κούρ¬σα.
Και κάτι άλλο θα σε παρακαλέσω πάρα πολύ. Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης για όλους τους πονεμέ¬νους ανθρώπους. Και τότε θα νιώσεις την ευτυχία να πλημυρίζει την ψυχή σου. Όμως μην ξεχνάς να ζητάς πάντα τη βοήθεια του Θεού.
-Καληνύχτα Ράνια, σ’ ευχαριστώ.
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.