Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Η Αγία Ειρήνη η ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου – 28 Ιουλίου



site analysis



Η θαυματουργική εικόνα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στην Αστόρια της Νέας Υόρκης.
Η θαυματουργική εικόνα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στην Αστόρια της Νέας Υόρκης.
Γέννηση και καταγωγή
Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα, όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.
Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα
Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.
Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.
Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.
Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.
Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ & Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Μοναχή και Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου
Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.
Ο άγγελος-οδηγός
Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.
Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».
Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο ‘Αρχων Φιλάρετος ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ.
Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της αγίας
Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.
Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.
Τα θεόσταλτα μήλα
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.
Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.
Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.
Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλείψει τα επίγεια.
Η οσιακή της κοίμηση
Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.
Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Σύ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σέ θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».
Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.
Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου.
Πηγή: Βικιπαίδεια

Η αγία Ελισάβετ Φεοντόροβνα – 18 Ιουλίου.



site analysis



Η αγία νεομάρτυς Ελισάβετ. Εικόνα του αγιογραφείου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.
Η αγία πριγκήπισσα νεομάρτυς Ελισάβετ. Εικόνα του αγιογραφείου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.
Η πριγκίπισσα Ελισάβετ Φεοντόροβνα γεννήθηκε το 1864. Γονείς της ηταν ο μέγας Δούκας Λουδοβίκος Δ΄ της Έσσης και η πριγκίπισσα Αλίκη, κόρη της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Αδελφή της η Ρωσίδα αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα. Από τα παιδικά της χρόνια διακρινόταν για τη βαθιά πίστη της και τη φιλάνθρωπη διάθεση της. Η «ευγενική» καταγωγή, της δεν στάθηκε εμπόδιο για να ζήσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Συμπεριφερόταν με καλοσύνη και απλότητα στους απλούς ανθρώπους και από παιδί είχε μια διακαή επιθυμία: να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη.
Το 1884 η Ελισάβετ παντρεύτηκε τον μέγα πρίγκιπα Σέργιο Αλεξάνδροβιτς, αδελφό του τσάρου Αλεξάνδρου Γ΄. Παρότι αλλόδοξη, δεν της ζητηθηκε να αλλάξει την πίστη της. Όμως η ορθόδοξη πίστη της κέντρισε εξ αρχής το ενδιαφέρον. Από την πρώτη ημέρα πού ηλθε στη Ρωσία μελετούσε με επιμέλεια τη ρωσική γλώσσα και παρακολουθούσε τη ζωή των απλών Ρώσων, πού ηταν ζυμωμένη με την όρθύδοξη πίστη και ζωή. Μαζί με το σύζυγό της ταξίδεψε και στους Αγίους Τόπους, όταν το 1888 έγιναν τα εγκαίνια τοϋ ρωσικού ναού της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή. Το προσκύνημα στην Αγία Γη, όπου έζησε ο Θεάνθρωπος, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στην Ελισάβετ. Η καρδιά της, «γη αγαθή», ήταν έτοιμη να δεχτεί το σπόρο της ορθόδοξης πίστης. Αφού κατηχηθηκε, προσχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία το 1891. Την ίδια χρονιά ο σύζυγος της διορίστηκε γενικός κυβερνητης της Μόσχας.
Από τη μέρα εκείνη η Ελισάβετ αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθησει τους φτωχούς και τους πάσχοντες. Το 1904 η Ρωσία μπήκε στην περιπέτεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου. Η Ελισάβετ οργάνωσε τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Επισκεπτόταν τους τραυματίες, έκανε εράνους για τους στρατιώτες κ.λπ. Όμως ο πόλεμος προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις και οι πολιτικές δολοφονίες. Έτσι, στις 4 Φεβρουαρίου 1905, ο σύζυγος της Ελισάβετ, Σέργιος Αλεξάνδροβιτς σκοτώθηκε από βόμβα, πού πέταξε ο Ιβάν Καλιάεβ, μέλος του σοσιαλιστικού επαναστατικού κόμματος. Ο δολοφόνος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Ταγκάνκα. Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής της Ελισάβετ. Επισκέφθηκε η ίδια τον Καλιάεβ στη φυλακη. Του μίλησε με πολύ καλοσύνη, καλώντας τον να αφήσει τις αναρχικές ιδέες. Όμως δεν έμεινε εκεί. Ζητησε από τον τσάρο Νικόλαο Β΄ να μην εκτελέσει τον Καλιάεβ. Ο τελευταίος εκτίμησε τη χριστιανικη στάση της Ελισάβετ, αλλά δεν ηταν διατεθειμένος να απορρίψει τις ιδέες του.
Το 1907 η Ελισάβετ αγόρασε μέσα στη Μόσχα ένα οικόπεδο με τέσσερα σπίτια και μεγάλο κηπο. Δημιούργησε την «Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας» με σκοπό τη διακονία των φτωχών και πασχόντων ανθρώπων. Χτίστηκαν σύντομα και άλλα κτίρια καθώς και δύο ναοί αφιερωμένοι στη Θεοτόκο και στις αγίες Μάρθα και Μαρία. Σύντομα η κοινότητα απέκτησε ξενώνα, ορφανοτροφείο, νοσοκομείο, σχολείο, βιβλιοθήκη κ.λ.π. Η αδελφότητα λειτούργησε ως μοναστήρι, συνδυάζοντας τη φιλανθρωπικη δραστηριότητα. Το έργο πού επιτελούσε ηταν τεράστιο. Πλήθη φτωχών και αρρώστων ανθρώπων έβρισκαν περίθαλψη και ανακούφιση. Τα ορφανά παιδιά έβρισκαν προστασία. Τα φτωχά και άπορα παιδιά μπορούσαν να μάθουν γράμματα και κάποια τέχνη.
Η αδελφότητα ξεκίνησε με έξι μοναχές. Τον πρώτο χρόνο είχαν γίνει δεκατρείς και το 1914 έφτασαν τις εκατό. Όλες οι αδελφές εργάζονταν με αυταπάρνηση, διακονώντας τους «ελάχιστους αδελφούς του Ιησού». Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, στην αδελφότητα βρήκαν καταφύγιο πολλά ορφανά, πού ήλθαν από τις εμπόλεμες περιοχές και είχαν ζήσει τη φρίκη και τις αγριότητες του πολέμου. Ένα μέρος των κτιρίων μετετράπη σε στρατιωτικό νοσοκομείο για τους τραυματίες του πολέμου.
Η εργασία της αδελφότητος εκτιμήθηκε πολύ και βοηθήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Μόσχας και μετέπειτα ιερομάρτυρα άγιο Βλαδίμηρο και αργότερα από τους μητροπολίτες Τρύφωνα και Μητροφάνη. Την πνευματικη καθοδήγηση των αδελφών είχε ο π. Σέργιος Μετσώφ, ο όποιος πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές και εξορίες και βρηκε μαρτυρικό θάνατο το 1941.
Το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της αδελφότητας έμελλε να διακοπεί με την επανάσταση. Το 1918, κατά την εβδομάδα της Πεντηκοστής, η Ελισάβετ συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην πόλη Αλαπαέβσκ στην ευρύτερη περιοχη του Αικατερίνμπουργκ. Στις 17 Ιουλίου, τη νύχτα πού δολοφονήθηκαν τα μέλη της τσαρικής οικογένειας Ρομανώφ, βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο Αλαπαέβσκ και η Ελισάβετ μαζί με τη μοναχή Βαρβάρα Γιαγκόβλεβα. Τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν το 1920 στο μοναστηρι της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στην Ιερουσαλήμ. Το 1992 οι μοναχές Ελισάβετ και Βαρβάρα ανακηρύχθηκαν αγίες από τη Ρωσική Εκκλησία.
Η αδελφότητα διαλύθηκε βίαια και οι ναοί έκλεισαν το 1926. Τα τελευταία χρόνια η αδελφότητα ανασυστήθηκε, για να συνεχίσει Αυγούστου 1990 στον κήπο, μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας, τοποθετήθηκε μνημείο προς τιμήν της αγίας και εγκαινιάστηκε από τον Πατριάρχη Αλέξιο.
Πηγή: Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος, Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές, 1917- 1922, Μέρος Γ΄: «Νέφος Μαρτύρων». Εκδόσεις Ακρίτας, Έκδοση δεύτερη, Δεκέμβριος 2001, ISBN 960-328-136-0.

Η Αγία Όλγα (11 Ιουλίου)



site analysis



Καταγόμενη από οικογένεια ευγενών της χώρας του Πσκωφ, με πρωτοβουλία της οποίας οι Βάραγγοι είχαν έλθει στη Ρωσία, η πριγκίπισσα Όλγα είχε λάβει από τον Θεό σπάνια ομορφιά και ευφυία. Μία ήμερα, ενώ περνούσε το μεγάλο ποταμό, το κάλλος της είλκυσε το νεαρό πρίγκιπα Ίγκορ και έτσι σε λίγο καιρό η Όλγα κατέβαινε στην ηγεμονία του Κίεβου για να τον νυμφευτεί (903). Το 945, όμως, ο μέγας ηγεμών Ίγκορ δολοφονήθηκε από τους Σλάβους της Βολυνίας και η αντιβασιλεία της ηγεμονίας του Κιέβου περιήλθε στην Όλγα μέχρι την ενηλικίωση του γιου της Σβιατοσλάβ (945-960). Κυβερνώντας με σοφία και ευσπλαγχνία και επιδεικνύοντας συνάμα έναν ενεργητικό χαρακτήρα, η πριγκίπισσα κατόρθωσε να συγκεντρώσει την μέχρι τότε διάχυτη εξουσία και μπόρεσε να βάλει τέλος στις φονικές εισβολές των σλαβικών φύλων. Οργάνωσε το εμπόριο και ευνόησε τις ανταλλαγές με το Βυζάντιο με σκοπό να προσφέρει στο λαό της τα σπέρματα του πολιτισμού. Το 957 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου έγινε δεκτή με τιμές από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος την τοποθέτησε μεταξύ των ανώτερων κυριών της αυλής του, όπου και φαίνεται πως έλαβε το Βάπτισμα από τον πατριάρχη Πολύευκτο με το όνομα Ελένη.
Επιστρέφοντας στη Ρωσία περιέτρεξε τη χώρα κηρύσσοντας τον Χριστό και ίδρυσε την πόλη Πσκωφ, μετά από τήν εμφάνιση μιας τριπλής ακτίνας φωτός που κατέβαινε από τον ουρανό. Κατά την απουσία του γιου της Σβιατοσλάβ που μετείχε σε εκστρατείες, η αγία Όλγα ανέλαβε τη μόρφωση των τριών γιων του, Ιαροπόλκ, Όλεγκ και Βλαδίμηρου· δεν κατάφερε όμως να τους βαπτίσει, εξαιτίας της αντίθεσης του πατέρα τους που παρέμενε αμετάπειστος ειδωλολάτρης. Το 969 αρρώστησε και προσπάθησε για τελευταία φορά να μεταστρέψει το μεγάλο ηγεμόνα, συνάντησε όμως την πείσμονα άρνησή του. Η αγία προείπε τότε την επικείμενη μεταστροφή της Ρωσίας στον Χριστιανισμό καθώς και το θλιβερό τέλος του γιου της, που δολοφονήθηκε τρία χρόνια αργότερα από τους Πετσενέγκους. Παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό στις 11 Ιουλίου 969. Τα λείψανά της μεταφέρθηκαν στο Κίεβο από τον άγιο Βλαδίμηρο, φυλάχθηκαν κρυμμένα κατά τις συχνές λεηλασίες της πόλης και δεν γνωρίζει κανείς που βρίσκονται σήμερα.
Παρά τις προσπάθειες της ισαποστόλου πριγκίπισσας, η μεταστροφή της δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στον λαό της· προετοίμασε εντούτοις εκείνην του εγγονού της Βλαδίμηρου [15 Ιουλ.] και έπαιξε το ρόλο της ζύμης για την ανάπτυξη του χριστιανικού βίου της Ρωσίας, «όπως ο φαεινός όρθρος που προηγείται της λαμπρής ήμερας».
(ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΙΟΥΛΙΟΣ), Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, σ. 120)

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης μιλάει για την Οσία Σοφία (Χοτοκουρίδου )της εκ Πόντου.



site analysis





Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη ΒαρθολομαίουΙερώτατε Μητροπολίτα Καστορίας κύριε Σεραφείμ, 
Ποιμενάρχα της θεοσώστου ταύτης Επαρχίας,
Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι Αδελφοί,
Εντιμότατοι Άρχοντες του τόπου,
 Τέκνα ημών εν Κυρίω αγαπητά,

Μετά πολλής χαράς και συγκινήσεως ετελέσαμεν σήμερον την Θείαν Λειτουργίαν εορτίως πανηγυρίσαντες την επίσημον κατάταξιν εις τας αγιολογικάς δέλτους της Ορθοδόξου Εκκλησίας της οσίας Μητρός ημών Σοφίας (Χοτοκουρίδου), της εκ Πόντου ορμηθείσης και εν τη Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας της θεοσώστου επαρχίας Καστορίας ασκητικώς διαλαμψάσης.

Συγχαίρει, σήμερον, η Ορθόδοξος Εκκλησία δια την κατάταξιν της Οσίας εν τοις Αγίοις αυτής. Συγχαίρουν οι απ  αἰῶνος όσιοι ασκηταί και ασκήτριαι, οι εν ταις ιεραίς μοναίς, ερήμοις, σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης ασκητικώς τελειωθέντες, έχοντες συνόμιλον την εν τοις εσχάτοις καιροίς διαλάμψασαν οσίαν Σοφίαν. Συγχαίρουν οι δίκαιοι οι εν τω κόσμω τον καλόν αγώνα αναλαβόντες και κατά του αρχεκάκου εχθρού ανδρισάμενοι, συγχορεύοντες φαιδρώς μετά της ταπεινής και καρτερικώς αγωνισαμένης Οσίας. Συγχαίρει και ο πιστός φιλόχριστος, φιλάγιος και φιλέορτος λαός, ο συναχθείς περιχαρώς ενταύθα σήμερον, αλλά και ο ιερός κλήρος και  σύμπας ο ευσεβής λαός της θεοσώστου ταύτης μητροπόλεως και της Ελλάδος ολοκλήρου, πολλοί εκ των οποίων εγνώρισαν την Αγίαν εν ζωή η ευηργετήθησαν θαυματουργικώς μετά θάνατον υπό αυτής, διότι εις τους εσχάτους τούτους χρόνους έχουν ένα νέον πρέσβυν προς Κύριον, την Οσίαν, η οποία παντοιοτρόπως συμπαρίσταται εις αυτούς εις τας ασθενείας, τας θλίψεις και τας δυσχερείας του βίου των.

Άγιοι είναι όσοι είδον τον Θεόν εν ζωή, «γνωστώς και ευαισθήτως», όπως γράφει ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, και ανεδείχθησαν σκεύη καθαρά προς υποδοχήν της Χάριτός Του. Όλοι οι Άγιοι είναι ασκηταί, όλοι έχουν αγωνισθή ασκητικώς, έστω και αν πολλά εκ των αγωνισμάτων αυτών έγιναν εν κρυπτώ και ημείς τα αγνοούμεν. Δια των αγώνων κατά των παθών και δια των ασκητικών ιδρώτων των, δι  ἐγκρατείας, μετανοίας και ταπεινοφροσύνης, απέδειξαν εμπράκτως ότι ηγάπησαν και αγαπούν τον Χριστόν, ότι θέλουν να ενοικήση Αυτός εις τας καρδίας των. Και Αυτός ήλθε και κατοίκησεν εντός των, τους επλημμύρισε δια της Χάριτος και της χαράς του Παραδείσου, μετεμόρφωσε την ύπαρξίν των και τους κατέστησε θεούς κατά χάριν, ώστε να ενεργούν υπερφυσικώς, δια προοράσεων, διοράσεων και θαυματουργικών ιάσεων των ψυχικών και σωματικών παθών, να στηρίζουν τους συνανθρώπους εις την εν Χριστώ ζωήν και να τους θωρακίζουν απέναντι εις τας δοκιμασίας, δυσχερείας και συμφοράς του βίου.

Τοιαύτη υπήρξε και η οσία Σοφία. Ήδη, ζώσα εις τον αγιοτόκον Πόντον, μετά τον θάνατον υιού και συζύγου, αφιέρωσεν όλην εαυτήν εις τον Θεόν, διάγουσα ασκητικώς εις τα όρη και συνδιαιτωμένη μετά των Αγίων. Δι  ἐμφανίσεως του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου πληροφορείται τον επικείμενον κίνδυνον και ειδοποιεί τους συγχωριανούς της περί της επικειμένης επιδρομής, ώστε να σωθούν. Κατά τον πλουν προς την νέαν της πατρίδα, μετά την ανταλλαγήν των πληθυσμών, βλέπει Αγγέλους Θεού και την Υπεραγίαν Θεοτόκον και μεσιτεύει ώστε να μη καταποντισθή το πλοίον και οι συμπλέοντες. Η Κυρία Θεοτόκος την αποστέλλει εις την ιεράν παρά την Κλεισούραν Μονήν της, δια να συνεχίση την άσκησιν εκεί, μαθητευομένη παρά τους πόδας του εναρέτου ιερομονάχου Γρηγορίου και να συντηρήση το ιερόν καθίδρυμα, όταν αυτό θα παραμείνη έρημον μοναχών.

Υπό λαϊκήν μέλανα περιβολήν θα ασκηθή εις την Ιεράν Μονήν της Θεοτόκου, ως ευάρεστος θυγάτηρ και θεραπαινίς αυτής, περί τον ήμισυν αιώνα και δεν θα την εγκαταλείψη έως τέλους του οσιακού βίου της. Κύριος και επίμονος στόχος της ήτο να αρέση εις Θεόν και όχι εις ανθρώπους. Δια τούτο, μετεχειρίζετο σχήματα σαλότητος, ώστε να αγνοήται η να επικρίνηται υφ  ὅσων έχουν σχήμα ευσεβείας αλλ  ἀρνοῦνται την δύναμίν της και υπό των φιλοπεριέργων και να αποφεύγη την δόξαν των ανθρώπων. Ανεγνωρίζετο όμως υπό των απλών, γνησίως ευλαβών και ταπεινών. Προσηύχετο αλλά και θα προσεύχεται στεναγμοίς αλαλήτοις δια τον κόσμον, διέβλεπε τα εσώτερα της καρδίας και προέβλεπε τα μέλλοντα. Ουδένα επλήγωσεν, ουδένα  εστενοχώρησε. Δεν εκράτησε χρήματα εις τας χείρας της, έως οβολού, αλλά διεσκόρπιζεν εις τους πένητας όσα οι άλλοι έδιδον εις αυτήν. Εστήριζε τους πίπτοντας, οδηγούσα εις μετάνοιαν και εναποθέτουσα αυτούς εις την στοργικήν φροντίδα της Θεομήτορος. «Η Παναΐα κι θα χαντ  σας» (δεν θα σας χάση η Παναγία) και «Πολλάν υπομονήν να κάμνετε», τους έλεγε.

Έζησεν επί δεκαετίας μόνη και ολίγοι εκ των ασκητικών αγώνων και κατορθωμάτων της θα γίνουν φανερά εις τους άλλους: Η έντονος νηστεία, η χαμαικοιτία, η ρακενδυσία, η αποφυγή της ανθρωπαρεσκείας, η αλουσία, η εγκαρτέρησις εις το ψύχος και την μεγάλην υγρασίαν της περιοχής, κλπ. Όμως, το πλείστον της κατά Χριστόν πολιτείας της θα παραμείνη κεκρυμμένον. Όπως έλεγεν ο οσιακής μνήμης μακαριστός π. Παΐσιος, ο Αγιορείτης, οι Άγιοι πράττουν εκατό, και ημείς γνωρίζομεν εξ αυτών τα πέντε. Ποίος γνωρίζει τας αγρυπνίας και διαπύρους προσευχάς, τους αγώνας και τας αντιπαρατάξεις προς τον πολέμιον της ημετέρας φύσεως, προς τας εξεγέρσεις των παθών και τας προσβολάς των εμπαθών λογισμών εις τα βάθη της καρδίας της Οσίας; Ποίος γνωρίζει πόσον αίμα έχυσε μέσα της, εκκόπτουσα το ίδιον θέλημα και ασπαζομένη το θέλημα του Κυρίου, δια να λάβη το Άγιον Πνεύμα; Μόνον ο Θεός.

Δια των εμφανών και αφανών αγώνων της η οσία Σοφία είλκυσε την χάριν του Κυρίου και εδοξάσθη υπ  Αὐτοῦ, αυτή η οποία παντοιοτρόπως απέφευγε την δόξαν των ανθρώπων. Και τοιουτρόπως σήμερον η χάρις και η ευλογία της, δηλαδή αυτή η χάρις και η ευλογία του Τριαδικού Θεού μας τον Οποίον ατενίζει πρόσωπον προς πρόσωπον, υπερβαίνει τα όρια της Κλεισούρας και της θεοσώστου επαρχίας της Καστορίας και εξαπλούται έως περάτων της γης. Η Οσία επισκέπτεται όσους την επικαλούνται και γίνεται αρωγός εις τας θλίψεις και ασθενείας των, σύμβουλος και φωτιστής εις τον βίον των. Όσον η ιδία εκρύπτετο από του κόσμου εν ζωή, τόσον την φανερώνει ο Κύριος μετά την οσιακήν κοίμησίν της. Και ούτως, η Ορθόδοξος Εκκλησία μαρτυρείται και αποδεικνύεται ζώσα, εφ  ὅσον αναδεικνύει Αγίους με υπέρ άνθρωπον ζωήν και με υπέρ φύσιν χαρίσματα κατά τους εσχάτους καιρούς, ότε εψύγη η αγάπη και επλήθυναν η ανομία και η απιστία των πολλών.

Είναι πλήρες ελπίδων το υπόδειγμα της οσίας Σοφίας. Δείχνει και εις ημάς σήμερον, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, πως είναι δυνατόν να προσεγγίσωμεν τον Κύριον και να Τον λάβωμεν εγκάτοικον μέσα μας, να αγιασθώμεν. Δείχνει πως η μετάνοια, η εγκράτεια, η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη και η εγκαρτέρησις εις τας αυλάς του Κυρίου οδηγούν προς την θέωσιν. Δείχνει πως και εις την εποχήν μας είναι εφικτή η αγιότης, εφ  ὅσον την θελήσωμεν και εμπράκτως την ζητήσωμεν από τον ένα Άγιον, ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν.

Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Η ζωή των αγίων είναι δι’ ημάς πρότυπον και παρηγορία. Πρότυπον δια να έλθωμεν και ημείς εις την υιοθεσίαν, εις την οποίαν μας εκάλεσεν ο Κύριος και να εισέλθωμεν εις πόλιν αγίαν, ειρηνευομένην, ζώσαν και μηδέποτε αποθνήσκουσαν, κεκοσμημένην με δόξαν άφθαρτον. Παρηγορία δια να μη εκλυώμεθα εις την οδόν, αναλογιζόμενοι τας δυσκολίας, τας βασάνους, τους κινδύνους, τα οποία υπέμειναν εκουσίως υπέρ του ηγαπημένου αυτών Χριστού οι άγιοι.

Αυτάς τας δυσκολίας έχοντες υπ' όψει, αγαπητοί, παραμυθούμεθα, διότι διαπιστούμεν ότι αυτός είναι ο κλήρος ημών των χριστιανών• ο σταυρός και όχι η άνεσις, ο κόπος και όχι η ανάπαυσις, η στενή και τεθλιμμένη οδός η απάγουσα εις την ζωήν και όχι η ευρεία η απάγουσα εις την απώλειαν. Δια τούτο, δεν πρέπει να μας τρομάζουν αι εξωτερικαί δυσκολίαι και αι ελλείψεις. Ας μη έχωμεν φόβον δια το μέλλον μας. Ας αγαπήσωμεν την δυσκολίαν μας, ας υπομείνωμεν την όποιαν πτωχείαν, στέρησιν, ασθένειαν η αδυναμίαν.

Αυτοί οι άγιοι, αδελφοί και τέκνα, ζήσαντες όπως και ημείς με σάρκα και ανάγκας επιγείους και με προβλήματα παρόμοια των ιδικών μας, κατώρθωσαν δια της απολύτου υπακοής των εις το θέλημα του Κυρίου να αποκτήσουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Πλέοντες και ημείς του παρόντος βίου την πολυκυμαινομένην θάλασσαν, έχομεν τους αγίους μονίμους φύλακας και προστάτας μας και ούτω, όπου και αν ευρισκώμεθα, δεν είμεθα μόνοι.
Αγαπητοί και φιλόθεοι Καστοριείς,
Έχοντες την ευλογίαν να ποιμαίνεσθε από ένα εκλεκτόν Αρχιερέα του Θεού, τον λίαν αγαπητόν αδελφόν και συλλειτουργόν ημών κύριον Σεραφείμ, αλλά και από καλούς και ευλαβείς κληρικούς, ως επληροφορήθημεν, μετά πολλής χαράς, αγωνίζεσθε, παρακαλούμεν και προτρεπόμεθα, ώστε να πλουτήτε καθημερινώς με ευαγγελικάς αρετάς και χαρίσματα, αυξάνοντες συνεχώς εις την καρδίαν σας ως καύσιμον ύλην την αγάπην σας προς τον Τριαδικόν Θεόν, την Μητέρα Εκκλησίαν και τους Αγίους μας. Τοιουτοτρόπως θα επιτρέπετε εις τον Θεόν να εισέρχεται εις την καρδίαν σας και να την απομακρύνη από την αγάπην προς τα πράγματα του αιώνος τούτου.

Εσείς οι σημερινοί κάτοικοι της πόλεως ταύτης αποτελείτε τον έμψυχον θησαυρόν της Ιεράς Μητροπόλεως, τα εκλεκτά και ηγαπημένα τέκνα της, τέκνα συγχρόνως ευλογημένα και της πνευματικής Μητρός όλων μας, της Αγίας Εκκλησίας. Προσπαθήσατε να βοηθήτε το έργον αυτής και να μετέχετε αδιαλείπτως εις την αγιαστικήν ζωήν της, παραμένοντες πάντοτε κύκλω του αγίου Θυσιαστηρίου, ηγαπημένοι και ηνωμένοι και ομονοούντες, ως σήμερον, έχοντες τον νουν και τας καρδίας σας εστραμμένας προς την μόνιμον πατρίδα όλων μας, την Βασιλείαν του Θεού.

Ευχόμεθα, όθεν, πατρικώς, εκ βάθους καρδίας, ο Κύριος ημών, δια πρεσβειών της παναχράντου Μητρός Του και της δούλης Αυτού και θεραπαινίδος της Θεοτόκου οσίας Σοφίας, της εν Κλεισούρα της Καστορίας ασκητικώς διαλαμψάσης, να ευλογή πλουσίως τον ιερόν κλήρον και τον φιλόχριστον λαόν της θεοσώστου επαρχίας ταύτης, της Ελλάδος και σύμπαντος του κόσμου, να αγιάζη όλους ημάς ολοτελείς και να παρακινή ημάς εις μίμησιν, κατά το δυνατόν έκαστος, της θαυμαστής πολιτείας αυτής, εις δόξαν και έπαινον της αγιοτόκου Ορθοδόξου Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. 


Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Η έγκλειστη Γερόντισσα Χριστίνα της Δράμας († 23.6.2012)



site analysis



Εκοιμήθη το Σαββάτο 23 Ιουνίου 2012 σε ηλικία 87 ετών η γερόντισσα Χριστίνα. Η γερόντισσα γεννήθηκε το 1925 στον Ακρίτα Κιλκίς, ενώ ασκήτευε έγκλειστη για πολλά χρόνια
Η γερόντισσα γεννήθηκε το 1925 στον Ακρίτα Κιλκίς, ενώ ασκήτευε έγκλειστη για πολλά χρόνια στο ερημητήριο που η ίδια είχε ανεγείρει στην ΠρασινάδαΠαρανεστίου.
Έγινε μοναχή στον φρικτό Γολγοθά (στα Ιεροσόλυμα) από τον μακαριστό Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο, και στη συνέχεια μεγαλόσχημη μοναχή από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου (Σινά) κ. Δαμιανό.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η γερόντισα Χριστίνα έζησε ερημητικό βίο στο Σινά.
Επίσης υπήρξε Κτήτορας της Ιεράς Μονής Παναγίας Παγγαιοτίσης, της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως.

Απο εκεί με την ευλογία του πνευματικού της, αειμνήστου γέροντα Ευσεβίου Βίτη, ανεχώρησε στο Παρανέστη για να ζήσει ερημητικό βίο.
Να σημειωθεί ότι ήταν ίσως η μοναδική στην Ελλάδα ερημίτης – έγκλειστη μοναχή, η οποία βοήθησε πάρα πολύ κόσμο με την προσευχή της και τις πνευματικές νουθεσίες.


ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 
***

Τελέστηκε την Κυριακή 24 Ιουνίου 2012 η κηδεία της έγκλειστης ασκήτριας Χριστίνας, η οποία εκοιμήθη το Σάββατο 23 Ιουνίου σε ηλικία 87 ετών.
Την Εξόδιο Ακολουθία τέλεσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, συμπαραστατούμενος από πλειάδα Ιερών στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Πρασινάδας Παρανεστίου.
Στη συνέχεια ο έγινε ο ενταφιασμός της μακαριστής γερόντισσας Χριστίνα, στο Ησυχαστήριο της όπου ήταν και η επιθυμία της [στον τάφο που η ίδια είχε ετοιμάσει].
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μαρτυρίες πιστών, κατά τη διάρκεια της Εξοδίου Ακολουθίας πολλοί ήταν εκείνοι που έζησαν κάτι θαυμαστό.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος αναφερόμενος στην γερόντισσα, έκανε λόγο για μια αγία μορφή των ημερών μας.
"Πολλά είναι τα περιστατικά που μπορώ να διηγηθώ, τα οποία αποδεικνύουν την παρρησία που είχε η γερόντισσα στον Θεό" ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Παύλος.
Τέλος ο Σεβασμιωτάτος αναφέρθηκε στον έγκλειστο βίο της, καθώς και στην ασκητική της ζωής.


Πρακτορείο ειδήσεων Ρομφαία

  
 

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ MYΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ "ΑΠΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΕΣ ΤΗΣ"



site analysis





ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΤΗΝ ΘΕΛΟΥΝ ΑΓΙΑ,


ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΗ,



 ΠΑΡΑ ΛΑΪΚΗ, ΣΟΦΙΑ.







Θαμα τς γίας Γεροντίσσης Μυρτιδιωτίσσης

τς σκητρίας τς Κλεισούρας (+1974)

ποδεικτικ κα Βεβαιωτικ

τς Μοναχικς διότητος κα νομασίας Ατς


           

ΤΟΝ τελευταῖο καιρὸ παρετηρήθη ἔντονος κίνησις, γιὰ τὴν ἐπίσημη Διακήρυξι τῆς Ἁγιότητος τῆς Ὁσίας Γεροντίσσης Μυρτιδιωτίσσης, κατὰ κόσμον Σοφίας Χοτοκουρίδου, ἡ ὁποία, καταγομένη ἀπὸ τὸν Πόντο, ἀσκήτευσε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας στὴν Κλεισούρα τῆς Δυτ. Μακεδονίας καὶ ἐκοιμήθη ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (23.4.1974) μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο.


Τὶς ἡμέρες δὲ αὐτές, γίνεται πυρετώδης προσπάθεια τῆς μητροπόλεως Καστορίας τοῦ νέου ἡμερολογίου, νὰ λάβη χώρα ἡ «Ἁγιοκατάταξις» Αὐτῆς μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου.


Στὸ σχετικὸ ὑλικὸ ποὺ κυκλοφορεῖ (κείμενα, εἰκόνες κλπ.), ὑπάρχει ἡ ἐπίμονος παρουσίασις τῆς Ἁγίας ὡς ἁπλῆς λαϊκῆς, ὡς Σοφίας, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζεται ἡ Μοναχικὴ Ἰδιότης τῆς Ὁσίας Γεροντίσσης καὶ χωρὶς καμμία ἀπολύτως ἀναφορὰ στὸ Μοναχικὸ Ὄνομα Αὐτῆς, τ.ἔ. Μυρτιδιώτισσα.


Τοῦτο βεβαίως δὲν τιμᾶ καθόλου τοὺς νεόκοπους τιμητὲς τῆς Ἁγίας Γεροντίσσης καὶ δεικνύει τὸ μέγεθος τῆς πεισμόνου ἀσεβείας των, ἐφ’ ὅσον τολμοῦν μετὰ θάνατον νὰ τὴν «ἀποσχηματίζουν» καὶ «ξε-μοναχιάζουν». Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς συγχωρήση καὶ ἡ Ἁγία Γερόντισσα νὰ μὴ τοὺς καταλογίση τὸ τόλμημα αὐτό!
     

     Ἡ Ἁγία Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα ἐκάρη νομίμως καὶ κανονικῶς Μοναχὴ καὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ τονίσουμε τοῦτο ἐμφαντικῶς, ὑπενθυμίζοντες ὅτι τὸ Μοναχικὸ Σχῆμα εἶναι ἀνεξάληπτος δωρεὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν αἴρεται ἀπὸ κανέναν μὲ κανένα τρόπο!


Ἡ Ὁσία Γερόντισσα ἐδέχθη τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1971, μετονομασθεῖσα ἀπὸ Σοφία σὲ Μυρτιδιώτισσα Μοναχή, ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιμανδρίτη π. Κυπριανό, μετέπειτα Μητροπολίτη Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης Φυλῆς Ἀττικῆς. Ἀνάδοχος παρέστη ἡ μακαριστὴ ἤδη Γερόντισσα Μαρία Μυρτιδιώτισσα Μοναχή, Κτητόρισσα καὶ Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Οἰνουσσῶν Χίου.


Περιγραφὴ ὅσων θαυμαστῶν ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν πλουσίως εὐλογημένη ἐκείνη περίστασι, παρατίθεται στὸ βιβλίο τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου κ. Κυπριανοῦ, Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα,  σκήτρια τς Κλεισούρας, 1886-1974, Φυλὴ Ἀττικῆς 1998, σελ. 153-159. Ἡ δὲ πνευματικὴ σχέσις τῆς Ἁγίας Γεροντίσσης μὲ τὸν βιογράφο της Σεβασμ. Μητροπολίτη κ. Κυπριανὸ ἦταν τόσο θερμὴ καὶ ἀδιάσπαστος, ὥστε ἡ Ἁγία Μυρτιδιώτισσα νὰ διακηρύσση, ὅτι μέσα στν καρδιά της, μετ τν Χριστό μας, πρχε  π. Κυπριανός!
      

Τὸ ἀκόλουθο Θαῦμα, τὸ ὁποῖο γιὰ πρώτη φορὰ δημοσιεύεται, ἀποδεικνύει καὶ βεβαιώνει πασιφανῶς, ὅτι ἡ Ἁγία Γερόντισσα εἶχε πλήρη συνείδησι καὶ συναίσθησι τῆς Μοναχικῆς ἰδιότητός της καὶ τοῦ Μοναχικοῦ ὀνόματός της, ὥστε νὰ ἀπαιτήση νὰ δοθῆ αὐτὸ σὲ παιδὶ ποὺ θὰ ἐγεννᾶτο μετὰ τὴν πρὸς Κύριον ἐκδημία της...


Τὸ ἀδιαμφισβήτητο αὐτὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι βεβαίως τὸ μοναδικό, ὁμιλεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀποτελεῖ δὲ τιμὴ πρὸς τὴν Ἁγία Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα καὶ θέτει πρὸ τῶν εὐθυνῶν τους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι πίπτουν στὸ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα τῆς ἀρνήσεως τῶν Δωρεῶν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. 
*  *  *
   

       Η ΕΥΛΑΒΗΣ Εὐθυμία Νικολαΐδου, κάτοικος Θεσσαλονίκης, πνευματικὸ τέκνο τοῦ τότε Ἀρχιμ. π. Κυπριανοῦ, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Κυπριανοῦ Φυλῆς, ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὴν Ἁγία Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας στὴν Κλεισούρα καὶ συνωμιλοῦσε μαζί της.


Σὲ μία ἐπίσκεψί της, ὀλίγους μόλις μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν Κοίμησι τῆς Ὁσίας, ἡ Γερόντισσα τῆς ἀπεκάλυψε τὰ ἑξῆς:
     

     «Τώρα πο θ πιστρέψης στν Θεσσαλονίκη, θγνωρίσης να ρραβωνιασμένο ζευγάρι, πο ψάχνουν κουμπάρο γι ν τος παντρέψη. 
Ν τος παντρέψης σ κα ν βαφτίσης τ πρτο παιδάκι πο θ κάνουν, πο θ εναι κορίτσι, κα ν το δώσης τνομά μου· ν τ πς ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ»!...


     Πράγματι, ἡ γυναίκα ὅταν ἐπέστρεψε, γνώρισε τὸ ζεῦγος, τὸν Νικόλαο Γράμπα, τέταρτο υἱὸ τοῦ παλαιμάχου ἀγωνιστοῦ τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου Ἀντωνίου Γράμπα (+ 1996), καὶ τὴν Θεοδώρα Κλησσιάρη τοῦ Κωνσταντίνου, κατοίκους Κυμίνων Θεσσαλονίκης. Τοὺς ἔκανε τὴν πρότασι, σύμφωνα μὲ τὰ λεχθέντα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γερόντισσα, ἀλλὰ δὲν τοὺς εἶπε τίποτε γιὰ τὸ φῦλο καὶ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου παιδιοῦ, παρὰ μόνο ὅτι εἶχε τάμα νὰ δώση ἐκείνη ἕνα ὄνομα στὸ πρῶτο τους παιδί. Ἐκεῖνοι δέχθηκαν.
         

 Ὁ Γάμος τελέσθηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων ΙΒ΄ Ἀποστόλων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, τὸν Νοέμβριο τοῦ 1974, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα εἶχε ἤδη κοιμηθῆ ἐν Κυρίῳ πρὸ ἑπτὰ περίπου μηνῶν. Ἡ δὲ Βάπτισις τοῦ πρώτου παιδιοῦ, τὸ ὁποῖο πράγματι ἦταν κορίτσι, ἔγινε καὶ πάλι στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων ΙΒ΄ Ἀποστόλων τὸ 1976. Στὶς ἐπίμονες ἐρωτήσεις τοῦ πατέρα, Νικολάου Γράμπα, σχετικὰ μὲ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ δινόταν στὸ παιδί, ἡ νονὰ ἀπαντοῦσε· Μν νησυχτε· τ νομα πο θ δώσω στ παιδ θ σς ρέση· εναι πολ ραο νομα!


          Ὅταν οἱ συγγενεῖς ἄκουσαν τὸ ὄνομα ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ, ξαφνιάστηκαν! Μάλιστα, ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο γιαγιᾶδες ἔλεγε μισοελληνικὰ-μισοβουλγάρικα: «Σιὸ (τὶ) ὄνουμα εἶνει αὐτό, Ματσανιώτισσα»!! Σύντομα ὅμως τὸ ξεπέρασαν, μὲ τὴν βοήθεια μάλιστα καὶ τῆς νονᾶς, ἡ ὁποία τοὺς ἐξήγησε πλέον λεπτομερῶς τὰ περὶ τῆς προρρήσεως τῆς Ἁγίας Γεροντίσσης Μυρτιδιωτίσσης τῆς Κλεισούρας καὶ τοὺς εἶπε: ν θέλετε, μπορετε ν τν φωνάζετε ΜΥΡΤΩ, λλ ταν θ κοινων κα ταν θπαντρευτ ερέας ν τν ποκαλ κανονικ μ τ νομά της: ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ.


          Ἡ Μυρτιδιώτισσα (Μυρτὼ) Γράμπα εἶναι σήμερα παντρεμμένη καὶ ζῆ στὰ Νέα Μάλγαρα Θεσσαλονίκης, οἱ δὲ γονεῖς της Νικόλαος καὶ Θεοδώρα κατοικοῦν στὰ Κύμινα καὶ εἶναι ἐνορίτες τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μας τῶν Ἁγίων ΙΒ΄ Ἀποστόλων. Ἡ εὐσεβὴς νονά, Εὐθυμία Νικολαΐδου, εἶχε κοιμηθῆ ἐν Κυρίῳ περὶ τὸ 1979-1980, ὅταν ἡ ἀναδεκτή της ἦταν ἀκόμη πολὺ μικρή.    


          Ἡ Ἁγία Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα εἴθε νὰ πρεσβεύη στὸν Θεὸ γιὰ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ὥστε νὰ ἀληθεύουμε πάντοτε στὴν Πίστι καὶ τὴν Ζωὴ καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς θείας Μακαριότητος!



• πιμέλεια-παρουσίασις: + πίσκοπος Γαρδικίου Κλήμης (12/25.6.2012). Εχαριστίες φείλονται σσους βοήθησαν στν συλλογ στοιχείων γι τ Θαμα κα μάλιστα στν κ. Νικόλαο Πολχρο, γι τν πρώτη καταγραφή του.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

«Γυναικεία Ἀνδραγαθήματα»



site analysis

ποσπάσματα πό τό βιβλίοΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ 

Γυναικείος Ὀρθόδοξος Μοναχισμός.
Κεφ.: «Γυναικεία Ἀνδραγαθήματα», (Σχόλια), σσ. 118-119.


Εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀφιλαυτία καὶ τὴν ὑπακοὴ τῆς Κοινοβιάτισσας ὁσίας Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ (812-892), ὄχι μόνο μὲ τὴν ὑπηρεσία της ὡς ἀχρείας δούλης τῶν ἀδελφῶν σὲ βαριὰ διακονήματα, μὲ τὴν ἀποδοχὴ ταπεινώσεων καὶ μὲ τὴ γενναία παραίτηση ἀπὸ τὸ μητρικὸ φίλτρο πρὸς τὴ μοναχὴ θυγατέρα της ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἠθελημένη κακοπάθεια τῆς χαμαικοιτίας σὲ ψάθα σὲ βαρεῖς χειμῶνες καὶ μὲ τὴν ἀνδρεία πρόθυμη καὶ ἐν πίστει ἀποδοχὴ παιδαγωγικοῦ ἐπιτιμίου νὰ δια-νυκτερεύσει στὸ ὕπαιθρο μιὰ νύχτα μὲ ραγδαία βροχή, λυσσασμένο ἄνεμο καὶ χιόνι: ... αἱ τοῦ ὄμβρου σταγόνες κατὰ τοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καὶ τῶν ὤμων κειμένου ῥάκους κρυσταλλωθεῖσαι, ἐκρέμαντο. Κατὰ τὸ λόγο τῆς ἡγουμένης της, ἄγγιζε τὰ μέτρα τῶν τεσσαράκοντα μαρτύρων.
Τὴν ἔκθεση στὸ κρύο καὶ κατάβρεξη μὲ παγωμένα νερὰ ὑπέμειναν ὅλες οἱ ρωσίδες διὰ Χριστὸν Σαλὲς τοῦ 19ου αἰ. (Πάσα τοῦ Σάρωφ, Εὐγενία Θεοφάνοβνα, κ.ἄ.), ἰδιαίτερα μάλιστα ἡ μεγάλη ὁσία Πελαγία Ἰβάνοβνα (1809 Ἀρζαμὰς – 30 Ἰαν. 1884 Ντιβέγιεβο), ἡ ὁποία ἀπὸ παιδὶ ὑπέμεινε καὶ σκληροὺς ξυλοδαρμοὺς ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό της περιβάλλον καὶ τὸ σύζυγό της ἀργότερα, ποὺ τὴ χτυποῦσε μὲ ρόπαλα μέχρις αἵματος, τὴν ἄφηνε νηστική, τὴν κλείδωνε στὸ κρύο, τὴν ἔδενε μὲ ἁλυσίδες. Ὅταν τελικὰ στὸ Ντιβέγιεβο ἀνατέθηκε ἡ φροντίδα της σὲ καλὴ διακονήτρια, ἡ ἀσκήτρια ἀναπλήρωνε τὴν ἀπώλεια τῆς ἔξωθεν σκληρότητας ὑποπιάζοντας τὸ σῶμα της ἡ ἴδια. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες της δέχτηκε πλῆθος χαρισμάτων (διορατικό, προφητικό, ἰαματικὸ κ.ἄ.). Στάθηκε ἡ μεγάλη προστάτιδα τοῦ Ντιβέγιεβο καὶ ὅλης τῆς Ρωσίας.

Ἕνα αἰώνα ἀργότερα στὴν Ἑλλάδα ἡ διὰ Χριστὸν Σαλὴ Ταρσώ (†1989), βιώνοντας ἐν μετανοίᾳ τὴ μίμηση τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν πιὸ ἀπόλυτη μορφή της, ἔμεινε τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ἀσκήσεώς της χωρὶς στέγη στὸ ὕπαιθρο. Πολλὲς φορὲς τὴν εἶδαν μέσα στὴ βροχὴ νὰ κάθεται κρατώντας μιὰ λαμαρίνα στὸ κεφάλι καί, ἄλλοτε, παρὰ τὴ νεροποντὴ ἡ μὴ ἔχουσα ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ νὰ μένει ἄβροχη ἤ, παρὰ τὶς νυχτερινὲς χιονοπτώσεις νὰ παραμένει στεγνή, ἔχοντας ἕνα μέτρο γύρω της τὸν τόπο χωρὶς χιόνι. Μόνο καθὼς γερνοῦσε, ἔφτιαξε μόνη μὲ τσιμεντόλιθους χαμηλὴ καλύβα μὲ μιὰ κουρελοῦ στὸ ἄνοιγμα καὶ στὴν ὀροφὴ λαμαρίνες ποὺ ἔπαιρνε συχνὰ ὁ ἄνεμος. ῾Ο περιβάλλον χῶρος ἦταν ἕνας ἀφόρητος σκουπιδότοπος. ῾Υπέμενε στὶς πληγές της μυρμήγκια ἢ σφῆκες. ῾Υπέμεινε τὴ ρυπαρότητα τῆς σαλότητας καὶ τὴν ἐν γένει ἐξ αὐτῆς παραίτηση ἀπὸ κάθε ἔννοια λογικότητας καὶ κύρους, τὴν καταφρόνεση τῶν ἄλλων, τὴ μοναξιά. Δὲν ξάπλωνε ποτέ. ῾Ησύχαζε καθιστὴ σὲ ἕνα μικρὸ πάγκο.

῾Η Γ. Σοφία Χοτοκουρίδου τῆς Κλεισούρας ἔζησε τὸν ἄκρως μετανοϊκὸ βίο της σὲ συνθῆκες μεγαλύτερου παγετοῦ καὶ ὑγρασίας, τυλιγμένη μὲ ποντικοφαγωμένο σάλι ἢ παλιοκουβέρτα καὶ ἀδειάζοντας ἀλύπητα στὰ ξυλιασμένα πάντα ξυπόλυτα πόδια της κουβάδες μὲ παγωμένο νερό. Ὅταν τύχαινε νὰ τὴν ξεχάσουν καὶ νὰ τὴν κλειδώσουν τὴ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὴ Μονή, δὲν παραπονιόταν. Ἕνα πρωῒ τὴ βρῆκαν ἔτσι σκεπασμένη μὲ χιόνι κι ὡστόσο ζεστή.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Η ΑΓΙΑ ΝΤΥΜΦΑ - ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕ ΨΥΧΙΚΟ ΝΟΣΗΜΑ



site analysis





*******



Η αγία Ντύμφα ήταν κόρη του τοπικού βασιλιά κάποιας περιοχής της Ιρλανδίας τον 7ο αι. μ.Χ. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης, αλλά η μητέρα της χριστιανή κι έτσι η κοπέλα αγάπησε το χριστιανισμό & βαφτίστηκε κρυφά απ' τον πατέρα της. Η ζωή της ήταν πολύ πνευματική και, αφοσιωμένη στο Χριστό, έδωσε υπόσχεση αγνότητας.
Μετά το θάνατο της μητέρας της, ο βασιλιάς πένθησε τρομερά, όμως με τον καιρό θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Ανάθεσε λοιπόν στους ανθρώπους του να του βρουν μια όμορφη και καλή σύζυγο. Εκείνοι όμως, αφού ερεύνησαν, του είπαν πως δεν υπάρχει πιο όμορφη και συνετή γυναίκα στο βασίλειό του από την κόρη του! Τότε ο βασιλιάς αποφάσισε να παντρευτεί την κόρη του!
Η Ντύμφα, μπροστά σ' αυτό τον τρομαχτικό πειρασμό, το 'σκασε με τη βοήθεια του πνευματικού της, του αγίου ιερέα Gerebran. Ο βασιλιάς όμως τους καταδίωξε, τους ανακάλυψε σ' ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Cheel [ή Geel], κοντά στη σημερινή Αμβέρσα, και τους σκότωσε και τους δυο. Ήταν 15 Μαΐου, κάπου μεταξύ 620 & 640 μ.Χ., και η αγία ήταν 15 χρονών.
Άλλη μια αγία λοιπόν δολοφονημένη από τον πατέρα της, όπως η αγία Βαρβάρα, η αγία Φιλοθέη του Άρτζες, η σύγχρονη νεομάρτυς Ντανιέλα από το Βουκουρέτσι κ.λ.π. Αλλά και το μαρτύριο της αγίας Θωμαΐδος της Αλεξάνδρειας δεν είναι άσχετο.
Σύντομα άρχισαν να σημειώνονται θαύματα, που σχετίζονταν κυρίως με θεραπείες ψυχοπαθών. Έτσι πολλοί άρχισαν να επισκέπτονται το Cheel και να προσκυνούν στον τάφο της αγίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην κοινότητα μια παράδοση φιλανθρωπίας, φιλοξενίας και φροντίδας ανθρώπων με ψυχικό νόσημα, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η βιογραφία της συντάχθηκε το 13ο αιώνα, αλλά υπάρχουν και πολλά καταγεγραμμένα θαύματά της από τους Βολλανδιστές. Η αγία Ντύμφα είναι μια αγία του ορθόδοξου παρελθόντος της Δύσης και, παρόλο που τιμάται ιδιαίτερα από τη Δυτική Εκκλησία, είναι μια ορθόδοξη αγία. Ας έχουμε την ευχή της, ιδιαίτερα οι αδελφοί μας που χρειάζονται τη βοήθειά της.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Eldress Agatha: Mother of Elder Cleopa Ilie



site analysis


 

Eldress Agatha Ilie (1876 - 1968), formerly known as Maria before being tonsured a nun, was the mother according to the flesh of one of the greatest hesychasts of modern Romania - Elder Cleopa Ilie.

She was from Soulitsa in the district of Botosani. Her husband was named Alexander, who was a cow merchant for a living. God blessed them with ten children. From a young age this pious couple taught their children to love the ecclesiastical services, to pray, and to flee temptations in their personal lives. Nearby their village was the Kozantsea-Botosani Skete, where Fr. Paisios Olarou struggled, who became the spiritual father of Elder Cleopa as well as the entire family. This is where the children of this large family would go to pray and to listen to the teachings of Elder Paisios, as well as help graze the animals of the Skete.

But God, Who alone is All-Good, and Whose ways are beyond comprehension, allowed this large pious family to suffer many bitter trials. One by one each child was taken from this life, much like the children of Job. This occurred between 1915 and 1935, by the will of God. John died at the age of 16. After a year his sister Porphyria died at the age of 18. After two years the 26 year old Maria died. Their mother Maria was in deep sorrow constantly for the loss of her children. She would go to the Skete and Elder Paisios would console her saying that she was sending angels to heaven. Her sorrow would continue after a few years when Basil and George left to become monks at Sihastria Monastery, and in 1931 she was informed that Basil had died as well. George, who had taken the name Gerasimos, would die two years later. One year later another terrible loss came upon Maria, when her daughter Katherine died; she was only 20 years old and was a novice at Agapia Monastery. Eight children had died at this point, and two were left for her consolation. Every time a child was taken from her, Fr. Paisios would say: "Your children are chanting to God like angels, Maria. There you will meet again." In 1949 Maria went to inform Fr. Paisios that her ninth child died, named Michael. He told her: "Your nine children have gone to the Lord and received nine martyric crowns." Shortly after this her husband, Alexander, died. Her last surviving child, Constantine, had already gone to become a novice at Sihastria Monastery in 1936, and came to be known as Cleopas upon his tonsure. Cleopa was urging his mother at this point to become a nun, and Fr. Paisios informed her: "Go Maria, you also become a monastic and pray for the living and the dead."

In the winter of 1946 Maria went to join a convent, at the age of 70, after first visiting Sihastria Monastery to venerate the tombs of her two sons. From there she went by carriage to the Monastery of Old Agapia, where she stayed for good. There she took the name Agatha and lived for another 22 years. All her life she was illiterate and could not read books or the Divine Services. What characterized her was her goodness and innocence of soul. Her soul was child-like, without evil, without pride, without bad thoughts in her mind. Whatever somebody told her, she believed, and whatever she was asked to do, she did with obedience, because she loved everybody and had no discrimination. She spoke with everyone, and cried for the misfortune and pain of all people.

 

When she was asked what obedience she had at the Monastery, she would respond: "I cut wood with the saw, I take care of the flowers, and I help with the cooking." Another job she had was to go into the woods all day to gather sticks for the kitchen, the whole time praying while she worked, and she would return before sunset.

One year before her repose, she ceased altogether speaking of her children. If a nun happened to ask Sister Agatha about her children, she would groan a little bit, but then be happy as a child, saying: "How good are these sisters. They care for me like a mother. Behold, here I am alone. Abbess Olympia also reposed. I have remained alone."

Her only consolation now was the Church and the Sisters who took care of her in her cell. She lived the 22 years of her monastic life with humility, prayer, silence, love, quietude, and spiritual prayer.

Old Agapia Monastery was a haven for Eldress Agatha. Though she sent all but one of her children to heaven before her own repose, through prayer she was ever near them together with all the saints through the grace of the Holy Spirit. In the Monastery she found comfort and peace of soul. In the summer of 1968 Eldress Agatha began to feel weak. She only had the strength to walk to the balcony of her cell to catch some warmth from the rays of the sun. For a few days she was bedridden. "Eldress Agatha, won't you eat some food? Here are a few apples," said the nuns who took care of her. To this she responded: "Apples I will eat in Paradise, where I am going soon." On 15 September 1968, at the age of 92, her soul went to Paradise, after saying farewell to the entire Sisterhood of the Monastery.