site analysis
Μαρτύριο της δωδεκάχρονης Αγίας Πίστεως (17 Σεπτεμβρίου)
Αφού ο δικαστής έμαθε την ηλικία και τα ονόματα των τριών
θυγατέρων της Σοφίας, πρόσταξε και οδήγησαν ενώπιόν του την πρώτη κόρη, τη
δωδεκάχρονη Πίστη στην οποία είπε: «Θυσίασε, νεαρή μου, στη θεά Άρτεμη· αυτό
που σε προστάζουμε να πράξεις δεν είναι κάτι το νέο, αλλά εκείνο ακριβώς που
γίνεται από εμάς ήδη από πολλά χρόνια».
Η προσταγή όμως του δικαστή έπεσε στο κενό και πήρε την
απάντηση που έπρεπε και είπε στον δικαστή τα εξής: «Ω της ανήκουστης πώρωσής
σας, που φτάνει ως τα κατάβαθα της ψυχής σας· εσείς, όντας πανάθλιοι τυφλοί,
θέλετε να είσθε οδηγοί και σε άλλους και έτσι τους αναγκάζετε να προχωρήσουν
και εκείνοι στην οδό της καταστροφής που κι εσείς βαδίζετε. Ποιός όμως συνετός
άνθρωπος θα ήταν δυνατόν ποτέ να αρνηθεί τον αληθινό Θεό, του Οποίου έργα των
χειρών είναι ο ουρανός και η γη και όλα όσα υπάρχουν και να προσέλθει σε έργα
κατασκευασμένα από ανθρώπινα χέρια, θεωρώντας τα θεούς; Πώς είναι δυνατόν ένας
νουνεχής άνθρωπος να προσφέρει λατρεία σε θεούς που δεν έχουν νου και
αισθήσεις, σε ανύπαρκτους δηλαδή θεούς; Αυτό θα ήταν φοβερός παραλογισμός,
όντως φοβερός· και φοβερή παραφροσύνη και των προσταζόντων και των πειθομένων.
Πράξε λοιπόν αυτό που θέλεις, και παράδωσέ με σε οποιαδήποτε βασανιστήρια θέλεις.
Διότι πραγματικά είναι καλύτερο να πάθουμε πριν τα πάντα, όσο έχουμε το λογικό
μας, παρά να πεισθούμε να κάνουμε εκείνο που θέλεις εσύ».
Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ό δικαστής, έγινε έξαλλος από την
οργή του και, επειδή δεν μπορούσε να πείσει την Αγία, προχώρησε στην επιβολή
βασανιστηρίων. Πρόσταξε λοιπόν να της βγάλουν την εσθήτα και, αφού της δέσουν
τα χέρια πισθάγκωνα, να αρχίσουν να τη δέρνουν ανελέητα με βαρύτατες ράβδους.
Αμέσως δε οι δήμιοι εκτέλεσαν την προσταγή του δικαστή. Ο
πειραματισμ0ς του όμως, το βασανιστήριο δηλαδή, έδειχνε ακόμη περισσότερο τη
στερεότητα του φρονήματος της Μάρτυρος· και η αθλήτρια αυτή του Χριστού
φαινόταν όχι ως ραβδιζόμενη, αλλά ραινόμενη μάλλον από τριαντάφυλλα, στο δε
σώμα της δεν διακρινόταν κανένας μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αντί να συνετιστεί
από τα θαυμάσια αυτά, ερεθίστηκε ακόμη περισσότερο και προχώρησε σε ωμότερες
πράξεις. Συγκεκριμένα, πρόσταξε και έκοψαν και τους δύο μαστούς της Μάρτυρος.
Και τότε συνέβη ένα γεγονός υπερθαύμαστο και πρωτοφανές: από τις τομές, αντί να
τρέχει αίμα, έτρεχε γάλα άφθονο, σαν από βρύση. Πλην όμως ο δικαστής
εξοργίστηκε πολύ περισσότερο από το υπερθαύμαστο αυτό γεγονός και έγινε έξω
φρένων. Έτσι, πρόσταξε τους δημίους και ξάπλωσαν τη Μάρτυρα πάνω σε μια
πυρακτωμένη σχάρα. Αλλά, όπως εκείνος, όντας κακός και πανούργος, εύκολα
επινοούσε βασανιστήρια, έτσι και ο πανάγαθος Θεός δεν σταματούσε, μέσα από τα
βασανιστήρια αυτά, να δοξάζει την Αγία. Πράγμα το οποίο έγινε και στην
περίπτωση αυτή: το πυρ της σχάρας απέβαλε την καυστική του ιδιότητα, και έτσι η
Μάρτυς διατηρήθηκε απόλυτα αβλαβής.
Παρά ταύτα ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν σταμάτησε τα
βασανιστήρια. Έτσι λοιπόν, με προσταγή του, οι δήμιοι σήκωσαν τη Μάρτυρα από
τη σχάρα και την έριξαν σε ένα τηγάνι πυρακτωμένο, μέσα στο οποίο κόλλαγε
πίσσα και άσφαλτος. Η Μάρτυς δε, με το πρόσωπο γαλήνιο και ατάραχο, στάθηκε
στο μέσο αυτού του κολαστηρίου οργάνου και καλούσε την άνωθεν βοήθεια, η οποία
και έφτασε πάραυτα. Έτσι λοιπόν το πυρ και η αφάνταστα υψηλή θερμότητα
μεταβλήθηκε σε δροσιά. Τοιουτοτρόπως νόμιζε κανείς πως η Αγία αναπαυόταν σε
ολόδροσο λειμώνα ή σε κάποια χλόη απαλή.
Έτσι λοιπόν όλα τα βασανιστήρια στα οποία υποβαλλόταν η Μάρτυς
δεν της προκαλούσαν ούτε την παραμικρή βλάβη, και εκείνοι που έβλεπαν το
γεγονός αυτό εκδήλωναν τον θαυμασμό τους. Για τον λόγο αυτό ο δικαστής, ο
γνήσιος αυτός υπηρέτης του πονηρού, δεν είχε τίποτε άλλο να πράξει και
αποφάσισε τον διά ξίφους θάνατο της Μάρτυρος.
Η εξαγγελία της αποφάσεως αυτής χαροποίησε πάρα πολύ τη
Μάρτυρα, και η ανεκλάλητη αυτή χαρά διακρινόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό της.
Αμέσως δε η Αγία παρακάλεσε την μητέρα της να προσεύχεται γι’ αυτήν, και εν
συνεχεία συμβούλεψε τις αδελφές της να μην παραμελήσουν ούτε το παραμικρό τη
φροντίδα τους για το βραβείο της άνω κλήσεως, λέγοντάς τους: «Ξέρετε πολύ καλά
με ποιον συνταχθήκαμε και με ποιου τη σφραγίδα σφραγιστήκαμε. Να μείνουμε
λοιπόν ακλόνητες στην ομολογία Αυτού μέχρι θανάτου, και να μη φοβηθούμε και
αποκάμουμε. Μία μητέρα μάς γέννησε- η ίδια και τις τρεις μας- από μία λάβαμε τη
σωματική και την πνευματική τροφή. Ένα επομένως ας είναι και για τις τρεις μας
το τέλος· αδελφά ας είναι στις αδελφές και τα φρονήματα. Η πρώτη ας είναι οικείο
υπόδειγμα στις επόμενες».
Από τα λόγια αυτά της αδελφής τους οι δύο άλλες αδελφές
πήραν θάρρος και δύναμη· και, αφού της είπαν κάποια τελευταία λόγια και την
αποχαιρέτησαν, την παρακάλεσαν να προσευχηθεί γι’ αυτές στον κοινό Δεσπότη,
τον Ιησού Χριστό, ώστε να διέλθουν απρόσκοπτα και αυτές τον ίδιο με αυτή δρόμο,
προκειμένου να αξιωθούν και των ίδιων στεφάνων.
Η γενναία δε μητέρα της Αγίας, η Σοφία, δεν εκδήλωσε τίποτε
το ταπεινό ούτε κάτι μικρόψυχο και γυναικείο· αλλά, σαν να ντρεπόταν να πράξει
ή και να πει κάτι που θα ήταν ταπεινωτικό και ανάξιο για μια τέτοια θυγατέρα,
στεκόταν απόλυτα στο ύψος της και διατηρούσε πλήρως το μεγάλο και ιερό της
φρόνημα. Τούτο μόνο της προκαλούσε στενοχώρια, μήπως δηλαδή δει τις άλλες της
κόρες να υπολείπονται κατά τι του παραδείγματος της πρώτης, και κινδυνεύσει να
φανεί πως είναι μητέρα μιας μόνο Μάρτυρος και όχι τριών. Για τούτο και
προέπεμπε την κόρη της αυτή στη σφαγή με λόγια επάξια, λέγοντας: «Εγώ, κόρη
μου, σε γέννησα, και υπέμεινα για σένα τις ωδίνες του τοκετού, και σε έφερα
τρέφοντάς σε στο στάδιο αυτό της ηλικίας σου. Τώρα όμως λαμβάνω τα τροφεία
(=την αμοιβή για την τροφή), τώρα λαμβάνω τις ανταποδόσεις των κόπων μου, και
μάλιστα πολλαπλάσια. Πράγματι, αν και δεν είναι δυνατόν σε κανέναν να
ανταποδώσει στους γονείς του ευεργεσίες ίσες προς εκείνες που αυτοί προσφέρουν
στα παιδιά τους (και αλήθεια, πώς θα ήταν δυνατόν ένα τέτοιο πράγμα προς
αυτούς από τους οποίους λαμβάνουμε την ύπαρξη;), εσύ μου ανταπέδωσες τα πάντα
με περίσσεια πολλή, αφού με ανέδειξες μητέρα τέτοιας κόρης, η οποία άθλησε
έτσι μεγαλόψυχα για τον Χριστό. Πήγαινε λοιπόν προς Αυτόν, τέκνο μου· πήγαινε
πορφυρωμένη από τα αίματα που θα χύσεις γι’ Αυτόν, με τα οποία και θα παρουσιαστείς
στον Νυμφίο σου, και θα σταθείς μπροστά Του καλλωπισμένη με χρώμα ωραιότερο
από κάθε κοκκινάδι και άνθος».
Μόλις η Αγία άκουσε αυτά που είπαν οι αδελφές της και η
μητέρα της, έσκυψε τον αυχένα της και ο δήμιος της έκοψε με το ξίφος του την
κεφαλή. Έτσι λοιπόν η πρώτη κόρη της Σοφίας, η Πίστις, ετελειώθη και ανήλθε
στεφανηφόρος προς τον Χριστό, ο Οποίος είναι η κεφαλή όλων.
Βασανιστήρια και τελείωση της δεκάχρονης Αγίας
Ελπίδας (17 Σεπτεμβρίου)
Αλλά
ο ανόσιος εκείνος δικαστής δεν μπορούσε να υποφέρει την καταισχύνη, και
σκεφτόταν να εξαλείψει την ήττα του από τις δύο άλλες. Βεβαίως όμως και από
αυτές επίσης νικήθηκε και καταντροπιάστηκε· και μάλιστα πολύ περισσότερο.
Ευθύς αμέσως κάλεσε τη δεύτερη κόρη της Σοφίας, την Ελπίδα,
και της είπε: «Πείσου σ’ έμενα, νεαρή μου, και προσκύνησε την Άρτεμη, την
μέγιστη θεά· μετά φύγε πολύ χαρούμενη». Εκείνη όμως, η όντως ακαταίσχυντη
Ελπίς, του είπε: «Όπως πίστεψες ότι εγώ είμαι αδελφή της προηγούμενης, της
οποίας και έλαβες πείρα, έτσι να πειστείς και στη γνώμη μου και την απόφασή μου
να αποδειχθώ και στην πράξη αδελφή εκείνης. Και βέβαια να ξέρεις ότι δεν
υπάρχει τίποτε απολύτως, ούτε από τα ευχάριστα ούτε από τα δυσάρεστα, το οποίο
να με μεταπείθει από τη γνώμη μου αυτή και την απόφασή μου».
Μόλις ο δικαστής άκουσε τα λόγια αυτά, έκρινε μάταιο και
περιττό να συνεχίσει τις ερωτήσεις και προχώρησε ευθύς αμέσως στην επιβολή
βασανιστηρίων. Λοιπόν, αφού της έβγαλαν την εσθήτα και τη γύμνωσαν, ο
αδίστακτος εκείνος δικαστής πρόσταζε να τη μαστιγώσουν και αυτή με ωμά
βούνευρα. Η δε Μάρτυς, επειδή υποβαλλόταν σε ίσο προς την αδελφή της
βασανιστήριο, έδειχνε και ίση καρτερία και υπομονή. Ο θυμός όμως του δικαστή
άναψε μεγαλύτερος. Έτσι λοιπόν πρόσταξε αμέσως και έριξαν τη σεμνή νεάνιδα
μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Αλλά ο Θεός της αδελφής της φρόντιζε εξίσου και
γι’ αυτήν. Έγινε δηλαδή και τώρα κάτι παραπλήσιο προς τη βαβυλώνια φλόγα:
έριξαν τη μάρτυρα στο πυρ, πλην όμως εκείνο δεν την άγγιξε ούτε το παραμικρό.
Βγαίνοντας δε η Μάρτυς από την κάμινο του πυρός σώα και αβλαβής, έκανε μια
ολόθερμη ευχαριστήρια και ικετήρια προσευχή στον Θεό. Ευχαριστήρια, διότι
διατηρήθηκε αβλαβής από τα βασανιστήρια στα οποία είχε υποβληθεί ως εκείνη τη
στιγμή· ικετήρια, για αυτά που έμελλε να ακολουθήσουν, ώστε με όλα να δοξαστεί
το όνομα του Θεού και να καταισχυνθούν οι ασεβείς.
Παρ’ όλα αυτά, ο άνομος δικαστής δεν σεβάστηκε τη Μάρτυρα·
την οποία, όπως φάνηκε, τη σεβάστηκε και αυτό τούτο το άψυχο πυρ και δεν την
άγγιξε καθόλου. Έτσι λοιπόν ο ανόσιος πρόσταξε να την κρεμάσουν σε ένα ξύλο και
να της καταξεσκίσουν το σώμα με σιδερένια νύχια. Αλλά και κατά το βασανιστήριο
αυτό η Μάρτυς έδειχνε την ίδια με τα προηγούμενα ευψυχία. Για τούτο μια χάρη
δαψιλής καταύγαζε τα μάτια της, ενώ από τα ξεσκιζόμενα μέλη του σώματός της
έβγαινε μια άρρητη ευωδία. Με ένα δε απαλότατο μειδίαμα και ανεπαίσθητο στα
χείλη η Ελπίς είπε στον δικαστή: «Εσύ, μιαρέ φονιά, νομίζεις πως με τα
βασανιστήρια θα με αποδυναμώσεις· εγώ όμως, τονωμένη και δυναμωμένη από τον
Χριστό μου, έχω τη βεβαιότητα ότι Εκείνος εσένα θα σε αποδυναμώσει και θα σε
αποδείξει άπρακτο. Εσένα που κήρυξες πόλεμο σε μια γυναίκα, και μάλιστα πολύ
νεαρή, η οποία δεν έχει καμιάν άλλην αρωγή και στήριγμα, παρά μόνο τον αψευδή
Θεό».
Ο δικαστής έγινε έξω φρενών από τα λόγια αυτά της Μάρτυρος.
Έτσι λοιπόν πρόσταξε να γεμίσουν ένα λέβητα με πίσσα και ρητίνη (=ρετσίνι)
και, αφού πρώτα τον θερμάνουν μέχρι που αυτά να κοχλάσουν, να ρίξουν την Αγία
μέσα σ’ αυτόν. Με την επέμβαση όμως, ως συνήθως, του Θεού ο λέβητας διαλύθηκε
σαν κερί από το πυρ, ενώ το κοχλαστό μείγμα της πίσσας και της ρητίνης χύθηκε
απότομα έξω και κατέκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες που στέκονταν ολόγυρα.
Αλλά, ακόμη και ύστερα από αυτά, εκείνος ο τυφλός στον νου
δικαστής δεν μπορούσε να καταλάβει ποιά ήταν η δύναμη που επιτελούσε τα
θαύματα. Όθεν, αν και σε όλα όσα αυτός έπραξε, αποκόμισε την ήττα, νικήθηκε
δηλαδή, βρισκόμενος σε αμηχανία πλέον και ωσάν βέβαια να έπραττε εκείνο που η
Μάρτυς επιθυμούσε, αποφάσισε την διά ξίφους θανάτωσή της. Πήρε δηλαδή την ίδια
απόφαση που είχε πάρει και για την αδελφή της.
Μόλις η Ελπίς άκουσε την απόφαση του δικαστή, ζήτησε και
αυτή επίσης, όπως είχε πράξει και η αδελφή της, την εξόδια μητρική προσευχή,
ενώ παράλληλα υποκινούσε και ξεσήκωνε προς αγώνες την τρίτη και τελευταία κατά
σειρά αδελφή, την Αγάπη, παρέχοντας τον εαυτό της ως ασφαλές υπόδειγμα και
επιβεβαιώνοντας την αξιοπιστία των λόγων της από τα βασανιστήρια που η ίδια
υπέστη. Όταν δε η Μάρτυς οδηγήθηκε στον τόπο της τελειώσεώς της, είδε καταγής
το λείψανο της πρώτης αδελφής. Αμέσως έπεσε πάνω σ’ αυτό και το αγκάλιαζε και
το καταφιλούσε· και από ένα μέρος τιμούσε το λείψανο αυτό ως λείψανο αγίας, από
το άλλο συγκινήθηκε, ως αδελφή της και εκδήλωσε με δάκρυα τον πόνο της.
Φέρνοντας όμως στη σκέψη της το γεγονός ότι η αδελφή της υπήρξε Μάρτυς, ο πόνος
της μεταβλήθηκε πάλι σε απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση. Διότι πώς θα μπορούσε
να χύνει δάκρυα για την Αγία, την αδελφή της, προς την οποία και έσπευδε ήδη με
τον ίδιο τρόπο τελευτής; Δέχθηκε λοιπόν και η Ελπίς τον διά ξίφους θάνατο, και
πορεύτηκε την ωραία πορεία, την μακαρία όντως οδό, η οποία είναι επιθυμητή σε
όλους τους χριστιανούς, αλλά λίγοι τη βρίσκουν.
Μαρτύριο και τελείωση της οκτάχρονης Αγίας Αγάπης (17
Σεπτεμβρίου)
Ο άνομος δικαστής έφτασε πλέον στην έσχατη αμηχανία και δεν
μπορούσε να υποφέρει τον καταφανή εξευτελισμό του. Υπήρχε όμως και η τρίτη κατά
σειράν κόρη της Σοφίας, η Αγάπη· είχε δε την ελπίδα πως αυτήν θα τη νικούσε,
και την ελπίδα του αυτή τη στήριζε στο γεγονός ότι η Αγάπη ήταν πολύ νέα στην
ηλικία, και έτσι νόμιζε πως θα μπορούσε εύκολα να την πείσει. Πρόσταξε λοιπόν
και την οδήγησαν ενώπιον του· και αφού της έκανε μερικές ερωτήσεις, της είπε
και λόγια κολακευτικά, που θα μπορούσαν να την πείσουν. Η Αγάπη όμως του είπε:
«Μη σε ξεγελάει το νεαρό της ηλικίας μου και νομίζεις πως θα με εξαπατήσεις
εύκολα με τα λόγια σου και θα με παγιδέψεις. Μετά από λίγο θα σε διδάξει η
πείρα ότι εγώ είμαι βλαστός από την ίδια ρίζα και γέννημα από τη μία εκείνη
γαστέρα, από την οποία προήλθαν και οι δύο άλλοι βλαστοί, δηλαδή οι δύο προηγούμενες
κόρες, πείρα των οποίων ήδη έχεις λάβει. Και βέβαια εγώ τις αδελφές μου δεν θα
τις ντροπιάσω, ούτε θα διαψεύσω την ευγένεια του γένους μας· αλλά μάλλον και θα
τις ξεπεράσω κατά την καρτερία, και μάλιστα τόσο, όσο πλεονεκτώ κατά την πείρα,
αφού είμαι διδαγμένη και ξέρω από αυτές ότι θα έχω τη βοήθεια του Χριστού».
Την παρρησία όμως της Αγάπης δεν την ανέχτηκε ο μιαρός
δικαστής. Για τούτο πρόσταξε να την κρεμάσουν από ένα ικρίωμα και να την
τεντώσουν με ιμάντες από κάθε μέρος τόσο πολύ, ώστε με τη σφοδρότητα της
εντάσεως εκείνης να διασπώνται οι αρθρώσεις των μελών από τη φυσική τους σύνδεση.
Αλλ’ όμως η δύναμη του Θεού, που συμπαραστάθηκε στις άλλες αδελφές, ήταν και
μαζί μ’ αυτήν και τη διατηρούσε σώα και άβλαβή. Λοιπόν, ανάφτηκε και γι’ αυτήν
κάμινος με χρήση κάθε είδους καύσιμης ύλης, ύστερα από προσταγή του μυαρού
δικαστή, ο οποίος ήταν ήδη πολύ αναμμένος από την οργή του. Προτού όμως να
ρίξουν τη Μάρτυρα στην κάμινο, της είπε: «Βλέπεις το πυρ που καίγεται εναντίον
σου; Δεν θα μπορέσεις με κανέναν άλλο τρόπο να αποφύγεις την απειλή του, παρά
μόνον αν σπεύσεις να εκτελέσεις χωρίς καμιά πρόφαση το προσταζόμενο. Εγώ
μάλιστα θα σου συμπεριφερθώ και πιο φιλάνθρωπα. Πες λοιπόν απλά και μόνο
“μεγάλη η Άρτεμη”, και αμέσως θα απαλλαγείς από κάθε κατηγορία». Η Μάρτυς όμως
του είπε: «Μη γένοιτο· μακριά από μένα αυτό. Εγώ μήτε θα διαπράξω ποτέ με λόγο
κατιτί το ανόσιο και άπρεπές, μήτε θα ρυπάνω τη γλώσσα μου με τέτοια φράση,
που είναι αλλότρια από την πίστη στον δημιουργό του παντός, στον μόνο και
αληθινό Θεό».
Και τί έγινε μετά; Ο ανόσιος εκείνος δικαστής άφησε τα λόγια
και έπραξε αυτό που είχε προστάξει υπό το κράτος μεγάλης οργής: έδωσε εντολή
στους δημίους να ρίξουν με ορμή τη Μάρτυρα στο πυρ. Εκείνη όμως πρόλαβε όχι
μόνο τους δημίους, αλλά σχεδόν και αυτό τούτο το πρόσταγμα, και πήδησε μόνη της
στη μέση της φλόγας, ωσάν σε νερά θερμά και πολύ ευχάριστα λουτρά. Και τότε
συνέβη το εξής θαυμαστό: η φλόγα διασκορπίστηκε πάραυτα και κατέκαψε τους
ειδωλολάτρες που στέκονταν ολόγυρα. Αλλά το πυρ εκείνο έφτασε και ως τον ίδιο
τον δικαστή και του προκάλεσε πολλά εγκαύματα. Και τούτο έγινε αφενός για να
ελεγχθεί η ασέβειά του και αφετέρου, για να μην έχει καμιά αμφιβολία, αλλά να
χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως μάρτυρα της δυνάμεώς του Θεού. Τοιουτοτρόπως οι
πράξεις των ασεβών καταισχύνονταν, ενώ ο Θεός διά της Μάρτυρός Του δοξαζόταν.
Το μέρος του σώματος του δικαστή, που το είχε αγγίξει η
φλόγα, βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Έτσι λοιπόν αυτός έστειλε κάποιους να του
φέρουν ενώπιόν του την Αγία. Οι αποσταλέντες όμως έβλεπαν κάποιους
λευκοφορούντες, ευπαρουσίαστους και πολύ χαριτωμένους άνδρες, οι οποίοι και
μόνο με τη μορφή τους μπορούσαν να προκαλούν την έκπληξη και τον θαυμασμό,
προσέτι δε αυτοί θεάθηκαν και πολλές φορές μέσα στην κάμινο, συναναστρεφόμενοι
με τη μακαριστή Αγάπη και αναπέμποντες μαζί μ’ αυτήν προσευχές στον Θεό. Όταν
λοιπόν οι απεσταλμένοι του δικαστή επιχείρησαν να πιάσουν τη Μάρτυρα και να τη
βγάλουν έξω, για να την οδηγήσουν ενώπιόν του, παρέλυσαν τα δεξιά τους χέρια·
και επειδή δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν τίποτε περισσότερο, φώναζαν προς
αυτήν: «Έβγα από την κάμινο, δούλη του Θεού· σε καλεί ο δικαστής».
Όταν λοιπόν η Μάρτυς βγήκε από τη φωτιά άθιχτη και απολύτως
αβλαβής, ο δυσσεβής δικαστής, καίτοι είχε μισοκαμένο ακόμα το σώμα του και
μπορούσε και από μόνος του να είχε συνετιστεί, έχοντας στα μάτια της διάνοιάς
του παχύ το νέφος της ψυχής του, παρέμενε καταφανώς ανόητος και ασύνετος. Για
τούτο και πάλι προέβη σε τιμωρίες κατά της Μάρτυρος. Πρόσταξε λοιπόν να
τρυπήσουν πέρα ως πέρα τα μέλη του σώματός με περόνια. Επειδή όμως η Μάρτυς,
έχοντας παντελώς στραμμένη τη σκέψη της στον Θεό, λίγο νοιαζόταν για τα
βασανιστήρια, ή και καθόλου, ο δικαστής αποφάσισε και γι’ αυτήν τη διά ξίφους
θανάτωση.
Μόλις η γενναία και με ανδρικό φρόνημα νεάνιδα άκουσε αυτή
την απόφαση και λογαριάζοντας το γεγονός αυτό σαν σφραγίδα και ασφάλεια της
προς Θεόν ομολογίας, ομολογούσε τη μεγάλη της ευγνωμοσύνη προς Αυτόν,
λέγοντας: «Ευχαριστώ Σέ, παναγία Τριάς, μία θεότης, μία δόξα, μία δύναμις,
διότι και εμένα την ελάχιστη με ανέδειξες άξια του ουράνιου νυμφώνα Σου και με
συναρίθμησες με τις αδελφές μου, που μαρτύρησαν για Εσένα. Να ευδοκήσεις δε,
πανάγαθε Θεέ μου, μετά την τελευτή μου, να επιζήσει η μητέρα μου σ’ αυτόν τον
άθλιο βίο, ώστε να επιτελέσει για εμάς τις θεραπαινίδες Σου τα καθιερωμένα και
αρμόζοντα».
Αυτά είπε στην προσευχή της η Αγάπη. Ακολούθως η θαυμάσια
μητέρα της θαυμάσιας κόρης έκανε γι’ αυτήν μία προσευχή. Όχι βέβαια για να τη
βλέπει ζωντανή· ούτε για να ζήσει μακρό χρόνο, αποφεύγοντας τον θάνατο, ώστε να
μπορεί να την έχει παραμυθία και ελπίδα και στήριγμα στα γηρατειά της, αφού
οι δύο άλλες της κόρες είχαν αποκεφαλιστεί. Τίποτε τέτοιο, ούτε το ζήτησε στην
προσευχή της ούτε το θέλησε· διότι έκρινε ότι αυτά ήταν μητέρων που δεν είχαν
γενναιότητα και που προσέβλεπαν μόνο στον παρόντα βίο. Ώστε σύμφωνα με την
πρόθεσή της δέχθηκε και την τελείωση· και τις καλές πράξεις τις ακολούθησε και
καλό τέλος. Για τούτο η Σοφία, εμψυχώνοντας την κόρη της Αγάπη προς τον θάνατο
και στηρίζοντάς την και ενθαρρύνοντάς την στην πορεία της προς το τέλος του
δρόμου, έλεγε προς αυτήν: «Εύγε, κόρη μου· ω φυτό της γαστέρας μου όντως ευλογημένο!
ω εσύ που τίμησες τους γονείς σου! ω εσύ που δόξασες με τα μέλη σου τον Θεό!
Ποιός δεν θα σε επαινέσει για την ανδρεία σου; Ποιός για την καρτερία σου;
Ποιός για τη σταθερότητά σου; Πήγαινε λοιπόν προς τον κοινό Δεσπότη, προς τον
νυμφώνα τον άφθαρτο, προς τη μακαρία όντως ανάπαυση· πήγαινε να λάβεις τις
αμοιβές των άθλων σου. Τί ωραία που βλέπω τους αγγέλους να χαίρονται και να
αναμένουν την τελείωσή σου! Ω εγώ, με ποιες τρεις θυγατέρες έχω τιμήσει την
αγία Τριάδα! Ποια δώρα, ποια θύματα (=σφάγια) προσέφερα σ’ Αυτήν!». Τέτοιες
ευχές και τέτοια λόγια προσέφερε ως εφόδιο στην κόρη της η καλή εκείνη μητέρα,
και την προέπεμψε στην ποθούμενη οδό.
Όταν λοιπόν, η μακαριστή Αγάπη έφτασε στον τόπο της
εκτελέσεως, πρότεινε τον αυχένα της στον δήμιο και υπέστη προθύμως τον υπέρ
Χριστού θάνατο. Η Σοφία δε, η μητέρα της, αγκάλιασε το ιερό της σώμα και το
φιλούσε με πολλή αγάπη και ευλάβεια. Ακολούθως η γενναία αυτή μητέρα,
πράττοντας εκείνο που επιβαλλόταν από τη φύση και τη σύνεση, ευωδίασε με μύρα
το σώμα και το περιτύλιξε με λαμπρά και πολυτελή σάβανα, όπως έπρεπε να πράξει
μια μητέρα και φιλομάρτυς· και αφού επιτέλεσε όλα τα καθιερωμένα για τέτοια
λείψανα, το ένωσε με τα λείψανα των δύο άλλων θυγατέρων της και εν συνεχεία τα
εναπέθεσε και τα τρία μαζί σε έναν ολόλαμπρο Ναό, τον οποίο εκείνη είχε χτίσει
πρωτύτερα. Τοιουτοτρόπως η Σοφία, η όντως φιλόχριστος αυτή μητέρα, δώρισε
στους χριστιανούς έναν πλούτο ανεκτίμητο και έναν αδαπάνητο θησαυρό, προς ίαση
ψυχής και σώματος, απρόσκοπτο βίο, οικείωση προς τον Θεό· θησαυρό δυνάμενο να
παρέχει πλούσιες τις δωρεές και ευλογίες στους προσερχόμενους με πίστη και
ζητούντες βοήθεια.
(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των Αγίων
Αγάθης, Βαρβάρας, Ευφημίας, Θέκλας, Ιουλιανής, Σοφίας και των θυγατέρων αυτής,
εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 164-168. Μετάφραση Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου,
Θεολόγου, Φιλολόγου-Λυκειάρχου)