Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Η ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ



site analysis


Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ «Μητρική στοργή»
Γεράσιμος Μαρκοράς


Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;


Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.


Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.


Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.


Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

Gustan Klimt
Στέλιος Σπεράντσας "Η μανούλα"

Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!

 Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;

Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!

 Κι όταν κάποτε ένα στόμα

κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάννα μας, παιδιά!
 
 Albert Edelfelt
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ "Ο αποχαιρετισμός της μάνας"
Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,

σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

 Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις

και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.


Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.


Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.

Πάμπλο Πικάσο - Μητέρα και παιδί
Άγγελος Βλάχος  Η καρδιά της μάνας 

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.


- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.


Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.


Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!
Πάμπλο Πικάσο - Μητέρα και παιδί

Κική Δημουλά "Το μικρό μου παιδί"


Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.
Πάμπλο Πικάσο - Μητέρα και παιδί
 Ιωάννης Πολέμης «Η Μάννα»
Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
τη μάννα που τον ‘γέννα.

Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
- Που να σε κόψει ο Χάρος!

Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.

Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.

- Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;

- Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!
Κωνσταντίνος Ιατράς - Μητέρα και κόρη
Σολωμός  Διονύσιος "Η Ελληνίδα μητέρα"  

Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι                                  
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,                       
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,                               
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,                           
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !                        
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.                        
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.                       
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.                                      
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,

πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.

  Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921 – Γ. Καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδη, Ηλ. Μηνιάτη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄ Λυκείου»,Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σ. 95-96)

Marc Chagall

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Στὴν Μητέρα του"
(1874, Λυρικὸ ποίημα ἀφιερωμένο στὴ μάνα του )


“Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.


Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.


Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.


Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.


Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.


Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες”.
Van Gogh

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ «Της μητέρας μου »
Μητέρα μου· παιδί σου ἐμὲ πιστὸ
μὲ ἀφήνει ἡ κάθε μέρα ποὺ διαβαίνει.
Σὲ μὲ τὸ πρόσωπό σου εἰκονιστὸ
καὶ μέσα μου ἡ ψυχή σου φωληασμένη.

Δὲ σ᾿ ἔνοιωσα πρὶν νὰ σὲ χωριστῶ
μὰ ἡ θύμησή σου ἀκέρηα ποὺ μοῦ μένει,
μοῦ δείχνει ἐμένα, ἐκεῖ νὰ ἐξιλαστῶ
γιὰ πάντα θλιβερὴ μετανοιωμένη.

Πιστὸ παιδί σου. Τὴ μαρτυρικὴ
ζωή σου ζωή μου νὰ τὴ νοιώσω
Μητέρα μου καλή, πονετική.

Καὶ στὸν κρυφὸ καημό σου, νὰ μὴ δοῦν
τὸ πόνο σου ὅσοι ἀγάπαγες, νὰ δώσω
καὶ γὼ τὰ σπλάχνα μου – ἄνθη νὰ μαδοῦν …
 Ιακωβίδης
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ "Το τραγούδι της μάνας"

Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
-Τραγούδα το σιγά-
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
Κατὰ τὸ Καρπενήσι...

Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
Λαμπάδιαζε στὴ δύση.

Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
-Τραγούδα το σιγά-
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
Καὶ σὰν ἀχνὸς ἐχάθη...

Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
Τ᾿ ἀργοταξιδεμένο

Ἀπάνου ἀπὸ τὴ κούνια μου
-Τραγούδα το σιγά-
Ἀπάνω ἀπὸ τὴ κούνια μου
Ἀρμένισε κι ἐστάθη

Βαριὰ φουρτουνιασμένο...
 Mary Cassatt   Mother And Child
Νικηφόρος Βρεττάκος "Μάνα και Γιος"
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να 'χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.

 
 Mary Cassatt Young Mother Sewing
Νικηφόρος Βρεττάκος "Η μητέρα μου στην εκκλησία"

Άλλαξε τη μπόλια* της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.


Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.

Γύζης - Μητέρα και παιδί
Γεωργίου Βερίτη "Μάνα γλυκυτάτη"
(΄Απαντα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις ΔΑΜΑΣΚΟΣ, Αθήναι, 1968)

Θέ μου, να κάμω σε Σένα θερμή προσευχή!
Θέ μου, η αγάπη Σου ας είν΄ πιο βαθιά, πιο γλυκιά για τη Μάνα!
Μέσα της κάμε ν΄ απλώνεται πάντα η δική Σου γαλήνη,
και στις πληγές της καρδιάς της η χάρη Σου βάλσαμο ας γίνη.
Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα!
δε σε θαμπώνουν απάτες εσένα κι΄ονείρατα πλάνα.
Πάνω στο χρέος ακοίμητη εσύ, νύχτα - μέρα σκυμμένη,
τ΄άπειρο ακούς μέσ΄τα χάη μια - μια τις στιγμές να σημαίνη.
Τόσο η ψυχή σου είν΄απλή, που μιλά με τ΄αμίλητα πλάσματα,
κι ούτε γελιέσαι ποτέ μ΄όσα φτιάνει το ψέμα φαντάσματα.

Μάνα, η στοργή σου μεγάλη κι΄απέραντη όσο η πλάση!
Ποιός θα μπορέση ως βαθιά την καρδιά σου ποτέ να διαβάση;
Μάνα, η στοργή σου πασίχαρη σαν τις αχτίδες του ήλιου,
μέσ΄στη χαρά του χρυσού προσκαλεί μαγικού σου βασίλειου.
Πώς με βελούδινα δάχτυλ΄αγγίζεις τους πόνους μας και τους γλυκαίνεις
Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα συ τ΄απαλαίνεις!
Πάνω απ΄το λίκνο μας σκύβοντας, άγγελε - ώ τη χαρά σου!
τα μεταξένια σου απλώνεις φτερά, τα μεγάλα φτερά σου.
΄Ω το γλυκό, τρυφερό σου, μανούλα, κι΄ολόθερμο φίλημα,
στου βρεφικού μας ονείρου τ΄αθώο κι΄απλό παραμίλημα!
΄Ω, πώς πονάς όταν βλέπεις εμάς στο κρεββάτι του πόνου,
και στους δικούς μας κινδύνους, καλή, πόσα φίδια σε ζώνουν!
Πόσες φορές σου τρυπάμε, φτωχή, την καρδιά με μαχαίρι,
και πόσες άλλες σηκώσαμε απάνω σου βέβηλο χέρι!
Πόσες φορές σ΄ανεβάσαμε απάνω σε ξύλον οδύνης,
δίχως εσύ και μια λέξη πικρή παραπόνου ν΄αφήνης!
Κ΄ώ, πόσες άλλες φορές στου φρικτού Γολγοθά μας τα σκότη
μόνη σου κλαις, σ΄ένα θρήνο βουβό, τη χαμένη μας νιότη!
΄Ολα μας ταμαθες, Μάνα γλυκύτατη, ατίμητη Μάνα,
και με της Πίστης μας τ΄άγιο μας έθρεψες κ΄άφθαρτο μάννα.
΄Ενα κομμάτι χτυσάφι μας έκρυψες μέσα βαθιά μας,
να μπουμπουκιάσουν οι ανθοί λαχταράς του καλού στην καρδιά μας.

Μάνα! πού βρήκες την τόση στοργή, την αγάπη την τόση;
Μέσ΄στην ψυχή σου απ΄το χέρι του Πλάστη μας έχει φυτρώσει!
Μάνα, που πήρες απ΄ όλα τα πλάσματ΄ ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μένει κι΄ ανέγγιχτ' η δόξα σου μέσα στο χρόνο.
Μεσ΄στην αγκάλη σου, ώ θαύμα! κρατάς το Θεό μας, Μητέρα,
κι΄ είσαι απ΄τη γη κι΄απ΄τους κόσμους των άστρων, εσύ, ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ!!!



Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του
Εδώ και χρόνια πεθαμένη μου μητέρα
Και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο
Το μισοσκότεινο δωμάτιο, όπως τότε
Οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο
Κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν 
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα
έμπαινε αθόρυβα η μεγάλη νύχτα
Όλα τα ίδια, μόνο εκείνη δεν ήταν η ίδια
Α μητέρα,
θέλω να πω.. δεν ήταν πια μονάχη
Μα δίπλα της σ ένα άλλο φέρετρο.. ξανά εκείνη
Το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο πεθαμένο δυο φορές
Τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν σταυρωμένα δυο φορές
Δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα 
Λες κι η απέραντη πλημμυρισμένη της μητρότητα 
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές 
να μη χωρούσε τώρα μόνο σε ένα θάνατο.
Τάσος Λειβαδίτης, "Μητρότητα" 
François-Louis Lanfant de Metz
Γιάννης Ρίτσος, [Η μητέρα μου] (από τον “Ορέστη”)

«…Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, -
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
“μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”,
ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”,
ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”,
ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”,
και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει –
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), -
τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου,
καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας,
κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,
μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο –
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση
ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα
μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, -
όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση
της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ‘βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη
ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά
να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου
σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι.
Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα,
επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […]
(Γ. Ρίτσος, “Ορέστης, Τέταρτη διάσταση”, εκδ. Κέδρος)
Robert Walter Weir

Μιχάλης Γκανάς, «Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού»

«Τα χέρια σου τα κέρινα/ η Παναγιά εκράτει.
Χιόνιζε στα σεντόνια σου/ και σ’ όλο το κρεβάτι.

Η κόκκινη λιανή γραμμή/ του πλαστικού σωλήνα
από τη φανερή πληγή/ σαν το ποταμάκι εκίνα.

Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου/ σκιαγμένα τα τρυγόνια
και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς/ και στα μικρά μου χρόνια.

Μικρά πολύ πικρά πολύ/ χτισμένα γύρα γύρα
και μόνο από τη χούφτα σου/ σπυρί χαράς επήρα.»


                                                        frederic leighton

Μελισσάνθη, «Η μπαλάντα της μάνας»
“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε
πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά
πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος; πού να ‘ναι;

Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά
με δίχως νανουρίσματα κοιμάται…
Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε
κύματα, πιο βαθιά μη μου τον πάτε
της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.

Ποιο άλλο μικρό δέχτηκε τέτοια χάδια;
Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό
του κύματος φοράει τα τυλιγάδια
τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό.
Πού είδατε αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι;
Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι
Σωπάτε, νάνι, το παιδί μου κάνει
Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό.

Και για πνιγμούς, για τραγικά ναυάγια
μέσα στις νύχτες του όλο ιστορεί.”
Για της νεράιδας- θάλασσας τα μάγια
Που παίρνει όποιον τις νύχτες τη θωρεί
- Αποκοιμούνται στο μαστό τα βρέφη -
Μένανε, η άρμη το παιδί μου τρέφει
με το μικρό του δαχτυλάκι γνέφει
της τρικυμίας ν’ αρχίσουν οι χοροί.

Μ’ απόψε, η θάλασσα είναι σαν το λάδι
- πλατειά, θαρρείς, που απλώθηκε στρωμνή –
μαυρίζει, αίμα πνιγμένου, το σκοτάδι.
Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή;
Πού απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει:
“Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι
νάνι, κανένας μη μου το ξυπνάει
γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί.”
(“Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα”, εκδ. Καστανιώτης)

François-Louis Lanfant de Metz -  Mother And Three Children
Κ ΒΑΡΝΑΛΗΣ Η μάνα του Χριστού

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.

Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.

Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.

Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!

Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

 Μάνα μου πόσο μέστωνε το στάρι στις ταφόπετρες
πόσο γλυκό στη γέψη το ψωμί το ψυχοσάββατο
και το κρασί στυφή παρηγοριά στο ξόδι του παππούλη.
Στο γάμο του μικρού μικρού μεταλαβιά του βλάμη.
Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ΄ ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ΄ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.

Κι όταν στην έρμη ρεματιά
φυτρώνουν οι μικρές ελιές
κι όταν μαζεύαμε καρπό σε ερωτικά νυχτέρια
κι όταν πιθάρια πήλινα το σώμα τρώγαν του λαδιού,
μάνα καλή το ξέραμε πως φύλαγες το πιο καλό
στην πιο κρυφή και σκοτεινή βενέτικη κασέλα.

Λίγο για τα βαφτιστικά, λίγο για τα στερνά στερνά,
λίγο για την αβασκανιά και την κακή την ώρα.

Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ΄ ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ΄ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.


Στίχοι: 
Κ.Χ Μύρης
Μουσική: 
Γιάννης Μαρκόπουλος
1. Νίκος Ξυλούρης Φωνητικά: Μέμη Σπυράτου 
Frederick Warren Freer 



Γ. Βιζυηνός «Πως να πειράξω τη μητέρα»

                                        Πως να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πως ν' αρνηθώ ή ν' αναβάλλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν κι αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει,
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω,
φιλά, να γιάνει την πληγή,
αυτή, τι πρέπει εγώ ν' αφήσω
και τι να κάνω μ' οδηγεί.

Πως το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάνω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
 
Emile Munier



Ανέστης Ευαγγέλου «Μην απορείς, μητέρα»

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι μητέρα· αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δεν βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ' όρθιο κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,

μέσ' απ' τα ερείπια ν' ανοίγει δρόμο και να προχωράει



                                                       Gaspard Dughet



Άρη Αλεξάνδρου, Με τι μάτια τώρα πια

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
        τα εξηντατέσσερα
μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό         
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
        να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος     
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη   
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα-     
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μέσ'
        από τη σίτα*
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
 σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου   
        τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

                                           Shahrad Malek
Νίκος  Καζαντζάκης    
                                                           
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
            -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
            Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.

            Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
            Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
            Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρεί το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.
 «Αναφορά στον Γκρέκο»

George Goodwin Kilburne

Δ.ΣΩΤΗΡΙΟΥ 

Η μητέρα του ήταν μια τρυφερή,ευαίσθητη και υπομονετική γυναίκα.Στο σπίτι
υπήρχαν δυο εξουσίες που υπολόγιζαν όλοι:του Θεού και του πατέρα.Στον άντρα της
δεν αντιμιλούσε ούτε του εναντιωνόταν ποτέ.Μόνο μια φορά τόλμησε όταν τον είδε να
δέρνει με μανία το παιδί τους,το Μανώλη,επειδή έδωσε ένα νόμισμα στη μαϊμού ενός
πλανόδιου γύφτου αντί να αγοράσει αλάτι.Εκείνη τη φορά η μητέρα προσπάθησε να
συγκρατήσει τον άντρα της,για να μη σκοτώσει το παιδί.Πρόκειται για μια γυναικεία
μορφή χαρακτηριστική της εποχής της. Διακρίνεται,όπως και άλλες γυναίκες της
εποχής,για την εργατικότητα και τη νοικοκυροσύνη της.Ήταν άξια, προκομμένη και
εργατική γυναίκα.Την έβλεπαν σαν το σκεπασμένο ήλιο,που τον μαντεύεις,μα οι
αχτίδες του δεν φτάνουν ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε.Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να
χαϊδέψει τα παιδιά και να τα πάρει στα γόνατά της και να τους πει ένα παραμύθι.Ο
Μανώλης τη θυμάται να δουλεύει πάντα ασταμάτητα,προσπαθώντας να προλάβει όλες
τις δουλειές μέσα στο σπίτι αλλά και στα χωράφια.Ξυπνούσε πολύ πρωί για να
ετοιμάσει το φαγητό,να φροντίσει το μωρό στην κούνια,να πλύνει και να φροντίσει το
καθημερινό νοικοκυριό του σπιτιού.
 «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ»
Γ  ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ



ΑBBAS MAHMOUD AL AKKAD
Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ

Η μάνα μου, μού είπε ψέματα οχτώ φορές.Αυτή η ιστορία ξεκινάει με τη γέννηση μου-ήμουν μοναχογιός μιας οικογένειας πολύ φτωχής.
Δεν είχαμε ούτε τα απαραίτητα για να καλύψουν τις ανάγκες μαςΌταν καμιά φορά
βρίσκαμε λίγο ρύζι για φαγητό η μάνα μου, μού έδινε το μερίδιό της και μου έλεγε, ενώ κένωνεΤο πιάτο τηςστο δικό μου:Φάε αυτό το ρύζι παιδί μου, εγώ δεν πεινάω
Αυτό ήταν το πρώτο της ψέμα!Όταν μεγάλωσα
λίγο,η μάνα μου πήγαινε,αφού τελείωνε με τις δουλειές του σπιτιού,
Στο διπλανό ποτάμι για ψάρεμα,με τηνελπίδα να πιάσει ένα ψάρι για να με βοηθήσειΣτην ανάπτυξη του σώματός μου-κι όταν μια φορά έπιασε δύο
ψάρια,Έτρεξε στο σπίτι και ετοίμασε το φαγητό και έβαλε τα δυο ψάρια μπροστά μουΕγώ άρχισα να τρώω τοπρώτο ψάρι κι αυτή έτρωγε ότι περίσσευε από το κρέας και τα αγκάθια,Η καρδιά μου ράγισε γι` αυτήν, τηςέβαλα το δεύτερο ψάρι μπροστά της να το φάειΑυτή όμως μου το επέστρεψε αμέσως λέγοντας:Φάγε παιδί
μου και το δεύτερο ψάρι δεν το ξέρεις ότι δεν μ` αρέσουν τα ψάρια.Αυτό ήταν το δεύτερό της ψέμα!Ότανμεγάλωσα,έπρεπε να πάω σχολείο,αλλά λεφτά δεν είχαμε γι` αυτό.Η μάνα πήγε σε έναν έμπορα και έκλεισεμαζί του μια συμφωνία.Να γυρνάει στα σπίτια και να πουλάει τα ρούχα στις γυναίκες.Ένα βροχερό βράδυ ημάνα μου άργησε στη δουλειά της.Πήγα έξω στους γύρω δρόμους να τη βρω.Την βρήκα να κουβαλάει τα
εμπορεύματα και να χτυπάει τις πόρτες.Της φώναξα:μάνα ας επιστρέψουμε στο σπίτι,είναι πολύ αργά καικάνει πολύ κρύο.Μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά το πρωί.Αυτή χαμογέλασε λέγοντας:μα δεν είμαικουρασμένη παιδί μου.Αυτό ήταν το τρίτο της ψέμα!Μια μέρα είχα τις εξετάσεις του τέλους της χρονιάς,ημάνα μου επέμενε να έρθει μαζί μου.Εγώ μπήκα στην τάξη,ενώ αυτή με περίμενε στον καυτό ήλιο.Όταν
βγήκα με αγκάλιασε με στοργή και αγάπη και μου έδωσε ευχή για καλή επιτυχία.Μαζί της βρήκα ένα ποτήριμε κρύο χυμό,το ήπια μέχρι που ξεδίψασα.Παρόλο που η αγκαλιά της μάνας μου ήταν πιο κρύα και πιοασφαλής.Ξαφνικά κοίταξα τη μάνα μου και είδα το πρόσωπό της να ιδρώνει από την πολλή ζέστη.Αμέσως της  έδωσα το ποτήρι λέγοντας:πιες μάνα.Αυτή μου απάντησε:πιες εσύ παιδί μου,εγώ δεν διψάω.Εκείνο ήταν το τέταρτο ψέμα που μου είπε!
                                                               Katie m. Berggren
Μετά το θάνατο του πατέρα μου έπρεπε να ζήσει ως χήρα και μάνα με όλες τιςευθύνες του σπιτιού.Τώρα πια έπρεπε αυτή να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες μας.Η ζωή μας έγινε πιο δύσκολη,υποφέραμε από πείνα,Ο θείος μου έμενε δίπλα μας,ήταν καλός άνθρωπος,μας βοηθούσε με όσα μπορούσε.Όταν οι γείτονες είδαν την κατάστασή μας,πρότειναν στη μάνα μου να ξαναπαντρευτεί έναν άντρα
για να μας βοηθήσει,αφού ήταν ακόμα μικρή.Αυτή όμως απέρριψε την ιδέα λέγοντας τους:Δεν έχω ανάγκη για αγάπη..Εκείνο ήταν το πέμπτο της ψέμα!Όταν τελείωσα τις σπουδές μου και αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο,βρήκα μια δουλειά.Αρκετά καλή,και πίστεψα πως είχε έρθει η ώρα η μάνα μου να ξεκουραστεί  και να αναλάβω εγώ τα έξοδα του σπιτιού,Εκείνη τότε δεν είχε τη δυνατότητα να γυρνάει στα σπίτια να
πουλάει τα ρούχα,Οπότε πήγαινε κάθε πρωί λίγα λαχανικά στην αγορά και τα πούλαγε.Όταν δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη δουλειά, της αφιέρωσα ένα μερίδιο από το μισθό μου,Η μάνα μου πάλι δεν πήρε τα λεφτά και μου είπε:Παιδί μου, κράτησε τα λεφτά σου,εγώ έχω λεφτά που μου φτάνουν.Ήταν η έκτη φορά που μου είπε ψέματα!Μαζί με τη δουλειά μου,συνέχισα τις σπουδές ώστε να πάρω και μεταπτυχιακό.Πέρασα και
αυξήθηκε ο μισθός μου.Η εταιρία στην οποία δούλευα μου έδωσε την ευκαιρία για εργασία στη Γερμανία.Ένιωσα μεγάλη χαρά.Άρχισα να ονειρεύομαι μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή.Αφού ταξίδεψα και προετοίμασα το έδαφος,Επικοινώνησα με τη μάνα μου και την κάλεσα να έρθει να ζήσει μαζί μου.Αυτή όμως,δεν ήθελε να μ` ενοχλήσει,έτσι μου είπε:Παιδί μου,εγώ δεν έχω συνηθίσει τη ζωή της πολυτέλειαςΑυτό
ήταν το έβδομο της ψέμα!Η μάνα μου μεγάλωσε και εμφάνισε καρκίνο.Έπρεπε να είχε δίπλα της κάποιον για να την φροντίζει.Μα τι να κάνω που ήμουν πολύ μακριά;Άφησα λοιπόν τα πάντα και πήγα να την επισκεφτώ.Στο σπίτι μας την βρήκα καθηλωμένη στο κρεβάτι,αφού είχε εγχειριστεί. Όταν με είδε προσπάθησε να χαμογελάσει.Η καρδιά μου όμως είχε ραγίσει επειδή ήταν πολύ αδύνατη και πολύ αδύναμη.Δεν ήταν η
μάνα μου που ήξερα.Τα κλάματα έτρεχαν από τα μάτια μου,Η μάνα μου προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντας:Μην κλαις παιδί μου,εγώ δεν πονάω.Αυτό ήταν το όγδοό της ψέμα!Κι αφού μου τα `πε αυτά,έκλεισε τα μάτια της και δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά. 


                                                            ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ




                                                   Katie m. Berggren
ΠΗΓΗ.HOMO UNIVERSALIS

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Υπαπαντή: η Ορθόδοξη γιορτή της Μητέρας.




Κάποτε, η γιορτή της Μητέρας γιορταζόταν στην χώρα μας την Υπαπαντή… μακάρι και πάλι να επανέλθει αυτή την μέρα, που μας ταιριάζει περισσότερο, ως Ορθόδοξους Έλληνες.

Υπαπαντή: τέτοια μέρα ορίστηκε πρώτη φορά να τιμάται η μητέρα στην Ελλάδα το 1929.
Με τα χρόνια όμως και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 , η γιορτή μεταφέρθηκε στη 2η Κυριακή του Μαΐου, όπως εορταζόταν τότε και στην Αμερική. 

Γιατί αυτή η αλλαγή;… ήταν μάλλον μέσα στα πλαίσια του «αμερικανικού ονείρου» και της τάσης προς εμπορευματοποίηση ακόμα και των πιο ευαίσθητων αισθημάτων…

Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, θα δούμε ότι από τα αρχαία χρόνια υπήρχε καθιερωμένη εορτή προς τιμήν της Μητέρας. 

Για ένα πρόσωπο όμως τόσο σημαντικό για την ζωή του κάθε ανθρώπου, ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αξίζει να τιμάται ακόμα και κάθε μέρα. Η καθιέρωση ειδικών «ημερών» είναι ένας φορμαλισμός όχι απαραίτητος για να της εκφράσουμε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μας.

Θα σταθώ λίγο στην αλλαγή της ημέρας εορτασμού της Μητέρας, από την Υπαπαντή στην 2η Κυριακή του Μαΐου.

Θεωρώ πως οι καταβολές μας ως λαός και η Ορθόδοξη πίστη, που είναι και το κυρίαρχο θρήσκευμα στην Ελλάδα, μας συνδέουν περισσότερο με την ημέρα της Υπαπαντής.

Η Παναγία είναι εκείνη που επικαλούμαστε όλοι σε δύσκολες στιγμές της ζωής μας, όσο και αν επιφανειακά δεν θεωρούν όλοι τον εαυτό τους συνειδητό πιστό. Αυτό είναι ένα βίωμα που μεταγγίζεται από τη μάνα στο παιδί της και η κραυγή «Παναγία μου!…» βγαίνει εντελώς αυθόρμητα σε κρίσιμες ώρες.

Η Παναγία είναι εκείνη στην οποία θα προστρέξει και η μάνα που πονά για το παιδί, από την εγκυμοσύνη ακόμα, μέχρι την γέννα, το μεγάλωμά του και κάθε δύσκολη στιγμή.

Οι γυναίκες που ευτύχησαν να γίνουν μάνες νιώθουν την μεγάλη συγκίνηση που τους διακατέχει όταν, βγαίνοντας αλώβητες από την πορεία της εγκυμοσύνης και του τοκετού και αφού έχουν διαβεί και τις πρώτες σαράντα μέρες της προσαρμογής μητέρας και βρέφους στην νέα οικογενειακή κατάσταση… η μητέρα φέρνει το παιδί της στην Εκκλησία για να ευλογηθούν και οι δύο και ταυτόχρονα να γίνει η πρώτη έξοδος από το σπίτι και η είσοδος του νέου μέλους στην κοινωνία του Θεού των ανθρώπων.

Αυτή η τόσο σημαντική ημέρα για το ζεύγος μητέρας- παιδιού καθώς και η στήριξη της Παναγίας Μάνας σε όσες μητέρες επικαλούνται την Χάρη Της, δικαιολογούν τον εορτασμό και την τιμή της Μητέρας κατά την Υπαπαντή, δηλαδή τον Σαραντισμό του ίδιου του Βρέφους Ιησού.

Θα ήταν μεγάλη ευλογία να γινόταν ευρύτερα γνωστή αυτή η μέρα ως ημέρα τιμής της Ελληνίδας Ορθόδοξης μητέρας…

Ας έχουμε όλες οι μανούλες την στήριξη, τον φωτισμό και την ενδυνάμωση που χαρίζει η Παναγία μας, που αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού και ας είναι το πρότυπό μας και η καταφυγή μας. 


Γράφει ο Παπαθεοχάρης Μιχάλ

«Κόλπους Πατρός τυπούσι του σου,Χριστέ μου, του Συμεών αι χείρες, αι φέρουσί σε.»


Τους κόλπους του ουρανίου Πατέρα συμβολίζουν, Χριστέ μου, τα χέρια του Συμεών που Σε κράτησαν στην αγκαλιά του.



Μόλις πέρασαν σαράντα ημέρες από την γέννηση του Θεανθρώπου, προσεφέρθη ο Κύριος στο ιερό υπό Μητρός Παρθένου, και υπεδέχθη Αυτόν ο πρεσβύτης Συμεών. Κατά τη διάταξη του Μωσαϊκού νόμου «παν άρσεν πρωτότοκον έσται αφιερωμένον τω Θεώ, και την εις τούτον νενομισμένην θυσίαν προσενέγκη, ζεύγος τρυγόνων, ή δύο νεοσσούς περιστερών». Δηλαδή, κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί ήταν αφιερωμένο στο Θεό, και προς τούτο γινόταν μία συγκεκριμένη τελετή στο ναό, περιλαμβάνουσα και προσφορά δύο τρυγόνων ή περιστεριών.



Λαβών δε ο πρεσβύτης Συμεών τον Κύριο της δόξης στα χέρια του είπε το «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…». Τώρα, δηλαδή, Κύριε, ας πεθάνω, αφού είδα το Σωτήρα του κόσμου. Διότι αυτό περίμενε χρόνια ο δίκαιος Συμεών˙ να δει με τους οφθαλμούς του τον Κύριο και Θεό του. Και πλέον ευτυχισμένος μπορούσε να υπάγει εις τα αγκάλας του Θεού.



Έπειτα από αυτή τη γενική αναφορά, γίνεται κατανοητό ότι ο σαραντισμός έχει τις ρίζες του στην εποχή του Μωυσή (καθώς αυτό το στοιχείο το αντλούμε μέσα από τον Μωσαϊκό νόμο). Λέγοντας «σαραντισμό», εννοούμε ότι η μητέρα προσφέρει το νεογέννητο στο ναό και αυτό προς δόξαν του τριαδικού Θεού.



Η γυναίκα, έπειτα από την κύηση χρειάζεται ένα διάστημα ώστε να επανέλθει και πάλι στην προ του τοκετού κατάσταση. Αυτό το διάστημα ίσως είναι λιγότερο από της σαράντα  ημέρες, αλλά από τη στιγμή την οποίαν οι πατέρες της εκκλησίας θέσπισαν αυτό τον συμβολικό αριθμό, οφείλουμε κι εμείς να τον υπακούμε.. Σίγουρα αυτοί κάτι παραπάνω θα γνώριζαν για να εισάγουν αυτό το διάστημα των σαράντα ημερών. Ας μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι την εποχή διαμορφώσεως των τελετουργικών της Εκκλησίας μας, τόσες ημέρες εχρειάζοντο.



Η γυναίκα λοιπόν, κατά το πρότυπο της  Παναγίας, έπειτα από σαράντα ημέρες πηγαίνει το βρέφος στο ναό για δυο λόγους. Πρώτον, για να εισάγει το βρέφος στο ναό, ώστε αυτό να μπορεί στη συνέχεια να βαπτισθεί και να συμμετάσχει στην εν Χριστώ λατρευτική ζωή, και δεύτερον για να καθαρισθεί και αυτή (καθώς οι ευχές του σαραντισμού αναφέρονται και στον καθαρισμό της γυναικός).



Παρατηρούμε ότι, όταν η γυναίκα έρχεται στο ναό για να λάβει υπο του ιερέως την ευχή του σαραντισμού, ο ιερεύς δεν την αφήνει να μπει στον κυρίως ναό, διότι θεωρείται ακόμα ακάθαρτη. Ακάθαρτη και όχι αμαρτωλή, όπως το συγχέουν πολλοί άνθρωποι στις ημέρες μας. Η γυναίκα δεν διέπραξε καμία αμαρτία, αντιθέτως έφερε στον κόσμο έναν άνθρωπο. Ακαθαρσία θεωρείται ό,τι αποβάλλεται από τον ανθρώπινο οργανισμό, δια τούτο και παραμένει η γυναίκα έπειτα από την κύηση στον οίκο της για σαράντα ημέρες, ώσπου να καθαριστεί  πλήρως και να μπορεί να συμμετάσχει και πάλι στη λατρευτική ζωή της εκκλησίας. Γι΄αυτό το λόγο και διαβάζει ο ιερεύς την ευχή στον πρόναο του ναού και έπειτα καθώς λαμβάνει στα χέρια του το βρέφος και το εισάγει στον κυρίως ναό, τότε και η γυναίκα, αφού έχει καθαρισθεί από τις ευχές, ασπάζεται μετ’ ευλαβείας τις εικόνες. Όλα αυτά γίνονται προς μίμηση του σαραντισμού του Κυρίου.



Ας δούμε όμως τώρα λίγο αναλυτικότερα την ακολουθία του σαραντισμού.



Σήμερα, ως γνωστόν, η ακολουθία του σαραντισμού αποτελείται από τέσσερις ευχές. Θέμα και των τεσσάρων ευχών είναι η προσαγωγή του βρέφους στο ναό κατά το πρότυπο του Κυρίου (σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου). Οι ευχές αποτελούν ευλογίες του βρέφους και δεήσεις υπέρ αυτού, που κατά «μίμησιν» του Κυρίου προσάγεται στο ναό και αφιερούται στο Θεό. Αυτός είναι και ο εμφανείς σκοπός της ακολουθίας. Το παιδί εισέρχεται στην εκκλησία και αυτό σαραντίζει και όχι η μητέρα του. Η μητέρα συνοδεύει το βρέφος και ευλογείται μαζί με αυτό. Αναφέροντας ότι, η ευλογία περιλαμβάνει και τους δυο γονείς μαζί, και όχι μόνο την μητέρα, όπως συνήθως γίνεται.



Πρέπει επίσης να επισημανθεί το γεγονός, ότι το βρέφος είναι χωρίς αμφιβολία αβάπτιστο, διότι προϋποθέτουν και οι δυο ευχές ότι η είσοδός του στο ναό γίνεται για πρώτη φορά, καθώς ζητούν να αξιωθεί «εν καιρώ ευθέτω» του αγίου βαπτίσματος. Εξ άλλου οι ευχές της πρώτης ημέρας, της ογδόης, και της τεσσαρακοστής παρουσιάζουν προοδευτικό χαρακτήρα και εντάσσονται ουσιαστικά στις προβαπτισματικές πράξεις. Η κλιμάκωσις είναι φανερή. Την πρώτη ημέρα ευλογείται το βρέφος και χαιρετίζεται η έλευσή του στο κόσμο. Την όγδοη λαμβάνει το όνομα και χαρακτηρίζεται πια «δούλος Χριστού» και «χριστιανός». Την τεσσαρακοστή ημέρα εισέρχεται στο ναό του Θεού και «προσφέρεται» σε Αυτόν. Έπονται δε, η κατήχησις, το βάπτισμα, το χρίσμα και η θεία κοινωνία.



Επίσης, κατά την παράδοση αλλά και κατά τις τυπικές διατάξεις της ακολουθίας, έπειτα από την ανάγνωση των ευχών, ο ιερεύς κρατώντας στα χέρια του το βρέφος το εισάγει στο ιερό βήμα αδιακρίτως φύλου. Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Ι. Φουντούλη, ούτε οι ευχές, ούτε οι τυπικές διατάξεις της ακολουθίας κάνουν διαχωρισμό μεταξύ φύλου, αλλά εισάγονται στο ιερό βήμα και προσκομίζονται στο Θεό (καθώς ο ιερεύς τα ανυψώνει με τα χέρια του στον ουρανό), ως «δώρον» και «ανάθημα». Πού αλλού θα προσφερθεί το δώρο στο Θεό, παρά στο θυσιαστήριό του; Αυτό ακριβώς ερμηνεύει και την είσοδο όλων των βρεφών αδιακρίτου φύλου στο Άγιο βήμα. Δεν έχει καμία σχέση με την ιερωσύνη που επιφυλάσσεται στους άνδρες. Πρόκειται περί πράξεως προσφοράς του νέου ανθρώπου στο Θεό και για τον χριστιανισμό δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ άρρενος και θηλαίου.



Συνελοντ’ ειπείν,  ο σαραντισμός είναι μια πανάρχαια λειτουργική πράξη της εκκλησίας μας, η οποία έχει τις ρίζες της στον Μωσαϊκό νόμο, καθώς αυτός γίνεται σήμερα ως προτύπωση της υπαπαντής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και οι γυναίκες συμβολίζουν την Παναγία, η οποία έφερε στις αγκάλες της τον Υιόν της και τον πρόσφερε στον ναό ως θυσίαν «ευπρόσδεκτη».


Παπαθεοχάρης Μιχαήλ
Φοιτητής θεολογίας

Η ΜΗΤΕΡΑ



site analysis

Θεόφιλος Παπαδόπουλος

"Ξέρω πως ποτέ δεν σημαδεύουν στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος. Τον νου σου, ε;"
Το 1993, σε επίσημη τελετή του Πανεπιστημίου του Οχάιο, μια γυναίκα, η κυρία Οτέλειο Κόμπτον, έλαβε τον τίτλο και την τήβεννο του διδάκτορος της Νομικής, διότι και μόνο διακρίθηκε ως μητέρα. Έδωσε στην κοινωνία τρεις κορυφαίους χριστιανούς επιστήμονες. «Δώσατε χρήσιμα και διαπρεπή τέκνα στο έθνος.Θελουμε να σας τιμήσουμε γι’ αυτό», της είπαν απλά.
Μετά την τιμή που της έγινε η κυρία Κόμπτον είπε τα εξής: «Θα ήθελα να επαναλάβω σε όλες τις νεανίδες, ότι η ιδιότητα της μητέρας αποτελεί μια ιδιαίτερη καριέρα, ένα ιδιαίτερο επάγγελμα. Κανένα άλλο, είτε επιστημονικό είτε πρακτικό δεν είναι ανώτερό του. Είναι το μεγαλύτερο προνόμιο της γυναίκας αλλά και η μεγαλύτερη ευθύνη και το μέτρο της ικανότητάς της.
Και όταν οι δημοσιογράφοι ρώτησαν τον σύζυγό της γέροντα καθηγητή, ποια είναι η παιδαγωγική μέθοδος για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών του απάντησε κατηγορηματικά:
«Η Μητέρα».

Υπαπαντή του Κυρίου, ο σαραντισμός και οι συμβολισμοί του



site analysis
Ypapanti434
Του πρωτ. Ιωάννου Κ. Ιωάννου


Με την ευκαιρία της Δεσποτικής εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου, θα ασχοληθούμε στο άρθρο αυτό, με την ιερή και ευλογημένη πράξη του σαραντισμού του βρέφους και της μητέρας του.
Θα διερευνήσουμε μερικές από τις πτυχές του και θα εμβαθύνουμε λίγο στο νόημά του, ξεκαθαρίζοντας τη λειτουργική αυτή τελετή της Εκκλησίας από τυχόν λανθασμένες αντιλήψεις, προκαταλήψεις και παρανοήσεις.
Το Ιερό Ευχολόγιο της Εκκλησίας περιλαμβάνει, όπως είναι γνωστό, ευχές για το βρέφος και τη μητέρα κατά την πρώτη μέρα της γέννησης, ενώ ευλογεί το νεογέννητο την όγδοη μέρα στον ιερό ναό μπροστά στην εικόνα της Κεχαριτωμένης, με την ευχή της ονοματοδοσίας. Εκεί ο ιερέας παρακαλεί τον Κύριον, να μείνει «ἀνεξάρνητον τὸ ὀνομὰ Τοῦ τὸ ἅγιον ἒπ’ αὐτὸν/ὴν».
Πρόκειται για τις προβαπτισματικές πράξεις, που αφορούν την προοδευτική πορεία του βρέφους προς το Άγιο Βάπτισμα. Λέγοντας «σαραντισμό», εννοούμε ότι η μητέρα προσφέρει το νεογέννητο στον ναό και αυτό προς δόξαν του Τριαδικού Θεού.
Η πράξη αυτή είναι αρχαιότατη και έχει τις ρίζες της στον Μωσαϊκό νόμο. Σύμφωνα λοιπόν με τον νόμο αυτό, σαράντα μέρες από τη γέννηση του Θεανθρώπου, προσεφέρθη ο Κύριος στο ιερό από την Παναγία μητέρα του, και υπεδέχθη Αυτόν ο πρεσβύτης Συμεών.
Κατά τη διάταξη του Μωσαϊκού νόμου «πᾶν ἄρσεν πρωτότοκον ἔσται ἀφιερωμένον τῷ Θεῶ, καὶ τὴν εἰς τοῦτο νενομισμένην θυσίαν προσενέγκη ζεῦγος τρυγόνων, ἢ δυὸ νεοσσοὺς περιστερῶν».
Δηλαδή, κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί ήταν αφιερωμένο στον Θεό και για τον λόγο αυτό γινόταν μία συγκεκριμένη τελετή στον ναό, που περιλάμβανε και προσφορά δύο τρυγόνων ή περιστεριών.
Λαβών δε ο πρεσβύτης Συμεών τον Κύριο της δόξης στα χέρια του είπε το: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δουλόν σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνη ...».Τώρα, δηλαδή, Κύριε, ας πεθάνω, αφού είδα τον Σωτήρα του κόσμου. Διότι αυτό περίμενε χρόνια ο δίκαιος Συμεών, να δει με τους οφθαλμούς του τον Κύριο και Θεό του. Και πλέον ευτυχισμένος, μπορούσε να αναχωρήσει για τις αγκάλες του Θεού.
Κάθε νέα μητέρα λοιπόν, με πρότυπο την Παναγία, κρατώντας το νεογέννητο στην αγκαλιά της, ανεβαίνει τα σκαλιά της Εκκλησίας για δύο βασικά λόγους: Πρώτα, για να εισάγει το βρέφος στον ναό, ώστε αυτό να μπορεί στη συνέχεια να βαπτισθεί και να συμμετέχει στην εν Χριστώ λατρευτική ζωή και μετά για να διαβαστούν και σ’ αυτήν οι ευχές του σαραντισμού, που αναφέρονται στον καθαρισμό της γυναίκας.
Όσον αφορά το βρέφος, ο ιερέας μετά την ανάγνωση των ευχών, ως άλλος Συμεών θα το πάρει στην αγκαλιά του, θα το εισάγει στον ναό σχηματίζοντας τρεις φορές το σημείο του Σταυρού, προ των πυλών του ναού, στο μέσον του ναού, και προ των πυλών του θυσιαστηρίου, λέγοντας τη φράση: «Ἐκκλησιάζεται ὁ/ἡ δοῦλος/η του Θεοῦ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμὴν».
Εδώ οι γονείς, με πολλή ευλάβεια προσφέρουν τα παιδιά τους στον Θεό, εναποθέτοντάς τα στην αγάπη, τη στοργή και τη θαλπωρή του Ουράνιου Πατέρα. Θα λέγαμε ότι, κατά κύριο λόγο ο «σαραντισμός» αφορά το παιδί, αφού και το μεγαλύτερο μέρος από τις τέσσερις ευχές και η φράση: «Ἐκκλησιάζεται ὁ δοῦλος...», αφορούν την προσαγωγή και την είσοδο του βρέφους στον ναό, «κατά μίμησιν Κυρίου», καθώς και την προετοιμασία του «ἐν καιρω εὐθέτω» να αξιωθεί του Αγίου Βαπτίσματος. Άρα, το βρέφος είναι που «σαραντίζει» και όχι η μητέρα. Η μητέρα συνοδεύει το βρέφος και ευλογείται μαζί με αυτό.
Η μητέρα τώρα, συνοδεύει το παιδί και ευλογείται υπό του ιερέως, για να εισέλθει πλέον στον ιερό ναό και να καταξιωθεί της μεταλήψεως του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού. Οι γονείς μόλις έχουν επιτελέσει την πιο ιερή αποστολή, την τεκνογονία.
Εδώ να τονίσουμε πως η ευχή αναφέρει και τους δύο γονείς και είναι λάθος να παρουσιάζεται μόνο η μητέρα. Μαζί έχουν γίνει συνδημιουργοί του Θεού. Έφεραν μία νέα ζωή στον κόσμο. Δεν είναι, ούτε αμαρτωλοί, ούτε ακάθαρτοι για την πράξη τους αυτή. Αυτά είναι Εβραϊκά κατάλοιπα και αντιλήψεις, που δεν έχουν, πιστεύω, θέση στην Εκκλησία της χάριτος του Χριστού. Η γυναίκα δεν είναι τιμωρημένη να παραμείνει στο σπίτι και εκτός Εκκλησίας, επειδή έφερε στον κόσμο μία νέα ύπαρξη.
Πολύ απλά, υπάρχει ανάγκη μετά από τον τοκετό, να επανέλθει το σώμα εις την «προτέραν κατάστασιν», να επουλωθούν οι σπλαχνικές ενοχλήσεις, αλλά και να βρίσκεται η μητέρα συνεχώς με το βρέφος. Για τον λόγο αυτό η αγία και φιλεύσπλαχνος Εκκλησία, κατά κάποιο τρόπο παρέχει μία άδεια, μία ευλογία στη λεχώνα γυναίκα, να παραμείνει εκτός Εκκλησίας και κατ’ επέκταση να μην κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, για το εύλογο διάστημα των σαράντα ημερών. Τώρα, με τον σαραντισμό του παιδιού, καλείται όπως: «ἀξιωθεῖσα εἰσελθεῖν ἐν τῷ Ἁγίω ναῶ, δοξάσει σὺν ἡμίν, τὸ πανάγιον ὄνομά σου...».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους πρέπει επίσης να πούμε ότι, όταν σε μία γυναίκα συμβεί πρόωρη διακοπή της εγκυμοσύνης, δεν διαβάζεται σ’ αυτήν η ακολουθία του σαραντισμού, αλλά η ανάλογη ευχή που παρηγορεί και ενδυναμώνει τη γυναίκα: «τους πόνους θεράπευσον, ρώσιν και ευρωστίαν τω σώματι συν τη ψυχή αυτής, φιλάνθρωπε, δώρησαι...», «ἀνάστησον αὐτὴν ἀπὸ τῆς κλίνης, ἧς περικεῖται...» και τούτο όχι στις σαράντα μέρες, αλλά εάν είναι δυνατόν, από την πρώτη κιόλας ημέρα.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε και σε κάποιες δεισιδαιμονίες, που δυστυχώς επικρατούν σε κάποιες περιοχές της Κύπρου και καλό θα ήταν να εκλείψουν.
Πρόκειται για κάποια "φυλακτά", που βλέπουμε να συνοδεύουν το βρέφος, ακόμα και όταν προσφέρεται στην Εκκλησία για τον σαραντισμό.
Οι ματόπετρες, τα πέταλα, η ένδυση με ανάποδα ρουχαλάκια, για να προστατευτεί τάχα το βρέφος από το κακό, είναι άσχημες συνήθειες, βαθιά όμως ριζωμένες στη συνείδηση του λαού.
Τα φαινόμενα αυτά δείχνουν περισσότερο αμάθεια και δυσπιστία. Καλό είναι οι γονείς να συμβουλεύονται τους πνευματικούς τους για τέτοια θέματα και να εμπιστεύονται τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους της Εκκλησίας, ιδιαίτερα τους προστάτες Αγίους των παιδιών, την Αγία Μαρίνα, τον Άγιο Στυλιανό κ.λπ. Ευλογημένη συνήθεια είναι η τέλεση μικρού αγιασμού, με την επιστροφή της μητέρας και του νεογέννητου στο σπίτι, όπου διαβάζονται ειδικές ευχές: «σκέπασον αὐτὴν ὕπο τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου...» και « τὸ κυηθὲν νήπιον διατήρησον ἀπὸ πάσης φαρμακείας, χαλεπότητος, ἀπὸ πνευμάτων πονηρῶν...» κ.λπ.
Καταληκτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά την τελετή του σαραντισμού το βρέφος, κατά μίμηση και προτύπωση της Υπαπαντής του Σωτήρος Χριστού, αφιερώνεται και προσφέρεται για να αγιαστεί στον ναό, ενώ η μάνα Εκκλησία υποδέχεται στις αγκάλες της και τη μητέρα - που συμβολίζει την Παναγία- και την επαναφέρει με τον τρόπο αυτό στη συμμετοχή στα άγια και ιερά μυστήριά της.
Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 64
ΠΗΓΗ.www.Romfea.gr

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Η πεθερά μου και η έλλειψη αντίστασης



site analysis

Η πεθερά μου και η έλλειψη αντίστασης


Από κάτι διαβάσματα, πρωτοέμαθα για την ψυχιατρική έννοια της αντίστασης.

Τι ήταν η αντίσταση κατά τους ψυχίατρους;

Μια άμυνα του <εγώ>, του ψυχαναλυόμενου πελάτη.

Μια άρνηση του πελάτη, να δεχτεί την άποψη του ψυχοθεραπευτή, για κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του-το θέτω απλοΊκά.

Σίγουρα, όσο πιο πολλές αντιστάσεις έχει ο ψυχοθεραπευόμενος, τόσο πιο δύσκολο καθίσταται και μακροχρόνιο, το έργο της ψυχοθεραπείας.

Στη συνέχεια κατάλαβα ότι η αντίσταση, ξεφυτρώνει σαν ραπανάκι, στον κήπο, της κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας και σχέσης.

Αυτή την αντίσταση, στα μοναστήρια τη λένε <θέλημα>.
Ο μοναχός που αντιστέκεται στις εν Κυρίω, επιταγές του γέροντά του, ονομάζεται <θεληματάρης> και όπως δείχνει η εμπειρία, με τον τρόπο αυτό, δυσκολεύει φοβερά, της πνευματικής προκοπής του, το έργο...

Για να μην πολυλογώ, κατάλαβα οτι τελικά, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αντιστέκεται σε ένα άλλο άνθρωπο, φίλο, συνεργάτη, ηγούμενο, σύζυγο, γονιό, δάσκαλο, προιστάμενο.

Βέβαια εκεί που γίνεται ο χαμός με τις αντιστάσεις σήμερα, είναι ο χώρος του γάμου.

Εκεί, στο χώρο του γάμου, τώρα με την κοινωνική-οικονομική απελευθέρωση των γυναικών, κάθε τόσο συμβαίνει το μεγάλο το μπάχαλο.

Μα πώς μεταμορφώνονται έτσι οι γλυκές- κάποτε χαμηλοβλεπούσες- κοπέλες;

Στην αρχή, μέχρι να το πιάσουμε στον ιστό μας το παλικάρι, τις κάνουμε τις πιρουέτες στο ένα νύχι.
Μετά, άμα χορέψουμε τον Ησαία, έρθουνε και δυο κουτσουβελάκια, ποιος την είδε την κυρία και δεν την φοβήθηκε!

Ναααα! μια γλώσσα δέκα μέτρα, για τα δικαιώματά της, για το σόι του, για τα μύρια όσα, Θεέ μου φύλαγε!

Μετά λένε, έχει προβλήματα ο γάμος.

- Εμ βέβαια και έχει μανδάμ!

Διατί, όμως, σε ερωτώ, δεν είχε προβλήματα ο γάμος της πεθεράς μου, που ήτανε και πανέμορφη και μορφωμένη και εργαζόμενη σκληρά κάτι 15ωρα και είχε παντρευτεί με έναν ελαφρώς αγριανθρωπάκο, εκ πρώτης όψεως;

Διότι η πεθερά μου

(στα άγια η ψυχούλα της, από το πολύ αρχικό βρίσε βρίσε, την αγάπησα τελικά αυτή τη γυναίκα)

όλο με γλύκες και σιρόπια, τον πήγαινε:

- Ναι, Γιώργο μου, ό,τι πεις εσύ Γιώργο μου,

-Δεν ξέρω εγώ, ο Γιώργος ξέρει!

(το έλεγε ντροπαλά και πάντα με χαμόγελο ενώ αυτή κι αν ήξερε...
αυτό πια σλόγκαν ήτανε στο σπίτι, το λέγαμε όλοι και χαχανίζαμε)

και άντε μετά από αυτά, το θηρίο-ο Γιώργος, να γρούξει!

Δεν έγρουζε!

-Διατί;

Διότι η πεθερά μου, εκτός από γάτα με πέταλα, ήταν -επί της ουσίας- γυναίκα με βαθύτατη

χριστιανική συνείδηση.

Ιεραρχούσε τα πράγματα κατά τις επιταγές του Αποστόλου και έκανε ενσυνείδητα
(από σοφία και όχι από αδυναμία) υπακοή στον άντρα της.

Δηλαδή;

Τι θα πεί υπακοή μέσα στο γάμο;

Θα πεί, ακύρωνε το προσωπικό της θέλημα, και του έδινε το οφειλόμενο προβάδισμα(διότι ο άνδρας, χρυσούλι μου, είναι η κεφαλή της γυναικός -η γυναίκα αποτελεί το λαιμό, θυμάσαι τη σχετική ατάκα;)

Θα πεί ακύρωνε τις προσωπικές της, εγωκεντρικές αντιστάσεις και τάσεις, για χάρη της ομόνοιας στην οικογένεια και για χάρη της αγάπης -κυρίως-που είχε στο Γιώργο της.

Με την υπακοή της, πετύχαινε την ενότητα του προσώπου της, την ενότητα του γάμου της, την ενότητα τής οικογένειά της, τηρώντας την τάξη της Εκκλησίας.

Διότι ο χριστιανικός γάμος είναι ως εις Χριστόν και εις Ἐκκλησίαν, που γράφει ο Απόστολος.
Η πεθερά μου υπάκουε τον άντρα της όπως η Εκκλησία υπακούει στο Χριστό.

Ήταν ο Γιώργος της, του βίου της, όλου, ο πρώτος και έσχατος έρωτας.

Και ο Γιώργος, απο ελαφρώς θηριώδης, μετατρεπόταν σε αγαθότατο πιτσουνάκι που κούρνιαζε κάτω από τις τρυφερές φτερούγες τις πεθεράς μου και γαλήνευε, και θυσιαζόταν με τη σειρά του για κείνη και τα τρία παιδιά τους.

Και ο Γιώργος την υπεραγαπούσε για τον άψογο- επι δεκαετίες- τρόπο της.

Και όταν έφυγε πρώτη εκείνη από τούτο τον προσωρινό κόσμο, ήταν αληθινά, σαν να έχασε η ζωή του, το αστέρι της.

Και ακολούθησε.

Εγώ τη μάνα μου την αγαπώ, αλλά θα το κάνω και τραγουδάκι αν επιθυμείς , λατρεμένο μου, με τέτοιο στίχο:

- <Τη μάνα μου την αγαπώ,ώπαααα! την πεθερά καλύτερααααα!>

-Την πεθερά καλύτερα;

Για Όνομααα!
- Ναι! Και ξέρεις γιατί καλύτερα;

Διότι πέτυχε τον άθλο μιας ζεστής, δεμένης οικογένειας!

Έδινε εκείνη το παράδειγμα της θυσίας και ακολουθούσαν οι άλλοι, επειδή η γυναίκα, ως σύντροφος, ως μάνα, είναι στο σπίτι, η κινητήρια η δύναμη, το λέει και κάποιος σπουδαίος, Ρώσος θεολόγος, διανοούμενος:

-Στην Εδέμ, ο διάβολος, πείραξε πρώτη την Εύα, διότι ὴξερε:άν έπεφτε η Εύα στην παγίδα του, ο Αδάμ, απλώς θα ακολουθούσε.

Επειδή η γυναίκα συνιστά το ισχυρότερο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης.

Γι αυτό και αργότερα με το ύψος και το βάθος και τη λάμψη μιας άλλης γυναίκας, της Υπεραγίας Θεοτόκου, σαρκώθηκε εν Αγίω Πνεύματι, στην άχραντη σάρκα της, ο Υιός και Λόγος του Θεού, που ανέπλασε την ανθρώπινη Φύση και άνοιξε με τη Θεία Του Ανάσταση τις πύλες της Αιώνιας
Ζωής, για των θνητών το γένος.

Η πεθερά μου, δεν χρειάστηκε ποτέ της, ψυχίατρο ή ψυχολόγο, ή κοινωνικό λειτουργό διότι την εγωκεντρική την αντίστασή της, στο Ονομα του Χριστού, την είχε μετουσιώσει σε καστανόχωμα και πάνω της φύτεψε,ευωδιαστά -προσφοράς και διακονίας ακάματης- <μανουσάκια, μανουσάκιααααα!> που λέει και το δημοτικόν άσμα...

Θαυμαστό, το παράδειγμα που μας άφησε.

Να έχουμε την ευχή της.

Στα άγια η ψυχούλα της!

Θα λάβει το μεγάλο μισθό της προσφοράς της, εν τη Φοβερά ημέρα της Κρίσεως!

Σαλογραία