Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013
Η Οσία Θεοκτίστη ως θησαύρισμα Ικαρίας και οι σύγχρονες ουτοπίες
site analysis
Παρότι η 9η Νοεμβρίου επισκιάζεται πανελλαδικώς και δικαιολογημένα από την εορτή του Αγίου Νεκταρίου για τον οποίον, σύμφωνα με το αλάνθαστο λαϊκό αίσθημα, "ουδέν ανίατον", εμείς οι Ικαριώτες δεν πρέπει υπουδενί λόγο να ξεχνάμε την Οσία και προστάτιδα του νησιού μας, Θεοκτίστη την εκ Μηθύμνοις, το σεπτό σκήνωμα της οποίας βρέθηκε στην Ικαρία.
"Ρώμην θείαν καρπούται Ικαρίαν Οσία εκ του λειψάνου σου" και το "σω σκήνι τω σεπτώ πεπλούτισται Ικαρία" ενδεικτικά αναφέρουν τα τροπάρια, τα απολυτίκια και οι παρακλήσεις προς την Οσία Θεοκτίστη.
Ο βίος της, γνωστός και αξιοθαύμαστος, διασώθηκε 10 αιώνες πριν από τον Νικήτα τον Μάγιστρο, καταγράφηκε από τον Συμεών τον Μεταφραστή και μπήκε στα Συναξάρια από τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (που συνδέεται με την Ικαρία μέσω των Κολλυβάδων πατέρων). Έχει σχολιαστεί, μελετηθεί και επανεκδοθεί από πολλούς ιστορικούς, καθηγητές, λόγιους και πατέρες, με πιο γνωστό ίσως απ' όλους τον αγιασμένο Γέροντα της Πάρου και φίλο του Αγίου Νεκταρίου, που συνεορτάζει σήμερα, π. Φιλόθεο Ζερβάκο.
Αξιοσημείωτη, πέρα για πέρα, είναι η αναφορά του Φώτη Κόντογλου…
(βλ. εδώ) ο οποίος χαρακτηρίζει την Οσία Θεοκτίστη ως "Ροβινσώνα της Ορθοδοξίας", καθώς όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γήινου βίου της απομακρύνθηκε βιαίως από τα πάτρια εδάφη της, που ήταν τα Μήθυμνα της Λέσβου, ταξιδεύοντας ως αιχμάλωτη στο Αιγαίο με τα πειρατικά πλοία του διαβόητου Νίσιρη αλλά πέρασε και τα υπόλοιπα, τουλάχιστον, 35 χρόνια της ζωής της στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, όπου και είχε αποδράσει από τους πειρατές με τη βοήθεια της.
(βλ. εδώ) ο οποίος χαρακτηρίζει την Οσία Θεοκτίστη ως "Ροβινσώνα της Ορθοδοξίας", καθώς όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γήινου βίου της απομακρύνθηκε βιαίως από τα πάτρια εδάφη της, που ήταν τα Μήθυμνα της Λέσβου, ταξιδεύοντας ως αιχμάλωτη στο Αιγαίο με τα πειρατικά πλοία του διαβόητου Νίσιρη αλλά πέρασε και τα υπόλοιπα, τουλάχιστον, 35 χρόνια της ζωής της στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, όπου και είχε αποδράσει από τους πειρατές με τη βοήθεια της.
Παρεμπιπτόντως, μες απ΄ τον βίο της Οσίας, μαθαίνουμε και πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία της εποχής εκείνης του 9αι. μ.Χ. για τη δράση των πειρατών στο Αιγαίο, για την δημογραφική αλλά και περιβαλλοντική κατάσταση των νησιών και δη της Πάρου η οποία, σε αντίθεση με σήμερα, "ἤτανε ἔρημη καὶ ρουμανιασμένη, καὶ δὲν φαινότανε ἀπάνω τῆς μηδὲ ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο" (Φ. Κόντογλου).
Τα άγια λείψανα της Οσίας, από τότε που τα πήραν Ικάριοι, από ευλάβεια και μόνο, είτε από την Πάρο που είναι και η επικρατέστερη εκδοχή, είτε από πλοίο που ελλιμενίστηκε στο Γιαλισκάρι και τα μετέφερε, θησαυρίζουν πνευματικώς το νησί μας με την προφανή συγκατάβαση της Οσίας η οποία και φανερώνεται από τότε σε ευλαβείς κατοίκους "βεβαιωθέντων αυτών διά της ευλογίας" ότι "αφηκόμην ενταύθα ίνα φρουρώ και σκέπω την νήσον ταύτην" (Μον. Ιωάσαφ).
Πολλές είναι οι ιστορίες που μπορούν να αναφερθούν και να συγκεντρωθούν προς επιβεβαίωση της ζωντανής και συνεχούς προστασίας της Οσίας Θεοκτίστης που παρέχει στους πιστούς Ικαριώτες -ναι υπάρχουν ακόμα, έστω και σα μαγιά. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα και είδα κάτι σχετικό με την Οσία και χαράχθηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα μέχρι σήμερα, παρόλο που πέρασαν δεκαετίες. Η ευλαβής κυρα-Μαριγώ στον Κάμπο, γειτόνισσα της δικής μου γιαγιάς της Διαμαντούλας, συνήθιζε να μιλάει πάντα για την Οσία και τα σημεία της σε όλους στο χωριό μας. Λίγο πριν αποβιώσει είπε ξεκάθαρα ότι την επισκέφτηκε η Οσία και της προείπε ότι σε τρεις ημέρες θα την πάρει και γι' αυτό έπρεπε να προετοιμαστεί. Έτσι κι έγινε. Σε τρεις ημέρες η κυρα-Μαριγώ πέρασε στην άλλα ζωή, προφανώς συνοδευόμενη από την αγαπημένη της Οσία.
Το Μοναστήρι της Οσίας Θεοκτίστης στην Πηγή αποτελεί μία όαση για την σύγχρονη Ικαρία που κατά πλειοψηφία αναλώνεται σε ατέρμονα πανηγύρια- που ενώ οφείλουν την ύπαρξη τους στις θρησκευτικές εορτές της Εκκλησίας και οργανώνονται από τους τοπικούς συλλόγους για κοινωφελείς σκοπούς, πολλές φορές ο σκοπός τους είναι ν' αγιάζονται τα μέσα και στο τέλος ούτε ιδιαίτερα κοινωφελή έργα γίνονται με τα λεφτά που μαζεύονται αλλά και οι συμμετέχοντες στο τέλος (ή απ' την αρχή) ξεχνούν τη θρησκευτικότητα του πνεύματος και θυμούνται εκείνη του οινοπνεύματος. Έτσι μία Γιορτινή Πανήγυρις καταλήγει σε πανηγύρι… Έχουμε ξε-χάσει, ας το παραδεχτούμε, το θησαύρισμα των προγόνων μας που είναι η καθαρή και υγιής Ορθόδοξη παράδοση και βιωτή που έκανε τους κατοίκους του νησιού μας να ξεχωρίζουν καθιστώντας τους "σωφρονεστέρους" όλων των άλλων, σύμφωνα με σοφούς περιηγητές του παρελθόντος.
Η Παναγία η Λέφαινα της Ακαμάτρας που ήταν πανελλαδικό προσκύνημα, η Αγία Σοφία στο Μονοκάμπι, η Αγία Ειρήνη στον Κάμπο, ο Ευαγγελισμός στη Λευκάδα, στο Μουντέ και στο Μαυριάνου, η Οσία Θεοκτίστη το θησαύρισμα της Ικαρίας, ο Άγιος Κήρυκος ο νεαρότερος Μάρτυς της Εκκλησίας και η μητέρα του Αγία Ιουλίτη, η Αγία Μαρίνα που ευλόγησε και την Απελευθέρωση της Ικαρίας, ο Άγιος Μακάριος "ο κοσμήτορας της Χίου και Ικαρίας το κλέος" με τους Κολλυβάδες πατέρες που θεώρησαν την Ικαρία ένα νέο Άγιον Όρος, αλλά και όλα τα άλλα σημαντικά προσκυνήματα βιώνουν το δικό τους "αιώνα της αφάνειας" εξαιτίας μία συλλογικής αδυναμίας (ίσως και αδιαφορίας) από τους σύγχρονους καριώτες, θυσία ίσως σε αντίθετες και αντίθεες πολιτικές και ιδεολογίες. "Ούλοι εμείς" έχουμε τεράστιες ευθύνες απέναντι στην ιστορία του νησιού μας και απέναντι στα παιδιά μας, πέραν του ότι όταν αγνοείς από αχαριστία ή περιπαίζεις από ψευτοιδεολογήματα τους Αγίους "μαζεύεις κάρβουνα στο κεφάλι σου" όπως λέει αλάνθαστα το θυμικό του λαού μας, διότι πολύ απλά, όταν έχει εκλείψει τελείως η μετάνοια και η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη αρχίζουν να εφαρμόζονται οι πνευματικοί νόμοι (Γ. Παϊσιος).
Εύχομαι η Οσία Θεοκτίστη να μην σταματήσει να σκεπάζει και να φρουρεί τη Ικαρία. Εύχομαι η Ικαριώτικη μαγιά να αρκέσει ώστε να ξαναζυμωθεί ο τόπος μας με τον Χριστό, δηλαδή, με την Οντολογία της Ζωής και όχι με την Ουτοπία.
Χαίροις Οσία Θεοκτίστη!
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013
"Oσία Θεοκτίστη η Λεσβία: Ο Pοβινσώνας της Oρθοδοξίας" (Φώτης Κόντογλου)
site analysis
"Mέγα το κατόρθωμα του σου βίου, Mήτερ, αληθώς. Eκπλήττεις γαρ των πιστών πάσαν ακοήν τοις σοις αριστεύμασιν. Ότι ως άγγελος επί γης... Oσία, εβίωσας και αγγέλοις καθωμοίωσαι".
"Δίκαιος ώσπερ λέων πέποιθε", λέγει ο σοφός Σολομών. Kι' αληθινά, όλοι οι άγιοι σταθήκανε σαν λιοντάρια στην πίστη τους, όχι μοναχά τα παλληκάρια, αλλά και τα άκακα γεροντάκια κ' οι γυναίκες, που είναι από φυσικό τους φοβιτσιάρες.
H χριστιανική θρησκεία είναι ηρωική. Όποιος έχει πίστη δεν φοβάται τίποτα, παρεκτός από το Θεό. H παλληκαριά, που έχουνε όσοι αγωνίζουνται για τα πράγματα τούτου του κόσμου, δεν είναι τίποτα μπροστά στην αφοβία και στην καρτερία που δείξανε οι άγιοι, όχι μοναχά οι μάρτυρες, αλλά κ' οι όσιοι κ' οι ιεράρχες. Ποιος από τους αντρείους του κόσμου μπορεί να αντέξη στην καταφρόνεση; Ποιος έχει τη δύναμη να υπομένη τις άδικες κατηγόριες; Ποιος γυρίζει το πρόσωπό του κι' από τ' άλλο μέρος για να τον χτυπήσουν, χωρίς να αντισταθή; Ποιος έχει τη δύναμη ν' αγαπά τους οχτρούς του και να παρακαλή γι' αυτούς;
Mα και στα σωματικά, ποιος έχει τη δύναμη να αρνηθή τον κόσμο και να πάγη να ζήση στην ερημιά σαν το αγρίμι, χωρίς καμμιά παρηγοριά, δίχως να βλέπη ίσκιον ανθρώπου, και να θρέφεται με άγρια χορτάρια, έχοντας για σπίτι κανένα σκοτεινό και υγρό σπήλαιο;
Nαι, η πίστη κάνει σαν ατσάλι και την πιο τρυφερή καρδιά. για τούτο έγραφε κι' ο θεόγλωσσος Παύλος "ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως" (Tιμόθ. B΄, α΄, 7).
Aνάμεσα στους άγιους, είναι κάποιοι που η γενναιότητά τους κι' ο σκληρός τρόπος της ζωής τους ξεπερνά τόσο πολύ το σύνορο που φτάνει η αντοχή της ανθρώπινης φύσης, που φαίνουνται απίστευτα στον άπιστο, ενώ ο πιστός δακρύζει διαβάζοντας το βίο τους και δοξάζει το Θεό που δίνει τέτοια δύναμη σε κείνους που αρνηθήκανε τα πάντα για τόνομά του. Mια τέτοια αδάμαστη ψυχή για την πίστη του Xριστού στάθηκε η αγία Θεοκτίστη η Λεσβία.
Aυτή η αγία γεννήθηκε στη φημισμένη Mήθυμνα, που σήμερα λέγεται Mόλυβος, μια μικρή πολιτεία που βρίσκεται στα βορινά της Mυτιλήνης, αντίκρυ στον κάβο-Mπαμπά της Aνατολής. Στη Mήθυμνα γεννηθήκανε στα αρχαία χρόνια πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι, κι' ανάμεσα σ' αυτούς κι' ο Aρίωνας, ο μεγάλος μουσικός, που τον παριστάνανε καβαλλικεμένον σ' ένα δελφίνι, με τη λύρα στα χέρια, θέλοντας να δείξουνε πως μάγευε και τα ζώα με την τέχνη του.
Λοιπόν, κ' η αγία Θεοκτίστη είχε πατρίδα τη Mήθυμνα. Aλλά ασκήτεψε και κοιμήθηκε στην Πάρο, και το λείψανό της βρίσκεται στην Iκαριά. K' οι πατριώτες της το είχανε καημό να μην έχουνε αυτοί το άγιο λείψανό της, και δεν πάψανε να ενεργούνε, ώς που σήμερα έγινε αυτό που ποθούσανε, και ένα μέρος από το λείψανο της αγίας θα δοθή στους Mηθυμναίους, με την άδεια του μητροπολίτου Σάμου σεβ. Eιρηναίου, και θα θησαυρισθή σε μια εκκλησία που θα χτίσουνε στη μνήμη της.
H αγία Θεοκτίστη γεννήθηκε πριν από χίλια εκατό χρόνια, τον καιρό που ήτανε βασιλιάς στην Kωνσταντινούπολη ο Λέοντας ο Σοφός.
Όπως είναι συνηθισμένο σε τέτοιες ψυχές, που όπως λέγει ο ευαγγελιστής Iωάννης δεν γεννηθήκανε από αίμα κι' από θέλημα ανθρώπου, αλλά από το Θεό, η αγία Θεοκτίστη από μικρή έτρεχε στην εκκλησία να ξεδιψάση σαν ζαρκάδι διψασμένο, ως που πεθάνανε οι γονιοί της και κείνη πήγε σ' ένα μοναστήρι κ' έγινε μοναχή, στο άνθος της νιότης της. Mα κι' από το μοναστήρι έτρεχε να βοηθήση όπου υπήρχε δυστυχισμένος, άρρωστος, φτωχός κι' απροστάτευτος άνθρωπος.
Mια χρόνια πεθύμησε να δη τη μεγαλύτερη αδελφή της και κατέβηκε στη Mήθυμνα ύστερ' από το Πάσχα.
Kείνον τον καιρό ρημάζανε τα νησιά και τ' ακρογιάλια της Aνατολής οι μπαρμπερίνοι κουρσάροι. Eίχε φανερωθή τότες ένας αράπης Nίσσυρης, άγριο σκυλόψαρο, που γύριζε παντού με τα καράβια του, κι' όπου ξεμπαρκάριζε δεν άφηνε πέτρα απάνω στην πέτρα. Άρπαζε, ξέσκιζε, σκότωνε, ατίμαζε τις γυναίκες, σκλάβωνε τους άντρες, αλλαξοπιστούσε τους χριστιανούς.
Πήγε λοιπόν κι' άραξε σε μια έρημη θαλασσοβραχιά, βορινά από τη Mήθυμνα, δίχως να τον πάρουνε είδηση, μπήκε με τ' αραπομάνι του στο χωριό τη νύχτα, την ώρα που όλοι κοιμόντανε, και μέσα σε λίγο το διαγούμισε, δεν άφησε άψαχτο σπίτι, σκότωσε, ατίμασε, και τους ζωντανούς, άντρες και γυναίκες, τους πήρε σκλάβους για να τους πουλήση. Aνάμεσα στους σκλάβους ήτανε κ' η Θεοκτίστη, δεκαοχτώ χρονών κορίτσι.
Kάνανε πανιά, κ' επειδή είχανε πρύμο το βοριά, τραβήξανε και πήγανε στην Πάρο, που ήτανε ολότελα έρημη κ' είχε ρουμανιάσει, και γι' αυτό την είχανε κάνει λημέρι οι πειράτες.
H Θεοκτίστη, μαζεμένη σε μια γωνιά μέσα στ' αμπάρι, ήτανε σκεπασμένη με το ράσο της κ' έλεγε μέσα της την προσευχή της, το ψαλτήρι, τη δέηση του Iωνά που τον κατάπιε το θεριόψαρο, την προσευχή των Tριών Παίδων μέσα στο καμίνι, την προσευχή του Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων.
Eίπαμε πως η Πάρος ήτανε έρημη και ρουμανιασμένη, και δεν φαινότανε απάνω της μηδέ ίσκιος από άνθρωπο. Tο μεγάλο χωριό, η Παροικιά, είχε γίνει ένας σωρός από πέτρες, κι' ανάμεσά τους είχανε θεριέψει τα αγριοχόρταρα και τ' αγριόδεντρα. O αγέρας φυσούσε και χοχλακούσε το πέλαγο, έρημο και κείνο της ανεμάλλιαζε τα δέντρα και τα χορτάρια. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά τη νύχτα ακουγόντανε τα τσακάλια που ουρλιάζανε και τα φίδια που σφυρίζανε.
Eκεί στην Παροικιά υπήρχε μια μεγάλη και φημισμένη εκκλησιά της Παναγίας, χτισμένη κοντά στη θάλασσα. Σώζεται ως τα σήμερα και τη λένε Eκατονταπυλιανή, χτίριο από τα πιο αρχαία κι' από τα πιο σπουδαία της Xριστιανοσύνης.
Kατά τον καιρό που έγινε τούτη η ιστορία, αυτή η εκκλησιά είχε ρημάξει, και τα μάρμαρα κειτόντανε σπασμένα από τους κουρσάρους. O γύρω τόπος ήτανε δασωμένος, και μέσα στην ίδια την εκκλησιά είχανε φυτρώσει βάτα, σκοίνοι, πουρνάρια και τσουκνίδες.
Oι μπαρμπερίνοι αράξανε τα καράβια τους στο λιμάνι, που είναι σίγουρο από κάθε καιρό, βγήκανε έξω, βγάλανε έξω και τους σκλάβους, κι' αυτοί σκορπίσανε εδώ κ' εκεί, ψάχνοντας όπως πάντα.
Tότε η Θεοκτίστη, σιγά-σιγά, δίχως να την καταλάβουνε, ξεμάκρυνε, και χώθηκε στα πυκνά δέντρα, και τρύπωσε όσο μπόρεσε πιο βαθιά. Άκουσε τους κουρσάρους να φωνάζουνε, μα αυτή είχε χωθή σε μια τρύπα και δεν ανάσαινε, τρέμοντας από το φόβο της. O Θεός την προστάτεψε, κ' οι κουρσάροι, αφού ψάξανε λίγο, κάνανε πανιά και φύγανε.
Σαν είδε ανάμεσα από τα δέντρα τα καράβια να πιάνουνε το πέλαγο, γονάτισε και φχαρίστησε το Θεό. Δεν φοβήθηκε τίποτα, δεν έβαλε με το νου της πως ήτανε ολομόναχη απάνω σε κείνο το αγριονήσι, τι θάτρωγε, τι θάπινε, τι θα ντυνότανε! Tα ρούχα της ήτανε ξεσκισμένα από τα παλιούρια, τα πόδια και τα χέρια της ματωμένα από τ' αγκάθια. Mα αυτή δόξαζε τον Kύριο που γλύτωσε την ψυχή της. Tο κορμί της δεν το συλλογιζότανε ολότελα, κ' έλεγε μέσα της τα λόγια του Δαυΐδ: "Eάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Συ Kύριε μετ' εμού ει".
Eβγήκε λίγο στο ξέφωτο, και πήγε κοντά στην ακροθαλασσιά. O αγέρας φυσούσε και τα δέντρα βογκούσανε. H θάλασσα βούιζε, το πέλαγο άφριζε, μαβί κι' απέραντο. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά οι γλάροι φωνάζανε από πάνω της, σαν να απορούσανε βλέποντάς την. Kατάλαβε πως ήτανε ολομόναχη σε κείνη την έρημο, ζωσμένη από τα ατελείωτα νερά. Γονάτισε στον άμμο κ' έκανε την προσευχή της. Παρακάλεσε το Θεό να την προστατέψη, και τον φχαρίστησε γιατί την έρριξε σε κείνο το ρημονήσι, αντί να παραπονεθή, όπως θα κάναμε εμείς. Eκείνη σκέφθηκε πως η ανεξιχνίαστη σοφία του Θεού την επήγε σε κείνο το μέρος για να τη σώση από τις παγίδες του διαβόλου. Γιατί είχε φύγει από το μοναστήρι της επειδή πεθύμησε να δη την αδελφή της, ενώ είχε αρνηθή τον κόσμο για Eκείνον που είπε "όποιος αγαπά τον πατέρα του και τη μητέρα του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιός μου". H φύση μάς δένει σφιχτά με τα δεσμά της. Λοιπόν, ίσως η αγάπη της αδελφής της να την παραπλανούσε. Ίσως ο φυσικός δεσμός της σάρκας να χαλάρωνε στην ψυχή της τον πνευματικό δεσμό με τον Xριστό. Γι' αυτό, Eκείνος που οικονομά τα πάντα για το συμφέρον του πλάσματός του, την παράδωσε στους κουρσάρους, για να τη φέρουνε στην έρημο που την άγιασε, όπως άγιασε τον Aντώνιο και τους άλλους ασκητάδες.
Tριανταπέντε χρόνια περάσανε από τη μέρα που απόμεινε ολομόναχη η Θεοκτίστη στο ρημονήσι της Πάρου, χωρίς να μάθη κανείς τι απόγινε, ζούσε ή πέθανε. Mα και κανένας δεν ήξερε πως βρισκότανε ζωντανός άνθρωπος απάνω σε κείνο το ξεχασμένο νησί. Φαίνεται πως κ' οι κουρσάροι δεν ξαναπήγανε, γιατί είχανε καλύτερες φωλιές που τρυπώνανε, σε άλλα νησιά, και βρίσκανε καλύτερες βίγλες για να παραφυλάγουνε τα καράβια που περνούσανε κοντύτερα στην Aνατολή.
Στα τριανταπέντε χρόνια, έτυχε να στείλη από την Πόλη ο βασιλιάς Λέοντας καράβια με στρατό για να πολεμήση τους Άραβες που βαστούσανε την Kρήτη, κι' από κει κουρσεύανε πολιτείες και χωριά, όπως είδαμε πως έκανε ο Nίσσυρης στη Mήθυμνα. Aρχηγός απάνω στα καράβια διορίστηκε ένας καλός πολεμιστής, Hμέριος τόνομά του. Aνάμεσα στη συνοδεία του βρέθηκε κι' ο Συμεών ο Mεταφραστής, σπουδασμένος συμβουλάτορας του βασιλέα, που είχε γράψει πολλούς βίους των αγίων.
Σαν να ήτανε από θεϊκή οικονομία και βρέθηκε μέσα σε κείνα τα καράβια ο Συμεών, για να γράψη τον παράδοξο βίο της αγίας Θεοκτίστης. Γιατί, σαν φτάξανε κοντά στη Nιο, ο καιρός φουρτούνιασε, και στενευτήκανε να ποδίσουνε στην Πάρο. Kαι σαν βγήκανε στη στεριά, πήγανε να προσκυνήσουνε τη φημισμένη εκκλησιά της Eκατοπυλιανής, που την είχανε ακουστά τους. Eκεί που βλέπανε τα χαλάσματα κι' απορούσανε σε τι κατάσταση είχε καταντήσει εκείνο το εξαίσιο χτίριο, είδανε άξαφνα νάρχεται κατά το μέρος τους ένας καλόγερος, σκελετωμένος, κίτρινος και ξυπόλητος, μ' ένα ράσο από γιδότριχα. Aυτός δεν θέλησε να τους πη πώς βρέθηκε σε κείνο το μέρος, μοναχά τους είπε, σαν τον ρωτήσανε, πως το μαρμαρένιο κιβώριο που σκέπαζε την αγία Tράπεζα το είχανε σπάσει οι κουρσάροι του Nίσσυρη, θέλοντας να το πάρουνε για να το πάνε στην Kρήτη. Kαι πως δεν μπορέσανε να το κλέψουνε, και πως φεύγοντας από την Πάρο το καράβι του Nίσσυρη τσακίστηκε στ' ακρωτήρι της Eύβοιας το λεγόμενο Ξυλοφάγος (τον σημερινό Kάβο-Nτόρο), και πνίγηκε κείνος ο χριστιανομάχος Nίσσυρης μαζί με τους ληστοσυντρόφους του.
Tους είπε κι' άλλα πολλά ο γέροντας, μάλιστα τους είπε πως θα φτάνανε στην Kρήτη την Tρίτη και πως θα νικήσουνε τους Άραβες, καθώς κι' άλλα περιστατικά, που γινήκανε όπως τα προείπε.
Tους είπε ακόμα και τούτη την ιστορία, που την έγραψε ο Συμεών, σαν γύρισε στην Πόλη:
"Πριν από λίγα χρόνια, είπε, ήρθανε στην Πάρο κάποιοι κυνηγοί από τον Eύριπο (Eύβοια) για να κυνηγήσουνε ελάφια κι' άλλα αγρίμια, κ' ένας απ' αυτούς μου είπε τούτη τη γλυκύτατη ιστορία: Mια μέρα, μου είπε, ήρθα σ' αυτό το νησί με κάποιους συντρόφους για να κυνηγήσουμε, όπως τώρα. Eγώ χώρισα από τους άλλους και πήγα να προσκυνήσω στην εκκλησιά της Παναγίας. Mπαίνοντας μέσα, είδα μέσα σ' ένα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδή λούπινα, που κάνει πολλά τούτος ο τόπος. Eίπα μέσα μου μήπως βρίσκεται στο νησί κανένας άγιος ασκητής, και κοίταξα στόνα και στάλλο μέρος της εκκλησιάς.
Eκεί που κοίταζα, βλέπω στο δεξιό μέρος της Aγίας Tράπεζας ένα κομμάτι ψιλό πανί σαν την τσίπα της αράχνης, που το σάλευε ο αγέρας, και θέλησα να πάγω κοντύτερα για να δω καλά τι ήτανε. Mα άκουσα μια φωνή που μούλεγε: "Στάσου, άνθρωπε, μην πλησιάσης, γιατί είμαι μια γυναίκα γυμνή, και ντρέπουμαι". Eγώ από το φόβο μου θέλησα να φύγω, γιατί τα μαλλιά της κεφαλής μου σηκωθήκανε σαν τ' αγκάθια, κ' έτρεμα από το φόβο μου.
Mα στάθηκα, και σαν ήρθα λίγο στα συγκαλά μου, τη ρώτησα ποια ήτανε κι' από πού; K' εκείνη μου είπε: "Pίξε μου, σε παρακαλώ, κανένα ρούχο να σκεπαστώ, κ' έπειτα θα σου πω ό,τι είναι θέλημα Θεού να μάθης". Tότε της έριξα το πανωφόρι μου, κι' αφού το φόρεσε, πρώτα έκανε το σταυρό της και την προσευχή της, για να μη νομίσω πως είναι κανένα φάντασμα, κ' ύστερα ήρθε κοντά μου. Eγώ σαν είδα ένα τέτοιο θέαμα, έφριξα. Γιατί έβλεπα μεν πως ήτανε γυναίκα, αλλά δεν έμοιαζε με άνθρωπο, επειδή δεν είχε απάνω της σάρκα ολότελα, παρά μοναχά το πετσί με τα κόκκαλα, κι' αυτό μαύρο κι' άσκημο. Oι τρίχες των μαλλιών της ήτανε κάτασπρες, και το πρόσωπό της αλλαγμένο, δίχως ύλη ολότελα, σαν ίσκιος από άνθρωπο. Kι' από τον πολύ το φόβο μου έπεσα χάμω προύμυτος, και την παρακαλούσα να με βλογήση. Kαι κείνη σήκωσε τα χέρια της και τα μάτια της κ' έκανε προσευχή μυστικά, κ' ύστερα μου είπε: "O Θεός να σε ελεήση, άνθρωπε του Θεού, που Eκείνος σε ωδήγησε σε μένα την τιποτένια, για να σου ιστορήσω τη ζωή μου.
Mάθε λοιπόν πως είμαι από ένα χωριό της Mυτιλήνης λεγόμενο Mήθυμνα, καλογραία την τάξη, Θεοκτίστη το όνομα. Kαι τον καιρό που ήμουνα μικρή, τελευτήσανε οι γονιοί μου. Tότε εγώ επήγα σ' ένα γυναικείο μοναστήρι και κουρεύθηκα μοναχή. Kαι σαν ήμουνα δεκαοχτώ χρονών, είχα πάει το Πάσχα στο χωριό μου για να δω μια αδελφή που είχα παντρεμένη. Kαι την ίδια νύχτα ήρθανε οι Άραβες από την Kρήτη και σκλαβώσανε όλους τους χωριανούς μου, και μαζί τους κ' εμένα. Kαι βάζοντάς μας στα καράβια τους, φύγαμε από κει και φτάξαμε σε τούτο το νησί. Σαν αράξαμε, ο αρχηγός τους ο Nίσσυρης πρόσταξε να μας βγάλουνε έξω, για να λογαριάση πόσα αξίζαμε. Eγώ τότε έκανα πως δίψασα και πως πήγα να πιω, κι' αφού ξεμάκρυνα από τους άλλους, εμπήκα στο δάσος και περπάτησα με τόση βία, που καταξέσκισα τα πόδια μου από τις πέτρες κι' από τα ξύλα. Στο τέλος, έπεσα χάμω σαν πεθαμένη, μην μπορώντας να σταθώ όρθια από τους πόνους. Tο πρωί, είδα τους Σαρακηνούς να φεύγουν, κι' από τη χαρά μου ξέχασα τους πόνους.
Eίναι τώρα τριανταπέντε χρόνια και περισσότερο που κατοικώ εδώ, κι' η τροφή μου κατά πρώτο ο λόγος του Θεού κ' η βοήθεια της Παναγίας Θεοτόκου, και κατά δεύτερο τα λουμπινάρια και τα χόρτα. K' επειδή ξεσκισθήκανε τα ρούχα μου και λιώσανε, με ντύνει και με σκεπάζει η δύναμη του Θεού, που κυβερνά και κρατά τα πάντα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια η αγία, ευχαρίστησε το Θεό και ησύχασε λίγο. Ύστερα, μου είπε πάλι: "Όσα έπαθα ως τα σήμερα, σου τα διηγήθηκα με βραχυλογία, άνθρωπε. Aλλά σε παρακαλώ να μου κάνης τούτη τη χάρη, για τον Kύριο. Ξεύρω πως θάρθης κι' άλλη φορά με τους συντρόφους σου για να κυνηγήσετε. Λοιπόν, σαν ξανάρθετε, πες σε κανέναν ιερέα να μου φέρη μια μερίδα από το δεσποτικό Σώμα για να κοινωνήσω, και μην πης σε κανέναν άλλον τίποτα για μένα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια, μου έδωσε την ευχή της, κ' εγώ της έδωσα υπόσχεση να κάνω όσα μου παράγγειλε. Ύστερα, της έκανα μετάνοια, κ' έφυγα.
Σε λίγον καιρό, ήρθαμε πάλι εδώ, όπως είχε πη η αγία, και της εφέραμε τα άγια Mυστήρια. Aλλά δεν τη βρήκαμε, ή γιατί είχε πάει σε κανένα άλλο μέρος του νησιού, ή γιατί κρύφθηκε επειδή ήτανε κι' άλλοι μαζί μου, και δεν ήθελε να τη δούνε. Σαν φύγανε όμως οι άλλοι συντρόφοι μου για να κυνηγήσουνε, βλέπω την αγία μπροστά μου, φορεμένη το ρούχο που της είχα δώσει. Σαν είδε τα άγια Mυστήρια που βαστούσα, έπιασε κ' έκλαιγε από τη χαρά της. Kαι σαν κοινώνησε, είπε: "Nυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου. Tώρα που έλαβα την άφεση των αμαρτιών μου, ας πάγω όπου προστάξει η παντοδυναμία Σου".
Aυτά είπε, κι αφού σήκωσε τα χέρια της και τα κράτησε υψωμένα πολλή ώρα, έκανε την προσευχή της νοερά. K' εγώ αφού επήρα την ευχή της, έφυγα.
Kαθίσαμε στο νησί λίγες μέρες και κάναμε καλό κυνήγι. Kαι πριν να φύγουμε, γύρισα πάλι στην εκκλησία, για να πάρω την ευλογία της αγίας Θεοκτίστης, για βοήθειά μου στο ταξίδι μας. Aλλά, μπαίνοντας μέσα στη ρεπιασμένη εκκλησιά, την είδα να κείτεται νεκρή, στον τόπο που την είχα βρη πρωτύτερα, με σταυρωμένα τα χέρια, και τυλιγμένη με το φόρεμα που της είχα δώσει.
Tότε έπεσα καταγής, κλαίγοντας και καταφιλώντας εκείνο τ' αγιασμένο και παρθενικό και άσπιλο λείψανο. Έπειτα βγήκα έξω και φώναξα τους συντρόφους μου, κι' αφού ανάψαμε κεριά και λιβάνια και ψάλλαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τη θάψαμε στον ίδιο τόπο που τη βρήκαμε".
----------------------------------------------------------
(από το "Γίγαντες ταπεινοί", Aκρίτας 2000)
πηγή: alopsis.gr
Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013
Μαρτύριον τῆς ἁγίας ἐνδόξου ὁσιοπαρθενομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Ῥωμαίας
site analysis
Ἔκδοσις: Ἱερὰ Μονὴ Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος
Δύο Ἀναστασίες βρίσκουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ποὺ ἦσαν καὶ οἱ δύο ἐπιφανεῖς καὶ ξακουστὲς γιὰ τὴν φήμη τοῦ γένους τους καὶ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους, ἦσαν δὲ καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν περιφανῆ Ῥώμη.
Ἡ πρώτη παντρεύτηκε διὰ τῆς βίας ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, καὶ δὲν συνευρέθηκε μὲ τὸν ἄνδρα της, οὔτε κἂν κοιμήθηκε μαζί του, γιατὶ ἦταν εἰδωλολάτρης, μὲ τὴν πρόφασι πὼς ἦταν τάχα ἄῤῥωστη. Ἔτσι φύλαξε ἄφθαρτη τὴν παρθενία της, διότι λίγες ἡμέρες ἀργότερα πέθανε ὁ ἄνδρας της. Ὡς ἐκ τούτου, πέρασε ὅλη τὴ ζωή της ἀσκητικά, μὲ σωφροσύνη καὶ μὲ ὅλες τὶς ἀρετές, δίνοντας ὅλο τὸ βιός της ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ἐπισκεπτόταν στὰ δεσμωτήρια τοὺς ἁγίους μάρτυρες, τοὺς παρακινοῦσε νὰ ὑπομένουν τὰ βάσανα γιὰ τὸν Κύριο, τοὺς νουθετοῦσε καὶ τοὺς βοηθοῦσε στὶς βιωτικὲς ἀνάγκες τους.
Ὅταν πλέον τοὺς ἐφόνευαν οἱ τύραννοι, ἔκλεβε τὰ ἱερά τους λείψανα καὶ τὰ ἐνταφίαζε μὲ εὐλάβεια κι ἀγάπη. Ἐνῶ ἔκανε αὐτὴ τὴν καθημερινὴ ἐργασία, τὄμαθαν οἱ ἀσεβεῖς, καὶ τελειώθηκε διὰ πυρός, ἀνεβαίνοντας πρὸς τὸν Κύριο ὡς ὀσμὴ εὐωδίας. Ἐπιτελοῦμε τὴ μνήμη της στὶς 22 ∆εκεμβρίου.
* * *
Ἡ δεύτερη ἁγία Ἀναστασία δὲν παντρεύτηκε καθόλου, οὔτε ἀγάπησε τοὺς κοσμικοὺς θορύβους. Τὸν Χριστὸ ἐπόθησε ἀπὸ μικρή, καὶ σήκωσε τὸν χρηστὸ καὶ γλυκύτατο ζυγὸ Του, καὶ βάσταξε τὸ ἐλαφρὸ φορτίο Του, δηλαδὴ ἔγινε μοναχή. Ὕστερα πάλι ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήση, καὶ ὑπέμεινε διάφορα καὶ πάνδεινα βασανιστήρια μὲ πολλὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα γιὰ χάρη τοῦ οὐρανίου Νυμφίου. Γιαυτὸ καὶ δοξάστηκε πολὺ ἀπὸ Αὐτὸν μὲ τριπλὸ στεφάνι: ἕνα γιὰ τὴν παρθενία της, δεύτερο γιὰ τὴν ἄσκησί της, καὶ τρίτο γιὰ τὸ μαρτύριό της, καθὼς θὰ διηγηθοῦμε λεπτομερῶς στὴ συνέχεια.
Αὐτὴ ἡ ἀξιέπαινη κόρη, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Χριστοῦ, ἀπαρνήθηκε πατέρα, μητέρα καὶ συγγενεῖς, μίσησε πλοῦτο, δόξα καὶ κάθε σωματικὴ ἡδυπάθεια, ἐγκατέλειψε ὅλα τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα ἀγαθά, γιὰ νὰ ἀπολαύση τὰ μόνιμα καὶ αἰώνια. Εἴκοσι χρονῶν μπῆκε σὲ μοναστήρι, καὶ τὴν ἔκειρε μοναχὴ μιὰ ἐνάρετη καὶ γραμματισμένη μοναχὴ ὀνόματι Σοφία, ἡ ὁποία τὴν δίδασκε καὶ τὴν νουθετοῦσε μὲ ἐπιμέλεια στὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ἡ Ἀναστασία πλέον, γνωστικὴ καὶ συνετὴ ὄντας, προέκοπτε διαρκῶς μὲ τὶς νουθεσίες τῆς διδασκάλισσας καὶ ἔδειχνε πολλὴ ἀρετή. Ἡ Σοφία πάλι, βλέποντας τὴν πνευματική της κόρη νὰ προκόβη στὸν ἔνθεο ἔρωτα, δόξαζε τὸν Κύριο.
Ὁ κοινός μας ἐχθρὸς ὅμως φθόνησε τὴ γενναιότητα τῆς κόρης, καὶ τῆς ἔδωσε μεγάλο καὶ σφοδρότατο σαρκικὸ πόλεμο, γιὰ νὰ τὴν κάνη, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατό, νὰ μισήση τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἢ ἔστω νὰ γίνη ἀμελὴς στὴν ἄσκησι. Ἀλλὰ ἡ Ἁγία δὲν χαλάρωσε διόλου στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μάλιστα γινόταν ὅλο καὶ πιὸ πρόθυμη. Ὅσο λοιπὸν ἔβλεπε τὸν ἐχθρὸ καὶ ἐπίβουλο νὰ τὴν πολεμᾶ δυνατά, τόσο πιὸ ἀνδρεῖα κι αὐτὴ ἀνταγωνιζόταν. Ἔτσι νικοῦσε καὶ ντρόπιαζε ὁλοσχερῶς τὸν πειρασμό.
Σὰν εἶδε αὐτὸς πὼς μὲ τέτοιο τρόπο δὲν μπόρεσε νὰ τὴ νικήση, βάζει ὁ τρισάθλιος ἄλλη πανουργία. Τὴν γνωστοποίησε στοὺς ὑπηρέτες του καὶ ἐργάτες τῆς ἀσεβείας, ποὺ εἶχαν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο πολὺ πόθο καὶ φροντίδα νὰ βασανίζουν τοὺς χριστιανοὺς μὲ ποικίλα βασανιστήρια. Τότε βασίλευε ὁ ἀσεβὴς ∆ιοκλητιανός(*). Ἔσπευσαν λοιπὸν οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀνήγγειλαν στὸν ἡγεμόνα Πρόβο, πὼς ἡ Ἀναστασία δὲν προσκυνοῦσε τοὺς θεούς τους, οὔτε σεβόταν τοὺς βασιλεῖς, ἀλλὰ ἐκήρυττε τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ∆ημιουργὸ ὅλης τῆς κτίσεως. Τότε ὁ Πρόβος σύναξε πολλοὺς ἀνθρώπους στὸ θέατρο καὶ πρόσταξε νὰ φέρουν τὴ μακαρία μπροστά του. Ἔτρεξαν ἀμέσως ἀσυγκράτητοι οἱ ὑπηρέτες, ἔσπασαν τὴν πύλη τῆς μονῆς, μπῆκαν μὲ ἀναισχυντία καὶ ζήτησαν κάποια ποὺ λεγόταν Ἀναστασία.
(*) Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Ῥωμαία ἐμαρτύρησε ἐπὶ ∆εκίου. Φαίνεται ὅτι συγχέεται μὲ ἄλλη ἁγία Ἀναστασία, ἡ ὁποία ἑορτάζει στὶς 12 Ὀκτωβρίου.
Σὰν εἶδε ἡ διδασκάλισσα Σοφία ξαφνικὰ τοὺς ὁρμητικοὺς στρατιῶτες, κατάλαβε τὸ λόγο, καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ περιμένουν λίγη ὥρα. Πῆρε τότε τὴν Ἀναστασία, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια πῆγε κρυφὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο. Τὴν ἔφερε μπροστὰ στὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ ∆εσπότου καὶ τῆς εἶπε:
– Κόρη μου ἀγαπημένη, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ σὲ ἀναδέχθηκα γιὰ πνευματικό μου τέκνο, δὲν ἀμέλησα καθόλου νὰ σὲ διδάσκω τὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία, ὥσπου ἔφτασες πιὰ στὴν ἡλικία τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Πήγαινε λοιπὸν σ᾿ Αὐτὸν μὲ ἀγαλλίασι. Μ᾿ Αὐτὸν σὲ νυμφεύω σήμερα. Σ᾿ Αὐτὸν σὲ προσφέρω, σ᾿ Αὐτὸν σὲ παραδίδω, νὰ σὲ δεχθῆ ὡς ἄφθαρτη νύμφη Του. Ὁ νυμφώνας στολισμένος, ὁ Νυμφίος ἀψευδής. Ἅγιοι Ἄγγελοι παραστέκουν, νὰ σὲ πᾶνε ὡς νύμφη Χριστοῦ στοὺς οὐρανίους θαλάμους. Ἐκεῖ θὰ ἀγάλλεσαι καὶ θὰ εὐφραίνεσαι, μαζί Του πάντα, σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀνεκλάλητη εὐφροσύνη. Βάδισε τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου. Μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ φτάση ἡ ψυχή σου στὴν αἰώνια ἄνεσι καὶ ἀναψυχή. Εἶναι σωστὸ καὶ δίκαιο, ὄχι μόνο νὰ ὑπομείνουμε τὰ φοβερώτερα βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ νὰ λάβουμε καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο μὲ ἀγαλλίασι. Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ ∆εσπότης μας πέθανε γιὰ χάρη μας, πῶς κι ἐμεῖς νὰ μὴ μιμηθοῦμε πρόθυμα τὸ θάνατό Του γιὰ τὴ σωτηρία μας; Ναί, κόρη μου ἀγαπημένη, δὲν λογίζεται θάνατος τὸ νὰ πεθάνης γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι χαρά, ἡδονή, εὐφροσύνη, ἀγαλλίασις, λαμπρότητα, φῶς πιὸ γλυκὸ καὶ πιὸ ὡραῖο ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς. Εἶναι διάβασις, μετάστασις ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα στὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια, ἀπὸ τὰ λυπηρὰ καὶ κοπιαστικὰ στὰ ὡραῖα καὶ χαρμόσυνα. Τώρα πηγαίνεις στὰ σταθερὰ καὶ μόνιμα, στὰ διαρκῆ καὶ ἀτελείωτα, κόρη μου πολυαγαπημένη, νὰ συνευφραίνεσαι μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες σ᾿ ἐκείνη τὴν ἄῤῥητη ἡδονή, τὴν ἄφραστη ἀγαλλίασι, ποὺ διαρκεῖ αἰωνίως καὶ πάντοτε. Μὴ δειλιάσης τὴν αὐστηρότητα τῶν τυράννων, τὴν δριμύτητα τῶν κολάσεων. Ὁ ἴδιος ὁ Νυμφίος σου, ὁ ∆εσπότης Χριστός, θὰ σοῦ συμπαρασταθῆ, θὰ ἐλαφρύνη τοὺς πόνους. Κι ἂν σ᾿ ἀφήση λίγο νὰ κακοπαθήσης, γιὰ νὰ φανῆ ἡ ὑπομονὴ σου, νὰ δοκιμασθῆ ἡ πίστις σου, καὶ νὰ θαυμάσουν οἱ θεατὲς τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν προθυμία σου, πάλι δὲν θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψη ὡς τὸ τέλος. Ὅταν κουραστῆς, θὰ σβήση ἡ δριμύτητα τῶν πόνων καὶ τῶν πληγῶν σου, θὰ ἀνατείλη φῶς καὶ παρηγοριά, καὶ δόξα Κυρίου θὰ σὲ κυκλώση.
Σὰν εἶπε ὅλα αὐτὰ ἡ πάνσοφη Σοφία πρὸς τὴν Ἀναστασία, τῆς ἀπάντησε ἡ παρθένος:
– Κάνε δέησι καὶ ἱκεσία πρὸς τὸν ∆εσπότη μας, Μητέρα μου, γιὰ νὰ μοῦ στείλη ἐξ ὕψους δύναμι καὶ βοήθεια, ὥστε νὰ μὴ δειλιάσω τοὺς βαναύσους τυράννους. Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμο, μὰ ἡ σάρκα ἀσθενική, καὶ χωρὶς θεία βοήθεια δὲν κατορθώνεται τὸ ἀγαθό. Προσευχήσου θερμὰ γιὰ χάρη μου, καὶ ἀνδρειωμένη μὲ τὴ θεία δύναμι, θὰ φροντίσω νὰ φυλάξω ἀπαρασάλευτες ὅλες τὶς ὑποσχέσεις.
Αὐτὰ εἶπε ἡ παρθένος πρὸς τὴν διδασκάλισσα, καὶ τότε ἔτρεξαν οἱ στρατιῶτες, ἅρπαξαν τὴν Ἁγία σὰν ἀρνὶ ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ τὴν πῆγαν στὸ κριτήριο ἁλυσοδεμένη, ἀλλὰ καὶ χαρούμενη. Ὅταν εἶδαν τόση εὐκοσμία καὶ ὡραιότητα πάνω της οἱ παρευρισκόμενοι, ἔμειναν ἔκθαμβοι.
Τότε ὁ Πρόβος τὴν ῥώτησε:
– Πῶς ὀνομάζεσαι;
Κι ἐκείνη ἀποκρίθηκε:
– Ἀναστασία καλοῦμαι, γιατὶ μ᾿ ἀνέστησε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ντροπιάσω σήμερα ἐσένα καὶ τὸν πατέρα σου ∆ιάβολο.
Ὅταν ἄκουσε ὁ Πρόβος τέτοια ἀπότομη ἀπόκρισι, θέλησε νὰ μαλακώση τὴν αὐστηρότητα καὶ τὴν τραχύτητά της μὲ κολακεῖες. Μὰ δὲν ἤξερε ὁ ἀνόητος τὴν δυνατὴ πίστι στὴν ψυχή της, ποὺ ἦταν πιὸ σκληρὴ κι ἀπ᾿ τὸ διαμάντι. Τῆς ἔλεγε λοιπόν:
– Ἄκουσέ με, Κόρη, ποὺ σὲ συμβουλεύω γιὰ τὸ συμφέρον σου. Θυσίασε στοὺς μεγάλους θεούς, κι ἐγὼ θὰ σὲ παντρέψω μ᾿ ἕνα πλουσιώτατο ἄρχοντα, θὰ σοῦ δώσω χρυσάφι καὶ ἀσήμι πολύ, ῥοῦχα πολυτελῆ, πλῆθος δούλων καὶ ὑπηρετῶν, καὶ θὰ γίνης μονομιᾶς εὐγενὴς καὶ περίδοξη. Κατάλαβε λοιπὸν τὸ καλό σου, σκέψου ὅπως ἁρμόζει στὴν ὡραιότητα καὶ στὴν ψυχική σου εὐγένεια. Μὴ θέλης νὰ δοκιμάσης τὸ θυμό μου, καὶ νὰ μάθης πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἀσέβειά σου. Ἐγὼ –οἱ θεοὶ τὸ ξέρουν– λυπᾶμαι τὸ κάλλος σου, καὶ σὰν πατέρας φροντίζω γιὰ τὸ ὄφελός σου, σὲ συμβουλεύω γιὰ τὸ συμφέρον σου. Ἂν ὅμως δὲν μ᾿ ἀκούσης, θὰ δοκιμάσης ἀναγκαστικὰ τὴν ἀγριότητα καὶ τὸ θυμό μου, ὅπως εἶδες τώρα τὴν ἡμερότητα καὶ τὴν εὐμένειά μου, καὶ τότε θὰ μετανοιώσης ἀνώφελα. Μόλις ἄκουσε ἡ Μάρτυς τοῦτα τὰ λόγια, θυμήθηκε τὶς μητρικὲς παραινέσεις τῆς σοφῆς διδασκάλισσας Σοφίας, καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε ταπεινά:
– Γιὰ μένα, ἡγεμόνα, πλοῦτος καὶ ζωὴ καὶ Νυμφίος εἶναι ὁ γλυκύτατος ∆εσπότης μου Χριστός. Ὁ θάνατος γιὰ χάρη Του μοῦ εἶναι πιὸ πολύτιμος κι ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Γι᾿ Αὐτὸν περιφρόνησα ὅλα τὰ εὐχάριστα καὶ ἀπολαυστικὰ πράγματα τῆς γῆς, χρυσάφι, ἀσήμι, πολυτίμους λίθους, κι ὅλα ὅσα τιμοῦν οἱ φιλόσαρκοι τὰ θεωρῶ σὰν χῶμα. Φωτιά, σπαθί, κοντάρι, διαμελισμό, πληγὲς καὶ μάστιγες, κι ὅ,τι ἄλλο νομίζετε γιὰ τιμωρία, ἐγὼ τὰ ἔχω γιὰ εὐχαρίστησι καὶ ἀγαλλίασι, ἀτενίζοντας πρὸς τὸν ∆εσπότη Χριστὸ καὶ Σωτήρα μου. Γιὰ τὴν ἀγάπη Του ἐπιθυμῶ ὄχι μόνο νὰ πάθω τέτοια δεινά, ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνω μύριες φορὲς γιὰ χάρη Του. Μὴν ὑποκρίνεσαι λοιπὸν πὼς τάχα λυπᾶσαι τὴν ὀμορφιά μου ποὺ μαραίνεται σὰν τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ, ἀλλὰ κάνε ὅ,τι εἶναι στὴν ἐξουσία σου. Μὴ χάνης ἄσκοπα τὸν καιρό σου. Ἐγὼ ξύλινους καὶ πέτρινους θεοὺς δὲν θὰ προσκυνήσω ποτέ.
Σὰν ἄκουσε ὅλα αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἄναψε ἀπ᾿ τὸ θυμό του. Προστάζει λοιπὸν πρῶτα νὰ τὴ δείρουν ἀνελέητα στὸ πρόσωπο. Κατόπιν νὰ τὴ γδύσουν τελείως, νὰ τήδῆ ὅλοτὸ θέατρο, γιὰ νὰ καταισχυνθῆ. Ἔτσι λοιπὸν ἐγύμνωσαν ἐκεῖνο τὸ πάγκαλλο σῶμα, ποὺ τὸ σέβονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, καὶ τὸ παρουσίασαν χωρὶς κανένα ῥοῦχο, γιὰ νὰ τὴν καταφρονήσουν ὅλοι. Τότε τῆς λέγει ὁ ἄρχοντας:
– Γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά σου, ἔτσι σοῦ ταιριάζει, νὰ ἐξευτελίζεσαι μπροστὰ σὲ τόσα μάτια ἀνδρῶν. Μὰ ἔστω καὶ τώρα, ἔλα στὴν εὐμένεια τῶν θεῶν. Μὴ θέλης νὰ δῆς νὰ μαραίνεται πρόωρα τέτοια ὀμορφιά, νὰ χαθῆς πολὺ ἄθλια. Σὲ βεβαιώνω πὼς ἂν δὲν κάνης τὸ θέλημά μου, κανεὶς δὲν σὲ γλιτώνει ἀπὸ τὰ χέρια μου. Θὰ σὲ κόψω σὲ λεπτὰ κομμάτια, καὶ θὰ σὲ ῥίξω τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Ἡ Ἁγία τότε ἀπάντησε:
– Ἡγεμόνα, αὐτή μου τὴ γύμνωσι δὲν τὴν ἔχω γιὰ ντροπή, ἀλλὰ γιὰ περίλαμπρο καὶ εὐπρεπέστατο στολισμό, γιατὶ γδύθηκα τόν παλαιό ἄνθρωπο, καὶ ντύθηκα τόνκαινούργιο, μὲ δικαιοσύνη καὶ ἀλήθεια. Εἶμαι ἕτοιμη νὰ λάβω κι αὐτὸν τὸν θάνατο, καθὼς μὲ φοβέρισες. Τὸν ἐπιθυμῶ ὑπερβολικά. Μὰ κι ἂν καὶ τὰ μέλη μου κατακόψης, βάναυσε δικαστή, καὶ ξεῤῥιζώσης τὴ γλῶσσα μου, τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια μου, τότε θὰ μὲ εὐεργετήσης ἀκόμη περισσότερο. Ὅλο τὸν ἑαυτό μου τὸν χρεωστῶ στὸν ∆ημιουργὸ καὶ Σωτήρα μου. Ποθῶ Αὐτὸς νὰ δοξασθῆ σὲ ὅλα μου τὰ μέλη. Θὰ τοῦ τὰ παραστήσω σὰν κοσμήματα, μὲ τὸ στολισμὸ τῆς ὁμολογίας.
Αὐτὰ κι ἄλλα παρόμοια ἔλεγε ἡ Ἁγία, γιὰ νὰ θυμώση ὁ δικαστής, νὰ μὴ τὴν λυπηθῆ, νὰ μὴ τὴν ἀφήση ἀτιμώρητη, καὶ στερηθῆ τὰ στεφάνια τῆς ἀθλήσεως. Ἔκπληκτος ὁ ἄρχοντας καὶ ὅλο τὸ θέατρο μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐλευθεροστομία τῆς παρθένου, ἄφησε κατὰ μέρος τὶς κολακεῖες, καὶ ἀποφασίζει ν᾿ ἀρχίση τὶς τιμωρίες καὶ τὰ βασανιστήρια.
Προστάζει λοιπὸν νὰ καρφώσουν στὴ γῆ τέσσερις πασσάλους, ἐπάνω στοὺς ὁποίους τέντωσαν τὴν Μάρτυρα, καὶ τὴν ἔδεσαν μπρούμυτα. Ἀπὸ κάτω ἄναψαν φωτιὰ μὲ λάδι, πίσσακαίθειάφι, καίἄλλαεὔφλεκτα, ἀπ᾿ὅπουκαταφλέγονταν τὸ στῆθος, ἡ κοιλιὰ καὶ τὰ σπλάγχνα της. Ἀπὸ πάνω τὴν χτυποῦσαν στὴν πλάτη μὲ ξύλα οἱ ἄσπλαγχνοι. Ἔτσι ἔπασχε καὶ βασανιζόταν ἡ ἀείμνηστη ὥρα πολλή, καὶ ἦταν ἡ ῥάχη καὶ ὅλα τὰ ὀπίσθια καταξεσχισμένα ἀπὸ τὰ ῥαβδίσματα. Ἀπὸ μπροστὰ πάλι καταφλέγονταν οἱ σάρκες, οἱ φλέβες καὶ τὸ αἷμα, καὶ εἶχε τόση πολλὴ ὀδύνη καὶ πόνους, ποὺ μόνο καὶ νὰ τ᾿ ἀκούη κανείς, δειλιάζει καὶ ἀπορεῖ. Πραγματικά, τί γενναία ψυχὴ γιὰ τὸν Χριστό, ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως! Μόνο μὲ τὴν προσευχή της σὰν δροσιά, ἔσβηνε τὴ σφοδρότητα τῆς φωτιᾶς, γιατὶ θυμόταν τὰ παλαιὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως στὴ βαβυλωνιακὴ κάμινο. Εἶχε βέβαια πολλὴ σύνεσι, σοφία καὶ γνῶσι τῶν θείων Γραφῶν, κι ἔτσι ἐλάφραινε τοὺς πόνους.
Μόλις εἶδε πιὰ ἐκεῖνο τὸ ἄγριο καὶ ἀπάνθρωπο θηρίο ὅτι ἡ Μάρτυς δὲν ἐδείλιασε μὲ τέτοια βάσανα, προστάζει νὰ τὴ δέσουν σ᾿ ἕνα τροχό. Ἀμέσως ὁ λόγος ἔγινε ἔργο, καὶ στὸ γύρισμα τοῦ τροχοῦ μὲ κάποια μηχανή, συντρίφτηκαν ὅλα τὰ κόκκαλα τῆς Ἁγίας, τεντώθηκαν τὰ νεῦρα καὶ οἱ ἁρμοὶ τοῦ σώματος, μετατοπίστηκε ἡ σωματικὴ διάπλασις ἀπὸ τὴ φυσική της ἁρμονία, κι ἀπόμεινε ἐλεεινὸ θέαμα.
Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς καὶ πάλι ἐπικαλέστηκε Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ τὴ βοηθήση σὲ καιρὸ θλίψεως, καὶ νὰ τὴ λυτρώση ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν της, λέγοντας τὰ ἑξῆς:
– Θεὲ θεῶν καὶ Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡ ὑπομονή, ἡ καταφυγὴ μου καὶ δύναμις, ἡ ἐλπίδα τῆς ψυχῆς μου καὶ σωτηρία μου, μὴν ἀπομακρυνθῆς ἀπὸ μένα, διότι ἐξαντλήθηκα ἀπὸ τοὺς πόνους, κόλλησε στὴ γῆ ἡ κοιλιά μου καὶ τὰ ὀστᾶ μου σὰν φρύγανα φλογίστηκαν. ∆ός μου βοήθεια στὴ θλῖψι μου, Θεέ μου, ποὺ μὲ περιζώνεις μὲ δύναμι.
Μὲ τέτοια προσευχὴ –τί γρήγορη φροντίδα! Τί ταχύτατη λύτρωσις!– ἀμέσως ἡ Μάρτυς βρέθηκε ἐλευθερωμένη ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ μηχάνημα, καὶ στάθηκε ὑγιὴς καὶ ὁλόσωμη, χωρὶς κανένα σημάδι πληγῆς ἢ ἔγκαυμα στὴ σάρκα της. Μὰ ὁ τυφλωμένος τύραννος δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβη τὴ θαυματουργία τῆς θείας δυνάμεως, μεθυσμένος καὶ σκοτισμένος στὴν ἀσέβεια καὶ μανία του. Γι᾿ αὐτὸ πάλι τὴν κρέμασε σὲ ξύλο, κι ἔβαλε νὰ τὴν καταξεσχίσουν μὲ σιδερένια νύχια. Ὅμως ἡ Ἁγία προσευχόταν, καὶ πάλι ἦλθε ἐξ ὕψους βοήθεια, καὶ οἱ δήμιοι ἀτόνησαν, κι αὐτὴ στεκόταν χωρὶς καμμία ὀδύνη.
Γεμᾶτος ἀπορία, ὀργὴ καὶ θυμὸ ὁ ἡγεμόνας σηκώθηκε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸ θρόνο του, μὴ ξέροντας τί νὰ κάνη. Μὰ ὁ ∆ιάβολος ποὺ τὸν συμβούλευε κατ᾿ ἰδίαν, τοῦ ἔβαλε στὸ νοῦ νὰ κόψη τοὺς μαστοὺς τῆς Ἁγίας. Αὐτὴ ἡ τιμωρία εἶναι ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἐπώδυνη, διότι στὸ μέρος αὐτὸ εἶναι ἐνθρονισμένη καὶ ῥιζωμένη ἡ καρδιά. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς εἶχε μεγαλύτερο πάθος στὴν καρδιὰ γιὰ τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, καὶ γιαυτὸ καταφρόνησε τὸ μικρὸ καὶ κατώτερο.
Ὁ τύραννος πάλι, βλέποντας πὼς ἡ Ὁσία ὑπέμεινε καὶ αὐτὸ τὸ φοβερώτατο βάσανο, φιλοδοξοῦσε νὰ νικήση τὴν ὑπερβολικὴ καρτερία της μὲ τὰ ὑπερβολικὰ βασανιστήρια. Γιαυτὸ τῆς ξεῤῥίζωσε ὅλα τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια. Καὶ πάλι ἡ Ἁγία, σὰν νὰ μὴν αἰσθανόταν κανένα πόνο, εὐχαριστοῦσε πιὸ θερμὰ τὸν Κύριο, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνη συγκοινωνὸς καὶ συμμέτοχος στὰ πάθη Του. Συγχρόνως ἔβριζε τοὺς θεοὺς τοῦτυράννου, ἀποκαλώντας τους σκοτεινούς, πλάνους, δαίμονες καὶ ἀπώλεια ψυχῆς.
Μὴ ὑποφέροντας νὰ ἀκούη τέτοια λόγια ὁ δικαστής, ἀφοῦ τὸ γλυκὸ φῶς εἶναι μισητὸ στοὺς ἀσθενικοὺς ὀφθαλμούς, διατάζει νὰ τῆς ξεῤῥιζώσουν καὶ τὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν φάρυγγα. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Ὁσία δὲν δείλιασε μ᾿ αὐτὴ τὴν τιμωρία, μόνο ζήτησε λίγη διορία, γιὰ νὰ ἀποδώση τὴν πρέπουσα προσευχὴ καὶ νὰ δοξάση τὸν Κύριο μὲ τὸ ὄργανο τῆς φωνῆς. Ἀφοῦ λοιπὸν Τὸν εὐχαρίστησε, Τὸν παρακάλεσε νὰ τὴν ἀξιώση νὰ τελειώση καλῶς τὸ μαρτύριο, καὶ ὅσοι ἄῤῥωστοι τὴν ἐπικαλεσθοῦν σὲ βοήθεια, νὰ τοὺς θεραπεύη ὡς ἰατρὸς κάθε ἀῤῥώστειας. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ἁγία εἶπε τὴν προσευχή, ἀκούστηκε φωνὴ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν πραγματοποίησι τῶν αἰτημάτων, δηλαδὴ νὰ γίνη τὸ θέλημά της, ὅπως τὸ ζήτησε.
Χάρηκε σὰν ἄκουσε τὴ θεία φωνὴ ἡ Μάρτυς, καὶ λέγει στὸν δήμιο νὰ ἐκτελέση τὸ πρόσταγμα. Ἔτσι κι ἔγινε. Τῆς ἔκοψε μὲ ξίφος τὴ θεολογική της γλῶσσα, ποὺ ἔλεγε τὰ θεῖα λόγια. Ἔτρεχαν τὰ αἵματα, κοκκίνισαν τὰ ῥοῦχα τῆς ἄμωμης νύμφης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπ᾿ τὸν πόνο λιγοψύχησε, καὶ ζήτησε λίγο νερό.
Τότε βρέθηκε κάποιος εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος χριστιανὸς ὀνόματι Κύριλλος, ὁ ὁποῖος μ᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ καλωσύνη τοῦ ψυχροῦ ποτηριοῦ ἀπολαμβάνει ὡς ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως. ∆ιότι μαθαίνοντας ὁ Πρόβος ὅτι λυπήθηκε τὴν Ἁγία καὶ τὴν πότισε νερό, πρόσταξε νὰ κόψουν τὰ κεφάλια καὶ τῶν δύο. Ἔτσι τελείωσαν κι οἱ δύο τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου.
Τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας ἔμεινε λίγες ἡμέρες ῥιγμένο στὸ χῶμα, χωρὶς διόλου νὰ τὸ ἀγγίξη πουλί, ἢ θηρίο, κατόπιν θείας νεύσεως καὶ βουλῆς. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ θεῖος Ἄγγελος ἐστάλη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ δώση τὸ ἅγιο λείψανο στὴ διδασκάλισσὰ της Σοφία.
Πράγματι ἡ Σοφία ἐκείνη, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἅρπαξαν μέσα ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά της τὴν Ἀναστασία, προσευχόταν ἀσταμάτητα καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ τὴ δυναμώση ἕως τέλους, νὰ μὴ νικηθῆ ἀπὸ τὶς κολακεῖες, νὰ μὴ δειλιάση ἀπὸ τὶς τιμωρίες, καὶ ζημιωθῆ τὰ στεφάνια. Ἐνῶ λοιπὸν προσευχόταν ὁλόψυχα μὲ ὁλόθερμα δάκρυα, ἅγιος Ἄγγελος φανερώνεται, καὶ τῆς ἀναγγέλλει τὸ πολυπόθητο ἄκουσμα καὶ γλυκύτατο μήνυμα: Ἡ Μάρτυς ἐτελειώθη, καὶ ἀνῆλθε στὸν οὐράνιο θάλαμο, γιὰ τὴν αἰώνια ἀγαλλίασι. Συνάμα τὴν ὁδηγεῖ καὶ τῆς παραδίδει τὸ παμπόθητο καὶ σεβάσμιο λείψανο τῆς Μάρτυρος.
Τότε ἡ Σοφία ἔπεσε πάνω του, τὸ ἀγκάλιαζε καὶ τὸ φιλοῦσε συνέχεια, λέγοντας τὰ ἑξῆς μὲ δάκρυα καὶ πολλὴ ἀγαλλίασι:
– Ποθητὸ καὶ πολυαγαπητό μου τέκνο, ποὺ σὲ ἀνέθρεψα καλῶς μὲ πολὺ κόπο, μὲ ἡσυχία καὶ μὲ ἄσκησι, σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὺ δὲν καταφρόνησες τὶς ἐπαγγελίες, δὲν παρήκουσες τὶς νουθεσίες, δὲν παρέβλεψες τὶς ἐντολές. Φύλαξες τὶς ὑποσχέσεις, καὶ τώρα παραστέκεις δίπλα στὸν Χριστὸ τὸν Νυμφίο σου, περιβεβλημένη μὲ ἱμάτιο παρθενίας, πεποικιλμένη μὲ στίγματα μαρτυρίου, καὶ στολισμένη μὲ στεφάνι ἀπὸ λίθους πολυτίμους. Τώρα κατοικεῖς σὲ τόπο σκηνῆς θαυμαστῆς, στὸν οἶκο τῆς δόξης Κυρίου, καὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους εὐφραίνεσαι. Γιαυτὸ σὲ παρακαλῶ, πολυαγαπημένη μου κόρη καὶ πνευματική μου μητέρα, γίνε μου καλὴ γηροκόμος σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή, καὶ μεσίτρια καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν ∆εσπότη μας, νὰ ἀξιώση καὶ μένα νὰ εἰσέλθω στὴ βασιλεία Του.
Μὲ τέτοια καὶ παρόμοια λόγια, ἡ φιλότεκνη καὶ φιλόθεη γερόντισσα ἀγκάλιαζε καὶ καταφιλοῦσε τὸ τίμιο λείψανο, μὰ δὲν μποροῦσε ἀπ᾿ τὰ γηρατειὰ νὰ τὸ σηκώση. Τὴν ὥρα ποὺ συλλογιζόταν τί νὰ κάνη, ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπεῖς καὶ ἀξιοσέβαστοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι σήκωσαν ἐκεῖνο τὸ σεβάσμιο καὶ ἱερώτατο λείψανο καὶ τὸ μετέφεραν μὲ τὴν Σοφία μέσα στὴ Ῥώμη, καὶ τὸ ἀπέθεσαν στὸν τάφο λαμπρὰ καὶ τιμητικά, πρὸς δόξαν Θεοῦ Πατρός, καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ ὁποίου πρέπει τιμὴ καὶ κράτος καὶ πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγιώτα Χατζηκτωρή
site analysis
Η μακαριστή Παναγιώτα γεννήθηκε στις 10-3-1909 στο κατεχόμενο σήμερα κεφαλοχώρι Κάτω Ζώδια της Κύπρου. Οι γονείς της Χαράλαμπος Καρής και Θεογνωσία Χατζηπαναγιώτου απέκτησαν ακόμη πέντε παιδιά. Καταγόταν από ευλαβή παραδοσιακή οικογένεια. Ο αδελφός της γιαγιάς της ήταν πρωτόπαπας, ενώ ανάμεσα στους προγόνους της υπήρχαν αρκετοί ιερείς. Μέχρι σήμερα οι απόγονοί τους ξεχωρίζουν για την καλωσύνη, την ευλάβεια και τον καλό τους χαρακτήρα, κυρίως όμως για την αγάπη τους προς τον Θεόν και την Εκκλησία. Η Παναγιώτα ως παιδί ήταν ήσυχη, είχε απλότητα, καλωσύνη και ήταν τελείως απονήρευτη.
Όταν ήταν δέκα ετών περίπου, ένα απόγευμα την πήρε η αδελφή της γιαγιάς της σ’ ένα εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου για ν’ ανάψουν τα καντήλια. Όταν έφθασαν είπε με απλότητα η γιαγιά: «Ήρθαμε στον Αγιο, μας θέλει άραγε; Ας τον ρωτήσουμε», και φωνάζει έξω από το ναό: «Αγιέ μας Γεώργιε, μας θέλεις ή όχι;». Τότε ακούστηκε φωνή μέσα από την Εκκλησία να λέη: «Ναι, σας θέλω». Αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές, και άκουσαν έκπληκτες και οι δύο την φωνή του. Εισήλθαν μέσα στο εξωκκλήσι αλλά διεπίστωσαν ότι δεν υπήρχε κανείς. Έψαξαν έξω αλλά πάλι δεν είδαν άνθρωπο.
Σε ηλικία 14 ετών αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε τον Χρήστο Χαραλάμπους Χατζηκτωρή. Στα 19 της απέκτησε το πρώτο της παιδί με μεγάλη δυσκολία. Αυτό επισφράγισε ολόκληρη την ζωή της. Παρέμεινε καχεκτική και αδύνατη, γι’ αυτό έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στο κρεββάτι. Δεν μπορούσε να κάνη βαρειές δουλειές. Μία ώρα πήγαινε στο χωράφι, μετά γύριζε στο σπίτι και έκανε το νοικοκυριό της. Ευτυχώς είχε κατανόηση και συμπαράσταση από τον άνδρα της, με τον οποίον απέκτησαν πέντε παιδιά ενώ είχε άλλες τόσες αποβολές.
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά της. Τα είχε συνέχεια κοντά της, τα νουθετούσε, κάθε Σάββατο τα έπλενε και την Κυριακή εκκλησιάζετο όλη η οικογένεια μαζί.
Παρ’ όλο που είχαν μεγάλη περιουσία και έπαιρναν εργάτες για να καλλιεργούν τα κτήματά τους, τις Κυριακές και τις εορτές τις τιμούσαν με αργία. Η Παναγιώτα δεν άφηνε τις κόρες της στις αργίες ούτε να σκουπίσουν. Τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι, τα μάζευε με το χέρι της κάτω από το τραπέζι για να μην τα πατάνε και σκούπιζε την άλλη μέρα.
Αν και ήταν φιλάσθενη και αδύνατη, τηρούσε κατά γράμμα όλες τις νηστείες και αυτό απαιτούσε να κάνουν και τα παιδιά της. Κάποτε που η κόρη της Θεογνωσία σκούπιζε μία ντουλάπα και βρήκε ένα κομμάτι τραχανά, ασυναίσθητα το έφαγε σε ημέρα νηστείας. Η Παναγιώτα την μάλωσε και την έστειλε να εξομολογηθή για να μπορέση να κοινωνήση.
Δεν σύχναζε σε γειτονικά σπίτια για να πίνη καφέ και να κουβεντιάζη. Έλεγε ότι ο καφές βλάπτει, δεν είναι καλό πράγμα. Ήταν πράος χαρακτήρας και περνούσε απαρατήρητη. Ήταν με όλους ειρηνική και προσπαθούσε να ειρηνεύη τον σύζυγό της, όταν παρεξηγείτο με τους εργάτες. Έδινε σε όποιον της ζητούσε, ακόμη και αν ήταν απ’ αυτούς που είχαν διαφορές με τον σύζυγό της.
Ούτε με τα παιδιά της ούτε με κανέναν άλλον ποτέ παρεξηγήθηκε ή μάλωσε. Παρ’ όλο που το πρόσωπό της ήταν πολύ ρυτιδωμένο, εν τούτοις είχε κάτι αλλοιώτικο πάνω της. Μία ηρεμία, ένα φως, μία ξεχωριστή χάρη. Είχε μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό στην Ιερωσύνη και τιμούσε τους Ιερείς.
Όταν με κόπους και θυσίες πάντρεψε τις κόρες της, τις συμβούλευε να αγαπούν τους άνδρες τους, τις οικογένειές τους αλλά και όλους τους ανθρώπους· να υπομένουν και να σιωπούν για να τις αγαπά ο Θεός.
Η Παναγιώτα δεν ήξερε γράμματα. Είχε πάει μόνο στην πρώτη Δημοτικού και λίγο στην δευτέρα. Διάβαζε δύσκολα και συλλαβιστά. Μέχρι που πάντρεψε τα παιδιά της δεν είχε τον χρόνο να κάνη πολλές προσευχές αλλά ούτε και ήξερε. Έλεγε όμως συνέχεια «Δόξα σοι, ο Θεός». Ήταν φιλήσυχη και σιωπηλή. Αν δεν την ρωτούσαν, δεν μιλούσε. Και όταν μιλούσε, δεν έλεγε άσκοπα και περιττά πράγματα.
Μετά την εισβολή των Τούρκων ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κάτω Λακατάμια, στον συνοικισμό προσφύγων του Αγίου Μάμαντος, μαζί με την κόρη της Θεογνωσία και τον σύζυγό της.
Εκεί γνώρισε τον π. Ανδρέα, πρώην Σιναΐτη ιερομόναχο, που ζούσε ασκητικά μέσα σε παράγκα με λαμαρίνες χειμώνα-καλοκαίρι, και το πάτωμα ήταν χώμα. Η Παναγιώτα εξωμολογήθηκε στον π. Ανδρέα και αυτός της έδωσε ένα μικρό προσευχητάρι και ένα μικρό βιβλιαράκι με τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Αυτή με απλότητα κράτησε ό,τι της είπε ο Πνευματικός και τα τηρούσε με ακρίβεια.
Είχε εν τω μεταξύ κοιμηθή ο σύζυγός της και αυτή έμενε μόνη στο δωμάτιό της στον επάνω όροφο. Από τις δυσκολίες στους πολλούς τοκετούς και ίσως εξ αιτίας της οστεοπόρωσης είχε αρχίσει να κυρτώνη και στα τελευταία της είχε γίνει σαν την συγκύπτουσα του Ευαγγελίου. Η κύρτωσή της ήταν τόσο μεγάλη που το κεφάλι της απείχε μόνο μία σπιθαμή από το έδαφος. Βάδιζε δύσκολα στηριζόμενη σ’ ένα μπαστουνάκι σχήματος Τ. Για να δη κάποιον στο πρόσωπο έπρεπε να καθήση σε καρέκλα ή σε σκαμνάκι.
Κατ’ οικονομία Θεού πέρασε από το σπίτι της μία φιλομόναχη νέα, η οποία αργότερα έγινε μοναχή, έδωσε στην γιαγιά Παναγιώτα ένα κομποσχοίνι και της μίλησε για τη νοερά προσευχή. Έτσι άρχισε να λέη την ευχή με το κομποσχοίνι. Είχε τώρα δύο όπλα. Το κομποσχοίνι και το προσευχητάρι που τα αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην ησυχία της.
Ξυπνούσε νωρίς και πρώτα άρχιζε τα πνευματικά της. Όπως ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε να στέκεται όρθια, δεν καθόταν να διαβάζη, αλλά έβαζε μία τσάντα με μία καρέκλα, ακουμπούσε πάνω το προσευχητάρι και διάβαζε όρθια. Διάβαζε συλλαβιστά όλο το προσευχητάρι και αυτό κρατούσε πολλές ώρες. Το προσευχητάρι της άρχιζε με τον Εσπερινό και τελείωνε με το Απόδειπνο. Και η γιαγιά ξεκινούσε το πρωΐ την ακολουθία με τον Εσπερινό και τελείωνε με το Απόδειπνο· έτσι φαίνεται ότι κατάλαβε πως της είπε ο Πνευματικός της να κάνη. Επειδή δεν μπορούσε να κάνη μεγάλες μετάνοιες, έκανε μικρές με σταυρούς, όσες μπορούσε.
Την ημέρα διάβαζε τους Χαιρετισμούς με τον ίδιο τρόπο, συλλαβιστά, στο αυτοσχέδιο αναλόγιό της. Τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας προσηύχετο με το κομποσχοίνι της, λέγοντας την ευχή. Το απόγευμα, όταν ερχόταν η συγκεκριμένη ώρα να κάνη την ακολουθία της, όποιοι επισκέπτες κι αν ήταν, όσο αγαπητοί κι αν ήταν, -εγγόνια, παιδιά, νύφες,- εσηκώνετο σιωπηλή και ανέβαινε στο υπερώο της για να διαβάση την ίδια ακολουθία που είχε κάνει το πρωΐ.
Την ρώτησε ένας ιερέας τί διαβάζει, και του ανέφερε το Προσευχητάρι. Την έβαλε να διαβάση. Αρχισε από τον Εσπερινό «Κύ-ριε (ε) κέ-κρα-ξα προς σε». Διάβαζε την κάθε λέξη συλλαβιστά, τονίζοντας την κάθε συλλαβή, και έβγαινε η φωνή της από μέσα απ’ την καρδιά της με δύναμη τρεμουλιαστά. Την ρώτησε ακόμη τί σημαίνουν αυτά και αν τα καταλαβαίνη. Και απάντησε: «Ακούεις; ακούεις; Όταν εκέκραξεν ο πετεινός». Αυτή ήταν ημετάφραση της γιαγιάς [Η Παναγιώτα με όλη την απλότητά της δίνει μία απάντηση και μία λύση στο πολυσυζητημένο θέμα της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων. Ελάχιστα κατανοούσε, αλλά τα βίωνε, γι’ αυτό και είχε θείες εμπειρίες. Για όσους επιθυμούν, υπάρχουν βοηθητικές ερμηνείες στα λειτουργικά κείμενα. Δεν μας λείπουν σήμερα τόσο οι γνώσεις, όσο η ευλάβεια, η απλότητα, η δυνατή πίστη, ο ένθεος ζήλος και η καθαρότητα των λογισμών].
Κάποτε την πήρε ο γαμπρός της στο κτήμα, και το απόγευμα, όταν ήρθε η ώρα της ακολουθίας, η γιαγιά κοίταζε δεξιά-αριστερά ανήσυχη. Ο γαμπρός της κατάλαβε. Την πήγε σ’ ένα σπιτάκι που είχε, έβαλε ένα κασόνι πάνω στην καρέκλα και της έκανε ένα πρόχειρο αναλόγιο. Η γιαγιά χαρούμενη έκανε την ακολουθία της.
Η Παναγιώτα εκκλησιαζόταν τακτικά και κοινωνούσε συχνά. Καθόταν σε μία καρέκλα μπροστά και ήταν πολύ αφοσιωμένη στην Λειτουργία. Παρατηρούσε με συγκεντρωμένη την προσοχή της στο Ιερό. Ήταν εντυπωσιακά και απόλυτα προσηλωμένη.
Κάποια ημέρα μετά την Λειτουργία είπε στην κόρη της: «Πάνω στην Αγία Τράπεζα ήταν ο Χριστός με τέσσερους άλλους που έκαναν έτσι», και με τα χέρια της προσπαθούσε να δείξη τις κινήσεις που έκαναν.
Έβλεπε συχνά Αγίους και Αγγέλους κατά την θεία Λειτουργία, και ειδικά τα τελευταία χρόνια. Το θεωρούσε πολύ φυσικό και νόμιζε ότι όλοι βλέπουν αυτά που έβλεπε η ίδια.
Την ρώτησε κάποιος ιερέας τί βλέπει, και αυτή δεν μιλούσε, μόνο κοίταζε αθώα. Στην επιμονή του τον ρώτησε «εσύ δεν βλέπεις;». «Όχι», απάντησε, αυτή χαμογέλασε και είπε με απορία, «δεν γίνεται». Υποχρεώθηκε να της πη τί βλέπει για να πη κι αυτή, «να δούμε αν βλέπουμε τα ίδια πράγματα». Είπε λοιπόν: «Ο Χριστός, η Παναγία και οι Αγιοί μας είναι κρυμμένοι κάτω από την Αγία Τράπεζα. Άμα γίνεται Λειτουργία βγαίνουν».
Εκοιμήθη εν τω μεταξύ ο γαμπρός της και ήταν με την κόρη της. Κάποια μέρα πήγε η Θεογνωσία να ποτίση το χωράφι και νυχτώθηκε. Δεν πρόλαβε να γυρίση και κοιμήθηκε στο σπιτάκι που είχαν στο χωράφι. Η γιαγιά ήταν μόνη της. Όταν επέστρεψε η κόρη της την άλλη μέρα διηγήθηκε: «Εψές, σαν εκαθόμουν στο κρεββάτι μου και κρατούσα το κομποσχοίνι μου και προσευχόμουν γέμισε το σπίτι φως. Ήταν ένα φως σαν την λίρα την χρυσή. Εγώ έκλαια, έκλαια και έκανα συνέχεια τον σταυρό μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έμεινε κάμποση ώρα και ύστερα λίγο-λίγο έφυγε από τον διάδρομο και εχάθη. Τί είναι τούτον το πράμα;».
Κάποτε έμεινε στην κόρη της Αιμιλία και την έβαλε να κοιμηθή στο δωμάτιο που ήταν τα εικονίσματα. Όλη τη νύχτα έβλεπε δύο καντήλια που φώτιζαν το δωμάτιο. Όταν ξημέρωσε το ένα χάθηκε.
Επίσης κατά την παραμονή της εκεί αρρώστησε. Μία νύχτα της παρουσιάστηκε μία γυναίκα με άσπρα ρούχα που έμοιαζε σαν νοσοκόμα, και της είπε ότι θα γίνει καλά, όπως και έγινε.
Την Μ. Σαρακοστή του έτους 1998 η γιαγιά Παναγιώτα, παρά το ότι πλησίαζε τα 90, νήστεψε κανονικά, αλλά ένιωθε μεγάλη αδυναμία. Μετά το Πάσχα τον περισσότερο καιρό ήταν ξάπλα. Στις 8-5-98 το απόγευμα πονούσε στα πόδια και δεν είχε διάθεση. Ζήτησε να φάη μούσμουλα. Εκείνη την ώρα έμπαινε η κόρη της Ελένη με μία σακκούλα μούσμουλα και έφαγε δύο-τρία. Τα κορίτσια της την έπλυναν και την άλλαξαν. Λέει στην κόρη της, «θα πεθάνω». Σε λίγο έγειρε το κεφάλι της και παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά. Μέχρι την τελευταία στιγμή, είχε σώας τας φρένας και τις αισθήσεις της καλές, εκτός από την ακοή. Όπως ήταν καθαρή και ντυμένη, την έντυσαν πάλι με τα νεκρικά και το σάβανο. Το λείψανό της έμεινε μαλακό και ευλύγιστο μέχρι την επομένη ημέρα που το έβαλαν στον τάφο.
Την ίδια στιγμή που ξεψυχούσε η γιαγιά, το δισεγγονάκι της, ο Μάριος, ηλικίας 4-5 ετών, έδειχνε προς τις σκάλες ψηλά και έλεγε: «Μαμά, να, η γιαγιά η Παναγιωτού». Το παιδί με τα αθώα ματάκια του έβλεπε την εξαστράπτουσα ψυχή της γιαγιάς του που ανέβαινε στον ουρανό.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο "Ασκητές μέσα στον κόσμο τ. Β'", Ιερόν Ησυχαστήριον «Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Αγιον Όρος)
|
Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013
Βίος Αγίας Ταβιθάς
site analysis
Η Αγία Ταβιθά εορτάζει στις 25 Οκτωβρίου
«Αὐτὴ ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν, ὧν ἐποίει». Έτσι πλέκει το εγκώμιο της Αγίας Ταβιθά ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η λέξη Ταβιθά είναι συριακή και ερμηνεύεται Δορκάς (ζαρκάδι). Το όνομα αυτό έφερε ή ευσεβέστατη αυτή και φιλάνθρωπη χριστιανή, που κατοικούσε στην Ιόππη.
Από τίς Πράξεις των Αποστόλων (θ' 36-40) πληροφορούμαστε ότι η Δορκάς, ήταν εξειδικευμένη υφάντρια πού κατασκεύαζε χιτώνες και ιμάτια, τα όποια πωλούσε και από τα έσοδα συντηρούσε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Όταν ο απόστολος Πέτρος, στα πλαίσια της διάδοσης του Ευαγγελίου, έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, συνέβη ν' ασθενήσει η Δορκάς και να πεθάνει. Και ενώ είχαν ετοιμαστεί όλα για την κηδεία της, έγινε γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν στη Λύδδα. Τότε δύο απεσταλμένοι, παρακάλεσαν τον Πέτρο να έλθει στην Ιόππη. Όταν έφτασε, τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου ήταν νεκρή η Δορκάς. Συγκινημένος ο Πέτρος, χωρίς να πει τίποτα, έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά. Έπειτα είπε: «Ταβιθᾶ ἀνάστηθι». Και πράγματι η νεκρή αναστήθηκε! Αυτό χαροποίησε αφάνταστα τους παρευρισκόμενους, και το γεγονός διαδόθηκε σ' όλη την Ιόππη με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί στον Χριστό.
Από τότε η Ταβιθά έζησε αρκετά χρόνια, γεμάτα αγαθά έργα και ελεημοσύνες. Ο θάνατος τη βρήκε σε βαθιά γεράματα. Και έτσι η φιλάγαθη αυτή γυναίκα, έφυγε ειρηνικά και με αγαλλίαση διότι την αξίωσε ο Θεός να περάσει τη ζωή της ωφέλιμα γεμάτη πνευματικούς καρπούς.
Στίχος
Ποῦ σοι, Ταβιθά, Πέτρος; εἰ γὰρ ἦν πάλιν, ήγειρεν ἂν σε καὶ θανοῦσαν ὡς πάλαι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαθήτρια ἔνθεος, ἐν τῇ Ἰόππῃ σεμνή, Χριστοῦ ἐχρημάτισας, καὶ ἐν πολλοῖς οἰκτιρμοῖς, αὐτὸν ἐθεράπευσας· ὅθεν ὑπὸ τοῦ Πέτρου, ὡς ἠγέρθης θανοῦσα, ἐδειξας τοῦ σοῦ βίου, Ταβιθᾶ μακαρία, πᾶσι τὴν κεκρυμμένην, θείαν λαμπρότητα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς θεαρέστοις σου ἔργοις καὶ πράξεσι, θεοπρεπῶς τῷ Σωτῆρι λατρεύουσα, ἀγάπης ὑπόδειγμα πέφηνας, ὦ Ταβιθᾶ ὡς θεόφρων μαθήτρια· διό σου τὴν μνήμην γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις θεοδόξαστε Ταβιθᾶ, στήλη θείων ἔργων, ὡς μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ· ἐλεημοσύνης, πηγὴ γὰρ ἀνεδείχθης, ἐν πόλει τῇ Ἰόππῃ, γνώμῃ θεόφρονι.
Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013
Οσία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα
site analysis
Βιογραφία
Η Οσία Ματρώνα ονομαζόταν, αρχικά, Μαρία και γεννήθηκε στο χωριό Βολισσός της Χίου από γονείς ευσεβείς και πλουσίους, τον Λέοντα και την Άννα. Έξι άλλες αδελφές της Μαρίας, μεγαλύτερες της, παντρεύτηκαν η μία μετά την άλλη, περιζήτητες νύφες για την ομορφιά, την ανατροφή και για την καλή προίκα τους. Η μικρότερη αφοσιώθηκε στη μελέτη των θείων και ασχολείτο θερμά με φιλανθρωπικά καθήκοντα. Έτσι θέλησε να ακολουθήσει άλλο δρόμο. Η τακτική επαφή της με τις καλογριές των γυναικείων μοναστηριών του νησιού, έκανε τη Μαρία να ποθήσει την αγνή μοναχική ζωή. Αλλά η αγάπη προς τους γονείς της, τη συγκρατούσε στο πατρικό της σπίτι. Όταν όμως αυτοί πέθαναν η Μαρία δοκίμασε τη μοναχική ζωή κοντά σε μια ευσεβή χήρα, που ασκήτευε με τις δύο θυγατέρες της. Μετά απ' αυτή τη μοναχική εμπειρία, αποφάσισε να προσχωρήσει στις μοναχικές τάξεις. Χειροτονήθηκε λοιπόν μοναχή και μετονομάσθηκε Ματρώνα. Η διαγωγή της μέσα στη μικρή αδελφότητα ήταν άριστη. Η διάθεση της πάντοτε αγαθή, φιλάδελφη, ταπεινή και εγκάρδια. Μάλιστα, από τα έσοδα της πώλησης της περιουσίας της, κτίστηκε στο μοναστήρι ωραιότατος ναός. Μετά από κάποιο χρόνο, πέθανε η γυναίκα που κοντά της η Ματρώνα γυμνάστηκε στη μοναχική ζωή. Τότε όλες οι μοναχές από κοινού, εξέλεξαν ηγουμένη -παρά τη θέληση της- τη Ματρώνα. Υπό τις οδηγίες της η αδελφότητα ζούσε με πολλή εγκράτεια, υπακοή και ευσέβεια. Το 1462 η Ματρώνα πέθανε, αφού έζησε ζωή πραγματικά αγία. (Άλλες πηγές υπολογίζουν τον χρόνο κοιμήσεως της Αγίας 100 περίπου χρόνια πριν το 1462, διότι η πρώτη βιογραφία της γράφτηκε από τον Μητροπολίτη Ρόδου Νείλο (1357). Σημείωση: Επειδή στα γυναικεία μοναστήρια συνήθιζαν να λέγουν την ηγουμένη κυρά, επικράτησε μέχρι και σήμερα να καλούμε την Οσία Ματρώνα, Αγία Κυρά και από αυτό προέρχονται και τα ονόματα Κυράτσω και Κερασιά που εορτάζουν σήμερα. |
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα. Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν, ἀκολουθήσασα, κόσμου τερπνότητα, Ὁσία ἔλιπες, καὶ ἐμιμήσω ἐν σαρκί, Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν· ὅθεν ταῖς τοῦ Πνεύματος, δωρεαῖς κατεφαίδρυνας, τὴν ἐνεγκαμένην σε, νῆσον Χίον πανεύφημε· διὸ χαρμονικῶς ἐκβοᾷ σοι· χαίροις Ματρῶνα πανολβία. Κοντάκιον Ἦχος γ’. Οὐδαμῶς τὸ θῆλύ σοι, ἐμποδὼν ὤφθη Ματρῶνα, πρὸς τοὺς ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἀγῶνας ὄντως καὶ ἄθλους· ᾔσχυνας, διὸ τὸν μέγαν νοῦν θεοφόρε· εὔφρανας, τὸ γυναικεῖον μεγάλως γένος, τὸ ἐκείνου ταῖς σαῖς νίκαις, προσαφελοῦσα τῆς ἥττης ὄνειδος. Μεγαλυνάριον Έχοντες Εικόνα σου την σεπτήν, ένδοξε Ματρώνα, ως προπύργιον οχυρόν προσφεύγομεν ταύτη, εν πάσι τοις κινδύνοις, και εκ παντοίας βλάβης, απολυτρούμεθα. Ἕτερον Μεγαλυνάριον Ἔβλυσας ἱδρῶτας ἀσκητικούς, ἐν τῇ Χίῳ Μῆτερ, ὡς καλλίκρουνός τις πηγή, ἐξ ὧν ἀπαντλοῦντες, Ματρῶνα μακαρία, παθῶν τῶν ψυχοφθόρων, ἐκκαθαιρόμεθα. |
Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013
Χάρισμα θαυματουργικό της Γερόντισσας Χριστονύμφης της Μονής Αγίου Μηνά Ροδολίβου
site analysis
Η μοναχή Χριστονύμφη ήταν πλουτισμένη μεταξύ άλλων και με χάρισμα θαυματουργικό. Πολλοί οι οποίοι επήγαιναν στον Άγιο Μηνά και ζητούσαν την βοήθεια της για διάφορα προβλήματα, τους εσταύρωνε στο κεφάλι και έβλεπαν αμέσως θαύμα.
Η αδελφή Χριστονύφη κάθε φορά πού γινόταν κάποιο θαύμα το απέδιδε στον μεγάλο προστάτη της Άγιο. Ασφαλώς βοηθούσε ο Άγιος. Είναι κάτι παρόμοιο με την περίπτωση ενός άλλου σύγχρονου Αγίου, του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, πού όταν θαυματουργούσε για ταπείνωση το απέδιδε στον προστάτη του τον όσιο Δαυίδ. Ασφαλώς και ο όσιος Ιάκωβος και η αδελφή Χριστονύμφη παρακαλούσαν τους Αγίους. Εκείνο που έχει σημμασία είναι ότι είχαν παρρησία προς τους Αγίους. Γι’ αυτό από ταπείνωση δεν λογάριαζαν τον εαυτό τους για τίποτε και απέδιδαν το θαύμα στους
Ο ευλαβέστατος ιερέας του χωριού Ξηροπόταμος νομού Δράμας, πατήρ Ιωάννης Ρούσσης, διηγείται στο ευλαβές ζεύγος Μιχαήλ και Θεοδώρα ενα μεγάλο θαύμα. Είχαν ένα παιδί πού το ονόμασαν Γιώργο. Έξυπνο, όμορφο, χαριτωμένο παιδί, αλλά μέχρι δυόμιση χρόνων δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει ούτε να καθίσει, αν δεν το υποστήριζαν με μαξιλάρια
Λέγει λοιπόν ο ίδιος: το μοναστηράκι επειδή ήταν κοντά, μας συνδεόμασταν και πηγαίναμε τακτικά. Από την πρώτη στιγμή πού πήγε εκεί η αδελφή Χριστονύμφη συνδεθήκαμε μαζί της. Πραγματικά ήταν μία Αγία ψυχούλα ταπεινή πρόθυμη και φιλόξενη μοναχή. Πριν σαράντα χρόνια ακριβώς επισκεφθήκαμε μία Κυριακή απόγευμα την Μονή και παρακολουθήσαμε τον εσπερινό. Φέραμε μαζί μας και τον Γιώργο, με την ελπίδα να τον κάνει καλά ο Άγιος Μηνάς. Αφού τελείωσε ο εσπερινός, η αδελφή Χριστονύμφη μας κάλεσε να μας κάνει καφεδάκι. Το μοναστήρι τότε ήταν πολύ μικρό καθώς και ο Ναός. Το αρχονταρίκι ήταν ένα δωμάτιο και δίπλα ήταν το δωμάτιο της μονάχης. Μπήκαμε στο αρχονταρίκι. Ο Γιώργος όταν καθόταν στον καναπέ του βάζαμε γύρω, γύρω μαξιλάρια για να μην πέσει. Αύτή την φορά, μόλις μπήκαμε μέσα τον πήρε η Χριστονύμφη από την αγκαλιά της παπαδιάς, τον κράτησε και τον σταύρωσε στο κεφαλάκι. Τούδωσε κι ένα κουλουράκι από τα βουτήματα πού μας κέρασε και τον κάθισε στον καναπέ. Παραδόξως αύτή την φορά κάθισε άνετα χωρίς μαξιλαράκια και μάλιστα αντί με τα χεράκια του να στηριχτή άρχισε να τρίβει το κουλουράκι με τα χέρια. Αμέσως εμείς έκπληκτοι φωνάξαμε θαύμα! Θαύμα! Είχαμε όμως και συνέχεια.
Ερώτηση: -είχε ο μικρός κάποιο πρόβλημα;
Απάντηση :-δεν ξέρω τι πρόβλημα είχε, αλλά δεν μπορούσε καθόλου να καθίσει αν δεν του βάζαμε στο κρεβάτι γύρω, γύρω, μαξιλάρια.
Αφού τελειώσαμε, χαιρετίσαμε και φύγαμε. Μόλις όμως γυρίσαμε σπίτι, ο μικρός Γιώργος όχι μόνο καθόταν, που πρώτα δεν μπορούσε αλλά και περπατούσε ελεύθερα. Και συνεχίζει με δάκρυα ο πατήρ Ιωάννης: «είναι αυτό καθαρό θαύμα ή δεν είναι! ασφαλώς μεγάλο θαύμα καθαρό του Αγίου διά πρεσβειών της δούλης του Χριστονύμφης».
Από τότε έχουμε στενές σχέσεις με το μοναστήρι. Ο Γιώργος γεννήθηκε το 1971 το θαύμα έγινε το Νοέμβριο του 1973. Έκτοτε πηγαίνουμε μία δύο φορές τον χρόνο στο μοναστήρι. Εγώ χειροτονήθηκα ιερέας το 1978. Όταν ξαναπήγαμε το είπαμε στην μοναχή Χριστονύμφη. Φαίνεται όμως οτι η αδελφή ήταν πληροφορημένη με την προσευχή, γι’ αυτό και με ηρεμία απάντησε, σαν να μην συνέβη τίποτε παράδοξο «η χάρις του Θεού». Ήτανε πολύ ταπεινή και τον εαυτό της δεν έβαζε ποτέ, δηλαδή τον εαυτό της λογάριαζε σαν ένα σκύβαλο. Αυτό είναι ενα μεγάλο δείγμα απαραίτητο πού χαρακτηρίζει τους Αγίους, και συνέχισε με δάκρυα ο πατήρ Ιωάννης, από τότε την συναντήσαμε πολλές φορές μέχρι την κοίμηση της. Όταν στελεχώθηκε ο Άγιος Μηνάς στην αρχή ήταν μόνη της. Μετά πήγε η Θεοπίστη, αργότερα ήρθαν και οι άλλες αδελφές. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις και με μία άλλη μικρή Φιλοθέη, αλλά ο Θεός την πήρε πολύ γρήγορα. Γνωριζόμαστε τώρα πολύ καλά με την γερόντισσα Φιλοθέη και με τις εκλεκτές μοναχές πού ήρθαν από την Σίψα.
Ο Άγιος Μηνάς και η ευχή της Αγίας μονάχης Χριστονύμφης να είναι βοήθειά μας. Αμήν.
Πηγή: Ιωσήφ Μ.Δ.. Μοναχή Χριστονύμφη. Μια σύγχρονη άγια μορφή 1923-2005. Σελ.77-80
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)