Κυριακή 7 Μαΐου 2017

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΠΑΠΑΙΣΙΔΩΡΟΥ (1914-2013) ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΗΝΑ.



site analysis







Η Βαγγελιώ
Ήταν ένα μεγάλο σπίτι. Ένα νοικοκυρόσπιτο. Με μαγαζί, μεγάλο μπακάλικο μπροστά, και με αυλές μεγάλες και δωμάτια πίσω πολλά. Ένα σπίτι ακριβώς πίσω από το «Ιερό» τον Αγίου Μηνά, στη Σαλαμίνα. Ένα σπίτι με πολλά παιδιά, έξι κορίτσια κι ένα γιο...
Απ’ αυτό και μόνο το σπίτι, μπορείς να βγάλεις το συμπέρασμα πόσο μεγάλο, μοναδικό αγαθό είναι η Χριστιανική οικογένεια. Γιατί, μεγαλωμένα αυτά τα κορίτσια στον Άγιο Μηνά, όπως φερόντουσαν τότε, έτσι φέρονται και σήμερα. Αλλά σήμερα, τι; Μόνες τους; Όχι! Μαζί με τα πολλά παιδιά κι εγγόνια τους. Και σήμερα θα τα χάσεις, όταν δεις -όλοι το ξέρουν αυτό- πώς βοηθιούνται μεταξύ τους και πώς πέφτουν να βοηθήσουν όπου υπάρχει ανάγκη. Ένα τηλεφώνημα να τους πάρει ο π. Τιμόθεος, και μαζεύονται όλες σ’ ένα λεπτό. Καλούνται στον Ναό και τον καθαρίζουν σε μία ώρα. Καλούνται στο Πνευματικό Κέντρο και το κάνουν να λάμπει. Βγήκαν απ’ αυτό το σπίτι έξι νύφες, καταστόλιστες με αρετές, με καλοσύνη απέραντη, με τιμιότητα, με χρυσά χέρια...


Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου, κ. Ιγνάτιος, στο περιοδικό Τάλαντο, τεύχος 81, για το σπιτικό της κυρα-Βαγγελιώς, με θέμα: Ένα σπίτι, μια αγκαλιά.


Αυτό το σπίτι και για μένα υπήρξε μια ζεστή αγκαλιά, όταν ήρθα στη Σαλαμίνα, ξένη κι άγνωστη τότε, πριν 45 χρόνια. Βέβαια, με την κόρη της, την Κατίνα, υπήρξαμε συμφοιτήτριες στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Αυτό, όμως, δεν λέει και πολλά.
Πολλά λένε τα μάτια, η αγκαλιά, το χαμόγελο, η αγάπη. Αυτά θυμάμαι ακόμα και τώρα, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που πρωτοπήγα σ’ αυτό το σπίτι και πρωτοαντίκρισα την κυρά-Βαγγελιώ, αναζητώντας τη συμφοιτήτριά μου και κόρη της, την Κατίνα.
Θυμάμαι, μου είχε πει τότε: « Έλα στο σπίτι μου, είναι πίσω από το “Ιερό” του Αγίου Μηνά. Θα σε περιμένω».

Πήγα. Ο δρόμος ήταν ήσυχος. Πίσω από το «Ιερό» της εκκλησίας υπήρχαν δύο τραπεζάκια, μπροστά σ’ ένα μπακάλικο. Στο ένα κάθονταν τρεις άνδρες. Προχώρησα δειλά και συνεσταλμένα, και ρώτησα, να μου πουν πού είναι το σπίτι του κ. Παπαισιδώρου. Μου έδειξαν την πόρτα. Προχώρησα και μπήκα. Βρήκα τη συμφοιτήτριά μου και τα λέγαμε.
Θυμάμαι τη μητέρα της. Με δέχθηκε με αγάπη, με φίλεψε με προθυμία κι ευγένεια. Κι αυτή η συμπεριφορά της ήταν για μένα ένα βάλσαμο. Είχα χάσει πρόσφατα τη μάνα μου, κι η ψυχή μουζητούσε τη ζεστασιά του σπιτικού μαςπου τόσο πρόσφατα είχε χαθεί με τον θάνατο της μάναςμου.


Ε, αυτή τη ζεστασιά ένιωσα στο σπίτι της κυρα-Βαγγελιώς.
Η μορφή της έχει αποτυπωθεί στην ψυχή μου και για έναν άλλο λόγο: Γιατί έμοιαζε με τη μάνα μου. Ψηλή, λεπτή, όμορφη, με ευγενικά χαρακτηριστικά, και μάτια καθαρά και γελαστά. Κι εκείνα τα μαλλιά της, με το ρολό γύρω τριγύρω από το κεφάλι της, ήταν ίδιο κι όμοιο με το χτένισμα της μάνας μου.
Φεύγοντας χαιρέτισα τους τρεις άνδρες, που κάθονταν ακόμα στο τραπεζάκι πίνοντας τον καφέ τους. Δεν θυμάμαι τι μου είπαν. Εκείνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι, φεύγοντας, δεν περπατούσα· πετούσα. Ήταν τα λόγια τους; Ήταν τα μάτια τους; Ήταν το χαμόγελό τους; Δεν ξέρω. Το μόνο που ρώτησα και μου είπαν, και θυμάμαι, είναι ότι ο ένας ήταν ο πατέρας της συμφοιτήτριάς μου, ο Δημήτριος Παπαισιδώρου, ο άλλος ήταν ο γνωστός τραγουδιστής, ο Γιώργος Παπα- σιδέρης, και ο άλλος ένας φίλος τους.
Αυτά βίωσα όταν πρωτοπήγα στο σπίτι της κυρα-Βαγγελιώς. Αυτό το καλοδέξιμο και η ζεστασιά δεν εξηγείται, ούτε αξιολογείται λογικά. Το νιώθει κανείς, και τυπώνεται ανεξίτηλα στην ψυχή του, σα σφραγίδα. Από τότε, αυτό το σπιτικό κι αυτή η γυναίκα ήταν για μένα η γλυκιά μάνα που τόσο πρόωρα είχα χάσει.


Η ίδια ίσως να μη θυμόταν τίποτα απ’ αυτή την πρώτη επίσκεψη, γιατί η εγκάρδια και φιλική αυτή συμπεριφορά προς εμένα ήταν φυσική και καθημερινή προς όλους. Για μένα, όμως, ήταν ένα ποτήρι δροσερού νερού στην αφυδατωμένη τότε ψυχή μου.
Αυτό δεν της το είπα ποτέ στις μετέπειτα επισκέψεις μου. Σήμερα, αυτά τα λίγα και ταπεινά λόγια μου ας γίνουν ένα αντίδωρο στην τόσο σημαντική προσφορά της προς εμένα και προς όλους.


Η κυρα-Βαγγελιώ εξακολούθησε να ζει στο ίδιο σπίτι στην Κούλουρη, που βρίσκεται πίσω από το «Ιερό» του Αγίου Μηνά. Μπροστά στον δρόμο βρίσκεται το μεγάλο μπακάλικο που το δουλεύουν δύο από τα παιδιά της, ο Σταμάτης και η Μαρία, και πίσω είναι το δικό της δωμάτιο. Σ’ αυτό το μικρό, απλό κι απέριττο δωμάτιο ζούσε και δεχόταν τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς που την επισκέπτονταν. Στη μια γωνιά υπήρχε το κρεβατάκι της κι ακριβώς απέναντι, στην άλλη γωνιά, ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες. Στον ένα τοίχο πάνω από το προσκέφαλό της κρεμόταν η εικόνα του Χριστού, άκρα ταπείνωση, κι από πάνω ο σταυρός. Στον άλλον, η εικόνα του Αγίου Μηνά κι άλλες εικόνες.

Εκεί τη συναντούσα τον τελευταίο καιρό, όταν περνούσα να της πω μια «καλημέρα». Καθισμένη στο κρεβατάκι της, καλοχτενισμένη, περιποιημένη, με καλοδεχόταν πάντα μ’ εκείνο ΤΟ πηγαίο, το εγκάρδιο χαμόγελο. Κι οι κόρες της -δύο, τρεις  και περισσότερες- βρίσκονταν πάντα εκεί, έτοιμες να εκπληρώσουν κάθε επιθυμία της και να περιποιηθούν τους συχνούς επισκέπτες που είχε η κυρα-Βαγγελιώ.
Συχνά διερωτόμουν: «Πώς είναι δυνατόν να βρίσκονται οι κυρίες της τόσο συχνά στο πατρικό σπίτι, αφού όλες τους είναι καλοπαντρεμένες καί έχουν δικά τους σπιτικά; Δεν έχουν δικές τους οικογενειακές υποχρεώσεις; Πότε φροντίζουν τα παιδιά τους; Πού βρίσκουν τον χρόνο και πηγαίνουν τόσο συχνά στο πατρικό σπίτι;» Τις απαντήσεις θα τις βρούμε όταν πλησιάσουμε και ζήσουμε από κοντά το σπιτικό της κυρα-Βαγγελιώς.
Το 2010, με αφορμή το άρθρο του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου, κ. Ιγνατίου, σκέφτηκα ν’ αποτυπώσω στο χαρτί λίγα λόγια με πολλή αγάπη για την καλοσυνάτη αυτή γυναίκα. Η ζωή της, τα λόγια της, οι πράξεις της, ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους μας. Γι’ αυτό τελευταία την επισκεπτόμουν πιο συχνά και κατέγραφα ότι μπορούσα να πάρω από τη γεμάτη ευλογία Θεού ζωή της.

Μια μέρα, καθώς είχα ανοίξει το σημειωματάριό μου και κατέγραφα επιγραμματικά τις συζητήσεις μας, μου είπε:
«Τι γράφεις εκεί; Μήπως γράφεις αυτά που λέω;»
«Ναι» της είπα απλά. «Είσαι μια γνήσια Χριστιανή γυναίκα. Καλό είναι κι ωφέλιμο να γράφουμε κάτι για σένα, και να προ-βάλουμε ορισμένα γεγονότα τής τόσο ευλογημένης ζωής σου».
«Τι θα ωφελήσει αυτό; Εγώ είμαι μια απλή και ασήμαντη γυναίκα» είπε σκεπτική. «Κι έπειτα, το θέλει ο Θεός αυτό; Το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του δείχνει υπερηφάνεια. Έτσι δεν είναι;»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι» είπα. «Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας μας μιλάει έχει σημασία και καθορίζει την ποιότητα της κουβέντας του. Έζησες μέχρι σήμερα 86 χρόνια ευλογημένα. Τα παιδιά σου έζησαν και ζουν την πορεία της ζωής σου, κι ακολουθούν τις πατημασιές σου. Καλό είναι να σε γνωρίσουμε κι εμείς, και ν’ ακολουθήσουμε ότι μας είναι εφικτό».

Με κοίταξε μ’ εκείνα τα έξυπνα μάτια της, που έδειχναν μεγάλη αμφιβολία, κι επανέλαβε διατακτικά.
«Εγώ πολλά γράμματα δεν ξέρω. 'Έζησα όπως ζούσε τότε όλος ο κόσμος. Τι διαφορετικό έχει η ζωή μου;»
«Εί ζωή σου είναι απλή, ταπεινή, αλλά ευλογημένη» είπα. «Είσαι ένα σκεύος εκλογής του Θεού, όπως κάθε πιστός και ταπεινός άνθρωπος. Κι εμείς αυτό πρέπει να καταλάβουμε και να προβάλουμε, ότι τα μωρά τον κόσμον εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνει (Α. Κορ. 1,27).»
»Να καταλάβουμε ότι, χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας, δεν πορευόμαστε σωστά. Να κατανοήσουμε ότι, χωρίς τον Χριστό, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα - Χωρίς εμού ον δύνασθε ποιείν ουδέν (Ιωαν. 15,5)».
«Είναι τόσο σημαντικά αυτά που έζησα;» είπε με ταπείνωση.
«Είναι σημαντικά, γιατί έχεις πολλά γνήσια χαρακτηριστικά της Ελληνορθόδοξης ταυτότητας μας. Αυτά θέλουμε να γράφουμε και να υπογραμμίσουμε».
«Δηλαδή τι διαφορετικό έχει η ζωή μου; Όλοι τότε πιστεύαμε στον Θεό και δουλεύαμε για να ζήσουμε. Αυτό είν’ όλο».
«Δεν είναι ακριβώς έτσι» είπα. «Στην καθημερινότητά σου ήταν σα να κρατούσες πάντα ένα κεράκι αναμμένο. Το ’βλεπαν τα παιδιά σου κι ακολουθούσαν την πορεία σου. Αυτό το αναμμένο κεράκι θέλουμε να μεταφέρουμε κι εμείς μέσα απ’ τα γραπτά μας, για να το δουν τα παιδιά μας και ν’ ακολουθήσουν την ευλογημένη πορεία σου».
«Τα παιδιά είναι τόσο φορτωμένα σήμερα, που δεν προλαβαίνουν να κάνουν ότι κάναμε εμείς τότε» είπε και κούνησε με μεγάλη σκεπτικότητα το καλοχτενισμένο κεφάλι της.


Κατάλαβα ότι διαφωνούσε με την ανατροφή που δίνει σήμερα η οικογένεια και το σχολείο στα παιδιά, και γι’ αυτό συνέχισα τη σκέψη της.
 «Μπορεί η εποχή μας να έχει φορτώσει με δυσβάσταχτα φορτία τον νου των παιδιών, αλλά η καρδιά τους αναζητάει το πραγματικό νόημα της ζωής, που δεν το βρίσκει μέσα στη γνώση. Οι νέοι μας χαρακτηρίζονται από μια έντονη αναζήτηση της Αλήθειας. Και η δική μας ευθύνη είναι ν’ αναδείξουμε την Αλήθεια μέσ’ από την αυθεντική, φυσική, καθημερινή μας ζωή. Λοιπόν, τι λες, να συνεχίσω το γράψιμο;»
«Ασε με να το σκεφτώ» είπε «και τα ξαναλέμε».
«Κάνε την προσευχή σου, κι ο Θεός θα μας κάνει φανερό το θέλημά Του» είπα. Τη χαιρέτησα κι έφυγα.
Την επόμενη φορά που την επισκέφθηκα, ήταν σαν να με περίμενε. Μου είπε:
«Τα σκέφτηκα αυτά που λέγαμε και συμφωνώ. Από πού θέλεις να αρχίσουμε;»
«Αρχίζει κανείς μια βιογραφία από τη γέννησή του. Έτσι συνηθίζεται, αλλά νομίζω ότι θα υπάρχει περισσότερο ενδιαφέρον, και είναι πιο εύκολο και για σένα, να σε ρωτάω κι εσύ να μου απαντάς».
«Ωραία...» είπε. «Αρχίζουμε».
«Κυρία Βαγγελιώ,η πορεία σου έχει μια ευλογία. Το δέντρο της ζωής σου έδωσε στην κοινωνία μας γλυκούς κι εύχυμους καρπούς, με παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, όλα μέσα στην αγκαλιά της Εκκλησίας. Και τα υλικά αγαθά πλούσια καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες σας, κι όχι μόνο... Θα θέλαμε να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτήν την τόσο επιτυχημένη πορεία σου».
«Γέννησα επτά παιδιά. Έξι κόρες κι ένα γιο, αλλά μεγάλωσα εννέα. Σήμερα όλα, και τα οκτώ κορίτσια μου, είναι καλο-παντρεμένα, με παιδιά κι εγγόνια. Έχω 17 εγγόνια και 20 δισέγγονα».
«Κυρα-Βαγγελιώ, είπες ότι μεγάλωσες, εκτός από τα παιδιά σου, κι άλλα δύο παιδιά. Ποια ήταν αυτά και πώς βρέθηκαν στο σπίτι σας;»
«Τα παιδιά αυτά είναι παιδιά της αδελφής μου, της Σταυρούλας. Το 1973 τη χάσαμε. Τρία χρόνια πριν είχε πεθάνει και ο άνδρας της και πατέρας των δύο παιδιών. Έτσι, τα κοριτσάκια αυτά, το ένα 7 χρονών και το άλλο 8, βρέθηκαν χωρίς οικογένεια. Δεν υπήρχε κανείς να τα αγκαλιάσει και να τα μεγαλώσει».
«Ναι, είχα ακούσει τότε για το θλιβερό αυτό γεγονός».
«Όλοι πονέσαμε και κλάψαμε τότε» είπε με συγκίνηση. «Δεν αφήσαμε, όμως, τον πόνο να μας καταβάλει. Από την αρχή είπα αποφασιστικά: Έχω έξι κόρες κι ένα γιο, και μαζί με τα δύο ορφανά, εννέα. Όλα μαζί θα μεγαλώσουν στο σπίτι μου. Τ’ αγκάλιασα με περισσή ζεστασιά και αγάπη. Τα μεγάλωσα όπως τα παιδιά μου. Δόξα νά ’χει ο Θεός» είπε κι έκανε τον σταυρό της.



Ένα μειδίαμα διέκρινα στα χείλη της, και μια ευφρόσυνη έκφραση πήρε το πρόσωπό της. Είναι το αποτύπωμα κάθε ψυχής αυτή η χαράόταν φτάνει νικηφόρα στο τέλος κάθε αγώνα.
Σταμάτησε για λίγο κι εγώ, παίρνοντας τον λόγο, της είπα:
«Κυρα-Βαγγελιώ, είναι γνωστό στην κοινωνία της Κούλουρης ότι και τα εννέα παιδιά που μεγαλώσατε ξεχωρίζουν για την τιμιότητά τους, την εργατικότητά τους, τη νοικοκυροσύνη τους και κυρίως για την πίστη τους στον Θεό. Πώς τα καταφέρατε τόσο καλά; Εμείς διαβάζουμε παιδαγωγικά και ψυχολογικά βιβλία, ακούμε ομιλίες κι ενημερωνόμαστε για τη σωστή ανατροφή των παιδιών μας, και πάλι δεν τα καταφέρνουμε όπως εσείς. Πείτε μας κάτι πιο πρακτικό ή ίσως κάποιο μυστικό για την ανατροφή των παιδιών».
 «Δεν υπάρχει κανένα μυστικό. Η συνταγή είναι δοκιμασμένη» είπε χαμογελώντας. «Μεγάλωσα τα παιδιά μου όπως μεγάλωσα κι εγώ».
«Δηλαδή;» ρώτησα.


«Ο πατέρας μου ήταν ο Γιώργος Βενετσάνος και η μητέρα μου η Ορσία, το γένος Λουκά. Ήμασταν πέντε αδέλφια. Όλα μεγαλώσαμε βοηθώντας τους γονείς μας στις δουλειές τους. Ο πατέρας μου ήταν πολύ εργατικός κι ένας από τους λίγους νοικοκυραίους της Κούλουρης. Είχε φούρνο και ταβέρνα. Καλλιεργούσε τα χωράφια του και με το αμάξι του μετέφερε τα εμπορεύματά του στο μαγαζί μας, αλλά και στην αγορά του Πειραιά».
«Ήταν, δηλαδή, φούρναρης, ταβερνιάρης, γεωργός και μεταφορέας» είπα, διακόπτοντάς την. «Πότε τα προλάβαινε όλα αυτά;»
«Όλα γίνονται στην ώρα τους» είπε «γιατί η κάθε δουλειά δεν σε ήθελε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το πρωί δούλευε στον φούρνο, το βράδυ στην ταβέρνα και τις υπόλοιπες ώρες της μέρας ήταν γεωργός και μεταφορέας. Βέβαια, σε όλες αυτές τις δουλειές, βοηθός και συνεργάτης ήταν η μάνα μου και όλα εμείς, τα παιδιά».
«Και πότε πηγαίνατε στο σχολείο; Πότε διαβάζατε; Πότε παίζατε;» ρώτησα «αφού βοηθούσατε τους γονείς σας στις τόσες ασχολίες τους;»
«Όλα γίνονταν φυσικά κι αβίαστα» είπε «χωρίς να υπάρχει η καταπίεση και το κυνηγητό της τελειομανίας στη μελέτη και στις διάφορες ασχολίες μας. Όλοι ξυπνούσαμε το πρωί με κέφι για δουλειά. Κι όλα τα προλαβαίναμε».
»Έπαιξα, παιδί, ώρες ατελείωτες. Η γειτονιά μας, στ’ Αλώνια, ήταν σωστό μελισσολόι από τις φωνές των παιδιών. Το κυνηγητό, η αμπάριζα, το σχοινάκι, το κρυφτό ήταν απ’ τα πιο αγαπημένα μας».
«Ποιο σχολείο τελείωσες;» ρώτησα.
«Πήγα στο το Δημοτικό Σχολείο, το Καποδιστριακό. Τότε τα κορίτσια δεν πήγαιναν συνήθως σχολείο. Εγώ πήγα μέχρι την τέταρτη τάξη. Ήμουν άριστη μαθήτρια. Όμως η μάνα μου μ’ έβγαλε από το σχολείο για να μάθω κέντημα της μηχανής, για να κεντήσω τα προικιά μου».
«Αξιοποίησες αυτή την τέχνη σου επαγγελματικά;» ρώτησα.
«Κέντησα πολλές και ωραίες προίκες, αλλά δεν συνέχισα γιατί παντρεύτηκα, και στη ζωή μου μπήκαν άλλες προτεραιότητες».
«Δηλαδή;»



«Η οικογένεια» είπε απλά. «Τα παιδιά είναι εικόνες Θεού, που μας τα εμπιστεύθηκε για να τα μεγαλώσουμε σύμφωνα με το θέλημά Του: Αυτά είναι η πρώτη και μεγαλύτερη προτεραιότητα κάθε μάνας».
«Πολύ σωστά λέτε» είπα. «Το επάγγελμα του γονιού είναι το μεγαλύτερο προνόμιο, αλλά και η μεγαλύτερη ευθύνη και το μέτρο όλης της ικανότητάς μας».
Έμεινε για λίγο σκεφτική. Και σε λίγο πρόσθεσε:
«Ο άνδρας μου, ο Δημήτρης, είχε περίπου τις ίδιες δραστηριότητες με τον πατέρα μου. Ήταν παντοπώλης, κτηματίας, ταβερνιάρης και έμπορος. Σ’ όλα αυτά τον βοηθούσα. Κρατούσα το μπακάλικο όταν εκείνος έλειπε. Βοηθούσα στην ταβέρνα, που ήταν δίπλα στο σπίτι μας, και μαγείρευα για τους εργάτες που δούλευαν στα κτήματα...»
«Φαντάζομαι» είπα διακόπτοντάς την «πόσο κουρασμένη θα ήσασταν κάθε βράδυ».

 «Όχι, παιδί μου» είπε απλά. «Δεν ξέρω αν μπορείς να με πιστέψεις. Δεν αισθανόμουν κούραση. Όλ’ αυτά κι άλλα πολλά τα έκανα με αγάπη, με κέφι. Τα παιδιά, με τα γέλια τους και τις φωνές τους, λες και μου έδιναν δύναμη. Κι έπειτα, οι καθημερινές ευχές των πεθερικών μου και της κουνιάδας μου, με τους οποίους συζούσαμε, μου έβαζαν φτερά στους ώμους, κι ήταν σαν να πετούσα. Πραγματικά δεν κουραζόμουν».
«Και με τις εποχιακές εργασίες πώς τα βγάζατε πέρα;» ρώτησα. «Ο τρύγος, οι ελιές και οι άλλες αγροτικές δουλειές θέλουν χέρια. Έχουν κούραση».
«Όλα ήταν μια διασκέδαση για μας, ένα πανηγύρι για όλους μας, και κυρίως για τα παιδιά» είπε. «Περιμέναμε με χαρά πότε θα γίνει ο τρύγος. Κι αρχίζαμε την προετοιμασία. Τον Αύγουστο πλέναμε τα βαρέλια, έξι ξύλινα βαρέλια των 600 οκάδων το καθένα. Μετά από το πανηγύρι της Φανερωμένης άρχιζε ο τρύγος. Τα κάρα πηγαινοέρχονταν. Και η αυλή μας γέμιζε με κοφίνια γεμάτα σταφύλια. Κι άρχιζε το πάτημα. Κι έτρεχε ο μούστος ποτάμι στο πουρλάκι, και γέμιζαν τα βαρέλια. Γέμιζε και η καρδιά μας με χαρά κι ευχαρίστηση για την καλή σοδειά».
Διακόπτοντας την ωραία περιγραφή της κυρα-Βαγγελιώς, είπα:
«Κάθε δουλειά, όσο κουραστική κι αν είναι, όταν γίνεται με κέφι και χαρά, είναι πραγματικό πανηγύρι».
«Έτσι είναι, όπως το λες» μου είπε. «Όταν πατούσαμε τα σταφύλια, λες κι είχαμε γιορτή. Φίλοι, συγγενείς, γνωστοί κι «γνωστοί, περνούσαν κι έφερναν κανα μεζέ ή ψωμί ζυμωτό και μας εύχονταν: “Και του χρόνου να ’μασιε καλά, και καλά κρασιά”. Και όλοι παίρνανε μια νταμιτζάνα ή ένα γαλόνι μού στο για να κάνουν μουσταλευριά, μουστοκούλουρα ή λίγο πετιμέζι. Ωραία χρόνια, ευλογημένα, με άρωμα, με γλύκα, με χαρά!»



Στάθηκε για λίγο. Το πρόσωπο της είχε πάρει μια ευφρόσυνη έκφραση, καθώς αναπολούσε ευχάριστες μέρες.
Σκέφτηκα, κοιτάζοντάς την. Πόσο ωραία είναι να βρίσκει ο άνθρωπος χαρά στην εργασία του. Έτσι όχι μόνο δεν νιώθει κούραση, αλλά και η έκβαση της δουλειάς του έχει το καλύτερο αποτέλεσμα. Υπάρχει η ευλογία του Θεού.
«Μετά είχαμε τα αλιεύματα» είπε. «Τελάρα με παλαμίδες γέμιζε η αυλή μας. Έφτιαχνε ο άνδρας μου με τέχνη τενεκέδες λακέρδες για να πουλήσουμε στο μαγαζί, και να πάει και στην αγορά του Πειραιά.
»Τον Δεκέμβριο είχαμε το ελαιομάζωμα. Γέμιζε πάλι η αυλή μας με τσουβάλια ελιές που, στη συνέχεια, πήγαιναν στο ελαιοτριβείο και γέμιζαν οι λαδούδες με το χρυσό λάδι, το λάδι της χρονιάς για το σπίτι, το μαγαζί και το καντήλι της εκκλησίας. Αυτή η δουλειά κρατούσε μέχρι τα Χριστούγεννα. Μετά είχαμε άλλες αγροτικές δουλειές της άνοιξης».
Η κόρη της κυρα-Βαγγελιώς, Κατίνα Μακρή, μας έγραφε για τα όμορφα παιδικά της χρόνια. Τα παραθέτουμε αυτούσια:
«Η επιτυχία της μάνας μας, ως μητέρας 9 παιδιών, οφείλεται στην αυστηρή αλλά απέραντη αγάπη προς τα παιδιά, τα οποία έμαθαν να υπακούουν, να σέβονται, να προσεύχονται, να πηγαίνουν στην εκκλησία, και να δουλεύουν και να αποδίδουν ανάλογα με την ηλικία. Το μεγάλο παιδί μεγάλωνε το μικρότερο.




Εκτός από τις εποχιακές δουλειές, οι καθημερινές ήταν αρκετές, αλλά όλες τις έκανε με κέφι, όρεξη, και έμοιαζαν σαν μικρές γιορτές.
Το εβδομαδιαίο ήταν το “μεγάλο πλύσιμο”, όπως το λέγαμε. Την ημέρα αυτή, Δευτέρα ή Τρίτη, έπλενε τα μεγάλα ασπρόρουχα - σεντόνια, πετσέτες, φανέλες, εσώρουχα κλπ.
Κάθε μία μας είχε το πόστο της. Οι μεγάλες με τη μαμά γέμιζαν το μεγάλο πανέρι (καλάθι), με τα ήδη πλυμένα στη σκάφη ρούχα στη σειρά, από πάνω έβαζαν ένα τουλουπάνι ή σεντόνι ψιλό και έριχναν στα ρούχα σταχτόνερο βραστό για να τα ασπρίζει. Τα άφηναν μερικές ώρες και, αφού τα ξέβγαζαν, τα απλώναμε στα σχοινιά της αυλής. Δεν υπήρχε χώρος ελεύθερος και κορίτσι χωρίς δουλειά. Οι αμέσως μικρότερες βγάζαμε νερό με το χαρανί από το πηγάδι για το ξέβγαλμα και οι μεγάλες με τη μαμά τα άπλωναν; Αφού σφουγγαρίζαμε την αυλή, τι χαρά! Βγαίναμε, έστω και για λίγο, έξω για παιχνίδι, μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα, γιατί αμέσως μετά ετοιμάζαμε το σίδερο με τα κάρβουνα. Αν φυσούσε στο στενό τον Αγίου Μηνά, καλώς. Αν όχι, αφού ανάβαμε τα ξυλαράκια κάτω από τα κάρβουνα στο σίδερο, το κουνούσαμε πέρα-δώθε μέχρι να ανάψουν τα κάρβουνα και να ζεσταθεί η πλάκα του σίδερου, για να σιδερώσουμε τα ρούχα.



Δύο φορές την εβδομάδα ζύμωνε 8 φωμιά ή περισσότερα για την οικογένεια 14 ατόμων, τους εργάτες και την ταβέρνα. Γη γεμάτη προζύμι μεγάλη λεκάνη τη ζύμωνε με άνεση και τη χώριζε σε ξύλινες θήκες για τα ψωμιά, αφού έστρωνε από κάτω το ειδικό μακρόστενο πανί. Τις πινακωτές τις πιάναμε  2 κορίτσια και τις πηγαίναμε στον φούρνο.
Χριστούγεννα και Πάσχα ζύμωνε τα Χριστόψωμα, κουλούρες με σταυρό από προζύμι σε λωρίδες, και το Πάσχα καρβέλια με σταυρό καί με κόκκινα αυγά στις άκρες του σταυρού. Έφτιαχνε για όλους μας καλαθάκια πασχαλινά με κόκκινο αυγό μέσα και το χεράκι πλεξούδα. Ήξερε πως θα μας χαροποιήσει με αυτά τα κατασκευάσματα και πολλά άλλα.
Τα εποχιακά γλυκά γέμιζαν το μεγάλο ντουλάπι (γαλακτομπούρεκο, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, λουκουμάδες, ρυζόγαλο, μουστοκούλουρα, μουσταλευριά, γλυκό σταφύλι και πολλά άλλα).
Κάθε Κυριακή, πρωί-πρωί, μας σήκωνε έναν-έναν, μας έλουζε, μας έπλενε, μας έντυνε και μας έστελνε στην εκκλησία, στον Άγιο Μηνά, και τέλος ερχόταν κι αυτή.



Οι συμβουλές της ήταν καθημερινές, όπως και το παράδειγμά της. Ιδιαίτερη φροντίδα έδειχνε προς τους γονείς της και τα πεθερικά, με τα οποία συζούσαμε και την υπεραγαπούσαν.
Στις διακοπές του Πάσχα μας έστελνε, όλη τη Μ. Εβδομάδα, στη Μονή Φανερωμένης με άλλες φίλες της γειτονιάς, και καθόμασταν σε κελιά δικά μας και ακολουθούσαμε όλο το τυπικό του Μοναστηριού. Εκεί, φυσικά, μόναζε η αδελφή Μαριώ, θεία μιας φίλης μας. Επίσης, πηγαίναμε και για ορισμένο διάστημα, περίπου 10 ημέρες, και το καλοκαίρι, και αυτό άρεσε σε όλες πολύ. Το κατηχητικό ήταν απαραίτητο.
Ο Αγιασμός και το Ευχέλαιο πάντα γίνονταν σε κάθε αρχή εργασίας, και τα πρώτα προϊόντα τα πήγαιναν στην εκκλησία σε γιορτές, για να αγιαστούν και να μοιραστούν - κυρίως σταφύλια, φέτα και λάδι για τα καντήλια.
Αγαπούσε όλη τη γειτονιά. Όλα τα μικρά μαζευόμασταν στο σπίτι (αυλή), και σχεδόν όλα τα βράδια έβαζε το μεγάλο καζάνι και έβραζε σούπα που τρώγαμε όλοι (τα παιδιά της και τα παιδιά της γειτονιάς), και μέχρι σήμερα όλοι μιλάμε για το πόσο νόστιμη μάς φαινόταν η σούπα της Βαγγελιώς. Αυτό το χούι τής έμεινε μέχρι την τελευταία πνοή της».
«Όλ’ αυτά» ρώτησα «γίνονταν παράλληλα με τις καθημερινές απαραίτητες σπιτικές δουλειές, έτσι δεν είναι, όπως το φαγητό, το ζύμωμα, η καθαριότητα κ.ά. Είναι αδιανόητο σ’ εμάς σήμερα μια γυναίκα να μεγαλώνει εννέα παιδιά μόνη της, να περιποιείται τα πεθερικά της και να δίνει χέρι βοήθειας στο μπακάλικο, στην ταβέρνα και στις εποχιακές αγροτικές δουλειές, με τις οποίες ασχολείται ο άνδρας της».



«Παιδί μου» είπε απλά. «Ένα πέλαγος υποχρεώσεων η κάθε μας μέρα. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού όλα γίνονταν. Ο Θεός λες και μεγάλωνε την κάθε μας μέρα, και έτσι τελείωναν όλες αυτές οι δουλειές με κέφι, με χαρά και χωρίς κούραση».
«Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ (Λουκ. 18,27)» είπα και ρώτησα με διστακτικότητα: «Στην εκκλησία πότε πηγαίνατε;»
«Η εκκλησία ήταν η πρώτη μας δουλειά. Ο άνδρας μου ήταν για πολλά χρόνια επίτροπος στον Άγιο Μηνά. Κι εγώ, κάθε Κυριακή και γιορτή, σήκωνα το πρωί τα παιδιά, τα έλουζα ένα-ένα, τα έντυνα γρήγορα και πήγαιναν στην εκκλησία, μόλις ετοιμαζόταν το καθένα τους. Στο κατηχητικό ήταν πρώτα. Βοηθούσαμε την εκκλησία μας σε κάθε ανάγκη της.
Ήμασταν κοντά στον αείμνηστο παπα-Κώστα και στους σημερινούς ιερείς μας, στον πατέρα Τιμόθεο, που είναι και Αρχιερατικός Επίτροπος, και στον πατέρα Χριστόδουλο. Ωραία χρόνια. Όλη η ζωή μας ήταν χαρούμενη, γιατί ζούσαμε τη χαρά, το γέλιο, το αστείο κάθε στιγμή, σε κάθε δουλειά, όσο κουραστική κι αν ήταν».



Με κοίταξε μ’ εκείνα τα γελαστά και καθαρά μάτια της, που μαρτυρούσαν μια ψυχή γεμάτη ευλογία Θεού.
«Η ζωή σας δεν είχε στεναχώριες;» ρώτησα με απορία. «Δεν περάσατε δυσκολίες, αρρώστιες, θανάτους;»
«Όλα μέσα στη ζωή είναι» είπε. «Και βέβαια ζήσαμε δυσκολίες, περάσαμε αρρώστιες και πονέσαμε με τον θάνατο αγαπημένων μας. Κάναμε, όμως, ότι μπορούσαμε για να ξεπεράσουμε τα δύσκολα, κι ο Θεός μας έδινε υπομονή και κουράγιο.
»Η κάθε μέρα, με τις τόσες φροντίδες, δεν άφηνε περιθώριο στον πόνο και στην απελπισία να φωλιάσουν στην ψυχή μας. Κι έτσι, πορευόμασταν κοιτάζοντας πάντα μπροστά».
«Ωραίο πρακτικό μάθημα αισιοδοξίας» είπα κι επανέλαβα: «Η δουλειά είναι το φάρμακο για να ξεπερνάμε τα δύσκολα στη ζωή. Σήμερα υπάρχουν πολλές δυσκολίες κι αδιέξοδα. Αλλά πού να βρει ο νέος δουλειά στην εποχή μας;»
«Η γη μάς καλεί» είπε «με χίλια στόματα να μας χαρίσει τα καλά της. Θέλει, όμως, να κοπιάσουμε και να έχουμε υπομονή κι επιμονή, για να είναι το τραπέζι μας γεμάτο με τα αγαθά της».
«Είχατε ιδιαίτερες μέρες ξεκούρασης και διασκέδασης;» ρώτησα.
«Ξεκούραση! Μπα, τι λέξη είν’ αυτή» είπε με χαμόγελο η κόρη της, η Μαρία, μπαίνοντας στο δωμάτιο της κυρα-Βαγγελιώς. «Για να υπάρξει ξεκούραση, πρέπει να προϋπάρχει η κούραση. Κι εμείς εδώ δεν γνωρίζουμε αυτές τις λέξεις - ούτε την κούραση, ούτε την ξεκούραση». Κι ενώ έλεγε αυτά, μου πρόσφερε σ’ έναν ωραίο δίσκο ένα μπωλ με μουσταλευριά, μουστοκούλουρα κι ένα ποτήρι νερό.


«Είμαστε στον μήνα του μούστου» είπε «και θυμόμαστε τα
παλιά, τότε που η μυρωδιά του μούστου πλημμύριζε όχι μόνο τα σπίτια μας, αλλά ολόκληρες τις γειτονιές μας».
«Ξεκουραζόμαστε και διασκεδάζαμε οικογενειακός» συνέχισε η κυρα-Βαγγελιώ, προσπερνώντας την παρένθεση της μουσταλευριάς. «Στρώναμε στις ονομαστικές γιορτές και στα πανηγύρια γιορτινά τραπέζια σε κάθε σπίτι, μ’ ένα σωρό μεζέ¬δες της εποχής και του τόπου, κι άφθονο καλό κρασί, μαζί με τραγούδια, αστεία, πειράγματα, κέφι και πολλή χαρά. Τι καλά που περνούσαμε εκείνη την εποχή!»
Κοντοστάθηκε για λίγο και συνέχισε: «Και σήμερα περνάμε καλά. Δόξα τω Θεώ!»



Εκείνη τη στιγμή, δύο μικρές, παιδικές φωνούλες σταμάτησαν κάθε σκέψη μας, «Γιαγιά...! Γιαγιά...!», και δύο χαριτωμένα κοριτσάκια, με τα σακίδια στους ώμους, όρμησαν τρέχοντας στην αγκαλιά της γιαγιάς. Ήταν δύο από τα δισέγγονα της κυρα-Βαγγελιώς, που ήρθαν από το νηπιαγωγείο της γειτονιάς.
Κι εγώ σηκώθηκα, χάιδεψα τα κεφαλάκια τους, χαιρέτησα την κυρα-Βαγγελιώ κι έφυγα παίρνοντας μαζί μου την εικόνα της. Μια εικόνα με χαραγμένα τα χαρακτηριστικά της Ελληνίδας ορθόδοξης γυναίκας. Στον νου μου ήρθε το χιλιοειπωμένο «μια εικόνα χίλιες λέξεις». Κι όταν αυτή η εικόνα είναι ζωντανή, τι χρειάζονται τα λόγια...
Το έτος 1998, την Κυριακή 5 Απριλίου, το βράδυ στο τέλος της ακολουθίας του 5ου Κατανυκτικού Εσπερινού, όλοι βίωσαν ένα συγκλονιστικό γεγονός: Είδαν την εικόνα της Παναγίας, που βρίσκεται στην Εκκλησία του Αγίου Μηνά Σαλαμίνας, να κλαίει. Έκλαιγε για τρεις συνεχόμενες μέρες περίπου.
Όλοι πρώτα άκουσαν ένα παράξενο ήχο, κι αμέσως μια γλυκιά ευωδία έβγαινε από την εικόνα και πλημμύρισε την εκκλησία. Δεν ήταν λιβάνι, γιατί αυτή την ώρα οι ιερείς του ναού δεν θυμιάτιζαν. Ήταν ένα άρωμα υπερκόσμιο, που το ένιωσαν όλοι και κράτησε περίπου ένα τέταρτο.
Το πρωί η είδηση μαθεύτηκε σαν τη φωνή που την παίρνει ο άνεμος. Το έδειξε και η τηλεόραση, στο δελτίο ειδήσεων. Κόσμος πολύς κατέφθασε να προσκυνήσει την εικόνα. Όλοι είδαν τα δάκρυα της Παναγίας, που είχαν φτάσει ζωντανά και λαμπερά μέχρι τ’ άγιά Της χείλη, αφήνοντας τα σημάδια της ροής τους από τις κόγχες των ματιών Της στις παρειές και στα χείλη Γης. 


Οι περισσότεροι προσκυνούσαν με πίστη και κατάνυξη. Άλλοι πήγαιναν να δουν από περιέργεια και δυσπιστία.
Πήγα και προσκύνησα κι εγώ. Έμεινα άφωνη. Η δακρυσμένη ματιά Της μίλησε κατευθείαν στην ψυχή μου, φωτίζοντας κάθε σκοτεινή πτυχή της. Δύο δάκρυα κύλησαν κι απ’ τα δικά μου μάτια. Δάκρυα συντριβής και μετάνοιας. «Σ’ ευχαριστώ, Παναγιά μου» είπα. Προσκύνησα κι έφυγα.
Βγαίνοντας από την εκκλησία, έτρεξα αμέσως στην κυρα- Βαγγελιώ. Ήθελα να συζητήσω μαζί της την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία για μένα. Τη βρήκα στο γνωστό δωματιάκι της, με αναμμένο το καντήλι. Το θυμιατήρι, ακουμπισμένο στο τραπέζι της αυλής, σκορπούσε την ευωδιά του όχι μόνο στο δωμάτιο, αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο.
Μόλις με είδε με χαιρέτησε εγκάρδια, και με συγκίνηση συ-ζητήσαμε το γεγονός.
«Η Παναγιά είναι κοντά μας, κόρη μου, και μας αγαπάει» μου είπε. «Εδώ κι εκατοντάδες χρόνια επισκέπτεται το νησί μας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο».
«Γιατί όμως κλαίει;» ρώτησα. «Τα δάκρυα, λένε, υποδηλώ-νουν κάτι κακό που θα σου συμβεί. Έχω διαβάσει ότι έτσι έκλαιγε η Παναγία κι όταν μας πήραν την Πόλη οι Τούρκοι».
«Ναι» είπε συλλογισμένη. «Κι όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος του 1940, έκλαιγε η Παναγία της Κόλαινας. Η Παναγία της Κόλαινας είναι μια θαυματουργή εικόνα της Σαλαμίνας. Όμως δεν ξέρω γιατί κλαίει τώρα η Παναγία. Μόνο ο Θεός ξέρει».
«Εκτός από τα δάκρυα, ακούστηκε στην αρχή και μια βουή» είπα «και μια ευωδία πλημμύρισε την εκκλησία. Μ’ αυτά τα σημάδια, τι θέλει να μας πει η Παναγία; Μήπως μπορείς να μου δώσεις μια εξήγηση, κυρα-Βαγγελιώ;»
«Με τη βουή Της» είπε «ίσως θέλει να μας ξυπνήσει από τον ύπνο, για να δούμε τον δρόμο του Θεού και να τον ακολουθήσουμε. Η ευωδιά είναι καλό σημάδι. Κάτι καλό θα γίνει μέσα στην εκκλησία, και πρέπει να είμαστε κι εμείς μέσα για να μεταλάβουμε τη Χάρη της Παναγίας μας».
«Κυρα-Βαγγελιώ, εσύ είσαι μέσα στην εκκλησία» είπα. «Ζεις την εκκλησιαστική ζωή οικογενειακώς. Πες μας ορισμένες εμπειρίες σου από τον Άγιο Μηνά, που τον έχετε γείτονα και τόσο φροντίζετε τον ναό του».
Δίστασε.
«Αυτά δεν λέγονται» μου είπε σκεπτική και με κοίταξε επί¬
μονά μ’ εκείνα τα αθώα κι έξυπνα μάτια της. «Αυτές οι διηγήσεις δείχνουν υπερηφάνεια. Κι αυτό δεν το θέλει ο Θεός».






«Ναι, έτσι είναι» είπα. «Αλλά υπάρχει και η άλλη άποψη. Όταν κανείς διηγείται γεγονότα της ζωής του που αφορούν τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους μας, με ταπείνωση και σεβασμό στην αλήθεια, δεν επιδεικνύει αλαζονεία, ούτε δια-φημίζεται ο ίδιος, αλλά επικοινωνεί με άλλες αδελφές ψυχές που επιζητούν να ζήσουν τα βιώματα αυτά. Έτσι γλυκαίνονται οι ψυχές, φωτίζονται οι καρδιές μας με το φως του Χριστού, που με τη χάρη Του και την ευλογία Του έγιναν αυτά που βιώνουμε».
Με κοίταξε μ’ ένα αινιγματικό ύφος χωρίς να μιλάει, κι εγώ συνέχισα:
«Θα σου πω εγώ τι έχω ακούσει για τον Άγιο Μηνά και μετά, αν θέλεις, μου λες κι εσύ τις δικές σου εμπειρίες.


Πολλοί μού έχουν διηγηθεί προσωπικές εμφανίσεις του Αγίου Μηνά. Άνθρωποι της εκκλησίας, και όχι μόνο, τον έχουν δει ολοζώντανο να περιφέρεται με το άσπρο του άλογο στον περιβάλλοντα χώρο του ναού.
»Θυμάσαι τον Γιώργο τον Βιλλιώτη, που είχε τον κινηματογράφο “Αχίλλειο”, και τον Γιάννη τον Λουμένη, τον μαρμαρά; Ήταν τότε νέα παλικάρια, αρραβωνιασμένοι. Κατέβαιναν με τη μηχανή, από τη λεωφόρο Φανερωμένης, στην παραλία. Τότε δεν υπήρχε αυτή η κίνηση που υπάρχει σήμερα. Ο δρόμος εκείνη την ώρα ήταν έρημος. Ο Γιώργος οδηγούσε και ο Γιάννης ήταν πίσω του. Περνώντας από την εκκλησία του Αγίου Μηνά, ο οδηγός της μηχανής πάτησε απότομα φρένο κοκαλώνοντας τη μηχανή και είπε χαμηλόφωνα στον Γιάννη “Βλέπεις ότι βλέπω;”
“Σώπα, μη μιλάς” του απάντησε στον ίδιο τόνο κι ο Γιάννης.
“Είναι ο Αγιος Μηνάς”. Ένας καβαλάρης με άσπρο άλογο, ξε-κινώντας από την πόρτα της εκκλησίας, πέρασε την πλατεία, διέσχισε κάθετα τον δρόμο και, προχωρώντας στην οδό Π. Λεμπέση, χάθηκε στο στενό του δρόμου.
»Οι δύο νέοι έμειναν για αρκετή ώρα μαρμαρωμένοι σ’ αυτή τη θέση. Όταν συνήλθαν απ’ αυτή την απρόσμενη οπτασία, συνέχισαν τον δρόμο τους, αλλά δεν παρέλειπαν να διηγούνται το γεγονός αυτό με κατάνυξη κάθε φορά που μιλούσαν για τον Άγιο Μηνά».
«Είναι ολοζώντανος, παιδί μου» είπε η κυρα-Βαγγελιώ κι έκανε τον σταυρό της. «Πολλές φορές μας έκανε την τιμή να εμφανίζεται και σ’ εμάς, ακούγαμε τα ποδοβολητά του αλόγου του και τον βλέπαμε ολοζώντανο».
«Είστε καθαρές ψυχές, πιστεύετε στον Θεό και τιμάτε τον Άγιο» είπα και την κοίταξα κατάματα. Είχε πάρει μια έκφραση ιλαρότητας.



«Η Φιλιά υπηρετούσε τον ναό του Αγίου Μηνά νύχτα- μέρα» είπε. «Κι αυτή τον είχε δει ολοζώντανο μέσα στην εκκλησία. Όλες οι γειτόνισσες ήμασταν κοντά στον παπα-Κώστα και βοηθούσαμε την εκκλησία σε όποια ανάγκη υπήρχε».
«Έχω ακούσει» είπα «ένα απλό γεγονός που έχει μείνει σαν ανέκδοτο στην κοινωνία της Κούλουρης, που δείχνει την καθαρότητα της ψυχής σας. Συνέβη εδώ, μπροστά στο μπακάλικο, τότε που το δούλευες εσύ».
«Πολλά συνέβαιναν εδώ, γιατί ο δρόμος ήταν άνετος, υπήρχε το μπακάλικο και η ταβέρνα. Περνοδιάβαιναν πολλοί» είπε και σταμάτησε για ν’ ακούσει.
«Μια μέρα» είπα «το αυτοκίνητο της χωροφυλακής κυνηγούσε ένα μικρό φορτηγάκι, που το οδηγούσε ένας γύφτος. Σταμάτησαν μπροστά στο μπακάλικο. Βγήκαν οι χωροφύλακες και ο γύφτος από τα αυτοκίνητα, κι άρχισαν να φωνάζουν. Όλοι βγήκαν έξω για να δουν τι συμβαίνει, εσύ από το μπακάλικο, η Φιλιά από την Εκκλησία, η Ελένη του Σωτήρη, η Σταυρούλα του Παναγή κ.α., κι ακούγατε τις φωνές του γύφτου που προσπαθούσε να υπερασπιστεί με φτηνό τρόπο την παρανομία του. Ακούγατε όλες με ενδιαφέρον. Εσύ, σαν πιο θαρραλέα, είπες στον χωροφύλακα, που έγραφε σ’ ένα μπλοκάκι τα στοιχεία του γύφτου: “Καλέ αφήστε τον, μην τον γράφετε. Εχει παιδιά να ζήσει...!”
“Κυρά μου” είπε ο χωροφύλακας με την αυστηρότητα του νόμου “γιατί τον υπερασπίζεσαι; Τον ξέρεις; Ξέρεις ότι οι γύφτοι έδωσαν τα καρφιά στους Εβραίους για να σταυρώσουν τον Χριστό;”




Τότε πετάχτηκε με θάρρος η Φιλιά και είπε με παιδική αφέλεια: “Όχι, κ. χωροφύλακα. Δεν ήταν αυτός εκεί τότε, άλλοι ήτανε...”»
Γέλασε η κυρα-Βαγγελιώ και είπε με καλοσύνη.
«Ναι, συμπονούσαμε τον φτωχό, τον ανήμπορο, τον αδύνατο».
«Είναι γνωστές οι αγαθοεργίες σου, κυρα-Βαγγελιώ, στην κοινωνία της Κούλουρης. Έδινες με απλοχεριά σε όσους είχαν ανάγκη. Γι’ αυτό ο Θεός σ’ αγαπούσε και σου χάριζε πλούσια τα αγαθά του. Ιλαρόν γαρ δότη αγαπά ο Θεός. Είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή (Β’ Κορινθ. 9, 8)».
«Γιατί συζητάμε γι’ αυτά;» είπε με ταπείνωση. Και για να σταματήσει η κουβέντα μας, συνέχισε:
«Εγώ ξέρω ότι είπε “Ότι κάνει η δεξιά σου να μην το ξέρει η αριστερά σου”».
Κατάλαβα κι άλλαξα θέμα.
«Έχω ακούσει ότι έχεις δει ολοφάνερα τον Άγιο Μηνά.
Είναι αλήθεια;»




Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Πες μου» είπα «πότε τον είδες, πώς τον είδες και τι σου είπε;»
«Δεν τον είδα μόνο εγώ. Τότε πολλοί βίωναν τις εμφανίσεις της Παναγίας μας και των Αγίων μας. Τους θεωρούσαμε δικούς μας ανθρώπους και συνομιλούσαμε μαζί τους. Η Παναγία της Κόλαινας ήταν μια ζωντανή παρουσία στη ζωή μας. Ο προφήτης Ηλίας οδηγούσε και καθοδηγούσε ολοζώντανα τη Δημητρού για να φτιάξει το εκκλησάκι του επάνω στον ομώνυμο λόφο. Έχουν γραφτεί και βιβλία για τις εμφανίσεις τους και τα θαύματά τους. Κάθε γειτονιά είχε τον δικό της Άγιο. Εμείς εδώ έχουμε γείτονά μας τον Άγιο Μηνά. Τον αγαπούμε και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να είναι ο ναός του καθαρός και ευπρεπής».
«Αυτές οι εμφανίσεις» είπα «ήταν γεγονότα αποδεκτά και καθόλου παράξενα στις παλαιότερες εποχές. Η κάθε μία μέρα, η κάθε καθημερινή εκδήλωση, το κάθε γεγονός είχε αναφορά στον Θεό. Εμείς σήμερα, με το πρόσχημα της μόρφωσης, της γνώσης και της επιστήμης, έχουμε μπλεχθεί σ’ ένα τέτοιο σκοτάδι αγνωσίας, κι έτσι τα βρίσκουμε αδιανόητα όλα αυτά. Να εμφανίζονται, δηλαδή, οι Άγιοι, να συνομιλούμε μαζί τους και να καθορίζουν τη ζωή μας».
Συνεχίζοντας η κυρα-Βαγγελιώ, είπε:
«Μιλούσαμε πάντοτε με φόβο Θεού, σεβασμό και πίστη. Αυτή την κληρονομιά πήραμε από τους γονείς μας, κι αυτή δώσαμε και στα παιδιά μας. Να πορεύονται στη ζωή τους με πίστη στον Θεό, με εργατικότητα, νοικοκυροσύνη, αρχοντιά ψυχής και προκοπή».
«Αυτές είναι οι βιωματικές εμπειρίες που σφραγίζονται στην ψυχή κάθε παιδιού και καθορίζουν τη μετέπειτα ζωή του», είπα.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η κόρη της, η Μαρία. Ακούγοντας αυτή τη συζήτηση, μας είπε το εξής αξιοσημείωτο γεγονός που συνέβη με το εγγονάκι της, και δισέγγονο της κυρα-Βαγγελιώς.




«Το 1984 είχε πεθάνει ο παππούς. Είχαμε πάει στο Μοναστήρι της Φανερωμένης και τελέσαμε το μνημόσυνο. Εκείνη την εποχή στο καθολικό της Μονής υπήρχαν σκαλωσιές, γιατί καθάριζαν και συντηρούσαν την αγιογράφηση του Ιερού Ναού. Αφού τελείωσε η Θεία Λειτουργία, κοινωνήσαμε και φεύγαμε. Η Βαγγελίτσα, 5 χρόνων τότε, κοντοστάθηκε και κοίταξε ψηλά τη σκαλωσιά και τις εικόνες. Τα ματάκια της στυλώθηκαν στον τρούλο του Ναού. Έβλεπε την εικόνα του Χριστού εκεί ψηλά. Εγώ της κρατούσα το χεράκι και την παρακινούσα να βγούμε έξω. Τότε με κοίταξε σοβαρά και μου είπε: “Γιαγιά, τώρα που έχει σκαλωσιές και φτάνουν μέχρι τον Χριστούλη, θα μπορεί να κατέβει ο παππούλης μας για να τον δούμε”».
Αυτός είναι ο σπόρος που πέφτει στην παιδική ψυχή, και θα ’ρθει η στιγμή που θα φυτρώσει και θα βγάλει καρπούς.
Καλοκαίρι 2013. Τη βρήκα να κάθεται σε μια αναπαυτικότατη πολυθρόνα, στη δροσερή αυλή του σπιτιού της. Η κόρη της, η Ελένη, της είχε ετοιμάσει το αυγουλάκι της, μελάτο μέσα σ’ ένα ποτήρι, και της το έδινε στο στόμα, όπως ταΐζουμε τα μωρά, λέγοντας: «Η μαμά είναι ένα μεγάλο μωρό, την αγαπούμε και τη φροντίζουμε, όπως μας αγαπούσε και μας φρόντιζε κι εκείνη. Η κυρά-Βαγγελιώ, γελαστή, όπως πάντα, είχε αφεθεί με ικανοποίηση στις φροντίδες των κοριτσιών της, με χαιρέτησε κι άκουγε μ’ ευχαρίστηση τις συζητήσεις μας.



Τα λουλούδια στις γλάστρες γύρω από την αυλή και το φρεσκοπλυμένο και καθαρό μωσαϊκό έδιναν μια ομορφάδα και μια δροσιά στο περιβάλλον. Στην άκρη, επάνω σ’ ένα τραπεζάκι, είδα κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Πλησίασα. Το πήρα. Ήταν ένα αναμνηστικό από τα γενέθλια της κυρα- Βαγγελιώς. «Το 2004 γιορτάσαμε τα 90 χρόνια της μάνας μας» είπε η Ελένη «στην αίθουσα Αχίλλειο, όλοι εμείς - παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, 61 άτομα.
»Ήταν μια ωραία οικογενειακή συγκέντρωση, με πολλές αναμνήσεις και συγκινήσεις γι’ αυτή τη μάνα που μας μεγάλωσε με τέτοιες αρχές, κι έτσι μπορέσαμε κι εμείς με τη σειρά μας να χτίσουμε τις δικές μας οικογένειες πάνω σε γερά θεμέλια».



«Αυτή είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά που αφήνει ο κάθε γονιός στο παιδί του» είπα. «Η αγαπημένη, η δεμένη, η γερή οικογένεια, στην οποία βέβαια η μάνα είναι ο πρωταγωνιστής. Η γυναίκα που οικοδομεί επάνω στα δικά της φυσικά χαρακτηριστικά που της χάρισε ο Θεός, δηλαδή στον πλούσιο συναισθηματικό της κόσμο, τότε δημιουργεί σωστές οικογένειες και μεγαλώνει παιδιά με αγάπη και τρυφερότητα».
Το παράδειγμα της κυρα-Βαγγελιώς υπογραμμίζει τον κανόνα που λέει ότι: «Όταν ένα παιδί βιώσει αγάπη και στοργή ζώντας μέσα σε μια σωστή οικογένεια, μην το φοβάσαι· ξεπερνά με ευκολία κάθε δυσκολία της ζωής του».



Τον Σεπτέμβριο του 2013 με ξάφνιασε ένα τηλεφώνημα. Ήταν η κόρη της και συνάδελφός μου, η Κατίνα. Μου ανακοίνωσε ότι η μητέρα της, η κυρα-Βαγγελιώ, έπαθε εγκεφαλικό. Έτρεξα να τη δω. Στο γνωστό δωματιάκι της, μια φιάλη οξυγόνου υποστήριζε την αναπνοή της κι ένας ορός έσταζε αργά-αργά στη φλέβα του χεριού της. Είχε κλειστά τα μάτια της. Ανέπνεε δύσκολα. Η δεξιά πλευρά της ήταν ακίνητη. Της μίλησα. Της χάιδεψα το άλλο χέρι. Μου φάνηκε ότι ανταποκρίθηκε. Θυμήθηκα αυτά που έμαθα στον Ερυθρό Σταυρό. «Η ακοή φεύγει τελευταία στον άνθρωπο, μαζί με την ψυχή του. Προσέχετε τι θα πείτε όταν βρίσκεστε κοντά σε ασθενή που έχει χάσει τις αισθήσεις του».



Προσπάθησα να τη γλυκάνω με λόγια παρηγοριάς. Η κόρη της, η Μαρία, μου είπε: «Φωνάξαμε δύο γιατρούς και κάναμε ό,τι θα της έκαναν στο νοσοκομείο. Την κρατάμε στο σπίτι για να έχει την αγάπη και την αμέριστη φροντίδα μας. Αν ο Θεός θέλει, μπορεί να επανέλθει...»
Στις τέσσερις ημέρες, ήρθε ο Σεβασμιότατος από τη Λάρισα. Ήταν σαν να τον περίμενε. Το βράδυ της ίδιας ημέρας παρέδωσε την άγια ψυχή της στον Κύριο.
Την επόμενη ημέρα έγινε η εξόδιος ακολουθία της στον Άγιο Μηνά. Λιτός και απέριττος ο στολισμός. Στη μέση της εκκλησίας, ξαπλωμένη στο τελευταίο κρεβάτι της, η Βαγγελιώ ήρεμη, γαλήνια, χαμογελαστή, όπως πάντα. Γύρω τριγύρω τα ζωντανά λουλούδια της, τα παιδιά της, τα εγγόνια και τα δισέγγονο, οι γαμπροί, οι νύφες, οι φίλοι, οι συγγενείς, οι γνωστοί και οι άγνωστοι - μια εκκλησία γεμάτη. Όλοι πήγαν να την κατευοδώσουν και να της χαρίσουν τον τελευταίο ασπασμό. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για την άξια μάνα, τη χριστιανή γυναίκα, την αγαπητή γειτόνισσα, τη νοικοκυρά, την εργατική, την τίμια, τη φιλεύσπλαχνη, την ελεήμονα.
Και μέσα απ’ τα δακρυσμένα μάτια των παιδιών της έβγαινε ένα μεγάλο Ευχαριστώ.



Οι πατημασιές της στον χρόνο έμειναν ανεξίτηλες, και τις ακολουθούν όχι μόνο τα δικά της παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, αλλά κι όλοι εμείς που ζήσαμε την πορεία της χριστιανικής ζωής της.
Τη σεμνή αυτή εξόδιο ακολουθία έκλεισε ο χαιρετισμός του Σεβασμιωτάτου που τελείωσε με την προσευχή:
«Κύριε Ιησού Χριστέ δώσε μας χριστιανές μητέρες για ν’ αλλάξουν την όψη της κοινωνίας μας. Χάρισε και σήμερα στον κόσμο μας μητέρες ευσεβείς, όπως η Ευαγγελία, για να είναι το άλας της γης και το φως του κόσμου, για την επέκταση της βασιλείας Σου επί της γης και τη δόξα του Αγίου Ονόματος Σου.
Αμήν


ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΠΑΠΑΪΣΙΔΩΡΟΥ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΑΘΗΝΑ 2014
πηγη.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ.Η Άννα Κανάκη (1898-1980)



site analysis







Η Άννα Κανάκη

Είναι καλό να είσαι σημαντικός, αλλά είναι και σημαντικό να είσαι καλός.
Απλή, φτωχή και ταπεινή ήταν η Άννα Κανάκη, το γένος Σπύρου Ελευσινιώτη. Έζησε τον περασμένο αιώνα. Γεννήθηκε το 1898. Έμεινε από 5 χρονών ορφανή από μάνα. Ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε με χήρα γυναίκα, η οποία είχε από τον προηγούμενο γάμο της δύο παιδιά. Στη συνέχεια απέκτησαν κι άλλα πέντε παιδιά. Έτσι, μεγάλωσε σε μια ανομοιογενή οικογένεια με οκτώ παιδιά, που δεν είχαν όλα τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα. Αυτή η χαλαρή αιματολογική σχέση με τη μάνα-μητριά και τα επτά αδέλφια της δεν επηρέασε αρνητικά την εξέλιξη του χαρακτήρα της.
Ήταν υπάκουη, υπομονετική κι εργατική. Ήταν μικρόσωμη, αφράτη κι όμορφη. Από τα έξυπνα μάτια της έβλεπες μια ψυχή καθαρή. Η πίστη της στον Θεό, και ιδιαίτερα στην Παναγιά, ήταν η ενδόμυχη δύναμη για την επιβίωσή της.

Σε κάθε δύσκολη στιγμή, κι υπήρξαν πολλές τέτοιες στην καθημερινότητά της, «Παναγιά μου» έλεγε. Κι η Παναγιά μας ήταν πάντα κοντά της, αντικαθιστώντας τη στοργή και την αγάπη της μάνας, που τόσο μικρή έχασε.

Στα 20 χρόνια της παντρεύτηκε τον άκακο, πράο και πιστό στον Θεό, Αγγελή Κανάκη. Απέκτησαν εννέα παιδιά. Το ένα το έχασε μετά τη γέννα. Τα οκτώ τα μεγάλωσε μέσα σε μια ταραγμένη εποχή. Το 1922 ήρθαν στο νησί μας οι πρόσφυγες της
Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι περισσότεροι ντόπιοι είχαν μια αδιάφορη και άλλοι μια αρνητική στάση απέναντι στους κατατρεγμένους, ξεριζωμένους και πονεμένους αυτούς ανθρώπους. Η Άννα τους συμπονούσε. Κι εκείνοι, ανταποκρινόμενοι στα αυθόρμητα αυτά συναισθήματα αποδοχής κι αγάπης, βάφτισαν τα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά της.

Ζούσαν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο κέντρο της Κούλουρης. Ανοίγοντας την εξώπορτα, έμπαινες σε μια μικρή αυλή, που γύρω-γύρω είχε κτίσματα για την οικογένεια αλλά και για τα ζώα, που αποτελούσαν κι αυτά την ευρύτερη οικογένεια της Αννας. Στην άκρη της αυλής υπήρχε το πηγάδι, τόπος δροσιάς και ζωής. Και σε μια γωνιά υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού, μια μικρή κουζινούλα και μια υποτυπώδης τουαλέτα. Στην πρόσοψη του σπιτιού υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο, με ξεχωριστή είσοδο στον δρόμο. Η ίδια το δούλευε, κι έτσι συμπλήρωνε το πενιχρό εισόδημα της οικογένειάς της.



Τα καλοκαίρια όλη η οικογένεια ζούσε στο μικρό σπιτάκι, στο περιβόλι, με τα δύο δωμάτια. Στο ένα έμενε η δεκαμελής οικογένεια και στο δεύτερο τα ζώα, που ήταν οι βοηθοί στις αγροτικές δουλειές. Οι αγελάδες, το άλογο και το γαϊδουράκι αποτελούσαν άτυπα, αλλά ουσιαστικά μέλη της οικογένειάς της. Εκεί είχε και κότες, και κατσίκες. Κι όλα μαζί συνέβαλλαν στην οικιακή οικονομία.




Ο άνδρας της, ο Αγγελής, καλλιεργούσε τα περιβόλια και πουλούσε με το γαϊδουράκι την παραγωγή στις γειτονιές της Σαλαμίνας και των Μεγάρων. Ο επιούσιος έβγαινε με πολύ κόπο. Η σοδειά ήταν αμφίβολη, γιατί είχε άμεση σχέση με τις καιρικές συνθήκες. Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε παραγωγή, η διάθεση των οπωροκηπευτικών ήταν περιορισμένη, γιατί δεν υπήρχε αγορά όπως τη βιώνουμε σήμερα, με τα μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας.
Υπήρχε μεγάλη φτώχεια, αλλά δεν υπήρχε μιζέρια. Όλοι σηκώνονταν το πρωί με όρεξη για δουλειά και το βράδυ, όλοι μαζί πάλι, συγκεντρώνονταν στο τραπέζι. Το καλοκαίρι, τα βράδια ξεκουράζονταν στη δροσιά της αυλής, ενώ τον χειμώνα στη μικρή καμαρούλα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, απολάμβαναν τη θαλπωρή της ζεστασιάς με το λιγοστό φως της λάμπας και του καντηλιού που πάντα ήταν αναμμένο στο εικονοστάσι, στην ανατολική γωνία του σπιτιού. Οι ασκητικές μορφές των Αγίων και η γλυκιά έκφραση της Παναγίας έδιναν την ευλογία τους κι απάλυναν τα τόσα προβλήματα της καθημερινής ζωής για την επιβίωση.



Τα χρόνια περνούσαν κι έρχονταν τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο, κι έφερναν λες μια ευλογία στο σπιτικό. Ήταν, όμως, δύσκολα χρόνια. Έπρεπε όλοι να δουλεύουν, ακόμα και τα παιδιά, για να μπορέσει να τα φέρει βόλτα η οικογένεια.



Κι η Άννα, μέσα απ’ τις πολλές δυσκολίες και τα προβλήματα, αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία μέσα στην οικογένειά της.
Έφερε στον κόσμο εννέα παιδιά και μεγάλωσε τα οκτώ. Μαγείρευε καθημερινά το φαγητό για δέκα άτομα, και πολλές φορές για περισσότερα, όταν τύχαινε να έχουν εργάτες στα περιβόλια. Ζύμωνε μόνη της δυο φορές την εβδομάδα το ψωμί τους. Έπλενε τα ρούχα τους στη σκάφη μ’ εκείνον τον παλιό κουραστικό τρόπο. Κρατούσε την οικονομική διαχείριση του σπιτιού, γιατί ο άνδρας της ακουμπούσε όλα τα έσοδα της δουλειάς του στα χέρια της. Μαζί μ’ όλα αυτά, λειτουργούσε κι ένα μπακάλικο για να συμπληρώνει τα έξοδα της οικογένειας.
Γράμματα δεν ήξερε. Μόνο τη λέξη «Άννα» ήξερε να γράφει. Ήθελε, όμως, όλα τα παιδιά της να μορφωθούν. Παρακολουθούσε ανελλιπώς τη φοίτησή τους, την πρόοδό τους και την επίδοσή τους στα σχολεία. Είχε τον έλεγχο για την καθημερινή μελέτη τους.



Κάποτε ο πρώτος γιος της, ο Σπύρος, της είπε ψέματα ότι είχε διαβάσει τα μαθήματά του κι ήθελε να βγει στη γειτονιά να παίξει. Η Άννα το κατάλαβε και του λέει: «Φέρε μου το βιβλίο και πες μου το μάθημα. Αν το ξέρεις, τότε θα σ’ αφήσω να πας να παίξεις». Το παιδί έφερε το βιβλίο και το άνοιξε στο μάθημα που τους είχε βάλει ο δάσκαλος. Το πήρε η Άννα σοβαρά κι αυστηρά, και του λέει: «Πες μου το μάθημα, κι εγώ θα δω αν τα λες όπως τα λέει το βιβλίο».



Το παιδί, που δεν είχε διαβάσει, ξεροκατάπινε, αναψοκοκκίνισε και δεν έλεγε τίποτα. Θέλοντας, όμως, να πιαστεί από καμιά λέξη ή από τον τίτλο του μαθήματος, πήγε δίπλα στη μάνα του κι έσκυψε το κεφάλι του, στη σελίδα του βιβλίου. Τότε με έκπληξη είπε: «Μάνα, το βιβλίο το κρατάς ανάποδα! Πώς μπορείς να ξέρεις τι λέει το μάθημα, αφού δεν ξέρεις γράμματα;»
«Εγώ το κατάλαβα ότι δεν έχεις διαβάσει» είπε η μάνα «κι ας μην ξέρω γράμματα. Πήγαινε τώρα να διαβάσεις, κι άλλη φορά να μη μου πεις ψέματα».
Εκτιμούσε πάρα πολύ τον δάσκαλο και τον γιατρό. Τα λόγια τους ήταν ευαγγέλιο για εκείνη. Τα καλύτερα από τα οπωροκηπευτικά, που της έφερνε ο κυρ-Αγγελής από το περιβόλι, τα φύλαγε για να τα χαρίσει στον δάσκαλο ή στον γιατρό.


Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, με αγώνα κι αγωνία για τα παιδιά, για τον επιούσιο, για όλα. Ήταν δύσκολα τότε, κι έγιναν δυσκολότερα με τον πόλεμο του ’40.
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στη Σαλαμίνα, υπήρχε διάχυτη μια παγωμάρα, κυρίως όταν κρέμασαν στην παραλία τρεις φιλήσυχους συμπατριώτες μας για εκφοβισμό. Τον Δημήτριο Βιλλιώτη, τον Περικλή Πούτο και τον Δημήτριο Ρούκα.


Η οικογένεια της Άννας με τα οκτώ παιδιά, το μεγαλύτερο 20 και το μικρότερο 3 χρόνων, ζούσε φιλειρηνικά, χωρίς ακρότητες. Η ζωή τους και η εργασία τους ακολουθούσε τους ίδιους ρυθμούς. Η ίδια έβλεπε τους Γερμανούς χωρίς εχθρότητα και μίσος. Κι έλεγε συχνά: «Τι φταίνε αυτά τα παιδιά. Άλλοι τους έβαλαν κι άφησαν τα σπίτια τους, τους δικούς τους, την πατρίδα τους, κι ήρθαν εδώ μ’ ένα όπλο στο χέρι».
Μερικές φορές, μάλιστα, η συμπεριφορά της ήταν ίδια κι όμοια μ’ εκείνη της μάνας προς τα παιδιά της.





Κάποτε, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του ’42, ήρθε κάποιος Γερμανός στο περιβόλι κι ήθελε να πάρει αυγά. Η Άννα τον καλοδέχτηκε. Δεν μπορούσε, βέβαια, να επικοινωνήσει με τον λόγο, αλλά μίλησε με τη γλώσσα του σώματος. Τον κοίταξε τρυφερά κι έλεγε μόνη της χαμηλόφωνα: «Παλικάρι μου, ποιος σας έβγαλε στον πόλεμο και σας έφερε εδώ να σκοτώνετε ανθρώπους;» Καθώς έλεγε αυτά, περιποιήθηκε τα αυγά όπως μπορούσε καλύτερα. Πήρε ένα πανεράκι, έκοψε τρυφερά χόρτα, τα τοποθέτησε με προσοχή, έτσι ώστε να μη ραγίσει κανένα στη μεταφορά, και τα έδωσε στον Γερμανό λέγοντας μια ευχή: «Στο καλό, παιδί μου, και γρήγορα να σε καλοδεχθεί η μανούλα που σε γέννησε».


Δεν ξέρω τι κατάλαβε ο Γερμανός, αλλά η συνέχεια της ιστορίας δικαιώνει το καλοσυνάτο φέρσιμό της. Μετά ένα μήνα περίπου και συγκεκριμένα στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου, γιορτάζει το εκκλησάκι της που βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή, βγαίνοντας από την Κούλουρη και πηγαίνοντας προς το Αιάντειο.



Τα δύο μεγάλα παιδιά της Άννας, ο Σπύρος 22 χρονών και ο Αλέκος 20, πήγαν στο πανηγύρι και ξεχάστηκαν. Η ώρα πέρασε, και η κυκλοφορία απαγορευόταν τις νυχτερινές ώρες. Τα δύο παλικάρια πήραν τον δρόμο με τα πόδια για να πάνε στο σπίτι τους, στο περιβόλι, στα Βασιλικά. Στον δρόμο τούς συνέλαβαν οι Γερμανοί και, ως παραβάτες των κανόνων που οι ίδιοι είχαν βάλει, τους οδήγησαν στο νησάκι του Αη-Γιώργη που χρησίμευε σαν φυλακή για τους παρανομούντες, τους οποίους έστελναν από εκεί αιχμαλώτους στη Γερμανία.


Η Άννα περίμενε όλη τη νύχτα ξάγρυπνη, κοιτάζοντας την πόρτα. Αλλά η πόρτα δεν άνοιξε. Τα παιδιά δεν ήρθαν. Όσο περνούσε η ώρα, την έζωναν τα φίδια. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στην Παναγία και την Αγία Παρασκευή, που ξημέρωνε η γιορτή της, να μην έχουν πάθει κανένα κακό.
Το πρωί έμαθε ότι τους είχαν συλλάβει οι Γερμανοί και τους είχαν οδηγήσει στο νησάκι. Βρέθηκε σε απόγνωση. Τι να κάνει; Πού να πάει; Πώς να τους σώσει; Δεν ήξερε κανέναν για να μεσολαβήσει να ελευθερωθούν τα παιδιά της. «Παναγία μου, Εσύ θα με βοηθήσεις!» είπε.




Αμέσως στον νου της ήρθε η εικόνα του όμορφου Γερμανού, που πρόσφατα του είχε δώσει τ’ αυγά. Αμέσως, με τα ρούχα της δουλειάς και τις παντούφλες στα πόδια, τρέχει στο Πυροβολείο, που ήταν στο ύψωμα πηγαίνοντας από τα Βασιλικά στο Μπλε Λιμάνι, για να βρει τον Γερμανό.
Κατά θεία οικονομία, ο Γερμανός αυτός ήταν εκείνη την ώρα εκεί. Υπήρχε και κάποιος διερμηνέας. Με αγωνία και δάκρυα στα μάτια μίλησε για τα παλικάρια της, που άδικα τα έπιασε αιχμάλωτα η νυχτερινή περίπολος. Ο Γερμανός αυτός, που έτυχε να ήταν επικεφαλής του κλιμακίου, την άκουσε αλλά δεν είπε τίποτα.
Η ζωή τον έδωσε στην κοινωνία μας γλυκούς κι εύχυμους καρπούς, με παιδιά κι εγγόνια
Έφυγε πικραμένη, και με τα πόδια ξεκίνησε από τα Βασιλικά να πάει στα Παλούκια (5 χιλιόμετρα περίπου), για να περάσει απέναντι στο νησί -αν αυτό ήταν επιτρεπτό- και να πείσει τους Γερμανούς ν’ αφήσουν ελεύθερα τα παιδιά της. Στον δρόμο παρακαλούσε τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους να κάνουν το θαύμα τους, για να ελευθερωθούν τα παιδιά της.
Φθάνοντας στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, που είναι στα Παλούκια, ακούει από την απέναντι πλευρά του δρόμου μια φωνή: «Μάνα, πού πας;» 


Ήταν ο Σπύρος και ο Αλέκος, που τους είχαν αφήσει ελεύθερους οι Γερμανοί. Φαίνεται ότι ο Γερμανός από το Πυροβολείο τηλεφώνησε στον ομόλογό του στο νησάκι με τους αιχμαλώτους, και τους ελευθέρωσαν.
Η καλοσύνη πάντα βρίσκει τον δρόμο να δικαιώνει και να ανταμείβει αυτούς που την προσφέρουν.
Σε κάθε πόλεμο, ο αντίχριστος έχει πανηγύρι και στήνει χορό πάνω στα ερειπωμένα χωριά, στα γκρεμισμένα σπίτια, στα κομματιασμένα κορμιά και στα αδικοσκοτωμένα παλικάρια. Πολλοί από μας, που η πίστη μας είναι αναιμική κι επιφανειακή, σε τέτοιες συμφορές τα βάζουμε με τον Θεό κι αρχίζουμε να λέμε: «Γιατί ο Θεός να επιτρέψει να γίνει αυτό το κακό; Πού είναι η δικαιοσύνη Του; Πώς θα ζήσουν τα ορφανά;» Και τα «γιατί», τα «πού» και τα «πώς» δεν έχουν τέλος. Οι πραγματικές πιστές ψυχές, όμως, δέχονται με υπομονή και καρτερία τις συμφορές, γιατί γνωρίζουν ότι τα κακά στη ζωή μας προκαλούνται από τον χαιρέκακο διάβολο. Τα επιτρέπει, όμως, ο Θεός για κάποιον λόγο που ο καθένας μας, αν ψάξει μέσα του, θα τον βρει. Και τότε, με τη Χάρη του Θεού, θα γίνει καλύτερος, πιο πιστός χριστιανός και θα ξεπεράσει τις δυσκολίες.


Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, και συγκεκριμένα την παραμονή της απελευθέρωσης της Ελλάδας, συνέβη και το εξής συγκλονιστικό γεγονός στην οικογένεια της Άννας:
Οι φιλήσυχοι κάτοικοι της Κούλουρης ζούσαν την καθημερινότητά τους. Οι αγρότες δούλευαν στα χωράφια τους, οι ψαράδες ασχολούνταν με τα δίχτυα τους, οι νοικοκυρές ήταν στα σπιτικά τους. Η πατρική οικογένεια της Άννας δουλεύανε στα περιβόλια που είχαν στην περιοχή του Αη-Γιώργη. Κι όλη η οικογένεια έμενε στο αγροτικό σπιτάκι και βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές.




Πέρασαν 3,5 χρόνια γερμανικής κατοχής, κι έφθασε ο Οκτώβρης. Η μέρα ήταν όμορφη. Βγήκε ο ήλιος ολόλαμπρος, κι ας είχε το πρωί λίγη υγρασία και συννεφιά. Οι αγρότες έβγαλαν τα σακάκια τους, τις χονδρές φόρμες τους, και δούλευαν ξέγνοιαστοι, παρόλο που στον ουρανό περνούσαν και ξαναπερνούσαν πολεμικά αεροπλάνα, κρύβοντας στιγμιαία τον ήλιο και υπενθυμίζοντας σε όλους ότι ο πόλεμος συνεχίζεται.
Κάποια στιγμή, μέρα μεσημέρι, ακούν αεροπλάνα να σχίζουν τον αέρα. Ακούνε και βομβαρδισμούς. Τότε, βλέπουν δύο αεροπλάνα να χάνουν ύψος και δύο αλεξίπτωτα να κατεβαίνουν σιγά-σιγά από τον ουρανό. Το ένα έπεσε κατακόρυφα και κομματιάστηκε στην περιοχή τους. Το άλλο έπεσε στο δάσος του Αγίου Νικολάου, στα Λεμόνια - μια περιοχή της Σαλαμίνας με ατόφιο δάσος, 25.000 στρέμματα. Εκεί βρίσκεται και το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου.
Οι άνθρωποι που δούλευαν στα περιβόλια της περιοχής του Αγίου Γεωργίου, και συγκεκριμένα η οικογένεια της Άννας, παρακολουθούσαν την πελώρια ομπρέλα του αλεξίπτωτου και τον άνθρωπο να κρέμεται απ’ αυτό, και να προσγειώνεται ομαλά στο κτήμα τους. Ήταν ένα πρωτόγνωρο θέαμα γι’ αυτούς. Όλοι άφησαν τις δουλειές τους, έτρεξαν να δουν τον άνθρωπο που κατέβηκε από τον ουρανό και προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν.



Τα παιδιά έτρεξαν πρώτα. Και οι γυναίκες άφησαν τις ασχολίες τους, και πήγαν κι αυτές. Και ο παππούς και η γιαγιά, ο Σπύρος και η Ελευθερία Ελευσινιώτη, έφθασαν κι αυτοί στον χώρο του ατυχήματος. Όλοι κατάλαβαν ότι ο πιλότος που κατέβηκε με το αλεξίπτωτο ήταν ξένος. Δεν μιλούσε ελληνικά. Με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν ότι «είμαστε σύμμαχοι» και ότι πολεμούσε κι αυτός τους Γερμανούς. Κατάλαβαν, επίσης, ότι ήθελε ρούχα για να βγάλει την στρατιωτική στολή, να ντυθεί με αγροτικά ρούχα, για να μην τον αναγνωρίσουν οι Γερμανοί και τον σκοτώσουν. Όλοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν.


Ο Γιώργος, ο γιος του Σπύρου Ελευσινιώτη και αδελφός της Άννας, έδωσε την αγροτική φόρμα του, που λίγο πριν είχε κρεμάσει σ’ ένα δέντρο, όταν βγήκε ο ήλιος και είχε ζεσταθεί απ’ τον κόπο της δουλειάς. Ο πιλότος έβγαλε γρήγορα την στρατιωτική στολή του, την έκρυψε στους γύρω θάμνους, φόρεσε την αγροτική φόρμα και κρύφτηκε κι αυτός.
Σε λίγο ήρθαν οι Γερμανοί με δύο μηχανές κι ένα αυτοκίνητο. Άρχισαν να φωνάζουν νευρικά και ρωτούσαν για το αεροπλάνο που έπεσε στην περιοχή τους. Όλοι έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν. Έβγαλαν από το αυτοκίνητο δύο σκύλαρους κι άρχισαν να ψάχνουν την περιοχή. Λίγο πιο ’κει, μέσα σε βούρλα και θάμνους, βρήκαν το διαλυμένο αεροπλάνο κι άρχισαν να φωνάζουν, να βρίζουν και να απειλούν τους φιλήσυχους αγρότες.




Ωστόσο, τα εκπαιδευμένα σκυλιά τους, ψάχνοντας τους θάμνους, βρήκαν την στρατιωτική στολή. Τότε ήταν που με μανία έσπρωχναν τους αγρότες κι απαιτούσαν να τους αποκαλύψουν τον αλεξιπτωτιστή, γιατί είχαν δει το αλεξίπτωτο που έπεφτε στην περιοχή τους.
Όλοι έκαναν τους ανήξερους. Με φοβισμένα μάτια, σφιγμένα χείλη, ακινητοποιημένα χέρια και πόδια, περίμεναν την έκβαση της υπόθεσης. Μόνο τ’ αυτιά τους ήταν τεντωμένα, κι άκουγαν τα ουρλιαχτά των Γερμανών και τα γαυγίσματα των σκύλων. Σε λίγο βρήκαν και τον πιλότο που είχε κρυφτεί σε κάτι θάμνους. Τον έφεραν μπροστά στους αγρότες. Φώναξαν, απειλούσαν και απαιτούσαν να μάθουν ποιος του έδωσε τα ρούχα κι άλλαξε.


Δεν μιλούσε κανείς τους. Τότε άρχισαν να ψάχνουν τις τσέπες. Μέσα στην τσέπη της αγροτικής φόρμας που έδωσε ο αδερφός της Άννας, ο Γιώργος, για να φορέσει ο αλεξιπτωτιστής, βρέθηκε η ταυτότητά του. Την πήρε ο Γερμανός, φώναξε άγρια τ’ όνομά του κι απαίτησε να έρθει κοντά του. Όλοι είχαν κοκαλώσει, και ο Γιώργος έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντάς τον. Ο επικεφαλής του κλιμακίου, Γερμανός αξιωματικός, έβριζε κι απειλούσε. Με φοβισμένα βήματα, η μάνα κι ο πατέρας του Γιώργου πλησίασαν τους Γερμανούς και με δάκρυα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν το παιδί τους.




Ο Γερμανός όχι μόνο δεν τους άκουσε, αλλά διέταξε τον πατέρα να δέσει τα χέρια του γιου του. Ο πατέρας πήρε τις χειροπέδες από τα χέρια του Γερμανού, αλλά έμεινε εκεί μαρμαρωμένος. Και τότε, λες και δεν υπήρχε ζωή πουθενά στη γύρω περιοχή. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα πουλιά κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή τους. Και μόνο ο Γερμανός, σαν άλλος δαίμονας της Αποκάλυψης, έβριζε και βλαστημούσε.
Ο πατέρας, σέρνοντας τα πόδια, τον κοίταζε - μια το παλικάρι του και μια τον Γερμανό.
Η μάνα έπεσε στα γόνατα και τον παρακαλούσε να ηρεμήσει. Οι στιγμές αυτές, που φάνηκαν σε όλους αιώνες, δεν μπορούν να αποτυπωθούν στο χαρτί.



Μέσα σ’ αυτή την έξαλλη ατμόσφαιρα, διέταξε τα σκυλιά να χιμήξουν, να του επιτεθούν και να τον ξεσκίσουν. Τα σκυλιά δεν εκτέλεσαν τη διαταγή του. Τότε, μέσα σ’ αυτή την παραφροσύνη, σήκωσε το όπλο και τον δολοφόνησε εν ψυχρώ...
Τα λόγια ωχριούν να περιγράφουν το τι έγινε εκείνη τη στιγμή, που ένα παλικάρι 27 χρονών κείτονταν κατά γης, άψυχο, μπροστά στα μάτια του πατέρα, της μάνας, των παιδιών κι όλων των συγγενών που βρίσκονταν εκεί, γιατί βοήθησε έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη.
Την άλλη μέρα οι Γερμανοί έφυγαν από το νησί, παίρνοντας μαζί τους τον αιχμάλωτο πιλότο που βρήκαν στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου. Τον άλλον, που έπεσε στο δάσος του Αγίου Νικολάου Λεμονιών, δεν τον βρήκαν. Τον είχε κρύψει η οικογένεια Βιλλιώτη, που κατοικούσε σ’ εκείνη την περιοχή. Την ημέρα της απελευθέρωσης τον περιέφεραν στην Κούλουρη πανηγυρικά επάνω σε άσπρο άλογο στολισμένο. Όλοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και πανηγύριζαν. Η Ελλάδα είχε ελευθερωθεί.




Η οικογένεια, όμως, του Σπύρου Ελευσινιώτη ήταν απαρηγόρητη για το αδικοχαμένο παλικάρι τους. Η Άννα πήγε στο εκκλησάκι της περιοχής που έγινε το κακό και, μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου, στεκόταν ώρα πολλή. Καθώς έβλεπε τον Αγιο καβάλα επάνω στο άσπρο άλογό του, ντυμένο αξιωματικό και κρατώντας την πανοπλία του, ήταν σαν να στεκόταν μπροστά σ’ έναν ανώτερο αξιωματικό που διαχειρίζεται την έκβαση κάθε πολεμικής επιχείρησης και του μιλούσε.
Το τι είπε στον Αγιο δεν μας είναι γνωστό. Εκείνο που ξέρουμε, όμως, είναι ότι, βγαίνοντας από το εκκλησάκι του Αγίου, είπε: «Ήταν θέλημα Θεού να γίνει κι αυτό». Σκούπισε τα μάτια της, και γύρισε στην οικογένειά της και στις καθημερινές της υποχρεώσεις.
Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός λες και δυνάμωσε την πίστη της. Από τότε ο Αη-Γιώργης έγινε ο αγαπημένος της Αγιος. Τον έβλεπε ολοζώντανο καβαλάρη επάνω στο άσπρο άλογό του, στον ύπνο της αλλά και στον ξύπνιο της.



Σ’ αυτόν πήγαινε κι έλεγε τους καημούς και τα παράπονά της, όπως θα μιλούσε σε κάποιον μεγαλύτερο αδερφό με υπέρτατη γνώση κι ακαταμάχητη δύναμη. Του έλεγε τα προβλήματά της, κι έφευγε ξαλαφρωμένη και σίγουρη για την καλή έκβασή τους. Πολλές φορές πήγαινε και με τον παπα-Κώστα κι έκανε λειτουργίες στο εκκλησάκι του.
Τις Κυριακές πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, που ήταν η ενορία της. Και όταν επέστρεφε στο σπίτι, χαρούμενη κι ευδιάθετη, έλεγε: «Είναι σαν να μην πατάω στη γη όταν έρχομαι από την εκκλησία».
Το γεγονός αυτό έκανε χρόνια να ξεχαστεί στην κοινωνία της Κούλουρης. Το συζητούσαν μικροί και μεγάλοι, στιγματίζοντας την απανθρωπιά και την αγριότητα του Γερμανού αξιωματικού και υπογραμμίζοντας την αγαθότητα και καλοσύνη του Γιώργου, και το πνεύμα αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας που έχουμε εμείς ως λαός.
Μετά ένα χρόνο περίπου, η οικογένεια της Άννας πήρε μια ευχαριστήρια επιστολή από τον επιζώντα αλεξιπτωτιστή-αξιωματικό που έλεγε ότι, καθώς έφευγαν από το νησί οι Γερμανοί με τους αιχμαλώτους, έγινε μια συμπλοκή στο Πέραμα. Οι Γερμανοί σκοτώθηκαν, κι αυτός, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, έφθασε στην πατρίδα του ζωντανός.



Μετά από πολλά χρόνια, και συγκεκριμένα το 1994, ο Δήμος Σαλαμίνας, τιμώντας τη μνήμη των εκτελεσθέντων Σαλαμινίων από τους Γερμανούς, έστησε στην παραλία της Κούλουρης το μνημείο που φαίνεται στην επόμενη σελίδα. Και ο Εξωράίστικός Σύλλογος της περιοχής του Αγίου Γεωργίου απένειμε τιμητική πλακέτα στη μνήμη του Γιώργου, χαρίζοντάς τη στον γεωπόνο Κώστα Κανάκη -έναν από τους γιους της Άννας- ως έναν από τους επιζώντες και πιο στενούς συγγενείς του εκτελεσθέντος.
Την εποχή εκείνη η Σαλαμίνα έζησε εντονότερα τα πολεμικά γεγονότα, καθότι φιλοξενεί από το 1881 τον Ναύσταθμο*. Συχνά άκουγαν οι κάτοικοί της τις Σειρήνες και, πανικόβλητοι, προσπαθούσαν να κρυφτούν. Είχαν δημιουργήσει, μάλιστα, κι αρκετά καταφύγια και, όταν καταλάβαιναν τον κίνδυνο, κρύβονταν εκεί. Στις 20 Δεκεμβρίου του ’43 έγινε ένας μεγάλος βομβαρδισμός στο νησί. Αγγλικά συμμαχικά αεροπλάνα στό-

0 Ναύσταθμος εγκαταστάθηκε στο νησί από το 1878. Αρχικά είχε φιλοξενηθεί για τρία χρόνια στο Μοναστήρι της Φανερωμένης και, το 1881, εγκαταστάθηκε οριστικά στη θέση που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Στοχευαν να βομβαρδίσουν τον Ναύσταθμο, που ήταν τότε υπό γερμανική κατοχή. Από λάθος, όμως, οι βόμβες έπεσαν μέσα στο χωριό, που απείχε δύο χιλιόμετρα περίπου από τον Ναύσταθμο. Η συμφορά που βρήκε τότε την Κούλουρη δεν περιγράφεται. Τότε σκοτώθηκαν 38 άτομα και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Κάθε σπιτικό θρηνούσε για τους σκοτωμένους, τους τραυματίες, αλλά και τις υλικές ζημιές.



Η Δημητρού, η γυναίκα που ονειρευόταν τον Προφήτη Ηλία κι έκτισε στην κορυφή του ομώνυμου λόφου το εκκλησάκι του, έλεγε: «Φυλαχτείτε... Έρχεται μεγάλη καταστροφή στο χωριό μας». Όλοι την άκουγαν κι είχαν τρομοκρατηθεί. Την πίστευαν, όμως, γιατί ήξεραν ότι μιλούσε με τον Προφήτη Ηλία, και το μήνυμα αυτό ήταν θεϊκή προειδοποίηση. Είχαν αλλάξει, μάλιστα, και την ήρεμη καθημερινότητά τους από τον φόβο της επερχόμενης συμφοράς, όπως έλεγε η Δημητρού.
Τότε ήταν που ο Διοικητής της Χωροφυλακής την κάλεσε στο Τμήμα και την απείλησε ότι θα την κλείσει στη φυλακή, αν συνεχίσει να τρομοκρατεί τους ανθρώπους. Η Δημητρού έφυγε συμμορφούμενη με τα λόγια του Διοικητή, αλλά το κακό δεν άργησε να έρθει.




Μία από τις επόμενες νύχτες, στις 23 του Δεκέμβρη του ’43, όλοι ήταν στα κρεβάτια τους και κοιμούνταν ήσυχα. Στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα, ακούστηκαν οι σειρήνες του Ναυστάθμου να ουρλιάζουν ασταμάτητα. Όλοι ξύπνησαν τρομαγμένοι, μισόγυμνοι και, πανικόβλητοι, έτρεξαν στα καταφύγια να κρυφτούν. Πολλοί κατέφυγαν στο σπίτι του Αλέκου του Κριτσίκη, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία Μπόσκου, κι άκουγαν τις βόμβες να πέφτουν σαν κολασμένη βροχή από τα αεροπλάνα.
Μία από αυτές τις βόμβες έπεσε και στο σπίτι του Αλέκου Κριτσίκη. Εκεί ήταν μαζεμένοι πολλοί. Εκεί ήταν και η Δημητρού. Εκεί σκοτώθηκαν τότε 14 άτομα και τραυματίστηκαν πολλοί. Τραυματίστηκε σοβαρά και η Δημητρού, και νοσηλεύτηκε για επτά μήνες στο Νοσοκομείο, στο Κρατικό Νίκαιας. Έμεινε ανάπηρη, χωρίς το ένα χέρι της, για όλη την υπόλοιπη ζωή της.




Σ’ αυτό το μεγάλο μακελειό, η Άννα βρισκόταν στο σπίτι της Κούλουρης. Δεν ήταν, όμως, όλη η οικογένειά της εκεί. Ο Μήτσος και ο Κώστας, παλικαράκια τότε 14 και 12 χρονών, ήταν στο αγροτικό σπίτι, στα Βασιλικά. Δούλευαν στο περιβόλι και κοιμήθηκαν εκεί. Θυμούνται τη φοβερή εκείνη νύχτα και μας τη διηγούνται με τρόμο και ραγισμένη φωνή, κι ας έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε...
«Ξυπνήσαμε με τις σειρήνες να ουρλιάζουν ασταμάτητα. Συγχρόνως, ακούσαμε να περνούν αεροπλάνα και να ρίχνουν βόμβες. Πεταχτήκαμε από το κρεβάτι, ανοίξαμε την πόρτα να δούμε τι γίνεται και, τρομαγμένοι, κουρνιάσαμε κάτω από το πανοκάσι της πόρτας. Αναρωτιόμασταν: “Τι να γίνεται στην Κούλουρη; Γιατί βομβαρδίζουν το χωριό μας;”
»Ήταν νύχτα και δεν βλέπαμε τίποτα, μόνο ακούγαμε τις σειρήνες του Ναυστάθμου να ουρλιάζουν, τις βόμβες να πέφτουν και τα πυροβολεία, που ήταν στον Ναύσταθμο, στον λόφο Πατρίς και στα Βασιλικά, να πυροβολούν. 


Στιγμιαία υποχωρούσε το σκοτάδι της νύχτας από τις ριπές των πυροβόλων, και τότε φαίνονταν στον αέρα μαύροι καπνοί. Η γη εσείετο και ήταν σαν να ήθελε να καταπιεί το σπίτι μας. Αγκαλιαστήκαμε και, κλαίγοντας, κάναμε την προσευχή μας, γιατί νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος μας. Ο θάνατος ήταν δίπλα μας, αισθανόμασταν την ανάσα του.
»Οι στιγμές αυτές είναι τόσο βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας, που δεν πρόκειται να ξεχαστούν, αλλά ούτε και να ξεθωριάσουν».
Η Άννα στην Κούλουρη, μέσα σ’ αυτόν τον πανικό, αγκάλιασε τα μικρότερα παιδιά της, έπεσε στα γόνατα, σήκωσε τα μάτια ψηλά και φώναξε δυνατά στην Παναγία.
«Παναγιά μου, σώσε μας, σώσε τα παιδιά μου απ’ αυτό το μεγάλο κακό. Παναγιά μου, μάνα είσαι κι εσύ και με νιώθεις. Παναγιά μου, ελέησέ μας κι εγώ θα σου χτίσω μια εκκλησία στη Χάρη Σου».



Εκείνη τη στιγμή τραντάχθηκε ολόκληρο το σπίτι της, λες και το κατάπινε η γη. Μια βόμβα έπεσε στη γωνία του σπιτιού προς τον δρόμο, χωρίς να πάθει το σπιτικό της κανένα κακό. Λες και υπήρχε μια προστατευτική ομπρέλα πάνω από το σπίτι τους. Ήταν τόση η δύναμη της ψυχής της και η ένταση της προσευχής της, που εισακούστηκαν τα λόγια της από την Παναγία. Η φαμίλια της Άννας βγήκε αλώβητη από αυτή τη συμφορά. Δεν έπαθε τίποτα κανένας τους, ούτε είχαν υλικές καταστροφές.
Όταν πέρασε το κακό, όλοι έκαναν τον απολογισμό της καταστροφής. Η Άννα έτρεξε στην εκκλησία. Πήγε κι έκανε μια ευχαριστήρια θεία λειτουργία στην Παναγιά.


Τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, άνοιξαν τα δικά τους σπιτικά. Η Άννα καμάρωνε τα οκτώ παιδιά και τα είκοσι εγγόνια που της είχε χαρίσει ο Θεός, κι ευχαριστούσε την Παναγία. Όμως έλεγε και ξαναέλεγε: «Παναγιά μου, το τάμα που σου έταξα δεν το έκανα. Πώς να φύγω απ’ αυτή τη ζωή; Τι θα σου πω, Παναγία μου;»


Είχε κάνει, βέβαια, ένα προσκυνητάρι, στον λόφο του κτήματος, που ανήκει σήμερα στον γιο της, Κώστα. Τοποθέτησε μέσα την εικόνα της Παναγίας, μ’ ένα καντήλι που άναβε όποτε ανέβαινε κανείς στον λοφίσκο. Αλλ’ αυτό δεν την ικανοποιούσε. Δεν ήταν αυτό που έταξε στην Παναγία.
Καθόταν συνέχεια σκεπτική και μετά συνέχιζε: «Παναγιά μου, τώρα έχω γεράσει, είμαι και άρρωστη στο κρεβάτι, δεν έχω και τα οικονομικά για να σου χτίσω την εκκλησία. Τι να κάνω... Δεν θέλω να φύγω απ’ αυτή τη ζωή χωρίς να έχω εκπληρώσει το τάμα που σου έταξα. Εσύ βλέπεις τη θέση μου και ξέρεις και την επιθυμία της καρδιάς μου. Βοήθησέ με...»
Κι η Παναγία, για άλλη μια φορά, άκουσε την προσευχή της-
Η μεγαλύτερη κόρη της, η Μαρία, ευσεβέστατη κι αυτή, ακούγοντας και ξανακούγοντας την ανεκπλήρωτη αυτή επιθυμία της, της είπε:
«Μάνα, εγώ θα σε βοηθήσω να εκπληρώσεις το τάμα σου στην Παναγιά».




Πήγε στον Αγιο Δημήτριο Σαλαμίνας, στην ενορία του οποίου υπάγεται η περιοχή των Βασιλικών και, αφού συνεννοήθηκε με τον εφημέριο του Ιερού Ναού, που τότε ήταν ο π. Αθανάσιος Ρούσσος, κι έμαθε τη σχετική νομική διαδικασία, ξεκίνησε.
Η απόφαση βγήκε να κτισθεί η εκκλησία στα δύο συνεχόμενα οικόπεδα που είχαν οι γιοι και κληρονόμοι της Άννας, στη λεωφόρο Βασιλικών. Ήθελε να είναι σε κεντρικό δρόμο η εκκλησία, για να είναι προσβάσιμη σε κάθε περαστικό.
Η πρώτη ενέργεια ήταν να γίνει η δωρεά των οικοπέδων στον Ι.Ν. του Αγίου Δημητρίου. Στη συνέχεια, έγιναν όλες οι νόμιμες διαδικασίες και βγήκε η άδεια οικοδομής Ι.Ν. από τη Ναοδομία.
Η Άννα είχε ένα μικρό κομπόδεμα από τις οικονομίες της. Φώναξε τον εργολάβο οικοδομών, τον Γεώργιο Ραπατζίκο, του έδωσε τα χρήματα, κι έτσι άρχισε το έργο. Όμως τα οικονομικά δεν έφταναν για την αποπεράτωσή του.




Τότε άρχισε να φαίνεται καθαρά η Χάρη και η βοήθεια της Παναγίας μας. Η άρρωστη γιαγιά-Άννα έγινε καλά. Κάθε μέρα ήταν όρθια στο μαγαζάκι που ήταν μπροστά στο σπίτι της και πουλούσε οπωροκηπευτικά και αυγά που της έφερνε ο γιος της ο Αλέκος από τις γεωργικές του επιχειρήσεις. Κι έτσι συγκέντρωσε τα χρήματα για την αποπεράτωση του Ιερού Ναού. Κι η κόρη της, η Μαρία, ακούραστη, διεκπεραίωνε το κάθε τι. Η οικοδομική διαδικασία τελείωσε. Ο ναός της Παναγιάς μας είχε κτισθεί.
Όταν είδαν οι κάτοικοι της περιοχής ότι χτίσθηκε εκκλησία στον τόπο τους, όλοι βοήθησαν από το περίσσευμά τους, ή το υστέρημά τους, ώστε η εκκλησία να λειτουργήσει.
Αγιογράφησαν εικόνες, αγόρασαν ιερά σκεύη και ότι άλλο χρειάζεται η εκκλησία, ώστε να λατρεύεται και να δοξάζεται το όνομα του Θεού και να τελούνται τα άγια μυστήρια - και, κυρίως, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.


Από τότε, μέχρι και σήμερα, είναι ανοιχτή η εκκλησία. Μόνιμος επίτροπος ήταν μέχρι το 2008 ο γιος της Άννας, ο Δημήτρης (Μήτσος). Πολλές είναι οι εμφανίσεις της Παναγίας στην εκκλησία αυτή, όπως μαρτυρούν αξιόπιστοι Χριστιανοί.


Την εποχή εκείνη, στον μοναδικό σύλλογο των Βασιλικών ήταν πρόεδρος ο Αριστοτέλης (Τέλης) ο Παπαδάκης. Αυτός την παρέλαβε από τη Μαρία, την κόρη της Άννας. Από τότε μέχρι σήμερα, είναι ανοιχτή η εκκλησία κάθε Κυριακή, που τελείται το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, δοξολογώντας τον Θεό και την Παναγία, που στ’ όνομά Της είναι χτισμένη.
Είναι γνωστή ως «Παναγία η Ελεούσα» και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου.



Αφού εκπλήρωσε η Άννα και το τάμα της στην Παναγία, ησύχασε. Τα παιδιά της ήταν όλα παντρεμένα. Ο άνδρας της, ο καλοκάγαθος παππούς Αγγελής, είχε φύγει απ’ αυτή τη ζωή το 1971. Και η ίδια, τώρα πια, χαιρόταν τα εγγονάκια της που πήγαιναν να τη δουν.
Κι ήρθε η ώρα που θα την καλούσε ο Κύριος κοντά Του. Τη μέρα αυτή είχε έρθει να τη δει η κόρη της, η Μαρία, που έμενε στην Αθήνα από τότε που παντρεύτηκε.
Αφού έφαγαν, ήπιαν, μίλησαν για πολλά και διάφορα, ξάπλωσαν να κοιμηθούν.


Στις 4 η ώρα τη νύχτα, αισθάνθηκε μια αδιαθεσία. Αμέσως η Μαρία ειδοποίησε τον γιατρό, τον Α. Ραπατζίκο, και τα δύο από τα παιδιά της, τον Κώστα και την Τασούλα. Έφθασαν αμέσως. «Τι έχεις μάνα;» ρώτησαν με ανησυχία. «Δεν είμαι καλά. Αισθάνομαι ότι χάνομαι» είπε με σβησμένη φωνή. Εκείνη την ώρα ήρθε και ο γιατρός. Την εξέτασε προσεκτικά. 

Μέτρησε την πίεση, τον σφυγμό της. Κάθισε για λίγο σκεφτικός. Ξαναέκανε τις ίδιες μετρήσεις. Την κοίταξε στα μάτια, που έσβηνε σιγά-σιγά, και είπε στα παιδιά της: «Η μάνα σας φεύγει... Πεθαίνει...»


Ετσι έφυγε για την αιωνιότητα η Άννα Κανάκη, το γένος Σπ. Ελευσινιώτη στις 19 Νοεμβρίου 1980.
ΑΙΩΝΙΑ ΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ!


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΑΘΗΝΑ 2014
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Οι άγιες 6 νεομάρτυρες του Γεροπλατάνου Χαλκιδικής- μαρτύρησαν διά πυρός



site analysis



η μνήμη τους τιμάται την 1η Κυριακή του Μαΐου
Τον Απρίλιο του 1854 εκδηλώδηκε στη Χαλκιδική Επανάσταση με επικεφαλής τον καπετάν-Τσάμη Καρατάσο. Η Επανάσταση απέτυχε. Στις 22 Απριλίου σφαγιάσθηκαν οι 30 πρόκριτοι του Πολυγύρου. Οι καταστροφές και οι σφαγές επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη Χαλκιδική.
.
Στο Γεροπλάτανο 7 κοπέλλες κλείσθηκαν στο μύλο του Τσάμη. Οι Τούρκοι τις περιεκύκλωσαν και ζήτησαν απ΄ αυτές να αλλαξοπιστήσουν. Οι 6 παρέμειναν ακλόνητες και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά και τις έκαψαν ζωντανές.
.
Το «διά πυρός» μαρτύριό τους τις κατατάσσει στο νέφος των Νεομαρτύρων και αποτελεί παράδειγμα πίστεως και ομολογίας. Όπως το κερί φωτίζει λιώνοντας, έτσι έλιωσαν μέσα στο καμίνι της φωτιάς και μας φωτίζουν. Εξάφωτη λυχνία, η εξάδα των μαρτύρων. Φωτιά, φως και χρυσάφι. Πού κάηκαν, πού φωτίζουν, πού μας πλουτίζουν.
.
Τιμώνται ιδιαίτερα από την Ενορία του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου Χαλκιδικής την πρώτη Κυριακή του Μαΐου.
.
Απολυτίκιον των Παρθενομαρτύρων
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον
Νεομάρτυρες Κόραι Χριστού της πίστεως, Γεροπλατάνου Παρθένοι υπέρ Χριστού του Θεού αι καυθείσαι εν τω μύλω και αγνότητος άρτι οφθείσαι καλλοναί, δυσωπείτε εκτενώς, Νεανίδες εξ, Νυμφίον υμών ουράνιον πέμψαι υμάς τιμώσι μέγα έλεος.
.
Απολυτίκιον Νεομαρτύρων
Ήχος γ΄. Θείας πίστεως
Νέοι μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστέψαντες ύψωσαν πίστιν, των Ορθοδόξων, και στερώς ηγωνίσθησαν την γαρ ανόμων θρησκείαν ελέξαντες εν παρρησία Χριστόν ανεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Και νυν απαύστως πρεσβεύουσι δωρήσασθαι ηνμίν το μέγα έλεος.
.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω
Γεροπλατάνου ευκλεείς Παρθενομάρτυρας, τας εξαρίθμους του Χριστού αμνάδας μέλψωμεν την ατίμωσιν φυγούσας και εν τω μύλω τας κλεισθείσας και καυθείσας ώσπερ φρύγανα και καλάμη ευσχημόνως μελωδήσωμεν πόθω κράζοντες· Χαίροις, σέλας αγνότητος.
.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, Νεανίδων εξάς κλεινή του Γεροπλατάνου, η καυθείσα ανηλεώς εν τω μύλω κώμης διά Χριστού την πίστην και σου της παρθενίας πάλλευκον ένδυμα.
Σημείωση: Το Απολυτίκιον, το Κοντάκιον και Μεγαλυνάρον για τις Παρθενομάρτυρες είναι ποίημα του του Καθηγητού και Υμνογράφου κ. Χαραλάμπου Μπούσια.
.
Πηγή: αρχιμ. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη· Πρωτοσυγκέλλου-Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Το μαρτύριο της φωτιάς – Το μαρτύριο των έξι Παρθενομαρτύρων του Γεροπλατάνου Χαλκιδικής (1854), Έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Γεροπλατάνου, Γεροπλάτανος 2012
 Στο βιβλίο γίνεται αναφορά και στα επώνυμα των αγίων Παρθενομαρτύρων αλλά και στο χριστιανικό τέλος και της 7ης κοπέλλας την οποία ανάγκασαν να παντρευτεί με Τούρκο αλλά η οποία παρέμεινε, έζησε και πέθανε χριστιανή.