site analysis
Σε ηλικία 79 ετών, και ύστερα από πολύμηνη μάχη με την επάρατη νόσο, απεβίωσε τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσης Παρθενία Μοναχή. Η Εξόδιος Ακολουθία εψάλει χθες το απόγευμα στην Ιερά Μονή Ζερμπίτσης προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευσταθίου, ο οποίος επέστρεψε εκτάκτως από την Αθήνα που βρισκόταν για τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο εκπροσώπησε εκφωνώντας επικήδειο λόγο ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης της Ιεράς Μητροπόλεως μας και εφημέριος του Ι.Ν Αγίους Σπυρίδωνος Σπάρτης π. Σεραφείμ Κοσμάς, ο οποίος μετέφερε τις συλλυπητήριες ευχές προς την απορφανισθείσα αδελφότητα της Ιεράς Μονής, ενώ εξήρε το έργο της κοιμηθείσης Γερόντισσας, την οποία ο Παναγιώτατος Πατριάρχης γνώριζε διατηρώντας πνευματικούς δεσμούς. Εκ μέρους του Σεπτού Ποιμενάρχη μας τον επικήδειο λόγο εξεφώνησε ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίων Αναργύρων Πάρνωνα π. Πορφύριος Κονίδης, ο οποίος μίλησε με θερμά λόγια για το ήθος, την προσωπικότητα, την πνευματικότητα και την προσφορά της εκλιπούσης. Από την πλευρά των μοναζουσών της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσης μίλησε, σε συγκινησιακό κλίμα, η μοναχή Μυρτιδιώτισσα, η οποία, εκτός των άλλων, ευχαρίστησε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας για την στήριξη και την συμπαράστασή του στην πολύμηνη ασθένεια της αείμνηστης Ηγουμένης καθώς και τους ιατρούς και νοσηλευτές για την πρόθυμη παροχή των πολύτιμων υπηρεσιών τους. Επίσης ευχαρίστησε τους κληρικούς, τους μοναχούς, τις μοναχές που παραβρέθηκαν από άλλες Ιερές Μονές και τους λαϊκούς για την παρουσία και τη συμμετοχή τους.
Η αείμνηστη Ηγουμένη Παρθενία, κατά κόσμον Αικατερίνη Βασιλάκη, γεννήθηκε στα Χανιά στις 17 Ιουνίου 1935, όπου έλαβε και τα πρώτα εγκύκλια γράμματα. Εκεί συνδέθηκε πνευματικά με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο Παπουτσάκη, ο οποίος επιτελούσε σπουδαίο πνευματικό έργο στην ευρύτερη περιοχή. Το 1956 μεταβαίνει στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας Κορωπίου, μαζί με τη Γερόντισσα Ευγενία της Μονής Κορακιών, όπου θα λάβει το μικρό μοναχικό σχήμα και θα μετονομαστεί σε Παρασκευή Μοναχή. Κατά την παραμονή της στην Ι.Μ Αγίας Τριάδας Κορωπίου θα συνδεθεί πνευματικά με τον π. Παύλο Λαυριώτη, ο οποίος πρόσφατα απεβίωσε ζώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ιερά Μονή Ζερμπίτσης. Το 1959 μεταβαίνει στην ερειπωμένη Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά Ναυπλίου, την οποία ανακαινίζει εκ βάθρων και σχηματίζει την πρώτη μοναχική κοινότητα πέριξ αυτής. Εκεί θα λάβει το μέγα αγγελικό σχήμα και θα μετονομαστεί σε Παρθενία Μοναχή. Το 1965 μεταβαίνει στην Ιερά Μονή Ζερμπίτσης, την οποία θα αναστηλώσει και θα καλλωπίσει. Συμμετέχει στα κατηχητικά σχολεία της ευρύτερης περιοχής Ξηροκαμπίου καθώς και στις κατασκηνώσεις κοριτσιών της Ιεράς Μητρόπολης μας στην Ι.Μ Αγίων Αναργύρων Πάρνωνα. Επί 49 συναπτά έτη προσέφερε με καλοσύνη, αγάπη και κατανόηση τον πνευματικό της καρπό στους προσκυνητές της Ιεράς Μονής Ζερμπίτσης. Ευχόμαστε ο Κύριος μας να την αναπαύσει μετά των εκλεκτών του στην Ουράνια Βασιλεία του.
ΠΡΟΠΕΜΠΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΠΑΡΘΕΝΙΑ
Καθηγούμενου Ι.Μ Αγίων Αναργύρων Αρχιμανδρίτη π. Πορφύριου Κονίδη
«Ὅσο ψηλά καί ἄν ἀνεβεῖς λέξη μήν πεῖς μεγάλη
“πό χῶμα σέ ἔφτιαξε ὁ Θεός κι ἐκειά γυρίζεις πάλι».[1]
Αὐτήν τήν μαντινάδα, καταστάλαγμα καί ἐμπειρία ζωῆς τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας της, συνήθιζε νά ἀναφέρει ἡ Γερόντισσα, ὑπενθυμίζοντας πρός ὅλους μας, μέ τόν δικό της ποιητικό καί χαριτωμένο τρόπο ὅτι: «ἀληθῶς ματαιότης τά σύμπαντα, ὁ δέ βίος σκιά καί ἐνύπνιον[2]…, πάντα τέφρα, πάντα κόνις… πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα, μία ροπή καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται…[3]
[1] Κρητική Μαντινάδα.
[2] Ἀπό τήν Ὑμνολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
[3] Ἀπό τήν Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν.
Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχη μας, σεβαστοί πατέρες, πενθηφόρε τῶν μοναζουσῶν σύλλογε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί!
Ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι τελεσίδικη καί ἀμετάκλητη. «Θανάτω ἀποθανῆ!». Ἐξάπαντος ὁ ἄνθρωπος θά πεθαίνει! Ὅλοι θά περάσουμε ἀπό τήν ἄγνωστη αὐτή πύλη τοῦ θανάτου… Ἀκόμη καί ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος καί σήκωσε ἐπάνω του τίς ἁμαρτίες ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος γεύτηκε τό πικρό ποτήρι τοῦ θανάτου… Ναί..!!! πέθανε ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος. Πέθανε γιά νά σκυλεύσει τό κράτος τοῦ θανάτου καί νά χαρίσει ζωή ἀθάνατη στόν ἄνθρωπο. Μετά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἔπαψε νά ἔχει καταδυναστευτικό χαρακτῆρα καί φρικιαστική ἀβεβαιότητα στή ζωή τῶν πιστῶν. Μετά τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἔγινε γέφυρα μετάγουσα ἀπό τά κατώτερα στά ἀνώτερα…, ἀπό τά ἐπίγεια στά ἐπουράνια…, ἀπό τά ἐγκόσμια στά ὑπερκόσμια, ὅπου «ὀφθαλμός οὐκ οἶδε, καί οὖς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ὁ Θεός ἠτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».[4] Ἀγαθά ἀφάνταστα, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ὅσους τόν ἀγαποῦν. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας! Μιά πίστη βεβαιωμένη μέ θαύματα…, ἀλλά καί μέ ἀναστολές… μιά πίστη βεβαιωμένη μέ ὑπερβάσεις φυσικῶν νόμων… ἀλλά καί μέ ἀμφισβητήσεις… μιά ἀναστάσιμη πίστη ἐπιβεβαιωμένη μέ αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο…
Ἀδελφοί μου,
ὁ Κυριεύων τῆς ζωῆς καί Δεσπόζων τοῦ θανάτου Κύριός μας, κάλεσε χθές τό ἀπόγευμα κοντά Του – ἡμέρα ὄχι τυχαία, ἀφοῦ ἄρχισαν νά ἑορτάζουν οἱ ἐννενήκοντα ἐννέα μάρτυρες τῆς Κρήτης τούς ὁποίους τιμοῦσε ἰδιαίτερα ἡ μεταστᾶσα – κάλεσε, λοιπόν, στή χώρα τῶν ζώντων, τήν σεβαστή Γερόντισσα Παρθενία, Καθηγουμένη τῆς παλαιφάτου Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς ἑπονομαζομένης Ζερμπίτσας. Ζεῖ ἡ Γερόντισσα Παρθενία ἀπό χθές μέσα στό φῶς τοῦ Κυρίου…, στό ἀνέσπερον ἐκεῖνο φῶς πού ἐξακτινώθηκε ἀπό τό ἄδειο μνημεῖο μετά τήν νίκη Του ἐπί τοῦ θανάτου…
Συνηθίζεται στίς δύσκολες αὐτές στιγμές νά ἔρχονται στή μνήμη καί νά ἀπαριθμοῦνται τά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀποθανόντος… Ἡ ζωή ὅμως τῆς κοιμηθείσης εἶχε τέτοια πολυκύμαντη διάρκεια καί οἱ προσπάθειές της ἦταν τόσο πολυάριθμες καί καρποφόρες πού ἐπιλείψει γάρ μέ διηγούμενον ὁ χρόνος[5] περί αὐτῶν. Γι’ αὐτό καί θά περιοριστῶ νά ἀναφέρω μονάχα τά πιό χαρακτηριστικά σημεῖα τῆς ὑπερδραστήριας καί πολυκύμαντης ζωῆς της.
Ἡ Αἰκατερίνα Βασιλάκη, τό κατά κόσμον ὄνομα τῆς σεβαστῆς Γερόντισσας, γεννήθηκε στά Χανιά τῆς λεβεντογέννας Κρήτης στίς 17 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1935. Στήν ἰδιαίτερη πατρίδα της ἔλαβε τά πρῶτα ἐγκύκλια γράμματα, καί συγχρόνως ἀπό τόσο νεανική ἡλικία ἄρχισε νά μυεῖται στήν ἐσωτερική ὠραιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πρῶτος πνευματικός καθοδηγητής καί ἀλύπτης στά ἀσκητικά παλαίσματά της ἦταν ὁ σεβάσμιος Γέροντας καί μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης μακαριστός Τιμόθεος Παπουτσάκης. Ἡ Αἰκατερίνα ἐπειδή φλεγόταν ἀπό τόνπόθον τῆς ἀσκήσεως, ἀπό πολύ νωρίς ἄρχισε νά συναυλίζεται εἰς τά ἱερά σκηνώματα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κορακιῶν. Ἐκεῖ, παρά τούς πόδας τῆς φωτισμένης Γερόντισσας Εὐγενίας μυήθηκε στά παλαίσματα τῆς μοναδικῆς ἀγγελικῆς πολιτείας ἐντρυφώντας ὅλο καί βαθύτερα στά ἐνδότερα τῆς φιλόσοφης καί ἄυλης ζωῆς…
Τό 1956 δέχεται τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ἀκούγοντας μέσα της τό: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω».[6] Πράγματι, ἡ νεαρά καί ἀρχοντική Κόρη περιφρονώντας καί διακόπτοντας μελλοντικές σπουδές μέ βέβαιη καρριέρα, καθώς καί ὅλα ὅσα τήν περιστοίχιζαν – τά ὁποῖα δέν ἦταν λίγα καί εὐκαταφρόνητα – κάνει μαζί μέ τήν γερόντισσα Εὐγενία τήν κοσμική ὑπέρβαση…, τό πρῶτο ἀποταγικό φτερούγισμα γιά τήν παρθενική καί χωρίς ἀτομική περιουσία ἀσκητική ζωή. Φεύγοντας ἀπό τήν Κρήτη δέν πῆρε τίποτε μαζί της, παρά μόνον τόν ἑαυτό της.
Οἱ δυό τους φτάνουν στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος Κορωπίου ὅπου ἡ Αἰκατερίνα δέχεται τήν ρασοευχή καί ἀργότερα λαμβάνει τό μικρό Μοναχικό Σχῆμα καί μετονομάζεται σέ Παρασκευή μοναχή. Ἀμέσως, λόγῳ τοῦ ἔμφυτου δυναμικοῦ χαρακτῆρος της καί τῶν πλουσίων ἡγετικῶν χαρισμάτων της, ἐνθρονίζεται καθηγουμένη καί ἀναλαμβάνει τό δύσκολο ἔργο τῆς διοίκησης καί εὔρυθμης λειτουργίας τῆς Μονῆς. Εὑρισκόμενη στό μοναστήρι αὐτό, σύμφωνα μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, συναντᾶται μέ τόν μετέπειτα Γέροντα καί πνευματικό της ἀείμνηστο Παῦλο Λαυριώτη. Τό 1959 μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Παύλου καί τήν ἀρχιερατική εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἀργολίδος καί κατόπιν Πειραιῶς Χρυσοστόμου Ταβλαδωράκη ἀναλαμβάνει τήν διοίκηση τῆς σχεδόν ἐρειπωμένης Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Δημητρίου Καρακαλλᾶ Ναυπλίου, τήν ὁποία ἀνακαινίζει ἐκ βάθρων. Παράλληλα μέ τήν φροντίδα τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν νοιάζεται ἰδιαίτερα γιά τήν πνευματική ἀνασύσταση τῆς Μονῆς. Πολύ σύντομα συγκροτεῖται, ὑπό τήν δυναμική καθοδήγησή της, γυναικεῖα ἀδελφότητα ὅπου ἐργάζεται ἐπί τῆς γῆς τά τῆς ζωῆς τῶν ἀγγέλων. Κατά τήν παραμονή της στή Μονή Καρακαλλᾶ λαμβάνει τό μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν μακαριστό Χρυσόστομο καί μετονομάζεται σέ Παρθενία Μοναχή.
Ὅμως, τό ἀτίμητο γκεργκέφι, τό σχέδιο δηλαδή πού ἔπλεκε ὁ Θεός γιά τήν Γερόντισσα πλέον Παρθενία δέν ἔχει τελειώσει… Μιά καινούρια ἔξοδο πρός μιά νέα γῆ τῆς ἐπαγγελίας τῆς ἐτοιμάζει… Τό 1965 καταφθάνει στή Λακωνική γῆ καί ἀναλαμβάνει τήν ἱστορική Μονή τῆς Παναγίας τῆς Ζερμπίτσας. Ἐδῶ θά παλαίψει ψυχῆ τε καί σώματι… Στό χῶρο αὐτό θά ἀναδειχθοῦν τά πλούσια ἡγετικά, διδακτικά, κοινωνικά, ἀλλά καί σπάνια πνευματικά της χαρίσματα… Θά ἀναστηλώσει καί θά ἀνακαινίσει τίς πτέρυγες… Γενικά θά καλλωπίσει τήν Μονή… Θά φροντίσει γιά τήν παραμελημένη περιουσία της… Θά ἐνδιαφερθεῖ γιά τή δημιουργία εὔκολης πρόσβασης σέ αὐτή… Θά κατηχήσει, θά διδάξει καί θά καλλιεργήσει κλίσεις πρός κάθε κατεύθυνση… Δέν θά δώσει «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς της καὶ τοῖς βλεφάροις της νυσταγμὸν καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις της, ἕως οὗ καταστεῖ» τό μοναστήρι σκήνωμα τοῦ Θεοῦ ᾿Ιακώβ,[7] πυλώνας καί σημεῖον πνευματικῆς ἀναφορᾶς…
Ἤξερε πολύ καλά ὅτι ἡ ἐξωτερική τάξη καί ἐπέκταση τοῦ μοναστηριοῦ δέν ἔχει πολύ μεγάλη σημασία μπροστά στό ἐσωτερικό περιεχόμενο, πού πρέπει νά ὑπάρχει στό ἔμψυχο δυναμικό τῆς Μονῆς καί γι’ αὐτό ἀγωνιζόταν παράλληλα νά ἐμπνεύσει καί νά δώσει στό ἔργο της ψυχή…, πνοή πνευματική… φῶς ἐκ τοῦ ἀενάου φωτός… Γιά νά τό πετύχει αὐτό ἀγάπησε πολύ τή ζωή τῆς φιλοπονίας… συνεχῶς βίαζε τόν ἑαυτό της ἀλλά καί τίς ὁλοπρόθυμες πνευματικές θυγατέρες της πρός κάθε πνευματική ἐργασία… πρός τήν τελειότητα… Συνεργάζεται προσευχητικά μέ τήν Μεγάλη Ἔφορο καί Προστάτιδα τῆς Μονῆς, τήν Παναγία καί μέ τήν ὁλόφωτη καθοδήγηση τῆς Παντάνασας Ζερμπίτσας θά ὀργανώσει πνευματικά τήν Μονή καί θά τήν ἀναδείξει σέ φάρο καί «πόλη ὄντως ἐπάνω ὄρους κειμένη» ὅπου θά φωτίζει, θά σκέπει, θά περιφρουρεῖ καί θά παρηγορεῖ κάθε κουρασμένο στρατοκόπο τῆς ζωῆς… Θά ἀγωνιστεῖ μέ δύναμη μητρικῆς ψυχῆς νά καταστήσει τό Μοναστήρι της «ἐργαστῆρι πνευματικῆς ζωῆς καί ἰατρεῖο πνευματικό».
Καί αὐτή ἡ Μονή θά γίνει ἐφαλτήριο ὅπου ἡ Γερόντισσα θά φτάσει νικηφόρα στόν «τόπο τοῦ ἁγιάσματος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Ἀπό τό Θεομητορικό αὐτό τέμενος ἡ Μοναχή καί Καθηγουμένη Παρθενία θά ἀντιμετωπίσει τόν ἔσχατο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου τόν θάνατο[8] μέ θάρρος, ὅπως ἁρμόζει σέ μιά γνήσια χριστιανική καί ἀγωνιστική ψυχή… Ὅπως ταιριάζει σε μιά ἀληθινή μοναχή πού ἀγωνίστηκε νά καταστεῖ ὄντως «τέκνον φωτός». Αὐτόν τόν θάνατο πού ἐμεῖς φοβόμαστε ἀκόμη καί νά τόν ἀναλογιστοῦμε, ἐκείνη τόν ἀντίκρυσε μέ δύναμη ψυχῆς καί ἀπαράμιλλο ψυχικό σθένος. Θυμᾶμαι σέ μιά ἀπό τίς τελευταῖες ἐπισκέψεις, ὅταν ὁ σκόλωψ τῆς σαρκός τήν εἶχε σαρρακώσει, νά μοῦ λέει χαμογελώντας καί μέ φωτεινό πρόσωπο: «Πεθαίνω…, τό ξέρω… ἀλλά δέν φοβᾶμαι.» Πῶς, ἀλήθεια, νά φοβηθεῖ ἀφοῦ εἶχε πεθάνει πρίν πεθάνει καί ἡ ἀγάπη της γιά τόν Νυμφίο Χριστό ἔξω ἔβαλε τόν φόβο;
Ἀναφέρει ἡ Γραφή: «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται»...[9] Ἔτσι καί ἡ γνήσια θυγατέρα τοῦ Θεοῦ Γερόντισσα Παρθενία. Παιδεύτηκε… Μαστιγώθηκε ἀπό τό μαστίγιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ… «Δοκιμάστηκε στό χωνευτήριο τῆς ἀσθένειας καί ἀπό τίς διάφορες προσβολές τῶν λυπηρῶν ὥστε νά ἀποβάλλει κάθε μεταπτωτική ἀκαθαρσία… γιά νά ἀναδειχτεῖ ἡ γνησιότητα καί τό ταπεινό ἀταπείνωτο τῆς ψυχῆς της».[10] Μπροστά σέ ὅλες αὐτές τίς παιδαγωγικές ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἕνας ἀνίκητος ἀθλητής πού δέν λύγισε ἀπό καμμιά συμφορά. Καί αὐτό διότι ἦταν βαθύ τό μοναχικό φρόνημά της… Ἦταν ἐμπειρικό τό μάθημα τοῦ τρόπου λειτουργίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ… Γνώριζε ὅτι «γιά τό θερμό μοναχό ὅλα στή ζωή του γίνονται δύσκολα. Ἡ συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι του χειροτερεύει…, παύουν νά τόν ἐκτιμοῦν… αὐτό πού ἀνέχονται σ” ἄλλους, σ” αὐτόν δέν τό συγχωροῦν…, τό σῶμα του εὔκολα προσβάλλεται ἀπό ἀσθένειες. Ἡ φύση, οἱ ἄνθρωποι, ὅλα φαίνονται νά στρέφονται ἐναντίον του. Παρότι τά φυσικά του χαρίσματα δέν εἶναι κατώτερα ἀπό τά χαρίσματα τῶν ἄλλων, δέν βρίσκει εὐνοϊκές συνθῆκες νά τά χρησιμοποίησει. Ἐπί πλέον ὑπομένει πολλές ἐπιθέσεις ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις καί τό ἀποκορύφωμα εἶναι ἡ ἀνυπόφορη θλίψη καί οἱ ἀσθένειες…Ὅταν ὅμως περάσουν αὐτές οἱ δοκιμασίες, τότε θά δεῖ πῶς ἡ θαυμαστή πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν φύλαγε προσεκτικά σ” ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς του».[11]
Ἀναπολώντας, ἀδελφοί μου, τή βιοτή τῆς κεκοιμημένης διαπιστώνουμε ὅτι βρίσκουν ἀπόλυτη ἐφαρμογή τά τοῦ Ψαλμῳδοῦ: «Κύριος ποιμαίνει μέ καί οὐδέν με ὑστερήσει. Εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ μέ κατεσκήνωσεν […] Τήν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν […] ἐπί τρίβους δικαιοσύνης […] ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μέτ΄ ἐμοῦ εἰ. […] Ἠτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν [...] Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου[…] καί τό ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».[12]
Ἡ Γερόντισσα Παρθενία δέν εἶχε, ἀλλά ἰδιαιτέρως σήμερα πού βιώνει τήν ἀλήθεια τῶν νοημάτων καί τῶν λόγων, δέν ἔχει ἀνάγκη συνηθισμένων λόγων… λόγων ἐπαινετικῶν… ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀναξιότητά μου… Ἀπό τή στιγμή τῆς προσωπικῆς της ἀφιέρωσης δέν φρονοῦσε τά πρόσκαιρα διότι ἀσκητικά γνώριζε καί ἐμπειρικά βίωνε ὅτι: «ὅλοι ἐμεῖς πρέπει νά φανερωθοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἀπολάβει ὁ καθένας αὐτά πού σχετίζονται μέ ὅσα ἔπραξε μέ τό σῶμα του, εἴτε ἀγαθό εἴτε κακό».[13] Αὐτά τά ἔργα τά ἀγαθά τῶν μοναχῶν εἶναι ποτισμένα μέ αἷμα καί δάκρυα… Αὐτά εἶναι καί ἡ προσωπική τους χαρά καί εὐτυχία… Ἡ χαρά τῶν μοναχῶν δέν ἔχει στοιχεῖα κοσμικῆς φύσεως… Οἱ μοναχοί γιά ἄλλες χαρές… ἤ καλύτεραγιά στίγματα, γιά σημάδια μαρτυρίου καί μαρτυρίας ἔχουν νά καυχηθοῦν…
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής: «Τά τῶν κοσμικῶν κατορθώματα πτώματα – δηλαδή ἀνάξια λόγου - εἶναι γιά τούς μοναχούς καί τῶν μοναχῶν τά κατορθώματα πτώματα εἶναι γιά τούς κοσμικούς. Τέτοια εἶναι τά τῶν κοσμικῶν κατορθώματα, ὁ πλοῦτός, ἡ δόξα, ἡ μακροημέρευση, ἡ τρυφή καί εὐσαρκία ἡ εὐτεκνία καί τά τούτων ἀκόλουθα, μέ τά ὁποῖα ἄν ἀσχοληθεῖ ὁ μοναχός θά χαθεῖ ψυχή τε καί σώματι. Τά δέ τοῦ μοναχοῦ κατορθώματα εἶναι, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἀδοξία, ἡ ἀδυναμία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ κακοπάθεια καί τά τούτων ἀκόλουθα»,[14] τά ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τή θέα τῶν ἀθεάτων. Καί ἡ πολυδοκιμασμένη ὁσία Καθηγουμένη ἔχει πολλά τέτοια κατορθώματα πού καταμαρτυροῦν τούς ἀγῶνες της καί διεκδικοῦν τώρα ἐπάξια τά ὑπό τοῦ Κυρίου προαναγγελθέντα ἔπαθλα…
«Ἡ μελέτη τοῦ θανάτου γιά τούς μοναχούς, εἶναι μελέτη ζωῆς, ἀναφέρει σύγχρονος γέροντας. Αὐτό πού ἀναπόφευκτα βλέπουμε μπροστά μας νά πλησιάζει εἶναι ὁ θάνατος. Αὐτό πού ὑπάρχει μέσα μας εἶναι ἡ δίψα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καί ἐπειδή ἀγαπήσαμε τό δρόμο αὐτῆς τῆς ζωῆς καί ἀσκήσεως, προχωροῦμε… Ἀρχίζουμε νά θαβόμαστε…, ζοῦμε τή νέκρωση καί τρέφόμαστε ἀπό ζωή ἀνώλεθρο…, ἀπό χαρά πού δέν παρέρχεται. Ὅταν βαπτιζόμαστε «εἰς τόν θάνατον» τοῦ Ἰησοῦ, ἐνδυόμεθα τόν Χριστό καί παίρνουμε ὄνομα. Ὅταν γινόμαστε μοναχοί λαμβάνουμε δεύτερο βάπτισμα καί παίρνουμε νέο ὄνομα…, στήν οὐσία… νεκρωνόμαστε γιά τόν κόσμο».[15] Δυστυχῶς ὅμως, οἱ περισσότεροι βιώνουμε τό γεγονός τῆς σωματικῆς μας ἀπώλειας μέ ταραχή…, μέ ἀνησυχία…, μέ ἄρνηση…, μέ θυμό καί ἕνα σωρό ἄλλα ἀρνητικά συναισθήματα πού κατακλύζουν τήν ψυχή καθώς ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου. Ὅμως, ἡ ἀείμνηστος, ἔχοντας βαθιά μέσα στή καρδιά τό ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου, πού μέ τήν Ἀνάσταση Του συνέτριψε τήν παγίδα αὐτή, ἔκαμε πράξη τό λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ: «ἡ παγίς συνετρίβη, καί ἐγώ ἐρρύσθην, διότι ἡ βοήθειά μου ἐν ὀνόματι Κυρίου».[16]
Σεβαστή καί ἀγαπητή μας Γερόντισσα,
«τώρα πού στή χοϊκή σάρκα σου «ἐπεισῆλθε τό ξένον μυστήριον τοῦ θανάτου» καί ἡ πηλίνη σου «γλῶσσα πέπαυται νά λαλεῖ» ρήματα ζωῆς αἰωνίου «καί τά χείλη κεκώλυνται»… λαλώντας τή σιωπή, τή γλώσσα τῆς αἰωνιότητας, «καί αἱ χεῖρες συνδέδενται καί οἱ πόδες συμπλέκονται…», τώρα πού «οἱ ὀφθαλμοί ἐσβέσθησαν καί οὐ κατανοοῦσι τούς θρηνοῦντας…, τώρα πού «ἡ ἀκοή οὐ παραδέχεται τῶν λυπουμένων τόν καρδιακόν ὀλολυγμόν»… τή στιγμή αὐτή πού «ἡ ρίς οὐκ ὀσφραίνεται τοῦ θυμιάματος τήν εὐωδίαν»… τώρα πού ἀναπαύεσαι «ἐν μέσῳ πάντων σιγηρά καί ἄφωνος» καί «τό στόμα ἤργησε»… μένει στά βάθη τῶν καρδιῶν μας, – ἰσχυρό ἐφόδιο καί φυλακτό ἡ σιωπηλή βεβαίωση τῆς συνέχισης τῆς μοναχικῆς παρακαταθήκης σου καί τῆς παρακλητικῆς προσευχῆς σου… Μένει ἡ δι’ ἔργων ἐκφρασθεῖσα ἀληθινή καί ἰδιαίτερη ἀγάπη σου, ἡ ὁποία «ἀληθινή ἀγάπη οὐδέποτε νεκροῦται»[17] ἀλλά μένει εἰς τόν αἰῶνα καί συντροφεύει τήν ἐπίγεια ζωή μας «εἰς τήν ὁδόν τήν ὁποίαν οὐδέποτε διωδεύσαμεν», τότε πού ὁ δερμάτινος χιτώνας ἀλλοιοῦται, φθείρεται, νεκροῦται, γίνεται «γῆ καί σποδός»[18].
Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα σεβαστή Γερόντισσα… Σ’ εὐγνωμονοῦμε…. Συγχώρα μας γιά τυχόν λάθη καί ἀστοχίες μας καί λάβε τόν πόνο τῆς ψυχῆς μας καθώς καί τό εὐχαριστήριο δάκρυ μας ὡς λιβανωτό στήν μακαρία ὁδό πού σήμερα πορεύεσαι… Δέξου τή φτωχική διαβεβαίωσή μας ὅτι δέν θά σέ λησμονήσουμε ποτέ: «διότι τότε οἱ νεκροί πεθαίνουνε, ὅταν τούς λησμονᾶνε»…[19] Ἅπλωσε Γερόντισσα τό κουρασμένο χέρι σου καί σταύρωσέ μας νοερά… παραμύθησέ μας, ὅπως τό ἔκανες μέχρι πρίν λίγες ὥρες καί δῶσε μας γιά μιά ἀκόμη φορά ἐφόδιο στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς τήν μητρική καί Γεροντική εὐχή σου. Ἀναπαύου ἐν εἰρήνῃ στίς καρδιές μας… διότι ὁ «ἀληθινός τάφος τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ καρδιές τῶν ζωντανῶν».[20] «Παρθενίας τῆς ὁσιοτάτης Καθηγουμένης εἴη αἰωνία ἡ μνήμη»…
[1] Κρητική Μαντινάδα.
[2] Ἀπό τήν Ὑμνολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
[3] Ἀπό τήν Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν.
[4] Βλ. Α΄ Κορ. 2:9.
[5] Βλ. Ἑβρ. 11:32.
[6] Βλ. Ἐξ.12:1.
[7] Βλ. Ψαλμ., 131:4-5.
[8] Πρβλ. Α΄ Κρ., 15:26.
[9] Βλ. Ἑβρ., 12:-7.
[10] Πρβλ. Γρηγορίου Νύσης, εἰς τόν βίον τῆς ἁγίας Μακρίνας.
[11] Ἅγιος Σιλουανός, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ.
[12] Πρβλ. Ψαλμ. 22.
[13] Βλ. Β΄ Κρ., 5:1-10.
[14] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης 3,85, PG 90J044A.
[15] π. Βασίλειος Γοντικάκης.
[16] Βλ. Ψαλμ., 123:7.
[17] Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.
[18] ἐρανισμένο προσηρμοσμένο.
[19] Κώστας Οὐράνης, 1890-1953, Ποιητής
[20] Τάκιτος, 55-120 μ.Χ., Ρωμαῖος ἱστορικός.