Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Η Οσία Πελαγία





site analysis

Από το βίο της Οσίας Πελαγίας
Η οσία Πελαγία έζησε στην Αντιόχεια στα μέσα του Γ' αιώνα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αγαπούσε τα στολίδια, ντυνόταν προκλητικά, ήταν ωραία και ζούσε στο βούρκο της ακολασίας. 
Ο πολυεύσπλαχνος όμως Κύριός μας, οικονόμησε την επιστροφή της με τον εξής τρόπο:
Στην Αντιόχεια έγινε στην εποχή της Τοπική σύνοδος και μεταξύ των άλλων ήλθε ο πολύ ενάρετος και άγιος Επίσκοπος Νόννος, τον οποίον η Εκκλησία μας τιμά στις δέκα Νοεμβρίου. Αυτόν το σοφό άνθρωπο του Θεού παρεκάλεσαν οι ορθόδοξοι πιστοί να τους κηρύξει τον θείον λόγο, διά πνευματική τους ωφέλεια. Ενώ όμως ο Άγιος μιλούσε έξω από το Ναό πέρασε επιδεικτικά και αναίσχυντα η πόρνη Πελαγία καθισμένη επάνω σε στολισμένο αμάξι. Οι άλλοι επίσκοποι γύρισαν τα μάτια τους προς το άλλο μέρος διά να μη την βλέπουν, ενώ ο άγιος Νόννος γεμάτος από θεϊκή αγάπη την έβλεπε και αφού αναστέναξε είπε:
Αλλοίμονο σε εμάς που ζούμε με αμέλεια και αδιαφορούμε διά την σωτηρία μας. Κατά την ημέρα της Κρίσεως θα ντροπιαστούμε, διότι αύτη η πόρνη διά να αρέσει σε θνητούς ανθρώπους, φροντίζει τόσο πολύ το σώμα της και στολίζεται ενώ εμείς αμελούμε και δεν φροντίζουμε την ψυχή μας διά να αρέσουμε στον αθάνατο και ζωντανό Θεό, παρά ασχολούμεθα με τα φθαρτά πράγματα και περιφρονούμε την αξία μας. Δι' αυτό θα χάσουμε τη θαυμάσια αιώνια μακαριότητα και θα κατακριθούμε διά την αμέλειά μας...

Μετά το τέλος του λόγου του επήγε εις το κελλί του ο Άγιος και προσευχόμενος με δάκρυα στα μάτια εις τον Θεόν, έλεγε:
Πολυεύσπλαχνε Θεέ μου, συγχώρεσε εμένα τον αμελή διατί η επιμέλεια που έδειξε η πόρνη μέσα σε μια ημέρα, ξεπερνάει τη δική μου φροντίδα που έδειξα σ' όλα τα χρόνια της ζωής μου, διά να στολίσω την ψυχή μου ώστε να γίνει δική σου κατοικία. Ποια πρόφαση λοιπόν να βρω εγώ μπροστά σου, Συ που γνωρίζεις τα μυστικά των καρδιών! Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, διατί μπαίνω ανάξια στο Ιερό Θυσιαστήριο και δεν στολίζω την ψυχή μου σύμφωνα με το Άγιο Θέλημα σου. Αλλά Κύριε, σε παρακαλώ μη με καταδικάσεις την ημέρα της Κρίσεως, διατί είμαι έρημος από κάθε αρετή και δεν ετήρησα καμιά από τις εντολές σου.
Όταν ο επίσκοπος έπεσε να κοιμηθεί είδε ένα όνειρο πως δήθεν λειτουργούσε εις το Ναό και ένα βρώμικο περιστέρι πετούσε γύρω του και τον ενοχλούσε πολύ. Όταν όμως έφτασε εις τα κατηχούμενα και έλεγε: «όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», τότε το περιστέρι βγήκε και στάθηκε έξω μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας. Βγαίνοντας ο Όσιος από το Άγιο Βήμα, είδε και πάλι το λερωμένο περιστέρι να πετάει κοντά του. Τότε ο Όσιος άπλωσε τα χέρια του, το πήρε και το βύθισε στην Κολυμβήθρα που βάπτιζε τους ανθρώπους. Αμέσως το περιστέρι καθαρίστηκε και πέταξε ψηλά στον αέρα, ώσπου δεν φαινόταν πια. Το θαυμαστό αυτό όνειρο έδειξε πως κάτι σπουδαίο πρόκειται να γίνει. Πράγματι, την άλλη ημέρα που επήγε εις το Ναό του ανέθεσε ο Πατριάρχης να κηρύξει τον θείον λόγον εις τον λαόν. Μέσα στους άλλους από οικονομία Θεού βρέθηκε και η αμαρτωλή Πελαγία. Άκουσε, τότε, διά την αθανασία της ψυχής, τη δικαιοσύνη του Θεού, την αιώνια σωτηρία των δικαίων, αλλά και διά την καταδίκη των αμαρτωλών.
Η του Θεού άπειρος ευσπλαχνία έφερε μέσα της συντριβή και κατάνυξη και άρχισε να κλαίει διά τις αμαρτίες της. Μίσησε από την καρδιά της τις βρωμερές πράξεις της, και ένοιωσε στην καρδιά της ιερό πόθο προς τον Ιησούν Χριστόν... έστειλε δε και γράμμα με τους υπηρέτας της προς τον άγιον επίσκοπον Νόννον εις τον οποίο έγραφε:
«Εις τον Άγιον Επίσκοπον και μαθητήν του Χριστού, η μαθήτρια του δαίμονος Πελαγία, η οποία είναι ένα πέλαγος ολόκληρο από ανομίες, απονέμει την δουλικήν προσκύνησιν.
Άκουσα, άγιε του Θεού, από κάποιο Χριστιανό, ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει "δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν". Μου είπε επίσης, ότι δεν εμίσησε, ούτε απέφευγε από σιχαμάρα τις πόρνες, τους ληστάς και τους τελώνες, αλλά συναναστράφηκε και συνομίλησε μαζί τους. Αυτός, που δεν μπορούν να τον ιδούν με ακάλυπτο το πρόσωπο και αυτά ακόμη τα χερουβίμ. Εάν, λοιπόν, και συ είσαι μαθητής ενός τέτοιου Διδασκάλου, απόδειξέ το στην πράξη και δέξε με κοντά σου. Μη με αηδιάσεις, ούτε να με σιχαθείς την πόρνη και αμαρτωλή. Σε παρακαλώ να με δεχθείς για να σου εξομολογηθώ και να σου πω τα κρίματά μου, διά να σώσω την ψυχήν μου η άσωτη».
Όταν διάβασε αυτά τα λόγια ο Όσιος Νόννος, φοβήθηκε μήπως δεν είναι ειλικρινά και του ετοιμάζει καμιά πλεκτάνη. Γι' αυτό της παρήγγειλε να πάει στην εκκλησία όταν θα ήταν και άλλοι Αρχιερείς, για να εξαγορευθεί τα αμαρτήματά της. Πράγματι, η Πελαγία, δεν χάνει καιρό. Τρέχει αμέσως στην εκκλησία και πέφτει στα πόδια του, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου. Τα μουσκεύει με τα δάκρυα της, που έτρεχαν ασταμάτητα. Εκεί εξομολογήθηκε μεγαλοφώνως τις αμαρτίες της.
Σπλαχνίσου με την αμαρτωλή, Πάτερ Όσιε, σαν τον Δεσπότη Χριστό. Βάπτισε με και οδήγησέ με στη μετάνοια, έμενα που μοιάζω με πέλαγος απέραντο από αμαρτίες. Η ζωή μου είναι μια κόλαση ολόκληρη. Έπεσα στα χέρια του Σατανά. Έγινα δόλωμά του και παγίδα, για να πάνε πολλοί στην Κόλαση. Τώρα με τη Χάρη του Θεού μετανοώ για την αμαρτωλή ζωή μου. Παίρνω την ηρωική απόφαση να ζήσω από δω και πέρα, όπως θέλει ο Θεός με μετάνοια, διά να μην κολασθώ αιώνια.
Οι Αρχιερείς αισθάνθηκαν ιερή συγκίνηση για τη ριζική αλλαγή, που έγινε στην αμαρτωλή, με την βοήθεια του Θεού. Εθαύμαζαν για τα δάκρυα, που έχυνε και εχαίροντο, για τη σωτηρία της. Εκείνη συνέχιζε να κόπτεται και να οδύρεται για την αμαρτωλή της ζωή.
Ο ιερός Νόννος της απαντάει:
Οι κανόνες της Εκκλησίας μας ορίζουν να μη βαπτίζουμε καμιά πόρνη, εάν δεν έχει κάποιον εγγυητή, ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στα προηγούμενα αμαρτήματα.
Εκείνη τότε κλαίγοντας ακόμη περισσότερο, λέγει στον Επίσκοπο:
Να με έχεις στο λαιμό σου και να κρεμαστούν επάνω σου όλα τα αμαρτήματά μου. Θα δώσεις λόγο για την ψυχή μου κατά την ώρα της Κρίσεως, εάν δεν με βάπτισης το συντομότερο. Θέλω να με αναγεννήσεις πνευματικά και να με παραστήσεις καθαρή νύμφη μπροστά στον Νυμφίο Χριστό. Μη χάνομε καιρό, Επίσκοπε, γιατί φοβάμαι ότι αν δεν βαπτισθώ τώρα γρήγορα, και αν μείνω μακριά από τη Χάρη του Θεού, θα με πλανέψει ο διάβολος και θα ξαναπέσω στην αμαρτία.
Όταν άκουσε αυτά ο Νόννος εδόξασε το Θεόν, που έδειξε τόση μεγάλη μετάνοια. Της εδιάβασε την ευχή της εξομολογήσεως και τη ρώτησε, πως τη λένε.
Στην αρχή, είπε, με λέγανε Πελαγία. Ύστερα όμως οι άνθρωποι, θαυμάζοντας τα πολλά και πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια που φορούσα, με ονόμασαν Μαργαρώ. Σε λίγο την εβάπτισε ο Επίσκοπος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και της έδωσε το πρώτο της όνομα, Πελαγία.
Ανάδοχός της έγινε μια ενάρετη Μοναχή, που την έλεγαν Ρωμάνα. Κατόπιν ετέλεσε την θείαν Μυσταγωγίαν και την εκοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια.
Το γεγονός βέβαια αυτό έγινε γνωστό σε όλη την Αντιόχεια και είχαν όλοι οι πιστοί γιορτή για τη σωτηρία της ψυχής της. Ο καθένας θεωρούσε τη χαρά της και δική του χαρά, διότι ενίκησε τον εχθρό διάβολο και μπήκε στη μάνδρα του Χριστού μια άσωτη...
Μετά το βάπτισμά της η φωτισμένη πλέον Πελαγία παρέδωσε όλα τα πλούτη της στον άγιο Επίσκοπο Νόννο για να δοθούν σε καλοσύνες. Και ο Επίσκοπος ανέθεσε στον αρμόδιο Κληρικό με την εντολή: Να μην κρατήσει τίποτε από αυτά για την Εκκλησία, αλλά να τα μοιράσει στους πτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, για να δοθούν καλά, όσα συγκεντρώθηκαν άσχημα.
Η ίδια ελευθέρωσε τους δούλους και τις δούλες της και τους συμβούλεψε να φροντίσουν για την σωτηρία τους, για να λυτρωθούν με την ευσπλαχνία τού Δεσπότου Χριστού από την αιώνια αιχμαλωσία, όπως εκείνη τους ελευθέρωσε από την προσωρινή αιχμαλωσία.
Από τη μέρα που βαπτίσθηκε η μακαρία Πελαγία, δεν έφαγε τίποτε αγορασμένο από τα πλούτη της, γιατί ήταν συγκεντρωμένα με αμαρτωλό τρόπο, την έτρεφε όμως η Ρωμάνα όσες μέρες έμενε κοντά της.
* * *
Την νύκτα μιας Κυριακής έβγαλε τα γυναικεία ρούχα. Ντύθηκε με ένα τρίχινο και κουρελιασμένο χιτώνα και πήγε στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της. Φεύγοντας από την Αντιόχεια η εκλέξασα την αγαθή μερίδα Πελαγία, επήγε στο όρος των Ελαίων. Έμεινε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα κελλί με ανδρική ενδυμασία, εντελώς αγνώριστη. Εκεί μέσα αγωνίζονταν και έκανε τέτοιους νικηφόρους αγώνες κατά του πονηρού και με τέτοιες αρετές στολίσθηκε, που μόνον ο Θεός ο οποίος διαβάζει τα κρύφια της καρδιάς μας το γνωρίζει.
Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να αφήσει τη δούλη Του να αγωνίζεται μέχρι τέλους κρυμμένη. Όπως ακριβώς είχε γίνει ο περίγελος των ανθρώπων με την αμαρτωλή ζωή της, έτσι οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός να ακτινοβολήσει στην κοινωνία με την αρετή της, για την ωφέλεια των πολλών. Τούτο δε έγινε ως εξής:
Ο Ιερός Ιάκωβος, μαθητής του αγίου Επισκόπου Νόννου, κυριεύθηκε από την αγία επιθυμία να πάει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Όταν ξεκίνησε να φύγει, πήρε την ευλογία του Αγίου Νόννου. Ο Άγιος είχε διορατικό χάρισμα και του είπε:
Ύπαγε εν ειρήνη, τέκνον μου, και αφού προσκυνήσεις τους Αγίους Τόπους, ρώτησε να μάθεις για κάποιον ενάρετο Μοναχόν, τον Πελάγιον. Θα λάβεις από αυτόν μεγάλη ψυχική ωφέλεια. Είναι δούλος πραγματικός του Κυρίου μας.
Πράγματι, ο ιερός Ιάκωβος πήγε και προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και ρώτησε να μάθει, διά τον μοναχόν Πελάγιον. Του είπαν, ότι ήτο στο όρος των Ελαίων. Όταν έφθασε εκεί χτύπησε την πόρτα του κελλιού του και βγήκε η Αγία, με ανδρικό σχήμα. Και αυτή μεν ανεγνώρισε τον Ιάκωβον, εκείνος όμως, δεν μπόρεσε να την γνωρίσει, διότι η ομορφιά της, που είχε άλλοτε είχε χαθεί από τη μεγάλη άσκηση. Το πρόσωπό της ήταν μαραμένο. Τα μάτια της είχαν χωθεί βαθειά μέσα στις κόγχες. Το σώμα της ήταν σκελετωμένο από την πολλή σκληραγωγία, την άσκηση και τη νηστεία. Μόνον το δέρμα της φαινόταν και τα κόκκαλα.
Τον ρώτησε η Αγία, εάν ήτο ο υποτακτικός του Επι-σκόπου Νόννου και εκείνος απάντησε: Ναι.
Όντως, του προσέθεσε η Αγία, Απόστολος του Θεού είναι εκείνος ο άνθρωπος: πες του σε παρακαλώ να προσεύχεται στο Θεό να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες μου.
Αφού είπε αυτά, έκλεισε τη θύρα της και μέσα στο κελλί της έψαλλε ψαλμούς, σύμφωνα με την τάξη των μοναχών. Ο Ιάκωβος μαζί με τις άλλες ωφέλειες, που πήρε, διδάχθηκε, ότι θα πρέπει να είναι κανείς πολύ σύντομος στα λόγια του.
Ανεχώρησεν από εκεί ο Ιάκωβος και πήγε και σε άλλα κελλιά για να επισκεφθεί και άλλους αδελφούς. Αλλά όπου και αν πήγαινε, παντού άκουγε για τον Πελάγιο τα καλλίτερα λόγια. Τον επαινούσαν όλοι, σαν τον πλέον ενάρετο και αγιότατο άνθρωπο.
*  *  *

Μετά από λίγες μέρες διαδόθηκε σ' όλη την περιοχή η είδηση ότι ο Πελάγιος άφησε τον παρόντα κόσμο και αναχώρησε για την άλλη ζωή.
Συγκεντρώθηκαν στη Σκήτη της, όχι μόνον από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Ιορδάνη, την Ιεριχώ και από όλα τα γύρω περίχωρα με μεγάλη ευλάβεια, διά να ενταφιάσουν το άγιο  λείψανο .
Και όταν θέλησαν να πλύνουν το σώμα του νεκρού, κατά την τάξη, εγνώρισαν, ότι ήταν γυναίκα. Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι και εδόξασαν τον Κύριον, ο όποιος της έδωσε τη δύναμη να πολεμήσει τον διάβολο και να τον νικήσει κατά κράτος.
Αυτή η είδηση μαθεύτηκε και στα περίχωρα και κόσμος πολύς ερχόταν κύματα-κύματα. Εσπρώχνονταν μάλιστα, ποιος θα πρωτοασπασθεί το άγιο λείψανο. Το σήκωσαν κατόπιν ευλαβείς και άγιοι άνδρες. Ακολουθούσαν όλοι, με λαμπάδες και θυμιάματα και το ενταφίασαν με τιμές, όπως έπρεπε σε Αγία.
Κοιμήθηκε το 284 μ.Χ. και η Ορθόδοξος Εκκλησία την εορτάζει στις 8 Οκτωβρίου.
* * *
Αυτός είναι ο βίος της Οσίας Πελαγίας της πρώην αμαρτωλής πόρνης. Έτσι αγωνίσθηκε αυτή, που την υπολόγιζαν όλοι για χαμένη. Αλλά ξέφυγε από την αμαρτία και έστησε τόσα λαμπρά τρόπαια κατά του διαβόλου.
Αυτήν λοιπόν ας έχουν για παράδειγμα, όλοι όσοι μολύνανε την εικόνα του Θεού με βρώμικες πράξεις. Κανένας να μην απελπισθεί, έστω και αν είχε το ατύχημα να διαπράξει τα πιο χειρότερα αμαρτήματα. Το παράδειγμα της Οσίας Πελαγίας της πόρνης μας δείχνει ότι πολλές φορές μπορεί κανείς και από αυτά τα σκοτεινά άντρα της αμαρτίας να ξεπεταχθεί επάνω και να ζήσει αγγελική ζωή, σημειώνει ο αείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος στη βιογραφία της Αγίας Πελαγίας.


Απολυτίκιον. Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Εξ ακανθών καθάπερ ρόδον ευώδες, τη Εκκλησία Πελαγία εδείχθης, ταις εναρέτοις πράξεσιν ευφραίνουσα ημάς' όθεν και προσήγαγες, ως οσμήν ευωδίας, τω σε θαυμαστώσαντι, τον σον βίον Οσία' ον εκδυσώπει σώζεσθαι ημάς παθών παντοίων, ψυχής τε και σώματος.

Κοντάκιον. Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Πελάγει αρετών, αληθώς ισαγγέλων, το πέλαγος των σων, εγκλημάτων Οσία, πανσόφως εβύθισας, και δακρύων τοις ρεύμασιν, εναπέπνιξας, τον πολυμήχανον όφιν' όθεν έλαμψας, ώσπερ λαμπάς μετανοίας, την κτίσιν φαιδρύνουσα.
Μεγαλυνάριον.
Φερωνύμως πέλαγος γαληνόν, πλεύσασα Οσία, με-τανοίας της ιεράς, Μήτερ Πελαγία, τοις εν πελάγει βίου, λιμήν σωτηριώδης, ώφθης και άκλυστος.
Μεγάλη και θαυμαστή η δύναμις της μετανοίας
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 
Θεσσαλονίκη

Περί τῆς Ὁσίας ΤΑΪΣΙΑΣ, τῆς πρότερον πόρνης



site analysis


“Ἐκ τοῦ ρύπου σμηχθεῖσα τῆς ἀσωτίας φαιδρά πρόσεισι τῷ Θεῷ Ταϊσία.”
 Ἡ μακαριωτάτη Ταϊσία ἦτο καλή εἰς τήν ὄψιν, χαριεστάτη καί πολύ ὡραία, ὅτε δέ ἦτο δέκα ἑπτά περίπου χρόνων, λαβοῦσα ταύτην ἡ μήτηρ της, ἡ ὁποία ἀπό μικράν τήν ἐξώθει εἰς τό κακόν, τήν ὡδήγησεν εἰς τόν τόπον τῆς ἀπωλείας, ἤτοι εἰς τόπον πορνείας. Ἐπειδή δέ ἦτο ὡραία, διέδραμε πανταχοῦ ἡ φήμη τοῦ κάλλους τοῦ προσώπου της, ὡς φλόγα δέ κατέκαιεν ἡ μανία τῆς ἀγάπης της τάς καρδίας τῶν ἐραστῶν της. Πλεῖστοι δέ ἄλλοι ἀκούοντες τά περί τοῦ κάλλους της, ἐπώλουν πάντα τά ὑπάρχοντά των, προκειμένου νά ἀπολαύσουν τῆς ἀγάπης της.
Ἀκούσας ὁ ἀββᾶς Σεραπίων περί αὐτῆς, προσηυχήθη πρός τόν Θεόν ὑπέρ αὐτῆς λέγων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ θέλων πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, οὕτω καί νῦν ἐμφύτευσον τόν φόβον σου εἰς τήν καρδίαν αὐτῆς, διά νά ἐπιστρέψῃ, μετανοήσῃ καί σωθῇ». Μετά ταῦτα ἐφόρεσε ροῦχα κοσμικά, ἔλαβε μεθ᾽ ἑαυτοῦ ἕν νόμισμα καί ἀπῆλθε πρός αὐτήν, ὡς δῆθεν στρατιώτης. Ἐλθών δέ εἰς τόν τόπον εἰς τόν ὁποῖον διέμενεν, ἔδωκεν εἰς αὐτήν τό νόμισμα, τό ὁποῖον λαβοῦσα μετά χαρᾶς ἡ Ταϊσία εἶπε πρός αὐτόν: «Ἄς εἰσέλθωμεν εἰς τόν κοιτῶνα μου». Λέγει δέ καί ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων· «ἄς εἰσέλθωμεν». Εἰσελθών δέ ὁ ὅσιος βλέπει κλίνην ἐστρωμένην ὑψηλοτάτην, ἀνελθοῦσα δέ ἡ κόρη εἰς τήν κλίνην ἐκάλει καί τόν γέροντα νά ἀνέλθῃ εἰς αὐτήν. Ὁ δέ Γέρων εἶπεν εἰς αὐτήν· «δέν ὑπάρχει ἕτερον κελλίον ἐνταῦθα;» Λέγει του ἡ κόρη· «ὑπάρχει». Λέγει πρός αὐτήν ὁ Γέρων «Ἄς ὑπάγωμεν νά καθίσωμεν ὀλίγον ἐκεῖ». Λέγει ἡ Ταϊσία: «Ἐφ᾽ ὅσον οὐδείς ἄνθρωπος βλέπει ἡμᾶς εἰς τόν τόπον τοῦτον, καλόν εἶναι νά συνομιλήσωμεν καί νά ποιήσωμεν ἐδῶ τήν ἐπιθυμίαν μας, διότι ὅπου καί ἄν ἀπέλθωμεν βλέπει ἡμᾶς ὁ Θεός».
Ἀκούσας ὁ Γέρων τό λόγον τοῦτον εἶπε πρός αὐτήν: «Γνωρίζεις ὅτι ὑπάρχει Θεός καί κρίσις καί ἀνταπόδοσις καί Βασιλεία καί Κόλασις»; Λέγει ἐκείνη· «Ναί, γνωρίζω». Τῆς ἀπεκρίθη ὁ Γέρων: «Ἐφ᾽ ὅσον λοιπόν γνωρίζεις, διατί καταστρέφεις τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων»; Ταῦτα καί ἄλλα πολλά εὑρών τήν εὐκαιρίαν νά τῆς ἀναπτύξῃ ὁ Γέρων, τῆς ἔδειξεν ὕστερον καί τό μοναχικόν Σχῆμα, τό ὁποῖον ἐφόρει ἐσωτερικῶς, ἀποκαλύψας εἰς αὐτήν καί τήν αἰτίαν διά τήν ὁποίαν ἦλθεν εἰς τό κελλί της.
Τότε ἡ Ταϊσία ρίψασα ἑαυτήν εἰς τούς πόδας τοῦ Γέροντος ἔλεγε μετά δακρύων: «Γνωρίζεις, τίμιε πάτερ, ἐάν ὑπάρχῃ μετάνοια καί διά τούς ἁμαρτήσαντας; δέχεται καί ἐμέ ὁ Θεός ἐάν μετανοήσω;» Λέγει ὁ Γέρων: «Εὔσπλαχνος εἶναι ὁ Θεός καί πολύ μακρόθυμος δεχόμενος πάντας τούς μετανοοῦντας μετά χαρᾶς, διό καί πολλή χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ “ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι”». Ἡ δέ λέγει πρός αὐτόν: «Ἀνάμεινόν με, πάτερ, τρεῖς μόνον ὥρας, ἔπειτα δέ πρᾶξον εἰς ἐμέ ὅ,τι καί ἄν βούλεσαι ὑπέρ τῶν κακῶν τά ὁποῖα ἔπραξα· διότι γνωρίζω ὅτι ἀπό Θεοῦ ἀπεστάλης εἰς ἐμέ». Ὁ δέ ὅσιος ὑποδείξας εἰς αὐτήν τό ποῦ θά τόν εὕρῃ ἀνεχώρησεν ἐκ τοῦ κελλίου της. Ἡ δέ μακαρία, παραλαβοῦσα ὅσα εἶχεν ἀποκτήσει ἐκ τῆς πορνείας, ἔκαυσε ταῦτα εἰς τό μέσον τῆς πόλεως λέγουσα· «Ἐλᾶτε πάντες οἱ μετ᾽ ἐμοῦ πορνεύσαντες καί ἴδετε κατά τήν ὥραν ταύτην πῶς κατέκαυσα πάντα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐκ τῆς πορνείας ἀπέκτησα». Ἦσαν δέ τά καυθέντα ὑπό τῆς ἁγίας ἀξίας ἑξακοσίων λίτρων χρυσίου, ἐκτός τοῦ ἱματισμοῦ καί τῶν στολῶν.
Ἀφοῦ ἐποίησε ταῦτα ἡ ἁγία ἀπῆλθε πρός τόν Γέροντα. Παραλαβών δέ αὐτήν ὁ γέρων τήν εἰσήγαγεν εἰς φροντιστήριον παρθένων (Μοναστήριον) καί ἐνέκλεισεν αὐτήν εἰς ἕν κελλίον, ἐσφράγισε δέ τήν θύραν διά σφραγῖδος μολυβδίνης, ἀφήσας μόνον μικράν θυρίδα, διά τῆς ὁποίας θά ἐλάμβανεν ἡ Τασία τά πρός συντήρησιν. Παρήγγειλε δέ ὁ Γέρων εἰς τήν ἡγουμένην τοῦ Μοναστηρίου νά παρέχῃ εἰς αὐτήν ἀνά δύο ἡμέρας ἄρτον ξηρόν ὀλίγον καί ὀλιγοστόν ὕδωρ. Εἶπε δέ πρός τόν Γέροντα ἡ μακαρία ἀπό τῆς θυρίδος: «Προσεύχου, τίμιε πάτερ, εἰς τόν Θεόν διά νά συγχωρήσῃ ὁ Θεός τάς πολλάς μου ἁμαρτίας». Λέγει δέ πρός αὐτήν ὁ γέρων: «Ἔχε πρός τόν Θεόν συνεχῶς τήν διάνοιάν σου λέγουσα ἀεί τόν λόγον τοῦτον: “Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ πλάσας με, ἐλέησόν με, κατά τό μέγα σου ἔλεος».
Παρέμεινε λοιπόν ἡ μακαρία Ταϊσία εἰς τό κελλίον ἐκεῖνο ἔτη τρία πράττουσα πάντα τά ἀνωτέρω μετά πάσης κατανύξεως καί προθυμίας. Βλέπων δέ ὁ ἀββᾶς Σεραπίων τήν μετάνοιάν της, τήν εὐσπλαγχνίσθη καί ἐπῆγεν εἰς τόν Μ. Ἀντώνιον νά τόν ἐρωτήσῃ, ἐάν ἐδέχθη ὁ Θεός τήν ἐπιστροφήν της. Ἀφοῦ λοιπόν διηγήθη εἰς τόν Μ. Ἀντώνιον ὅλον τόν βίον της καί τήν μετάνοιάν της, τότε ὁ μέγας πατήρ ἐκάλεσε τούς μαθητάς του καί τούς εἶπε: «Κλείσατε ἑαυτούς εἰς τά κελλιά σας ὅλην τήν νύκτα προσευχόμενοι θερμῶς διά τό ζήτημα τοῦ ἀββᾶ Σεραπίωνος, διά νά ἴδωμεν τί θά μᾶς ἀποκαλύψῃ ὁ Θεός». Ἐποίησαν δέ ἕκαστος ἐξ αὐτῶν καθώς προσετάχθησαν. Πολλῆς δέ ὥρας παρελθούσης τῆς νυκτός, προσέχει ὁ ἀββᾶς Παῦλος, ὁ μεγαλύτερος τῶν μαθητῶν τοῦ Μ. Ἀντωνίου, καί βλέπει εἰς τόν οὐρανόν κλίνην ἐστρωμένην ἐν μεγάλῃ δόξῃ καί μεγαλοπρεπείᾳ, καί τρεῖς παρθένους κρατούσας λαμπάδας ἔμπροσθεν τῆς κλίνης, στέφανος δέ ἀμάραντος εὑρίσκετο ἐπ᾽ αὐτῆς. Ἐσκέφθη τότε ὁ ἀββᾶς Παῦλος ὅτι αὐτή ἡ κλίνη καί ὁ στέφανος ἀσφαλῶς θά ἀνήκουν εἰς τόν Γέροντά του, τόν Μ. Ἀντώνιον. Ταῦτα αὐτοῦ διαλογιζομένου ἦλθε φωνή πρός αὐτόν λέγουσα· «Δέν εἶναι, Παῦλε, τοῦ πατρός σου Ἀντωνίου, ἀλλά τῆς Ταϊσίας τῆς πάλαι πόρνης». Πρωΐας δέ γενομένης διηγήθη εἰς τούς πατέρας τήν ὀπτασίαν καί ἐπληροφορήθησαν ἅπαντες ὅτι ἐδέχθη ὁ Θεός τήν μετάνοιαν τῆς μακαρίας Ταϊσίας.
Ἐπιστρέψας ὁ ἀββᾶς Σεραπίων ἐκ τοῦ Μ. Ἀντωνίου ἐπῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τό Μοναστήριον τῆς Ταϊσίας καί διέταξεν αὐτήν νά ἐξέλθῃ πλέον τοῦ κελλίου της, διά νά συνδιάγῃ μετά τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, διότι ὁ Θεός ἐδέχθη τήν μετάνοιάν της. Ἡ δέ μακαρία τοῦ ἔλεγε: «Πίστευσόν μοι, τίμιε πάτερ, ὅτι ἀφ᾽ ἧς ὥρας ἦλθον εἰς τό κελλίον τοῦτο, ποιήσασα τάς ἁμαρτίας μου ὡς φορτίον μέγα ἔστησα αὐτό πρό τοῦ προσώπου μου· καί ὅπως ἡ πνοή μου δέν ἐσταμάτησε οὐδέ στιγμήν, οὕτω καί ἐγώ δέν ἔπαυσα καθόλου νά σκέπτομαι τά πλήθη τῶν ἀνομιῶν μου ἕως τῆς ὥρας ταύτης». Καί ὁ γέρων τῆς ἀπεκρίθη: «Τοῦτο ἐγένετο (δηλαδή ἡ συγχώρησίς της) ὄχι διά τήν ἰδικήν σου ἀξίαν, ἀλλά διά τόν ταπεινόν λογισμόν σου, εἰς τόν ὁποῖον εὐαρεστεῖται ὁ Θεός».
Οὕτως ἐξέβαλεν αὐτήν τοῦ κελλίου ὁ Γέρων διά νά παραμείνῃ μετά τήν ὑπερβάλλουσαν αὐτῆς μετάνοιαν δεκαπέντε μόνον ἡμέρας μετά τῶν ἀδελφῶν! Κατόπιν μετέστη πρός τόν Κύριον μετά δόξης καί τιμῆς μεγάλης ἀπολαβοῦσα τήν ἐπουράνιον βασιλείαν. Ταύτης καί ἡμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί ἀδελφαί, ἄς ζηλώσωμεν τήν μετάνοιαν, διότι τίς εὑρίσκεται καθαρός ἀπό ρύπου ἔστω καί μία ἡμέρα ἐάν εἶναι ὁ βίος του ἐπί τῆς γῆς; ὥστε νά ἀξιωθῶμεν τῆς ἐπουρανίου μακαριότητος εὐφραινόμενοι μετά πάντων τῶν ἁγίων εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ.http://www.imaik.gr/

Η ΑΓΙΑ ΔΑΜΑΡΙΣ Η ΠΡΩΤΗ ΑΘΗΝΑΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ



site analysis

Η Αγία Δάμαρις τοιχογραφία στον Ι.Ν.Αγίου Παντελεήμονος οδού Αχαρνών έργο Γ.Καρούσου


Η ΑΓΙΑ ΔΑΜΑΡΙΣ Η ΠΡΩΤΗ ΑΘΗΝΑΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ 
Η Αγία Δάμαρις είναι η πρώτη Αθηναία, που μαζί με τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη πίστεψαν στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου το 52 μ.Χ. Το όνομά της αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων: «Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς». (Πράξ. ιζ΄ 34).Το γεγονός ότι αναφέρεται ονομαστικά από τον Ευαγγελιστή Λουκά στις Πράξεις του υποδεικνύει ότι πρόκειται για αξιόλογη προσωπικότητα και για γυναίκα από ευγενή οικογένεια και με υψηλή κοινωνική θέση.Είναι γεγονός ότι η χριστιανική κοινότητα των Αθηνών, αρχικά τουλάχιστον, στα χρόνια του Αποστόλου Παύλου, μόλις και διατηρούνταν ανάμεσα στον ειδωλολατρικό κόσμο των Αθηνών. Και είναι και πάλι γεγονός ότι ο Απόστολος Παύλος ουδέποτε επισκέφτηκε ξανά την Εκκλησία των Αθηνών. Ωστόσο η Εκκλησία με επίσκοπο το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον όποιο κατέστησε ο ίδιος ο Παύλος, εξακολουθούσε να υπάρχει και με τον καιρό να αναπτύσσεται. Σ' αυτόν συνέβαλε και η Δάμαρις.
Ήταν μια ιεραποστολική ψυχή η Αθηναία αυτή γυναίκα. Και ασκούσε την ιερή αυτή διακονία παντού, ιδιαίτερα ανάμεσα στον γυναικείο κόσμο. Και την ασκούσε με αμείωτο ζήλο και παλμό. Μαθήτρια του Αποστόλου Παύλου η Δάμαρις, μοχθούσε καθημερινά, όπως και ο Διδάσκαλος της, κηρύττοντας με όποιο τρόπο μπορούσε το ευαγγέλιο του Χριστού. Εξάλλου είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάθε φορά που ο μεγάλος Απόστολος επισκεπτόταν την Εκκλησία της Κορίνθου, εκείνη πήγαινε σε συνάντησή του, για να γυρίζει στην Αθήνα πιο δυνατή και πιο φλογερή στην διακονία της.
Ακολουθία της συνέγραψε ο υμνογράφος πατήρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Σημείωση: Μερικοί συναξαριστές αναφέρουν την μνήμη της στις 2 Οκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Του Παύλου ως ήκουσας, δημηγορούντος σοφώς, έδέξω το κήρυγμα, της ευσεβείας θερμώς, Κυρίω πιστεύσασα .Όθεν ή εν Αθήναις, Εκκλησία τιμά σε, Δάμαρις μακαρία, ως θεράπαιναν θείαν, Χριστώ οικειουμένην, τούς σε μακαρίζοντας. 



ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗΣ



site analysis


Έχοντας μελετήσει την ιστορία της Υπατίας όπως έχει διασωθεί από ιστορικά αποσπάσματα μπορούμε να δούμε, πιο καθαρά από πριν, τον κοινό παρονομαστή των λογοτεχνικών δημιουργημάτων και των προσωπογραφιών της φιλοσόφου όπως διαμορφώθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες· όλοι έχουν χρησιμοποιήσει την προσωπικότητά της για να καθορίσουν τη στάση τους απέναντι στον χριστιανισμό, στην εκκλησία, στους κληρικούς της, στον Πατριάρχη Κύριλλο, κ.λ.π. Όπως θυμόμαστε, αυτή η στάση δεν είναι καθαρά αρνητική. Για τον Λεκόντ ντε Λιλ, τον Ροέρο ντι Σαλούτσο και τον Μάριο Λούτσι η Υπατία είναι ηρωίδα και μάρτυρας, αλλά ο θάνατός της στα χέρια των χριστιανών (ο Σαλούτσο εκφράζει μια κάπως διαφορετική άποψη) δεν οριοθετεί το τέλος της αρχαιότητας...

Το μαρτύριό της οδηγεί σε μια σύνθεση του κόσμου των ελληνικών αξιών με τις αλήθειες και τον λόγο του ανερχόμενου χριστιανισμού. Στις τελευταίες μάλιστα σελίδες του βιβλίου του Τσάρλς Κίνσλι, η Υπατία προσηλυτίζεται και γίνεται οπαδός της νέας θρησκείας. Η αλλαγή της στάσης της, πάντως, δεν μεταβάλλει την άποψη του συγγραφέα για την ιστορική αναγκαιότητα της πτώσης των παλιών θρησκειών.
Η θέση του Κίνσλι είναι αντιπροσωπευτική της επικρατούσας τάσης στο θρύλο, τον Διαφωτισμό ή το ρεύμα της λογικής, που παρουσίαζε την Υπατία σαν αθώο θύμα μιας φανατικής και επιθετικής νέας θρησκείας. Από τον Τόλαντ και τον Βολταίρο μέχρι τις σύγχρονες φεμινίστριες, η Υπατία έχει γίνει σύμβολο τόσο της σεξουαλικής απελευθέρωσης όσο και της παρακμής του παγανισμού – και, μαζί με αυτά, του περιορισμού της ελεύθερης σκέψης, της φυσικής λογικής και της ελευθερίας της έρευνας. Πάντα όμορφη και νέα, χάραξε με το θάνατό της μια καμπή στην ιστορία της Ευρώπης η οποία, μετά την κατάργηση των Ελλήνων θεών και της ελληνικής αντίληψης σχετικά με ένα αρμονικό σύμπαν, προσαρμόστηκε σε νέες μορφές και δομές που επιβλήθηκαν από τη χριστιανική εκκλησία.
Ο θρύλος θα συνεχίσει να ακολουθεί τη δική του πορεία, ανάλογα με τις διαθέσεις και τις γνώμες, όπως διαπιστώνουμε από τα τελευταία ιστορικά μυθιστορήματα για την Υπατία (Τσίτελμαν, Φερέτι, Μαρσέλ). Όσοι επιλέγουν να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στις πραγματικές ιστορικές πηγές είναι πιθανόν να σκιαγραφήσουν μια καθαρή εικόνα της Υπατίας, άθικτης από τον εξωιστορικό εξωραϊσμό. Έχουμε εξακριβώσει ότι η φιλόσοφος γεννήθηκε γύρω στο 355 μ.Χ. και όχι, όπως υποστηρίζεται συνήθως, γύρω στο 370. Όταν πέθανε το 415 είχε αρκετά προχωρημένη ηλικία – ήταν περίπου 60 ετών. Έτσι φαίνεται ότι δεν υπάρχει λογική βάση για την εικόνα της Υπατίας, την ώρα του φρικτού θανάτου της, σαν μιας νέας κοπέλας με κορμί αντάξιο της Αφροδίτης, που μπορούσε να κεντρίσει τον σαδισμό και τον πόθο των δολοφόνων της.
Ήταν κάτοικος της Αλεξανδρείας και προερχόταν από επιφανή οικογένεια. Ο πατέρας της, γνωστός επιστήμων, μέλος του Μουσείου, συγγραφέας και φιλόσοφος, ενδιαφερόταν για τα ερμητικά και τα ορφικά κείμενα. Οι μελέτες του Θέωνος (και της κόρης του) επικεντρώνονταν σε παλιούς διαπρεπείς Αλεξανδρινούς, μαθηματικούς, και αστρονόμους. Μαθαίνουμε από τον Ησύχιο τον Μιλήσιο ότι, ενώ ο πατέρας της έγραφε σχόλια στα έργα του Ευκλείδη και του Πτολεμαίου, η Υπατία ερευνούσε τα έργα του Απολλωνίου του Περγαίου, του Διοφάντου και του Πτολεμαίου. Υποτίθεται ότι αυτές οι μελέτες της δεν έχουν διασωθεί. Ο Άλαν Κάμερον όμως υποστηρίζει ότι δεν έχουν χαθεί όλα τα κείμενα της Υπατίας. Οι εκδόσεις της Αλμαγέστης και του Προχείρου Κανόνος που κυκλοφορούν σήμερα, πιθανόν να τακτοποιήθηκαν και να προετοιμάστηκαν από την Υπατία. Είναι επίσης πιθανόν ότι σχολίασε και εξέδωσε τα διασωθέντα βιβλία του Διοφάντου.
Ένα άλλο ενδιαφέρον της Υπατίας ήταν η φιλοσοφία. Χάρη στις αναμνήσεις του μαθητή της Συνεσίου στην αλληλογραφία του, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τις φιλοσοφικές της διδασκαλίες από τις μαθηματικές και αστρονομικές της έρευνες. Στο σπίτι της στην Αλεξάνδρεια δημιούργησε έναν πνευματικό κύκλο μαθητών που πήγαν να σπουδάσουν κοντά της, μερικοί μάλιστα για πολλά χρόνια. Προερχόταν από την Αλεξάνδρεια, από άλλα μέρη της Αιγύπτου, από τη Συρία, την Κυρήνη και την Κωνσταντινούπολη. Ανήκαν σε εύπορες και ισχυρές οικογένειες. Αργότερα ανέλαβαν σημαντικές κρατικές και εκκλησιαστικές θέσεις.
Αυτοί οι μαθητές σχημάτισαν γύρω στη δασκάλα τους ένα σύνολο που βασιζόταν τόσο στο πλατωνικό σύστημα σκέψης όσο και σε διαπροσωπικούς δεσμούς. Ονόμαζαν μυστήρια τις γνώσεις που αποκτούσαν από τη «θεϊκή οδηγό» τους. Τις κρατούσαν μυστικές και αρνούνταν να τις αποκαλύψουν σε άτομα κατώτερης κοινωνικής θέσης, τα οποία θεωρούσαν ανίκανα να αντιληφθούν τα θεϊκά και συμπαντικά θέματα. Ακόμα, ο δρόμος από τον οποίο τους οδηγούσε η Υπατία στη θεία ύπαρξη ήταν αδύνατον να εξηγηθεί. Για να τον ακολουθήσει κανείς χρειαζόταν πνευματική προσπάθεια και θέληση, ηθική δύναμη, και επιθυμία για την κατανόηση του απείρου. Το τέλος του ήταν σιωπή, βουβή έκσταση και ενατένιση που δεν μπορεί να περιγραφεί.
Οι ιδιωτικές τάξεις και οι δημόσιες διαλέξεις της Υπατίας περιλάμβαναν επίσης μαθηματικά και αστρονομία, που παρακινούν το πνεύμα για στοχασμό σε ανώτερα επιστημολογικά επίπεδα. Τα μαθήματα γίνονταν είτε στο σπίτι της (όπου συχνά συγκεντρώνονταν πλήθη θαυμαστών) ή στις αίθουσες διαλέξεων της Αλεξάνδρειας. Κατά καιρούς μετείχε στις δραστηριότητες της πόλης ως σύμβουλος σε τρέχοντα θέματα που απασχολούσαν τόσο τους δημοτικούς άρχοντες όσο και τους αυτοκρατορικούς απεσταλμένους. Διέθετε μεγάλες ηθικές αρετές· όλες οι πηγές συμφωνούν ότι ήταν πρότυπο ηθικού θάρρους, δικαιοσύνης, ειλικρίνειας, αφοσίωσης στην πολιτεία και πνευματικής τόλμης. Η αρετή για την οποία την εκτιμούσαν ιδιαίτερα ήταν η σωφροσύνη της, η οποία χαρακτήριζε τόσο τη συμπεριφορά όσο και τα ψυχικά της προτερήματα· αυτή η σωφροσύνη εκδηλωνόταν με τη σεξουαλική αποχή (έμεινε παρθένα μέχρι το τέλος της ζωής της), την κόσμια ενδυμασία (τον φιλοσοφικό τρίβωνα), την εγκράτεια και την αξιοπρεπή στάση απέναντι στους μαθητές και στους ισχυρούς της εποχής της.
Όταν αυτές οι αυστηρές ηθικές αρχές τέθηκαν στην υπηρεσία της κοσμικής πλευράς στη διάρκεια της διαμάχης ανάμεσα στον Πατριάρχη Κύριλλο και τον έπαρχο Ορέστη, προκάλεσαν ανησυχία και φόβο στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Οι εκκλησιαστικές αρχές αντιλήφθηκαν ότι αντιμετώπιζαν μια συνετή γυναίκα προικισμένη με σημαντικά χαρίσματα, που διέθετε τεράστια επιρροή και ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί τις πεποιθήσεις της· ακόμα, οι σημαντικοί μαθητές της μπορούσαν να επιτύχουν την υποστήριξη του Ορέστη από τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά στον αυτοκράτορα.
Η διαμάχη μεταξύ των χριστιανικών ομάδων πήρε ανησυχητικές διαστάσεις το 414 και το 415. Ο Ορέστης αντιδρούσε πεισματικά στις προσπάθειες του Κύριλλου να σφετεριστεί τις εξουσίες της δημόσιας διοίκησης. Έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του ακόμα και όταν ο Πατριάρχης προσπάθησε να συμφιλιωθεί μαζί του. Δημιουργήθηκαν όμως υποψίες μεταξύ των οπαδών του Κύριλλου ότι η Υπατία, φίλη του επάρχου, είχε υποδαυλίσει και υποστηρίξει την αντίστασή του. Ο Πατριάρχης ένιωσε να απειλείται και διάφορες ομάδες που συνδέονταν με την εκκλησία αποφάσισαν να τον βοηθήσουν. Μερικοί μοναχοί επετέθηκαν στον Ορέστη, ενώ οι υποστηρικτές του Κύριλλου επινόησαν και διέδωσαν επιδέξια φήμες ότι η Υπατία έκανε μάγια και σατανικές επικλήσεις σε βάρος του επάρχου, «των ανθρώπων του Θεού» και ολόκληρης της πόλης. Ο αγώνας ανάμεσα στον Πατριάρχη και στον έπαρχο για τη διεκδίκηση της πολιτικής ισχύος και της επιρροής της εκκλησίας στα κοσμικά θέματα τερματίστηκε με τον θάνατό της. Την σκότωσαν άτομα που βρίσκονταν στην υπηρεσία του Κύριλλου. Ήταν μια πολιτική δολοφονία που προκλήθηκε από τις μακροχρόνιες διαμάχες στην Αλεξάνδρεια.[1] Με αυτή την εγκληματική πράξη χάθηκε ένας υποστηρικτής του Ορέστη. Ο έπαρχος όχι μόνο εγκατέλειψε τον αγώνα εναντίον του Πατριάρχη, αλλά έφυγε για πάντα από την Αλεξάνδρεια. Η εκκλησιαστική φατρία παρέλυσε τους οπαδούς του με τον φόβο και έτσι η ειρήνη επανήλθε στην πόλη. Μόνο οι δημοτικοί σύμβουλοι προσπάθησαν – με πενιχρά αποτελέσματα – να προκαλέσουν την επέμβαση του αυτοκράτορα.
Ο θάνατος της Υπατίας δεν είχε καμιά σχέση με την αντιπαγανιστική πολιτική που ακολουθούσε ο Κύριλλος και η εκκλησία εκείνη την εποχή. Ο Κύριλλος (αν όχι ο Πέτρος ο Μογγός) [2] στα πρώτα χρόνια της θητείας του κατέστρεψε μόνο το ιερό της Ίσιδας στο Μενεφθέ κοντά στην Κάνωπο, το οποίο αντικατέστησε με ναό χριστιανών αγίων (Κύρος και Ιωάννης) [3]. Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες στην Αλεξάνδρεια (εκεί τον ενδιέφεραν περισσότερο οι αιρετικοί και οι Εβραίοι). Μόνο μεταξύ 420 και 430 – αρκετό χρόνο μετά τον θάνατο της Υπατίας – άρχισε επίθεση κατά της παγανιστικής σκέψης και πρακτικής με τη πραγματεία του Κατά Ιουλιανού, με την οποία θέλησε να αντικρούσει το Κατά Γαλιλαίου του Ιουλιανού του Αποστάτη [4].       
Όπως και να έχει το πράγμα, ήταν δύσκολο να επιτεθεί ή να καταδιώξει την Υπατία με πρόσχημα τον παγανισμό της επειδή, αντίθετα με τους σύγχρονους συναδέλφους της, δεν ήταν δραστήρια και αφοσιωμένη παγανίστρια. Δεν καλλιεργούσε τη νεοπλατωνική μαγική φιλοσοφία, δεν πήγαινε στα ειδωλολατρικά ιερά και δεν αντιδρούσε στη μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες. Στην πραγματικότητα συμπαθούσε τον χριστιανισμό και προστάτευε τους χριστιανούς μαθητές της. Με την ανεξιθρησκεία της και την πλήρη αντίληψη των μεταφυσικών ερωτηματικών τούς βοηθούσε να επιτύχουν πνευματική και θρησκευτική πληρότητα. Δύο από αυτούς έγιναν επίσκοποι. Οι ειδωλολάτρες και οι χριστιανοί που σπούδαζαν μαζί της είχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Στη διάρκεια της θητείας τού προκατόχου τού Κύριλλου, του Θεόφιλου, η εκκλησία δεν είχε επέμβει στις δραστηριότητες της στην πόλη, αναγνωρίζοντας τις απόψεις και τη θέση της. Έτσι οι άνθρωποι τού Κύριλλου, μη βρίσκοντας την ευκαιρία να της επιτεθούν με τη δικαιολογία ότι ήταν παγανίστρια, την κατηγόρησαν για μαγεία. Δεν μπορούμε, επομένως, να συμφωνήσουμε με εκείνους που θρηνούν την Υπατία σαν την «τελευταία των Ελλήνων» ή που υποστηρίζουν ότι ο θάνατός της οριοθέτησε την παρακμή της αλεξανδρινής επιστήμης και φιλοσοφίας. Η ειδωλολατρία δεν εξαφανίστηκε μαζί με την Υπατία, όπως δεν εξαφανίστηκαν τα μαθηματικά και η ελληνική φιλοσοφία.
Μετά τον θάνατός της ο φιλόσοφος Ιεροκλής άρχισε μια μάλλον εντυπωσιακή ανάπτυξη εκλεκτικού νεοπλατωνισμού στην Αλεξάνδρεια[5]. Μέχρι την αραβική εισβολή οι φιλόσοφοι συνέχισαν να μελετούν τη διδασκαλία του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη (των οποίων η δημοτικότητα αυξήθηκε εκείνη την εποχή στην Αλεξάνδρεια) και των νεοπλατωνικών, αρχίζοντας από τον Πλωτίνο και φτάνοντας μέχρι τους συγχρόνους τους. Διατηρώντας την αλεξανδρινή παράδοση, εξακολούθησαν να προωθούν τα μαθηματικά και την αστρονομία. Η αλεξανδρινή σχολή είχε τις σημαντικότερες επιτυχίες της τον 5ο και τον 6ο αιώνα με τον Αμμώνιο, τον Δαμάσκιο (που συνδεόταν με την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα), τον Σιμπλίκιο, τον Ασκληπιό, τον Ολυμπιόδωρο και τον Ιωάννη Φιλόπονο[6].
Διατηρήθηκε επίσης ο παγανισμός, ο οποίος μάλιστα άνθησε μέχρις ορισμένου σημείου, με τους «αγίους» του νεοπλατωνισμού οι οποίοι συνδύασαν την ύστερη πλατωνική φιλοσοφία με την τυπική και την ιερατική τελετουργία προς τους θεούς[7]. Διατηρώντας την παλιά λατρεία, τη μαγεία και τη μαντεία τους, καλλιέργησαν την «αιγυπτιακή σοφία», μελέτησαν τα ιερογλυφικά, ξαναζωντάνεψαν τις παλιές ελληνικές και αιγυπτιακές ιεροτελεστίες, και προσήλκυσαν μαθητές. Αυτοί οι φιλόσοφοι προήλθαν από τη σχολή του Ωραπόλλωνα του Πρεσβυτέρου, που έζησε την εποχή του Θεοδοσίου Β΄: Αραίσκος, Ασκληπιάδης, Ωραπόλλων ο Νεότερος και οι σύγχρονοί τους, όπως ο Σαραπίων και ο Ασκληπιόδοτος[8].
Η Υπατία στέκεται στο κατώφλι των φιλοσοφικο – θρησκευτικών εξελίξεων του 5ου αιώνα, οι οποίες προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον στους σύγχρονους ερευνητές της ύστερης αρχαιότητας[9]. Ο πνευματικός κύκλος που δημιούργησε τον 4ο αιώνα, αποτελούμενος από την εμπνευσμένη δασκάλα και τους μαθητές της, είχε τον ίδιο θεμελιώδη στόχο ο οποίος κατηύθυνε τους «αγίους» του αλεξανδρινού νεοπλατωνισμού την επόμενη εκατονταετία: τη σταθερή επιδίωξη (παρά τις οποιεσδήποτε διαφορές της επιστημολογικής μεθόδου) να αποκτήσουν θρησκευτικές εμπειρίες σαν πρωταρχικό ιδεώδες τής φιλοσοφίας.

Σημειώσεις
1. Το 1901 ο Crawford υποστήριξε ότι ο θάνατος της Υπατίας ήταν αποτέλεσμα των ταραχών στην Αλεξάνδρεια: «Η αιτία του θανάτου της ήταν περισσότερο πολιτική παρά θρησκευτική. Η Αλεξάνδρεια υπέφερε από τις έριδες ανάμεσα στις κεφαλές της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Ο χριστιανικός όχλος ήταν βέβαιος ότι η επιρροή της επιδείνωνε τη διαμάχη και πίστευε ότι, αν έβγαινε εκείνη από τη μέση, θα μπορούσε να επιτευχθεί η συμφιλίωση. Έτσι τη δολοφόνησαν όχι σαν εχθρό της Πίστης, αλλά σαν ένα υποτιθέμενο εμπόδιο της ησυχίας τους». Πολλά χρόνια αργότερα, ο Rist εξέφρασε μια παρόμοια άποψη: «Φαίνεται ότι ο θάνατός της οφείλεται μάλλον σε πρωτοβουλία του κοινού στη δημόσια θέση της παρά στα καθαρά φιλοσοφικά και αστρονομικά ενδιαφέροντά της».
2. Πέτρος Γ΄, ο Μογγός (482 – 490): επίσκοπος Αλεξάνδρειας. Διαδέχτηκε τον Τιμόθεο τον Αίλουρο. Υπήρξε πολέμιος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
3. Οι Rouge (1990, σελ. 501 – 503) και Haas, σελ. 254, πάντως υποστηρίζουν ότι ο θάνατός της Υπατίας αποτελούσε μια αναπόφευκτη κατάληξη της διαμάχης ανάμεσα στους χριστιανούς και στην παγανιστική κοινότητα.
4. ΒλG. Fowden, The Egyptian Hermes: A Historical Approach to the Late Pagan Mind(Cambridge, 1986, σελ. 180). Φαίνεται ότι δεν υπάρχει βάση στη σύνδεση που κάνει ο Fowden (σελ. 182) για το θάνατο της Υπατίας με τον αγώνα της εκκλησίας εναντίον του ερμητισμού εκείνη την εποχή. Ο ίδιος άλλωστε υποστηρίζει ότι ο Κύριλλος άρχισε τον πόλεμο κατά της ειδωλολατρίας όταν έγραφε την ανασκευή του για τον Ιουλιανό τον Αποστάτη (σελ. 181 – 183).
5. Βλ. T. Kobusch, Studien zur Philosophie des Hierokles von Alexandrien. Untersuchungen zum christilichen Neuplatonismus (Munich, 1976), καθώς επίσης Hadot, Le probleme du Neoplatonisme Alexandrin, και Aujoulat, Le Neoplatonisme Alexandrin.
6. Για τους φιλοσόφους αυτούς βλ. Prosopography of the Later Roman Empire, II και III, The Cambridge History of Later Greek and Early Medieval Philosophy, III, εκδA. H. Armstrong (Cambridge, 1967, σελ. 314 – 322). Wallis, Neoplatonism, σελ. 138 – 146. R. Sorabji, Philoponus, against Aristotle on the Eternity of the World (Ithaca, 1987, σελ. 3 – 12).     
7. Ο Carren παρατηρεί: «Καμιά άλλη θρησκευτική προσωπικότητα δεν είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική του παγανισμού στον 5ο αιώνα μ.Χ. από τους Αλεξανδρινούς νεοπλατωνικούς». Η θέση των παγανιστών τον 5ο και τον 6ο αιώνα στην Αίγυπτο και την Αλεξάνδρεια εξετάζεται αναλυτικά από την EWipszycka στο έργο της Problemychrystianizacji EgiptuwIV – ViiAspekty spolenze i narodowosciowe και Swiat antyczny, Stosunki spoteczne, ideologia i polityka, religia (Warsaw, 1988, σελ. 288 – 325).
8. Για τους φιλοσόφους αυτούς βλ. JMaspero, Horapollon et la fin du paganisme egyptien, BIFAO 11, (1914): 163 – 165. ΕπίσηςRRemondon, L’ Egypte et la supreme resistance au christianisme, BIFAO 51, (1952): 63 – 78. Fowden στο JHS 102 (1982): 46 – 48. Haas, σελ. 223 – 227 και Chuvin, σελ. 106 – 111.
9. Βλ. Bowersock, Hellenism in Late Antiquity, σελ. 60 – 61

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ MARIA DZIELSKA  «ΥΠΑΤΙΑ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΝΑΛΙΟΣ».

ΕΡΩΤΗΙΣ ΕΡΩΤΙ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΥΡΠΟΛΟΥΜΕΝΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΩΝ ΣΟΥ ΑΓΛΑΪΣΤΟΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΜΑ



site analysis



Φωτογραφία τρελογιαννη.

Ήταν τα χρόνια του ξακουστού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου σ’ όλη την Αλεξάνδρεια νέοι και γέροι θαύμαζαν τον ασκητή Αγάθωνα. 
Πάμπολλοι καμάρωναν λέγοντας πως τον είχαν αντικρίσει ακούγοντας τα λιγοστά του λόγια, και oι πάντες διέδιδαν πως το πρόσωπό του αστραφτοκοπούσε σε μια φωτοχυσία, που στον κόσμο δεν είναι άλλη. 
Κι όλοι ήξεραν την καλύβα του, που έμοιαζε σπηλιά, σιμά σ’ ένα μεγάλο μοναστήρι, στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας. 
Χιλιάδες και μυριάδες σκαρφάλωναν κει πάνω για να δουν από μακριά, έστω και μόνο το στέκι του, απαραίτητα ωστόσο τις τριγύρω φωτόχυτες σπίθες που χρύσιζαν τις ξερές πέτρες.
Όμως μεγάλος καημός, και καταπώς έλεγαν σαράκι ζήλειας, κατέτρωγε την πεντάμορφη Ερωτηίδα, που όλοι την ήξεραν σαν την πιο ονομαστή και ακριβοπληρωμένη πόρνη της Αλεξάνδρειας: ευχόταν να κοπάσει εκείνο το ανθρωπομάνι ν’ ανεβαίνει συρρέοντας στη σπηλιά του ασκητή. 
Οι εκλεκτοί της φίλοι, μεγιστάνες του πλούτου, άρχοντες, διοικητές, στρατιωτικοί, έμποροι, ακόμα και σοφοί, την αναστάτωναν ξανά και ξανά με τα τσουχτερά τους πειράγματα!
Έτσι λοιπόν σ’ ένα τρικούβερτο νυχτερινό γλέντι στο αρχοντικό της, στο έπακρο πεισματωμένη, έβαλε στοίχημα μεγάλο πως θα κοιμόταν μια νύχτα με τον Αγάθωνα, και το πρωί φεύγοντας θα του έπαιρνε το πολυθρύλητο τρίχινο ράκος που φορούσε: Θα του το πάρω εξάπαντος, ποιος αντιστάθηκε σε μένα;, έλεγε και ξανάλεγε μεθοκοπώντας.
Μερόνυχτα την έθλιβε τούτο το σαράκι, οπόταν μια και δυό ένα απόγευμα αποφασίζει επιτέλους να τραβήξει κατά τη φωλιά του ασκητή. 
Φτάνει ίσαμε τη γρανιτένια κορυφή, ο ήλιος μόλις είχε προλάβει να βασιλέψει. 
Κατάκλειστη η σπηλιά λίγο παράμερα, σα να’ ταν τυλιγμένη με φωτοστέφανο, ίδιος ο σιωπηλός ασκητής! 
Η Ερωτηίδα δεν πιστεύει στα μάτια της. 
Φρίσσοντας πασχίζει να σκεφτεί ήρεμα. 
Και μεμιάς γαληνεύει, βάζοντας μπρος το σχέδιο της. 
Γδύνεται αργά αργά, πετώντας τα μεταξένια ντύματα σε μια χαραδρούλα. 
Τσίτσιδη, με λυτά μαλλιά, με τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια! 
Στο μισοσκόταδο λευκάζουν τα στήθια, τα λαγόνια και τ’ αστραφτερά της δόντια, καθώς τρεμουλιάζουν και κροτούν ελαφρά. 
Είναι έτοιμη να κάνει την έφοδο. 
Άξαφνα παγώνει. 
Μπροστά της κουτσαίνοντας ένα πελώριο λαβωμένο λιοντάρι βρυχιέται σπαραχτικά και φρικαλέα, και παρευθύς κάνει να χυμήξει καταπάνω της. 
Κι αυτή αλαφιασμένη τρέχει προς τη σπηλιά. 
Όμως μπερδεύονται τα χρυσαφένια της σανδάλια, και γκρεμίζεται κάτω ουρλιάζοντας. 
Βογγάει απανωτά και μπήγει κραυγές σπαραχτικές. 
Και το λιοντάρι σιμώνει.
Κι άξαφνα η Ερωτηίδα θωρεί τον αββά Αγάθωνα μπροστά της, και νομίζει πως ονειρεύεται. 
Κι αυτός σκύβει αργά, τη σηκώνει και την παίρνει αγκαλιά, γιατί δεν μπορεί να πατήσει. 
Τι να’ ναι άραγε τούτο που μου’ λαχε!, ψελλίζει κάνοντας να κρύψει απεγνωσμένα τη γύμνια της. 
Τώρα σπαρταράει σαν ψάρι που χάνεται η πνοή του. 
Ο αββάς με δυο τρεις δρασκελιές την πηγαίνει μέσα και την ξαπλώνει μαλακά ατό αχυρένιο του στρώμα, σκεπάζοντας την με μια προβιά. 
Σε λίγο μπάζει και το λιοντάρι και το ξαπλώνει στην απέναντι γωνιά. 
Ανάβει ένα λαδολύχναρο. 
Γαληνεμένος πέρα για πέρα μ’ ένα λαγήνι πλένει το σπασμένο πόδι του λιονταριού, που τώρα μουγκρίζει ελαφρά δείχνοντας ευτυχισμένο. 
Τον δένει την πληγή και σιωπηλά το ευλογεί.
Έπειτα με τις ίδιες αργές κινήσεις γιατρεύει το στραμπουλιγμένο πόδι της ολόγυμνης Ερωτηίδας. 
Και μετά βγάζει το τρίχινο ράκος, και μ’ αυτό ντύνει το κορμί της, ενώ αυτή φρίσσοντας πασχίζει με τρεμάμενα χέρια να κρύψει τη γύμνια της. 
Μα η γύμνια της τελικά κρύβεται στο τρίχινο ράκος, περνάει όμως λίγη ώρα για να νιώσει τούτη την προστασία. 
Και ο Αγάθων ήρεμος την αφήνει στο στρώμα, τυλίγεται με την προβιά και κουλουριάζεται απέναντι της, πλάι στο λιοντάρι, που τώρα ανασαίνει εντελώς ευχαριστημένο. 
Γυναίκα και λιοντάρι κοιτάζονται κι οι δυό τους αλλοπαρμένοι. 
Μα η ματιά του λιονταριού αργά αργά αποκτά μια περίσσια τρυφεράδα. 
Η Ερωτηίδα ζαρώνει στο στρώμα του αββά βρέχοντας το με πνιχτά και καφτερά δάκρυα, που μαλακώνουν τα σωθικά της, και τον ανεκλάλητο παιδεμό εκείνης της νύχτας τον μεταμορφώνουν σε αγαλλίαση. 
Βαθιά μεσάνυχτα ο Αγάθων την πλησιάζει και της λέει: 
Σύρε στο σπίτι σου, και μη φοβάσαι πια.
Ήρεμη σηκώνεται σκουπίζοντας τα μουσκεμένα μάτια της. 
Ο αββάς την ευλογεί, κι αυτή νιώθει την ευλογία σα χάδι στα μαλλιά της.
Έξω σκέτη σκοτομήνη. 
Απεραντοσύνη και νύχτα. 
Το τρίχινο ράκος τη φλογίζει με μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. 
Ευφραίνεται όσο ποτέ άλλοτε, αναπνέοντας αρώματα που είναι γη, αγέρας, ουρανός, θεϊκό μεθύσι. 
Αισθάνεται σάμπως να οσμίζεται την ίδια την αγιοσύνη. 
Εκεί κοντά βρυχιέται παραπονεμένα ένα άλλο λιοντάρι. 
Η Ερωτηίδα κοντοστέκεται τώρα για να χαρεί τις κραυγές του. 
Χαράματα φτάνει στο αρχοντικό της κι αμέσως κλείνεται μέσα. 
Και χάθηκε για πάντα από τα μάτια του κόσμου. 
Χρόνια και χρόνια κανείς δεν ήξερε πια τίποτα.
Μια μέρα ο υποτακτικός του ασκητή έφερε στο μοναστήρι την είδηση πως ο αββάς Αγάθων είχε πεθάνει στη σπηλιά του. 
Πεντέξι αδελφοί πήγαν για το εξόδιο μυστήριο. 
Αμήχανοι τον θωρούσαν τυλιγμένο στην προβιά του -όμως πουθενά το τρίχινο ράκος. 
Κι άξαφνα απορημένοι βλέπουν έναν παράξενο καλόγερο -ντυμένο με μηλωτή ως πάντοτε την νέκρωσιν του Χριστού εν τω σώματι φέροντα- να μπαίνει σιωπηλός και σκυφτός, δείχνοντας πως ήθελε να κρύψει το πρόσωπο του. 
Παρευθύς τους παραδίδει το τρίχινο ράκος του Αγάθωνα, και εξαφανίζεται σαν αθόρυβη σκιά. 
Αμέσως ντύνουν το σκήνωμα με τούτο το ράκος, οπότε θαμπωμένοι διακρίνουν και διαβάζουν πάνω του τα χρυσά γράμματα:
Ερωτηίς έρωτι Χριστού πυρπολουμένη, των χειρών σου αγλαϊστόν καλλιτέχνημα.
Το συναξάρι ενός ασκητή
Νίκου Αθ. Ματσούκα
Από το βιβλίο
«Ο ΘΑΜΠΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ»
Πεζά-Ποιήματα
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 200

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Η Αγία Χαριτίνη



site analysis

Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μάρτυρος Χαριτίνης. Η αγία Χαριτίνη είναι από τις πολλές εκείνες νεαρές γυναίκες, που στον καιρό των αρχαίων διωγμών, αλλά και σε κάθε καιρό που διώκεται η πίστη και η Εκκλησία, προτίμησαν την αγάπη του Χριστού από την αγάπη του κόσμου. Αυτό είναι περισσότερο ανδρείο και γενναίο απ’ ό,τι μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, που όλοι μας είμαστε παραδομένοι στην αγάπη του κόσμου και την απόλαυση του βίου. Μια νεαρή γυναίκα, που μπορεί να προτίμησει την ουράνια δόξα και να περιφρόνησει την απόλαυση των εγκοσμίων, αλλά και να αντέξει σε απάνθρωπα βασανιστήρια και σε σκληρό θάνατο, αξίζει να τη θαυμάσουμε και να την τιμήσουμε κι όσο μπορούμε να την μιμηθούμε.
Η αγία Χαριτίνη μαρτύρησε στα 290 μετά τη γέννηση του Χριστού στα χρόνια του βασιλιά στην Ανατολή Διοκλητιανού και του ηγεμόνα Δομετίου, στα χρόνια δηλαδή του μεγάλου διωγμού της Εκκλησίας. Ύστερ’ από το Διοκλητιανό, ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε τα δυό διατάγματα του, που άφηναν ελεύθερους τους χριστιανούς, αν και μικρότεροι διωγμοί εδώ – εκεί συνεχίζονταν. Η Χαριτίνη ήταν σκλάβα σε κάποιον Κλαύδιο, που αν και δεν ήταν χριστιανός, αγαπούσε και σεβότανε τη γυναίκα του σπιτιού του. Θα πρέπει να διαβάσουμε την προς Φιλήμονα επιστολή του αποστόλου Παύλου, για να δούμε ποιά ήταν η θέση των δούλων στα σπίτια όχι μόνο των χριστιανών, αν είχαν οι χριστιανοί δούλους, αλλά όλων των ανθρώπων, που φοβόντανε το Θεό.
Όταν ο Δομέτιος έμαθε για τη χριστιανή Χαριτίνη, έγραψε στον Κλαύδιο να του την στείλει για να την ανακρίνει. Είναι πολύ συγκινητικός ο διάλογος μεταξύ του Κλαυδίου και της σκλάβας του Χαριτίνης. Ο Κλαύδιος, υποχρεωμένος να υπακούσει στον ηγεμόνα Δομέτιο, άρχισε να κλαίει και να θρηνεί, όχι για τη στέρηση της σκλάβας του, αλλά για τα σκληρά βασανιστήρια που την περίμεναν. Η Χαριτίνη τότε, με πολλή πίστη και θάρρος, άρχισε να τον καθησυχάζει. «Μη λυπείσαι, Κύριε μου, του είπε, αλλά μάλλον να χαίρεις, γιατί εγώ αξιώνομαι να γίνω θυσία ευάρεστη στο Θεό». Κι ο Κλαύδιος απάντησε «Γυναίκα του σπιτιού μου και δούλη του Θεού, θυμήσου με, όταν θα είσαι κοντά στον επουράνιο Βασιλέα». Δεν ήταν ακόμα χριστιανός ο Κλαύδιος, μα αισθανότανε και ομιλούσε χριστιανικά.
Η αγία Χαριτίνη οδηγήθηκε δεμένη μπροστά στον ηγεμόνα Δομέτιο. Γιατί τάχα την έδεσαν; Δεν ήταν φόβος να φύγει, αλλά η κακία δεν είναι μόνο απάνθρωπη, αλλά και δειλή. Χωρίς δισταγμό, η αγία ομολόγησε την πίστη της και οι βασανιστές της, για να την εξευτελίσουν, της ξύρισαν την κεφαλή, την έβαλαν επάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα κι επάνω στις πληγές στης έχυσαν ξύδι και αλάτι. Έμπηξαν υστέρα στα στήθια της αιχμηρά σουβλιά κι έκαψαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες, και μετά ολ’ αυτά έδεσαν στο λαιμό της μια βαρεία πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Σε όλ’ αυτά την φύλαξε ο Θεός, κι όταν την ξανάπιασαν, την έσυραν επάνω σε αναμμένα κάρβουνα και της ξερίζωσαν από τα χέρια και τα πόδια τα νύχια.
Έμενε όμως ακόμα κάτι, λιγότερο αλγεινό στο σώμα, αλλά περισσότερο οδυνηρό στη ψυχή. Αυτό θα την πονούσε περισσότερο απ’ όλα και θα ήταν όλο καταισχύνη στα μάτια των ανθρώπων. Όταν εξάντλησε όλα τα βασανιστήρια κι όταν σε όλα είδε πως ηττήθηκε, ο ηγεμόνας είπε να κλείσουν την αγία σε πορνοστάσιο. Η σκοτισμένη του σκέψη κι η πωρωμένη συνείδηση ήταν ακόμα σε θέση να καταλάβει πόσο μεγάλο μαρτύριο ήταν αυτό για μια χριστιανή γυναίκα. Για κάτι τέτοιο έχουνε να μας πουν πολλά παραδείγματα πολλών γυναικών, και στην αρχαία Αντιόχεια με την αγία Πελαγία και στο Ζάλογγο και την Αραπίτσα στα νεώτερα χρόνια.
Η αγία Χαριτίνη, όπως ήταν στα χέρια των δημίων της, δεν μπορούσε ούτε στο γκρεμό να πέσει ούτε στο ποτάμι, για νά μη ντροπιαστεί από τους ανθρώπους. Προσευχήθηκε λοιπόν κι ο Θεός την πήρε «πριν τον της παρθενίας απολέση στέφανον». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ομιλία του στην αγία μάρτυρα Πελαγία την αρχίζει με αυτά τα λόγια, που ταιριάζουν καί στην αγία Χαριτίνη «Ευλογητός ο Θεός! Και γυναίκες θανάτου λοιπόν καταπαίζουσι, και κόραι καταγελώσι τελευτής… Ταύτα δη πάντα διά τον εκ παρθένου Χριστόν γέγονεν ημίν τα αγαθά». Ας έχει δόξα ο Θεός! Όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες περιφρονούν το θάνατο και κορίτσια τόχουν χαρά τους να πεθάνουν. Κι ολ’ αυτά για το Χριστό και με την χάρη του Χριστού, που γεννήθηκε από την αγνή παρθένο Θεοτόκο. Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Εικόνες Έμψυχοι, σ.273)

η Ε΄ (5η) του αυτού μηνός Οκτωβρίου, της Αγίας Μάρτυρος ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ.

Χαριτίνη η Αγία Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Δομετίου κόμητος εν έτει 290, δούλη Κλαυδίου τινός. Ακούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Χριστιανή και ότι και άλλους πολλούς επιστρέφει εις την πίστιν της, τους δε λοιπούς Χριστιανούς στερεώνει περισσότερον εις αυτήν, γράφει εις τον αυθέντην αυτής Κλαύδιον να αποστείλη την Χαριτίνην εις αυτόν δια να την εξετάση. Λαβών ο Κλαύδιος τα γράμματα ελυπήθη και ενδυθείς σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, εθρήνει.
Η δε Χαριτίνη, παρηγορούσα αυτόν, έλεγε· «Μη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε, επειδή έχω να λογισθώ εις τον Θεόν ευπρόσδεκτος θυσία δια τας ιδικάς μου και ιδικάς σου αμαρτίας». Λέγει τότε ο Κλαύδιος· «Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμέ πλησίον του επουρανίου Βασιλέως». Ο δε κόμης, επειδή εβράδυνε να έλθη, έδραμεν εις την οικίαν της, όπου κατώκει μόνη και κατά μόνας προσευχομένη εις τον Θεόν, και ευθύς, μετά μεγάλου θυμού εμαστίγωσε την Αγίαν και αφού την κατεπλήγωσε, την έδεσε με άλυσον σιδηράν εις τον λαιμόν και παρέδωκε την δικαίαν εις τον άδικον κριτήν του τόπου. Τότε ο κριτής έθεσεν ευθύς έμπροσθεν της Αγίας τα τιμωρητικά όργανα και λέγει προς αυτήν· «Σωφρονίσου, πριν να τιμωρηθής, λυπήσου τον εαυτόν σου και θυσίασον εις τους θεούς, δια να κερδίσης τρία μεγάλα καλά. Πρώτον να λάβης την συγχώρησιν από τους θεούς. Έπειτα την αγάπην των βασιλέων. Και τρίτον δεν θέλει αφανισθή από τας δριμείας βασάνους η νεότης σου». Ταύτα ακούσασα η Μάρτυς ύψωσε εις τον ουρανόν τα όμματα, ζητούσα από εκεί βοήθειαν· ποιήσασα δε και το σημείον του Σταυρού είπε· «Ποικίλος και πλάνος είσαι, ω ηγεμών, αλλ’ η πονηρία σου ανωφελής δεν θέλει με φοβίσει, ούτε συμβουλεύων με καταπείθεις, ούτε θέλεις ελαττώσει την προθυμίαν, την οποίαν έχω, να βασανισθώ δια τον Χριστόν· διότι εις τον μόνον αληθινόν Θεόν ελπίζω και εις αυτόν την ζωήν μου αφιέρωσα. Ανίσως λοιπόν θέλης να σωφρονής, τον εαυτόν σου λυπήσου δια την πλάνην σας και πράξε το συμφέρον σου, το οποίον είναι να μη πιστεύης είδωλα κωφά, δια τα οποία είπεν ο Προφήτης Δαβίδ· «Οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5) και αλλαχού· «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων» (Ψαλμ. ριγ, 12) και πάλιν· «Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά» (Ψαλμ. ριγ, 16), ο δε Προφήτης Ιερεμίας λέγει· «θεοί, οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν» (Ιερ. ι, 11). Ταύτα ακούσας ο κριτής και πάλιν οργισθείς, προσέταξε, δια καταισχύνην, και της εξύρισαν τας τρίχας της κεφαλής. Θαύμα δε ηκολούθει και η κεφαλή πάλιν εκαλύπτετο με τας ιδίας τρίχας αναφυομένας και εφαίνετο ως πρότερον. Ο κριτής τότε περισσότερον οργισθείς προσέταξε να βάλουν επάνω εις την κεφαλήν της άνθρακας ανημμένους, έπειτα επάνωθεν να χύνουν και όξος· η δε Μάρτυς έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, η βοήθεια εκείνων, οίτινες ελπίζουν εις Σε, ο τους Αγίους σου Τρεις Παίδας εκ φλογός σώσας, αυτός και νυν ελθών δυνάμωσόν με εις τας βασάνους, τας οποίας δια την αγάπην σου πάσχω, δια να μη είπουν οι εχθροί της αληθείας, που εστιν ο Θεός αυτών». Μετά δε την ευχήν ηλευθερώθη ευθύς η Μάρτυς από τους πόνους, ευχαριστούσα δε εδόξαζε τον Θεόν, ένεκα του οποίου πάλιν ο ηγεμών θυμωθείς προσέταξε και εκάρφωσαν εις τους μαστούς της Μάρτυρος σιδηρά σουβλία πεπυρωμένα. Και αι μεν σάρκες της Αγίας ηφανίζοντο από εκείνα τα σουβλία, αλλ’ η διάπυρος φλοξ της αγάπης του Χριστού περισσότερον ήναπτεν εις την καρδίαν της. Έπειτα προσέταξε και έκαιον τας πλευράς της με λαμπάδας ανημμένας, εκείνη δε περισσότερον ηύχετο. Αφεθείσα δε από τας βασάνους εβιάζετο να θυσιάση· αλλ’ επειδή κατά τε την καρδίαν και τα χείλη αμετάθετος και ακατάπειστος ήτο η Μάρτυς, ων δε και ο κριτής εις το κακόν και εις τον θυμόν αμίμητος, προσέταξε και της έδεσαν εις τον λαιμόν λίθον μέγαν, και είπε να την ρίψουν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Ριπτομένη δε η Αγία εβόα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι ηθέλησας δια το όνομά σου να περάσω και δια μέσου ύδατος θαλασσίου, δια να ευρεθώ καθαρά εις την ημέραν της Αναστάσεως. Αλλά δείξον καθώς και πάντοτε, ούτω και τώρα, εις εμέ τα θαυμάσιά σου, δια να δοξασθή περισσότερον το μέγα σου όνομα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, τα δεσμά ελύθησαν και ο λίθος μόνος εις το βάθος κατεφέρετο. Εκείνη δε (ω του θαύματος!) ίστατο αφόβως επάνω της θαλάσσης και περιπατούσα εις τα ύδατα, ως εις στερεάν γην, ήρχετο έξω εις τον αιγιαλόν. Ιδούσα δε τον ηγεμόνα, όστις περιέμενεν εκεί δια να ίδη το τέλος, του είπε· «Χαίροις, ω ηγεμών, δεν ηννόησες ακόμη την εις εμέ δύναμιν του Χριστού μου; Άφες λοιπόν το σκότος και πρόσδραμε εις το αληθινόν φως, δια να κερδήσης την σωτηρίαν σου. Αλλ’ ανίσως και επιμείνης εις την προτέραν σου γνώμην, εις εμέ βέβαια θέλεις γίνει αίτιος πολλών αγαθών, αλλ’ εις την ψυχήν σου θέλεις προξενήσει απώλειαν και αφανισμόν». Ταύτην την παρρησίαν μη υποφέρων ο ασεβής, και μάλιστα από το θαύμα καταπλαγείς, εξίστατο, έμεινε δε και άφωνος. Μετά δε πολλήν ώραν, ελθών εις τον νουν του είπεν· «Αυτά τα παράδοξα έργα, τα οποία βλέπω, με κάμνουν να θαυμάζω την δύναμιν του Γαλιλαίου, αλλ’ εγώ θέλω τα αποδείξει όλα μαγείας και ψεύδη». Και ευθύς προσέταξε να γυμνώσουν την Αγίαν και να δέσουν τας χείρας της οπίσω εις τροχόν, να βάλουν δε σωρόν ανθράκων υποκάτω και να γυρίζουν τον τροχόν συχνότερα, δια να συντρίβωνται ολίγον κατ’ ολίγον τα μέλη της και ούτω να αποθάνη με πολλούς πόνους. Και η μεν προσταγή ευθύς εγίνετο, ο δε Κύριος εβοήθει πάλιν την δούλην του και Άγγελος ελθών τους μεν άνθρακας έσβυσε, την δε δύναμιν των τιμωρούντων ηφάνισε και δεν ηδύναντο πλέον να γυρίσουν τον τροχόν. Και πάλιν εδώ ο κριτής διηπόρει, όμως και άλλας βασάνους επενοούσε και προσέταξε να της εκριζώσουν τους όνυχας των χειρών και των ποδών της. Η δε Αγία, ως να ετιμωρείτο άλλος, ούτως εφαίνετο. Ο δε άρχων προσέταξε και εξερρίζωσαν και τους οδόντας της, προσέταξε δε ο μιαρός και τους υπηρέτας του να την υπάγουν εις υψηλόν και φανερόν τόπον, και να διαλαλήσουν οι κήρυκες εις όλον τον τόπον να συναθροισθούν όσοι θέλουν να την μολύνουν και να καταισχύνουν το σώμα της· και πάλιν είπε να την γυρίσουν οπίσω ύστερον, δια να της επιβάλη και άλλα κολαστήρια. Η δε του Χριστού Μάρτυς είπεν· «Ο Χριστός μου δύναται εις μίαν και μόνην στιγμήν και χωρίς κόπον να μεταβάλη όλα αυτά και να λάβη την ψυχήν μου καθαράν σήμερον, αφανίζων τα ακάθαρτά σου νοήματα». Ταύτα ειπούσα, χείρας ομού και νουν και όμματα υψώσασα προσηύχετο εις τον ποθούμενον Θεόν. Αφ’ ου δε προσηυχήθη, με ειρήνην παρέθετο εις αυτόν το πνεύμα καθαρόν, θυσιάσασα προς αυτόν και το σώμα και την ψυχήν. Επροτίμα δε καλύτερον να αποθάνη, παρά να αμαρτήση έστω και μη θέλουσα. Ο δε άρχων και μετά τον θάνατόν της εφύλαττεν αμείωτον τον θυμόν και προσέταξε και την έρριψαν εις το βάθος της θαλάσσης δεδεμένην μέσα εις σάκκον με άμμον γεμάτον. Αλλ’ ουδέ τότε ελησμόνησε την δούλην του ο Θεός, όστις δοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας· διότι μετά τρεις ημέρας έφερεν εις την γην η θάλασσα το σώμα της Αγίας σώον και αβλαβές, ευλαβηθείσα αυτό, διότι εθανατώθη δια την αγάπην του δημιουργού Θεού. Ο δε αυθέντης της Κλαύδιος, αγαθός και καλόγνωμος, ο οποίος είχεν αναθρέψει την Μάρτυρα από μικράν, λαβών αυτό και λαμπρώς μυρίσας και ενδύσας ενεταφίασεν εις τινα τόπον τιμίως και ευλαβώς. Τοιούτον είναι το τέλος και το μαρτύριον της του Χριστού Μάρτυρος Χαριτίνης, η οποία ετελειώθη εις τας πέντε του Οκτωβρίου μηνός. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.