Η μακαριστή γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου γεννήθηκε το 1903 στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας από γονείς πολύ ευλαβείς, τον Ιωάννη και την Δήμητρα. Ήταν πρωτότοκη και είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Στην βάπτιση της δόθηκε το όνομα Αναστασία. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά από ταλαιπωρίες, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια Κυργίων Δράμας. Στα Πηγάδια ο πατέρας της έγινε κτηνοτρόφος. Αυτή ως μεγαλύτερη φρόντιζε για τα μικρότερα αδέλφια της, γιατί και η μητέρα της εργαζόταν.
Από μικρή αγαπούσε τον Χριστό. Όταν μιλούσε για τον Χριστό και την Παναγία έκλαιγε. Από μικρή κρατούσε όλες τις νηστείες και κρέας δεν έφαγε ποτέ. Όταν πήγαιναν στο χωριό της μοναχοί από τα Κύργια, αυτή πήγαινε κοντά τους και ήθελε να ακούη για τον Χριστό. Δεν πήγε σχολείο, δεν ήξερε να διαβάζη. Προσευχόταν και μερικές νύχτες άκουγε αγγελικές ψαλμωδίες.
Διηγείτο: «Ήμασταν εννιά αδέλφια και μόνο κρατούσαμε (τηρούσαμε) του πατέρα μας τον λόγο. Αλλά ήρθε καιρός που να μην τον κρατήσω εγώ, γιατί ήμουν μεγαλύτερη τριάντα χρόνων κοπέλα και ήρθε καιρός να παντρευτώ και τ’ αδέλφια μου όλα μεγάλωσαν και ήταν για παντρειά και μουρμούριζαν (γόγγυζαν) εναντίον μου, πότε θα παντρευτείς; τι θα κάνεις;».
Παντρεύτηκε ένα νέο ονόματι Γιάννη που είχαν για βοσκό στα πρόβατά τους. Επειδή οι γονείς της δεν συγκατατέθηκαν, την έδιωξαν από το σπίτι. Ο σύζυγός της μια βδομάδα μετά από τον γάμο τους πήγε στην Κοζάνη να δη τους δικούς του και δεν ξαναγύρισε ποτέ, ούτε και έμαθε τι απέγινε. Η ίδια δεν γόγγυξε ποτέ, δεν τον κακολόγησε, δεν παραπονέθηκε. Τον συγχωρούσε και έλεγε να είναι καλά. Έλεγε: «Έτσι ήθελε ο Θεός και έτσι έγινε».
Η Αναστασία εγκαταλειμένη από όλους και περιμένοντας παιδάκι, απελπίστηκε και επιχείρησε να πέση σε μια λίμνη, να κάνη κακό στον εαυτό της. Τότε όπως διηγήθηκε: «Μπήκα μέσα στην λίμνη και όταν το νερό έφθασε μέχρι τον λαιμό, ένιωσα ένα φτερούγισμα πίσω από το σώμα μου και άκουσα μια φωνή: “Τέτοια ψυχή που θα την ρίξεις μεσ’ τον βούρκο”; Μάλλον θα ήταν ο φύλακας άγγελός μου. Το άγγιγμα της φτερούγας ακόμα το θυμάμαι. Χαράχτηκε στην μνήμη μου».
Ύστερα κατέφυγε σε μια θεία της, την Σοφία η οποία την περιέθαλψε, την βοήθησε να γεννήση το παιδάκι και μετά το μεγάλωσαν μαζί, γιατί η Αναστασία εργαζόταν στα καπνά, στο Δοξάτο και στα Κύργια. Στενοχωριόταν για την κόρη της Βενέτα που δεν είχε πατέρα. Έλεγε: «Δεν πειράζει, βρε παιδάκι μου, έχεις εμένα, εγώ σε φροντίζω, εγώ και μάνα και πατέρας». Έκανε το παν να μην της λείψη τίποτε. Δούλευε νύχτα-μέρα διότι επιπλέον βοηθούσε τ’ αδέλφια της και γηροκόμησε την μητέρα της.
Εργαζόταν σκληρά όλη την ημέρα στα χωράφια και τη νύχτα προσευχόταν. Συνήθιζε, με άλλες γυναίκες του χωριού, να συγκεντρώνονται σε κάποιο σπίτι εκ περιτροπής, ενώπιον μιας θαυματουργής εικόνας του Αγίου Γεωργίου, να αγρυπνούν και να προσεύχονται για όλον τον κόσμο. Και η ίδια ξυπνούσε πάντα πρωί για να προσεύχεται, γιατί πίστευε ότι ο Θεός τότε σ’ ακούει καλύτερα. Όταν πιστεύης και παρακαλάς, ο Θεός δεν σε ξεχνά.
Αγαπούσε πολύ τον Θεό. Ανέφερε την λέξη «Θεός μου», χαιρόταν η ψυχή της και έτρεχαν τα δάκρυά της. Έλεγε: «Αγαπάω τόσο πολύ τον Θεό. Θέλω να πάω στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω».
Μάζευε δραχμή-δραχμή χρήματα για τα Ιεροσόλυμα. Πρώτα πήγε και προσκύνησε στην Τήνο. Εκεί, όπως έλεγε, είδε ζωντανή την Παναγία και άκουσε μια φωνή που της είπε «να πας στα Ιεροσόλυμα». Πήγε, προσκύνησε στους Αγίους Τόπους και εκεί γνώρισε τον γέροντα Αμφιλόχιο και την μοναχή Ελισάβετ στο Χοζεβά. Βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη Ποταμό και μετά από πολλή προσευχή και μεγάλη νηστεία έγινε μοναχή μικρόσχημη με το όνομα Άννα. Έκανε υπακοή στον π. Αμφιλόχιο, της έδωσε εντολές και κανόνα για να προετοιμασθή να πάρη αργότερα το μεγάλο Σχήμα.
Όταν επέστρεψε ήταν κατενθουσιασμένη, αν και κατάκοπη από την κούραση και τη νηστεία, δεν μπορούσε να περπατήση. Πήγε ύστερα και έμεινε σ’ ένα μοναστήρι της περιοχής για σαράντα ημέρες. Ήθελε να μείνη για πάντα εκεί, αλλά επειδή ήταν ηλικιωμένη δεν την κράτησαν. Ύστερα έμενε στο Δοξάτο μόνη της σ’ ένα μικρό και παλαιό κελλάκι, χωρίς φως με μια σομπούλα. Δεν θέλησε να μείνη στο σπίτι της κόρης της αλλά κοντά της, από ευαισθησία για να μην την επιβαρύνη, αλλά και για να έχη την ησυχία της να κάνη τα μοναχικά της καθήκοντα. Είχε στρωμένες παλαιές μπαλωμένες κουρελούδες αλλά ολοκάθαρες. Πάνω στο κρεββατάκι της είχε μια βαλιτσούλα που μέσα είχε τα νεκρικά της φορέματα, κεράκια και σάβανο από τα Ιεροσόλυμα. Στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι της είχε τα εικονίσματά της και ένα κανδήλι ακοίμητο.
Η γερόντισσα Άννα νήστευε και προσευχόταν νύχτα-μέρα. Ξυπνούσε στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Όταν την ρωτούσε η κόρη της γιατί ξυπνά τη νύχτα απαντούσε: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, παιδί μου. Άγγελος Κυρίου έρχεται και με ξυπνά και συνεχίζω την προσευχή». Αλληλογραφούσε με τον π. Αμφιλόχιο και έστελνε δέματα στην μοναχή Ελισάβετ. Προετοιμαζόταν να πάρη το μεγάλο Σχήμα.
Γι’ αυτό παρήγγειλε μία μοναχική ζώνη από το Άγιον Όρος με τον καθηγητή κ. Ραδή. Εκείνος δεν βρήκε ζώνη και φεύγοντας το ανέφερε σ’ έναν Ηγούμενο. Ο Ηγούμενος έδωσε την δική του που φορούσε. Την έφερε στο σπίτι του και κάποιες φίλες της γυναίκας του της είπαν να την κρατήση αυτή για ευλογία. Την άλλη μέρα ήρθε η αδελφή Άννα και λέει στην κυρία Ραδή: «Κυρία Έλλη, η ζώνη μου ήρθε. Έβλεπα ένα καντηλάκι που ερχόταν από το Άγιον Όρος και από κάτω ήταν η ζώνη». Εξεπλάγη η κ. Έλλη. Της έδωσε την ζώνη και εκείνη την πήρε με λαχτάρα.
Την πέμπτη φορά που πήγε η γερόντισσα Άννα στα Ιεροσόλυμα, ο γέροντας Αμφιλόχιος, ηγούμενος του Χοζεβά, την έκειρε μεγαλόσχημη μοναχή, το έτος 1972. Από τότε έβλεπαν και ένιωθαν οι γνωστοί της μια ιδιαίτερη χάρη στην γερόντισσα Άννα, αλλά και η ίδια έλεγε: «Στα Ιεροσόλυμα που πήγα κάτι έλαβε η ψυχή μου από τον Θεό μου και δεν μπορώ να κάνω κακό ούτε στον εαυτό μου ούτε σε άλλους. Έχω ευλογία επάνω μου. Δεν νιώθω κούραση ούτε οι νηστείες με εξαντλούν, πετάω». Τα ράσα της μοσχοβολούσαν.
Όποιος την επισκεπτόταν ένιωθε κοντά της χαρά και χάρη. Κερνούσε τους επισκέπτες καφέ, κανένα αυγουλάκι και απαντούσε στις ερωτήσεις τους μεταδίδοντας την χάρη και τα βιώματα της. Τα βαθυγάλαζα μάτια της έλαμπαν και ακτινοβολούσαν από καλωσύνη.
Θυμίαζε τις εικόνες στο κελλάκι της, αλλά τη νύχτα έβγαινε στον δρόμο και θυμίαζε τους ανθρώπους που πήγαιναν στα καπνά. Θυμίαζε όλο το Δοξάτο και προσευχόταν για τον κόσμο.
Διηγείται η κυρία Έλλη Ραδή-Ταμπουλίδου, στην οποία η γερόντισσα Άννα εργαζόταν ως οικιακή βοηθός: «Όταν ερχόταν στο σπίτι μου άναβε το θυμιατό και θυμίαζε όλο το σπίτι λέγοντας προσευχές. Με συμβούλευε να το κάνω και εγώ αυτό διότι έτσι δεν μπορεί να με πλησιάση ο διάβολος. Μάλιστα έλεγε να θυμιάζω τα παιδιά και, πριν κοιμηθούν, να σταυρώνω τα παιδιά και τα προσκέφαλά τους. Όταν προσευχόταν, είχε σκυμμένο το κεφάλι και αναστέναζε. Όταν σηκωνόταν τις νύχτες για να προσευχηθή, την άκουγαν τα παιδιά και μου έλεγαν ότι αυτή η γιαγιά όλη τη νύχτα τραγουδάει (ψέλνει, προσεύχεται). Αυτή έψελνε όλη τη νύχτα στον Χριστό, όπως έλεγε, και τα δάκρυά της έβρεχαν το πάτωμα. Ευχόταν για όλους τους ανθρώπους».
Συμβούλευε: «Να προσεύχεσαι χαράματα και έξω από το σπίτι με τα χέρια στον ουρανό. Τότε σε ακούει ο Θεός, βλέπεις και τους Αγγέλους. Όταν παρακαλάς, να παρακαλάς πρώτα τον Χριστό και έπειτα τους Αγίους, όσους θυμάσαι, όχι μόνον έναν. Και αυτά τα παρακάλια τα παίρνουν οι Άγιοι και τα πάνε στην Παναγία και η Παναγία τα δίνει στον Χριστό. Εγώ μια φορά παρακαλούσα και ξέχασα τον άγιο Θεόδωρο. Εμφανίστηκε, λοιπόν, και μου λέει: “Όλους τους παρακαλάς και μένα με ξέχασες”. “Ποιος είσαι”, λέω, “δεν σε γνώρισα”. “Ο άγιος Θεόδωρος είμαι”, λέει. Από τότε κάθε φορά τον παρακαλάω».
Έλεγε με απλότητα στην προσευχή της: «Η αδελφή Άννα σας παρακαλεί: “Άγιε Αλέξιε, άγιε Παντελεήμων”» και μνημόνευε πολλούς Αγίους που είχε σε ευλάβεια, και όσων Αγίων είχε εικονάκια.
Ήταν φυσική η επικοινωνία της Γερόντισσας με τους Αγίους. Δεχόταν απλά και απερίεργα τις εμφανίσεις των Αγίων με πίστη, χωρίς να περνούν λογισμοί κενοδοξίας. Όταν πήγαινε η κόρη της στο κελλάκι της, η Γερόντισσα την απέτρεπε να κάθεται με την πλάτη προς την Ανατολή, γιατί εκεί έβλεπε να στέκεται κάποιος Άγιος και το θεωρούσε ασέβεια. Την συμβούλευε να κάνη πάντα προσευχή πριν από κάθε της έργο για να πετύχη. Στις δυσκολίες έλεγε στην κόρη της: «Μη στενοχωριέσαι. Θα κάνω προσευχή και όταν έρθη η ώρα θα γίνει (ξεπεραστή). Εάν δεν θέλη ο Θεός, δεν γίνεται. Εκείνος ξέρει. ξέρω κι εγώ γιατί δεν γίνεται;».
Κάποια χρονιά, Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Γερόντισσα κρατούσε εικόνα στην λιτανεία και έβλεπε τον εικονιζόμενο Άγιο να προπορεύεται.
Η γερόντισσα Άννα είχε τέτοια απλότητα, ώστε δεν της περνούσε λογισμός υπερηφάνειας, διότι τα θεωρούσε όλα φυσικά. Με την μακάρια απλότητα, την ευλάβεια, την καθαρότητα και τον φιλότιμο αγώνα της, αξιώθηκε να έχη πολλές αγιοφάνειες. Είδε τον προφήτη Ηλία και του ασπάσθηκε το χέρι. Τον Τίμιο Πρόδρομο και μάλιστα παρατήρησε το σημάδι της αποτομής από το ξίφος στον λαιμό του! Τους Αγίους Θεοδώρους τους έβλεπε συχνά να περνούν τις νύχτες με τα άλογα και τις στολές τους μέσα από το Δοξάτο. Υπάρχει εξωκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων και αυτοί προστατεύουν το χωριό. Είδε και τον άγιο Βασίλειο σε ώρα θείας Λειτουργίας.
Ζήτησε να γνωρίση και το Άγιο Πνεύμα, όπως διηγήθηκε η ίδια. «Είχα απορία, δεν μπορούσα να καταλάβω πως είναι το Άγιο Πνεύμα. Ήθελα να ξέρω όλα τα Άγια». Έκανε προσευχή και το είδε εν είδει περιστεράς.
Κάποτε η Γερόντισσα ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως διηγήθηκε η ίδια: «Η Χάρις με πήρε… πααίνομε σ’ ένα δρόμο, καλός ο δρόμος, (περνούσε) μέσα από χωράφια που είχαν και αγκάθια. Μετά ανοίξαμε μια πόρτα και αρχίσαμε να πααίνομε σε κήπο. Μπήκαμε μέσα κανά δυό βήματα και άρχισα να βλέπω καλά πράγματα. Είχε πράγματα για φαγώσιμο. Είδα τα μούρα, να τα λιμπίζεσαι. “Να φθάσω ένα μούρο”; “όχι δεν είναι δικά σ'”, μου είπε “θα ‘ρθή η ώρα να είναι δικά σ'”. Γυρίσαμε πίσω, δεν προχωρήσαμε άλλο μέσα στον Παράδεισο».
«Μια άλλη φορά», διηγήθηκε, «μια καλωσύνη έκανα, αλλά δεν θυμάμαι τι, όμως θυμάμαι με ανέβασε μια και μια στον ουρανό. Ανέβηκα και έβλεπα τους ανθρώπους να περπατάν σαν μυρμήγκια. Πώς να κατέβω εγώ από δω; Σκεύομαι, σκεύομαι… μοναχή ήμουν εκεί. Τα πουλιά πετούσαν εκεί κάτ’, τάβλεπα. Ύστερα ήρθε ένας αγέρας δυνατός και εφθάσαμε κάτ’. Αλλά λέω πού είμαι τώρα, πού να είμαι; Τότε κατάλαβα ότι πατούσα στη γη, ότι είμαι στον κόσμο που γνωρίζω, διότι εκείνον τον κόσμο δεν τον γνωρίζω. Ακόμα θυμούμαι τα πουλιά που ήταν από κάτω μου».
Κάποτε άκουσε μια φωνή που της είπε: «Η αρετή σου περίσσεψε», και ταυτόχρονα αισθάνθηκε και μια χάρι. Η μακαρία και απλούστατη γερόντισσα Άννα ενώ ζούσε την αρετή, δεν ήξερε τι είναι «αρετή» και ρωτούσε κάποιον: «Είχα μια γειτόνισσα στα Κύργια που την έλεγαν Αρετή και πέθανε. Πού με θυμήθηκε τώρα μετά από χρόνια και ήρθε στον ύπνο μου;»!
Έλεγε ότι όταν κοινωνούσε ένιωθε τον Κύριό μας μέσα της επί μια εβδομάδα και αισθανόταν τα μέλη της μέλη Χριστού. Μετά που πήγαινε στο σπίτι της κόρης της και έπινε τον καφέ, πρώτα έπινε λίγο νερό για να κατεβή η θεία Κοινωνία. Μετά ξέπλυνε το ποτήρι του καφέ και έριχνε τα νερά στην γλάστρα. Τιμούσε και πρόσεχε πολύ την θεία Κοινωνία.
Στην Εκκλησία πήγαινε από τις 6 η ώρα, πριν από τον παπά. Έλεγε: «Θα πάει ο Χριστός πριν από μας και μεις θα πάμε μετά;». Στο πρόσωπο του κάθε ιερέως έβλεπε τον Χριστό.
Συνήθιζε να πηγαίνη και σε μακρινά εξωκκλήσια, να προσκυνάη και να προσεύχεται. Με τα πόδια πήγαινε αλλά συνήθως κάποιος βρισκόταν και την έπαιρνε στο αυτοκίνητο.
Εργαζόταν για να οικονομήση τα προς το ζην, να σπουδάση την κόρη της και να φροντίση και την μητέρα της. Έπαιρνε την σύνταξη του ΟΓΑ, 15.000 δραχμές και έλεγε: «Βασίλισσα είμαι». Αν της έδιναν χρήματα, τα έδινε στην Εκκλησία, ενώ τα τρόφιμα τα μοίραζε σε φτωχούς.
Η γερόντισσα Άννα επισκεπτόταν και το μοναστήρι της Αναλήψεως στην Σήψα. Οι αδελφές την αγαπούσαν και χαίρονταν να την φιλοξενούν. Η σημερινή γερόντισσα Πορφυρία ενθυμείται και σημειώνει για την γερόντισσα Άννα: «Του Αγίου Χαραλάμπους, το 1992, μετά από μια αγρυπνία η γερόντισσά μας Ακυλίνα, μας έστειλε τρεις αδελφές στο Δοξάτο να δούμε την γερόντισσα Άννα και να της πάμε ξύλα και άλλες ευλογίες.
»Ήταν μια σκηνή από αρχαίο Γεροντικό. Το σπίτι παμπάλαιο, εγκαταλελειμμένο, πάμπτωχο. Η γερόντισσα Άννα κυρτωμένη, αδύνατη, με δύο γαλανά ματάκια που λάμπανε από το φως του Χριστού, μας είπε πολλά: “Για σας που νέα κορίτσια φύγατε από τα σπίτια σας και ζήτε μέσα στα βουνά που είναι το Μοναστήρι σας, που δώσατε την ζωή σας, που είστε παιδιά του θεού και το Άγιο Πνεύμα είναι κρυμμένο μέσα σας, αργότερα με τα χρόνια θα σας φανερώση ο Θεός τα μυστικά Του”. Ήταν τότε αυτός ο λογισμός που πολύ με απασχολούσε, αν δηλ. η μοναχική μου ζωή θα είχε ποτέ καρπούς. “Εγώ”, μας έλεγε με μία φοβερή απλότητα, “τώρα τα βλέπω αυτά που βλέπω και είμαι τόσο μεγάλη στην ηλικία”.
»Ευωδίαζε ολόκληρη. Μας σταύρωσε μία μία και στην κάθε μία έλεγε χείμαρρο από ευχές που ήταν ότι η κάθε μια είχε ανάγκη.
»Είπε ότι είχε δει ένα όραμα με τρία κορίτσια. Το ένα λεγόταν νερό, το άλλο φωτιά, το άλλο τιμή. “Η τιμή”, είπε, “αν την χάσης δεν την ξαναβρίσκεις, την φωτιά την βρίσκεις, το νερό επίσης”.
»Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε μόνες, μας λέει ξαφνικά: “Εγώ πολλά πέρασα αλλά τα κράτησα μέσα μου και ζυμώθηκαν μέσα μου και γίναν ένα με μένα και το Άγιον Πνεύμα”.
– Δηλαδή να μην μιλάμε Γερόντισσα;
-Ε! μοναχούτσικες είσαστε (μοναχούλες δηλαδή). Να μιλάτε και λίγο αλλά να λέτε πάντα τα καλά όχι τα στραβά.
»Όταν είχαμε κάποια μεγάλη δυσκολία, ξαφνικά η γερόντισσα Άννα εμφανιζόταν στο Μοναστήρι μας απροειδοποίητα. Σκυφτή, γαλήνια, με τα γαλανά ματάκια της γεμάτα αγάπη. Στήριζε τις αδελφές, φερόταν με απέραντο σεβασμό στην Γερόντισσά μας , καθόταν δυο-τρεις μέρες και έφευγε πάλι. Τις νύχτες την άκουγαν οι αδελφές από τα γειτονικά κελλιά να σηκώνεται και να προσεύχεται με δοξολογία, ευχαριστία, δάκρυα, γεμάτη θείο έρωτα. Έμπαιναν στο κελλί της και ούτε τις καταλάβαινε. Έλεγε ότι τα δάκρυα της προσευχής να μην τα σκουπίζουμε με μαντήλια αλλά με την φούντα από το κομποσχοίνι, διότι τα δάκρυα αυτά είναι ιερά.
»Ένα πρωινό, (τότε τις καθημερινές Ακολουθίες τις κάναμε στην Ανάληψη), όταν έφθασε η ώρα που προσκυνάμε τις εικόνες, η γερόντισσα Άννα έτυχε να στέκεται δίπλα μου. Την βάζαμε να χαιρετάη μετά την Γερόντισσα και ουδέποτε και για τίποτε δεν είχε φέρει αντίρρηση. Εκείνο το πρωί την έβλεπα να μην κουνιέται. Της λέω σιγά: “Πάτε να προσκυνήσετε”. Μου έκανε εντύπωση που δεν μου έδωσε σημασία. Της το ξαναείπα. Όλες οι αδελφές την περίμεναν. Μ’ έπιασε αγωνία και την σκούντησα ελαφρά. Ντρεπόμουν κι όλας, ήμουν η τελευταία στην σειρά ρασοφόρα και την σεβόμουνα πολύ. Η Γερόντισσα άγαλμα. Δεν κουνιόταν. Οι αδελφές πήγαν στην σειρά τους και χαιρέτησαν. Τελείωσε η πρώτη ώρα, πήραμε ευχή και φύγαμε. Η γερόντισσα Άννα μετά την πρωινή τράπεζα ζήτησε να μιλήση στην Γερόντισσά μας. Της είπε λοιπόν ότι εκεί δίπλα της στο παγκάρι της Αναλήψεως ανάμεσά μας στεκόταν ο γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης και αυτή από το δέος δεν κουνιόταν. “Με σκουντούσαν”, είπε, “με έλεγαν να πάω να προσκυνήσω. Καλά, δεν βλέπανε τον Γέροντα”;».
Και άλλη αδελφή σημειώνει: «Το έτος 1994 ήταν η χρονιά που για πρώτη φορά επισκέφθηκε και φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι μας η γερόντισσα Άννα. Η χάρις ήταν διάχυτη στο πρόσωπό της, χαρίζοντας στην όλη μορφή της μια μυστηριώδη γλυκύτητα που είλκυε τον κάθε πνευματικό άνθρωπο προς αυτήν. Αυτή η γλυκύτητά της, προξένησε και σ’ εμένα την επιθυμία να την πλησιάσω και να συνομιλήσω μαζί της με πνεύμα μαθητείας στα όσα θα είχε τυχόν να με διδάξη. Η γερόντισσα Άννα ήταν πολύ γνωστή και είχε φήμη αγίας γυναικός, αλλά παρόλ’ αυτά δεν έτυχε ποτέ να φθάση κάτι στ’ αυτιά μου γι’ αυτήν, γι’ αυτό και την πλησίασα, έχοντας το μυαλό μου καθαρό και ανεπηρέαστο από εντυπώσεις τρίτων. Έσκυψα, πήρα ταπεινά την ευχή της και σηκώνοντας το κεφάλι μου συγκλονίστηκα ολόκληρη, καθώς το βλέμμα έπεσε στα βαθυγάλανά της μάτια που με διαπερνούσαν ολόκληρη και βυθίζονταν στο είναι μου. Πνευματική ακτινογραφία, σκέφτηκα.
»Το όλο της παρουσιαστικό θύμιζε παλαιά ασκήτρια. Ένα μικρό άνθος της ερήμου. Τα φτωχικά της μοναχικά ενδύματα, το εξαϋλωμένο της παρουσιαστικό από τις αέναες νυχθήμερες προσευχές της, τα βαθουλωμένα της μάτια, σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι βρισκόσουν μπροστά σε μια ασκήτρια του όρους της Νιτρίας. Προπαντός δε η ασκητική ευωδία που ανέπεμπε στην όλη ατμόσφαιρα γύρω της. Ακόμη θυμάμαι το ξεθωριασμένο από την πολυκαιρία κομποσχοίνι της που έφερνε ατέλειωτους γύρους στα ροζιασμένα της δάκτυλα, λέγοντας την αγαπημένη της μονολόγιστη ευχή.
»Στην Εκκλησία ήταν πάντοτε όρθια, σπανίως θα καθόταν, και αυτό μόνο αν η δική μας Γερόντισσα ήταν καθιστή. Όταν δε η ακολουθία ετελείτο στο μικρό εκκλησάκι του γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη, την Ανάληψη, την βλέπαμε, αν ήταν καθιστή να πετάγεται πάνω, ή όταν ήταν όρθια, να μένη αποσβολωμένη και να κοιτάη με επιμονή προς μια κατεύθυνση. Κατόπιν, γύριζε έκπληκτη προς εμάς και μας ρωτούσε με απορία: «Καλά, εσείς δεν είδατε τον Γέροντα; Τόση ώρα βρισκόταν ανάμεσα σας και σας κοίταζε!». Τέτοια καθαρότητα είχαν τα μάτια της ψυχής της ώστε έβλεπαν τους ουράνιους επισκέπτες. Αυτή όμως δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήση αυτό λόγω της μεγάλης της απλότητας.
»Η γερόντισσα Άννα φιλοξενούμενη στο μοναστήρι μας, διέμενε πλησίον στο ναΐδριο του Γέροντα. Πολλές φορές τα πρωινά μας έλεγε με θαυμασμό: “Πω, πω! τι αγρυπνία ήταν αυτή που είχατε απόψε! Μα τι ψαλμωδίες ήταν αυτές!”. Και πάλι στις δικές μας αντιρρήσεις ότι δεν είχαμε αγρυπνία εκείνο το βράδυ, αδυνατούσε να συνειδητοποιήση ότι δεν ήταν ανθρώπινες ψαλμωδίες εκείνες που άκουσε. Παρόμοιο περιστατικό μας διηγήθηκε μια κυρία που γνώριζε την Γερόντισσα. Δίπλα από το σπίτι της γερόντισσας Άννας υπήρχε το κτίριο του ΟΤΕ. Κάθε νύχτα άκουγε απ’ εκεί ψαλμωδίες. “Μα τι καλά παλληκάρια είναι αυτά”; διηγόταν στην κυρία. “Όλη μέρα δουλεύουν και κάθε βράδυ αγρυπνία. Μπράβο τους! Ο Θεός να τα ευλογή”. Φυσικά, εννοείται ότι το βράδυ το κτίριο ήταν κυριολεκτικά βυθισμένο στην σιωπή για όλους τους άλλους γείτονες.
»Η γερόντισσα Άννα προσευχόταν αδιαλείπτως. Κάθε φορά που πήγαινα στο κελλί, όποια ώρα και να ήταν πρωί ή βράδυ, την εύρισκα να προσεύχεται, είτε καθιστή είτε όρθια με το κομποσχοίνι της και τα μάτια της πάντα γεμάτα δάκρυα. Έτσι την βρήκα και μια μέρα που πήγα να της πάω το δίσκο για μεσημεριανό φαγητό. Σηκώθηκε όρθια, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ευχήθηκε στοργικά. Την ρώτησα:
-Γερόντισσα, τι να κάνω όταν μ’ ενοχλούν κακοί λογισμοί;
-Να κάνης κομποσχοίνι. Πιο αργά θα φύγουν αυτά. Πιο αργά όμως.
»Μετά κοίταξε το μέτωπό μου, άστραψε όλη η μορφή της και είπε με χαρά:
-Α! Αυτός ο σταυρός που έχεις στο κάλυμμά σου, και μου σταύρωσε το κεφάλι λέγοντάς μου: “Ο Θεός να σου δώση αυτά που ποθεί η ψυχή σου”.
»Είχε καταλάβει όλες μου τις πνευματικές επιθυμίες.
-Ο Θεός σ’ αγαπάει, μου είπε ξανά. Να τον προσκυνάς τον Χριστό. Ν’ απολαύσης αυτήν την ζωή (την μοναχική). Σε καλό μέρος είσαι εδώ. Ο Θεός σ’ έπλασε για να τον αγαπάς και γεννήθηκες μόνο για Εκείνον, για να Τον αγαπάς. Θα ζήσεις πολλά χρόνια και πολύ μεγάλη θα πεθάνεις.
»Άλλοτε σε μια συζήτηση την ρώτησα:
-Πώς ν’ αγαπήσουμε τον Χριστό;
-Να τον κλαίτε τον Χριστό. Να σκέφτεστε συνέχεια το πάθος Του. Να κλαίτε. Και αν δεν μπορήτε να κλαίτε, ας πονάη η καρδιά σας· τα δάκρυα θάρθουν μετά και θα είναι και καλύτερα. Είσαι ακόμα μικρή. Να ξεχάσης αυτά που έχεις στον νου σου. Να κοιτάς τον Χριστό στον Σταυρό, Εκείνον που πέθανε για μας, για όλους μας. Και τότε θα έρθει η αγάπη για Εκείνον.
»Μου διηγήθηκε ότι όταν ήταν στα Ιεροσόλυμα, είδε σε όραμα την Παναγία να ψάχνη τον Υιόν της (τον Όποιο είχαν τότε φυλακισμένο) και να ρωτάη μέσα στον πόνο και την αγωνία της τους στρατιώτες και κανείς να μην της απαντάη. Αυτά όλα τα έλεγε μέσα σε λυγμούς και βρισκόταν ακόμη και εκείνη την στιγμή μπροστά ίσως στο ίδιο θέαμα. Τόσο με μαγνήτισε η μορφή της εκείνη την στιγμή που δεν ήθελα να φύγω από κοντά της.
»Άλλη φορά της είπα: “Γερόντισσα, πονώ όταν σκέφτωμαι τον Χριστό”, και μου απάντησε: “Αυτό θα σε σώσει”. Σε ερώτησή μου πώς να γίνω καθαρή, μου απάντησε: “Αυτό θάρθει μετά από χρόνια”. Όταν της είπα ότι έχω κακούς λογισμούς, μου είπε: “Να φέρνης πάντοτε τον Χριστό μπροστά σου και να Τον έχης μέσα στην καρδιά σου. Ζήτα Του να μην χάσης αυτά που έχεις και όλα τα κακά θα φύγουν. Να φωνάζης την Αγία Τριάδα. Ποτέ να μην απομακρύνης τον Χριστό από την σκέψη σου. Εγώ πάντα Τον έχω μέσα μου, Ιησού Χριστό Εσταυρωμένο. Και εσύ να έχης πάντοτε τον Χριστό μπροστά σου και να μην στενοχωριέσαι, γιατί ο διάβολος μας πολεμά όλους”.
»Πολύ την αγάπησα την γερόντισσα Άννα γιατί αγαπούσε με όλο της το είναι τον Χριστό. Ήταν η ζωή της, δεν σκεφτότανε τίποτα άλλο. Ζούσε σε άλλο κόσμο, τον δικό Του κόσμο. Τα μάτια της, αυτά τα ωραία μάτια, πίστευες ότι βλέπανε τα πάντα, ορατά και αόρατα. Είχε μια αγάπη, μια στοργή για όλους, προσευχόταν για όλον τον κόσμο και μνημόνευε τα ονόματα που της έδιναν. Λάτρευε κυριολεκτικά τον Θεό με όλη την ύπαρξή της. Δεν έτρωγε, δεν κοιμότανε, για να τα δώση όλα στην προσευχή. Ζούσε πάμπτωχη. Δεν είχε καμμία άνεση. Το σπίτι της ερείπιο. Δεν την πείραζε και ούτε ποτέ έκανε παράπονο για τίποτα. Δεν ήθελε τίποτα. Η μόνη μέριμνά της ήταν να κρατάη τον Χριστό».
Το φτωχικό κελλάκι της γερόντισσας Άννας συγκέντρωνε πολλούς πονεμένους και διψασμένους πνευματικά ανθρώπους και αυτή η ευλογημένη μετέδιδε παρηγοριά και ειρήνη. Ανάλογα με τις πνευματικές ανάγκες του καθενός, συμβούλευε απλά και πρακτικά από την πείρα και την Χάρι που είχε:
«Να πας (για προσκύνημα) στα Ιεροσόλυμα, εκεί είναι όλοι οι Άγιοί μας».
«Πρέπει να τυραννήσης την ψυχή σου για να σε ακούση ο Θεός».
«Σ’ αυτή την ζωή είμαστε προσωρινοί. Ήρθαμε και φεύγομε. Μόνο τα βουνά μένουν στην θέση τους».
«Έκανε ο άλλος λάθος, άρρωστος είναι. Η αμαρτία είναι αρρώστια. Να τους λυπώμαστε τους ανθρώπους που κάνουν αμαρτίες».
«Όλοι θα πεθάνουμε, αλλά είναι δύσκολος ο θάνατος».
«Εδώ (σ’ αυτή την ζωή) είναι το βαρύ (δύσκολο). Πώς να ελαφρώσουμε την ψυχή μας. Εκεί πάνω είναι όλα τελειωμένα».
«Ο καθένας να νηστέψη κατά την κράση του, όσο βαστάει (αντέχει) το πνεύμα του. Εκείνα τα πολλά που θα νηστέψουμε δεν μας τα γνωρίζει (λαμβάνει υπ’ όψη του) ο Θεός. Ο Θεός γνωρίζει την ψυχή μας. Με την ελιά ξημερωνόμουνα και, όταν ήταν να κοινωνήσω, και την ελιά βαστούσα (νήστευα). Δεν με έβλαπτε. Η πολλή νηστεία όμως δυσκολεύει την ψυχή και δεν μπορεί να προσευχηθή. Δεν μπορεί να κατεβάση το μυαλό όταν είναι νηστικό, όταν είναι ταλαιπωρημένο, δεν μπορεί ν’ ακούση την ψυχή».
«Να υπηρετής τον εαυτό σου και αυτούς που έχεις στο σπίτι σου. Εγώ και μ’ ένα μπουκάλι νερό περνούσα την μέρα, δεν πάθαινα τίποτα, αλλά το βράδυ έτρωγα κανά κρεμμύδι. Καθάριζα το χωράφι, αλλά να σε πω δεν πάθαινα τίποτε. Με τη νηστεία δεν παθαίνεις τίποτα, αλλά άμα περάση η ηλικία, όλα σε βρίσκουν. Αδυνατούν μέσα τα όργανα και δεν μπορείς. Τώρα έχω σταυρό, αλλά πολεμώ να κάνω τη νηστεία μου. Κρέας δεν τρώω».
«Όταν παρακαλήτε την Παναγία για κάτι, θέλει να σας ακούση αλλά θέλει και την δική σας υπομονή και θέληση. Να βαστάζετε Τετάρτη και Παρασκευή νηστεία. Γενικά την θέλει η Παναγία τη νηστεία. Χαίρεται και μπορεί να μεσιτεύση στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν».
«Οποιαδήποτε στενοχώρια να την σηκώνουμε με υπομονή. Δεν θα μαραίνουμε την ψυχή μας, κακό λόγο δεν θα πούμε, ούτε στον Θεό ούτε σε κείνον που προξενεί την στενοχώρια. Θα την κρατούμε σαν δικό μας βίο (βίωμα). Για μας ήρθε, ο Θεός θα την πάρει και θα φέρει καλύτερα. Και να παραπονεθούμε και να στενοχωρηθούμε, θα το βάλουμε στον τόπο του (θα το διορθώσουμε); Εμείς και να στενοχωριώμαστε και να σφιγγώμαστε χαλνάμε (ζημιώνουμε) τον εαυτό μας. Εμείς θα κάνουμε το ανθρώπινο και τάλλα στον Θεό. Η υπομονή άκρα (όρια) δεν έχει».
«Όλα τα δοκίμασα, μόνο η υπομονή με βοήθησε. Δόξα τω Θεώ».
«Ότι θέλετε δεν μπορείτε να το ζητήσετε από τον Θεό, άμα δεν κρατάτε τις νηστείες και την δικαιοσύνη. Ελεημοσύνες όσο μπορείτε να δίνετε. Που τάχουμε όλα, να δοξάζουμε τον Θεό. “Δόξα τω Θεώ”, να το λέμε. Γιατί θυμάσαι και το χαίρεσαι. Εκείνη την χαρά την αναλαβαίνει ο Θεός».
«Να παρακαλάμε πρώτα τον Χριστό, υστέρα Αγγέλους, Αγίους. Όσους βάλεις στο μυαλό σου, όποιους θέλεις. Όχι μόνο κάποιον συγκεκριμένον. Γιατί όλοι προσπαθούν για μας. Και τη νύχτα κι όλας. Τη νύχτα όπως και μεις προσευχώμαστε και κείνοι τα παίρνουν εκείνα και τα πααίνουν στην Παναγία και η Παναγία τα πααίνει στον Χριστό».
«Όσο προσπαθούμε και μας έρχεται η ευλάβεια, θέλουμε πιο πολύ να δυσκολευτούμε. Και (για) κείνο μας δοκιμάζει ο Θεός. Λίγο να δη, θα μπορούμε να το βαστάξουμε; Θα κάνουμε υπομονή. Και καλό να είναι θα το βαστάξουμε και κακό να είναι θα το βαστάξουμε. Γιατί όλα ο Θεός εδώ τα έδωσε».
«Την τιμή (σήμερα) που να την βρούμε; Έφυγε, πέταξε, δεν υπάρχει. Η τιμή που είναι στον άνθρωπο στολίδι και στην ζωή του και στον θάνατο. Και που θα πεθάνουμε θα μας ζητήσουν την τιμή μας».
«Καμμιά φορά με έρχεται μια στενοχώρια χωρίς να θέλω. Όμως δεν απελπίζομαι. Ας έρθη και αυτή. Ο καιρός τα φέρνει, ο καιρός τα παίρνει. Να τα περάσουμε όλα, διότι είμαστε υποχρεωμένοι στον Θεό. Ο Θεός όπως τα δίνει, θα τα πάρει. Και άλλο καλύτερο δεν έχουμε από την υπομονή. Μην απελπιζώμαστε. Όσο περισσότερο βαστήξει, τόσο περισσότερη χαρά θα έχουμε».
«Να κρατάς τόσο πολύ τον εαυτό σου (το νου σου) στην ψυχή σου (συγκεντρωμένο), μην την βάζεις την λογική μέσα, να φέρης (σκέφτεσαι) άγια πράγματα, και να σκέφτεσαι ποιος Άγιος θα σε βοηθήσει. Ότι και να κάνης, Άγιοι θα σε εξυπηρετήσουν».
Σε πολλούς νέους έδινε την ευχή της να παντρευτούν και είχαν ευτυχισμένο γάμο. Σε άλλους προέλεγε την γέννηση των παιδιών τους και μάλιστα έλεγε πόσα θα είναι.
Σε κάποιον νέο προείπε ότι θα περάσει στην σχολή που επιθυμεί, στην αρχή θα δυσκολευτή και μετά θα είναι καλά, όπως και έγινε.
Σε κάποια κυρία που είχε πολλά παιδιά και δεν μπορούσε να τ’ αφήση για να πάη στους Αγίους Τόπους, ενώ το ήθελε πολύ, η Γερόντισσα της προείπε ότι θα εκπληρωθή ο πόθος της και μάλιστα στο σημείο που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός, θα κλάψει όπως συνέβη.
Στον Αντίγονο Γανιτίδη που την ρώτησε αν θα πρέπει να παντρευτή μία κοπέλλα που την πρότειναν οι δικοί του και που ήταν πολύ της Εκκλησίας, η Γερόντισσα απάντησε: «Όχι, όχι, δεν θα την πάρεις για γυναίκα σου. Εσύ θα πάρεις μια γυναίκα που θα είναι πολύ δεμένη με την μάννα της». Πράγματι έτσι έγινε.
Σε κάποια παντρεμένη που την επισκέφθηκε, της είπε όταν έφευγε ότι θα κάνει αγοράκι. Αυτή δεν κατάλαβε, γιατί δεν ήξερε ότι είναι έγκυος, πράγμα που η Γερόντισσα το είχε δεί πνευματικά.
Μερικές φορές, ενώ προσευχόταν στο κελλί της και χτυπούσε κάποιος την πόρτα, αυτή τον καλωσόριζε με το όνομά του πριν να τον δη. Βάδιζε στους δρόμους της Δράμας, και ενώ περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, αυτή, χωρίς να παρατηρή τ’ αυτοκίνητα, φώναζε κάποιον γνωστό της και τον χαιρετούσε από μακρυά, ενώ ήταν μέσα σε αυτοκίνητο. Ανθρωπίνως δεν ήταν δυνατόν ούτε το αυτοκίνητο να ξεχωρίση, αλλά αυτή τα έβλεπε διαφορετικά και διέκρινε ακόμη και τα γνωστά της πρόσωπα από μακρυά.
Κάποτε την ρώτησε η κυρία Έλλη Ραδή-Ταμπουλίδου: «Γερόντισσα, έχω χοληστερίνη και οι γιατροί μου είπαν να ελαττώσω την τροφή. Δεν είμαι καλά. Από την δίαιτα εξαντλήθηκα, δεν μπορώ να σηκώσω το χέρι μου». Απάντησε η Γερόντισσα: «Δεν τρως, παιδί μου. Η ζωή απ’ το φαΐ έρχεται. Μην ακούς τους γιατρούς. Ν’ αρχίσης να τρως». Μου είπε να γονατίσω στα εικονίσματα, και αυτή προσευχόταν μαζί μου: «…και την Έλλη… να μην αρρωστήση, τι θα κάνει τα έξι παιδάκια της. Πάρε από μένα και δώσε δύναμη σ’ αυτήν». Σηκώθηκε η κυρία Έλλη και ήταν καλά.
Η γερόντισσα Άννα πολλές φορές έλαβε πείρα δαιμόνων αλλά η μακαρία απλότητά της και η ταπείνωσή της σαν θώρακες την προστάτευαν από την κακία του διαβόλου. Την ρώτησε κάποιος: «Σου παρουσιάζονται δαίμονες;». Απάντησε: «Τους στέλνει ο άλλος, αλλά δεν έχουν δικαίωμα νάρθουν κοντά μου. Έχουν τον φόβο».
Διηγήθηκε: «Πήγα να προσευχηθώ και έρχεται ένας και μου δίνει ένα χαστούκι εδώ και βρωμίθησεν (αισθάνθηκα δυσωδία). Σηκώνομαι και σκεύομαι… Μόλις με χτύπησε ήρθε Άγγελος Κυρίου, τον είδα τον Άγγελο Κυρίου, και είπε: “Τι δικαίωμα έχεις και πας σ’ αυτήν; Αυτή στεφάνι φοράει στο κεφάλι της”. Εξαφανίστηκε. Το χαστούκι που με πόνεσε το θυμάμαι».
Την ρώτησε ο Αντίγονος Γανιτίδης από το Δοξάτο Δράμας για τα τελώνια και η Γερόντισσα τον μάλωσε λέγοντάς του ότι είναι μικρός και να μην ασχολήται μ’ αυτά. Και ύστερα του διηγήθηκε: «Κάποιο καλοκαίρι, ήταν βράδυ και καθόμουν σ’ αυτό το καμαράκι. Ήρθαν δύο άσχημοι άντρες (δαίμονες) με κόκκινα μάτια και με χτυπήσανε και με ρίξανε κάτω από το κρεββάτι, αλλά μετά ήρθαν οι δικοί μας (Άγγελοι) και τους έκαναν “με τα κρεμμυδάκια”. Το πρωί με βρήκε ο εγγονός μου κάτω πεσμένη, χτυπημένη και με πήγανε στο Νοσοκομείο Δράμας. Γι’ αυτό σου λέω μην ασχολήσαι με τα τελώνια».
Κάποια που την γνώρισε μαρτυρεί: «Όταν γνώρισα την γερόντισσα Άννα, ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων. Την ένιωσα όχι σαν ηλικιωμένη αλλά σαν μικρό απίστευτα χαρούμενο παιδάκι. Ήταν ανάλαφρη και αθώα, και ο χρόνος θαρρείς πως δεν την είχε αγγίξει. Ήταν το ομορφότερο και γλυκύτερο πρόσωπο που είχα δει στην ζωή μου. Αναπαύομαι και αισθάνομαι παρηγοριά ακόμη και τώρα, όταν μόνο σκέφτωμαι την γλυκύτητα και την χάρη του προσώπου της γερόντισσας Άννας».
Εκοιμήθη το έτος 1998 σε ηλικία 95 ετών. Όταν ξεψυχούσε, επικαλείτο όλους τους γνωστούς της Αγίους και ιδιαίτερα τον άγιο Αλέξιο που τον είχε σε ξεχωριστή ευλάβεια.
Αιωνία η μνήμη της γερόντισσας Άννας. Να έχουμε την ευχή της. Αμήν.
(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 5η διήγηση. Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)