site analys,is
«Καμία γυναίκα δεν υπήρξε πιο ευγενής,
καμία δεν έχει αφήσει τόσο έντονη τη σφραγίδα
της προσωπικότητάς της πάνω στις ποτισμένες
με αίμα σελίδες της ρωσικής ιστορίας».
Μεγάλος δούκας Αλέξανδρος Μιχαήλοβιτς
Η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1864 (το δεύτερο από τα επτά παιδιά που αριθμούσε η δουκική οικογένεια), κόρη του Μεγάλου δούκα Λουδοβίκου IV της Δαρμστάτης (πρωτεύουσα της Έσσης) και της πριγκίπισσας Άλις, θυγατέρας της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας. Μέσα στην οικογένεια την ονόμαζαν «Έλλα».
Η πριγκίπισσα Άλις ήταν μητέρα και σύζυγος γεμάτη φροντίδα και τρυφερότητα. Δεν ενέπνευσε στα παιδιά της μόνο αισθήματα για τη μουσική και την τέχνη αλλά έθεσε και σταθερά χριστιανικά θεμέλια. Ωστόσο, η τόσο στενά δεμένη δουκική οικογένεια, το 1878 εξαιτίας κάποιας επιδημίας, είχε την τραγική απώλεια μητέρας και ενός παιδιού με αποτέλεσμα το βάρος της ευθύνης να πέσει στις δύο μεγαλύτερες αδελφές Βικτωρία και Ελισάβετ. Έτσι, οι ημέρες της ξένοιαστης παιδικής ηλικίας τελείωσαν απότομα για την Ελισάβετ.
Η πριγκίπισσα Ελισάβετ γινόταν μια ασυνήθιστα όμορφη νεαρή γυναίκα, ψηλή και λεπτή, με χαριτωμένα χαρακτηριστικά. Παρουσίαζε μια πλήρη απουσία εγωϊσμού, προσπαθώντας πάντοτε να ικανοποιήσει και να βοηθήσει τους άλλους, συχνά εις βάρος της. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν κατηγορούσε τους άλλους. Από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η βαθιά θρησκευτικότητα και η ανιδιοτελής αγάπη για τους άλλους.
Το 1881, όταν οι δύο αδελφές, Βικτώρια και Ελισάβετ άρχισαν να κάνουν τις πρώτες τους κοινωνικές εμφανίσεις, ο κόσμος έλεγε ότι ήταν οι πιο επιθυμητές νύφες από όλους τους Γερμανικούς οίκους των ευγενών. Αλλά η καρδιά της πριγκίπισσας Ελισάβετ ανήκε αληθινά στο Μεγάλο δούκα Σέργιο. Από τα πρώτα νεανικά της χρόνια τον συμπάθησε, όταν συναντήθηκαν κατά την διάρκεια των μακρών του επισκέψεων στο Γιούγκενχαϊμ με τη μητέρα του. Ο Μεγάλος δούκας γεννήθηκε το 1857 και ήταν ο 5ος γιος του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου ΙΙ. Ψηλός και ξανθός, με λεπτά χαρακτηριστικά και γκριζοπράσινα μάτια, ο Σέργιος, όμοια με τα περισσότερα μέλη του οίκου των Ρομανώφ, ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Χωρίς την ελάχιστη επίδειξη βοηθούσε πολλούς που είχαν ανάγκη.
Έφτασε, λοιπόν, η στιγμή η Ελισάβετ νά ετοιμαστεί για το μακρινό ταξίδι στη Ρωσία και τον αναπόφευκτο χωρισμό απο τους αγαπημένους της. Ολόκληρη η δουκική οικογένεια την συνόδευσε στη Ρωσία για το γάμο. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε με ασυνήθιστη μεγαλοπρέπεια. Όλοι θαύμαζαν την ομορφιά, τη χάρη και τη γοητεία της. Η θριαμβευτική είσοδος της πριγκίπισσας Ελισάβετ στην πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, έλαβε χώρα την παραμονή της ημέρας του γάμου της.
Η γαμήλια τελετή, έγινε σύμφωνα με την ορθόδοξη ιεροτελεστία στο παρεκκλήσιο των χειμερινών Ανακτόρων. Μετά από την τελετή αυτή έγινε μια προτεσταντική ακολουθία σε μια από τις αίθουσες υποδοχής των Ανακτόρων (η πριγκίπισσα Ελισάβετ δεν ήταν υποχρεωμένη να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία προκειμένου να παντρευτεί ένα Ρώσο Μεγάλο δούκα˙ παρέμενε Λουθηρανή προς το παρόν). Οι νεόνυμφοι πήγαν για το μήνα του μέλιτος στο Ιλυίνσκοϊε, στο κτήμα του Μεγάλου δούκα. Η Ελισάβετ συνόδευε το σύζυγό της, όπου κι αν πήγαινε, παραμένοντας όρθια μαζί του σ’ όλη τη διάρκεια των μακρών εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ο Μεγάλος δούκας ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και όταν γονάτιζε μπροστά στις εικόνες και με σεβασμό τις ασπαζόταν, η Μεγάλη δούκισσα, ως προτεστάντις, δεν ήξερε πως θα έπρεπε να ενεργήσει, αλλά επιθυμώντας να δείξει σεβασμό για ό,τι ήταν ιερό, γονάτιζε με μια χαμηλή ευγενική υπόκλιση μπροστά στις εικόνες. Όταν ο σύζυγος της ασπαζόταν το σταυρό και το χέρι του ιερέα αυτή ακολουθούσε το παράδειγμά του.
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη, η Ελισάβετ έγινε δεκτή από την αυτοκρατορική οικογένεια με πολύ ζεστασιά καθώς όλοι είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά, την ευγένεια, την λεπτότητα και την πνευματικότητά της. Παρά την ευρύτερη, όμως κοινωνική της επιτυχία, τις ατελείωτες εξόδους και υποδοχές η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δοκίμαζε μια νοσταλγία για τη μόνωση και την ησυχία. Όποτε μπορούσε, συνήθιζε να κάνει μοναχικούς περιπάτους στα πάρκα το Τσάρσκογιε Σέλο, της Γκατσίνα ή του Πέτερχοφ και ν’ αναζητά έναν παράμερο τόπο όπου μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα μπορούσε ν’ ατενίζει την ομορφιά της φύσης και ν’ ανυψώνει το νου στο Δημιουργό της.
Από την αρχή του έγγαμου βίου της η Ελισάβετ ένοιωσε να την ελκύει η ορθόδοξη πίστη του συζύγου της. Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς συνέχιζε να παρακολουθεί τις προτεσταντικές ακολουθίες και είχε πολύωρες συζητήσεις με τον πάστορα, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν ένοιωθε στη Ρωσία, όπως όταν ήταν στη Δαρμστάτη. Ο προτεσταντισμός δεν μπορούσε να ικανοποιήσει πια την πνευματική της αναζήτηση. Στους ορθόδοξους ναούς, όπου παρευρισκόταν με το σύζυγό τηςένοιωθε ένα τρυφερό συναίσθημα που της έδινε έμπνευση για προσευχή. Δεν άντεχε να βλέπει την ευτυχία, που αισθανόταν ο Σέργιος, έπειτα από τη θεία Μετάληψη, και ήθελε τόσο πολύ να πλησιάσει κι αυτή στο Άγιο Ποτήριο, να λάβει τη θεία Ευχαριστία και να μοιραστεί αυτή τη χαρά με τον αγαπημένο της. Ο Σέργιος πάλι, παρόλη την έντονη θρησκευτικότητα και την αγάπη του για την ορθοδοξία δεν επέτρεψε ποτέ στη σύζυγό του ν’ αντιληφθεί, είτε με λόγια είτε με οποιαδήποτε νύξη, πόσο θα ήθελε να ενστερνιστεί κι αυτή την ορθόδοξη πίστη. Όσο για τη Μεγάλη δούκισσα, ζήτησε από το σύζυγό της να της προμηθεύσει βιβλία για την πίστη, σχολιασμούς και μια ορθόδοξη κατήχηση. Μόνη της μελετούσε και σύγκρινε, ώσπου μετά από αλλεπάληλες αμφιβολίες και συγκρούσεις (ορισμένοι συγγενείς της ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αυτή τη μεταστροφή της), η Ελισάβετ ανέφερε στο σύζυγό της την απόφασή της να μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Στη μεταστροφή της αυτή κράτησε το όνομά της Ελισάβετ, διαλέγοντας ως προστάτιδα τη Δικαία Ελισάβετ τη μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού.
Η ζωή της τώρα άρχισε να κυλά με πολύ πιο έντονες φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Οι ιδιωτικές της αυτές προσπάθειες ήταν γνωστές μόνο σε λίγους και παρόλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις της (ο Σέργιος είχε αναλάβει το αξίωμα του Γενικού Διοικητή της Μόσχας), συνέχιζε με αμείωτο ενδιαφέρον και κόπο να βοηθά τους φτωχούς, τους αρρώστους και όσους είχαν την ανάγκη της. Συζητούσε τις δραστηριότητές της αυτές με το Σέργιο, που πάντοτε της συμπαραστεκόταν και την ενθάρρυνε στη φιλανθρωπική της δράση. Ωστόσο, το 1891, δύο θάνατοι - του πατέρα της και της νεαρής νύφης της, της Μεγάλης δούκισσας Αλεξάνδρας - είχαν μεγάλη επίπτωση στην υγεία της. Της προκάλεσαν όχι μόνο πνευματικό πόνο αλλά και σωματικό μαρτύριο˙συνεχείς πονοκέφαλοι, πόνοι από ρευματικά και ένα σωρό άλλες ταλαιπωρίες υπέσκαψαν την όχι και τόσο δυνατή κράση της. Μόνο αργότερα ο γάμος της μικρότερης αδελφής της Άλις με το διάδοχο του ρωσικού θρόνου Νικόλαο ΙΙ, της έδωσε κάποια χαρά και μετρίασε τον πόνο της από τα συνεχή προβλήματα, που ολοένα παρουσιαζόταν.
Τα χρόνια κυλούσαν καθώς σκοτεινά σύννεφα καταιγίδας συγκεντρώνονταν πάνω από τη Ρωσία. Τα επαναστατικά συναισθήματα ήταν εξαπλωμένα παντού, όχι μόνο ανάμεσα στους διανοούμενους και τους εργάτες αλλά και στις μάζες των χωρικών. Απεργίες φούντωναν στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και άλλες ρωσικές πόλεις. Υπουργοί, κυβερνήτες, αρχηγοί και αξιωματικοί της αστυνομίας δολοφονούνταν σε όλη τη χώρα. Η επαναστατική τρομοκρατία ρίζωνε, μεγάλωνε και απλωνόταν. Η Ελισάβετ είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί τρομερά για το σύζυγό της. Γνώριζε ότι ήταν στη μαύρη λίστα εκείνων που ήταν σημειωμένοι για «ξεκαθάρισμα». Παρά το γεγονός ότι ο Μεγάλος Δούκας είχε παραιτηθεί από Γενικός Διοικητής, οι αρχηγοί των τρομοκρατών δεν εγκατέλειψαν το σχέδιο τους να τον δολοφονήσουν.
Οι χειρότεροι φόβοι της Ελισάβετ δεν άργησαν να πραγματοποιηθούν : στις 18 Φεβρουαρίου 1905, ο Μεγάλος δούκας είχε γίνει θρύψαλα από τη βόμβα ενός τρομοκράτη έχοντας την ίδια τύχη με τον πατέρα του (Αλέξανδρο ΙΙ). Ο Ιβάν Καλιάεφ εκσφενδόνισε τη βόμβα του, η οποία χτύπησε το Σέργιο στο στήθος και εξερράγη. Όλως παραδόξως το πρόσωπο του Μεγάλου δούκα παρέμεινε άθικτο. Η Ελισάβετ δεν άργησε να φτάσει στον τόπο του ατυχήματος. Σιωπηλή, με τα μάτια της στεγνά, έγειρε πάνω από τα λείψανα του συζύγου της. Συγκλονισμένη, όπως ήταν, φαινόταν να μή βλέπει τους ανθρώπους γύρω της ούτε να αισθάνεται τίποτε παρά μια ανάγκη, που την έσπρωχνε να μαζέψει βιαστικά ό,τι απέμεινε από τον σύζυγό της. Η Μεγάλη δούκισσα γονατισμένη πάνω στο χιόνι, μάζευε τα σκόρπια υπολείμματα του σώματος του συζύγου της και με τη βοήθεια των στρατιωτών τα φόρτωνε στο φορείο : δεν υπήρχαν πολλά - ένας μικρός σωρός. Το φορείο μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Μονής του Τσιουντώφ και τοποθετήθηκε μπροστά στον άμβωνα. Την επόμενη μέρα τα λείψανα του Μεγάλου δούκα τοποθετήθηκαν σ’ ένα φέρετρο. Η Μεγάλη δούκισσα έλαβε τη θεία Κοινωνία καθώς στεκόταν κοντά στο φέρετρο του συζύγου της, ενώ τελούνταν συνεχώς ακολουθίες για την ανάπαυση της ψυχής του. Η Ελισάβετ δύσκολα απομακρυνόταν από το φέρετρο, γονατισμένη σε προσευχή ή όρθια δίπλα του σιωπηλα, συχνά αγρυπνώντας μόνη μέσα στη σκοτεινή εκκλησία.
Στον τόπο της δολοφονίας του Μεγάλου δούκα, ανεγέρθηκε ένας πελώριος σταυρός κατά παράκληση της Μεγάλης δούκισσας[1]. Ένοιωθε ότι η επιγραφή που είχε διαλέξει θα ικανοποιούσε το σύζυγό της : «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Μετά από δύο μέρες και ενώ προσευχόταν για το σύζυγό της, η Ελισάβετ αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ο Μεγάλος δούκας ήθελε να πάει η Ελισάβετ να επισκεφθεί το δολοφόνο του και να του πει, ότι τον συγχώρεσε. Τρεις μέρες μετά τον τραγικό θάνατο του συζύγου της, πήγε στη φυλακή, όπου κρατούνταν ο Καλιάεφ. Δεν αισθανόταν κανένα μίσος για τον άνθρωπο, του οποίου το χέρι είχε διαλύσει την ευτυχία της˙ η Ελισάβετ ήθελε να μετανιώσει ο Καλιάεφ για το έγκλημα του και να ζητήσει τη συγχώρηση από το Θεό.
Είπε στον τρομοκράτη, ότι του είχε φέρει τη συγχώρηση του Μεγάλου δούκα. Του μίλησε για τη βαρύτητα του αμαρτήματός του και του ζήτησε να μετανοήσει˙ έφερε την Αγία Γραφή και ικέτευσε τον Καλιάεφ να τη διαβάσει. Αυτός αρνήθηκε. «Εάν μετανοήσεις», είπε η Μεγάλη δούκισσα, «θα ζητήσω από τον αυτοκράτορα να σε συγχωρήσει. Εγώ η ίδια σε έχω ήδη συγχωρήσει». Αλλά ο Καλιάεφ δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις. Παρόλ’ αυτά η Μεγάλη δούκισσα άφησε την Αγία Γραφή και μια μικρή εικόνα πάνω στο τραπέζι του κελιού, ελπίζοντας ότι θ’ άλλαζε γνώμη και θα στρεφόταν στο Θεό. Παρά την άρνηση του Καλιάεφ, η Μεγάλη δούκισσα έκανε έγγραφη αίτηση στον τσάρο να τον συγχωρήσει. Αν και ο τσάρος δέχτηκε ο Καλιάεφ, όμως, αρνήθηκε και έτσι εκτελέστηκε το Μάϊο του 1905.
Ο θάνατος του Μεγάλου δούκα βύθισε την Ελισάβετ σε μια όλο και περισσότερο εντεινόμενη διάθεση ευσέβειας. Έτσι, παρόλη την λύπη της, ένας νέος σκοπός μπήκε στη ζωή της. Μια νέα επιθυμία να αφιερωθεί στην προσευχή, στην εργασία και τη φιλανθρωπία. Έτσι, πούλησε ότι πολύτιμο είχε από κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα μ’ ένα μόνο σκοπό : την ανοικοδόμηση μιας γυναικείας μονής αφιερωμένης στις Αγίες Μαρία και Μάρθα, καθώς και την δημιουργία κλινικής και ορφανοτροφείου και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Η Ελισάβετ θέλησε να δώσει αυτό το όνομα στη Μονή, γιατί η Μάρθα είναι σύμβολο της ενεργούς υπηρεσίας στον Κύριο μας, ενώ η Μαρία συμβολίζει μια πνευματική απορρόφηση στα θεία Μυστήρια. Επομένως, η Μεγάλη δούκισσα ήθελε να τα συνδιάσει και τα δύο. Χωρίς χρονοτριβή αγόρασε το οικόπεδο και με ατελείωτο μόχθο επιδόθηκε στην οργάνωση της μονής της. Έκανε πολλές επισκέψεις στη μονή Ζωσιμά για να συζητήσει το έργο της με τους εκεί Γέροντες˙ έγραψε σε μοναστήρια και βιβλιοθήκες θρησκευτικών βιβλίων και μελέτησε τυπικά αρχαίων μονών . Μια γυναικεία μονή που θά συνδύαζε φιλανθρωπία, εργασία και προσευχή ήταν χωρίς προηγούμενο στη Ρωσία. Ήταν, επομένως, φυσικό η ιδέα να συναντήσει κάποιο σκεπτικισμό από τη μεριά ορισμένων μελών της Ιεράς Συνόδου και η Ελισάβετ έπρεπε επανειλημμένως να επεξεργαστεί το τυπικό για να το κάνει αποδεκτό απ’ αυτούς.
Η γυναικεία μονή άνοιξε τις πόρτες της τη 10η Φεβρουαρίου του 1909 με βάση ένα προσωρινό θέσπισμα. Η Ιερά Σύνοδος κράτησε το όνομα «Γυναικεία Μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας», ως το επίσημο όνομά της. Η μονή άνοιξε με έξι αδελφές˙ μέσα σ’ ένα χρόνο ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στις τριάντα ενώ η κοινότητα συνέχιζε να μεγαλώνει. Μετά την επικύρωση των τελικών θεσπισμάτων από την Ιερά Σύνοδο την 9η Απριλίου 1910 η εκκλησία της μονής έγινε ο τόπος ενός σημαντικού γεγονότος : δεκαεπτά γυναίκες, οδηγούμενες από τη Μεγάλη δούκισσα εκάρησαν μοναχές, ως Σταυροφόρες Αδελφές της αγάπης και τουελέους. Ταυτοχρόνως η Ελισάβετ ανέβηκε στο βαθμό της ηγουμένης.
Στη μονή της η Μεγάλη δούκισσα ζούσε τη ζωή μιας αληθινής ασκήτριας. Κοιμόταν σε ξύλινο κρεβάτι χωρίς στρώμα˙ το μαξιλάρι ήταν σκληρό. Συχνά κοιμόταν όχι περισσότερο από τρεις ώρες, ξυπνώντας τα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί στο παρεκκλήσιό της και να κάνει τους γύρους των θαλάμων του νοσοκομείου. Όταν ένας ασθενής βαριά άρρωστος τιναζόταν από τον πόνο και ζητούσε βοήθεια, έμενε στο πλευρό του μέχρι την αυγή. Νήστευε αυστηρά, έτρωγε πάντα με μέτρο και με κάθε τρόπο προσπαθούσε ν’ ακολουθεί τη ζωή μιας μοναχής-ασκήτριας. Εκπαιδεύοντας τις αδελφές της μονής, η Μεγάλη δούκισσα, δίδασκε σ’ αυτές την προσευχή και την πρακτική ιατρική και τα πνευματικά εφόδια, που χρειαζόταν προκειμένου να προετοιμάσουν τους μελλοθάνατους ασθενείς για την ενδεχόμενη μετάβασή τους στην αιώνια ζωή. Η ίδια, η Ελισάβετ, μάλιστα, κατόρθωνε πάντα να είναι παρούσα στο πλευρό ενός ασθενούς που πέθαινε και όταν πλησίαζε το τέλος του, προσευχόταν για το ταξίδι της ψυχής στον άλλο κόσμο.
Η φιλανθρωπική δραστηριότητα της Μεγάλης δούκισσας επεκτεινόταν πολύ πέρα από τους τοίχους της μονής της˙ έδινε βοήθεια με ευχαρίστηση οποτεδήποτε και οπουδήποτε χρειαζόταν. Δεν έδινε μόνο βοήθεια όταν της ζητούσαν, αλλά αναζητούσε η ίδια όσους βρίσκονταν στην έσχατη ανάγκη, ιδιαίτερα τα εγκαταλελειμμένα ορφανά. Πρόσεχε, επίσης, τις ανάγκες των φτωχών κληρικών και πρόθυμα ανταποκρινόταν στους κληρικούς των χωριών των οποίων οι φτωχές ενορίες δεν είχαν την οικονομική άνεση να διορθώσουν μια παλιά εκκλησία, να χτίσουν μια καινούργια, ή να ιδρύσουν ένα ορφανοτροφείο.
Στη Μονή, η Μεγάλη δούκισσα άνοιξε ένα ορφανοτροφείο για κορίτσια. Το 1913 δεκαοχτώ τέτοια κορίτσια προετοιμάζονταν για την τελική είσοδό τους στη μονή. Αν, όταν μεγάλωναν, δεν αισθάνονταν ότι αυτή ήταν η κλήση τους, η εκπαίδευση που θα είχαν λάβει θα τους έδινε τη δυνατότητα να βρουν την κατάλληλη απασχόληση στο κόσμο. Η ανακούφιση από τον αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών, ήταν ακόμα μια από τις φροντίδες της Μεγάλης δούκισσας. Οργάνωσε κατηχητικό στη μονή για ημιαναλφάβητα και αναλφάβητα κορίτσια και εργάτριες εργοστασίων. Το 1913 κάπου 75 γυναίκες παρακολουθούσαν αυτά τα μαθήματα. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη της Μονής ήταν υπερήφανη για τους 2000 τόμους της. Τα βιβλία δανείζονταν δωρεάν και υπήρχαν πάνω από εκατό εξωτερικοί συνδρομητές, που έκαναν χρήση αυτής της υπηρεσίας. Οι φτωχοί σιτίζονταν στις κουζίνες της Μονής, όπου πάνω από 300 γεύματα σερβίρονταν καθημερινά. Το 1913 οι κουζίνες σέρβιραν 139.443 γεύματα. Εκτός της μονής η Μεγάλη δούκισσα οργάνωσε επίσης ένα ίδρυμα για τη φυματική γυναίκα, στο οποίο ήταν πολύ αφοσιωμένη. Μια ακόμη, όμως, φροντίδα της ήταν η λεγόμενη «Συνεισφορά για τα παιδιά». Ενήλικες και παιδιά συγκεντρώνονταν τις Κυριακές στο Παλάτι του Νικολάου για να βοηθήσουν με την εργασία τους τα φτωχά παιδιά. Στην πορεία του έτους 1913 περισσότερα από 1.800 παιδιά ντύθηκαν χάρη στις προσπάθειες αυτής της ομάδας.
Η Μεγάλη δούκισσα δεν παραμελούσε και την πνευματική ανατροφή των Μοσχοβιτών, και γι’ αυτό οργάνωνε πολλές διαλέξεις για το λαό. Κάθε Κυριακή, σε όλη τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, γίνονταν εποικοδομητικές ομιλίες στον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σκέπης μετά τον Εσπερινό. Έπειτα από την ομιλία, έψαλλαν όλοι μαζί τη βραδινή προσευχή.
Οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι και άλλοι ιεράρχες έρχονταν στη μονή για να κάνουν ομιλίες. Οι ομιλίες αυτές ήταν τόσο δημοφιλείς που άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων και επαγγελμάτων συγκεντρώνονταν γύρω από το ναό πολλή ώρα προτού να ανοίξει για τις ακολουθίες.
Αν δεν γινόταν η Επανάσταση, δε χωράει αμφιβολία ότι όλη αυτή η δραστηριότητα που ξεκίνησε από τη Μεγάλη δούκισσα θα είχε συνεχιστεί, και ότι και άλλα ιδρύματα, θα είχαν αναφυεί σε όλη τη Ρωσία με πρότυπο τη μονή του Ελέους Μάρθας και Μαρίας, για το καλό του ρωσικού λαού.
Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία. Αλλά παρά τίς προσωρινές επιτυχίες της Ρωσίας το 1915 έφερε τη μια καταστροφική ήττα μετά την άλλη και τα ρωσικά στρατεύματα υποχώρησαν από τη Γαλικία και την Πολωνία. Οι αναταραχές σ’ όλη τη χώρα ήταν μεγάλες. Οι αγορές και τα καταστήματα τροφίμων γρήγορα άρχισαν να αδειάζουν από προμήθειες. Η μονή έπρεπε παρ’ όλα αυτά να συνεχίσει να φροντίζει τους αρρώστους και τα ορφανά και να τρέφει τους φτωχούς. Στο μεταξύ τα ρωσικά στρατεύματα συνέχιζαν να υφίστανται ήττες στο μέτωπο. Η Ρωσία πλησίαζε στην καταστροφή. «Προδοσία» ήταν η λέξη που ακουγόταν παντού. Απίστευτες ιστορίες για την αυτοκρατορική οικογένεια και ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα απλώνονταν αστραπιαία σ’ όλες τις πόλεις. Οι εργατικές απεργίες στην πρωτεύουσα εμπόδιζαν τώρα την παραγωγή στα εργοστάσια που δούλευαν για να βοηθούν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στους δρόμους της πόλης ξεσπούσαν αψιμαχίες ανάμεσα σε εργάτες και στρατιώτες.
Ο αυτοκράτορας έφυγε βιαστικά από το αρχηγείο του με τρένο για την Πετρούπολη, αλλά τον σταμάτησαν απροσδόκητα σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό με το παράξενο όνομα «Ντνό» (άβυσσος), μια μακάβρια συγκυρία η οποία εκ των υστέρων προοιώνιζε την πτώση της ισχυρής Ρωσίας στον πυθμένα μιας σκοτεινής αβύσσου.
Ωστόσο, έφθασαν τηλεγραφήματα από τους διοικητές διαφόρων μετώπων, που συνιστούσαν στον αυτοκράτορα να παραιτηθεί. Τα τηλεγραφήματα αυτά παρουσιάσθηκαν από το στρατηγό Ρούζκυ στον τσάρο 2/15η Μαρτίου, κατά τις τρεις η ώρα. Αφού άκουσε την αναφορά του στρατηγού, ο τσάρος πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Αν και είχε στη διάθεση του ένα στρατό δεκαπέντε εκατομμυρίων ανδρών, ο τσάρος Νικόλαος υπέγραψε την πράξη της παραίτησης. Ήταν ολομόναχος˙ δεν υπήρχε κανείς για να τον σταματήσει προτού κάνει αυτό το μοιραίο βήμα. Ο ηγούμενος Σεραφείμ περιγράφει την τελευταία του συνάντηση με τη Μεγάλη δούκισσα, την άνοιξη του 1917, έπειτα από την παραίτηση του τσάρου. Έμεινε έκπληκτος με την εμφάνισή της, είχε αλλάξει πάρα πολύ. Αδυνατισμένη και εξαντλημένη, η ψυχή της βρισκόταν σε οδύνη και δεν μπορούσε να μιλά δίχως να κλαίει. Έβλεπε την άβυσσο μέσα στην οποία έπεφτε η Ρωσία και έκλαιγε πικρά για τη χώρα και το λαό της, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή της και είχε υπηρετήσει με τόση ανιδιοτέλεια. Όταν μίλησε για την αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Αλλά έβλεπε επίσης ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και έτσι έπρεπε να το δεχθεί. Έβλεπε τον πόνο της αυτοκρατορικής οικογένειας ως το δρόμο τους για το μαρτύριο.
Κατά κάποιο τρόπο, η εργασία στη μονή συνεχιζόταν. Η Μεγάλη δούκισσα περνούσε πολύ χρόνο καθισμένη στο προσκέφαλο πολλών αρρώστων γυναικών που η κατάστασή τους ήταν κρίσιμη. Έξω από τη μονή, η Μόσχα βρισκόταν σε αναστάτωση και χάος. Σπίτια λεηλατούνταν και καίγονταν, πλήθη κουρέληδων τριγύριζαν μέσα στους δρόμους, ενώ ο αριθμός τους αυξανόταν από τους φυλακισμένους που είχαν απελευθερωθεί και από ψυχασθενείς που είχαν διαφύγει, αλλά η Ελισάβετ δε φοβόταν κανένα. Πάντα προσπαθούσε να βρίσκει θετικά στοιχεία σε όλους, ακόμη και σε εγκληματίες, πιστεύοντας ότι το καλό στην ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να υπερνικήσει τις κακές του τάσεις.
Τον Αύγουστο του 1917 έμαθε ότι ο Κερένσκι είχε εξορίσει τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα και τα παιδιά τους στο Τομπόλσκ, γκρεμίζοντας έτσι κάθε ελπίδα για την Ελισάβετ ότι θα τους ξαναδεί. Συνειδητοποίησε επίσης ότι δεν επρόκειτο να γίνει καμία «απελευθέρωση» της πρώην κυβερνώσας οικογένειας. Τους έστειλε γράμματα, αυτοί όμως έλαβαν μόνο ένα. Οι τελευταίες εβδομάδες πριν την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης βρήκαν τη μονή της Μάρθας και της Μαρίας να γίνεται δημοφιλές κέντρο - όχι τόσο πολύ για τροφές ή ιατρική βοήθεια, αλλά εξαιτίας της Μεγάλης δούκισσας, στην οποία προσέτρεχαν πολλοί άνθρωποι, φορτωμένοι με βάσανα και πόνο, για να ανοίξουν την καρδιά τους. Δεχόταν τους πάντες, τους άκουγε, τους μιλούσε από τις Γραφές, τους έδινε ηθική υποστήριξη. Οι άνθρωποι έφευγαν ενδυναμωμένοι και ειρηνικοί. Αλλά η κατάσταση στη χώρα συνέχισε να χειροτερεύει. Την 7η Νοεμβρίου, 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε. Στην κορυφή της γιγαντιαίας πολιτείας στεκόταν τώρα ο Λένιν και οι συνεργάτες του.
Εκτός από την αυτοκρατορική οικογένεια, οι Σοβιετικοί είχαν ήδη συλλάβει πολλούς άλλους Ρομανώφ. Επειδή ήξερε ότι η Μεγάλη δούκισσα την αγαπούσαν και τη σέβονταν, φοβόταν ότι, στην περίπτωση της σύλληψης και εκτέλεσής της, θα ξεσπούσαν ταραχές στη Μόσχα κατά του Μπολσεβικού καθεστώτος. Αλλά με μια σειρά από κόλπα και απάτη αποφάσισε να την εξαφανίσει στα γρήγορα από την πόλη, σε κάποιο τόπο όπου θα ήταν σχετικά άγνωστη.
Η Ελισάβετ ένοιωθε ότι το τέλος πλησίαζε γρήγορα. Η μόνη της επιθυμία ήταν να διατηρήσει τη δύναμη του πνεύματος και να παραμείνει, μέχρι τέλους, πιστή στο Χριστό. Πράγματι, τη συνέλαβαν και την απομάκρυναν από τη Μόσχα προτού οι κάτοικοι προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί την τρίτη ημέρα του Πάσχα, του 1918, την ημέρα της εορτής της Εικόνας της Θεομήτορος των Ιβήρων, στην οποία η Μεγάλη δούκισσα είχε μεγάλη αφοσίωση. Την ίδια εκείνη ημέρα, η Αγιότης του, ο πατριάρχης Τύχων, είχε έρθει στη μονή για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Η ηγουμένη στην προσπάθεια της να φαίνεται χαρούμενη, ένοιωθε έναν ενστικτώδη πόνο. Μισή ώρα αργότερα, μετά την αναχώρηση του πατριάρχη, έφθασε ένα όχημα με ένα κομισάριο και στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, οι οποίοι διέταξαν την Ελισάβετ να τους ακολουθήσει.
Η Μητέρα ηγουμένη ευχαρίστησε τρυφερά τις αδελφές της για όλους τους κόπους τους και ζήτησε από τον πατέρα Μητροφάνη να μήν εγκαταλείψει τη μονή και να συνεχίσει να τελεί τις ακολουθίες για όσο καιρό θα μπορούσε. Οι Μπολσεβίκοι επέτρεψαν μόνο σε δύο αδελφές να συνοδεύσουν την ηγουμένη τους : τη Βαρβάρα Γιακόβλεβνα και τήν Αικατερίνα Γιανίσεβα. Λίγο πριν μπει στο όχημα των Τσεκά, στράφηκε και ευλόγησε τις αδελφές μ’ ένα μεγάλο σημείο του σταυρού. Αμέσως την άρπαξαν και εξαφανίστηκαν. Για πάντα.
Μόλις ο πατριάρχης Τύχων έμαθε τί είχε συμβεί, με τη βοήθεια κάποιων εκκλησιαστικών οργανισμών που οι Μπολσεβίκοι ακόμη αναγνώριζαν, άρχισε τις προσπάθειες να πετύχει την απελευθέρωσή της αλλά μάταια. Η Ελισάβετ και οι δύο υποτακτικές της βρίσκονταν πάνω σ’ ένα τρένο και πήγαιναν εξόριστες στο Πέρμ.
Το μακρινό ταξίδι της Μεγάλης δούκισσας από τη Μόσχα στο Πέρμ αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Δεν της έδωσαν ούτε ένα ποτήρι ζεστό νερό να πιεί, αλλά αγόρασε η ίδια ένα ποτήρι στο σταθμό, ενώ οι συνεπιβάτες της δάνεισαν μια τσαγιέρα.
Φθάνοντας στο Πέρμ, η Ελισάβετ και οι δύο συντρόφισσες της μπήκαν σ’ ένα μοναστήρι. Οι μοναχές λυπήθηκαν ειλικρινά για την ευγενή φυλακισμένη τους και προσπάθησαν να απαλύνουν τις δυσκολίες της. Της επέτρεψαν να παρακολουθεί τις ακολουθίες στην εκκλησία της μονής - πράγμα που γι’ αυτήν ήταν μεγάλη παρηγοριά. Καθ’ οδόν από το Περμ για την Αλαπαγιέφσκη, η Μεγάλη δούκισσα και οι αδελφές πέρασαν λίγες μέρες στο Αικατερινβούργ. Την άνοιξη του 1918 οι Μπολσεβίκοι έφεραν μια καινούργια ομάδα φυλακισμένων στο Αικατερινβούργ : το Μεγάλο δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς και το γραμματέα του, Φ.Μ.Ρεμέζ˙ τρείς γιούς του Μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Κωνσταντίνοβιτς - τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο και τον Ιγκόρ˙ και τον πρίγκιπα Βλαντιμίρ Παλέϋ. Τους έβαλαν όλους σ’ ένα δωμάτιο κάποιου βρώμικου πανδοχείου και όχι μόνο τους μεταχειρίζονταν με εξαιρετική σκληρότητα, αλλά ήταν και υποσιτιζόμενοι.
Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι - με εξαίρεση μόνο την άμεση αυτοκρατορική οικογένεια μεταφέρθηκαν μαζί με τη Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ, στην Αλαπαγιέφσκη την 20η Μαΐου του 1918, όπου τους έβαλαν να μείνουν στη Σχολή Ναπόλναγια στα περίχωρα της πόλης. Την 21η Ιουνίου έγινε μια δραστική αλλαγή για τους φυλακισμένους. Τα χρήματά τους και τα προσωπικά τους αντικείμενα κατασχέθηκαν. Κάθε άσκηση εκτός του περίφρακτου χώρου του σχολικού κτιρίου απαγορεύθηκε. Τέλος στερήθηκαν και τη μόνη τους παρηγοριά : τις εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Οι φυλακισμένοι γνώριζαν πια τί τους περίμενε και συνειδητά προετοιμάζονταν γι’ αυτό, ζητώντας από τον Κύριο να δυναμώνει το πνεύμα τους και νά μην επιτρέψει να βεβηλωθούν τα γήϊνα λείψανά τους από τους κομουνιστές, αλλά να βρούν ανάπαυση με την πρέπουσα ταφή σύμφωνα με τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σύντομα υποχρέωσαν όλο το υπηρετικό προσωπικό να φύγει από τη Σχολή με εξαίρεση το Φιόντορ Ρεμέζ, ο οποίος έμεινε με το Μεγάλο δούκα Σέργιο, και την αδελφή Βαρβάρα, η οποία παρέμεινε με την Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ. Το μεσημέρι της 17ης Ιουλίου, ο αξιωματικός των Τσεκά και λίγοι κομουνιστές εργάτες ήρθαν στη Σχολή. Πήραν από τους φυλακισμένους ό,τι χρήματα τους είχαν απομείνει και ανήγγειλαν ότι εκείνη τη νύχτα θα τους μετέφεραν στον επάνω περίβολο του εργοστασίου Σινιατσικένσκυ.
Το απεχθές έγκλημα της Αλαπαγιέφσκης διεπράχθη τη νύχτα της 17ης προς 18η του Ιουλίου, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ και ημέρα κατά την οποία γιόρταζε ο σύζυγος της Ελισάβετ, Μεγάλος δούκας Σέργιος. Ξύπνησαν τους φυλακισμένους και τους μετέφεραν πάνω σε κάρρα από ένα δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Σινιάτσικα. Κατά μήκος αυτού του δρόμου, κάπου δεκαοκτώ χιλιόμετρα από την Αλαπαγιέφσκη, υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο μετάλλου μ’ ένα λάκκο, βάθους εξήντα μέτρων, που είχαν διαλέξει οι οπαδοί των Τσεκά για το κτηνώδες τους σχέδιο.
Βρίζοντας, φωνάζοντας και χτυπώντας τους φυλακισμένους, οι εκτελεστές - ντόπιοι Μπολσεβίκοι - έριχναν τα θύματά τους σ’ αυτό το ορυχείο. Χωρίς να το γνωρίζουν, ένας χωρικός της περιοχής ήταν μυστικός μάρτυρας όλων όσων συνέβησαν. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν η πρώτη που την έριξαν μέσα στη σκοτεινιά του ορυχείου που έχασκε. Ο χωρικός είδε ότι αυτή προσευχόταν φωναχτά και έκανε το σταυρό της, ενώ επαναλάμβανε : «Ἄφες αὐτοῖς, Κύριε, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τους ἄλλους - που όλοι τους ήταν ζωντανοί ακόμα - τους εκσφενδόνισαν κάτω μετά από αυτήν. Αλλά ακριβώς προτού να τους σπρώξουν μέσα στο λάκκο, ο Μεγάλος δούκας Σέργιος είχε αρχίσει να παλεύει και αμέσως πυροβολήθηκε στο κεφάλι˙ ήταν νεκρός προτού το σώμα του φθάσει στον πάτο.
Τότε οι Τσεκά εκσφενδόνισαν χειροβομβίδες κάτω στο φρέαρ. Ο σκοπός τους ήταν να καλύψουν το λάκκο με χώμα για να προσποιηθούν ότι έγινε έκρηξη και να συγκαλύψουν το έγκλημα, αλλά μόνο ένα θύμα, ο Φιόντορ Ρεμέζ πέθανε από τις χειροβομβίδες˙ οι άλλοι πέθαναν με φρικτούς πόνους που προκαλούσαν η δίψα, η πείνα και τα τραύματα.
Η ίδια η Μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ δεν έπεσε στον πάτο του λάκκου. Σε δεκαπέντε περίπου μέτρα βάθος, η πτώση της διακόπηκε από κορμούς ξύλων που προεξείχαν. Ο δούκας Ιωάννης έπεσε πάνω στην ίδια προεξοχή τραυματίζοντας το κεφάλι του. Η Μεγάλη δούκισσα, υποφέροντας η ίδια από τραύματα στο κεφάλι, προσέχοντας να μην πέσει, κατόρθωσε μέσα στο κατάμαυρο σκοτάδι να δέσει την πληγή του χρησιμοποιώντας το μοναχικό κάλυμα της κεφαλής της. Ανακουφίζοντας τον πόνο του άλλου, εκπλήρωσε το τελευταίο της έργο του ελέους πάνω στη γη. Αγαπούσε ιδιαίτερα το δούκα Ιωάννη - έμοιαζαν στο πνεύμα, ζούσαν και οι δύο για την αιωνιότητα - και ταίριαζε να είναι μαζί και στο θάνατο.
Ο χωρικός της περιοχής κατέθεσε ότι είχε ακούσει φωνές να βγαίνουν από το ορυχείο, που έψαλλαν το Χερουβικό Ύμνο από τη Θεία Λειτουργία. Την ψαλμωδία κατηύθυνε η Μεγάλη δούκισσα, που συνέχιζε να ψάλλει ύμνους και να λέει λόγους παρηγορίας στους άλλους μέχρι η ψυχή της ν’ αφήσει το σώμα της για να ανεβεί ψηλά, όπου χαιρετίσθηκε από άλλες, παραδείσιες μελωδίες, ενώ πάνω από το κεφάλι της έλαμπε το στέμμα της μάρτυρος.
Μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, η αυτοκρατορική οικογένεια εκτελέστηκε χωρίς πολλές διατυπώσεις στο υπόγειο του σπιτιού-φυλακής τους το Αικατερινβούργ και τα σώματά τους τα μετέφεραν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρέαρ ορυχείου για να απαλλαγούν απ’ αυτά.
Όταν τον Οκτώβριο ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Αλαπαγιέφσκη ανακάλυψε τα πτώματα. Η Μεγάλη δούκισσα ήταν σοβαρά μωλωπισμένη : υπήρχε ένας μώλωπας στο μέγεθος παλάμης ενός ενήλικα στον αριστερό της κρόταφο˙ οι υποδόριοι ιστοί, οι μύες και ο κρανιακός θόλος είχαν επίσης μωλωπισθεί˙ τα οστά του κρανίου ήταν άθικτα. Δίπλα στη μάρτυρα βρίσκονταν δύο χειροβομβίδες που δεν είχαν εκραγεί˙ ο Παντοδύναμος δεν επέτρεψε το σώμα της εκλεκτής Του να κομματιαστεί. Στο στήθος της βρέθηκε μια εικόνα του Σωτήρος. Δεν ξέρουμε σίγουρα ποιός «τύπος» εικόνας ήταν, αλλά πολύ πιθανόν να ήταν η εικόνα με την οποία την είχε ευλογήσει ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ, όταν έγινε Ορθόδοξη˙ σκεπασμένη με πολύτιμους λίθους, έφερε την επιγραφή : «Κυριακή τῶν Βαΐων, 13 Απριλίου 1891», την ημερομηνία της μεταστροφής της. Την είχε κρύψει αυτή την εικόνα πάνω της για να μην την ανακαλύψουν οι πράκτορες των Τσεκά, και χωρίς αμφιβολία την κρατούσε σφιχτά κατά τη διάρκεια της μακράς επιθανάτιας αγωνίας. Τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού, ακριβώς όπως και της μοναχής Βαρβάρας και του δούκα Ιωάννη, ήταν κλεισμένα μαζί σαν να ήταν έτοιμα να κάνουν το σημείο του σταυρού, ή ίσως να τον είχαν ήδη κάνει προτού ο θάνατος να φέρει την ακαμψία στα απλωμένα χέρια τους.
Μετά από τη νεκροψία που έγινε από έμπειρους ιατρούς, έπλυναν τα σώματα με ευλάβεια, τα έντυσαν με λευκά σάβανα που ήταν καλυμμένα με επίστρωση κεριού και τα τοποθέτησαν σε απλά ξύλινα φέρετρα στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου στην Αλαπαγιέφσκη. Εκεί, έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και οι Ψαλμοί διαβάζονταν συνεχώς στους νεκρούς.
Μετά από μια ολονύκτια αγρυπνία στις 18 Οκτωβρίου, που αφιερώθηκε στους μάρτυρες, με τον αργό ρυθμικό χτύπο από τις καμπάνες και τον εθνικό Ύμνο που έπαιζε μια στρατιωτική μπάντα, τα φέρετρα μεταφέρθηκαν στην κρύπτη του καθεδρικού, στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας. Οι μάρτυρες όμως της Αλαπαγιέφσκης δεν επρόκειτο να βρούν την αιώνια ανάπαυση εδώ. Ο Κόκκινος Στρατός εξαπέλυε επιθέσεις, και έγινε επομένως επιτακτική η ανάγκη να μεταφερθούν τα λείψανα σε ασφαλέστερο μέρος.
Ο πατήρ Σεραφείμ τοποθέτησε τα οκτώ φέρετρα πάνω σ’ ένα φορτηγό τρένο την 1η Ιουλίου, 1919˙ προορισμός τους : η Τσίτα με τη σιδηροδρομική γραμμή του Ανατολικού Σιβηριανού. Έπειτα από ένα απίστευτα δυσχερές ταξίδι με το ίδιο φορτηγό αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν τα φέρετρα, έφθασαν τελικά τον Αύγουστο και με τη βοήθεια Ρώσων και Ιαπώνων αξιωματικών, ο πατήρ Σεραφείμ μετέφερε τα φέρετρα στη μονή της Αγίας Σκέπης.
Εδώ, τα φέρετρα ανοίχτηκαν. Το σώμα της αγίας Νεομάρτυρος Ελισάβετ δεν έφερε σημεία αποσύνθεσης. Οι μοναχές έπλυναν τα σώματα της Μεγάλης δούκισσας και της μοναχής Βαρβάρας και τα έντυσαν με μοναχικά ενδύματα. Μυστικά, για να μη μάθουν οι κομουνιστές τί συμβαίνει, ο πατήρ Σεραφείμ και οι δύο δόκιμοι μοναχοί του, έσκαψαν ένα μεγάλο, όχι πολύ βαθύ τάφο στο δάπεδο ενός από τα μοναχικά κελλιά, τοποθέτησαν αυτά τα οκτώ φέρετρα δίπλα-δίπλα, και τα σκέπασαν με ένα στρώμα από χώμα. Ο πατήρ Σεραφείμ τότε ζούσε σ’ αυτό το κελλί ο ίδιος, ένα είδος «φρουρού-προστάτη» των αγίων λειψάνων.
Πράγματι, σύμφωνα και με τη μαρτυρία της πρώην Μητέρας Βαρβάρας, ηγουμένης της Μονής Γεθσημανή στην Ιερουσαλήμ, η Αγία Ελισάβετ εμφανίστηκε στον πατέρα Σεραφείμ αρκετές φορές καθώς αυτός συνόδευε τα λείψανα των Μαρτύρων της Αλαπαγιέφσκης. Αλλά οι απειλές μιας επικείμενης προέλασης του Κόκκινου Στρατού σ’ αυτή την περιοχή δημιούργησαν την ανάγκη να μεταφέρουν και πάλι τα ιερά σώματα για να εμποδίσουν την κατάσχεση και τη βεβήλωσή τους. Αυτή τη φορά, όμως, θα τα μετέφεραν έξω από τη μητρική γη. Την 26η Φεβρουαρίου 1920, μέσα στο φοβερό παγετό του χειμώνα, έγινε η αναχώρησή τους.
Με μυστικότητα, τελικά, τα φέρετρα έφθασαν τον Απρίλιο στο Πεκίνο, όπου τα υποδέχτηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, όπου τα τοποθέτησαν προσωρινά σε μια από τις κρύπτες του κοιμητηρίου της ιεραποστολής. Η πριγκίπισσα Βικτωρία, όμως, κανόνισε ώστε τα δύο φέρετρα (της Μεγάλης δούκισσας και της αδελφής Βαρβάρας), να φύγουν από το Πεκίνο για το λιμάνι του Τιεντσίν και από εκεί να μεταφερθούν με πλοίο στη Σανγκάη και έπειτα στο Πόρτ Σάϊντ στην Αίγυπτο, όπου έφθασαν τον Ιανουάριο του 1921. Και όπως, είχε προγραμματισθεί, τα φέρετρα τα προϋπάντησαν στην Ιερουσαλήμ Ρώσοι και Έλληνες κληρικοί καθώς και Βρετανοί αξιωματούχοι, ο λαός του τόπου και Ρώσοι προσκυνητές που είχαν αποκλεισθεί παραμένοντας στους Αγίους Τόπους εξ αιτίας της Κομμουνιστικής Επανάστασης. Ο πατριάρχης Δαμιανός, βοηθούμενος από πολυάριθμους κληρικούς, τέλεσε την επίσημη επικήδεια ακολουθία. Ο Παλαιολόγος μαρτυρεί ότι δίπλα στο φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ, στα πόδια της, τοποθετήθηκε μία μικρή λειψανοθήκη που περιείχε τον καρπό του χεριού του συζύγου της, του Μεγάλου δούκα Σεργίου.
Το 1981 , η Σύνοδος των αρχιεπισκόπων και επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού όρισε όλοι οι μάρτυρες και ομολογητές της Ορθοδόξου Πίστεως, που είχαν υποφέρει στα χέρια των αθέων στη Ρωσία, να γραφούν στο ημερολόγιο των αγίων.
Η αγιοκατάταξη αυτή έγινε την 1η Νοεμβρίου 1981, στο Συνοδικό Καθεδρικό ναό της Παναγίας του Συμβόλου, στην πόλη της Νέας Υόρκης, που είναι έδρα του πρώτου ιεράρχη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού.
Αρκετούς μήνες πρίν από αυτό το γεγονός, οι τάφοι της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ και της υποτακτικής της, στην Ιερουσαλήμ, ανοίχτηκαν και εξετάστηκαν από μία ειδική εκκλησιαστική επιτροπή. Όταν, μάλιστα, ανοίχτηκε το φέρετρο της Μεγάλης δούκισσας Ελισάβετ το δωμάτιο ξαφνικά πλημμύρισε από ευωδία, που κάποιος αυτόπτης μάρτυς περιέγραψε ως «ένα δυνατό άρωμα, από κάτι ανάμεσα στο μέλι και το γιασεμί». Τα λείψανα, ωστόσο, των δύο μαρτύρων ήταν μερικώς άφθαρτα. Τα πόδια και τα πέλματα της αγίας Ελισάβετ ήταν άθικτα, το ίδιο και ο εγκέφαλός της μέσα στο κρανίο. Το κεφάλι της αγίας Βαρβάρας ήταν καλά διατηρημένο. Και τα δύο ήταν ντυμένα με μαύρα ράσα, και το πρόσωπο της αγίας Ελισάβετ ήταν σκεπασμένο με ένα πέπλο. Ένας μεγάλος μοναχικός σταυρός, βρισκόταν πάνω στο στήθος της. Στο χέρι της κρατούσε κομποσχοίνι, και ένας απλός μεταλλικός σταυρός ήταν περασμένος στο λαιμό της. Επίσης υπήρχαν μερικές μεταλλικές εικόνες μέσα στο φέρετρο.
Πάντως, ο σημερινός Ορθόδοξος προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ θα γονατίσει φυσικά μπροστά στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και σε άλλους αγίου τόπους. Αλλά τώρα μπορεί επίσης να πάει και στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και να γονατίσει μπροστά στους τάφους των Αγίων Ελισάβετ και Βαρβάρας. Εδώ τα κεριά και οι ακοίμητες λαμπάδες καίουν συνεχώς και μέσα από το ευωδιαστό θυμίαμα, θα ακούσει τον αντίλαλο του ύμνου : Ἅγιες Νεομάρτυρες Μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ και Μοναχή Βαρβάρα πρεσβεύσατε τῷ Θεῷ ὑπέρ ἡμῶν!
«Είναι ευκολώτερο το αδύναμο άχυρο να αντισταθεί
στη δυνατή φωτιά,
παρά η φύση της αμαρτίας να αντισταθεί
στη δύναμη της αγάπης.
Εμείς πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτή την αγάπη
στις ψυχές μας,
για να μπορέσουμε να συγκαταριθμηθούμε
μαζί με όλους τους αγίους,
γιατί αυτοί ήταν σε όλα ευάρεστοι στο Θεό
μέσω της αγάπης τους προς τον πλησίον»
Αγία Ελισάβετ
[1] Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, ο Λένιν, περνώντας από ‘κεί, είδε το σταυρό. Τότε ζήτησε ένα σχοινί, έκανε μια θηλειά, την έριξε πάνω στο σταυρό, και με τη βοήθεια των συντρόφων του, τράβηξε το σταυρό κάτω και τον κατέστρεψε.