Κυριακή 7 Μαΐου 2017

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ.Η Άννα Κανάκη (1898-1980)



site analysis







Η Άννα Κανάκη

Είναι καλό να είσαι σημαντικός, αλλά είναι και σημαντικό να είσαι καλός.
Απλή, φτωχή και ταπεινή ήταν η Άννα Κανάκη, το γένος Σπύρου Ελευσινιώτη. Έζησε τον περασμένο αιώνα. Γεννήθηκε το 1898. Έμεινε από 5 χρονών ορφανή από μάνα. Ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε με χήρα γυναίκα, η οποία είχε από τον προηγούμενο γάμο της δύο παιδιά. Στη συνέχεια απέκτησαν κι άλλα πέντε παιδιά. Έτσι, μεγάλωσε σε μια ανομοιογενή οικογένεια με οκτώ παιδιά, που δεν είχαν όλα τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα. Αυτή η χαλαρή αιματολογική σχέση με τη μάνα-μητριά και τα επτά αδέλφια της δεν επηρέασε αρνητικά την εξέλιξη του χαρακτήρα της.
Ήταν υπάκουη, υπομονετική κι εργατική. Ήταν μικρόσωμη, αφράτη κι όμορφη. Από τα έξυπνα μάτια της έβλεπες μια ψυχή καθαρή. Η πίστη της στον Θεό, και ιδιαίτερα στην Παναγιά, ήταν η ενδόμυχη δύναμη για την επιβίωσή της.

Σε κάθε δύσκολη στιγμή, κι υπήρξαν πολλές τέτοιες στην καθημερινότητά της, «Παναγιά μου» έλεγε. Κι η Παναγιά μας ήταν πάντα κοντά της, αντικαθιστώντας τη στοργή και την αγάπη της μάνας, που τόσο μικρή έχασε.

Στα 20 χρόνια της παντρεύτηκε τον άκακο, πράο και πιστό στον Θεό, Αγγελή Κανάκη. Απέκτησαν εννέα παιδιά. Το ένα το έχασε μετά τη γέννα. Τα οκτώ τα μεγάλωσε μέσα σε μια ταραγμένη εποχή. Το 1922 ήρθαν στο νησί μας οι πρόσφυγες της
Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι περισσότεροι ντόπιοι είχαν μια αδιάφορη και άλλοι μια αρνητική στάση απέναντι στους κατατρεγμένους, ξεριζωμένους και πονεμένους αυτούς ανθρώπους. Η Άννα τους συμπονούσε. Κι εκείνοι, ανταποκρινόμενοι στα αυθόρμητα αυτά συναισθήματα αποδοχής κι αγάπης, βάφτισαν τα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά της.

Ζούσαν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο κέντρο της Κούλουρης. Ανοίγοντας την εξώπορτα, έμπαινες σε μια μικρή αυλή, που γύρω-γύρω είχε κτίσματα για την οικογένεια αλλά και για τα ζώα, που αποτελούσαν κι αυτά την ευρύτερη οικογένεια της Αννας. Στην άκρη της αυλής υπήρχε το πηγάδι, τόπος δροσιάς και ζωής. Και σε μια γωνιά υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι του σπιτιού, μια μικρή κουζινούλα και μια υποτυπώδης τουαλέτα. Στην πρόσοψη του σπιτιού υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο, με ξεχωριστή είσοδο στον δρόμο. Η ίδια το δούλευε, κι έτσι συμπλήρωνε το πενιχρό εισόδημα της οικογένειάς της.



Τα καλοκαίρια όλη η οικογένεια ζούσε στο μικρό σπιτάκι, στο περιβόλι, με τα δύο δωμάτια. Στο ένα έμενε η δεκαμελής οικογένεια και στο δεύτερο τα ζώα, που ήταν οι βοηθοί στις αγροτικές δουλειές. Οι αγελάδες, το άλογο και το γαϊδουράκι αποτελούσαν άτυπα, αλλά ουσιαστικά μέλη της οικογένειάς της. Εκεί είχε και κότες, και κατσίκες. Κι όλα μαζί συνέβαλλαν στην οικιακή οικονομία.




Ο άνδρας της, ο Αγγελής, καλλιεργούσε τα περιβόλια και πουλούσε με το γαϊδουράκι την παραγωγή στις γειτονιές της Σαλαμίνας και των Μεγάρων. Ο επιούσιος έβγαινε με πολύ κόπο. Η σοδειά ήταν αμφίβολη, γιατί είχε άμεση σχέση με τις καιρικές συνθήκες. Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε παραγωγή, η διάθεση των οπωροκηπευτικών ήταν περιορισμένη, γιατί δεν υπήρχε αγορά όπως τη βιώνουμε σήμερα, με τα μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας.
Υπήρχε μεγάλη φτώχεια, αλλά δεν υπήρχε μιζέρια. Όλοι σηκώνονταν το πρωί με όρεξη για δουλειά και το βράδυ, όλοι μαζί πάλι, συγκεντρώνονταν στο τραπέζι. Το καλοκαίρι, τα βράδια ξεκουράζονταν στη δροσιά της αυλής, ενώ τον χειμώνα στη μικρή καμαρούλα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, απολάμβαναν τη θαλπωρή της ζεστασιάς με το λιγοστό φως της λάμπας και του καντηλιού που πάντα ήταν αναμμένο στο εικονοστάσι, στην ανατολική γωνία του σπιτιού. Οι ασκητικές μορφές των Αγίων και η γλυκιά έκφραση της Παναγίας έδιναν την ευλογία τους κι απάλυναν τα τόσα προβλήματα της καθημερινής ζωής για την επιβίωση.



Τα χρόνια περνούσαν κι έρχονταν τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο, κι έφερναν λες μια ευλογία στο σπιτικό. Ήταν, όμως, δύσκολα χρόνια. Έπρεπε όλοι να δουλεύουν, ακόμα και τα παιδιά, για να μπορέσει να τα φέρει βόλτα η οικογένεια.



Κι η Άννα, μέσα απ’ τις πολλές δυσκολίες και τα προβλήματα, αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία μέσα στην οικογένειά της.
Έφερε στον κόσμο εννέα παιδιά και μεγάλωσε τα οκτώ. Μαγείρευε καθημερινά το φαγητό για δέκα άτομα, και πολλές φορές για περισσότερα, όταν τύχαινε να έχουν εργάτες στα περιβόλια. Ζύμωνε μόνη της δυο φορές την εβδομάδα το ψωμί τους. Έπλενε τα ρούχα τους στη σκάφη μ’ εκείνον τον παλιό κουραστικό τρόπο. Κρατούσε την οικονομική διαχείριση του σπιτιού, γιατί ο άνδρας της ακουμπούσε όλα τα έσοδα της δουλειάς του στα χέρια της. Μαζί μ’ όλα αυτά, λειτουργούσε κι ένα μπακάλικο για να συμπληρώνει τα έξοδα της οικογένειας.
Γράμματα δεν ήξερε. Μόνο τη λέξη «Άννα» ήξερε να γράφει. Ήθελε, όμως, όλα τα παιδιά της να μορφωθούν. Παρακολουθούσε ανελλιπώς τη φοίτησή τους, την πρόοδό τους και την επίδοσή τους στα σχολεία. Είχε τον έλεγχο για την καθημερινή μελέτη τους.



Κάποτε ο πρώτος γιος της, ο Σπύρος, της είπε ψέματα ότι είχε διαβάσει τα μαθήματά του κι ήθελε να βγει στη γειτονιά να παίξει. Η Άννα το κατάλαβε και του λέει: «Φέρε μου το βιβλίο και πες μου το μάθημα. Αν το ξέρεις, τότε θα σ’ αφήσω να πας να παίξεις». Το παιδί έφερε το βιβλίο και το άνοιξε στο μάθημα που τους είχε βάλει ο δάσκαλος. Το πήρε η Άννα σοβαρά κι αυστηρά, και του λέει: «Πες μου το μάθημα, κι εγώ θα δω αν τα λες όπως τα λέει το βιβλίο».



Το παιδί, που δεν είχε διαβάσει, ξεροκατάπινε, αναψοκοκκίνισε και δεν έλεγε τίποτα. Θέλοντας, όμως, να πιαστεί από καμιά λέξη ή από τον τίτλο του μαθήματος, πήγε δίπλα στη μάνα του κι έσκυψε το κεφάλι του, στη σελίδα του βιβλίου. Τότε με έκπληξη είπε: «Μάνα, το βιβλίο το κρατάς ανάποδα! Πώς μπορείς να ξέρεις τι λέει το μάθημα, αφού δεν ξέρεις γράμματα;»
«Εγώ το κατάλαβα ότι δεν έχεις διαβάσει» είπε η μάνα «κι ας μην ξέρω γράμματα. Πήγαινε τώρα να διαβάσεις, κι άλλη φορά να μη μου πεις ψέματα».
Εκτιμούσε πάρα πολύ τον δάσκαλο και τον γιατρό. Τα λόγια τους ήταν ευαγγέλιο για εκείνη. Τα καλύτερα από τα οπωροκηπευτικά, που της έφερνε ο κυρ-Αγγελής από το περιβόλι, τα φύλαγε για να τα χαρίσει στον δάσκαλο ή στον γιατρό.


Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια, με αγώνα κι αγωνία για τα παιδιά, για τον επιούσιο, για όλα. Ήταν δύσκολα τότε, κι έγιναν δυσκολότερα με τον πόλεμο του ’40.
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στη Σαλαμίνα, υπήρχε διάχυτη μια παγωμάρα, κυρίως όταν κρέμασαν στην παραλία τρεις φιλήσυχους συμπατριώτες μας για εκφοβισμό. Τον Δημήτριο Βιλλιώτη, τον Περικλή Πούτο και τον Δημήτριο Ρούκα.


Η οικογένεια της Άννας με τα οκτώ παιδιά, το μεγαλύτερο 20 και το μικρότερο 3 χρόνων, ζούσε φιλειρηνικά, χωρίς ακρότητες. Η ζωή τους και η εργασία τους ακολουθούσε τους ίδιους ρυθμούς. Η ίδια έβλεπε τους Γερμανούς χωρίς εχθρότητα και μίσος. Κι έλεγε συχνά: «Τι φταίνε αυτά τα παιδιά. Άλλοι τους έβαλαν κι άφησαν τα σπίτια τους, τους δικούς τους, την πατρίδα τους, κι ήρθαν εδώ μ’ ένα όπλο στο χέρι».
Μερικές φορές, μάλιστα, η συμπεριφορά της ήταν ίδια κι όμοια μ’ εκείνη της μάνας προς τα παιδιά της.





Κάποτε, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του ’42, ήρθε κάποιος Γερμανός στο περιβόλι κι ήθελε να πάρει αυγά. Η Άννα τον καλοδέχτηκε. Δεν μπορούσε, βέβαια, να επικοινωνήσει με τον λόγο, αλλά μίλησε με τη γλώσσα του σώματος. Τον κοίταξε τρυφερά κι έλεγε μόνη της χαμηλόφωνα: «Παλικάρι μου, ποιος σας έβγαλε στον πόλεμο και σας έφερε εδώ να σκοτώνετε ανθρώπους;» Καθώς έλεγε αυτά, περιποιήθηκε τα αυγά όπως μπορούσε καλύτερα. Πήρε ένα πανεράκι, έκοψε τρυφερά χόρτα, τα τοποθέτησε με προσοχή, έτσι ώστε να μη ραγίσει κανένα στη μεταφορά, και τα έδωσε στον Γερμανό λέγοντας μια ευχή: «Στο καλό, παιδί μου, και γρήγορα να σε καλοδεχθεί η μανούλα που σε γέννησε».


Δεν ξέρω τι κατάλαβε ο Γερμανός, αλλά η συνέχεια της ιστορίας δικαιώνει το καλοσυνάτο φέρσιμό της. Μετά ένα μήνα περίπου και συγκεκριμένα στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου, γιορτάζει το εκκλησάκι της που βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή, βγαίνοντας από την Κούλουρη και πηγαίνοντας προς το Αιάντειο.



Τα δύο μεγάλα παιδιά της Άννας, ο Σπύρος 22 χρονών και ο Αλέκος 20, πήγαν στο πανηγύρι και ξεχάστηκαν. Η ώρα πέρασε, και η κυκλοφορία απαγορευόταν τις νυχτερινές ώρες. Τα δύο παλικάρια πήραν τον δρόμο με τα πόδια για να πάνε στο σπίτι τους, στο περιβόλι, στα Βασιλικά. Στον δρόμο τούς συνέλαβαν οι Γερμανοί και, ως παραβάτες των κανόνων που οι ίδιοι είχαν βάλει, τους οδήγησαν στο νησάκι του Αη-Γιώργη που χρησίμευε σαν φυλακή για τους παρανομούντες, τους οποίους έστελναν από εκεί αιχμαλώτους στη Γερμανία.


Η Άννα περίμενε όλη τη νύχτα ξάγρυπνη, κοιτάζοντας την πόρτα. Αλλά η πόρτα δεν άνοιξε. Τα παιδιά δεν ήρθαν. Όσο περνούσε η ώρα, την έζωναν τα φίδια. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στην Παναγία και την Αγία Παρασκευή, που ξημέρωνε η γιορτή της, να μην έχουν πάθει κανένα κακό.
Το πρωί έμαθε ότι τους είχαν συλλάβει οι Γερμανοί και τους είχαν οδηγήσει στο νησάκι. Βρέθηκε σε απόγνωση. Τι να κάνει; Πού να πάει; Πώς να τους σώσει; Δεν ήξερε κανέναν για να μεσολαβήσει να ελευθερωθούν τα παιδιά της. «Παναγία μου, Εσύ θα με βοηθήσεις!» είπε.




Αμέσως στον νου της ήρθε η εικόνα του όμορφου Γερμανού, που πρόσφατα του είχε δώσει τ’ αυγά. Αμέσως, με τα ρούχα της δουλειάς και τις παντούφλες στα πόδια, τρέχει στο Πυροβολείο, που ήταν στο ύψωμα πηγαίνοντας από τα Βασιλικά στο Μπλε Λιμάνι, για να βρει τον Γερμανό.
Κατά θεία οικονομία, ο Γερμανός αυτός ήταν εκείνη την ώρα εκεί. Υπήρχε και κάποιος διερμηνέας. Με αγωνία και δάκρυα στα μάτια μίλησε για τα παλικάρια της, που άδικα τα έπιασε αιχμάλωτα η νυχτερινή περίπολος. Ο Γερμανός αυτός, που έτυχε να ήταν επικεφαλής του κλιμακίου, την άκουσε αλλά δεν είπε τίποτα.
Η ζωή τον έδωσε στην κοινωνία μας γλυκούς κι εύχυμους καρπούς, με παιδιά κι εγγόνια
Έφυγε πικραμένη, και με τα πόδια ξεκίνησε από τα Βασιλικά να πάει στα Παλούκια (5 χιλιόμετρα περίπου), για να περάσει απέναντι στο νησί -αν αυτό ήταν επιτρεπτό- και να πείσει τους Γερμανούς ν’ αφήσουν ελεύθερα τα παιδιά της. Στον δρόμο παρακαλούσε τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους να κάνουν το θαύμα τους, για να ελευθερωθούν τα παιδιά της.
Φθάνοντας στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, που είναι στα Παλούκια, ακούει από την απέναντι πλευρά του δρόμου μια φωνή: «Μάνα, πού πας;» 


Ήταν ο Σπύρος και ο Αλέκος, που τους είχαν αφήσει ελεύθερους οι Γερμανοί. Φαίνεται ότι ο Γερμανός από το Πυροβολείο τηλεφώνησε στον ομόλογό του στο νησάκι με τους αιχμαλώτους, και τους ελευθέρωσαν.
Η καλοσύνη πάντα βρίσκει τον δρόμο να δικαιώνει και να ανταμείβει αυτούς που την προσφέρουν.
Σε κάθε πόλεμο, ο αντίχριστος έχει πανηγύρι και στήνει χορό πάνω στα ερειπωμένα χωριά, στα γκρεμισμένα σπίτια, στα κομματιασμένα κορμιά και στα αδικοσκοτωμένα παλικάρια. Πολλοί από μας, που η πίστη μας είναι αναιμική κι επιφανειακή, σε τέτοιες συμφορές τα βάζουμε με τον Θεό κι αρχίζουμε να λέμε: «Γιατί ο Θεός να επιτρέψει να γίνει αυτό το κακό; Πού είναι η δικαιοσύνη Του; Πώς θα ζήσουν τα ορφανά;» Και τα «γιατί», τα «πού» και τα «πώς» δεν έχουν τέλος. Οι πραγματικές πιστές ψυχές, όμως, δέχονται με υπομονή και καρτερία τις συμφορές, γιατί γνωρίζουν ότι τα κακά στη ζωή μας προκαλούνται από τον χαιρέκακο διάβολο. Τα επιτρέπει, όμως, ο Θεός για κάποιον λόγο που ο καθένας μας, αν ψάξει μέσα του, θα τον βρει. Και τότε, με τη Χάρη του Θεού, θα γίνει καλύτερος, πιο πιστός χριστιανός και θα ξεπεράσει τις δυσκολίες.


Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, και συγκεκριμένα την παραμονή της απελευθέρωσης της Ελλάδας, συνέβη και το εξής συγκλονιστικό γεγονός στην οικογένεια της Άννας:
Οι φιλήσυχοι κάτοικοι της Κούλουρης ζούσαν την καθημερινότητά τους. Οι αγρότες δούλευαν στα χωράφια τους, οι ψαράδες ασχολούνταν με τα δίχτυα τους, οι νοικοκυρές ήταν στα σπιτικά τους. Η πατρική οικογένεια της Άννας δουλεύανε στα περιβόλια που είχαν στην περιοχή του Αη-Γιώργη. Κι όλη η οικογένεια έμενε στο αγροτικό σπιτάκι και βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές.




Πέρασαν 3,5 χρόνια γερμανικής κατοχής, κι έφθασε ο Οκτώβρης. Η μέρα ήταν όμορφη. Βγήκε ο ήλιος ολόλαμπρος, κι ας είχε το πρωί λίγη υγρασία και συννεφιά. Οι αγρότες έβγαλαν τα σακάκια τους, τις χονδρές φόρμες τους, και δούλευαν ξέγνοιαστοι, παρόλο που στον ουρανό περνούσαν και ξαναπερνούσαν πολεμικά αεροπλάνα, κρύβοντας στιγμιαία τον ήλιο και υπενθυμίζοντας σε όλους ότι ο πόλεμος συνεχίζεται.
Κάποια στιγμή, μέρα μεσημέρι, ακούν αεροπλάνα να σχίζουν τον αέρα. Ακούνε και βομβαρδισμούς. Τότε, βλέπουν δύο αεροπλάνα να χάνουν ύψος και δύο αλεξίπτωτα να κατεβαίνουν σιγά-σιγά από τον ουρανό. Το ένα έπεσε κατακόρυφα και κομματιάστηκε στην περιοχή τους. Το άλλο έπεσε στο δάσος του Αγίου Νικολάου, στα Λεμόνια - μια περιοχή της Σαλαμίνας με ατόφιο δάσος, 25.000 στρέμματα. Εκεί βρίσκεται και το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου.
Οι άνθρωποι που δούλευαν στα περιβόλια της περιοχής του Αγίου Γεωργίου, και συγκεκριμένα η οικογένεια της Άννας, παρακολουθούσαν την πελώρια ομπρέλα του αλεξίπτωτου και τον άνθρωπο να κρέμεται απ’ αυτό, και να προσγειώνεται ομαλά στο κτήμα τους. Ήταν ένα πρωτόγνωρο θέαμα γι’ αυτούς. Όλοι άφησαν τις δουλειές τους, έτρεξαν να δουν τον άνθρωπο που κατέβηκε από τον ουρανό και προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν.



Τα παιδιά έτρεξαν πρώτα. Και οι γυναίκες άφησαν τις ασχολίες τους, και πήγαν κι αυτές. Και ο παππούς και η γιαγιά, ο Σπύρος και η Ελευθερία Ελευσινιώτη, έφθασαν κι αυτοί στον χώρο του ατυχήματος. Όλοι κατάλαβαν ότι ο πιλότος που κατέβηκε με το αλεξίπτωτο ήταν ξένος. Δεν μιλούσε ελληνικά. Με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν ότι «είμαστε σύμμαχοι» και ότι πολεμούσε κι αυτός τους Γερμανούς. Κατάλαβαν, επίσης, ότι ήθελε ρούχα για να βγάλει την στρατιωτική στολή, να ντυθεί με αγροτικά ρούχα, για να μην τον αναγνωρίσουν οι Γερμανοί και τον σκοτώσουν. Όλοι προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν.


Ο Γιώργος, ο γιος του Σπύρου Ελευσινιώτη και αδελφός της Άννας, έδωσε την αγροτική φόρμα του, που λίγο πριν είχε κρεμάσει σ’ ένα δέντρο, όταν βγήκε ο ήλιος και είχε ζεσταθεί απ’ τον κόπο της δουλειάς. Ο πιλότος έβγαλε γρήγορα την στρατιωτική στολή του, την έκρυψε στους γύρω θάμνους, φόρεσε την αγροτική φόρμα και κρύφτηκε κι αυτός.
Σε λίγο ήρθαν οι Γερμανοί με δύο μηχανές κι ένα αυτοκίνητο. Άρχισαν να φωνάζουν νευρικά και ρωτούσαν για το αεροπλάνο που έπεσε στην περιοχή τους. Όλοι έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν. Έβγαλαν από το αυτοκίνητο δύο σκύλαρους κι άρχισαν να ψάχνουν την περιοχή. Λίγο πιο ’κει, μέσα σε βούρλα και θάμνους, βρήκαν το διαλυμένο αεροπλάνο κι άρχισαν να φωνάζουν, να βρίζουν και να απειλούν τους φιλήσυχους αγρότες.




Ωστόσο, τα εκπαιδευμένα σκυλιά τους, ψάχνοντας τους θάμνους, βρήκαν την στρατιωτική στολή. Τότε ήταν που με μανία έσπρωχναν τους αγρότες κι απαιτούσαν να τους αποκαλύψουν τον αλεξιπτωτιστή, γιατί είχαν δει το αλεξίπτωτο που έπεφτε στην περιοχή τους.
Όλοι έκαναν τους ανήξερους. Με φοβισμένα μάτια, σφιγμένα χείλη, ακινητοποιημένα χέρια και πόδια, περίμεναν την έκβαση της υπόθεσης. Μόνο τ’ αυτιά τους ήταν τεντωμένα, κι άκουγαν τα ουρλιαχτά των Γερμανών και τα γαυγίσματα των σκύλων. Σε λίγο βρήκαν και τον πιλότο που είχε κρυφτεί σε κάτι θάμνους. Τον έφεραν μπροστά στους αγρότες. Φώναξαν, απειλούσαν και απαιτούσαν να μάθουν ποιος του έδωσε τα ρούχα κι άλλαξε.


Δεν μιλούσε κανείς τους. Τότε άρχισαν να ψάχνουν τις τσέπες. Μέσα στην τσέπη της αγροτικής φόρμας που έδωσε ο αδερφός της Άννας, ο Γιώργος, για να φορέσει ο αλεξιπτωτιστής, βρέθηκε η ταυτότητά του. Την πήρε ο Γερμανός, φώναξε άγρια τ’ όνομά του κι απαίτησε να έρθει κοντά του. Όλοι είχαν κοκαλώσει, και ο Γιώργος έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντάς τον. Ο επικεφαλής του κλιμακίου, Γερμανός αξιωματικός, έβριζε κι απειλούσε. Με φοβισμένα βήματα, η μάνα κι ο πατέρας του Γιώργου πλησίασαν τους Γερμανούς και με δάκρυα προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν το παιδί τους.




Ο Γερμανός όχι μόνο δεν τους άκουσε, αλλά διέταξε τον πατέρα να δέσει τα χέρια του γιου του. Ο πατέρας πήρε τις χειροπέδες από τα χέρια του Γερμανού, αλλά έμεινε εκεί μαρμαρωμένος. Και τότε, λες και δεν υπήρχε ζωή πουθενά στη γύρω περιοχή. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα πουλιά κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή τους. Και μόνο ο Γερμανός, σαν άλλος δαίμονας της Αποκάλυψης, έβριζε και βλαστημούσε.
Ο πατέρας, σέρνοντας τα πόδια, τον κοίταζε - μια το παλικάρι του και μια τον Γερμανό.
Η μάνα έπεσε στα γόνατα και τον παρακαλούσε να ηρεμήσει. Οι στιγμές αυτές, που φάνηκαν σε όλους αιώνες, δεν μπορούν να αποτυπωθούν στο χαρτί.



Μέσα σ’ αυτή την έξαλλη ατμόσφαιρα, διέταξε τα σκυλιά να χιμήξουν, να του επιτεθούν και να τον ξεσκίσουν. Τα σκυλιά δεν εκτέλεσαν τη διαταγή του. Τότε, μέσα σ’ αυτή την παραφροσύνη, σήκωσε το όπλο και τον δολοφόνησε εν ψυχρώ...
Τα λόγια ωχριούν να περιγράφουν το τι έγινε εκείνη τη στιγμή, που ένα παλικάρι 27 χρονών κείτονταν κατά γης, άψυχο, μπροστά στα μάτια του πατέρα, της μάνας, των παιδιών κι όλων των συγγενών που βρίσκονταν εκεί, γιατί βοήθησε έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη.
Την άλλη μέρα οι Γερμανοί έφυγαν από το νησί, παίρνοντας μαζί τους τον αιχμάλωτο πιλότο που βρήκαν στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου. Τον άλλον, που έπεσε στο δάσος του Αγίου Νικολάου Λεμονιών, δεν τον βρήκαν. Τον είχε κρύψει η οικογένεια Βιλλιώτη, που κατοικούσε σ’ εκείνη την περιοχή. Την ημέρα της απελευθέρωσης τον περιέφεραν στην Κούλουρη πανηγυρικά επάνω σε άσπρο άλογο στολισμένο. Όλοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και πανηγύριζαν. Η Ελλάδα είχε ελευθερωθεί.




Η οικογένεια, όμως, του Σπύρου Ελευσινιώτη ήταν απαρηγόρητη για το αδικοχαμένο παλικάρι τους. Η Άννα πήγε στο εκκλησάκι της περιοχής που έγινε το κακό και, μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου, στεκόταν ώρα πολλή. Καθώς έβλεπε τον Αγιο καβάλα επάνω στο άσπρο άλογό του, ντυμένο αξιωματικό και κρατώντας την πανοπλία του, ήταν σαν να στεκόταν μπροστά σ’ έναν ανώτερο αξιωματικό που διαχειρίζεται την έκβαση κάθε πολεμικής επιχείρησης και του μιλούσε.
Το τι είπε στον Αγιο δεν μας είναι γνωστό. Εκείνο που ξέρουμε, όμως, είναι ότι, βγαίνοντας από το εκκλησάκι του Αγίου, είπε: «Ήταν θέλημα Θεού να γίνει κι αυτό». Σκούπισε τα μάτια της, και γύρισε στην οικογένειά της και στις καθημερινές της υποχρεώσεις.
Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός λες και δυνάμωσε την πίστη της. Από τότε ο Αη-Γιώργης έγινε ο αγαπημένος της Αγιος. Τον έβλεπε ολοζώντανο καβαλάρη επάνω στο άσπρο άλογό του, στον ύπνο της αλλά και στον ξύπνιο της.



Σ’ αυτόν πήγαινε κι έλεγε τους καημούς και τα παράπονά της, όπως θα μιλούσε σε κάποιον μεγαλύτερο αδερφό με υπέρτατη γνώση κι ακαταμάχητη δύναμη. Του έλεγε τα προβλήματά της, κι έφευγε ξαλαφρωμένη και σίγουρη για την καλή έκβασή τους. Πολλές φορές πήγαινε και με τον παπα-Κώστα κι έκανε λειτουργίες στο εκκλησάκι του.
Τις Κυριακές πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, που ήταν η ενορία της. Και όταν επέστρεφε στο σπίτι, χαρούμενη κι ευδιάθετη, έλεγε: «Είναι σαν να μην πατάω στη γη όταν έρχομαι από την εκκλησία».
Το γεγονός αυτό έκανε χρόνια να ξεχαστεί στην κοινωνία της Κούλουρης. Το συζητούσαν μικροί και μεγάλοι, στιγματίζοντας την απανθρωπιά και την αγριότητα του Γερμανού αξιωματικού και υπογραμμίζοντας την αγαθότητα και καλοσύνη του Γιώργου, και το πνεύμα αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας που έχουμε εμείς ως λαός.
Μετά ένα χρόνο περίπου, η οικογένεια της Άννας πήρε μια ευχαριστήρια επιστολή από τον επιζώντα αλεξιπτωτιστή-αξιωματικό που έλεγε ότι, καθώς έφευγαν από το νησί οι Γερμανοί με τους αιχμαλώτους, έγινε μια συμπλοκή στο Πέραμα. Οι Γερμανοί σκοτώθηκαν, κι αυτός, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, έφθασε στην πατρίδα του ζωντανός.



Μετά από πολλά χρόνια, και συγκεκριμένα το 1994, ο Δήμος Σαλαμίνας, τιμώντας τη μνήμη των εκτελεσθέντων Σαλαμινίων από τους Γερμανούς, έστησε στην παραλία της Κούλουρης το μνημείο που φαίνεται στην επόμενη σελίδα. Και ο Εξωράίστικός Σύλλογος της περιοχής του Αγίου Γεωργίου απένειμε τιμητική πλακέτα στη μνήμη του Γιώργου, χαρίζοντάς τη στον γεωπόνο Κώστα Κανάκη -έναν από τους γιους της Άννας- ως έναν από τους επιζώντες και πιο στενούς συγγενείς του εκτελεσθέντος.
Την εποχή εκείνη η Σαλαμίνα έζησε εντονότερα τα πολεμικά γεγονότα, καθότι φιλοξενεί από το 1881 τον Ναύσταθμο*. Συχνά άκουγαν οι κάτοικοί της τις Σειρήνες και, πανικόβλητοι, προσπαθούσαν να κρυφτούν. Είχαν δημιουργήσει, μάλιστα, κι αρκετά καταφύγια και, όταν καταλάβαιναν τον κίνδυνο, κρύβονταν εκεί. Στις 20 Δεκεμβρίου του ’43 έγινε ένας μεγάλος βομβαρδισμός στο νησί. Αγγλικά συμμαχικά αεροπλάνα στό-

0 Ναύσταθμος εγκαταστάθηκε στο νησί από το 1878. Αρχικά είχε φιλοξενηθεί για τρία χρόνια στο Μοναστήρι της Φανερωμένης και, το 1881, εγκαταστάθηκε οριστικά στη θέση που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Στοχευαν να βομβαρδίσουν τον Ναύσταθμο, που ήταν τότε υπό γερμανική κατοχή. Από λάθος, όμως, οι βόμβες έπεσαν μέσα στο χωριό, που απείχε δύο χιλιόμετρα περίπου από τον Ναύσταθμο. Η συμφορά που βρήκε τότε την Κούλουρη δεν περιγράφεται. Τότε σκοτώθηκαν 38 άτομα και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Κάθε σπιτικό θρηνούσε για τους σκοτωμένους, τους τραυματίες, αλλά και τις υλικές ζημιές.



Η Δημητρού, η γυναίκα που ονειρευόταν τον Προφήτη Ηλία κι έκτισε στην κορυφή του ομώνυμου λόφου το εκκλησάκι του, έλεγε: «Φυλαχτείτε... Έρχεται μεγάλη καταστροφή στο χωριό μας». Όλοι την άκουγαν κι είχαν τρομοκρατηθεί. Την πίστευαν, όμως, γιατί ήξεραν ότι μιλούσε με τον Προφήτη Ηλία, και το μήνυμα αυτό ήταν θεϊκή προειδοποίηση. Είχαν αλλάξει, μάλιστα, και την ήρεμη καθημερινότητά τους από τον φόβο της επερχόμενης συμφοράς, όπως έλεγε η Δημητρού.
Τότε ήταν που ο Διοικητής της Χωροφυλακής την κάλεσε στο Τμήμα και την απείλησε ότι θα την κλείσει στη φυλακή, αν συνεχίσει να τρομοκρατεί τους ανθρώπους. Η Δημητρού έφυγε συμμορφούμενη με τα λόγια του Διοικητή, αλλά το κακό δεν άργησε να έρθει.




Μία από τις επόμενες νύχτες, στις 23 του Δεκέμβρη του ’43, όλοι ήταν στα κρεβάτια τους και κοιμούνταν ήσυχα. Στις 3 η ώρα τα μεσάνυχτα, ακούστηκαν οι σειρήνες του Ναυστάθμου να ουρλιάζουν ασταμάτητα. Όλοι ξύπνησαν τρομαγμένοι, μισόγυμνοι και, πανικόβλητοι, έτρεξαν στα καταφύγια να κρυφτούν. Πολλοί κατέφυγαν στο σπίτι του Αλέκου του Κριτσίκη, που βρίσκεται κοντά στην πλατεία Μπόσκου, κι άκουγαν τις βόμβες να πέφτουν σαν κολασμένη βροχή από τα αεροπλάνα.
Μία από αυτές τις βόμβες έπεσε και στο σπίτι του Αλέκου Κριτσίκη. Εκεί ήταν μαζεμένοι πολλοί. Εκεί ήταν και η Δημητρού. Εκεί σκοτώθηκαν τότε 14 άτομα και τραυματίστηκαν πολλοί. Τραυματίστηκε σοβαρά και η Δημητρού, και νοσηλεύτηκε για επτά μήνες στο Νοσοκομείο, στο Κρατικό Νίκαιας. Έμεινε ανάπηρη, χωρίς το ένα χέρι της, για όλη την υπόλοιπη ζωή της.




Σ’ αυτό το μεγάλο μακελειό, η Άννα βρισκόταν στο σπίτι της Κούλουρης. Δεν ήταν, όμως, όλη η οικογένειά της εκεί. Ο Μήτσος και ο Κώστας, παλικαράκια τότε 14 και 12 χρονών, ήταν στο αγροτικό σπίτι, στα Βασιλικά. Δούλευαν στο περιβόλι και κοιμήθηκαν εκεί. Θυμούνται τη φοβερή εκείνη νύχτα και μας τη διηγούνται με τρόμο και ραγισμένη φωνή, κι ας έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε...
«Ξυπνήσαμε με τις σειρήνες να ουρλιάζουν ασταμάτητα. Συγχρόνως, ακούσαμε να περνούν αεροπλάνα και να ρίχνουν βόμβες. Πεταχτήκαμε από το κρεβάτι, ανοίξαμε την πόρτα να δούμε τι γίνεται και, τρομαγμένοι, κουρνιάσαμε κάτω από το πανοκάσι της πόρτας. Αναρωτιόμασταν: “Τι να γίνεται στην Κούλουρη; Γιατί βομβαρδίζουν το χωριό μας;”
»Ήταν νύχτα και δεν βλέπαμε τίποτα, μόνο ακούγαμε τις σειρήνες του Ναυστάθμου να ουρλιάζουν, τις βόμβες να πέφτουν και τα πυροβολεία, που ήταν στον Ναύσταθμο, στον λόφο Πατρίς και στα Βασιλικά, να πυροβολούν. 


Στιγμιαία υποχωρούσε το σκοτάδι της νύχτας από τις ριπές των πυροβόλων, και τότε φαίνονταν στον αέρα μαύροι καπνοί. Η γη εσείετο και ήταν σαν να ήθελε να καταπιεί το σπίτι μας. Αγκαλιαστήκαμε και, κλαίγοντας, κάναμε την προσευχή μας, γιατί νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος μας. Ο θάνατος ήταν δίπλα μας, αισθανόμασταν την ανάσα του.
»Οι στιγμές αυτές είναι τόσο βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας, που δεν πρόκειται να ξεχαστούν, αλλά ούτε και να ξεθωριάσουν».
Η Άννα στην Κούλουρη, μέσα σ’ αυτόν τον πανικό, αγκάλιασε τα μικρότερα παιδιά της, έπεσε στα γόνατα, σήκωσε τα μάτια ψηλά και φώναξε δυνατά στην Παναγία.
«Παναγιά μου, σώσε μας, σώσε τα παιδιά μου απ’ αυτό το μεγάλο κακό. Παναγιά μου, μάνα είσαι κι εσύ και με νιώθεις. Παναγιά μου, ελέησέ μας κι εγώ θα σου χτίσω μια εκκλησία στη Χάρη Σου».



Εκείνη τη στιγμή τραντάχθηκε ολόκληρο το σπίτι της, λες και το κατάπινε η γη. Μια βόμβα έπεσε στη γωνία του σπιτιού προς τον δρόμο, χωρίς να πάθει το σπιτικό της κανένα κακό. Λες και υπήρχε μια προστατευτική ομπρέλα πάνω από το σπίτι τους. Ήταν τόση η δύναμη της ψυχής της και η ένταση της προσευχής της, που εισακούστηκαν τα λόγια της από την Παναγία. Η φαμίλια της Άννας βγήκε αλώβητη από αυτή τη συμφορά. Δεν έπαθε τίποτα κανένας τους, ούτε είχαν υλικές καταστροφές.
Όταν πέρασε το κακό, όλοι έκαναν τον απολογισμό της καταστροφής. Η Άννα έτρεξε στην εκκλησία. Πήγε κι έκανε μια ευχαριστήρια θεία λειτουργία στην Παναγιά.


Τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, άνοιξαν τα δικά τους σπιτικά. Η Άννα καμάρωνε τα οκτώ παιδιά και τα είκοσι εγγόνια που της είχε χαρίσει ο Θεός, κι ευχαριστούσε την Παναγία. Όμως έλεγε και ξαναέλεγε: «Παναγιά μου, το τάμα που σου έταξα δεν το έκανα. Πώς να φύγω απ’ αυτή τη ζωή; Τι θα σου πω, Παναγία μου;»


Είχε κάνει, βέβαια, ένα προσκυνητάρι, στον λόφο του κτήματος, που ανήκει σήμερα στον γιο της, Κώστα. Τοποθέτησε μέσα την εικόνα της Παναγίας, μ’ ένα καντήλι που άναβε όποτε ανέβαινε κανείς στον λοφίσκο. Αλλ’ αυτό δεν την ικανοποιούσε. Δεν ήταν αυτό που έταξε στην Παναγία.
Καθόταν συνέχεια σκεπτική και μετά συνέχιζε: «Παναγιά μου, τώρα έχω γεράσει, είμαι και άρρωστη στο κρεβάτι, δεν έχω και τα οικονομικά για να σου χτίσω την εκκλησία. Τι να κάνω... Δεν θέλω να φύγω απ’ αυτή τη ζωή χωρίς να έχω εκπληρώσει το τάμα που σου έταξα. Εσύ βλέπεις τη θέση μου και ξέρεις και την επιθυμία της καρδιάς μου. Βοήθησέ με...»
Κι η Παναγία, για άλλη μια φορά, άκουσε την προσευχή της-
Η μεγαλύτερη κόρη της, η Μαρία, ευσεβέστατη κι αυτή, ακούγοντας και ξανακούγοντας την ανεκπλήρωτη αυτή επιθυμία της, της είπε:
«Μάνα, εγώ θα σε βοηθήσω να εκπληρώσεις το τάμα σου στην Παναγιά».




Πήγε στον Αγιο Δημήτριο Σαλαμίνας, στην ενορία του οποίου υπάγεται η περιοχή των Βασιλικών και, αφού συνεννοήθηκε με τον εφημέριο του Ιερού Ναού, που τότε ήταν ο π. Αθανάσιος Ρούσσος, κι έμαθε τη σχετική νομική διαδικασία, ξεκίνησε.
Η απόφαση βγήκε να κτισθεί η εκκλησία στα δύο συνεχόμενα οικόπεδα που είχαν οι γιοι και κληρονόμοι της Άννας, στη λεωφόρο Βασιλικών. Ήθελε να είναι σε κεντρικό δρόμο η εκκλησία, για να είναι προσβάσιμη σε κάθε περαστικό.
Η πρώτη ενέργεια ήταν να γίνει η δωρεά των οικοπέδων στον Ι.Ν. του Αγίου Δημητρίου. Στη συνέχεια, έγιναν όλες οι νόμιμες διαδικασίες και βγήκε η άδεια οικοδομής Ι.Ν. από τη Ναοδομία.
Η Άννα είχε ένα μικρό κομπόδεμα από τις οικονομίες της. Φώναξε τον εργολάβο οικοδομών, τον Γεώργιο Ραπατζίκο, του έδωσε τα χρήματα, κι έτσι άρχισε το έργο. Όμως τα οικονομικά δεν έφταναν για την αποπεράτωσή του.




Τότε άρχισε να φαίνεται καθαρά η Χάρη και η βοήθεια της Παναγίας μας. Η άρρωστη γιαγιά-Άννα έγινε καλά. Κάθε μέρα ήταν όρθια στο μαγαζάκι που ήταν μπροστά στο σπίτι της και πουλούσε οπωροκηπευτικά και αυγά που της έφερνε ο γιος της ο Αλέκος από τις γεωργικές του επιχειρήσεις. Κι έτσι συγκέντρωσε τα χρήματα για την αποπεράτωση του Ιερού Ναού. Κι η κόρη της, η Μαρία, ακούραστη, διεκπεραίωνε το κάθε τι. Η οικοδομική διαδικασία τελείωσε. Ο ναός της Παναγιάς μας είχε κτισθεί.
Όταν είδαν οι κάτοικοι της περιοχής ότι χτίσθηκε εκκλησία στον τόπο τους, όλοι βοήθησαν από το περίσσευμά τους, ή το υστέρημά τους, ώστε η εκκλησία να λειτουργήσει.
Αγιογράφησαν εικόνες, αγόρασαν ιερά σκεύη και ότι άλλο χρειάζεται η εκκλησία, ώστε να λατρεύεται και να δοξάζεται το όνομα του Θεού και να τελούνται τα άγια μυστήρια - και, κυρίως, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.


Από τότε, μέχρι και σήμερα, είναι ανοιχτή η εκκλησία. Μόνιμος επίτροπος ήταν μέχρι το 2008 ο γιος της Άννας, ο Δημήτρης (Μήτσος). Πολλές είναι οι εμφανίσεις της Παναγίας στην εκκλησία αυτή, όπως μαρτυρούν αξιόπιστοι Χριστιανοί.


Την εποχή εκείνη, στον μοναδικό σύλλογο των Βασιλικών ήταν πρόεδρος ο Αριστοτέλης (Τέλης) ο Παπαδάκης. Αυτός την παρέλαβε από τη Μαρία, την κόρη της Άννας. Από τότε μέχρι σήμερα, είναι ανοιχτή η εκκλησία κάθε Κυριακή, που τελείται το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, δοξολογώντας τον Θεό και την Παναγία, που στ’ όνομά Της είναι χτισμένη.
Είναι γνωστή ως «Παναγία η Ελεούσα» και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου.



Αφού εκπλήρωσε η Άννα και το τάμα της στην Παναγία, ησύχασε. Τα παιδιά της ήταν όλα παντρεμένα. Ο άνδρας της, ο καλοκάγαθος παππούς Αγγελής, είχε φύγει απ’ αυτή τη ζωή το 1971. Και η ίδια, τώρα πια, χαιρόταν τα εγγονάκια της που πήγαιναν να τη δουν.
Κι ήρθε η ώρα που θα την καλούσε ο Κύριος κοντά Του. Τη μέρα αυτή είχε έρθει να τη δει η κόρη της, η Μαρία, που έμενε στην Αθήνα από τότε που παντρεύτηκε.
Αφού έφαγαν, ήπιαν, μίλησαν για πολλά και διάφορα, ξάπλωσαν να κοιμηθούν.


Στις 4 η ώρα τη νύχτα, αισθάνθηκε μια αδιαθεσία. Αμέσως η Μαρία ειδοποίησε τον γιατρό, τον Α. Ραπατζίκο, και τα δύο από τα παιδιά της, τον Κώστα και την Τασούλα. Έφθασαν αμέσως. «Τι έχεις μάνα;» ρώτησαν με ανησυχία. «Δεν είμαι καλά. Αισθάνομαι ότι χάνομαι» είπε με σβησμένη φωνή. Εκείνη την ώρα ήρθε και ο γιατρός. Την εξέτασε προσεκτικά. 

Μέτρησε την πίεση, τον σφυγμό της. Κάθισε για λίγο σκεφτικός. Ξαναέκανε τις ίδιες μετρήσεις. Την κοίταξε στα μάτια, που έσβηνε σιγά-σιγά, και είπε στα παιδιά της: «Η μάνα σας φεύγει... Πεθαίνει...»


Ετσι έφυγε για την αιωνιότητα η Άννα Κανάκη, το γένος Σπ. Ελευσινιώτη στις 19 Νοεμβρίου 1980.
ΑΙΩΝΙΑ ΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ!


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΑΘΗΝΑ 2014
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου