Κυρίου». Αλλά και η κόρη τους η Ευσεβία (έτσι την ωνόμαζαν), είχε καλή πρόθεση. Ήτανε ψυχή επιδεκτική και αγαπούσε το Χριστό και τη θρησκεία. Έζησε τα χρόνια της
άμεμπτα, με αγιότητα, με σωφροσύνη και σεμνότητα. Ήτο τύπος και υπογραμμός. Όλοι την εκτιμούσαν. Όταν έφθασε στην ώριμη ηλικία, βρέθηκε ένας σπουδαίος κι επιφανής
Ρωμαίος, που τη ζήτησε σε γάμο. Οι γονείς της έδωσαν πρόθυμα την απάντηση και άρχισαν να ετοιμάζουν τα απαραίτητα για το γάμο. Η κόρη τους όμως είχε δοσμένη αλλού
την καρδιά της. Όλη της η προσοχή ήταν στραμμένη στον ουράνιο και αθάνατο. Η Ευσεβία με κανένα τρόπο δεν δέχθηκε να τον στεφανωθεί. Αυτή εσκέπτετο τα ανώτερα.
Ήθελε να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στο Θεό. Είχε εκλέξει ως Νυμφίο της τον Χριστό. Οι γονείς της την υποσχέθηκαν στον γαμπρό, χωρίς όμως και να έχουν την συγκατάθεση
της κόρης των. Γνωρίζανε, ότι ήταν υπάκουη και ποτέ δεν τους είχε πη, όχι. Οι γονείς της και οι συγγενείς της επέμεναν να τον πάρει. Δε θέλανε να χάσουν την ευκαιρία.
Αναχωρεί για τα ξένα
Η Ευσεβία κατάλαβε, ότι η πίεσης των γονέων της ήσαν μεγάλη και δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σε αυτή, για να πραγματοποιήσει τον πόθο της αφιερώσεώς της. Πήρε,
λοιπόν, τη γενναία απόφαση να φύγει από το σπίτι της και να πάει μακριά σε άγνωστο μέρος. Ανακοίνωσε αυτή τη σκέψη της μόνο σε δύο δούλες της. Τις είπε, μάλιστα, αν
θέλουν να την ακολουθήσουν και κείνες στο ηρωικό άλμα, που θα έκανε. Οι δούλες εκείνες της υποσχέθηκαν πως θα την ακολουθήσουν πρόθυμα. Όπου κι αν πάει θα
μείνουν πιστές μαζί της, και θα την αγαπούν μέχρις θανάτου. Έτσι λοιπόν και οι τρεις αυτές Όσιες γυναίκες πήραν την απόφαση να ακολουθήσουν με τη θέληση τους τον
Δεσπότη Χριστό και να ζήσουν σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Από την στιγμή εκείνη άρχισαν να προετοιμάζονται με σκληραγωγία, με νηστεία και κακοπάθεια.
Προσπαθούσαν να συνηθίσουν σιγά-σιγά, στη δύσκολη ζωή. Περίμεναν συγχρόνως, να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να φύγουν. Ήθελαν να μην αντιληφτεί κανένας άλλος,
ότι θα έφευγαν.
Κατόπιν, όταν έφθασαν οι ημέρες του γάμου, ντύθηκαν με ανδρικές στολές και οι τρεις. Βγήκαν κατόπιν νύχτα από το σπίτι, κάμανε το σταυρό τους και φύγανε γεμάτες από χαρά.
Στην Κω
Έφθασαν στη θάλασσα στο λιμάνι. Εκεί μπήκαν σε πλοίο, που πήγαινε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί με άλλο πλοίο φθάσανε στη νήσο Κω. Πήγανε στο νησάκι αυτό, για να
χάσουν τα ίχνη τους και να μη μπορέσουν οι γονείς της να την βρουν. Διότι γνώριζαν, ότι εκείνοι θα έψαχναν παντού, όπου μπορούσαν, για να τις ανακαλύψουν. Στην Κω
νοίκιασαν ένα σπιτάκι κι έμειναν. Ήσαν όμως ξένες, χωρίς κανένα γνωστό τους. Και για να μη μάθει ο κόσμος ποια ήταν, άλλαξε το όνομά της, και την έλεγαν όχι Ευσεβία,
αλλά Ξένη, διότι ξένη ήταν στον τόπον εκείνον.
Ο Πνευματικός Πατήρ
Τώρα δημιουργείτο για τις Χριστιανές αυτές το πρόβλημα του Πνευματικού Πατρός. Είχαν ανάγκη ενός Πνευματικού Πατρός. Θέλανε έναν καλόν Πνευματικό, να τις εξομολογή
και να τις καθοδηγεί στην πνευματική ζωή. Διότι ψυχή, χωρίς πνευματικό πατέρα, δεν μπορεί να προοδεύσει πνευματικώς. Κατόπιν γονάτισε και προσευχήθηκε στον Κύριο
μετά δακρύων. Η προσευχή της έβγαινε ολόθερμη από τα κατάβαθα της ψυχής της και εισακούσθηκε αμέσως από τον ουράνιο Πατέρα.
Τότε σε εκείνα τα μέρη ήταν κάποιος ιεροπρεπής και σεβάσμιος γέροντας Ιερομόναχος, Παύλος ονομαζόμενος. Ήταν ηγούμενος ενός μικρού Μοναστηριού στη Μύλασσα της
Καρίας. Ο Πνευματικός Παύλος ήλθε κατόπιν θείας εμπνεύσεως εις την Κω. Αυτόν, μόλις τον είδε, η παρθένος Ξένη, αισθάνθηκε χαρά και αγαλλίασι. Η μακαρία Ξένη θαύμασε,
διότι εισακούσθηκε η προσευχή της από τον Πανάγαθο Κύριο και της έστειλε, σύμφωνα με την προσευχή της και τον κατάλληλο άνθρωπο. Ευχαρίστησε τον Θεό, όπως έπρεπε,
και παρεκάλεσε τον Παύλο να γίνει πνευματικός της Πατέρας και να έχει την πνευματική τους φροντίδα και μέριμνα.
Εδώ, της είπε ο Όσιος, στον ξένο αυτόν τόπο δεν δύναμαι να σας κυβερνήσω, διότι πρέπει να πάω γρήγορα στο Μοναστήρι μου. Αν όμως θέλετε, ελάτε μαζί μου σε εκείνον
τον τόπον. Εκεί ευχαρίστως, μπορώ να σας φροντίζω και να σας προστατεύω.
Τα λόγια αυτά τα δέχθηκαν με χαρά οι Όσιες και επήγαν μαζί του στην Μύλασσαν. Εκεί ο γέρων Παύλος τις παρεχώρησε κελιά ιδιαίτερα, για να μένουν, αλλά έξω από το
Μοναστήρι. Η Ξένη έκτισε στην τοποθεσία εκείνη με κόπους πολλούς ένα Ναό εις τιμήν του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετά όμως από καιρό, ίδρυσε εκεί η οσία ένα σπουδαίο
Μοναστήρι γυναικών, εις το οποίον εσυνάχθησαν και άλλες πολλές, με ζήλο για να αγωνισθούν για τη σωτηρία τους. Παρ’ όλα όμως αυτά δεν ήξερε κανένας από πού ήταν η
Οσία και πως ονομαζόταν πρωτύτερα, διότι ο μακάριος Παύλος έλεγε μόνον, ότι τις έφερε από την Κω.
Διακόνισσα
Την εποχή εκείνη εκοιμήθη ο Επίσκοπος εκείνης της πόλεως Κύριλος ονόματι. Τότε όλοι εξέλεξαν ως Επίσκοπο τον Παύλο. Ο Παύλος συμβούλευσε την Ξένη να γίνει
Διακόνισσα. Τότε υπήρχε ο θεσμός των Διακονισσών. Οι Διακόνισσες φρόντιζαν για τους φτωχούς της Εκκλησίας. Είχαν το δικαίωμα να μένουν κατά την θεία Λειτουργία στο
Ιερό και να κοινωνούν τις γυναίκες. Η Ξένη όμως, επειδή ήταν ταπεινή, δεν ήθελε να δεχθεί το φορτίο του αξιώματος επάνω της. Παρά την θέληση τους όμως, ο Επίσκοπος
της χειροτόνησε.
Τώρα όμως περνούσε ζωή πολύ ασκητική, και ξένη από κάθε γήινη απόλαυση. Η ζωή της έμοιαζε με τη ζωή των Αγγέλων. Τόσο μεγάλη άσκηση έκανε, ώστε οι δαίμονες
έφριτταν από μακριά και δεν τολμούσαν να την πλησιάσουν. Η προσευχή της ήτανε θερμή και καταπληκτική… Είχε δε η Οσία μεγάλη πραότητα. Δεν εθύμωσε, ούτε οργίστηκε
ποτέ εναντίον κανενός. Επίσης είχε αγάπη σε όλες τις αδελφές και τις υπηρετούσε αυτή με μεγάλη ταπείνωση. Φορούσε πάντοτε άχρηστα και τριμμένα ρούχα, σαν και εκείνα,
που φορούσαν οι ζητιάνοι. Αυτή ζούσε μόνο για το Θεό και ενωμένη με το Θεό. Δεν έδινε καμιά σημασία στα υλικά και στα γήινα. Όλη η φροντίδα της ήταν στο πώς να αρέσει
στον Νυμφίο της Χριστό και στο πως θα στολισθεί με τις αρετές και την αγιότητα.
Αποχαιρετά τις αδελφές
Ήλθε καιρός όμως να φύγει από το μάταιο τούτον κόσμο. Η Οσία προείδε το θάνατό της και κάλεσε όλες τις Μοναχές κοντά της. Τις παρεκάλεσε να δεηθούν στον Κύριο να
αναπαύσει την ψυχή της και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της. Τις συμβούλεψε ακόμη, για τη ζωή και την πολιτεία τους. Τις είπε, πως πρέπει να ζουν και πως πρέπει να φέρονται
μεταξύ τους αφ’ ενός και προς τους έξω αφ’ ετέρου. Τις έδωσε τις τελευταίες της υποθήκες. Όταν η Οσία έδωσε τις τελευταίες της υποθήκες, θρηνούσαν όλες απαρηγόρητα.
Έκλαιγαν, διότι έχαναν μια τέτοια στοργική πνευματική μητέρα. Περισσότερο θλίβοντο οι δούλες της. Αυτές δεν έπαυαν καθόλου τα κλάματα, τόσο πολύ που έκαμαν και την
Αγία να κλάψει. Έπειτα τις παρηγόρησε, λέγουσα:
Πάψτε τα κλάματα, αδελφές μου. Μιμηθήτε τας φρονίμους Παρθένους. Φροντίστε να γεμίσετε τα αγγεία σας με έλαιον, διότι η ημέρα Κυρίου έρχεται ως κλέπτης εν νυκτί.
Αφού είπε αυτά, σήκωσε τα χέρια της, ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και προσευχήθηκε:
Θεέ μου, είπε, Συ, που με κυβερνούσες έως τώρα την ξένη με στοργή και έγινες πατέρας και μητέρα και τροφή μου και παρηγοριά, Αυτός και τώρα αξίωσέ με να έλθω στην
ουράνιο Βασιλεία Σου. Μνήσθιτι, Κύριε και όλης αυτής της αδελφότητος και γλύτωνε τις αδελφές από τις πανουργίες του δαίμονος. Ιδιαιτέρως δε, σε ικετεύω, μνήσθητι ως
αγαθός, τούτων των δύο μου ομοδούλων. Αυτές στη ζωή αυτή την πρόσκαιρη και προσωρινή ήταν μαζί μου. Μαζί στη φυγή, στους κόπους και αγώνας. Δεν απομακρύνθηκαν
καθόλου από κοντά μου. Σε παρακαλώ, λοιπόν, έτσι και στην Βασιλείαν σου αξίωσέ μας να είμαστε αχώριστες πάντοτε.
Αφού προσευχήθηκε η Οσία, επήρε από όλες συγχώρηση. Πήγε κατόπιν στο Ναό, γονάτισε και προσευχόταν.
Οι δύο δούλες της την παρακολουθούσαν από τη χαραμάδα της θύρας και είδαν τότε στην Ξένη να συμβαίνει ένα πράγμα παράδοξο, και θαυμαστό. Ξαφνικά φάνηκε ένα
λαμπρότατο φως από τον ουρανό. Έλαμπε όλος ο Ναός! Συγχρόνως παρουσιάσθηκε και μια υπέροχη ευωδία που δεν μπορεί να την περιγράψει άνθρωπος. Τότε, λοιπόν,
ανοίγουν τις πόρτες της Εκκλησίας, μπαίνουν μέσα και βλέπουν την μακαρία Ξένη να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Συγκεντρώθηκαν αμέσως όλες και έκλαιγαν ασταμάτητα.
Ο Θεός όμως, που δοξάζει εκείνους, που τον δοξάζουν, δόξασε και της αγαπημένης νύμφης Του Ξένης την κοίμηση και φανέρωσε σε όλους πόσην παρρησία αξιώθηκε να
έχει ενώπιο Του. Ήταν μεσημέρι. Ο ήλιος έλαμπε και ο Ουρανός ήταν κατακάθαρος. Αϊ! Λοιπόν. Τότε φάνηκε στον Ουρανό ένα στεφάνι από αστέρια, στο μέσον του οποίου
ήταν ένας σταυρός φωτεινός, πάλι από αστέρια. Το θαυμάσιο τούτο φαινόμενο το είδαν όλοι οι εκεί κάτοικοι και εξεπλάγησαν. Αυτό το είδε κι ο Επίσκοπος Παύλος από εκεί,
που βρισκόταν και ο οποίος ψιθύρισε:
Για να φανεί τέτοιο σημείο η Ξένη κοιμήθηκε.
Ο Επίσκοπος επήγε αμέσως στη Μύλασα. Έτρεξαν, τότε, αμέσως όλοι στο Μοναστήρι της Οσίας. Συνάχθηκε εκεί ο κόσμος πολύς, άνδρες και γυναίκες και δόξαζαν
μεγαλοφώνως τον Κύριο. Τότε ο Επίσκοπος προσκύνησε την Οσία. Με πολλή κατόπιν φωτοχυσία και θυμιάματα, την πέρασαν από το μέσον της πόλεως. Κατά την μεταφορά
του αγίου λειψάνου της, ακολούθησε από πάνω και ο θαυμάσιος στέφανος των αστέρων. Όταν σταματούσαν να κάμουν δέηση σύμφωνα με την συνήθεια, εστέκετο και ο
στέφανος. Το θαυμάσιο τούτο γεγονός έγινε αφορμή να συγκεντρωθεί κόσμος πολύς και από τα περίχωρα και να δημιουργηθεί συνωστισμός μεγάλος.
Το λείψανό της θαυματουργεί
Όλη την νύκτα εκείνην αγρύπνησαν οι Χριστιανοί, ψάλλοντες. Πολλοί ασθενείς θεραπεύθηκαν, μόλις αγγίζανε το άγιο λείψανό της. Έτσι κόσμος πολύς, που υπόφερε από
ασθένειες πολυχρόνιες και ανίατες, δίχως γιατρούς, δίχως βότανα και φάρμακα, μόλις ασπαζόταν με πίστη την Αγία, αμέσως γινότανε καλά. Όταν φθάσανε σε έναν τόπον,
καλούμενο Σικίνιο, προς το νότιον μέρος της πόλεως, την ενταφίασαν εκεί, καθώς η Οσία Ξένη είχε προσέξει. Τότε ακριβώς μετά την κατάθεση του αγίου λειψάνου και ο
κύκλος των αστέρων εξαφανίσθηκε. Τότε γνώρισαν όλοι και βεβαιώθηκαν καλά, ότι ο κύκλος των αστέρων φάνηκε δια την Οσία και ακολουθούσε την αγία έως ότου ενταφίασαν
το λείψανο της. Τα δε σινδόνια, τα οποία είχαν εις τον κράββατόν της, τα διεμοίρασε ο Επίσκοπος εις τον λαό, για να έχουν ως φυλακτά.
Σε λίγο καιρό κοιμήθηκαν και οι δύο δούλες της Αγίας Ξένης. Τις ενταφίασαν και αυτές με την κυρία των, όπως τους είχε παραγγείλει. Εκείνη δε, που απέθανε ενωρίτερα δεν
ομολόγησε δια την Ξένη σε κανένα τίποτε. Η άλλη όμως τα φανέρωσε όλα. Και τούτο, διότι την παρακάλεσαν οι αδελφές και διότι ο Επίσκοπος της έβαλε επιτίμιο να τα είπε
όλα προς δόξαν Θεού.