Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Βίος Αγίας Κυράννας της Νεομάρτυρος(28 Φεβρουαρίου)



site analysis

Η Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς εορτάζει στις 28 Φεβρουαρίου


Η σωφρονέστατη της Θεσσαλονίκης

Η Κυράννα η κυριώνυμη και πάγκαλη νύμφη του Χριστού καταγόταν από ένα χωριό της Θεσσαλονίκης που λέγεται Αβυσσώκα. Ήταν κόρη χριστιανών γονέων ωραιότατη και 
σεμνή. Ζούσε σύμφωνα με την Χριστιανική της ανατροφή σεμνά και φρόνιμα. Ο μισόκαλος όμως διάβολος την φθόνησε για τις αρετές της. Η δύναμις όμως της πίστεως της 
ήταν πολύ δυνατή και δεν μπορούσε όπως ήθελε να την μολύνει με αισχρούς λογισμούς και άτοπες και κρυφές πράξεις.



Ο διάβολος μεταχειρίζεται ως όργανον του έναν Αγαρηνό
Στο χωριό της Κυράννας πήγαινε ένας Αγαρηνός Γενίτσαρος για να εισπράττει τους φόρους από τα εισοδήματα. Αυτός ο άπιστος, όταν είδε την ωραία Κυράννα με την έμπνευση 
του διαβόλου κεραυνοβολήθηκε από έρωτα γι’ αυτήν σατανικό και άρχισε να την κολακεύει, με διαφόρους τρόπους για να την φέρει στον σκοπόν του. Η κόρη όμως δεν εδέχετο 
με κανένα τρόπον. Άρχισε να της υπόσχεται να της δώσει όσα χρήματα θέλει. Της υποσχόταν ωραία φορέματα, κοσμήματα και ότι άλλο μπορεί να επιθυμήσει μια κοπέλα. 
Επειδή εκείνη δεν του έδινε σημασία, άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά, αν δεν δεχθεί και τέλος να την θανατώσει. Αλλά η Κυράννα είχε όλον της τον πόθον 
προς τον Χριστόν. Δεν φρόντιζε καθόλου ούτε για χαρίσματα, ούτε για τις υποσχέσεις του, ούτε για τις απειλές του.



Η απαγωγή της
Βλέποντας λοιπόν ο Γενίτσαρος ότι δεν πετυχαίνει ο σκοπός του, συμφωνεί με άλλους Γενίτσαρους του ιδίου τάγματος και αρπάζουν έξαφνα την κόρην. Την έφεραν δια της βίας 
στον κριτή της Θεσσαλονίκης. Εκεί άρχισαν να ψευδομαρτυρούν και να λέγουν, ότι δήθεν εκείνη είπε ότι θέλει να τον πάρει για άνδρα της και να αλλάξει την πίστη της. Τότε οι 
Τούρκοι έκαμαν πολλά για την φέρουν στο σκοπό τους, πότε με κολακείες και υποσχέσεις και πότε με απειλές. 
Αλλά η μακαρία στάθηκε ακλόνητη. Μόνο ένα λόγο είπε προς αυτούς: «Εγώ είμαι Χριστιανή και νυμφίον μου έχω τον Κύριον Ιησού Χριστόν στον οποίον προσφέρω ως προίκα 
την παρθενία μου. Αυτόν πόθησα και ποθώ από μικρή. Για την αγάπη του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, για να αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακούσατε λοιπόν, την 
απόφαση μου. Άλλο λόγο μη περιμένετε να σας ειπώ». Αυτά είπε και σώπασε και δεν θέλησε κατόπιν να απαντήσει σε όσα την ρωτούσαν. Μόνον προσευχόταν με το νου, 
και παρακαλούσε τον Θεό να τη δυναμώσει ως το τέλος. Επιθυμούσε πολύ να αποθάνει το συντομότερο για τον Χριστό.



Η Κυράννα στη φυλακή
Είδαν λοιπόν οι Αγαρηνοί ότι δεν είναι δυνατόν να της αλλάξουν τη γνώμη και την έστειλαν στη φυλακή και την έκλεισαν στα σίδερα. Ο Γενίτσαρος όμως καιγόταν από το 
δαιμονικό έρωτα. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Γι’ αυτό πήγε στον αγά της Θεσσαλονίκης, τον Αλή εφέντη, και τον παρακάλεσε να προστάξει τον δεσμοφύλακα να τον αφήσει να 
μπαίνει στη φυλακή, όποτε θέλει. Πήγαινε λοιπόν ο μιαρός κάθε ώρα και της έκανε πολλές τυραννίες, με πείσμα, ή να την φέρει στο θέλημα του, ή να την θανατώσει. Δεν έφθανε 
δε μόνον ο ίδιος, αλλά έπαιρνε και άλλους Γενίτσαρους, για να την ενοχλούν περισσότερο.



Η Κυράννα βασανίζεται
Η Κυράννα όταν τους έβλεπε, έσκυβε κάτω το κεφάλι, σταύρωνε τα χέρια της και ούτε τους κοίταζε, ούτε τους απαντούσε. Εκείνοι δε οι αλιτήριοι πρώτα άρχιζαν με κολακείες και 
υποσχέσεις να παρακινούν την Αγία. Ύστερα αφού έβλεπαν ότι ήταν στερεά και ασάλευτη στην πίστη της, άρχιζαν τις τιμωρίες. Ο ένας την κτυπούσε με ξύλο, ο άλλος με μαχαίρι, 
άλλος με κλωτσιές και άλλος με γροθιές, έως ότου την άφηναν μισοπεθαμένη. Κατόπιν έφευγαν, για να έχει τον καιρόν να συνέλθει, και να ξαναρχίσουν και πάλι να την 
παιδεύουν.
Αυτά έκαναν οι Γενίτσαροι την ημέρα. Την νύκτα ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες με τα χέρια αλυσοδεμένα και άρπαζε ότι ξύλο εύρισκε και την κτυπούσε έως 
ότου κουραζόταν. Τότε ο άσπλαχνος την άφηνε κρεμασμένη, να τη δέρνει το κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας. Ένας δε χριστιανός φυλακισμένος και αυτός παρακολουθούσε το 
Μαρτύριο της κόρης με λύπη, χωρίς να τολμά να την βοηθήσει. Όταν καταλάβαινε ότι περνούσε ο θυμός του δεσμοφύλακα, πήγαινε και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να την 
κατεβάσει. Όταν δε του το επέτρεπε την κατέβαζε. Η δε Αγία είχε τόση υπομονή, ησυχία και σιωπή, που νόμιζες ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη. Όλος ο νους της και η προσοχή 
της βρισκόταν στους ουρανούς.




Οι φυλακισμένοι την υπερασπίζονται
Κατά την εποχή εκείνη που βασανιζόταν η Κυράννα στη φυλακή, ήταν εκεί και άλλοι φυλακισμένοι χριστιανοί, Εβραίοι και μερικές τούρκισσες, για πράξεις άτιμες. Αυτές 
κατηγορούσαν τον δεσμοφύλακα ότι είναι άσπλαχνος. Του έλεγαν ότι δεν φοβάται τον Θεό, που βασανίζεται και τυραννεί με αυτόν τον τρόπον μια γυναίκα, που δεν έσφαλε σε 
τίποτε. Αλλά και ο Χριστιανός εκείνος, δεν έπαυε, πότε με το καλό, πότε επειδή είχε το θάρρος, με μέτριους ελέγχους να του θυμίζει την κρίση του Θεού και να προσπαθεί να 
τον καταπραΰνει λέγοντας σ’ αυτόν να μην βασανίζει την Αγία. Αλλά ο σατανάς σκλήρυνε την καρδιά του και όσο οι άλλοι τον παρακαλούσαν τόσο περισσότερο την βασάνιζε 
εκείνος.
Αλλά και οι Γενίτσαροι πήγαιναν πολλές φορές. Όταν πήγαιναν άφηναν τις τιμωρίες και προσπαθούσαν να της δώσουν να φάγει, για να μη πεθάνει από την ασιτία. Πότε της 
έδιναν σταφίδες, πότε της έδιναν φοίνικες. Αλλά η Άγια δεν δεχόταν τίποτε. Εκείνοι τότε προσπαθούσαν να της ανοίξουν το στόμα δια της βίας, χωρίς να το κατορθώνουν. 
Μα και οι χριστιανοί της φυλακής που την παρακαλούσαν να φάει λίγο, η μακαρία δε δεχόταν να βάλει τίποτα στο στόμα της. Είχε μέσα στην καρδιά της τη φλόγα της αγάπης 
του Κυρίου της και Νυμφίου Χριστού, ο οποίος την έτρεφε και την δυνάμωνε.



Οι φυλακισμένοι ελέγχουν τον δεσμοφύλακα
Την εβδόμη ημέρα επήγαν οι Γενίτσαροι και την τυραννούσαν σκληρά: Τότε ο χριστιανός από ενδιαφέρον προς την κόρην άρχισε να ελέγχει το δεσμοφύλακα και να τον απειλεί 
ότι θα τον καταγγείλει στον πασά, γιατί αφήνει και έρχονται απ' έξω άνθρωποι και βασανίζουν τους φυλακισμένους. Αυτό ήταν αντίθετο από τον νόμον και ποτέ άλλοτε δεν είχε 
γίνει. Αλλά και οι τούρκισσες εκείνες πολύ τον έλεγχαν και άρχιζαν να φωνάζουν δυνατά. Σε λίγη ώρα έφθασαν και οι Γενίτσαροι. Αλλά ο δεσμοφύλακας φοβισμένος από τις 
φωνές των φυλακισμένων δεν τους άφησε να μπουν. Τότε αμέσως εκείνοι πήγαν στον Αλή-μπεη και παραπονέθηκαν. Ο Αλή-μπεης, κάλεσε αμέσως τον δεσμοφύλακα και τον 
έβρισε, γιατί τόλμησε να παρακούσει σε κείνο που τον πρόσταξε.



Το τελευταίο μαρτύριο της Αγίας
Ο δεσμοφύλακας ύστερα από αυτά γύρισε στη φυλακή πολύ θυμωμένος και ξέσπασε στη μακαρία την Κυράννα. Την άρπαξε άγρια και την κρέμασε. Κατόπιν πήρε μια μεγάλη 
σχίζα ξύλινη που βρέθηκε εκεί και άρχισε να την κτυπά, κρατώντας τη σχίζα και με τα δυο του χέρια. Την κτυπούσε αλύπητα, όπου έφτανε, τόσο, που οι φυλακισμένοι άρχισαν 
να φωνάζουν. Αλλά και οι Τούρκισες φώναζαν ακόμη περισσότερο. Με την ταραχή εκείνη ο κατάρατος την άφησε κρεμασμένη και πήγε στο δωμάτιο του πολύ ταραγμένος και με 
μεγάλη σύγχυση λέγοντας στον χριστιανό να του κάμει καφέ. Ενώ έκανε τον καφέ ο Χριστιανός, άρχισε πάλι να τον ελέγχει ήρεμα και να τον κατηγορεί για την ασπλαχνία του, 
τόσο που τον έκαμε να πέσει μπρούμητα και να κλαίει, ή από έλεγχο, ή από ντροπή.



Το τέλος της Αγίας
Κατά τον χρόνον που ήταν η Αγία κρεμασμένη, ω του θαύματος, ξαφνικά έλαμψε φως μεγάλο στη φυλακή, που κατέβαινε επάνω από τη σκεπή, σαν αστραπή και τη φώτιζε σαν 
να μπήκε μέσα όλος ο ήλιος, αν και ήταν τέσσερις η ώρα της νύχτας. Οι χριστιανοί κατατρομαγμένοι φώναζαν: Κύριε ελέησον! Τότε ο δεσμοφύλακας τρέμοντας ολόκληρος από 
τον φόβον του, είπε στον χριστιανό να κατεβάσει την Αγία. Έτρεξε ο χριστιανός να κατεβάσει την Αγία, αλλά την βρήκε τελειωμένη. Το φως χάθηκε, και έμεινε μια ευωδιά επί 
πολλή ώρα. Πήρε κατόπιν ο χριστιανός τα κλειδιά από τα χέρια του δεσμοφύλακα και άνοιξε τα σίδερα με τα οποία ήταν δεμένα τα Άγια χέρια της. Μάζεψε με σεβασμό το άγιο 
λείψανο, και αφού άναψε φώτα και θύμιασε, κατόπιν καθόταν κοντά. Περίμενε με χαρά την ημέρα και δόξαζε τον Θεό, που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμάσια και να περιποιηθεί 
μαρτυρικό λείψανο.
Το πρωί διαδόθηκε στην πόλι η φήμη του θανάτου της Αγίας και η εμφάνηση του Αγίου Φωτός. Οι Αγαρηνοί ντροπιασμένοι σιωπούσαν κι’ έδωκαν άδεια στους χριστιανούς να 
πάρουν το λείψανο και να το κάμουν ότι επιθυμούν. Οι χριστιανοί ευχαριστήθηκαν και πολλοί έτρεξαν στη φυλακή. Επήραν λοιπόν το λείψανο με πολλή ευλάβεια και το έθαψαν 
έξω από την πόλι όπου ενταφίαζαν και τους άλλους χριστιανούς. Τα δε φορέματα της Αγίας τα διαμοίρασαν μεταξύ τους πολλοί χριστιανοί για αγιασμό και σωτηρία τους.



Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. 
Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας 
Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.






Στίχος
Κυράννα παθῶν καί βασάνων κυρία Φανείσ’ ἀπῆλθε πρός Κύριον κυρίων.

Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, 
και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθερά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.
xristianos.gr

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Αγία Γοργονία: Ένας πρότυπος βίος για όλες τις γυναίκες



site analysis




Η μακαρία Γοργονία [23 Φεβ.] ήταν αδελφή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (*) [25 Ιαν.] και θυγατέρα του Γρηγορίου Ναζιανζηνου του Πρεσβυτέρου [1η Ιαν.] και της αγίας Νόννας [5 Αυγ.]. Από το υποδειγμα­τικό αυτό ζευγάρι δεν έλαβε μόνο την ύπαρξη, άλλα και τον ζήλο για την πίστη. Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, αλλά πάντα θεωρούσε ως αληθινή πατρίδα της την ουράνια Ιερουσαλήμ και ότι η πραγματική ευγένειά της ήταν εκείνη της εικόνος του Θεού που από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να καλλύνει με τα στολίδια των αρετών, ιδιαιτέρως δε την αγνεία στην οποία διέπρεπε. Νυμφευμένη με έναν κάτοικο του Ικονίου, τον Αλύπιο, με τον οποίο έκανε τρεις κόρες, επεδείκνυε στον γάμο την διάθεση των παρθένων αποκλειστικά προς τον Θεό και συμπαρέσυρε πίσω της τον σύ­ζυγό της ως συναθλητή στους αγώνες της αρετής.


Διαφυλάσσοντας το βλέμμα της από κάθε άσεμνο θέαμα, κλείνοντας τα αυτιά της στις μάταιες συζητήσεις ώστε να ακούν μονάχα τα θεία και σωτήρια λόγια, έλεγχε τα ανάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντάς τα σε ένα χαμόγελο που φώτιζε ειρηνικά την όψη της και γνώριζε, όπως κανείς άλλος, να συγκρατεί την γλώσσα της και να νοστιμεύει με άλας τα λόγια της ώστε να αποτελούν αίνους στον Κύριο. Αντίθετα με τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχανε τον καιρό της σε επιπολαιότητεςούτε αντενεργούσε στην φυσική τάξη των πραγμάτων που θέλησε ο Θεός, φροντί­ζοντας για ενδύματα και στολίδια και παραμορφώνοντας το πρόσωπο της, εικόνα του Θεού, με πούδρες και ψιμύθια. Ένα καλλώπισμα μόνο γνώριζε, εκείνο της ψυχής από τις άγιες αρετές και το μόνο κοκκινάδι που έβαζε στο ωχρό από την νηστεία πρόσωπο της ήταν το ερυθρίασμα της αιδημοσύνης.
Πρότυπο χριστιανής συζύγου, με την σοφία και την ευλάβειά της, ήταν για τους συγγενείς της, τους συμπολίτες αλλά και πολλούς ξένους, σύμβουλος εμβριθής σε πολλά λεπτά ζητήματα που αφορούν την συμ­περιφορά των χριστιανών στον κόσμο. Κανείς άλλος τα χρόνια εκείνα δεν μεριμνούσε τόσο για τους ναούς του Θεού, κανείς δεν απέτινε τόση τιμή στους ιερείς και στους κληρικούς, έχοντας πάντα γι’ αυτούς ορθάνοιχτη την θύρα της κατοικίας της. Δεν είχε εξάλλου τον όμοιό της στις ελεη­μοσύνες και στηνσυμπόνια για τους τεθλιμμένους, σε σημείο μάλιστα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν τον δίκαιο Ιώβ: «οφθαλ­μός τυφλών, πους χωλών, η μητέρα των ορφανών...» (πρβλ. Ιώβ 29, 15). Μοίραζε όλα τα αγαθά της σε ελεημοσύνες κι έτσι όταν εξεδήμησε από την ζωή αυτή δεν άφησε πίσω της παρά μόνο το σώμα της· φρόν­τιζε, ωστόσο, πάντοτε να κρατά μυστικές τις αγαθοεργίες της.
Μία ημέρα είχε ένα τρομερό ατύχημα: ανατράπηκε η άμαξά της που την έσυρε στο χώμα για πολύ μεγάλη απόσταση· παρά ταύτα η αγία αρνήθηκε από αιδώ να δείξει το καταμωλωπισμένο σώμα της στον για­τρό, εναποθέτοντας την ελπίδα της στον Θεό ο οποίος την θεράπευσε τότε θαυματουργικώς.
Μιαν άλλη φορά που υπέφερε από μια αρρώστια μπροστά στην οποία οι γιατροί έμεναν ανίσχυροι, σηκώθηκε την νύχτα και πήγε στην εκκλη­σία να προσπέσει στην αγία Τράπεζα, υπενθυμίζοντας στον Θεό τα προη­γούμενα θαύματά Του προς όφελος των δούλων Του. Σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου που έλουσε με τα δάκρυα της τα πόδια του Κυρίου, η Γοργονία πότισε με τα δικά της δάκρυα το ιερό θυσιαστήριο και βρήκε την ιατρειά της.
Όταν έλαβε όψιμα, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, το άγιο Βά­πτισμα, τίποτε πια δεν την κρατούσε στην ζωή αυτή και παρακαλούσε για νύκτες τον Χριστό να πορευθεί προς συνάντησή Του χωρίς άλλη χρο­νοτριβή. Κατά την διάρκεια μιας τέτοιας αγρυπνίας της αποκαλύφθηκε η ημέρα του θανάτου της και το μόνο που της απέμενε πια ήταν να φροντίσει να βαπτισθεί ο σύζυγός της, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το έργο της ωςμαθήτριας του Χριστού και εφάμιλλης των αγίων Αποστόλων. Όταν έφθασε η ημέρα, έπεσε άρρωστη και αφού συγκέντρωσε γύρω της συγγενείς και φίλους για να τους μεταδώσει την τελευταία διδαχή της για την αιώνια ζωή, εξεδήμησε προς τον χορό των αγίων ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα σχεδόν τον στίχο του ψαλμού: Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω (Ψαλμ. 4, 9).

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Εκδόσεις «Ίνδικτος», 2006

(*) Συνοψίζεται εδώ ο Εις Γοργονίαν επιτάφιος, που εξεφώνησε ο άγιος Γρηγόριος προς τιμήν της αδελφής του· Λόγος 8, ΕΠΕ 6, Θεσσαλονίκη 1980, 346-381.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σωφροσύνη στο Γάμο
Η άγια Γοργονία μολονότι ήταν, παντρεμένη, εν τούτοις ξεπέρασε στη σωφροσύνη όλες τις γυναίκες της εποχής. Ξεπέρασε ακόμη και τις πιο παλαιές, που ήσαν ξακουστές και αυτές για την σωφροσύνη τους. Με την αρετή της σωφροσύνης η αγία Γοργονία έδειξε, ότι ούτε μόνη της η παρθενία ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό, ούτε πάλιν ο γάμος εμποδίζει την ένωση με τον Θεό. Με την ζωή της μας έδειξε, πως το καλό της παρθενίας συνδυάζεται με το γάμο. Γι' αυτό, λοιπόν δεν πρέπει να αποφεύγεται ο γάμος ως κακός, αλλά ούτε και η παρθενία μόνη εξασφαλίζει την ένωση με τον Θεό. Διότι και στο γάμο και στην παρθενία ο νους είναι αυτός, που κυβερνά και, ή μας ενώνει με τον Θεό ή μας χωρίζει. Η Αγία Γοργονία, αν και ήταν παντρεμένη, δεν χωρίσθηκε από τον Θεό. Αν και είχε κεφαλή τον άνδρας της, εν τούτοις ποτέ δεν σταμάτησε να είναι ενωμένη με την πρώτη κεφαλή τον Χριστόν. Και σύμφωνα με τους νόμους του Θεού υπηρέτησε τον κόσμο και την φύσιν. Ολόκληρον όμως τον εαυτόν της τον αφιέρωσε στο Θεό. Το μεγάλο κατόρθωμα της Αγίας Γοργονίας ήταν, ότι έφερε τον άνδρα της στη χριστιανική γνώμη της, ώστε και οι δύο μαζί να αγωνίζονται και να κάμουν έργα θεάρεστα . Και, όπως αυτή διδάχθηκε από τους γονείς της τις αρετές του Χριστού, έτσι τώρα και αυτή με την σειρά της δίδαξε τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Αν και ήλθε σε γάμο, εν τούτοις έζησε αγία ζωή και ευαρέστησε εις τον Θεό.

Τα στολίδια της
Η αξιοθαύμαστη Γοργονία δεν στολιζόταν με χρυσά στολίδια. Στο σώμα της δεν έβαζε ακριβά και πολυέξοδα φορέματα. Ούτε πάλι έβαζε αρώματα. Δεν παραμόρφωνε το σώμα της, όπως έκαμναν πολλές γυναίκες της εποχής της. Όπως ο δημιουργός της δημιούργησε το ανθρώπινο σώμα, έτσι η αγία Γοργονία το διατήρησε.

Η αγάπη της στην Εκκλησία
Πολλοί πήγαιναν για να την συμβουλευθούν, να πάρουν την γνώμη της. Πήγαιναν να βρουν παράδειγμα να μιμηθούν. Έκτος από αυτά η μακαρία Γοργονία ήταν αξιοζήλευτη, για την ευλάβεια και ευσέβεια της. Δεν συγκρίνεται με καμία γυναίκα της εποχής της. Κανένας δεν έδωκε στους Ναούς τόσα αφιερώματα, όσα αφιέρωσε η Αγία. Κανένας δεν σεβάστηκε τόσο πολύ τους Ναούς, όσο αυτή. Κανένας δεν φιλοξένησε στο σπίτι του τόσους πολλούς, όσους η Γοργονία. Κανένας δεν έδειξε τόση συμπάθεια και δεν λυπήθηκε τους πάσχοντας τόσο πολύ, όσο αυτή.

Πάσαν αρετήν
Διάβαζε επίσης πάντοτε τις Αγίες Γραφές. Με καρδιά ταπεινή και συντετριμμένη και με δάκρυα στα μάτια μέρα και νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Έτσι λοιπόν, στολισμένη η μακαρία Γοργονία ξεπερνούσε στις αρετές όχι μόνο τις γυναίκες, αλλά και τους άνδρες.



Θεραπεύεται θαυματουργικά
Κάποτε η Αγία Γοργονία καθόταν σε ένα αμάξι, που το έσερναν δύο γαϊδουράκια. Καθώς όμως τα ζώα βάδιζαν εις τον δρόμο τους, έξαφνα και απότομα τα ζώα αυτά εξαγριώθηκαν και άρχισαν να τρέχουν με τόση γρηγοράδα, ώστε να αναποδογυρισθεί το αμάξι και η Αγία να πέσει. Μόλις έπεσε δεν έμεινε στο έδαφος, αλλά βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του αμαξιού. Μαζί με το αμάξι τα ζώα έσερναν και την Αγία. Τα μέλη του σώματος της κόπηκαν και τα οστά της τσακίσθηκαν. Το φρικιαστικό αυτό γεγονός σκανδάλισε πάρα πολύ ακόμα και τους άριστους, οι οποίοι αμέσως είπαν: «Αφού αυτή ήταν Αγία γυναίκα, γιατί ο Θεός την άφησε να πάθη αυτό το κακό;» Η Αγία όμως, αν και βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, που είχε ανάγκη γιατρού, εν τούτοις για να μην δη το σώμα της ανθρώπινο μάτι δεν θέλησε να 'ρθει γιατρός να την θεραπεύσει. Όλη την ελπίδα της και την φροντίδα της την άφησε στα χέρια του Θεού. Το γιατί ο Θεός επέτρεψε να πάθη αυτά η Αγία, δεν γνωρίζουμε, διότι οι βουλές του Θεού είναι ανεξερεύνητες. Πράγματι η Αγία δεν διαψεύστηκε στις ελπίδες της. Ο Θεός ο Παντοδύναμος την γιάτρεψε, χωρίς καν να παρουσιασθεί εκεί γιατρός. Ο Θεός, που επέτρεψε να πάθη αυτά η Αγία ως άνθρωπος, ο ίδιος κατά τρόπον θαυματουργικό την έκανε καλά. Η θεραπεία της Αγίας προξένησε μεγάλη χαρά και έγινε αφορμή να δοξασθεί το όνομα του Θεού. Και αυτοί οι ολιγόπιστοι, που προηγουμένως σκανδαλίσθηκαν, θαύμασαν τώρα το γεγονός αυτό. Παντού δε έγινε το θαύμα αυτό γνωστό.

Προείδε τον θάνατο της
Τέτοια ήταν η ζωή της μακαρίας Γοργονίας. Πάντοτε η ευλογημένη ποθούσε τον θάνατο, και προτιμούσε αντί γηΐνων τα ουράνια. Ήθελε να ενωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα με τον Κύριο, που τον αγαπούσε πάνω από όλα. Και να, πως ο Θεός απάντησε στην επιθυμία της Αγίας. Μια νύχτα η Αγία δεν έπεσε καθόλου για ύπνο. Κάθισε όλη τη νύχτα άγρυπνη και προσευχόταν. Για μια στιγμή της ήλθε ένας γλυκύτατος ύπνος. Μέσα στον ύπνο αυτόν βλέπει μια οπτασία, είδε δηλ. πότε και ποια ημέρα επρόκειτο να πεθάνει και να πάει κοντά στον Χριστό.

Φεύγει καθ' όλα ετοιμασμένη
Η Αγία όμως δεν είχε ανάγκη για να προετοιμασθεί. Προ ολίγου ακόμη είχε πάρει το άγιο Βάπτισμα και έτσι είχε καθαρισθεί από κάθε αμαρτία. Η ζωή άλλωστε της Αγίας ήταν μία συνεχής κάθαρσις και τελείωσις. Η Αγία τα είχε όλα. Ένα μόνο της έλειπε. Αυτό ποθούσε να ετοιμάσει και να το προσθέσει κοντά στα άλλα της έργα. Και αυτό το έργο, που της έλειπε, ήταν η βάπτισις του ανδρός της. Έπρεπε οπωσδήποτε να βαπτίσει τον άνδρα της. Στην προσπάθειά της να τον βαπτίσει πολλές φορές κατέφευγε στον Θεό και τον παρακαλούσε. Και ο Θεός άκουσε τις προσευχές της και εξεπλήρωσε την επιθυμία της. Ο άνδρας της βαπτίσθηκε και έγινε Χριστιανός! Όταν λοιπόν, η Αγία τα ετοίμασε όλα και τίποτε δεν της έλειπε από αυτά που ποθούσε, ήλθε και ημέρα, που έπρεπε να φύγει και να πάει κοντά στον αγαπημένο της Χριστό. Τότε έπεσε στο κρεββάτι άρρωστη. Αφού έδωσε τις τελευταίες συμβολές της στον άνδρα της, στα παιδιά της και τους γνωστούς της, έκλεισε τα μάτια της και η ψυχή της επέταξε στα ουράνια. Δεν ήταν γρια. Δεν ήθελε όμως να ζήσει πολλά χρόνια μακρυά από τον Ουρανό. Εν τούτοις όμως τα καλά της έργα και οι αρετές της ήσαν περισσότερες από πολλών άλλων, που έφθασαν εις μεγάλη ηλικία.


Στίχος
Τιμῶ τελευτὴν σὴν σιγῇ, Γοργονία, Γρηγορίου μέλψαντος αὐτὴν ἐκ λόγων.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Όσιομάρτυς Μαργαρίτα, ή ηγουμένη μάρτυρας του Μενζελίνσκ



site analysis

Η ηγουμένη Μαργαρίτα βρισκόταν στην αποβάθρα, έτοιμη να φύγει, όταν της παρουσιάστηκε σε όραμα ό άγιος Νικόλαος και της είπε: - Γιατί αποφεύγεις και αρνείσαι το στεφάνι σου;


Όσιομάρτυς Μαργαρίτα, ή ηγουμένη μάρτυρας του Μενζελίνσκ

H μητέρα  Μαργαρίτα  (κατά κόσμον Μαρία) Μιχαήλοβνα
ήταν ηγουμένη της μονής του Προφήτου Ήλιου
στο Μενζελίνσκ, της επισκοπής της Ουφας.  

Προτού γίνει μοναχή ή Μαρία Μιχαήλοβνα ζούσε στο Κίεβο. 
Εξομολόγος της ήταν ό πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι, προϊστάμενος του ναού της Κιεβο-Γεωργιέβσκαγια, στην ενορία όπου έμενε ή Μαρία.

Στ' απομνημονεύματα του ό πρίγκιπας Ν. Ζεβαχώφ, 
πού τη γνώριζε πολύ προτού γίνει μοναχή, έγραφε:

«Στο πρόσωπο της Μαρίας έβλεπε την ενσάρκωση της ένθερμης πίστης και της αγάπης της για το Θεό. 
Ήταν κοντή κι αδύνατη, μια γυναίκα πού έκαιγε πάντα σαν κερί μπροστά στο Θεό.

Όλοι όσοι την ήξεραν, γνώριζαν πώς γεννήθηκε μόνο και μόνο για να θερμαίνει τους άλλους με την αγάπη της.»

Ό πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι έβλεπε τη διάθεση της Μαρίας, ότι υπόφερε και μελαγχολούσε ζώντας στον κόσμο. 

Ή συνείδηση της δεν συμβιβαζόταν, δεν είχε «μισή» καρδιά. 
Σε κάθε της πρόβλημα συμβουλευόταν τον πνευματικό της. 

Ή αμέτρητη αγάπη πού είχε για τούς συνανθρώπους της, την ωθούσε ν' αναζητά ευκαιρίες για να βοηθήσει. 

Ή απέραντη συγκαταβατικότητα στην ανθρώπινη αδυναμία όμως δεν την οδηγούσε σε συμβιβασμούς με τη συνείδηση της. 

Δεν ήταν δίψυχη, δεν είχε τίποτα πού να κρύβεται δήθεν από ευσέβεια, ενώ στην πραγματικότητα εκφράζει μόνο αδιαφορία στο χριστιανικό καθήκον..

Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνουν τα πάντα στους άλλους χωρίς να ζητάνε τίποτα, μοιάζουν να είναι μόνοι...

Κανένας δέ θα τούς ρωτήσει αν χρειάζονται κι αυτοί κάτι, κάποια υποστήριξη ή φροντίδα. 

Πηγαίνουν κοντά τους μόνο όταν έχουν την ανάγκη τους και τούς αγνοούν όταν δεν τούς χρειάζονται...

Στήν πραγματικότητα όμως ποτέ δέ νιώθουν μοναξιά».


Μετά τη μοναχική κουρά της ή μοναχή Μαργαρίτα έζησε αρχικά σ' ένα γυναικείο κοινόβιο, όπου υπήρχε κι ή εικόνα της Παναγίας «Χαρά και Παρηγοριά», στην περιοχή Σέρπουχωφ της επαρχίας της Μόσχας. Ηγουμένη εκεί ήταν μια ηλικιωμένη κοντέσα, ή Όρλόβα-Νταβίντοβα. 

Αυτή ή περίοδος ήταν μια πολύ σκληρή δοκιμασία για τη Μαργαρίτα, πού απαιτούσε μεγάλη ανδρεία, υπομονή και ταπείνωση.

 Στις 18 Ιανουαρίου του 1917, με διάταγμα της Ιεράς Συνόδου, ή μοναχή Μαργαρίτα διορίστηκε ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία, στο Μενζελίνσκ της επισκοπής Ούφας. 

Ή τελετή ενθρόνισης έγινε στη Μόσχα και παραστάθηκε επίσης ή Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ Φιοντόροβνα, πού αγαπούσε πολύ την ηγουμένη Μαργαρίτα. 

Το 1917 στο μοναστήρι ζούσαν 50 μοναχές και 248 δόκιμες.

Όπως γράφει ό π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Νεομάρτυρες της Ρωσίας», «ή ηγουμένη Μαργαρίτα διακρινόταν για την εξαίρετη μόρφωση της, τη σύνεση, αλλά και την αυστηρή ασκητική ζωή της. 

Οργάνωσε το μοναστήρι της κατά τα πρότυπα των παλαιών μοναστηριών της Ελλάδος. 

Μια από τις μοναχές πού επέζησε ως τις μέρες μας, ή μοναχή Άλεφτίνα. τυφλή στα τελευταία της χρόνια, διέσωσε τις πληροφορίες πού καταγράφουμε. 

Οι μοναχές, με την έμπνευση και καθοδήγηση της ηγουμένης Μαργαρίτας, ζούσαν αυστηρή μοναχική ζωή, τελώντας ανελλιπώς τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. 

Όλες εργάζονταν με πνεύμα θυσίας και πολύ φιλότιμο στα διακονήματά τους

. Το μοναστήρι είχε πολλούς κήπους με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπους, χωράφια, μελίσσια κλπ. Διέθετε ακόμα και εργαστήριο καλλιτεχνικών φωτογραφιών, κάτι σπάνιο και πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή».

Προς το τέλος του 1918 ό Λευκός Στρατός εγκατέλειψε το Μενζελίνσκ και τις γειτονικές πόλειςκι ή μητέρα Μαργαρίτα αποφάσισε να μη μείνει στην κυριαρχία των μπολσεβίκων.

Βρισκόταν στην αποβάθρα, έτοιμη να φύγει, όταν της παρουσιάστηκε σε όραμα ό άγιος Νικόλαος και της είπε: 

- Γιατί αποφεύγεις και αρνείσαι το στεφάνι σου;

Ξαφνιασμένη από το όραμα ή ηγουμένη Μαργαρίτα γύρισε στο μοναστήρι και διηγήθηκε στον ιερέα αυτό πού είδε.

Με την αίσθηση ότι σύντομα θα έπρεπε να δοκιμαστεί για την πίστη της, ζήτησε να της ετοιμάσουν ένα φέρετρο κι έδωσε εντολή να την ενταφιάσουν την ίδια μέρα του θανάτου της, αμέσως μετά την κηδεία.

Την άλλη μέρα την ηγουμένη Μαργαρίτα την συνέλαβαν ως«άντεπαναστάτρια»

Την τράβηξαν βίαια από την εκκλησία στην αυλή του μοναστηριού την ώρα της ακολουθίας.

 Ζήτησε να την αφήσουν να κοινωνήσει, μα εκείνοι αρνήθηκαν. 

Την πυροβόλησαν αμέσως εκεί, στον αυλόγυρο. 

Μετά οι αδελφές του μοναστηριού της έψαλαν την κηδεία κι έπειτα την ενταφίασαν πίσω από το Ιερό της εκκλησίας, εκεί ακριβώς πού την πυροβόλησαν.

Ό ιερέας είχε παραξενευτεί πολύ με την απαίτηση της ηγουμένης να ενταφιαστεί την ίδια μέρα του θανάτου της

Μόνο την επόμενη μέρα έγινε κατανοητό το αίτημα της. 

Τότε οι ίδιοι τσεκάδες  πού είχαν θανατώσει την ηγουμένη Μαργαρίτα έφεραν στο μοναστήρι έναν μουσουλμάνο μουλά για να τον θανατώσουν και ζήτησαν να ταφεί σ' έναν τάφο, μαζί με την ηγουμένη Μαργαρίτα. 

Ή ηγουμένη όμως είχε ήδη ενταφιαστεί κι έτσι οι τσεκάδες δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν το σκοπό τους. 
Έτσι πήραν τον μουλά κι έφυγαν.

Ένας μεγάλος Ρώσος γέροντας, μάλλον ό σταρετς Αμβρόσιος της Οπτινα θα πρέπει να ήταν, είχε προφητέψει πώς στη διάρκεια διοίκησης μιας ηγουμένης στο μοναστήρι θα οικοδομηθεί μια εκκλησία, στη διάρκεια διοίκησης της δεύτερης ή ίδια ή ηγουμένη θα γίνει μάρτυραςκαι στη διάρκεια ηγουμενίας της τρίτης, θα πέσουν οι καμπάνες. 

Ή προφητεία εκπληρώθηκε

Ή ηγουμένη Μαργαρίτα έγινε μάρτυρας. 
Στην ηγουμενία της επόμενης μονάχης, της τρίτης, οι μπολσεβίκοι πήραν τις καμπάνες της εκκλησίας κι έκλεισαν το μοναστήρι.

Τη δεκαετία του 1970, πού το μοναστήρι ήταν ακόμα κλειστό, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν να σκάψουν ένα λάκκο πίσω από το ιερό του ναού. 

Ξαφνικά έπεσαν πάνω σ' ένα φέρετρο. 

Μέσα στο φέρετρο βρήκαν το άφθαρτο λείψανο της ηγουμένης Μαργαρίτας, μ' ένα σταυρό στο στήθος. 

Από σεβασμό δεν πείραξαν το φέρετρο, αλλά βρήκαν άλλον τόπο για να σκάψουν το λάκκο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ Γ -ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΡΙΕΣ.
ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2012