site analysis
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἀρχική δημοσίευση τοῦ κειμένου στό Περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»Λευκωσίας, (φ. 39, 1993, σελ. 33 – 38) καί στό Περιοδικό "Ο ΠΟΙΜΗΝ"τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μυτιλήνης (τ. 1993). Κατωτέρω δημοσιεύεται βελτιωμένο.
Λέγεται, ὅτι ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ βοήθησε τόν Τσάρο Ἀλέξανδρο Β’ «νά δεῖ τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου του» (ὅταν ὁ Ἡγεμόνας τόν ἐπισκέφθηκε μυστικά στή μονή του). Ἔτσι ὁ Τσάρος «πέθανε» γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν κατά Θεόν ἀσκητική ζωή ὡς λαϊκός Στάρετς Θεόδωρος Κούσμιτς τῆς Σιβηρίας. Ἡ Ὁσία Ἄννα τοῦ Κασίν κατά τήν διάρκεια τῆς πολυτάραχης ζωῆς της, ὄχι ἁπλῶς εἶδε, ἀλλά βίωσε τήν ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου καί γι’ αὐτό ἀντάλλαξε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου μέ τήν Ἀγγελική Μοναχική πολιτεία. Ὁ βίος της - ὁ κοσμικός, ἀλλά καί ὁ μοναχικός - ἄν καί ἄγνωστος στίς λεπτομέρειές του, περιεῖχε φαίνεται μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες, τόσους καί τέτοιους ὥστε νά τιμηθεῖ ἀπό τόν δωρεοοδότη Κύριο μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της καί τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων.
Ἡ ἁγ. Ἄννα γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τό 1278. Ἦταν συγγενής τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μιχαήλ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ (20η Σεπτεμβρίου) καί Βασιλείου Ἡγεμόνα τοῦ Ροστώφ (4η Μαρτίου). Τό 1294 συζεύθηκε τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γ' Γιαρολάβιτς. Εἶχε τήν ἀτυχία νά ἐμπλακεῖ ἡ οἰκογένειά της στήν ἐμφύλια διαμάχη γιά τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα, μέ τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο τῆς Μόσχας.
Λέγεται, ὅτι ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ βοήθησε τόν Τσάρο Ἀλέξανδρο Β’ «νά δεῖ τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου του» (ὅταν ὁ Ἡγεμόνας τόν ἐπισκέφθηκε μυστικά στή μονή του). Ἔτσι ὁ Τσάρος «πέθανε» γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν κατά Θεόν ἀσκητική ζωή ὡς λαϊκός Στάρετς Θεόδωρος Κούσμιτς τῆς Σιβηρίας. Ἡ Ὁσία Ἄννα τοῦ Κασίν κατά τήν διάρκεια τῆς πολυτάραχης ζωῆς της, ὄχι ἁπλῶς εἶδε, ἀλλά βίωσε τήν ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου καί γι’ αὐτό ἀντάλλαξε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου μέ τήν Ἀγγελική Μοναχική πολιτεία. Ὁ βίος της - ὁ κοσμικός, ἀλλά καί ὁ μοναχικός - ἄν καί ἄγνωστος στίς λεπτομέρειές του, περιεῖχε φαίνεται μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες, τόσους καί τέτοιους ὥστε νά τιμηθεῖ ἀπό τόν δωρεοοδότη Κύριο μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της καί τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων.
Ἡ ἁγ. Ἄννα γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τό 1278. Ἦταν συγγενής τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μιχαήλ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ (20η Σεπτεμβρίου) καί Βασιλείου Ἡγεμόνα τοῦ Ροστώφ (4η Μαρτίου). Τό 1294 συζεύθηκε τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γ' Γιαρολάβιτς. Εἶχε τήν ἀτυχία νά ἐμπλακεῖ ἡ οἰκογένειά της στήν ἐμφύλια διαμάχη γιά τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα, μέ τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο τῆς Μόσχας.
Τό ἱστορικό-κοινωνικό ὑπόβαθρο τοῦ βίου τῆς ἁγ. ἌνναςἈπό τά μέσα ἤδη τοῦ 11ου αί. ἡ ἐμφάνιση στίς στέππες τοῦ Ρωσικοῦ νότου τοῦ ληστρικοῦ λαοῦ τῶν Πολόβτσων, ὑποχρέωσε μεγάλο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ νά μετακινηθεῖ πρός τά βορειοανατολικά. Ἀκόμη ἡ διαίρεση τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας σέ πολλές μ ικρές καί μεταξύ τους ἀντιμαχόμενες ἡγεμονίες, ἡ προϊοῦσα ἀνεξαρτητοποίηση τῆς ἐμπορικῆς δημοκρατίας τοῦ Νόβγκοροντ καί ἡ ταχύτατη ἀνάπτυξη τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Σούζνταλ, συντέλεσαν στήν παρακμή τοῦ Κιέβου. Τό 1169 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ἀνδρέας Μπογκολιούμπσκυ κατέλαβε καί λεηλάτησε τό Κίεβο καί μετέφερε τήν ἕδρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στό Βλαδιμήρ. Μεταξύ τῶν νέων πόλεων πού ἱδρύθηκαν τότε ἦταν τό Τβέρ, τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἡ Μόσχα.
Τό Κίεβο κατέρρευσε ὁριστικά τό 1240, μέ τήν κατάληψη καί καταστροφή του ἀπό τούς Τατάρους, ἀπό τούς ἴδιους εἰσβολεῖς ὅμως καταλύθηκε καί ἡ Ἡγεμονία τοῦ Σούζνταλ – Βλαδιμήρ. Οἱ Ἡγεμόνες – Πρίγκιπες τῶν μικρῶν ἡγεμονιῶν κατανάλωσαν τίς ἐλάχιστες – πλέον – δυνάμεις τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους στίς μεταξύ τους ἐμφύλιες διαμάχες γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ τίτλου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα, τόν ὁποῖο – κατά τόν Καθηγητή Βλ. Φειδᾶ - ὁ Τάταρος Χάν παραχωροῦσε «είς τόν πλουσιώτερον καί ταπεινότερον τούτων».
«Οἱ Ρῶσσοι Ἡγεμόνες - γράφει - ἔδει νά ἀναγνωρισθοῦν ὑπό τῶν Χάν κατά τήν ὑποχρεωτικήν μετάβασίν των εἰς τήν διαμονήν τῶν Χάν, τό Σαράϊ, ὅπου μετέβαινον συνήθως μετά πολλῶν δώρων. Αἱ ἀπαιτήσεις τῶν Χάν ἦσαν ἡ ὑποταγή τῶν Ρώσσων Ἡγεμόνων καί ἡ τακτική συλλογή τοῦ καταβαλλομένου ὑπό τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ φόρου, τοῦ λεγομένου «βυχόντ». (Βλ. Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας, 988 – 1988», σελ. 140 – 141).
Κατά τήν περίοδο 1304 – 1319 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα διεκδικοῦσαν ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι – καί ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας Γεώργιος Δανίλοβιτς, ἐγγονός τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέβσκι. Στόν μεταξύ τῶν δύο Ἡγεμόνων ἐμφύλιο ἀγῶνα ἀτυχῶς ἀναμείχθηκε καί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία, στό πρόσωπο τοῦ Μητροπολιτῶν Ρωσίας Πέτρου καί Θεογνώστου. Αἰτία ἦταν ἡ μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο ἀρχικά στό Βλαδιμήρ καί τελικά στή Μόσχα καί οἱ προσωπικές ἀπόψεις πάνω στό θέμα Ἱεραρχῶν καί Ἡγεμόνων.
Τό πρόβλημα δημιουργήθηκε μέ τήν ἐξαφάνιση τό 1240 τοῦ Βυζαντινῆς προελεύσεως Μητροπ. Ρωσίας Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἴσως θανατώθηκε ἀπό τούς Τατάρους ἤ ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη. Ὁ διάδοχός του ἅγ. Κύριλλος Β’ (1242 - 1281), ὁ ὁποῖος ἐξελέγη χάρις στήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Δανιήλ Ρωμανόβιτς, ἦρθε ἀπό τήν Νίκαια (τότε πολιτικό-θρησκευτική ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας) στή Ρωσία τό 1248. Ὁ Κύριλλος στά 33 χρόνια τῆς ἀρχιερατίας του ἀπέφυγε τήν μόνιμη ἐγκατάσταση σέ κάποια πόλη. Ὁ διάδοχός του Μητροπολίτης ἅγ. Μάξιμος (1282 - 1305), μέχρι τό 1299 ἀκολούθησε τήν τακτική τοῦ προκατόχου του, τό 1299 ὅμως ἐγκαταστάθηκε στό Βλαδιμήρ. Τήν μεταφορά τῆς ἕδρας ἐπικύρωσε καί τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως. (Miklosich - Muller, “Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Sacra et Profana”, 1860, σελ. 351 - 353).
Μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Μαξίμου τόν Θρόνο διεκδίκησαν δύο ὑποψήφιοι. Ὁ Μοναχός Γερόντιος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ) καί ὁ Ἱερομόναχος Πέτρος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ). Σημειώνεται, ὅτι ἡ πλευρά τοῦ Γεωργίου ἐξέφραζε τούς ἀντιτιθεμένους στή μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο, ἐνῶ ἐκείνη τοῦ Μιχαήλ τήν ἀντίθετη. Βεβαίως καί οἱ δύο πλευρές εἶχαν πολιτικά κίνητρα καί συμφέροντα στίς τοποθετήσεις τους.
Τό 1308 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἀθανάσιος Α’ χειροτόνησε Μητροπ. Ρωσίας τόν Ἱερομόναχο Πέτρο, ἡ ἐκλογή καί χειροτονία του ὅμως δυσαρέστησε τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί τό 1310 ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀντιμετώπισε τίς κατηγορίες τοῦ Ἐπισκόπου Τβέρ Ἀνδρέα, σέ Σύνοδο πού συκλήθηκε στό Περεγιασλάβλ. Παρά τό γεγονός, ὅτι στό βίο τοῦ ἁγ. Πέτρου ἀναφέρεται ὅτι «τό περιεχόμενο τῶν κατηγοριῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἀνδρέα ἐναντίον του ἦταν γνωστό στόν ἅγιο Πρίγκιπα Μιχαήλ, ἀλλά αὐτός δέν θεώρησε σκόπιμο νά ἀναμιχθεῖ στήν ὑπόθεση», οἱ γιοί τοῦ Μιχαήλ Πρίγκιπες Ἀλέξανδρος καί Δημήτριος παραυρέθηκαν στή Σύνοδο (Περιοδικό «ΘΥΜΙΑΜΑ», φ. 2, 1985, σελ. 12).
Ὁ Μητροπολίτης ἅγ. Πέτρος, παρά τήν ἀθώωσή του στή Σύνοδο τοῦ 1310, ἀρνήθηκε τήν ὑποστηριξή του στό Τβέρ καί τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί ὑποστήριξε ἐνεργά τήν Μόσχα καί τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο, ὅπου μετέφερε τήν Μητροπολιτική Ἕδρα, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξει τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας. Τό γεγονός αὐτό ἐνίσχυσε τήν θέση τῆς Ἡγεμονίας τῆς Μόσχας ἀπέναντι στίς ἄλλες. Ἐξόχως ὀξυδερκής ὁ Πέτρος ὑποστήριξε τήν Μόσχα, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρῶν Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό μία πολιτική ἕδρα καί ἕνα Ἡγεμόνα πανρωσικῆς ἐμβελείας καί ἀποδοχῆς.
Ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Μιχαήλ γεννήθηκε τό 1271 καί ἦταν - ὅπως προαναφέρθηκε - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι , γεννάρχη τόσο τῆς Ἡγεμονικῆς Δυναστείας τῆς Μόσχας, ὅσο καί ἐκείνης τοῦ Τβέρ.
Ὁ Μιχαήλ διαδέχτηκε τό 1285 τόν πατέρα του στήν Ἡγεμονία τοῦ Τβέρ. Κατά τήν πρώτη φάση τῆς συγκρούσεως μεταξύ Τβέρ καί Μόσχας οἱ Τάταροι ἀπένειμαν τό 1305 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στόν Μιχαήλ. Σέ μία προσπάθεια νά ἐνισχύσει τήν θέση του ὁ Ἡγεμόνας Γεώργιος τῆς Μόσχας, ἐκτέλεσε τόν κρατούμενο ἀπό τό 1300 στή Μόσχα Ἡγεμόνα τοῦ Ριαζάν Κωνσταντῖνο καί προσάρτησε τό Ριαζάν στήν Ἡγεμονία του. Στή συνέχεια κατέλαβε τό Μοζάϊσκ καί μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου, συνεργάστηκε μέ τήν ἀνεξάρτητη Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ κατά τοῦ Τβέρ. Ἐνισχυμένος μέ τούς τρόπους αὐτούς ὁ Γεώργιος πῆγε τό 1315 στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, γιά νά διεκδικήσει τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἀπό τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος καί καθαιρέθηκε ἀπό τούς Τατάρους, ὅταν ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Χάν Οὐζμπέκ Πριγκίπισσα Κοντσάκα. Ἐνισχυμένος καί ἀπό Ταταρικά στρατεύματα ὁ Γεώργιος ἐπιτέθηκε τότε κατά τοῦ Τβέρ, ἀλλά νικήθηκε καί ὁ ἀδελφός του Βόρις, ὅπως καί ἡ σύζυγός του Κοντσάκα συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι. Ὅταν ἡ κρατούμενη στό Τβέρ σύζυγός του ἀπεβίωσε ξαφνικά κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, ὁ Γεώργιος ἰσχυρίστηκε ὅτι δηλητηριάστηκε καί κατηγόρησε στόν πεθερό του Χάν Οὐζμπέκ τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ. Τελικά ὁ Οὐζμπέκ κάλεσε καί τούς δύο διεκδικητές στήν Ὀρδή. Ἡ Ἡγεμονίδα Ἄννα συνόδευσε τόν σύζυγό της μέχρι τό χωριό Μαλίνικ, στόν ποταμό Νέρλα καί ἔκτοτε δέν τόν ξαναεῖδε ζωντανό (1318). Τελικά ὁ Χάν ἐκτέλεσε τόν Μιχαήλ πρίν ἀρχίσει ἡ δίκη του.
Ὁ Ρωσικός λαός θεώρησε τόν θάνατο τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ μαρτύριο, δεχόμενος ὅτι τά αἴτια τοῦ θανάτου του ἦσαν ἐκτός ἀπό πολιτικά καί θρησκευτικά, ἀφοῦ μποροῦσε νά ἐξωμώσει γιά νά σώσει τήν ζωή του (ὅπως λ.χ. οἱ ἐπί Τουρκοκρατίας Ἅγιοι Νεομάρτυρες).
Ὁ Γεώργιος τῆς Μόσχας ἀντίθετα ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1319, μισούμενος ἀπό τόν λαό καί τούς ἄλλους Ἡγεμόνες, σάν συνεργάτης τῶν κατακτητῶν, γιά λογαριασμό τῶν ὁποίων εἶχε ἀναλάβει τήν εἴσπραξη τῶν φόρων.
Τό 1322, ὁ γιός τοῦ Μιχαήλ Δημήτριος, ζητῶντας ἐκδίκηση γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατήγγειλε στούς Τατάρους ὅτι ὁ Γεώργιος κρατοῦσε γιά λογαρισμό του μέρος τῶν φόρων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Γεώργιος κλήθηκε νά δικαστεῖ ἀπό τόν Χάν, καθαιρέθηκε καί ὁ τίτλος ἀπονεμήθηκε στόν Δημήτριο. Τό 1325, ἐνῶ οἱ δύο ἀντίπαλοι συναντήθηκαν στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ὁ Δημήτριος σκότωσε τόν Γεώργιο μπροστά στόν Χάν Οὐζμπέκ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτελεστεῖ καί ὁ ἴδιος ἀπό τούς Τατάρους ὀκτώ μῆνες ἀργότερα (1326).
Τήν ἄποψη περί μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Μιχαήλ ἐνίσχυσε καί τό γεγονός, ὅτι τό λείψανό του, ἄν καί παρέμεινε ἄταφο ἐπί διετία, βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ἐνταφιάστηκε μέ μεγάλες τιμές τό 1320 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Τβέρ, κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του καί τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Συμεών (ἡ μνήμη του τήν 4η Φεβρουαρίου).
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Μιχαήλ εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη στή Ρωσική Ἐκκλησία καί τιμᾶται τήν 24η Ἰουνίου, τήν 30η Σεπτεμβρίου καί τήν 22α Νοεμβρίου.
Ἡ Πριγκίπισσα Ἄννα ὡς Μοναχή καί ἉγίαἩ Ἡγεμονίδα Ἄννα, ἄν καί ἔζησε σέ μία ἐξαιρετικά ταραγμένη ἐποχή (κοινωνικά ἐκρηκτική, πολιτικά ρευστή καί σέ πολλά σημεῖα βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη), διατήρησε τήν πίστη της καί ἀναλώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας, στηρίζοντας τόν χειμαζόμενο ἀπό τά δεινά τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καί τῆς Ταταρικῆς κατοχῆς Ρωσικό λαό. Ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου οἱ πειρασμοί τῆς ἡγεμονικῆς ζωῆς καί οἱ κοσμικές περιπέτειες, τῆς ἔδειξαν τό μέγεθος τῆς ἀνθρώπινης ματαιότητας. Ἔτσι μετά τήν ἐκτέλεση τοῦ συζύγου της (1318), ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τβέρ, ὅπου μόνασε 30 χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1368 στή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου - Ὑπαπαντῆς, στό Κασίν, ὅπου τήν εἶχε μεταφέρει ὁ νεώτερος γιός της Ἡγεμόνας Βασίλειος, γιά νά τήν προφυλάξη ἀπό κάποια ἐπιδημία.
Ὁ τάφος παρέμεινε στήν ἀφάνεια γιά διάστημα δύο περίπου αἰώνων. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1611 (242 χρόνια μετά τήν κοίμησή της), μετά ἀπό ἐμφάνισή της στόν ἀσθενή Γεώργιο, νεωκόρο τοῦ Ναοῦ. Τοῦ εἶπε τό ὄνομά της, τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν θεραπεύσει καί ἔκανε παρατηρήσεις γιά τήν κατάσταση τοῦ τάφου της. «Κανείς δέν τόν σέβεται – εἶπε - ἄλλοι κάθονται πάνω του καί ἄλλοι ἀκουμποῦν ἐκεῖ τά καπέλα τους». Ζήτησε νά τοποθετήσουν πάνω του τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου καί νά ἀνάβουν καντήλι, βεβαίωσε δέ ὅτι αὐτή προσεύχεται στήν Ὑπεραγία Θεοτόκου γιά τήν πόλη.
Ἀναδείχθηκε θαυματουργός, διότι σύντομα –μετά τήν θεραπεία τοῦ νεωκόρου - καταγράφηκαν ἄλλες 26 θεραπείες καί τό Κασίν τήν ἀνάδειξε πολιοῦχο του. Κατά τόν 18ο αἰ. καταγράφηκαν ἄλλες 39 περιπτώσεις ἰάσεων καί κατά τήν περίοδο 1899 – 1909 ἄλλες 31. Σέ 20 περίπου περιπτώσεις οἱ εὐεργετηθέντες τήν περιέγραψαν σάν μοναχή, ἡλικίας 50 περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία συστήθηκε σάν «Ἄννα, ἡ ὁρθῶς πιστεύουσα».
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν (πρώτη δεκαετία τοῦ 17ου αἰ.), πυρπολήθηκε ἀπό τούς Πολωνούς εἰσβολεῖς ἡ Μονή τῆς Ὑπαπαντῆς – Κοιμ. Θεοτόκου στό Κασίν, ὅπου ὁ τάφος τῆς Ἁγίας. Ἡ νέα περίοδος ἀκμῆς τῆς μονῆς ἐγκαινιάζεται μέ τήν παρουσία ἀνάμεσα στά ἐρείπια μιᾶς ἄλλης Πριγκίπισσας, τῆς Ὁσίας Δωροθέας τοῦ Κασίν.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα γεννήθηκε τό 1549 (κατά τήν βασιλεία Ἰβάν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ) καί κατάγοταν ἀπό τήν Πριγκιπική οἰκογένεια τῶν Κορκοντίνωφ. Γιά τό κοσμικό της ὄνομα καί τήν προηγούμενη ζωή της δέν σώζονται πληροφορίες. Εἶναι γνωστό μόνο ὅτι ἦταν νυμφευμένη μέ τόν Θεόδωρο Λαντίγκιν, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε ὑπερασπιζόμενος τήν πόλη.
Ὁ θάνατος τοῦ συζύγου της, ἡ καταστροφή τῆς πατρίδας της, ἡ πεῖνα καί οἱ κακουχίες τοῦ λαοῦ, ἔδειξαν στή Δωροθέα τήν ἐγκόσμια ματαιότητα καί τήν ὁδήγησαν στήν ἀπόφαση νά μονάσει. Ἐγκαταστάθηκε στήν πυρπολημένη μονή τῆς Ὑπαπαντῆς καί μέ πολύ κόπο ἔφτιαξε ἕνα κελλί στή μέση τῶν ἐρειπίων. Στήν προσπάθειά της νά ἀνοικοδομήσει τήν μονή, βρῆκε τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κόρσουμ. Σύντομα ἡ φήμη τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς της ζωῆς ἔφερε κοντά της καί ἄλλες φιλομόναχες ψυχές καί ἔτσι ἡ μονή ἐπανιδρύθηκε.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα τό 1615 καί κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1629, κατά τήν βασιλεία Μιχαήλ Ρωμανώφ, χωρίς ποτέ νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ἐνταφιάσθηκε στό βόρειο μέρος τοῦ ναοῦ. Μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ ἀδελφότητα τηροῦσε χρονικό τῶν θαυμάτων της. Κατά θεία οἰκονομία καί ἡ δική της μνήμη ἄρχισε νά διαδίδεται μετά πάροδο δύο περίπου αἰώνων (ὅπως καί τῆς ἁγ. Ἄννας), ὅταν ἄρχισαν ἐμφανίσεις της στήν Ἡγουμένη Ἀντωνία.
Ἡ Ἡγουμένη Ἀντωνία (Μεζέντσοβα, + 1875), πνευματική θυγατέρα τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Ἱερέως Πέτρου τοῦ Ἄγκιλιχ, ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς. Μόναζε σέ μονή τοῦ Σούζνταλ - ὅπου τά Λείψανα τῆς θαυματουργοῦ ὁσ. Σοφίας (Πριγκίπισσας Σολωμονίας, συζύγου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ', + 1542, 16η Δεκεμβρίου) – καί ἦρθε στή Μονή Ὑπαπαντῆς, μετά ἀπό ἐμφάνιση τῆς ὁσ. Δωροθέας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν της ἡ ἁγ. Ἄννα ἐμφανιζόταν καί ὑπεδείκνυε ποιες δόκιμες ἦσαν ἕτοιμες γιά τήν μοναχική κουρά καί πού βρίσκονταν θαμμένα παλαιά μοναχικά σχήματα. Τό 1857, πεπεισμένη γιά τήν ἁγιότητα τῆς ὁσ. Δωροθέας, ὕψωσε πάνω ἀπό τόν τάφο της ἕνα παρεκκλήσιο ἀπό λαμαρῖνα (φοβούμενη τήν ἀντίδραση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν), ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως τῆς περιοχῆς ἐπευλόγησε τήν πράξη της καί ἔτσι τό 1870 ἕνα πέτρινο παρεκκλήσιο κάλυψε τόν τάφο.
Ἡ ἁγιότητά τῆς ἁγ. Ἄννας διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1909, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’. Στίς μεγαλειώδεις τελετές πού πραγματοποιήθηκαν τότε συμμετεῖχαν ὁ Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Μητροπ. Μόσχας Βαδίμηρος (ἔπειτα Κιέβου, Νεομάρτυρας, + 1918), 12 Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι, ὁ Βασιλικός Ἐπίτροπος τῆς Συνόδου Λουκιάνωφ, ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα (Νεομάρτυρας + 1918) καί περίπου 100.000 πιστοί. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου της.
Ἡ ἁγ. Ἄννα τοῦ Κασίν εἶναι προστάτης ὅσων ὑποφέρουν ἀπό τήν στέρηση συγγενικῶν τους προσώπων.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 12η Ἰουνίου καί τήν 2α Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου της τήν 21η Ἰουλίου.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη τῆς Μονῆς Ὑπαπαντῆς καί τῶν τιμίων Λειψάνων τῶν Ὁσίων Ἄννας καί Δωροθέας. Ὅμως, «μεταξύ ἐκείνων πού ἀγαποῦν τούς δούλους τοῦ Θεοῦ - σημειώνεται στή «Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ» - ἡ μνήμη τῆς ὁσ. Ἄννης δέν πρόκειται νά ξεχαστεῖ καί ἐκείνη συνεχίζει νά προσεύχεται στόν οὐρανό γιά τη Ρωσική γῆ καί γιά ὅλους ἐκείνους πού τήν τιμοῦν μέ πίστη καί ἀγάπη».