Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΗΛΙΟΥ



site analysis




ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΗΛΙΟΥ

Του θεολόγου κ. Ανδρέα Κυριακού
=====

Λευκωσία, Τρίτη βράδυ, πέντε Μαΐου, γύρω στις εφτάμισυ. Η γιαγιά Ηλιού στο κρεββάτι του πόνου, στο Νοσοκομείο. Γύρω συμπαραστέκονται τα παιδιά, τα εγγόνια, οι συγγενείς. Ξάφνου η γιαγιά έκλεισε τα μάτια. Κατάλαβαν ότι αναχωρεί. Αναχώρησε, όχι απροετοίμαστη, όπως τόσοι και τόσοι, αλλά  σαν έτοιμη από καιρό. 

Δεν ήταν και λίγα τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη της. Πάνω από 96. Στο μικρό χωριό της τυραννίστηκε μια ζωή με τις έγνοιες τις καθημερινές, τη σκληρή δουλειά στο σπίτι, στ’ αμπέλια, στα περιβόλια. Με το αδιάκοπο πότισμα των περιβολιών, των φουντουκιών. Από την άλλη τα λιγοστά ζώα με την καθημερινή φροντίδα, οι όρνιθες, οι αίγιες, ο γάδαρος, ο απαραίτητος στα κακοτράχαλα βουνά της Πιτσιλιάς. Κοντολογίς όλα τα είχε στο κεφάλι της μιάς κι ο άντρας της έπρεπε να δουλέψει στην πόλη, αφού με τη λιγοστή γη και τα πενιχρά εισοδήματα δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. 

Δεν ήταν η μόνη. Έτσι κάνανε όλες οι γυναίκες του χωριού, αφού οι άντρες κατέβαιναν καθημερινά στην πόλη. Μα η γιαγιά Ηλιού ήταν ξεχωριστή. Δεν γκρίνιαζε, ούτε φώναζε υστερικά, ούτε μπλεκόταν στ’ ατέλειωτα κουτσομπολιά και στους συχνούς καυγάδες. Τα χέρια της ήταν πάντα κουρασμένα, μα το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη της. Ήξερε πάντα να λέει: Δόξα σοι ο Θεός! Μόνη της ξεκούραση η Κυριακή, που δεν μπορούσε να φανταστεί πως θ’ απουσιάσει από την εκκλησιά τα Άη Γιώρκη. 

Μετά το θάνατο του άντρα της, που ήταν για χρόνια επίτροπος στην εκκλησιά, αναγκάζεται ν’ αφήσει το αγαπημένο της περιβάλλον, το χωριό, τις γειτόνισσες, τα περιβόλια, τ’ αμπέλια της. Μένει κοντά στα παιδιά της στα Λατσιά. Όμως δεν ξεχνά την εκκλησία. Κι έδω τακτική στη λατρεία του Θεού. Τώρα οι μέριμνες έχουν περιοριστεί και η γιαγιά διαβάζει, συνεχώς μελετά. Εντρυφά σε Βίους Αγίων, προσεύχεται, καλλιεργεί την ευχή του Ιησού. Προσεύχεται για όλους. Για τα παιδιά, τα έγγονια της και όχι μόνο. Τακτική στην εξομολόγηση και τη θεία κοινωνία. Ο θάνατος του πρωτότοκου γιού της σίγουρα τη συγκλονίζει, αλλά, επειδή αποκούμπι της είναι η πίστη, κρατάει γερά, «τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν». Παρά το ότι δεν μπορεί να περπατήσει καλά, ακόμη και σε μακρινά ξωκκλήσια, σαν αυτό του Αγίου Νικολάου στο Σύμφυλλο, δίνει το παρόν της ακουμπισμένη στον Π.. Βλέπει τους χωριανούς και χαρίζει και σ’ αυτούς το μόνιμό της χαμόγελο. 

Ήταν Τετάρτη, έξι Μαΐου, όταν η γιαγιά Ηλιού αφήνει για πάντα τον κάμπο. Ξαναγυρνά στο χωριό της, την Άλωνα την αγαπημένη. Την αποχαιρετούν στον Αγιο Γεώργιο παιδιά, εγγόνια, συγγενεις, χωριανοί και φίλοι και γνωστοί. Μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως. Ακούγεται το «Χριστός ανέστη». Γήρας τίμιον, αλλά και πολυχρόνιον. Φρόνησις, αλλά  και βίος ακηλίδωτος. Την παρακαλούμε, εμείς οι περιλειπόμενοι, να συνεχίσει να εύχεται..
ΠΗΓΗ.PANAYIOTISTELEVANTOS

Σ” ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΑ!



site analysis



Η Κάτια. 45 χρονών σήμερα, με πτυχίο, μεταπτυχιακό , πολλά όνειρα αλλά χωρίς δουλειά. Γνώρισε τον Γιώργο στα 21 της και έμεινε έγκυος με μόλις 3 μήνες σχέση. «Καλά τρελάθηκες; Θα κρατήσεις παιδί με κάποιον που ξέρεις 3 μήνες;» της είπε η φίλη της στη σχολή. Στους γονείς της ούτε λόγος, ο πατέρας της ήταν πολύ αυστηρός και δεν θα άκουγε τίποτα παρά μόνο αν ήταν να παντρευτεί. Μα εκείνο το μωρό το ήθελε. «Θα το κρατήσω. Τί σημασία έχει πόσο ξέρω τον πατέρα του;» απάντησε μια μέρα στη φίλη της νευριασμένη. Ένα απόγευμα που γύριζε από τη σχολή, την περίμενε ο πατέρας της. Η φίλη της, του το είχε πεί. «Θα παντρευτείς;» τη ρώτησε. Η Κάτια κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Μην το συζητάμε τότε, αύριο πάμε στο γιατρό» διέταξε. Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Μόνο έκλαιγε. Σκέφτηκα να φύγει αλλά να πάει, που;  Όταν ήρθε το πρωί, η ζωή μέσα της τέλειωσε. «Θα κάνεις άλλα παιδιά. Βγάλε πρώτα τη σχολή σου και αν είσαι μαζί με αυτό το Γιώργο, θα κάνετε πολλά παιδιά», της είπε η μητέρα της. Η Κάτια έβγαλε τη σχολή, πήρε μεταπτυχιακό, χώρισε με τον Γιώργο, ταξίδεψε, δούλεψε, απολύθηκε, ξαναδούλεψε, μα άλλο μωρό δεν ήρθε. Δεν έτυχε. Αλλά και να ερχόταν, εκείνο δεν θα το ξέχναγε ποτέ. Κι όπως λέει και στις πραγματικές φίλες της σήμερα «Μια φορά έγκυος, για πάντα μαμά!». Ακόμη και αν δεν το γεννήσεις, μέσα σου θα είσαι πάντα μαμά….
Η Αθηνά. 38 χρονών σήμερα. Παντρεμένη με τον Παναγιώτη. Γνωρίστηκαν μέσω ενός κοινού γνωστού και ήταν θέμα χρόνου να είναι μαζί. Μετά από 3 χρόνια σχέσης παντρεύτηκαν και το γλέντι του γάμου κράτησε 3 μέρες όπως συνηθίζονταν στο νησί τους. «Άντε να βάλετε μπροστά και για το παιδί τώρα!» τους έλεγαν κιόλας από το νυφικό τραπέζι. Και έβαλαν μπροστά. Μα πήγαιναν πίσω. Η Αθηνά έπιανε παιδιά και τα΄χανε.  Είχαν περάσει 3 χρόνια από το γάμο και ο κόσμος του νησιού δεν συγχωρούσε. Μιλούσε. Κι όταν μιλούσε έβγαινε από μέσα του, η κόλαση. Πήγαν στην Αθήνα για εξωσωματική. Τέσσερις έκανε η Αθηνά, καμιά δεν πέτυχε. Το κορμάκι της γέμισε τρύπες από τις ενέσεις μα εκείνο που τη τρυπούσε πιο πολύ, ήταν η ταμπέλα της στέρφας και η σκέψη πως στερούσε την πατρότητα απ” αυτόν που αγαπούσε. «Φύγε από” μένα να κάνεις παιδιά!» του έλεγε μα αυτός την αγαπούσε και δεν έφευγε. Ξεκίνησαν τη διαδικασία να υιοθετήσουν. «Τόσα παιδιά έχουν ανάγκη από οικογένεια, δεν θα βρεθεί ένα να αγαπήσουμε κι εμείς;» έλεγε ο Παναγιώτης. 5 χρόνια μετά, φυλάνε ακόμα την αγάπη περιμένοντας….
Η Μαρία. 26 χρονών. Έμεινε έγκυος από τον φίλο της και όταν του το είπε, εκείνος αντέδρασε άσχημα, δεν ήθελε. «Να αναλάβει τις ευθύνες του, να σε παντρευτεί» της έλεγε η μητέρα της, μα εκείνη δεν ήθελε γάμο με έναν τέτοιο άνθρωπο.Δεν ήθελε να σκέφτεται για όλη την υπόλοιπη ζωή της, ότι αυτός που αγαπούσε, τη παντρεύτηκε επειδή ήταν έγκυος. «Μαρία αν δεν το ρίξεις, να μην ξανάρθεις στη δουλειά» της είπε ο εργοδότης της όταν του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της. «Που θα πάω χωρίς δουλειά, χωρίς σύντροφο και χωρίς γονείς; Τί θα κάνω μόνη μου;» σκεφτόταν. 2 μήνες έκλαιγε. Μια μέρα, είδε στον ύπνο της ότι  έπαθε κάτι το μωρό. Πήγε στο γυναικολόγο και το υπερηχογράφημα έδειξε πως πράγματι, σταμάτησε η καρδιά του. Δεν είδε αίμα, δεν πόνεσε, δεν το απέβαλλε. Το” πνιξε στο κλάμα της. Σήμερα έχει φτιάξει ένα site για να βοηθήσει τους ανθρώπους που μεγαλώνουν τα παιδιά τους μόνοι, Singleparent το λένε. Και η ανύπαντρη μητέρα μέσα της, είναι πολύ χαρούμενη γι΄αυτό!
Κυριακή Χαριτάκη
Τα ονόματα των ιστοριών είναι τυχαία και κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. 
ΠΗΓΗ. 

Μάνα Μοναχού…



site analysis



Φωτο:eikonografies.gr
Φωτο:eikonografies.gr
( Αφιερωμένο στις  Μητέρες που πρόσφεραν παιδί στον Μοναχισμό. Εμπνευσμένο από την Πρεσβυτέρα Άρτεμη Κιουμουτζόγλου, που πρόσφερε αγόγγυστα, επτά από τα οκτώ της παιδιά, στο Θεό…)
Μάνα σεπτή που χάρισες
τόσες, ζώσες λαμπάδες
από το βίο, κέρδισες
του παραδείσου, σκάλες…
Ψυχές του χάρισες  επτά
και τόσα χρόνια συναπτά
με γόνυ, στόμα και καρδιά
ψέλνουν ευχή και ωσαννά
οι ισάγγελοι μελωδικά
την οικουμένη να κρατά,
ο Πλάστης σε αρμονία
και εμάς μια πλήρη χάρισες
Άρτεμις , χορωδία….
Σαν θα αναβαίνεις, κοίταζε
και εμέ που παραπαίω.
Θύμιζε στον Φιλεύσπλαχνο,
άνθρωπος είμαι , φταίω….,
Είναι τούτο μυστήριο
που ο Κύριος γνωρίζει,
στο βίο το σωτήριο,
τους εκλεκτούς, στηρίζει…
Άλλοι διαλέγουν εύκολους
δρόμους για να βαδίσουν
και άλλοι κρατούν τους ουρανούς
εμάς να βοηθήσουν…
Στα Σόδομα, ψάχνει ο Θεός
δέκα να βρει,  Δικαίους,
Κοιτάξτε πόσους, από αυτούς
έχουν κελιά, σπουδαίους…
Έδωσε η Μάνα η σεπτή
σε εμάς, να μη χαθούμε.
Δόξα, να  έχει ο Θεός
θα παρηγορηθούμε…

Μνάσων ο Παλαιός Μαθητής..
ΠΗΓΗ.ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα.Μία σύγχρονη Μυροφόρος 05 ΜΑΙ



site analysis

ag. sophia kleisouras 1c

Βίος της Οσίας, Επισκόπου Σεραφείμ Παπακώστα, Μητροπολίτου Καστορίας
Στο Ιερό Μοναστήρι της Παναγίας της Κλεισούρας, σ ‘αυτό το σεμνείο του Πνεύματος, έζησε και πολιτεύθηκε εν Κυρίω η Γερόντισσα Σοφία.
Η Σοφία Χοτοκουρίδου, η νέα ασκήτρια της Κλεισούρας, με την επιδεικνυόμενη απ ‘αυτήν σαλότητα και την κατά Χριστόν μωρία.
Αυτό το υψηλό ανάστημα της πνευματικής τελειώσεως και αγιότητος, η ασκήτρια της Κλεισούρας Σοφία, προβάλλει μπροστά μας, για να μας δείξει τον πολικό αστέρα της σωτηρίας μέσα από την ακραιφνή και θεοειδή διαγωγή και πολιτεία Της και τη διπλή αγάπη Της, προς τον Θεό και προς τον έγγιστα αδελφό.
(Γ Φιλιπ. 14) Η Γερόντισσα Σοφία ταπείνωσε τον εαυτό Της με τη νυχθήμερη άσκηση και τη σκληραγωγία, για να υψωθεί στα μάτια του ουρανίου Νυμφίου Της και να λάβει απ ‘Αυτόν το «βραβείον της άνω κλήσεως». Δόξασε τον Θεό με την αγιαστική Της πορεία και αντιδοξάσθηκε απ ‘Αυτόν με τη χάρη, που έλαβε, να πρεσβεύει για όλους τους σύγχρονους αγωνιστές, τους μαχητές της ευσεβείας και της πατρώας παραδόσεως.
Όπως οι παλαιοί κατά Χριστόν σαλοί, έτσι η Σοφία με τη συμπεριφορά Της ενέπαιζε τις ανέσεις και την τρυφηλότητα του κόσμου, χωρίς να την ενδιαφέρει, αν και η ίδια εμπαίζονταν από τον κόσμο. Ζούσε κοντά στους απλούς και αμαρτωλούς συνανθρώπους, τους οποίους υπερμέτρως αγαπούσε -αν και ασκήτρια σε απόμερο Μοναστήρι- για να καλύψει με την προσευχή Της την αμαρτία και να ελκύσει τους αμαρτωλούς προς τη Χάρη του Θεού. Ακολουθούσε κατά γράμμα τα λόγια των Πατέρων, που μας προτρέπουν να μισούμε την αμαρτία, αλλά να αγαπούμε τους αμαρτωλούς. Ο ιδιόμορφος τρόπος της ασκήσεώς Της αποτελεί μοναδική περίπτωση αγάπης Θεού και απαιτεί ισχυρό χαρακτήρα, ανδρικό φρόνημα, που δεν ταιριάζει στη γυναικεία φύση, αλλά και χρειάζεται έντονη την παρουσία του Παρακλήτου Πνεύματος, που πάντοτε αναπληροί τα ελλείποντα.
Η Γερόντισσα Σοφία, θυγατέρα του Αμανατίου και της Μαρίας Σαουλίδη γεννήθηκε το έτος 1883. Επίγειος πατρίδα Της, η αγιοτόκος και αιματοβαμμένη περιοχή του Πόντου, και μάλιστα, το χωρίον Σαρή-παπά, Κιουρτουνίου Χαλδίας, του Βιλαετίου Τραπεζούντος. Το 1907 και σε ηλικία 24 ετών νυμφεύεται μετά του Ιορδάνου Χοτοκουρίδη από το Τογρούλ (Άρδασα) Τραπεζούντος Πόντου, μετά του οποίου απέκτησε κατά το 1910 τέκνο, το οποίο πέθανε το 1912. Αλλά ο σύζυγός Της χάθηκε στα φοβερά και τρομερά στρατόπεδα εργασίας μέσα στα βάθη του Πόντου. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν την Σοφία σε βαθειά μετάνοια και σε ασκητική διά βίου αφιέρωση.
Από τον Πόντο, λοιπόν, την πατρίδα Της, η Σοφία άρχισε την ασκητική Της πολιτεία. Μακριά από τους συγγενείς, μόνη στο βουνό. Σ ‘ένα παλαιότερο διωγμό των Ποντίων, από τους Τούρκους- Τσέτες, της παρουσιάζεται καβαλάρης ο Άγιος Γεώργιος και, αφού της φανέρωσε τον επερχόμενο κίνδυνο, της παραγγέλλει να ειδοποιήσει τους χωριανούς για να κρυφτούν. Έτσι και έγινε, και σώθηκε τότε το χωριό.
Από την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, έως και το 1923, έτος κατά το οποίον αφίχθηκε στην Αναρράχη Πτολεμαίδος μαζί με τους πρόσφυγες συγγενείς Της, η Σοφία δοκιμάζεται «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» διά πολλών πειρασμών, όπως η εξαφάνιση του συζύγου Της , ο θάνατος του πατέρα Της, διωγμοί, στερήσεις, κακουχίαι. Εκπληρώνεται στο πρόσωπό Της ο αποστολικός λόγος «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. 11, 38-39).
Σχετικά με το ταξίδι της προσφυγιάς, το 1919, προς την πατρίδα Ελλάδα, αναφέρεται η εξής ιστορία:
«Είχε μεγάλη θαλασσοταραχή · το καράβι της ομάδας τους κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει. Τελικά σώθηκαν. Ο καπετάνιος, κάνοντας τον σταυρό του, είπε: Κάποιον δίκαιο είχατε μαζί σας και σας έσωσε. Όλων τα μάτια τότε έπεσαν στην Σοφία, που απομονωμένη σε κάποια γωνιά του πλοίου, δεν σταμάτησε την προσευχή σ ‘όλο το δύσκολο ταξίδι. Η διήγηση αυτή υπάρχει και σε μαγνητοταινία, όπου η ίδια αφηγείται το συμβάν.
– Τα κύματα γέμισαν αγγέλους και παρουσιάζεται η Παναγία.
– Θα χαθή ο κόσμος, λέει, γιατί είστε πολλά αμαρτωλοί.
– Παναγία μου, εγώ να χαθώ, γιατί εγώ είμαι η αμαρτωλή, να σωθεί ο κόσμος.
Το όνομα του καραβιού ήταν Άγιος Νικόλαος.
Όταν έφτασαν επιτέλους στην Ελλάδα, η ίδια η Παναγία της παρουσιάστηκε λέγοντάς την:
– «Να ‘ρθεις στο σπίτι μου». Τότε η Σοφία την ρώτησε:
– Ποιά είσαι και που είναι το σπίτι σου?
– «Είμαι στην Κλεισούρα» ήταν η απάντηση !!! ».
Το 1925 φθάνει, λοιπόν, στην Ιερά Μονή Αγίου Μάρκου Φλωρίνης, στην οποίαν διαμένει δύο έτη και στη συνέχεια με υπόδειξη της Θεοτόκου οδηγείται στην Ιερά Μονή Γεννήσεως Θεοτόκου Κλεισούρας στην οποία και εγκαταστάθηκε οριστικά το 1927.
Στην Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου διακονεί από καρδίας και με πολλή ταπείνωση και απλότητα, γι ‘αυτό απολαμβάνει την προστασία της Θεοτόκου και την συνεχή επίσκεψη Αγίων. Εδώ ακριβώς έγινε η Οσία Σοφία δέκτης πολλών θαυμαστών γεγονότων, που επιβεβαιώνουν τον λόγον του νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας Αγίου Ιωάννου, του συγγραφέως της Κλίμακος: «όπου γαρ ενδημήσει ο υπέρ φύσιν Θεός, υπέρ φύσιν λοιπόν και τα πράγματα γίνονται».
Τα πρώτα χρόνια της ζωής της στο Μοναστήρι, Ηγούμενος ήταν ο Ιερομόναχος π. Γρηγόριος Μαγδάλης, παλαιός αγιορείτης, άνθρωπος μεγάλης αρετής. Κοντά του η Σοφία μυήθηκε στην πνευματική ζωή και πάντα μνημόνευε το όνομά του με ιδιαίτερο σεβασμό.
Στα πρώτα ασκητικά Της βήματα στο Μοναστήρι της Κλεισούρας έδειξε χαρακτήρα αδαμάντινο, συμπεριφέρθηκε σαν αμόνι, που δέχεται τα αλύπητα κτυπήματα του χαλκέως αφεντικού του, που σκοπεύει στην κατασκευή εύχρηστων αντικειμένων. Η εμπιστοσύνη Της στο πρόσωπο της Παναγίας μας ήταν ίδια με την εμπιστοσύνη των βρεφών στα πρόσωπα των γονιών τους. Την κοιτούσε διαρκώς στα μάτια της εικόνας Της, στο υπέρθυρο της μεσημβρινής πόρτας του Ναού Της. Αλλά και από το ημιυπαίθριο στέκι Της, το μισοσβησμένο τζάκι, στις πέτρες του οποίου ανέπαυε, τις κρύες κατά κανόνα νύχτες των υψωμάτων της Κλεισούρας, όπου η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από τους 15 βαθμούς Κελσίου κάτω του μηδενός, κουλουριασμένη σαν φίδι, τη σάρκα Της. Και η Κυρία της Κλεισούρας, η Παναγία, που την θέρμαινε και την συντρόφευε δεν την εγκατέλειψε ποτέ, αλλά και ως χειρούργος ιατρός σε δύσκολες στιγμές την έσωσε θαυματουργικά, έτσι που ο ανθρώπινος νους να μην μπορεί να συλλάβει το θαύμα.
Η τροφή Της πάντα ήταν λιτή. Βρισκόταν συνέχεια σε νηστεία. Κόκκινες πιπεριές ή κανένα πράσο, ψημένα στην χόβολη του τζακιού, λίγο τουρσί ντομάτα πράσινη, μουχλιασμένη και σε μέρες αρτύσιμες κανένα παστό ψαράκι.
Μαγείρευμα για τον εαυτό Της η ίδια δεν μαγείρευε. Μόνον, όταν περίμεναν κόσμο, έβαζε τις γυναίκες να βράσουν φασόλια ή κριθαράκι, άλλοτε λαδερό και άλλοτε δίχως λάδι, και το φαγητό, όσο και αν έβαζαν στην κατσαρόλα, έβγαινε τόσες μερίδες, όσες ακριβώς χρειαζόταν. Σε όλους τους περαστικούς και στους προσκυνητές έψηνε καφέ. Το μπρίκι όμως, ποτέ δεν το έπλενε κι ήταν σχεδόν κλειστό από τα κατακάθια. Δεν άφηνε σε κανέναν να το πλύνει. Αλλά ούτε και σιχαινόταν κανένας, όσο βρώμικη κι αν φαινόταν.
Τα αγριοχόρταρα, τα μανιτάρια και τα μούσκλια, που μάζευε από τα δέντρα, τα έτρωγε σκέτα με μπόλικο αλάτι. Το Σαββάτο και την Κυριακή έβαζε από μία κουταλιά λάδι στο φαγητό Της, ό, τι είχε. Άλλες φορές άνοιγε καμία κονσέρβα ψάρι και την έτρωγε ύστερα από μέρες, αφού είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έβαζε φαγητά σε παλιά μπακιρένια σκεύη και τα έτρωγε αφού πρασίνιζαν από την σκουριά, που θα έπρεπε ο θάνατος να είναι ακαριαίος. Έβραζε φύλλα από τα δέντρα και φτέρη. Τα σταφύλια δεν τα καθάριζε από τα μερμήγκια, ούτε πετούσε τις σάπιες ρώγες. Και με όλα αυτά ποτέ δεν πάθαινε τίποτε. Πάντα ήταν ευχαριστημένη και με βαθειά δοξολογική χαρά έλεγε: ευφράνθη η καρδία μου.
Αν και κουρελιάρα στην εμφάνιση, η αρετοντυμένη καρδία Της μοίραζε στους φτωχούς όλα όσα η καλωσύνη των ανθρώπων της έδινε. «Παρ ‘το να το φοράς, να χαίρεται η ψυχή μου», τους έλεγε, όταν τη ρωτούσαν, γιατί μοιράζει ρούχα, που άλλοι της προσέφεραν από συμπάθεια, αφού η ίδια στερείται.
Ποτέ δεν πλήγωσε, ούτε και στενοχώρησε άνθρωπο. Όταν καταλάβαινε, πως κάποιος δυσκολευόταν από τις αμαρτίες που τον τυραννούσαν, περνούσε διακριτικά από δίπλα του. Έλεγε μια-δυο κουβέντες, κάτι σαν σύνθημα, χωρίς να καταλάβουν ή να ακούσουν οι άλλοι και πάλι απομακρυνόταν. Εκείνος καταλάβαινε και την ακολουθούσε. Τότε οι δύο τους καθισμένοι μόνοι απόμερα, ώστε να τους βλέπουν αλλά να μην τους ακούν, χωρίς να φανερώσει την αμαρτία ή το πρόβλημα, πρώτα παρηγορούσε κι ύστερα συμβούλευε με ψυχωφέλιμα στοργικά λόγια του Θεού. Άλλες φορές η ίδια έλεγε: αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι.
Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια, που τύχαινε να παραστρατήσουν. Τα μάζευε κοντά Της και τα νουθετούσε καλύτερα από μάννα. Τούς έλεγε να μη ξαναμιλήσουν για την πτώση τους, και φρόντιζε να τα καλοπαντρέψει, δίνοντάς τους και προίκα η ίδια από αυτά που άλλοι της έδιναν. «Η Παναία κι θα χαντ« σας »(= δεν θα σας χάσει η Παναγία), συμπλήρωνε.
Η ίδια ζούσε μέσα στην αθλιότητα και τη φτώχεια. Όταν ήταν πολύ δύσκολα κάτω στο τζάκι, πήγαινε στο επάνω πάτωμα, σε ένα κελλί, που είχε τον αριθμό 1. Εκεί είχε ριγμένα φύλλα και άχυρα και ξάπλωνε, όμως κάτω από τα άχυρα είχε σουβλερές πέτρες. Στην Κατοχή κάτω από τα άχυρα έκρυβε λάδια ή φαγώσιμα, και τα μοίραζε με τον τρόπο Της, όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη.
Χρήματα από τα χέρια Της πέρασαν πολλά. Τα έπαιρνε, και τα έβαζε όπου τύχαινε. Σε θάμνους, κάτω από πέτρες, μέσα σε τρύπες, στα ντουβάρια, στα ξύλα της σκάλας, κάτω από τα κεραμίδια. Μόλις όμως, τα χρειαζόταν αμέσως τα εύρισκε, και τα έδινε όπου έπρεπε.
Είδε πολλά σκάνδαλα από λαϊκούς και μοναχούς και Κληρικούς. Ποτέ Της όμως, κανέναν δεν κατηγόρησε.
«-Να Σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός» έλεγε.
Το σώμα Της, ωσάν της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας · ήταν σκελετωμένο, κατάξερο. Πρόσωπο μόνον κόκκαλα. Μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες. Χέρια ροζιασμένα, καμένα από τις στάχτες και τα κάρβουνα. Δέρμα κατάξηρο, ηλιοψημένο, κίτρινο, σχεδόν άσπρο, δίχως αίμα. Μαλλιά σκληρά, συχνά γεμάτα με αγκάθια ή χορτάρια.
«Κάποτε η Γερόντισσα Σοφία ασθένησε βαρειά. Διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο. Άνοιξε η κοιλιά της από την πάθηση -μάλλον σκωληκοειδίτιδα, που έσπασε ή κήλη ή κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα – και αυτή η μακαρία στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Άρχισε να σαπίζει. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια, ούτε περιποίηση. Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μού το υποσχέθηκε, έλεγε. Και τελικά:
– Ήρθεν η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο · ήταν και άλλοι άγιοι.
Είπε ο αρχάγγελος ·
– Θα σε κόψουμε τώρα.
Εγώ είπα ·
– Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις.
– Δεν θα πεθάνεις, είπε, εγχείρηση θα σε κάνουμε · είπε και με άνοιξε.
Τα διηγούνταν αθώα και απλοϊκά, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα. Και σήκωνε χωρίς καμία ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει την τομή που έκλεισε μόνη της. Αμφιβολία στα λόγια της Σοφίας δεν χωρούσε καμία απολύτως.
Δεν έδινε ποτέ σημασία στις αρρώστειες ή τα τραύματα. Κάποτε οι μαστόροι άλλαζαν τα κεραμίδια της δυτικής πτέρυγας της μονής και η Σοφία πάτησε ένα μεγάλο καρφί, από αυτά τα γύφτικα. Κιχ δεν ακούστηκε. Ούτε φωνή, ούτε και κλάμα. Και όμως τέτοιος πόνος είναι αβάσταχτος. Το καρφί είχε τρυπήσει το πόδι και είχε βγει από την άλλη μεριά, χωρίς να βγάλει αίμα. Οι εργάτες κατατρόμαξαν, αυτή όμως, τους βοήθησε να το χτυπήσουν με το σκεπάρνι από πάνω για να το βγάλουν και συνέχισε σαν να μην έγινε τίποτε ».
Παρηγοριά της, η Υπεραγία Θεοτόκος, στης οποίας το Μοναστήρι έζησε κάτω από το μητρικό της φίλτρο και την φοβερά προστασία Της. «Είναι στεναχωρημέντσα η Παναία. Η Παναία κλαίει κάθνη μέρα »έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της. «Γιατί σκουπίζεις κάθε μέρα, γιαγιά Σοφία?» Την ρώτησε μία πνευματική της θυγατέρα. «Μα ευλογημένη, θα περάσει η Παναία και θα βρεί την αυλή της γεμάτη φύλλα». «Παναία μ ‘, γιουρπάν« τσ »να ίνουμε» (= Παναγία μου, θυσία να γίνω για σένα). »
Και ο Θεός που είναι απλός και αναπαύεται στους απλούς τη καρδία, Την χαρίτωσε και Την ευλόγησε δίδοντάς Της υπερφυσικά χαρίσματα, όπως της προοράσεως, της διοράσεως και της θαυματουργίας. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του νηπτικού Πατρός της Εκκλησίας, του Αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος: «όπου γαρ ενδημήσει ο υπέρ φύσιν Θεός, υπερφύσει λοιπόν τα πλείστα των ανθρώπων γίνονται».
Η ισάγγελη ζωή Της της χάριζε τα προνόμια του Παραδείσου. Ζούσε στην Κλεισούρα στην προπτωτική κατάσταση των πρωτοπλάστων συναγελαζομένη με αρκούδες, φίδια, θηρία του δάσους και όρνεα του ουρανού, τα οποία είχαν οικειότητα μαζί Της, ήσαν φίλοι Της, ήσαν, όπως έλεγε, της Παναγίας. Δεν ζητούσε υλικά αγαθά από τον προνοητή Κύριο, Αυτόν που τρέφει τα πετεινά του ουρανού και ντύνει με χρώματα ποικίλα τα κρίνα του αγρού, τέτοια που θα τα ζήλευε και ο Βασιλιάς Σολομών. Ήταν ως εκ τούτου και αισθανόταν πλούσια, αφού είχε μηδενικές επιθυμίες. Είχε υπερβή τον πόθο των υλικών και πρόσκαιρων, των φθαρτών και ρεόντων και επιζητούσε τα διαμένοντα στους αιώνες, αυτά που συνοδεύουν την ψυχή πέραν του τάφου. Γι ‘αυτό και η Γερόντισσα Σοφία προσείλκυσε τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η άμοιρη παιδείας και σοφίας επίκτητης έλαμψε στις ημέρες μας ως ουρανόσοφη και μορφωμένη, όσο κανείς άλλος. Η καθαρή βιοτή Της την είχε καταστήσει δοχείο του Παρακλήτου πολύτιμο, ώστε να γνωρίζει και να προλέγει τα μέλλοντα και να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τα κρύφια των καρδιών τους. Και όχι με επίδειξη, αλλά με τέτοια απλότητα και καλωσύνη, που μάγευε και προσείλκυε και ανέπαυε και ευχαριστούσε.
Η άκακη και αψεγάδιαστη, ανεξίκακη και απλή Γερόντισσα Σοφία ήταν φοβερά λιτοδίαιτη και πάντα στην εμφάνιση ατημέλητη. Φορούσε και στο βαρύ χειμώνα ένα λεπτό μαύρο ράσο, που φέγγιζε χιλιοτριμμένο και άφηνε να διακρίνει κανείς τα κοκκαλάκια Της. Ταλαιπωρούσε τη σάρκα Της και αυτό ομολογούσε σε όσους την ρωτούσαν, γιατί δεν τρώει, και δεν προσέχει τον εαυτό Της, που παρά την απλυσία μοσχοβολούσε, λες και είχε φορέσει τα ακριβότερα αρώματα. Το βλέμμα Της ειρηνικό στάλαζε στην καρδιά όλων ουράνια γαλήνη.
Η λέξη που βρισκόταν συνεχώς στα χείλη της ήταν η λέξη του Προδρόμου στην έρημο: «Μετανοείτε!».
Μιλούσε με βαρύτητα και σοβαρότητα, ο λόγος της ήταν «άλατι ηρτυμένος» (Κολοσ. Δ 6), αλλά, όταν πολλές φορές αποκάλυπτε κάτι φοβερό, σκέπαζε το χάρισμά Της με μια επίπλαστη σαλότητα. Γι ‘αυτό και μερικοί άγευστοι πνευματικής ζωής δεν την κατανοούσαν και την έλεγαν στα ποντιακά «παλάλα!» (= Τρελλή) και χαζοΣοφία! …
Δεν ξεχώριζε πλούσιο από πτωχό. Δεν είχε ανθρωπαρέσκεια. Έδειχνε πλατειά αγάπη σε όλους και τούτο, γιατί αγαπούσε πάνω από όλους τον Χριστό μας, που τον έβλεπε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, και στον οποίο απευθυνόμενη με διαρκή κατάνυξη έλεγε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τον κόσμον σου και ύστερα εμάς».
Με την Παναγία και τους Αγίους μας μιλούσε σαν φίλος προς φίλο. Η Παναγία μας ήλθε κάποτε να βοηθήσει σε επίκλησή Της για σβύσιμο φωτιάς. Ο άγιος Γεώργιος πολλές φορές κατέβαινε και τη βοηθούσε, όταν είχε ανάγκη. Είχε τη Γερόντισσα υπό την προστασία του από τον Πόντο ακόμη, τότε που έσωσε το χωριό από τους Τσέτες. Ο άγιος Μηνάς με το άλογό του και ο Προφήτης Ηλίας με το άρμα του πολλές φορές την επισκέπτονταν και την συντρόφευαν.
Αλήθεια! πόσο κόσμο ευεργέτησε η Γερόντισσα Σοφία με κάθε τρόπο? Πόσους ευωδίασε με το μύρο της Χάριτος ωσάν «σύγχρονη Μυροφόρα»?
Τις ευεργεσίες Της προς το λαό του Θεού μόνον ο Παντογνώστης Κύριος γνωρίζει και όσοι δέχθηκαν αυτές. Στις ασθένειές τους οι κάτοικοι των γύρω περιοχών της Κλεισούρας κατέφευγαν στην Παναγία μας και στην Οσία Σοφία. Και όταν και αυτή η ιατρική επιστήμη σήκωνε τα χέρια, πάλι η Γερόντισσα με την παρρησία Της ευεργετούσε, θεράπευε, απάλυνε τους πόνους. Ζούσε η Οσιωτάτη Σοφία το θαύμα και το μετέδιδε σε όλους τους πρόσφυγές της, στους πονεμένους, στους αρρώστους, στους κατατρεγμένους, στους αδικημένους.
Το ταξίδι της για τους ουρανούς η Γερόντισσα Σοφία το γνώριζε από καιρό και ετοιμαζόταν γι ‘αυτό. Θεωρούσε ότι ζούσε στην εξορία, στην ξενητιά και επιθυμούσε την επιστροφή στην πατρίδα. Νοσταλγός της Βασιλείας των ουρανών περίμενε την ευλογημένη ώρα της επιστροφής.
Πληροφορήθηκε από την Παναγία Θεοτόκο το επικείμενο τέλος της επιγείου πορείας Της! Έλεγε στην ποντιακή διάλεκτο: «Θα διαβαίνω πλαν. Έρθεν το χαμπάρ ». (= Θα φύγω. Ήλθε το μήνυμα). Παρέδωκε τη μακαρία Της ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος κατά την 6ην Μαΐου του έτους 1974.
Στην Εξόδιο Ακολουθία Της, στην οποία συμμετείχαν πολλοί Ιερείς και πλήθος Χριστιανών, μίλησεν ο τότε νεαρός Διάκονος της γειτονικής Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ. Χρυσόστομος Αβαγιαννός, νυν Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, έχοντας ως θέμα το Απολυτίκιον των Οσίων Γυναικών: «Εν σοι μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ ‘εικόνα · λαβούσα γαρ τον σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ και πράττουσα εδίδασκες», που τόνισε πως στο Πρόσωπο των Αγίων μας διασώζεται το «κατ ‘εικόνα» και διά της καθάρσεως, της ασκήσεως και της τηρήσεως των εντολών του Θεού έφθασαν στο «καθ’ ομοίωσιν» και άρα στην ατέλεστη τελειότητα.
Ενταφιάζεται, λοιπόν, η οσία Σοφία με βαθειά συγκίνηση και κατάνυξη πίσω από τον Ιερό Ναό του Τιμίου Προδρόμου, στο παρακείμενον δάσος και ακριβώς στο σημείο, όπου προσέφερε τροφήν «ιδίαις χερσίν» στην αρκούδα που της έλεγε: «έλα, Ρούσα μ ‘, έλα και τρώεις ψωμόπον! ». Η οποία αρκούδα μετά την λήψη της τροφής, με εντολή της Οσίας, εξηφανίζετο στο δάσος για να μην προκληθεί φόβος στους προσκυνητές της Μονής.
Κατά την ανακομιδή των αγίων οστών Της, την 7ην Ιουλίου 1981, πληρώθηκε όλος ο χώρος από θαυμαστή ευωδία, σύμφωνα πάλιν με μαρτυρίες ευσεβών Χριστιανών. Τα τίμια οστά Της τοποθετούνται σε ασφαλές μέρος του τάφου.
Όμως, αν και η Γερόντισσα έφυγε από τον κόσμο αυτό, συνεχίζει την έντονη παρουσία Της στο Μοναστήρι Της, στην μαρτυρική Κλεισούρα και στην γύρω περιοχή. Το 1993 επανδρώνει το Μοναστήρι Της με ευλογημένη Αδελφότητα, με επικεφαλής τη σεβαστή και μακαρίτισσα Γερόντισσα Ανυσία, προκειμένου να συνεχισθεί ο ίδιος τρόπος ζωής και η ίδια μέθοδος θεραπείας, με μοναδικό σκοπό την επιμέλεια της ψυχής, τη διόρθωση της ματαιότητος και την αναζήτηση των μελλόντων αγαθών . Άλλωστε, αυτό συνιστά και ο ασκητής Επίσκοπος της Καισαρείας Μέγας Βασίλειος: «αγωνισόμεθα υπέρ των μελλόντων, εις δόξαν του Θεού. Ούτος ο αιών της μετανοίας, εκείνος της ανταποδόσεως. Ούτος της υπομονής, εκείνος της παρακλήσεως ».
Γνήσιος μοναχός, κατά τον φωστήρα της Καισαρείας, είναι εκείνος ο οποίος ενδιαφέρεται για την σωτηρία του, για την ένωσή του με τον Θεό, την κάθαρση από τα πάθη και την απόκτηση της νοεράς προσευχής.
Ο Μοναχισμός του Μεγάλου Βασιλείου, που είναι ο μοναχισμός της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, δεν είναι μοναχισμός κοινωνικός, όπως εννοείται σήμερα η κοινωνικότητα, ούτε ιεραποστολικός, όπως εκλαμβάνεται σήμερα η ιεραποστολή. Ο ορθόδοξος μοναχός, κατά τον Μέγα Βασίλειο, είναι αυτός που υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση και ζει μία ασώματη και αγγελική πολιτεία. Ο ορθόδοξος μοναχισμός είναι ησυχαστικός, νηπτικός, θεραπευτικός, μοναχισμός πτωχείας και ταπεινώσεως. Πόσο διαφέρει ο μοναχισμός στις ημέρες μας, από τον μοναχισμό που διδάσκει η Εκκλησία μας!
Θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο από τον Θεό και ευνοημένο. Στις αρχές της αρχιερατικής μου διακονίας στην Καστοριά και μάλιστα στις 27 Μαΐου 1998, παραμονή της Αναλήψεως, βρέθηκαν θαυμαστώς τα τιμιόλεκτα οστά της Γερόντισσας Σοφίας. Οσιακά οστά, αποπνέοντα ευωδία πνευματική, και όχι την ανατριχίλα του θανάτου. Συγκλονιστικές οι στιγμές το βράδυ της Κυριακής, όταν έγινε η πλύση των τιμίων οστών στη βρύση της Μονής, αισθανθήκαμε μία ανέκφραστη χαρά, μία έντονη ευωδία, που συνεχίζεται από τότε και, συγχρόνως, ενδοκαρδίως παράκληση, αφού η ταπεινή δούλη του Θεού ευαρέστησε τον Θεό, έχοντας παρρησία στον Θρόνο της Θείας Μεγαλωσύνης.
Δεν μπορώ από τότε να κάνω επιμνημόσυνο Τρισάγιο για την Γερόντισσα Σοφία. Αντιθέτως, στα χείλη μου φθάνει αυθόρμητα πάντοτε το: «Οσία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών». Το έζησα δε, εντονώτερα κατά την περίοδο της ασθενείας της μητέρας μου.
Αυτή η αγία μορφή, έρχεται και σε εμάς σήμερα, στους Χριστιανούς του 21ου αιώνος, που έχουμε αποξενωθεί από την παράδοση και τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας μας, από το ήθος και το ορθόδοξο φρόνημα και στεκόμαστε μόνον σε ό, τι περικλείει η λογική μας, να μας πει:
Πρώτον, πως η ζωή του Χριστού συνεχίζεται αδιάκοπα μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας˙ και δεύτερον, πως και σήμερα όπως και πάντοτε έχουμε και θα έχουμε Αγίους, αγωνιστές της πίστεως, πολεμίους της αμαρτίας και της φθοράς και οι οποίοι υψώνουν τα χέρια τους για τη σωτηρία της ανθρωπότητος και ραντίζουν τις ζωές μας με το Άγιο Πνεύμα.
Αυτή τη βεβαιότητα της Αγιότητος της Οσίας Μητέρας μας Σοφίας, της νέας ασκήτριας της Κλεισούρας έζησα: α) κατά την διάρκεια της ασθενείας της μακαριστής Μητέρας μου, Γεωργίας, όταν το μικρό απότμημα από τα ιερά λείψανα της Οσίας Σοφίας εξέπεμπε άρρητη ευωδία στο Νοσοκομείο, ώστε να εκπλήσσονται ακόμη και οι γιατροί και το νοσοκομειακό προσωπικό. β) Τη βεβαιότητα της Αγιότητος την ξαναζώ κάθε φορά που ασπάζομαι την χαριτόβρυτη τιμία κάρα Της. γ) Ένιωσα ιδιαίτερα την παρουσία Της στις 27 Νοεμβρίου του 2011, όταν με τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλο, μεταφέραμε τα τίμια λείψανα από τον τόπο της ασκήσεώς Της -τον παλαιό φούρνο της Μονής- στο Καθολικό προς προσκύνηση των πιστών. Ομολογώ πως δεν μπορούσα να κρύψω την συγκίνησή μου για την καρδιακή βεβαιότητα της Αγιότητος Της.
Σήμερα, κάθε φορά, που προσκυνούμε τα χαριτόβρυτα λείψανα της Οσίας Σοφίας στο Μοναστήρι της Κλεισούρας ξαναθυμόμαστε μερικές από τις απλές, αλλά ψυχοσωτήριες συμβουλές Της:
«Τα μάτια να βλέπουν και να μη βλέπουν. Τ ‘αυτιά ν’ ακούν και να μην ακούν. Το στόμα να μη βλασφημεί. Κλειδί στο στόμα. Να μη μεταφέρετε λόγια από τον ένα στον άλλο. Να έχετε για όλους αγάπη. Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός. Πολλάν υπομονήν να κάμετε, πολλάν υπομονήν !!! ».

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Μια “ασυνήθιστη” ιστορία – Ο βίος της αγίας Ειρήνης (5 Μαϊου)



site analysis



Η αγία Ειρήνη. Ρωσική κεντημένη εικόνα, 1598-1604.
Η αγία Ειρήνη. Ρωσική κεντημένη εικόνα, 1598-1604.
Κατά τους χρόνους του αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου, ο βασιλιάς της πόλεως Μαγεδώνος (στην Περσία), Λικίνιος, είχε μία θυγατέρα εξαιρετικής ομορφιάς, ονόματι Πηνελόπη. Για να την προστατεύσει από την διαφθορά του κόσμου, την είχε κλείσει από την ηλικία των έξι χρόνων σε υψηλό και απροσπέλαστο πύργο, όπου την περιέβαλλε με αφάνταστη πολυτέλεια και ανέσεις. Την υπηρετούσαν δεκατρείς θεραπαινίδες και την μόρφωσή της είχε αναλάβει ένας πάνσοφος γέροντας, ονόματι Απελλιανός. Μία ημέρα, η κόρη είδε ένα περιστέρι να μπαίνει στον πύργο, κρατώντας στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς που ήλθε να αποθέσει πάνω σε ένα χρυσό τραπέζι.
Στο ίδιο μέρος ήλθε κατόπιν ένας αετός να αφήσει ένα στεφάνι από άνθη που κρατούσε στα γαμψόνυχά του, και τέλος ένα αποκρουστικό μαύρο κοράκι έφερε εκεί ένα φίδι. Η Πηνελόπη ρώτησε να μάθει από τον δάσκαλο της την σημασία των σημείων αυτών και εκείνος της εξήγησε ότι έμελλε να λάβει το βάπτισμα, σύμβολο του οποίου ήταν το κλαδί ελιάς, και αφού αντιμετώπιζε κατόπιν δοκιμασίες και θλίψεις θα κέρδιζε τον βασιλικό στέφανο του μαρτυρίου.
Λίγο μετά το όραμα αυτό, ήλθε ένας άγγελος να την κατηχήσει στην χριστιανική πίστη και της έδωσε το όνομα Ειρήνη.  Αφού βαπτίσθηκε, η Ειρήνη ανέτρεψε τα είδωλα του πατέρα της και αντιμετώπισε με ανδρική αποφασιστικότητα τις απειλές εκείνου. Έξαλλος ο Λικίνιος, διέταξε να ρίξουν την κόρη του κάτω από τις οπλές άγριων αλόγων, ένα από αυτά όμως στράφηκε εναντίον του βασιλιά και τον ποδοπάτησε. Η προσευχή της θυγατέρας του επανέφερε τον Λικίνιο στην ζωή, και τότε μεταστράφηκε μαζί με πλήθος υπηκόων του, παραιτήθηκε από τον θρόνο και αποτραβήχθηκε στον πύργο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του χύνοντας δάκρυα μετανοίας. Ο διάδοχος του στον θρόνο, Σεδεκίας, επιχείρησε να μεταστρέψει την πριγκίπισσα στην ειδωλολατρία. Αντιμετωπίζοντας όμως την επίμονη άρνησή της, διέταξε να την ρίξουν σε έναν λάκκο γεμάτο με φίδια. Με την βοήθεια του Θεού, η Ειρήνη αντεπεξήλθε στην δοκιμασία αυτή, όπως και σε άλλα βασανιστήρια στα οποία την υπέβαλαν, και έφερε στην αληθινή Πίστη πλήθος ειδωλολατρών.
Ο Σεδεκίας εκθρονίσθηκε από τους εχθρούς του καί ο γιος του Σαβώρ εξεστράτευσε εναντίον τους για να λάβει εκδίκηση. Ο ίδιος και ο στρατός του όμως προσβλήθηκαν από τύφλωση και ακινητοποιήθηκαν. Έξω από την πόλη συνάντησαν την Ειρήνη που τους θεράπευσε, αλλά αυτοί παρέμειναν στην τυφλότητα της ψυχής τους και υπέβαλαν την κόρη πάλι σε μαρτύρια, αναγκάζοντας την να βαδίζει σε μια απόσταση τριών μιλίων φορτωμένη έναν σάκκο άμμο και με τα πόδια τρυπημένα από καρφιά. Αγανακτισμένη από την προσβολή αυτή κατά των αγίων, η γη άνοιξε τότε και κατάπιε πλήθος απίστων. Από τους επιζώντες περισσότεροι από τρεις χιλιάδες μεταστράφηκαν· μόνο ο βασιλιάς έμεινε αμετανόητος και τιμωρήθηκε από άγγελο Κυρίου.
Ελεύθερη πια, η Ειρήνη διέτρεξε την πόλη Μαγεδών κηρύττοντας το Ευαγγέλιο και οδήγησε στον Χριστό τους περισσότερους κατοίκους. Μετέβη κατόπιν στην πόλη Καλλίνικον, όπου θριαμβεύοντας στα μαρτύρια στα οποία την υπέβαλαν, μετέστρεψε στην πίστη τους κατοίκους συμπεριλαμβανομένου του έπαρχου στον οποίο ο βασιλιάς είχε αναθέσει τον βασανισμό της.
Η φήμη της αγίας έφθασε έως τον βασιλιά των Περσών, Σαβώριο, ο οποίος την συνέλαβε και την αποκεφάλισε. Ένας άγγελος, όμως, την επανέφερε στην ζωή, για να μπορέσει να συνεχίσει την αποστολή της. Κατευθύνθηκε τότε προς την πόλη Μεσημβρία, κρατώντας στο χέρι της ένα κλαδί ελιάς, ως σημείο νίκης επί όλων των δυνάμεων του θανάτου. Αφού βάπτισε τον βασιλιά της περιοχής εκείνης και τους υπηκόους του, επέστρεψε στην πατρίδα της και εν συνεχεία πέρασε από την Έφεσο, όπου έκανε θαύματα αντάξια των Αποστόλων προς επίρρωσιν του κηρύγματός της.
Ολοκληρώνοντας το αποστολικό της έργο, η αγία Ειρήνη πήρε μαζί της τον δάσκαλό της Απελλιανό και έξι μαθητές της και μπαίνοντας σε έναν νεόσκαπτο τάφο τους έδωσε την εντολή να κυλήσουν πίσω της τον λίθο του μνημείου και να επιστρέψουν μετά από τέσσερεις ημέρες. Δύο ημέρες αργότερα ο Απελλιανός ήλθε στον τόπο αυτό και βρήκε τον λίθο μετατοπισμένο και τον τάφο άδειο. Για τον λόγο αυτό πιστεύεται ότι η αγία ανελήφθη στους ουρανούς όπως ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος ένατος – Μαϊος, σελ. 61-63)
Πηγή: askitikon.eu

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Η Αγία Πελαγία της Ταρσού



site analysis




AgiaPelagia02του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου, Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου – Λειμώνος Λέσβου, από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»
Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, η αγία μας Εκκλησία μέσα στη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα της ζωηφόρου του Κυρίου Αναστάσεως πανηγυρίζει και τη γενέθλια ήμερα της ενδόξου και καλλιπαρθένου μάρτυρος Πελαγίας.
Γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, εκεί οπού και ο «πρώτος μετά τον ένα», ο Απόστολος των εθνών άγιος Παύλος, όχι όμως από γονείς Ιουδαίους στο θρήσκευμα όπως εκείνος, αλλά από ειδωλολάτρες και σκληρούς γονείς.
Όλη της η οικογένεια μετοίκησε και ήλθε και εγκαταστάθηκε στη νέα Βαβυλώνα, στην πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, τη Ρώμη. Αυτοκράτορας τότε ήταν ο Διοκλητιανός, ο σκληρός και ωμός τύραννος των χριστιανών.
Η ωραιότητα της Πελαγίας ήταν τόσον εντυπωσιακή ώστε παρουσιάστηκε μνηστήρας της ο γυιός του Αυτοκράτορα και εκείνη βέβαια το εθεώρησε τιμή της να γίνη σύζυγος του πρίγκιπα, και ανταποκρίθηκε στην τιμητική πρότασι του μνηστήρα. Άλλα η Πελαγία προοριζόταν από τη θεία πρόνοια να γίνη νύμφη όχι ειδωλολάτρη πρίγκιπα, αλλά του μεγάλου Βασιλέα Κυρίου Ιησού, του «ωραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς» νυμφίου Χριστού.
Και να πώς.
Ο επίσκοπος της Ρώμης Λινός εκατηχούσε πολλούς ειδωλολάτρες και τους εβάπτιζε χριστιανούς. Είχε καταστή γνωστός σ’ όλους τους ειδωλολατρικούς κύκλους σαν περίφημος κατηχητής και υποδειγματικός Επίσκοπος των χριστιανών. Ήταν γνωστή η δράσι του και στην Πελαγία και την εντυπωσίαζε μάλιστα.
Γι’ αυτό και είδε ένα όνειρο πολύ διδακτικό και σημαδιακό. Είδε στον ύπνο της τον επίσκοπο Λίνο να την παρακαλή να δεχθή να την βάπτιση χριστιανή. Και όταν εξύπνησε και θυμήθηκε το όνειρο, το εμελέτησε, το ενεβάθυνε και — με το θειο φωτισμό βέβαια — έβγαλε το συμπέρασμα ότι αναγκαίο ήταν και γι’ αυτήν σωτήριο να ασπασθή το χριστιανισμό και να βαπτισθή χριστιανή.
Όθεν πήρε την απόφασι και την εβαλεν αμέσως σε έργο. Πήρε άδεια από τη μητέρα της για να επισκεφθή την παραμάνα της και έτσι βρήκε την ευκαιρία και επισκέφθηκε τον άγιον επίσκοπο της Ρώμης Λίνο. Του εξέθεσε όλα τα μυστικά του εαυτού της και τα σχετικά με τη μνηστεία της και προπάντων το όνειρο της και του αποκάλυψε την επιθυμία της να πολιτογραφηθή μέσα στο σωτηριώδη χριστιανισμό.
Ο Επίσκοπος χάρηκε σαν τους αγγέλους στον ουρανό. Την εκατήχησε λοιπόν και με βαθειά ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Θεό την εβάπτισε στο όνομα της αγίας Τριάδος και της εφόρεσε τον λευκό και φωτεινό του βαπτίσματος χιτώνα, ενώ εκείνη η αρχόντισσα εχάρισε στον άγιο τα πολύτιμα της φορέματα για να τα εκποίηση και να τα προσφέρη στους πτωχούς. Έτσι με τα βαφτιστικά της πήγε στην παραμάνα της.
Άλλα εκείνη δεν την δέχτηκε. Φαντάζεσθε λοιπόν την κατάπληξι της μητέρας της, άλλα και τη θλίψι της όταν την είδε με το ένδυμα νεοφώτιστων χριστιανών
Δεν χρειαζόταν καθώς καταλαβαίνετε να εξιστόρηση η αγνή της και πανέμορφη κόρη τα της προσχωρήσεως της στο Χριστό, γιατί το ένδυμα της και μόνο το φτωχό και ταπεινό μαρτυρούσε την ηρωικήν απόφασί της και το τετελεσμένο γεγονός.
Μάταια επροσπάθησεν η μητέρα της να την πείση να πετάξη τα φορέματα της νεοφώτιστης και να ντυθή άλλα λαμπρά φορέματα αντάξια μιας μνηστής του πρίγκιπα, του γιού του Διοκλητιανού, γιατί η αγνή κόρη Πελαγία είχε πάρει αμετάκλητη, την απόφασί να γίνη νύμφη του ουράνιου νυμφίου της ψυχής της Κυρίου δε ημών. Γι’ αυτό και αναγκάστηκεν η μητέρα της να καταφυγή στή βοήθεια και την επιρροή, που επίστευεν ότι θα ασκούσε επάνω της ο μνηστήρας της.
Άλλα μάταια και εκείνος επροσπάθησε να την απόσπαση από την παράταξι των χριστιανών και όταν διαπίστωσεν ότι καθόλου δεν την συγκινούσεν η παρουσία του ούτε και το μέλλον τους το ρόδινο και ευοίωνο, απογοητευμένος και καταρρακωμένος αυτοχειριάστηκε και έδωσε στον εαυτό του τέλος άδοξο και οικτρό.
Και βέβαια όλη αυτή η υπόθεσι ως εκ της αυτοκτονίας του πρίγκιπα, έγινε λεπτομερέστατα γνωστή στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό ο όποιος και τόσον ωργίστηκε και προσβάλθηκεν ώστε με τα χέρια του έπιασε την αγία και την εμαντράκωσε μέσα σε ένα βόδι χάλκινο και πυρακτωμένο οπού και σαν τον αγίον Αντίππα τον πρώτο επίσκοπο της Περγάμου ηρωικά ετελείωσε τη ζωή της και έλαβε το στέφανο το μαρτυρικό.
Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, αγάπη στο Χριστό; Και όμως πόσες και πόσες κοπέλλες δεν περιφρονούν και γονείς και θρησκεία και πατρίδα για να πάρουν έναν αλλόθρησκο! και αντί να θυσιάσουν το μνηστήρα τους προς χάρι του Χριστού θυσιάζουν το Νυμφίο Χριστό προς χάριν φθαρτού μνηστήρα, μάλιστα δε αντίχριστου και αμαρτωλού.
Η αγία Πελαγία όμως «τον ωραιότατον Νυμφίον Χριστόν αγαπήσασα» απέφυγε την αγάπη του ειδωλολάτρη μνηστήρα της.
Και εσείς λοιπόν όσες υπάρχει κίνδυνος να χάσετε ή να αλλάξετε την πίστι σας από ένα μνηστήρα αλλόθρησκο, μη, σας παρακαλώ, μη, προτιμήσετε τον μνηστήρα από το Χριστό, εάν πάλι βλέπετε ότι θα φωτίσετε τον αλλόπιστο μνηστήρα σας τότε προχωρήσετε στο έργο σας το Ιεραποστολικό για να πλανύνετε την εξουσία και το κράτος του αναστάντος Χριστού στο βασίλειο των ψυχών και να θέσετε το γάμο σας κάτω από την ευλογία και την προστασία του νικητού της πλάνης και της απάτης του σκότους και της αμαρτίας Κυρίου Ιησού Χριστού