site analysis
Στην Ιερά Μονή Χριστού Δάσους στην Πάρο
’Άς επιστρέφουμε, όμως, στην διήγησή μας, για να γνωρίσουμε την πορεία όλης της οικογένειας.
Ή μητέρα ’Άννα με την εντεκάχρονη Μαρία πήγαν για να μονάσουν στην 'Ιερά Μονή Χριστού τού Δάσους, όπως λέγεται, στην Πάρο. Ή Ιερά Μονή Χριστού ήταν εκείνη την εποχή ιδιόρρυθμη και αριθμούσε πολλές μοναχές.
Γενική ηγουμένη της μονής ήταν ή γερόντισσα Μάρθα, ενώ εντός της Μονής υπήρχαν επιμέρους γερόντισσες με τις υποτακτικές τους.
Ή κυρία Άννα παρουσιάστηκε στην γερόντισσα Μάρθα με τη μικρή της Μαρία και ζήτησε να τις δεχθούν στο Μοναστήρι για να μονάσουν και εκείνη τις δέχθηκε με χαρά. Ή Άννα είπε στη Γερόντισσα ότι αυτή έδώ ή μικρή είναι νύμφη Χριστού γι’ αυτό στην παραδίδω να την εκπαίδευσης πνευματικά. Τότε γύρισε ή μικρή Μαρία και είπε στη μητέρα της: Μητέρα είσαι ψεύτρα πού λες ότι δεν είμαι παιδί σου. Είχε όμως μεγάλη χαρά πού ήταν στο μοναστήρι.
Ή ’Άννα άρχισε τη μοναχική της ζωή ανεξάρτητα από την κόρη της, την όποια από τότε δεν ξανακάλεσε παιδί της. Γρήγορα έγινε ή κουρά της και από ’Άννα μετονομάστηκε σε Μητροδώρα, ενώ ή μικρή Μαρία παρεδόθη ως υποτακτική σε κάποια από τις γερόντισσες της Μονής. Ήρθε και ό πνευματικός από τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής της Λογγοβάρδας ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ό όποιος αγάπησε πολύ τη μικρή Μαρία, και, επειδή ήταν καλλιγράφος, την έβαλε κάποια μέρα να αντιγράψει όλο το βιβλίο του Άββά Δωροθέου.
Ή Γερόντισσά της όμως πού έβλεπε τη μικρή Μαρία να ποθεί σφοδρά τη μοναχική ζωή, να κάνη τέλεια υπακοή και να χαίρεται την κάθε της στιγμή ελέγχθηκε και ζήτησε με ταπείνωση από τη γερόντισσα Μάρθα να την απαλλάξει από αυτό το παιδί και να το δώσει σε άλλη Γερόντισσα γιατί εκείνη, όπως έλεγε, κινδύνευε να κολασθεί.
Ή Γερόντισσά Μάρθα έδωσε τη μικρή Μαρία σε άλλη Γερόντισσά και εκεί συνέβη το ίδιο. Καμιά δεν δεχόταν τη Μαρία, γιατί ομολογούσαν όλες ότι ήταν ανώτερη τους πνευματικά και ας ήταν τόσο μικρή στην ηλικία. Τότε αναγκάστηκε ή γερόντισσα Μάρθα να δώσει τη Μαρία ξανά στη μητέρα της, ως μήτηρ πλέον πνευματική και όχι κοσμική. Ή Γερόντισσά Μητροδώρα δέχθηκε τη μικρή Μαρία ως υποτακτική της και ανέλαβε την καλογερική της πλέον καλλιέργεια.
Ή Μαρία μπαίνει ως δόκιμη στην πνευματική ζωή. Πνευματικοί της Μονής ήταν τότε ό π. Ιερόθεος, ηγούμενος της Μονής Λογγοβάρδας και ό π. Φιλόθεος Ζερβά- κος, Ιερομόναχος και πνευματικός της Μονής.
Ή Μαρία, Γερόντισσά Ευπραξία αργότερα, είχε κα-καταπληκτικό χιούμορ και μιμούνταν καταπληκτικά πρόσωπα και καταστάσεις. «Δεν είχα μπει ακόμη στο πνεύμα της καλογερικής ζωής», έλεγε. Ήταν παιδί ακόμη.
Μια φορά, μετά τη Λειτουργία, της ζήτησαν οι αδελφές να μιμηθεί τον γέροντα, τον π. Φιλόθεο, για να γελάσουν και αυτή, μικρή ακόμα στην ηλικία, το έκανε. Ωστόσο, την ώρα πού αυτή τον μιμούνταν, εκείνος από πίσω της την έβλεπε και γελούσε με την καρδιά του.
Άλλοτε πάλι, όντας δόκιμη, την έστειλαν στο πηγάδι να φέρει νερό. Εκεί βρήκε τη Γερόντισσα Μάρθα, την γενική ηγουμένη της Μονής, ή όποια είτε γιατί ήθελε να αστειευτεί μαζί της είτε γιατί ή Μαρία ήταν τότε μικρή, της τράβηξε την κοτσίδα και της έβγαλε το μαντήλι. Τότε ή Μαρία έβαλε τις φωνές και της είπε πολύ αυστηρά ότι είναι μοναχή και τέτοιες ενέργειες απέναντι της δεν ήταν σωστές (Ούτε αστεία δεν δεχότανε δηλαδή!).
Τα χρόνια κυλούσαν και ή Μαρία με τη γερόντισσα Μητροδώρα περνούσαν τη ζωή τους με τη χάρη τού Θεού να τις αυξάνει πνευματικά. Ή Γερόντισσα Μητροδώρα ασκούσε τη Μαρία σε όλα τα καλογερικά μαθήματα: της υπακοής, της ακτημοσύνης, της έκκοπής τού ίδιου θελήματος και σε όλα εκείνα πού συμβάλλουν στην εν Χριστώ τελείωση τού μοναχού.
Κάθε πρωί την ρωτούσε:
- Τί να μαγειρέψουμε Ευπραξία μου, τί θέλεις; Εκείνη έλεγε την επιθυμία της. Ή Γερόντισσά της ποτέ δεν έκανε αυτό πού ήθελε ή Ευπραξία, αλλά της έλεγε να μαγειρέψει κάτι άλλο. Έτσι της έκοβε το ίδιο θέλημα.
Ή Γερόντισσα κάποτε μου διηγήθηκε το εξής σχετικά με το φαγητό: Μαγειρεύαμε άλαδο ρύζι. Και όταν ήταν ή μέρα λαδερή βάζαμε λίγο λαδάκι (τις άλλες μέρες το έτρωγαν σκέτο). Φαγητό, λοιπόν, λιτότατο και μάλιστα για ένα παιδί, ηλικίας 11 ετών, το όποιο βρισκόταν πάνω στην ανάπτυξη και είχε ανάγκη από καλή τροφή. Τόσο μεγάλη άσκηση έκαναν.
Κάποια μέρα, από την πολύ άσκηση, ξεράθηκε το οπτικό της νεύρο. Επισκέφτηκε στην Αθήνα το Νευρολόγο κ. Σκαρπελέζο, ό όποιος φώναξε θυμωμένος στην συνοδό της, όταν την εξέτασε: Τί σάς έχανε αυτό το παιδί και το χειριστήκατε έτσι;
- Αλλά εγώ δεν άλλαζα με τίποτε τη Μοναχική ζωή μου διηγιόταν αργότερα ή Γερόντισσα Ευπραξία. Τόσο πόθο είχα για το Χριστό μας παιδί μου, μου έλεγε. Εάν πέθαινα τότε πράγματι θα πήγαινα στον παράδεισο. Τώρα όμως δεν ξέρω.
Κάποια άλλη φορά αρρώστησε σοβαρά. Πάλι την πήγανε στην Αθήνα σε κωματώδη κατάσταση. Έμεινε έτσι 3 μήνες. Την περιποιόταν ή μεγάλη της αδελφή Σοφία με την κατάλληλη θεραπεία των γιατρών. Μετά τρεις (3) μήνες συνήλθε, αλλά είχε πυρετό 40° Ο. Προσευχόταν στον Κύριο και του έλεγε: Κύριε στείλε τα αεράκι σου λίγο να με δροσίσει. Πράγματι μετά από λίγο άρχισε να φυσάη ένα απαλό αεράκι και δρόσισε το πρόσωπό της. Σταδιακά έπεσε κι ό πυρετός και άρχισε ή ανάρρωσή της λίγο-λίγο ώσπου έγινε τελείως καλά και απέκτησε και πάλι τις σωματικές της δυνάμεις.
’Ήθελε λοιπόν να ξαναγυρίσει στο Μοναστήρι της στην Πάρο, αλλά δεν είχε καθόλου χρήματα. Άφησε και πάλι τον εαυτό της στα χέρια του Θεού.
Προσευχήθηκε στον Χριστό μας να την βοηθήσει και τώρα όπως και πάντα.
Ένα βράδυ γινόταν αγρυπνία στον Αη-Γιώργη τον Κουταλά πού βρίσκεται στο Βύρωνα. Αποφάσισε να πάει. Προχωρούσε μόνη της σ’ όλη την διαδρομή και προσευχόταν. Ξαφνικά, στην άκρη του δρόμου, κάτι σαν κουρελάκι κουνιόταν στα κλαδιά ενός πουρναριού. Τί είναι, αυτό σκέφτηκε και πλησίασε... και τί να δει. Ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών ήταν στερεωμένο ανάμεσα στα κλαδιά και κουνιόταν από το φύσημα τού αέρα. Το πήρε απορημένη για το πώς βρέθηκε αυτό εκεί. Με αυτό θα πήγαινε στην Πάρο άνετα.
Αναρωτιόταν όμως μήπως το έχασε κανένας από τούς ανθρώπους της αγρυπνίας. Γι’ αυτό στάθηκε στο τέλος της αγρυπνίας στην είσοδο του ναού και ρωτούσε έναν- έναν εάν έχασε ένα χιλιάρικο. Όλοι απάντησαν αρνητικά και ή Γερόντισσα ευχαρίστησε, τότε, το Θεό για την τόση αγάπη και πρόνοια προς τα παιδιά του, καθώς οικονομεί πάντα όσους τον παρακαλούν με πίστη σε κάθε τους ανάγκη. «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις εργοις αυτού).
Την ασκούσε επίσης στην ελεημοσύνη. Πάντα της έδινε τρόφιμα να πηγαίνει στις αδελφές, πού ήξερε πώς δεν είχανε ούτε να φάνε, καθώς το μοναστήρι ήτανε ιδιόρρυθμο και κάθε μία από τις αδελφές ζούσε με το δικό της βαλάντιο.
Ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή Ευπραξία ζούσαν με τα χρήματα πού τούς έστελνε ή μεγαλύτερη κόρη και αδελφή τους, μεγαλόσχημη μοναχή Σοφία, πού ήταν ίερορράπτρια στην Αθήνα.
Μια μέρα ή Γερόντισσα Μητροδώρα έστειλε την Ευπραξία να πάει στο κελί κάποιας αδελφής τρόφιμα, εκείνη όμως δεν γνώριζε πού βρισκόταν το κελί της αδελφής. Ή Γερόντισσα της το έδειξε από μακριά και της είπε να πάει την ώρα τού ψαλτηρίου στον όρθρο, ώστε ή αδελφή να είναι στην εκκλησία και να μην την δει.
Πράγματι, ή Ευπραξία ξεκίνησε. Για να πάει εκεί Έπρεπε να ανέβη πολλά σκαλιά, το σκοτάδι όμως την Εμπόδιζε και δεν Έβλεπε τίποτα. Άρχισε να κάνη την προσευχή της και να ζητάει από το Θεό να την βοηθήσει. Τότε ξαφνικά άρχισε να αστράφτει σε κάθε σκαλοπάτι πού ανέβαινε. Έτσι
Έφτασε στον προορισμό της. Βλέπει όμως το κελί κλειδωμένο. Έπρεπε να εκτέλεση την υπακοή της. Τότε χωρίς να διστάσει λέει: Δι ευχών των Αγίων Πατέρων, δι’ ευχών της Γεροντίασης μου•... σταυρώνει την κλειδαριά και ανοίγει την πόρτα. Αφήνει τα πράγματα, ξανά δι’ ευχών, ξανακλειδώνει ή κλειδαριά και φεύγει.
Την ίδια μέρα ή κάτοχος τού κελιού βρήκε τα πράγματα και απορούσε ποιος, πότε και πώς της τα έβαλε. Κατάλαβε την θαυματουργία και το είπε στον πνευματικό. Αυτός αμέσως είπε: Αυτή είναι δουλειά της Μητροδώρας. Ήταν γνωστή για την ελεημοσύνη της.
Ό π. Φιλόθεος την κάλεσε, αλλά αυτή δεν Επιβεβαίωνε την πράξη. Στο τέλος τού είπε:
- Τί κι’ αν είστε πνευματικός; Μερικά πράγματα δεν λέγονται. Τί λέει το Ευαγγέλιο; «Μη γνώτο ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου». Ψεύτη θα βγάλουμε το Θεό;
Γι’ αυτό πολλές φορές μου έλεγε:
- Ούτε όλα στο γιατρό ούτε όλα στον πνευματικό παιδί μου.
Ή Ελεήμων καρδιά της Μητροδώρας Εμφανιζόταν παντού. Στο Μοναστήρι είχαν μια κοπέλα την Παρασκευή, ή όποια, με τη βοήθεια Ενός γαϊδαράκου, Έπαιρνε τις παραγγελίες από τις αδελφές και Έκανε τα ψώνια τους από τη χώρα, χωρίς να χρειάζεται, να κατεβαίνουν εκείνες. Όταν ή κοπέλα θα παντρευόταν ή Γερόντισσα Μητροδώρα της χάρισε όλα τα γυαλικά που είχανε και άλλα πράγματα ώσπου άδειασε το κελί, ενώ ή Ευπραξία διαμαρτυρόταν για όλα αυτά λέγοντας στη Γερόντισσα ότι είναι αναγκαία ή φιλανθρωπία, αλλά όχι σε τέτοιο σημείο.
Ό γαϊδαράκος αυτός, πού «βοηθούσε» στο μοναστήρι, ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Ένα χειμώνα, πού έκανε πάρα πολύ κρύο, ή γερόντισσα Μητροδώρα λέει στην Ευπραξία:
- Πάρε, παιδί μου, αυτό το πάπλωμα και πήγαινε να σκεπάσεις στο σταύλο το γαϊδαράκο για να μην κρυώνει.
- Τί λες βρέ Γερόντισσα θα ρίξουμε το πάπλωμα στον γάιδαρο και εμείς;
- Κάτι θα βρούμε κι εμείς ήταν ή απάντηση.
Ή Ευπραξία χωρίς δεύτερη κουβέντα εκτέλεσε την εντολή. Την άλλη μέρα πήγε να πάρει το πάπλωμα από το σταύλο, περιμένοντας να το βρει βρώμικο και να βρωμάει. Άλλ’, ώ τού θαύματος, το πάπλωμα δεν λερώθηκε καθόλου ούτε μύριζε τίποτε. Αυτά είναι τα αποτελέσματα αφ’ ενός της ελεημοσύνης και αφ’ ετέρου της υπακοής.
Άλλο περιστατικό έκκοπής τού ίδιου θελήματος μάς διηγήθηκε ή Γερόντισσα:
Παρόλο πού ήταν σε νησί είχανε μήνες να φάνε ψάρι. Μια μέρα ή Ευπραξία επιθύμησε να φάει ψάρι. Είχε πάει στο κοιμητήριο της Μονής να ανάψει τα καντήλια. Πήγε και στον τάφο τού 'Αγίου Αρσενίου τού εν Πάρω. Άρχισε λοιπόν να τον παρακαλή:
-Άγιε μου, στείλε μου ένα ψαράκι να φάω. Έχω μήνες να φάω και ή Γερόντισσα δεν παίρνει.
Έκαμε τη δουλειά της και όταν επέστρεφε στην Μονή λίγο πριν φτάσει στην πόρτα ακούει ένα παιδάκι να τη φωνάζει:
- Καλογριά μου. Καλογριά μου σταμάτα.
Είχε ένα πανέρι με ψάρια σπαρταριστά και της λέει:
- Αυτά μου τα έδωσε ό μπαμπάς μου να τα δώσω στην πρώτη καλογριά πού θα δω μπροστά μου. Πάρτα λοιπόν.
Ή Ευπραξία ευχαρίστησε το μικρό παιδί και πήγε τα ψάρια στη γερόντισσα Μητροδώρα. Εκείνη, μόλις είδε τα ψάρια, λέει στην Ευπραξία:
- Βρέ λαίμαργη, πού τα βρήκες αυτά τα ψάρια;
Ή Ευπραξία είπε την αλήθεια και τότε ή Γερόντισσα της αποκρίθηκε:
- Θα τα μοιράσεις όλα στις αδελφές. Μαγείρεψε και ένα για μάς.
Τί να πρωτοθαυμάσει κανείς, την έκκοπή θελήματος ή το πόσο ακούει το μοναχό 6 Θεός όταν αυτός αφήνεται στην πρόνοιά Του και ζητεί «πρώτον την Βασιλεία του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται αύτώ»;
Ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή υποτακτική της είχαν συνήθεια το πρώτο πιάτο της κατσαρόλας να δίδεται ελεημοσύνη σε όποια αδελφή δεν είχε φαγητό. "Όταν όλες είχανε να φάνε τότε ή Γερόντισσα έδωσε εντολή στην Ευπραξία να κάνη ένα λάκκο έξω από τη μονή και εκεί να ρίχνει το φαγητό για τα θηρία της γης.
Πέρασε καιρός. Κάποια μέρα μία ευωδία έντονη γέμισε το χώρο της Μονής. Οι αδελφές έψαξαν να βρούνε από πού έρχεται ή ευωδία αυτή. Και μυρίζοντας φθάσανε στο λάκκο όπου είχαν θάψει, το φαγητό οι γερόντισσες Μητροδώρα και Ευπραξία.
Το Μοναστήρι αυτό είχε εσωτερικό διάδρομο μπροστά από τα κελιά. Τα παράθυρα των κελιών τους έβλεπαν προς την φύση. Μέσα στον εσωτερικό διάδρομο είχανε αρκετά πηγάδια για τις ανάγκες της Μονής. Μου διηγήθηκε ή Γερόντισσα ότι μία Μεγάλη Πέμπτη τα πηγάδια, συνεργεία των δαιμόνων, φούσκωσαν τα νερά τους και πλημμύρισαν τον διάδρομο και τα κελιά τους. Άκουγότανε συγχρόνως και φοβερός θόρυβος.
Προφανώς 6 πονηρός ήθελε να τις βγάλει έξω από το κλίμα των ήμερων και να τις κάνει να κοπιάσουν και να αγανακτήσουν. Τίποτε όμως δεν κατάφερε.
Ή γερόντισσα Ευπραξία διηγόταν ότι στο Μοναστήρι είχε τον εξής πειρασμό: Κάθε μέρα όπου και εάν πήγαινε έβλεπε φίδια αληθινά. Μέσα στο κελί είχαν μέσα σ’ ένα μπαούλο όλα τα βιβλία της εκκλησίας πού χρειάζονται για να τελούν τις ακολουθίες τους. Μόλις έβαζε το χέρι της να πάρει βιβλίο έπιανε φίδι. Κάτω από το μαξιλάρι της πολλάκις εύρισκε φίδι. Και αναγκάστηκε να βάλει κάτω από αυτό δύο κομμάτια από καλάμι χιαστί, καθώς έλεγε ότι το καλάμι ακινητοποιεί και απομακρύνει το φίδι, λόγω τού ότι έχει τη χάρη τού Σωτήρος μας διότι τον ενέπαιζαν οι Εβραίοι με αυτό.
Το Μοναστήρι είχε δεξαμενή νερού για τις ανάγκες της Μονής. Μια μέρα ή γερόντισσα Ευπραξία πήγε στη μεγάλη δεξαμενή της Μονής και χωρίς να καταλάβει το πώς έπεσε μέσα σ’ αυτήν. Κατευθυνόταν προς το βάθος της όταν άρχισε να προσεύχεται να τη σώσει ό Θεός. Τότε νοιώθει ένα χέρι να την αρπάζει από το κεφάλι και να τη βγάζει μούσκεμα έξω από τη δεξαμενή. Ήταν για μια ακόμη φορά ή θαυματουργία του Θεού.
Δόκιμη, ακόμη, την έστελναν να φέρει νερό με μια στάμνα. Στην επιστροφή, μόλις ακουμπούσε την στάμνα με προσοχή κάτω, ή στάμνα έσπαγε χωρίς λόγο σε χίλια κομμάτια. Αυτό έγινε πολλές φορές. Ή καημένη ή Γερόντισσα Ευπραξία ζητούσε συγχώρεση. Τότε το εξομολογήθηκε στην γενική Γερόντισσα Μάρθα και εκείνη της υπέδειξε να το έξομολογηθή στον πνευματικό.
Ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος της είπε:
- Ευπραξία μου να πάρεις ένα καρφί και ένα σχοινί. Να τρυπήσεις με το καρφί τα κομμάτια του κεραμιδιού και να περάσεις αυτά στο σχοινί. Και στον Εσπερινό στο τέλος θα ζητήσεις συγχώρεση από όλες τις αδελφές. Έτσι και έπραξε, καθώς καταλαβαίνει κανείς το δύσκολο τού εγχειρήματος.
Στον Εσπερινό ή Γερόντισσα Ευπραξία είπε:
- Αδελφές συγχωρήσατέ μου την αμαρτωλή, διότι σπάω συνεχώς τη στάμνα τού νερού χωρίς να το θέλω.
Από τότε παιδί μου, έως σήμερα δεν έχω ξανασπάση τίποτε. Αυτά κατορθώνει ή ταπείνωση, και ή υπακοή. Αυτό έγινε στα πρώτα βήματά της στη Μονή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΝΑΧΗΣ ΘΕΟΦΙΛΙΑΣ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΕΥΠΡΑΞΙΑ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΠΡΟΥΛΗ.ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑΠΕΡΙΧΩΡΑ ΔΡΑΜΑΣ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ