Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ ΜΟΝΑΧΗ.ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΣΒΟ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ.



site analysis

Το βράδυ ήλθε στο σπίτι ο ίδιος ο Ταξιάρχης! ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ.






Μετά από αυτές τις απαραίτητες σημειώσεις, ας επιστρέφουμε σε μερικές ακόμη πληροφορίες σχετικές με τη Μοναχή Νυμφοδώρα.  


Η κ. Πιπίνα Καπανάκη-Χατζημιχαήλ, κόρη της ανιψιάς τής Νυμφοδώρας, που κατοικεί στον Ασώματο, μας διασώζει τα έξης:



«Από το Μοναστήρι της Μυρσινιώτισσας της Καλλονής, η Νυμφοδώρα ερχόταν κάποιες φορές για να επισκεφθεί την οικογένεια της. Δεν κοιμόταν όμως στο σπίτι της. Πήγαινε στην εκκλησία τον χωριού, στον Ταξιάρχη, και εκεί έχοντας μία καντήλα μπροστά στο εικόνισμα τον Αρχαγγέλου, προσευχόταν αδιάκοπα και πολύ αργά, ίσως τα ξημερώματα, άφηνε να την πάρει λίγο ο ύπνος.


Κάποια φορά που ήλθε στο χωριό, κοπέλα ακόμη, δεν πήγε να ξαγρυπνήσει στο Ναό, επειδή αισθάνθηκε πως είναι αδιάθετη (λόγω της γυναικείας φύσης της) και παρέμεινε στο πατρικό της σπίτι. Το βράδυ ήλθε στο σπίτι ο ίδιος ο Ταξιάρχης! Μπήκε από την πόρτα του σπιτιού, ανέβηκε την ξύλινη σκάλα και πήγε στο δωμάτιο της."Νυμφοδώρα ", της είπε, "ήρθα να σε καμαρώσω.


Γιατί δεν είσαι στην εκκλησιά;". Εκείνη απολογήθηκε και ο Ταξιάρχης έφυγε από το παράθυρο του δωματίου της. Τα βήματά τον, καθώς ο Αρχάγγελος ανέβαινε τη σκάλα, θέλησε ο Θεός να τα ακούσει και ο ανιψιός της από το άλλο δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένος, αλλά δεν είχε καταλάβει το τι γινόταν. Κι αυτό, για να ρωτήσει στη συνέχεια τη Νυμφοδώρα κι εκείνη να τον αποκαλύψει τη θεία επίσκεψη. Αργότερα, αυτός ο ανιψιός της, όταν μεγάλωσε, χειροτονήθηκε Ιερεύς, ήταν ο συχωρεμένος π. Ευθύμιος Ζουμπαδέλλης.





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ ΜΟΝΑΧΗ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΣΒΟ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. ΠΑΤΗΡ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΣΜΑ.

"Αδελφέ μου, δεν έπρεπε να το μαλώσεις το ζωντανό. Δεν είδες; Πάνω στο βοσκό, κάθονταν στο σβέρκο του, δύο δαίμονες, επειδή βλαστημάει. Ο γάιδαρος τους είδε και γι' αυτό τρόμαξε, εσύ δεν τους είδες;"».ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ ΜΟΝΑΧΗ.







Μετά από αυτές τις απαραίτητες σημειώσεις, ας επιστρέφουμε σε μερικές ακόμη πληροφορίες σχετικές με τη Μοναχή Νυμφοδώρα.  


Η κ. Πιπίνα Καπανάκη-Χατζημιχαήλ, κόρη της ανιψιάς τής Νυμφοδώρας, που κατοικεί στον Ασώματο, μας διασώζει τα έξης:

Κάποια άλλη φορά, φεύγοντας από το χωριό και καθώς επέστρεφε στο Μοναστήρι της Μυρσινιώτισσας, τη συνόδευε ο αδελφός της Παναγιώτης. Πήγε μέχρι τους Λάμπου Μυλους, ένα χωριό πάνω στο δρόμο, με γαϊδουράκι. Από εκεί θα περνούσε το λεωφορείο για Καλλονή. Κάποια στιγμή, λίγο έξω από το χωριό, ενώ περνούσαν δίπλα από ένα βοσκό, ο γάιδαρος τρόμαξε, πράγμα που έκανε τον αδελφό της να τον μαλώσει.
Εκείνη, ήρεμη, γύρισε και είπε: "Αδελφέ μου, δεν έπρεπε να το μαλώσεις το ζωντανό. Δεν είδες; Πάνω στο βοσκό, κάθονταν στο σβέρκο του, δύο δαίμονες, επειδή βλαστημάει. Ο γάιδαρος τους είδε και γι' αυτό τρόμαξε, εσύ δεν τους είδες;"».



ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ ΜΟΝΑΧΗ. "Τότε παρέδωσε την ψυχή της στο Θεό. Ήρεμη, γαλήνια και το κελί της μύρισε ευωδία! Ο Φύλακας στον Πανάγιο Τάφο εκείνη την ώρα μύρισε νεκρολίβανο και είπε: "Κάποιος πέθανε!".








Από το Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Βηθανίας αντιγράφουμε ακριβώς ότι μιας απέστειλαν:




«Η Αδελφή Νυμφοδώρα έφθασε στη Βηθανία μαζί με τη Γερόντισσα της, Μοναχή Πελαγία, αλλά τελικά πήγαν στον Άγιο Αβραάμ (δίπλα στο Ναό της Αναστάσεως), όπου εργάστηκαν αρκετά χρόνια, ράβοντας ιερατικά άμφια και βοηθώντας στο πλύσιμο των ρούχων και σε άλλες εργασίες των Ναϊτών Πατέρων. Η Αδελφή Νυμφοδώρα ήταν όμορφη και σε μικρή ηλικία και η Γερόντισσά της την πρόσεχε πολύ, αλλά δυστυχώς, είχε ξεπεράσει το μέτρο! Παράδειγμα, της μουτζούρωνε το πρόσωπο με κάρβουνο όταν ήταν να πάει για δουλειά έξω, τη χτυπούσε, την έκλεινε στο κελί της. Το αποτέλεσμα ήταν, η Νυμφοδώρα να χάσει το λογικό της. Γυρνούσε στα
Νεκροταφεία της περιοχής, ώσπου μια ήμερα βρέθηκε έξω από την πόρτα του Μοναστηριού της Βηθανίας.
Ο Γέροντας είπε ότι ο Θεός την έφερε τη λυπήθηκε και την έβαλε μέσα, με δυο ορούς που έβαλε η ίδια! Να μην πηγαίνει ούτε στην εκκλησία, ούτε στην τράπεζα! Έτσι καί έγινε.




Έμεινε σε ένα σπίτι μονή της. Φόρτωνε πέτρες στην πλάτη της με τον τενεκέ. Έπαιρνε δύο πέτρες και χτυπούσε το σώμα της και τα πόδια της αλύπητα. Έπαιρνε σχοινιά και έσφιγγε τους μηρούς της, με αποτέλεσμα να τρέχουν υγρά από τα πόδια της. Πήγαινε μια Αδελφή και την περιποιόταν. Επίσης, κοιμόταν έξω στο μπαλκόνι, στο κρύο τον χειμώνα! Το βράδυ έπαιρνε τη σκούπα και σκούπιζε το Μοναστήρι. Συνέχεια μιλούσε μόνη της, γελούσε, φώναζε...





Όταν της πήγαινε η Αδελφή το δίσκο με το φαγητό, από μακριά την έδιωχνε και της πετούσε πέτρες.
Ο Γέροντας  πήγαινε ντυμένος με τα άμφια για να την κοινωνήσει, με το ζόρι. Της διάβαζε εξορκισμούς. Αγωνίστηκε πολύ να γαληνέψει την ταραγμένη ψυχή της.
Τα πόδια της έφτασαν σε άσχημη κατάσταση και αναγκάστηκε ο π. Θεοδόσιος να την πάει στο Νοσοκομείο Γηροκομείο, στη Σύξη, για να την περιποιηθούν νοσοκόμες. Εκεί έμεινε αρκετό καιρό.
Γιατρεύτηκαν τα πόδια της. Έμαθε να περιποιείται τον εαυτό της και να μην τον ταλαιπωρεί.
Ερχόταν στο Μοναστήρι τις γιορτές.

Όταν είδε ο Γέροντας ότι είναι καλύτερα και μπορεί να ζήσει με τις Αδελφές που την περιποιούνταν, την κράτησε για πάντα στο Μοναστήρι.
Η Αδελφή Νυμφοδώρα σε πολλούς ανθρώπους έδινε την εντύπωση της κατά Χριστόν σαλής. Μιλούσε αλληγορικά ή μιλούσε μόνη της.
Γελούσε. Λερωνόταν πολλές φορές ή έκανε ζημιές, ίσως για να τη μαλώσουν. Περπατούσε μέχρι τα τελευταία της. Λίγες ώρες πριν πεθάνει, έλεγε: Έχω υποχρέωση στον Θεοδόσιο"! Μια Αδελφή διάβαζε πλάι της
τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και η Νυμφοδώρα έλεγε το, "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε " και το "Αλληλούια". Είχε το λογικό της έως το τέλος.
Ήταν του Αγίου Γρηγοριου του Θεολόγου, ημέρα Σάββατο (25 Ιανουάριου 1998), και κόντευε 2:15 μ.μ. περίπου, την ώρα που στην Ιερουσαλήμ ετοιμάζονταν οι Πατέρες να κατεβούν στο Ναό της Αναστάσεως για τον Εσπερινό και να χτυπήσουν οι καμπάνες. Τότε παρέδωσε την ψυχή της στο Θεό. Ήρεμη, γαλήνια και το κελί της μύρισε ευωδία! Ο Φύλακας στον Πανάγιο Τάφο εκείνη την ώρα μύρισε νεκρολίβανο και είπε: "Κάποιος
πέθανε!".




Η Νυμφοδώρα δεν πάγωσε! Την ξημερώσανε  οι Αδελφές όλο το βράδυ στην εκκλησία και την άλλη ημέρα, τρεις Ιερείς και ένας Διάκονος έψαλαν τη Νεκρώσιμη Ακολουθία.
Πέθανε ως Μοναχή. Πολλοί πιστεύουν ότι ήταν σαλή. Η ίδια έλεγε πολλές φορές: "Πού σε πάνε τέσσερις και τρεις στραβοπαπάδες". Και γελούσε... Ήταν τυχαίο άραγε που είχε τρεις Ιερείς στην κηδεία της;
Όταν την κράτησε ο πατήρ Θεοδόσιος στο Μοναστήρι, αφού την πήρε από το Νοσοκομείο, ποτέ της δεν έχανε την ακολουθία και την κοινοβιακή τράπεζα! Δεν ήθελε να τρώει μόνη της.





Οι Αδελφές είδαν να επαληθεύονται τα λόγια που έλεγε. Τρεις φορές προείπε σε μια Αδελφή για κάποια δοκιμασία που πέρασε. Της είπε συγκεκριμένα: "Τι θα κάνεις; Υπομονή θα κάνεις ". Και τη χάιδευε. Επίσης, και σε κάποιο προσκυνητή που δεν τον γνώριζε, του είπε ποιο μάτι του δεν έβλεπε από προβλήματα υγείας! Σε έναν άλλον είπε μια ημέρα: Όσος είσαι στο ύψος, είσαι και στο βάθος". Και τον έκανε να αισθανθεί έλεγχο συνειδήσεως... Μια άλλη φορά, επιτίμησε αυστηρά μια φιλοξενούμενη καλόγρια που κατηγορούσε το Γέροντά της. "Το γονιό σου!" της έλεγε, "Ντροπή σου, ταπεινώσου". Πολλές φορές έπαιρνε τη ζώνη του πατρός Θεοδοσίου και τη φορούσε. Αυτός, όμως, διασκέδαζε με τον τρόπο της Αδελφής και χαμογελούσε. Αν τη ρωτούσαν από πού είναι η για τη ζωή της, νεύριαζε, δε συζητούσε. Όταν ζητούσαν την ευχή της, έλεγε
"Του σπιτιού", δηλαδή του Μοναστηριού.
Μετά, όταν κοιμήθηκε ο Γέροντας και πήγαινε στον τάφο του (όπως όλες οι Αδελφές), για να πάρει την ευχή, φιλούσε πολλές φορές τον τάφο του και του μιλούσε στην δική της γλώσσα: "Τρέξε, τρέξε... Μην κάθεσαι", του έλεγε.


Όλες οι Αδελφές την αγαπούσαν και αυτή αγαπούσε όλη την αδελφότητα. Όταν ήρθε η Γερόντισσά της στο Μοναστήρι - ήταν μετά από αρκετό καιρό που είχε έρθει η Νυμφοδώρα - δεν την ήθελε στην αδελφότητα. Μια ήμερα της είπε:
"Τρέλανες εμένα, θα τρελάνεις και αυτές;".


Ήταν πράγματι Μοναχή! Δεν τη αναζητούσε κανείς συγγενής της, ούτε με το τηλέφωνο, ούτε με γράμμα. Μόνο μία φορά ένας ανιψιός της την είδε για λίγα λεπτά, σαν περαστικός προσκυνητής.
Οκτώ ημέρες πριν την κοίμησή της είχε αλλάξει ο τρόπος της. Σε ότι τη ρωτούσαν για τη ζωή της απαντούσε! Όταν τη ρωτούσαν, όμως, "Πόσο χρονών είσαι;", εκείνη έλεγε "Είκοσι"! Ίσως, σε αυτή την ηλικία να είχε μπει στο Μοναστήρι.


Ήταν άραγε τυχαίο ότι είχε αλλάξει η συμπεριφορά της ή γνώριζε από Θεία πληροφορία ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσει το μάταιο και απατεώνα κόσμο και να περάσει στην αιωνιότητα;...
Η Αδελφή Νυμφοδωρα εκοιμηθη 25 Ιανουάριου του 1998. Το πρωί είχαμε Θεία Λειτουργία και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων! Ήταν ημέρα Σάββατο. Την Κυριακή εψάλη η Νεκρώσιμος Ακολουθία της».

.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ ΜΟΝΑΧΗ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΣΒΟ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. ΠΑΤΗΡ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΟΥΣΜΑ.

ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Η συγκλονιστική ιστορία της Παναΐλας Παπαδοπούλου, από τους επιζήσαντες της Γενοκτονίας των Ποντίων



site analysis



  • Παναΐλα (Παναγιώτα) Παπαδοπούλου
Η Παναΐλα (Παναγιώτα) Παπαδοπούλου ήταν στους επιζήσαντες του μεγάλου ποντιακού ξεριζωμού. Εγκαταστάθηκε στο χωριό Μονολίθι του νομού Κιλκίς το 1922, με συγχωριανούς από την Πάφρα και κοντοχωριανούς από το Αλατσάμ. Ανήκε στους λεγόμενους «τουρκόφωνους» Ποντίους του δυτικού Πόντου – ανθρώπους που η βία των ντερεμπέηδων και των αγάδων οδήγησε στην απώλεια της ελληνικής λαλιάς, μα όχι και της ρωμαίικης συνείδησης. Στη βία αυτή, ο δυτικός Πόντος είχε αντιδράσει με αντάρτικο, δεκαετίες πριν τον ξεριζωμό. Από πατέρα σε γιο περνούσε το μήνυμα:
Bız yunanli iz - Είμαστε Έλληνες.
Bız rum iz – είμαστε Ρωμιοί.
Προς το τέλος της ζωής της, τη δεκαετία του ’80, η Παναγιώτα διαμαρτυρόταν για συχνούς πονοκεφάλους. Τα ενοχλήματα επιδεινώνονταν σε ένταση και συχνότητα. Ο ακτινολογικός έλεγχος εντόπισε ένα σκιερό μόρφωμα κάτω απ’ το ινιακό οστούν. Θα μπορούσε να είναι και σφαίρα από πυροβόλο. Ο οικογενειακός γιατρός επισκέφθηκε την Παναγιώτα με την ακτινογραφία ανά χείρας. Στην ερώτηση πώς εξηγείται το εύρημα της ακτινολογικής εξέτασης, η Παναγιώτα πήρε στα χέρια με συγκίνηση την Αγία Γραφή του ιερέα παππού της –βιβλίο γραμμένο στην τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς τους χαρακτήρες– και ανέσυρε με ευλάβεια τις μνήμες των παιδικών της χρόνων.
«Η μάνα μου η Σαββατού είχε μείνει με τις τέσσερις θυγατέρες της – την Κυριακή, την Ευλαμπία, την Ευανθία και μένα. Γνώριζα για τους τσέτες, τους ληστοσυμμορίτες. Μιλούσαν οι μεγαλύτεροι κι εγώ κρυφάκουγα. Άκουσα τη μάνα να παρακαλεί μια γειτόνισσα Τουρκάλα φίλη να με προστατέψει για λίγες μέρες εωσότου απομακρυνθεί ο κίνδυνος. Το ίδιο είχαν κάνει κι άλλοι Τούρκοι γείτονες για τα παιδιά. Της είπε πως ήμουνα μικρή και αδύνατη και πως δεν θ’ άντεχα τις κακουχίες. Οι υπόλοιποι θα παίρναν τα βουνά με τους χωριανούς. Ήδη είχαν προετοιμαστεί με ό,τι μπορούσε και είχε τη δυνατότητα να κουβαλήσει ο καθένας. Εγώ κρύφτηκα στον αχυρώνα της Τουρκάλας γειτόνισσας. Αντιλήφθηκα ότι με έψαχνε. Ήταν σούρουπο, να νυχτώσει, όταν έξω από το χωριό Γκιόλμπελεν της περιοχής Γεραλντί στην Πάφρα, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Αντάρτες του χωριού ακροβολισμένοι, έριχναν βολές για να καθυστερήσουν τους Τσέτες. Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων περίπου, ξεκίναγαν οι πρόποδες των βουνών. Άδειασε το χωριό κι οι αντάρτες ακολούθησαν.
»Οι τσέτες βρίσκονταν παντού. Τα ελληνικά σπίτια γίνονταν φύλλο και φτερό. Τα σπίτια των μουσουλμάνων μέναν άθικτα – το ίδιο κι ο αχυρώνας. Εκείνος με προστάτεψε. Έτρεμα από το φόβο και το κρύο.
»Όταν δεν ακουγόταν πια ούτε ο ήχος του αγέρα, πήρα τη μεγάλη απόφαση να ενωθώ με τους δικούς μας. Τα μονοπάτια γνώριμα – μαζεύαμε φουντούκια στα μέρη εκείνα. Ξεγλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι, έτρεχα. Κροκάλες και βατόμουρα γεμάτος ο τόπος. Το πρόσωπο, τα πόδια, τα χέρια, μέσα στα αίματα. Τους πρόλαβα ανηφορίζοντας τους πρόποδες του βουνού.
»Οι Τσέτες δεν ήταν ευχαριστημένοι από τη λεία τους μετά απ’ την άλωση των σπιτιών μας. Θέλαν χρυσάφι, αίμα για να χορτάσουν την ακόρεστη λύσσα τους. Ήθελαν σάρκες νεαρών κοριτσιών. Νέοι πυροβολισμοί και συγχρόνως η προσταγή από τους συνοδούς αντάρτες: “Γρήγορα στο βουνό!”. Είχαν το λημέρι τους προστατευμένο. Η Κυριακή κι η Ευλαμπία 4-5 βήματα μπροστά, εμείς πιο πίσω, στη μέση εγώ, η Ευανθία δεξιά μου και η μάνα Σαββατού αριστερά κρατώντας το χέρι μου.
»Αισθάνθηκα ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και μούδιασμα στο βραχίονα του αριστερού χεριού απ’ όπου άρχισαν να τρέχουν αίματα. Η μάνα έβγαλε τη μαντίλα της και περιτύλιξε πιεστικά το σημείο του τραύματος στο χέρι. Για το χτύπημα στο κεφάλι ούτε λόγος. “Βιάσου! Βιάσου!”. Δεν έπεσα, δεν ζαλίστηκα. Φοβόμουν. Οι τσέτες, αυτές οι ύαινες θα μας πιάσουν, θα μας βιάσουν και θα μας κόψουν τα κεφάλια! Ο φόβος αυτός είχε αντικαταστήσει οποιονδήποτε πόνο. Πλησιάζοντας το λημέρι, πυροβολισμοί των ανταρτών κράτησαν σε απόσταση τους τσέτες και αναχαίτισαν το μακάβριο κυνηγητό τους.
»Σ’ ένα μικρό ξέφωτο του δάσους ξαποστάσαμε, κουλουριασμένες στην αγκαλιά της μάνας Σαββατούς. Πιότερος πόνος στο κεφάλι τώρα. Έβαλα τα δάχτυλά μου και ήταν λουσμένα στο πηχτό αίμα».
Πλούσια, καστανόξανθα μαλλιά, άπλυτα, αχτένιστα, ρίχνονταν στη μέση. Ανήσυχη η μάνα διαχώρισε την πυκνότητα των μαλλιών και αντίκρισε το σημείο του τραύματος. Πλύσιμο με νερό απ’ την κοντινή πηγή, λίγα μασημένα φυλλαράκια της γύρω χλόης και λίγο ταμπάκο (καπνός ξερός ψιλοκομμένος) λειτούργησαν ως αιμοστατικός και πιεστικός μηχανισμός στα δύο τραύματα. Γύρω απ’ το τραύμα αναπτύχθηκε ουλώδης ιστός. Δεν τρώθηκε ζωτικό όργανο του εγκεφάλου. Τυχερή η Παναγιώτα και στο τραύμα του χεριού. Υποδερμικό και διαμπερές, χωρίς ν’ αγγίξει οστό, αρτηρία, φλέβα ή νεύρο.
«Μέρες και νύχτες στο χιόνι και το κρύο, πεινασμένοι, κυνηγημένοι, ίδια αγρίμια με προστάτες τους αντάρτες μας. Δύο χρόνια περίπου. Επιτέλους καταγραφήκαμε ως ανταλλάξιμοι στους καταλόγους. Παραδώσαμε τα όπλα, αλλά οι συμφωνίες με τις τουρκικές Αρχές δεν τηρούνταν…».
Το χωριό προχωρούσε σαν καραβάνι προς Δυσμάς ώστε να φτάσει στα παράλια, συνοδευόμενο απ’ τους Τσέτες που τώρα είχαν αναλάβει καθήκοντα χωροφυλάκων.
«Πνιγμένοι στη σκόνη, στεγνά τα χείλη. Η Ευλαμπία ξαφνικά απομακρύνθηκε, ακούστηκε η προσταγή “τουρ-τουρ! Σταμάτα!”. Τρομαγμένη έτρεξε να προφυλαχτεί πίσω από μια συστάδα θάμνων.
»Την πρόλαβαν δυο τσέτες. Από τους υποκόπανους των όπλων τους βρέθηκε στο χώμα λιπόθυμη. Την βίασαν. Ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Την δολοφόνησαν εν ψυχρώ.
Ακίνητο το καραβάνι. Οι άλλοι ληστές είχαν παρατεταμένα τα όπλα. Έτσι τηρούσαν τις συμφωνίες οι τσέτες. Είπαν πως ήταν για παραδειγματισμό. Συγκεντρώθηκε μπαχτσίσι από τους συγχωριανούς για να δοθεί άδεια για την ταφή της Ευλαμπίας στο σημείο της δολοφονίας. Ήταν 13 ετών… Επιτέλους φτάσαμε στις ακτές της Μ. Ασίας. Δεν είχαμε κάρο. Με χίλιες δυσκολίες βρέθηκε μεταγωγικό μικρό βαπόρι για να περάσουμε στις ακτές της Ανατολικής Θράκης. Είχαμε επιβιβαστεί στο μεταγωγικό. Για μια στιγμή η Κυριακή εξαφανίστηκε. Δεν την βλέπαμε. Φωνάξαμε όλες μας δυνατά και πιο δυνατά το όνομά της. Το μεταγωγικό είχε ήδη αναχωρήσει. Είχαμε την ελπίδα ότι θα συναντηθούμε στις ακτές της Θράκης. Οι ελπίδες μας διαψεύσθηκαν. Έτσι χάσαμε την Κυριακή Παπαδοπούλου, τη μεγαλύτερη αδερφή μας. Ήτανε 15 ετών».
Αυτή ήταν η διήγηση της Παναγιώτας Παπαδοπούλου. Για την εύρεση της αδελφής της, Κυριακής, επιχειρήθηκαν αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού, από το ’50 ως το ’80, αλλά δεν τελεσφόρησαν. Ο πατέρας τους, Σάββας Παπαδόπουλος, στάλθηκε στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) στην περιοχή του Άκτσαλε και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Ο παππούς της, ο ιερέας «παπασήν Σάββα», όπως τον αποκαλούσαν στην περιοχή, απαγχονίστηκε από τους ληστές του Τοπάλ Οσμάν.
Η αναφορά στα τραγικά συμβάντα της ζωής των Ελλήνων του Πόντου και εν γένει της Μ. Ασίας της περιόδου 1900-1924 δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πάσης προέλευσης πατριδοκάπηλους εθνοσωτήρες.
Ο Θεός στις εγκληματικές ενέργειες των δημιουργημάτων του, απανταχού της Γης, δεν συμμετέχει. Υπάρχουν όμως λέξεις για να αποδώσουν γεγονότα σαν αυτά;
Ο υπογράφων είναι εγγονός της Παναγιώτας και του Ανέστη Αλεξανδρίδη. Η ζωή τα έφερε να είναι και ο θεράπων ιατρός της. Η μητέρα του, η Ευλαμπία, φέρει το όνομα της δολοφονημένης θείας της. Η Αγία Γραφή του προπάππου «παπασήν Σάββα» κοσμεί τη βιβλιοθήκη της οικογένειάς του, με διαφυλαγμένη αναλλοίωτη την ιστορική μνήμη και την ελληνική συνείδηση.
Bız yunanli iz - Είμαστε Έλληνες.
Bız rum iz – Είμαστε Ρωμιοί.
Ιορδάνης Θεοδωρίδης
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Μνήμη της Αγίας μάρτυρος Πελαγίας (4 Μαΐου)



site analysis

Σήμερα η Αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη της μάρτυρος Πελαγίας, του Οσίου Ιλαρίου του θαυματουργού και του Οσίου Αθανασίου Κορίνθου.
 Η μάρτυρας Πελαγία κατοικούσε στη Ρώμη, ενώ η καταγωγή της ήταν από την Ταρσό της Κιλικίας. Είδε σε όραμα άγγελο να την καλεί να βαπτισθεί Χριστιανή. Επισκέφθηκε τότε τον Επίσκοπο Ρώμης και ζήτησε να γνωρίσει τη χριστιανική διδασκαλία και να βαπτισθεί στο όνομα της αγίας Τριάδας διηγούμενη το όραμά της.
Η μητέρα της μόλις έμαθε για την είσοδό της στη χριστιανική πίστη αναστατώθηκε και με δάκρυα την καλούσε να επιστρέψει στην πατρώα πίστη των ειδώλων.
 Η Αγία Πελαγία λυπήθηκε για την όλη εξέλιξη, αλλά παρέμεινε σταθερή μαθήτρια του αναστημένου Ιησού. Όταν το έμαθε και ο γιός του Διοκλητιανού, ο οποίος ήταν αρραβωνιαστικός της Πελαγίας λυπήθηκε μέχρι θανάτου.
Πληροφορούμενος το γεγονός τότε ο αυτοκράτορας, κάλεσε την Πελαγία και ζήτησε εξηγήσεις. Αμέσως, γεμάτος θυμό, αποφάσισε τη θανάτωσή της. Διέταξε και την έβαλαν σε χάλκινο πυρακτωμένο βόδι, όπου και παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο Ιησού Χριστό.
 Η Αγία Πελαγία παρέμεινε τεκμήριο αγιότητας και χριστιανής γυναίκας με θάρρος και αυταπάρνηση.
Για ακόμη μια φορά βεβαιώνεται ότι οι Χριστιανές γυναίκες είναι ηρωίδες μέσα στο στίβο του πνευματικού αγώνα, αλλά και της καθημερινότητας της ζωής, με πίστη και αφοσίωση στον Αναστημένο Ιησού Χριστό.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Η Αγία Οσιομάρτυς Εντελιέντα (6ος αιώνας)



site analysis


f0abbf67947e6ef22c957edcefa6d95c.jpg

Η Αγία Οσιομάρτυς Εντελιέντα (St Endelienta / Endelient / Edellienta / Endellion) είναι μία Ορθόδοξη Αγία των Βρετανικών Νήσων του 5ου και 6ου αιώνα. Ήταν κόρη του Βασιλιά Brychan της Ουαλίας. Γεννήθηκε το 470 καί ήταν βαπτιστήρα του Βασιλιά Αρθούρου.

Η Αγία διέσχισε το Κανάλι του Bristol για να ενταχθεί στην ιεραποστολική ομάδα των αδελφών της για την μεταστροφή των ανθρώπων της Βόρειας Κορνουάλης στο Χριστιανισμό. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της, αρχικά πήγε στο Νησί Lundy, όπου ίδρυσε ένα μικρό εκκλησάκι. Στη συνέχεια πήγε στην ηπειρωτική χώρα, όπου έμεινε με τον αδελφό της Άγιο Nectan στο Hartland της Αγγλίας, πριν τελικά επιλέξουν να εγκατασταθούν στο Trentinney της Αγγλίας, νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού Saint Endellion. Κατά καιρούς επέστρεφε στη Νήσο Lundy για περισσότερη προσευχή και άσκηση.

Έζησε στο Trentinney ως ερημίτρια, επιβίωντας μόνο με γάλα αγελάδας και νερό από δύο κοντινά πηγάδια. Η αδερφή της η Αγια Dilic ασκήτευε εκεί κοντά και οι δυο τους συναντιόντουσαν σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι όπου το γρασίδι εκεί μεγάλωσε καί έγινε καταπράσινο από οπουδήποτε αλλού.

140833.jpg
Μία ημέρα ο Λόρδος του Trentinney σκότωσε άδικα την αγελάδα της Αγίας Εντελιέντα και ο Βασιλιάς Αρθούρος εξοργίστηκε με την πράξη του και έστειλε τους άνδρες του να τον τιμωρήσουν, αλλά εκείνοι τον σκότωσαν. Η Αγία Εντελιέντα στεναχωρήθηκε που τον σκότωσαν εξαιτίας της αγελάδας της και με την προσευχή της ανέστησε και τον Λόρδο και την αγελάδα.

Η Αγία μετά από ένα όραμα για το θάνατό της, ζήτησε να τοποθετηθεί το σώμα της σε ένα κάρο που θα το τραβούσαν βόδια και ότι θα πρέπει να ταφεί στον τόπο όπου σταματήσουν. Στά μέσα του 6ου αιώνα Σάξονες πειρατές σκότωσαν την Αγία και θάφτηκε στην κορυφή ενός λόφου στη Νήσο Lundy όπου μια εκκλησία χτίστηκε πάνω από τον τάφο της και διασώζεται ως σήμερα, παρότι είχε υποστεί μεγάλη καταστροφή ο αρχικός Ναός από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
Image may contain: 1 person
Το χωριό Saint Endellion στην Κορνουάλη, έχει το όνομα της Αγίας Εντελιέντα επειδή Ευαγγέλισε τον τοπικό πληθυσμό. Δύο πρώην Ιερά Πηγάδια κοντά στο χωριό είχαν, επίσης, το όνομά της.
Αποτέλεσμα εικόνας για Saint Endelienta
Η Αγία Εντελιάντα είναι προστάτρια των ζώων και η εορτή της είναι στις 29 Απριλίου.

Αγία Γλυκερία του Νόβγκοροντ



site analysis



Ἡ Ἁγία Γλυκερία τοῦ Νόβγκοροντ ἔζησε κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Παντελεήμονος, δημοτικοῦ ἄρχοντα τοῦ Νόβγκορτ. Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1522. 

Τὰ ἄφθαρτα λείψανά της, σύμφωνα μὲ τὸ δεύτερο Χρονικὸ τοῦ Νόβγκοροντ, βρέθηκαν στὶς 14 Ἰουλίου 1572 κοντὰ στὴν πέτρινη ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Λεωνίδη. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτῆς, ἐπιτελέσθηκαν θεραπεῖες ἀσθενῶν καὶ θαύματα.

Η μνήμη της τιμάται στις 13 Μαίου
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΔΩΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΜΟΝΗ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΠΑΤΜΟΣ



site analysis

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ .ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ . 










Μονάχη Θεοδώρα, άνθρωπος του πόθου του Θεού



Ευκολότερα σκιαγραφείς ψυχή έλευθερωμένη από τα πάθη, απ’ οτι πορτραίτο έμπειρος ζωγράφος, Ό σκλαβωμένος στήν αμαρτία είναι πάντα βιβλίο κλειστό, χωρίς σημαδούρα, ενώ ό αγωνιστής ανοιχτό βιβλίο με επίσημο σελιδοδείκτη στήν κάθε σελίδα τής ζωής του.


Ετσι, όταν γνώρισα από κοντά τήν μοναχή Θεοδώρα στο κρεβάτι του πόνου στο νοσοκομείο του 'Αγίου Σάββα, μόλις την ρώτησα  «Πώς έγινες μοναχή;», αμέσως, χωρίς να κοιτάξη γύρω της  μη την ακουη κανείς ανοιξε σε έμενα τον εικοσιπεντάρη, τήν σελίδα τής ζωής της στα νεανικά της χρόνια:



- Δοξάζω πάντα τον Θεόν, γιατί στήν πατρίδα μου είχε μοναστήρια καί μοναχές. Δεν ήτανε τό πέρασμα για την βασιλεία των ούρανών μονόδρομος: θά μεγαλώσω, θά κάνω οικογένεια· άλλ’ όταν μεγαλώσω, μπορώ να γίνω καί μοναχή. Τό μοναχικό ράσο ήταν πάντα γιά μένα καλό στήν όραση καί στο φόρεμα. Αδελφέ Γρηγόριε, τό φθινόπωρο στά πρωτοβρόχια όλες Οι κόρες συνηθίζαμε να βγαίνουμε στους αγρούς γιά σαλιγκάρια. Έτσι, μετά από κάποια βροχή, πήγαμε με τήν αδελφή μου να συλλέξουμε κι εμείς κοντά στήν μονή της Αγίας Αικατερίνης. Εκεί θωρούμε τι μοναχές φορώντας λινάτσες να ξεπετρίζουνε τό χωράφι, όπως συνηθίζετο στην Ανατολή, προτού τό σπείρουνε. Στην θεωρία των μοναχών ζεστάθηκε ή ψυχή μου καί λέγω:


-         ’Άχου, άδελφούλα μου, πότε θά με άξιώση ό Θεός να
φορέσω την λινάτσα, τό τσουβάλι, για ένδυμα, όπως αυτές οι μοναχές;
-         Μωρέ τί λιμπίστηκε ή ψυχή σου! Λινάτσα- σπουδαίο φόρεμα!
Αυτό που είδε ή αδελφή μου για πέταμα, τό είδα καί τό
βλέπω βασιλική πορφύρα. Ένδυσε τό σώμα σου με ευτελή φορέματα, για να άπεκδυθή ή ψυχή σου τον παλαιό άνθρωπο καί να ένδυθή τον νέο, τον κατά Θεόν κτισθέντα, όπως λένε οί άγιες Γραφές. Δυστυχώς τον πόθο μου αυτόν ποτέ δεν τον εκπλήρωσα. Μόλις έγινα μοναχή, εύθυς αμέσως βρέθηκα στο ορφανοτροφείο τής Ρόδου. Εκεί έπρεπε νά φορέσουμε καλά φορέματα, γιά νά έχουμε καλή επικοινωνία μέ τά παιδιά, νά μή τους δημιουργούμε πρόβλημα. Περπατούσα στον δρόμο καί ντρεπόμουνα γιά τά καλά μου φορέματα. Αντάλλαξα τήν «πορφύρα» -τήν λινάτσα- μέ κοσμικά ράκη, γιά να μή δυσκολεύω τά παιδιά. Ή νοσταλγία τής λινάτσας ποτέ δέν μού έφυγε. Περίμενα κάποια στιγμή νά επιστρέψω στο μοναστήρι καί νά εκπληρώσω τον πόθο μου. Δυστυχώς τώρα γιά τήν ταφή μου καί μόνον θά πάω στο μοναστήρι μου.



-         Έδειχνες δυσανασχετημένη πού βρισκόσουνα μακριά από τήν μετάνοιά σου;
-         Καθόλου, πάτερ Γρηγόριε* πάντα ευχαριστημένη ήμουνα. Ολοι οί άνθρωποι δέν βρήκαν στήν ζωή ότι έπόθησαν.
-         Βλέπεις έτοιμο τον εαυτό σου γιά τήν βασιλεία τών
ουρανών;
-         Ασφαλώς όχι, αλλά χαίρομαι πού μού κολοβώνει τις μέρες τής ζωής μου καί γλύτωσα κάποια λάθη πού τυχόν θα έκανα.
-         Γογγύζεις γιά τούς πόνους;
-         Καθόλου. Μόνον παρακαλώ τήν Παναγία τον νουν να κρατήση, να μή χάσω τά λογικά μου μέχρι τό τέλος μου, γιατί από τό κεφάλι ξεκίνησε ή νόσος. Ολα τά άλλα μέλη του σώματος ας τά κάνη ώσπερ την άμμον την παρά τό χείλος τής θαλάσσης δεν με πειράζει.
Έτσι ακριβώς έγινε. Αλεσε ή αρρώστια τά κόκκαλα όπως  μύλος τό σιτάρι. Τον νουν όμως τον άφησε ηγεμόνα μέχρι τήν έσχάτη ώρα.
Τις ώρες που ο πόνος δονούσε τον νου και την διάνοια, ή συνοδός αδελφή τής έλεγε γιά παρηγοριά:


-         Κι εγώ, αδελφή μου, πονάω·είναι από τον καιρό.
Διέκρινα όμως πώς καθόλου δεν αναπαυόταν από τον έμπαιγμό. Τότε έμαθα πώς νά συμπαραστέκωμαι στου κρεβατιού τον πόνο. Δεν πρέπει νά έπιδιώκη κανείς νά πάρη το ιστορικό του αρρώστου, αλλά νά προσπαθή με πολλή αγάπη νά τον μεταφέρη στις καλές μέρες τής ζωής του. Νά γίνεται καραγκιόζης, γιά νά τον διασκεδάση. Έγινα άριστος γελωτοποιός πολλές φορές. Τόσο, που μου έλεγε:


-         Νά ζήσης, πάτερ Γρηγόριε, άνοιξες τό πνευμόνι μου από τά γέλια. Τήν άλλη μέρα νά έρθης από τήν άλλη μεριά νά καθίσης. Ούτε καί τό ύφος του σοβαρού διδάχα άντέχεται εκείνη τήν ώρα. ’Ήμουν, άλλωστε, πολύ μικρός, γιά νά κάνω τον δάσκαλο στήν πενηνταοκτάχρονη μοναχή. Πολλές φορές μου έλεγε:


-         Πάτερ Γρηγόριε, σ’ εύχαριστώ πού μέ κάνεις νά εννοώ τήν κατάστασή μου, χωρίς ποτέ νά μου τό έκφράζης.
Ό γέροντας Άμφιλόχιος πολλά μίλησε στήν Πάτμο με αυτήν τήν κόρη γιά τά «επέκεινα», τά πέραν τοϋ τάφου. Θύμιζε Γρηγόριο Νύσσης· τά λεγάμενα «Μακρίνεια». Ό Γέρων, όταν έκανε περιγραφή του νοητού παραδείσου, ήταν απόλαυση. Ή περιγραφή του ήταν καλύτερη, ωραιότερη καί πιστότερη από αυτήν πού κάνει ό Μωυσής στήν Γένεση γιά τον αισθητό παράδεισο. «Νοσταλγικές Κατηχήσεις περί παραδείσου» θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε.


Με βάρδιες οί αδελφές την συντρόφευαν. Πολλές φορές τις παρακαλούσε να διώξουν μέ τό κομπόσχοινο τον μαύρο πού πλησίαζε στην κλίνη της. Κοιμήθηκε την ήμερα τής Παναγίας μετά τα Χριστούγεννα καί έτάφη στου πρωτομάρτυρα Στεφάνου την γιορτή. Ανεπιφύλακτα θά έγραφα στον τάφο της: «Μάρτυς καί παρθένος - Θεοδώρα μοναχή ή Καλύμνια».


ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. 
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΜΑΚΑΡΙΑ Η ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ. ΜΟΝΗ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΠΑΤΜΟΣ



site analysis

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ .ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ .








Μακαρία ή έγκλειστος



 Συνηθίσαμε νά θεωρούμε πώς τό συναξάρι δέν στοιχεί απόλυτα γεγονότα. 




Δέν έχει ακρίβεια στην διήγησή του ό συγγραφέας. Έχει αφήσει νά απλώνεται ή φαντασία του καί τό συναίσθημά του ελεύθερα, σάν να πρόκειται περί μυθιστορήματος. Καί όμως, συναξάρι δεν σημαίνει αύτό, αλλά κείμενο πού διαβάζεται στην σύναξη των πιστών καί τό ακροάζονται όλοι μέ περισσή εύλάβεια.



Συναξάρι είναι ή πραγμάτωση τού Εύαγγελίου καί όχι πλαστή διήγηση, γιά νά συγκινήση τον αναγνώστη ή τον ακροατή.
Έχει τον προσωπικό χαρακτήρα τού συγγράψαντος, είτε είναι ξηρή είτε είναι γλαφυρή διήγηση, αλλά δέν παρουσιάζει ανύπαρκτα πρόσωπα καί πράγματα. Βέβαια, τό ενθουσιαστικό στοιχείο δέν λείπει, αλλά, χωρίς αύτό, τίποτε το μεγάλο δέν θά γινότανε στον κόσμο. Έτσι κι εγώ πιστεύω ότι ή προσηγορία «έγκλειστος» δέν είναι υπερβολή, είναι. αληθινή πέρα γιά πέρα γιά την άμμάδα Μακαρία.




Ή Μακαρία είχε καταγωγή από τήν Δωδεκάνησο, ίσως τό νησί τής Σύμης. Καλογέρευε πολλά χρόνια στο σπίτι της
Είχε όλες τις συνήθειες των μοναχών, πλήν τής ύπακοής. Χρόνια είχε κόψει τήν κρεοφαγία. Ζούσε λιτά σάν ασκήτρια. Στο μοναστήρι τό πρώτο άριστον ήταν κρέας. ’Όρθια σηκώθηκε μόλις τό αντίκρισε στο πιάτο της.
-         Αποκλείεται νά ξαναφάω κρέας. Στο σπίτι μου δεν έτρωγα στο μοναστήρι θα τρώγω; Δεν γίνεται. Μετέφερα την επιθυμία της καί την αντίδρασή της στον Γέροντα.
-         Ή νέα δόκιμος αποποιείται την κρεοφαγία.
-         Πέστε της να φυγή χωρίς λόγια.
Ή δόκιμος αμέσως άρχισε να τρώγη πρώτα τό κρέας κι έπειτα τα μακαρόνια.



-         Αυτή -είπε ό Γέρων- κάνει για μοναχή. Κρατήστε την στο κοινόβιο, θά βοηθήση. Ανέλαβε μαγείρισσα. Είχε δυνατό χαρακτήρα, αποφασιστικότητα καί σιγουριά γι’ αυτά που έκανε· πράγμα χρειαζούμενο γιά τό διακόνημά της. Τό μαγειρείο εκείνα τά χρόνια είχε τρεις σταυρούς. Ό ένας ήταν ή καύσιμη ύλη. Τά θαλασσόξυλα τί φωτιά νά κάνουν γιά νά γίνη φαγητό; Έπειτα άπό φοβερό κάπνισμα φαινότανε φλόγα. Ό δεύτερος: οί δίαιτες των ασθενών. Ό Γέροντας έβλεπε τον ασθενή ως ευνοούμενο του Θεού, πού έπρεπε τό μοναστήρι νά τού συμπαρασταθή στον σταυρό του. Άλλωστε, ό μοναχός γίνεται Κυρηναΐος στον πόνο τού αδελφού του. Καί ό τρίτος σταυρός: ή μακρά καί μεγάλη φιλοξενία του Γέροντα. Όσοι πέρναγαν, άγνωστοι καί γνωστοί, έπρεπε νά φάνε. Καί τά δυο πιάτα στην αρχή, γίνονταν τέσσερα καί μετ’ ου πολύ τα τέσσερα δέκα. ’Από πού νά βγουν οί απρόβλεπτες αυτές μερίδες; Ούτε ψυγείο υπήρχε, για νά διατηρούν φαγητά, ούτε πετρογκάζι για κάποια γρήγορα παρασκευάσματα. Σχεδόν μόνη της αρκετά χρόνια σήκωσε όλο τό βάρος του μαγειρείου.



Ό κόπος του εικοσιτετραώρου δεν έπέτρεπε στις δυνάμεις της καί στην αναπηρία της να είναι από τις πρώτες αδελφές στήν εωθινή προσευχή. Κάποια αυγή ραθύμησε περισσότερο του δέοντος. ’Άρχισε τής μαργαρίτας τό τραγούδι: «Να σηκωθώ ή να μη σηκωθώ;’Άς καθίσω ακόμα λίγο». Όπότε βλέπει να εισέρχεται στο δωμάτιό της ένας παππούς μοναχός, συνοδευόμενος από κάποιον νέο. Λέγει ό παππούς:



-         Έλα, γιατρέ μου, να δής τί έχει αύτή ή καλογριά και δεν με τιμά. Εμείς κάθε μέρα τις δεχόμαστε τις καλογριές στο σπίτι μας καί αύτή έρχεται καθυστερημένη.
Ταραγμένη άρχισε νά φωνάζη:
-         ’Όχι, όχι, δέν έχω τίποτες. 'Αμαρτωλή είμαι. Έρχομαι αμέσως.



(Τό μοναστήρι είχε δύο παρεκκλήσια: του μεγάλου Αντωνίου καί του αποστόλου Λουκά, όπου πολλές φορές τον χρόνο έκαναν ακολουθία.) Άπό τότε ποτέ ή Μακαρία δέν έλειψε άπό τήν ακολουθία. Ποδάρωσε γιά τήν έκκλησία περισσότερο άπό τις άλλες κι ας είχε άνάπηρο τό πόδι της. Τήν ρώτησα:



-         Σέ μεγάλη κούραση τί είναι προτιμότερο ό κανόνας ή ή άκολουθία;
-         Καλόν είναι νά γίνωνται καί τά δύο, άδελφέ μου- είναι αναγκαία γιά τήν πνευματική μας πορεία. Ή άκολουθία για μάς τούς φορτισμένους μέ ευθύνες διακονημάτων, πού στερούμεθα χρόνο μελέτης, είναι σπουδαία διατριβή. Χωρίς αυτήν είναι σάν ν’ αρχίσουμε νά διαβάζουμε, χωρίς νά γνωρίζουμε τό αλφάβητο. Χωρίς τήν άκολουθία πώς νά νιώσουμε τό νόημα τών άγιων εορτών; Έλειψε ή άκολουθία από τον μονάχο: είναι σάν νά βγάλεις τά μάτια του άλλου καί νά του πής «Περπάτα».
Τό 1969 ήρθανε κι άλλα πρόσωπα στο μοναστήρι καί ξελασκάρισε ολίγον από τήν σκλαβιά τής κουζίνας. Κάποιο απόγευμα του Ιουλίου καθίσαμε μέ τον Γέροντα στον ίσκιο του Πυργου.Κούτσα-κούτσα νά ή Μακαρία.



-         Γέροντα, αν έχη ευλογία, να υπάγω στο μοναστήρι του Θεολογου  για το όποιο ακούω πολλά.
-         Καλογριά μου, από πότε είσαι στην Πάτμο;
-         Τό ’44, Γέροντα, πρέπει νά ήρθα.
-         Καί δεν ένδιαφέρθηκες νά προσκύνησης τον Θεολόγο και Οσιο; Θώρει, αδελφέ μου, αναισθησία.
-         Γέροντά μου, νύχτα μπαίνω στο μαγειρείο, νύχτα βγαίνω
_ Πότε χρόνος ελεύθερος γιά προσκύνημα;
-         Στο σπήλαιο του Θεολόγου προσκύνησες τουλάχιστον;
-         Οχι, Γέροντά μου.
Ή άμμάς Μακαρία δεν είχε άποκλείστρα σπήλαιο ή κρεμαμενο βαρέλι, όπως μάς διηγείται ή «Φιλόθεος Ιστορία» του Θεοδωρήτου, αλλά την μικρή της καί άβολη κουζίνα του μοναστηριού. Ασκηση είχε την ορθοστασία, την υπομονή και τήν συνεχή φροντίδα νά εύχαριστήση ξένους, μοναχούς και αρρώστους.
-         Ή τύχη του μάγειρα είναι πολύ σκληρή -λέγει ό μοναχός Θεόκτιστος ό Δοχειαρίτης. Ό κόπος του μάγειρα δεν μένει, δεν φαίνεται πουθενά. Τήν άλλη κιόλας μέρα δεν υπάρχουν σημάδια από τά ξενύχτια του. Τό φαγητό γίνεται περιττώματα, πού αποβάλλεται τις περισσότερες φορές μαζί μέ τον μάγειρα στον λάκκο του βορβόρου.



Δέν παύω νά μνημονεύω τήν βοήθειά της στούς ασθενείς καί πόσο προσπαθούσε νά κάνη τά βρώματα νόστιμα. Έπασχε καί ή ίδια καί ήξευρε πολύ καλά τί σημαίνει διαιτώμενος άνθρωπος. Έκοιμήθη, πλησιάζοντας τά ογδοήκοντα εν δυναστείαις.
Πιστεύω εκεί νά γλύτωσε τό πυρ τής κολάσεως, μιά καί τόσο τήν κούρασε εδώ ή συνεχώς αναμμένη εστία, καί νά απολαμβάνει πλούσια τήν δροσιά πού τόσο στερήθηκε ή καλή μας άμμάδα.



Ένα κουσουράκι είχε: παρεσύρετο από πρόσωπα, στά
  όποια έδιδε εμπιστοσύνη, καί σχημάτιζε γνώμη από ακούσματα, και δυστυχώς μετρούσε πολύ ή γνώμη της στο κοινόβιο. Τα λίγα γράμματά της ελαφρύνουν την θέση της και ή φωτιά ή νοητή, πού την τυράννησε, θεωρώ πώς τα κατέκαυσε όλα κι έγινε πολίτης τ’ ουρανού.




ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. 

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Αγία Γλυκερία η Μάρτυς


 site analysis

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στὴν Τραϊανoύπoλη τὸν 2o αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτoκράτoρας ἦταν ὁ Ἀντωνίνoς ὁ Εὐσεβὴς (138-161 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της ὀνoμαζόταν Μακάριoς καὶ εἶχε διατελέσει ὕπατoς. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀνέπτυξε ἔντoνη χριστιανικὴ καὶ κατηχητικὴ δράση. Ὅταν πληρoφoρήθηκε τὸ γεγoνὸς ὁ ἡγεμόνας Σαβίνoς, τὴν κάλεσε νὰ παρoυσιασθεῖ μπρoστά τoυ. Μὲ μεγάλη πρoθυμία ἡ Ἁγία ἐμφανίσθηκε σὲ ἐκεῖνoν, ἔχoντας σημειώσει στὸ μέτωπό της τὸν Τίμιo Σταυρὸ καὶ δὲν δίστασε νὰ ὁμoλoγήσει μὲ παρρησία καὶ σθένoς τὴν πίστη της στὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ Ἰησoῦ Χριστό.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας κάλεσε τὴν Ἁγία νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, αὐτὴ ἀρνήθηκε καὶ ὁμoλόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ἀκoλoύθως πρoσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγoντας: «Ὁ Θεός, ὁ Παντoκράτoρας, Σὺ πoύ δoξάζεσαι μὲ τὸ Σταυρὸ τoῦ Χριστoῦ Σoυ ἀπὸ τoὺς δoύλoυς Σoυ, Σὺ πoὺ ἐμφανίσθηκες στoὺς Ὁσίoυς Σoυ παῖδες καὶ τoὺς γλύτωσες ἀπὸ ἀναμμένo καμίνι, Σὺ πoὺ ἔκλεισες τὰ στόματα τῶν λιoνταριῶν καὶ ἀνέδειξες νικητὴ τὸν δoῦλo Σoυ Δανιήλ, Σὺ πoὺ κατέστρεψες τὸν Βάαλ καὶ ἐξόντωσες τὸν δράκoντα καὶ συνέτριψες τὴ διαβoλικὴ εἰκόνα (τoῦ βασιλέως Nαβoυχoδoνόσoρ), Ἰησoῦ Χριστέ, τὸ ἄμωμo καὶ ἄκακo ἀρνίoν τoῦ Θεoῦ, ἔλα σὲ ἐμένα τὴν ταπεινὴ καὶ συνέτριψε τὸν δαίμoνα (τὸν Δία) πoὺ δημιoυργήθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη τέχνη καὶ διασκόρπισε τὴν κακή τoυς θυσία». Ἀμέσως μετὰ τὴν πρoσευχὴ ἔγινε βρoντὴ μεγάλη καὶ ἔπεσε τὸ ἄγαλμα τoῦ Δία καὶ συντρίφθηκε, γιατί ἦταν πέτρινo.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας καὶ oἱ εἰδωλoλάτρες ἱερεῖς εἶδαν νὰ συντρίβεται τὸ ἄγαλμα τoῦ θεoῦ τoυς, γεμάτoι ἀπὸ ὀργή, ἔδωσαν τὴν ἐντoλὴ νὰ πεθάνει ἡ Γλυκερία μὲ λιθoβoλισμό. Ἀμέσως τὰ πλήθη τῶν εἰδωλoλατρῶν ὅρμησαν μανιασμένα καὶ ἄρχισαν νὰ λιθoβoλoῦν τὴν Ἁγία. Οἱ πέτρες ὅμως ἔπεφταν δίπλα της χωρὶς καθόλoυ νὰ τὴν ἀγγίζoυν. Οἱ εἰδωλoλάτρες βλέπoντας τὸ φαινόμενo καὶ μὴ ἀντιλαμβανόμενoι αὐτὴ τὴ δωρεὰ καὶ εὐεργεσία τoῦ Θεoῦ, νόμισαν ὅτι ἡ Ἁγία εἶναι μάγισσα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ἄγγιζαν oἱ πέτρες. Ἄρχισαν λoιπὸν νὰ τὴν βρίζoυν.
Ὁ ἡγεμόνας παρεμβαίνoντας διέταξε νὰ τὴν βάλoυν μέχρι τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσoυν καλά, μήπως κάνoντας χρήση τῶν μαγικῶν της ἱκανoτήτων κατoρθώσει νὰ φύγει καὶ ἔπειτα διαδώσει ὅτι τὴν βoήθησε ὁ Θεός της μὲ συνέπεια νὰ ἐξαπατήσει πoλλoύς.
Ἐκεῖ στὴν φυλακή, τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἁγία ὁ Χριστιανὸς ἱερέας τῆς πόλεως, Φιλoκράτης, τὸν ὁπoῖo ἡ Ἁγία παρακάλεσε νὰ τὴ σφραγίσει μὲ τὸ σημεῖo τoῦ Σταυρoῦ.
Τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας ᾖλθε στὸ δικαστήριo, γιὰ νὰ δικάσει καὶ τιμωρήσει παραδειγματικὰ τὴν Ἁγία Γλυκερία. Διέταξε λoιπὸν νὰ τὴν ὁδηγήσoυν μπρoστά τoυ καὶ τὴν ρώτησε, ἐὰν θέλει νὰ θυσιάσει στὸν Δία. Τῆς ἐπέστησε δὲ τὴν πρoσoχὴ ὅτι σὲ περίπτωση πoὺ δὲν ἐπείθετo καὶ δὲν ὑπάκoυε θὰ ἔδινε τὴν ἐντoλὴ νὰ τὴν σκoτώσoυν. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὴν κρεμάσoυν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ τῆς γδάρoυν τὴν κεφαλή. Ἡ Ἁγία, καθὼς ἦταν κρεμασμένη, εὐχαριστoῦσε τὸν Θεό.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν μπoρεῖ νὰ κατισχύσει τῆς Ἁγίας Γλυκερίας, διέταξε νὰ ξεκρεμάσoυν τὴν Μάρτυρα καὶ νὰ τῆς συντρίψoυν τὸ πρόσωπo. Μόλις τελείωσε τὴν πρoσευχή της, oἱ ὑπηρέτες ἄρχισαν νὰ τὴν χτυπoῦν. Ξαφνικὰ ὅμως ἐμφανίσθηκε Ἄγγελoς Κυρίoυ καὶ παρέλυσε αὐτoύς, oἱ ὁπoῖoι ἔμειναν ἀπoσβoλωμένoι σὰν νεκρoί. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ μεταφερθεῖ ἡ Ἁγία καὶ πάλι στὴ φυλακὴ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντoλή, κανένας νὰ μὴν τῆς δώσει τρoφή. Ἡ Ἁγία Γλυκερία γεμάτη χαρὰ καὶ δoξάζoντας τὸν Θεὸ ἐπανῆλθε στὴν φυλακή. Ὁ δεσμoφύλακάς της μὲ πoλὺ σεβασμὸ καὶ φόβo τὴν κλείδωσε στὸ κελλί της. Ἡ Μεγαλoμάρτυς εὐχαρίστησε τὸν Θεό.
Ἀπὸ τότε πέρασε ἱκανὸς χρόνoς κατὰ τὸν ὁπoῖo ἡ Ἁγία ἦταν πάντα κλεισμένη μέσα στὴ φυλακὴ καὶ δoξoλoγoῦσε τὸν Θεό, ἐνῷ Ἄγγελoι ἔφερναν τρoφὴ σὲ αὐτήν.
Κάπoτε ὁ ἡγεμόνας ἐπρόκειτo νὰ μεταβεῖ στὴν Ἡράκλεια. Τότε σκέφθηκε νὰ περάσει καὶ ἀπὸ τὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τί γίνεται ἡ Γλυκερία καὶ ἂν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν ἀκoλoυθήσει στὴν Ἡράκλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὴ φυλακὴ καὶ εἶδε τὴν πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει ἡ Ἁγία. Ἀλλὰ μόλις ἄνoιξε ἡ πόρτα διαπίστωσε ὅτι ἡ Ἁγία ἦταν λυμένη καὶ δίπλα της ὑπῆρχε ἕνα πινάκιo μὲ γάλα καὶ ψωμὶ καὶ ἕνα δoχεῖo μὲ νερό. Γεμάτoς ἔκπληξη ὁ ἡγεμόνας καὶ μὴ γνωρίζoντας ὅτι ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὴν Ἁγία, τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακή.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, πῆρε ὁ ἡγεμόνας τὴν Ἁγία καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἡράκλεια. Ὅταν oἱ Χριστιανoὶ τῆς Ἡράκλειας ἄκoυσαν γιὰ τὴν ἀθληφόρo τoῦ Χριστoῦ καὶ ὅτι τὴν ἔφερναν στὴν πόλη τoυς, ἔτρεξαν ὅλoι νὰ τὴν πρoϋπαντήσoυν ἔχoντας ἐπικεφαλῆς τoυς τὸν Ἐπίσκoπo τῆς πόλεως, Δoμίτιo.
Τὸ πρωὶ τῆς ἑπoμένης ἡμέρας ἡ ἡγεμόνας διέταξε νὰ πρoσαχθεῖ σὲ δίκη ἡ Ἁγία καὶ σὲ περίπτωση πoὺ καὶ πάλι θὰ ἀρνιόταν νὰ ὑπακoύσει, νὰ τὴν ἔριχναν στὴ φωτιά. Ἡ Ἁγία καὶ πάλι ὁμoλόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ρίξoυν τὴν Ἁγία μέσα σὲ καμίνι. Ὅταν ἑτoιμάσθηκε ἡ φωτιὰ μέσα στὸ καμίνι, ὥστε νὰ μὴν μπoρεῖ νὰ τὸ πλησιάσει ἄνθρωπoς, ἡ Ἁγία κάνoντας τὸ σημεῖo τoῦ Σταυρoῦ σφράγισε τὸν ἑαυτό της καὶ πρoσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεό. Μόλις τὴν ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι, ᾖλθε oὐράνια δρoσιὰ καὶ ἔσβησε τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁ ἡγεμόνας θυμωμένoς διέταξε νὰ τῆς γδάρoυν τὸ κεφάλι μέχρι τὸ μέτωπo καὶ ἀφoῦ ἔδεσαν oἱ ὑπηρέτες χειρoπόδαρα τὴν Ἁγία, ἔπρατταν κατὰ τῆς διαταγὲς τoῦ ἡγεμόνoς. Ὁ ἡγεμόνας, μὴ ὑπoφέρoντας τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀντoχὴ τῆς Ἁγίας, διέταξε νὰ τὴν κλείσoυν πάλι στὴν φυλακή. Ἐκεῖ διέταξε νὰ τὴν δέσoυν χειρoπόδαρα καὶ νὰ τὴν ξαπλώσoυν πάνω σὲ κoφτερὲς πέτρες, γιὰ νὰ ὑπoφέρει ἀφόρητα ὅταν ἤθελε νὰ μετακινηθεῖ δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Καὶ oἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὅτι τoὺς διέταξε ὁ ἡγεμόνας. Κατὰ τὸ μεσoνύκτιo ὅμως Ἄγγελoς Κυρίoυ ᾖλθε καὶ ἔλυσε τὴ Μάρτυρα ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ ἐπoύλωσε τὰ τραύματα τoῦ πρoσώπoυ της, ὥστε νὰ καταστεῖ ἀπόλυτα ὑγιεῖς, χωρὶς κανένα σημάδι ἢ oὐλή, ὅπως δηλαδὴ τῆς τὸ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός.
Τὸ ἑπόμενo πρωὶ ᾖλθε ὁ ἡγεμόνας στὸ δικαστήριo καὶ διέταξε νὰ φέρoυν μπρoστά τoυ τὴν Ἁγία. Ὅταν ὁ δεσμoφύλακας, ὀνόματι Λαoδίκιoς, ἄνoιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς, βρῆκε τὴν Γλυκερία λυμένη καὶ ὑγιῆ, ὥστε δὲν τὴν ἀναγνώρισε. Ἡ Ἁγία ὅμως τoῦ εἶπε: «Μὴν κάνεις τίπoτε καὶ λυπήσoυ τὸν ἑαυτό σoυ, ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη πoὺ ζητᾷς».
Ὁ δεσμoφύλακας γεμάτoς ἔκπληξη καὶ ἔντρoμoς ἔβγαλε τὴν Ἁγία ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἀφoῦ δέθηκε ὁ ἴδιoς μὲ τὰ δεσμὰ τῆς Μάρτυρoς τὴν ἀκoλoύθησε στὸ βῆμα τoῦ ἡγεμόνα. Ἀντικρίζoντας αὐτὸ τὸ θέαμα ὁ ἡγεμόνας ρώτησε τὸν δεσμoφύλακα. Ἐκεῖνoς τoῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ὁ ἄρχoντας ἔδωσε ἀμέσως ἐντoλὴ καὶ oἱ στρατιῶτες ἀπoκεφάλισαν τὸν Μάρτυρα. Τὸ λείψανό τoυ τὸ πῆραν oἱ Χριστιανoὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν.
Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ριχθεῖ ἡ Γλυκερία στὰ θηρία. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς ἀκoύγoντας τὴν ἀπόφαση τoῦ ἡγεμόνα ἀντὶ νὰ πανικoβληθεῖ χάρηκε ὡς νὰ τῆς συνέβη κάτι τὸ εὐχάριστo.
Ἀφoῦ λoιπὸν ὁ ἡγεμόνας καὶ ὁ λαὸς πῆραν τὶς θέσεις τoυς στὸ στάδιo, ἔριξαν μέσα στὸν στίβo τὴν Ἁγία, ἡ ὁπoία εἰσῆλθε χαρoύμενη καὶ στάθηκε γαλήνια στὴν μέση τoῦ σταδίoυ περιμένoντας καὶ πάλι τὸν Χριστὸ ὡς βoηθό της. Ἒτσι ὁλoκληρώθηκε τὸ μαρτύριo τῆς Ἁγίας Γλυκερίας στὸ ὁπoῖo ἀναδείχθηκε τέλεια στὴν ὁμoλoγία τῆς ἀλήθειας.
Τὸ ἱερὸ λείψανό της παρέλαβε ὁ Ἐπίσκoπoς τῆς Ἡρακλείας Δoμίτιoς καὶ τὸ τoπoθέτησε σὲ εὐπρεπῆ τόπo κoντὰ στὴν πόλη.
πηγή eisagios.blogspot.com, επιμέλεια Ε.Μ.

Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Οι οσιοπαρθενομάρτυρες Ολυμπία και Ευφροσύνη, οι εν Θερμή Λέσβου (11 Μαΐου 1235 μ. Χ. )



site analysis



Αποτέλεσμα εικόνας για αγια ολυμπια

Η Οσία Ολυμπία και η οσία Ευφροσύνη έζησαν τον 13ο αιώνα μ.Χ. και παρέδωσαν την ψυχή τους με μαρτυρικό θάνατο στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ.
Η Οσία Ολυμπία γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς που καταγότανε από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν Ιερεύς και η μητέρα της κόρη Ιερέως. Από την Κωνσταντινούπολη, άγνωστο για ποιο λόγο, έφυγαν και κατοίκησαν στην Πελοπόννησο. Σε ηλικία δέκα ετών η Ολυμπία έχασε τους γονείς της και οι συγγενείς της την έστειλαν στο μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, τη σημερινή Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ, όπου η τότε ηγουμένη Δωροθέα ήταν θεία της Ολυμπίας.

Σε ηλικία 19 ετών έγινε η Ολυμπία μοναχή και σε ηλικία 25 ετών, όταν απέθανε η θεία της, έγινε ηγουμένη. Έπειτα από δέκα χρόνια, στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ., πειρατές ήλθαν στη Μυτιλήνη, πήγαν στο μοναστήρι, διασκόρπισαν τις τριάντα μοναχές και όσες δεν πρόλαβαν να φύγουν, τις κακοποίησαν. Την ηγουμένη και μια γερόντισσα Ευφροσύνη τις βασάνισαν φοβερά. Την Ευφροσύνη, αφού την κρέμασαν σε δένδρο, την έκαψαν. Την Ολυμπία την έκαυσαν σ’ όλο το σώμα με λαμπάδες και έπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στα αυτιά της και τέλος κάρφωσαν το βασανισμένο σώμα της με είκοσι καρφιά σε μια σανίδα και έτσι με τη σανίδα το ενταφίασαν μετά την αναχώρηση των πειρατών.
Ο βίος και το μαρτύριο των δύο τούτων αγίων γυναικών έγιναν γνωστά κατά το έτος 1959 μ.Χ., όταν βρέθηκαν τα σεπτά λείψανα των αγίων της Θερμής και έγινε γνωστή με θείες αποκαλύψεις η ιστορία τους, όπως και οι τάφοι με τα σεπτά λείψανα τους. Στον τάφο της Αγίας Ολυμπίας βρέθηκαν και τα είκοσι καρφιά με τα όποια την είχαν καρφώσει.
.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τὴ Μονὴ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τὴ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τὴ θεία, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πάσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.


.
Από το βιβλίο: “Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας” , του Χρήστου Τσολακίδη