Πριν φθάσουμε στο ιερό πρόσωπο αυτής τής Μοναχής πού σχετίζεται με τούς δύο Όσιους καί ιδιαίτερα τόν Όσιο Εύμένιο, θεωρούμε απαραίτητο νά προτάξουμε κάποια άλλα ιστορικά στοιχεία άπαραίτητα, γιά νά δώσουμε στόν άναγνώστη νά καταλάβει τό όλο σκηνικό τής εποχής και τού συγκεκριμένου τόπου πού θά οδηγήσουν στο θέμα μας. Εκεί πού βρίσκεται σήμερα τό χωριό Καπετανιανά, ήταν παλιά Σκήτη Μοναχών και ονομαζόταν «Κυριελέησο», επειδή οί άσκητές αυτοί τηρούσαν τήν παράδοση πού είχαν παραλάβει από τούς ασκητές τού Άγιοφάραγγου, όπου καλλιεργούσαν τή νοερά προσευχή, άπ’ όπου και τή διδάχθηκε ό 'Άγιος Γρηγόριος ό Σινάίτης και τή δίδαξε στή συνέχεια ό ίδιος στο 'Άγιον Όρος. Κυριακό της Σκήτης ήταν ό Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ό όποιος σώζεται μέχρι σήμερα και είναι ό ενοριακός Ναός τού σημερινού οικισμού. Σώζονται και οι καταπληκτικές του τοιχογραφίες, στις περισσότερες των όποιων ιστορούνται οι μεγάλοι ασκητές της Εκκλησίας.
Έπί τουρκοκρατίας, κατά τόν καθηγητή Τωμαδάκη, λειτουργούσε άκόμη αύτή ή Σκήτη μέ τό παραπάνω όνομα. Στά βοηθητικά κτίσματα κοντά στόν Ναό ήλθαν καί κατοίκησαν οικογένειες αύτοεξόριστες άπό τά Σφακιά. Βρήκαν κοντά στούς Μοναχούς προστασία καί καλλιεργούσαν τά γύρω κτήματα. Τέτοια οικογένεια ήταν καί ή των Μπελιάδων. Κάποια άλλη τοπική εκδοχή θέλει τήν οικογένεια αύτή, όπως και άλλες τού χωριού έκείνου νά ήταν κρυπτοχριστιανοί, οι όποιοι κατέφυγαν σ’ αύτόν τόν έρημικό χώρο γιά νά τηρούν άνενόχλητοι πλέον τά θρησκευτικά τους καθήκοντα, γι’ αύτό ίσως οι παλιοί «Μπελιάδες» ήταν γνωστοί μέ τούρκικα παρωνύμια, όπως «Καδής», «Βελής» και άλλα. Μέχρι πού ζούσαν στά Καπετανιανά οι απόγονοι αυτών των οικογενειών, αποκαλούνταν «Καντήδες» και «Μπελιάδες», άπ’ όπου βγήκε και τό έπίθετο Βελιδάκης-Μπελιδάκης. Από τήν οικογένεια των Μπελιάδων προήλθε ή κατοπινή Μοναχή Μάρθα, κατά κόσμον Μαρία Μπελιδάκη.Μετά τήν τραγική κατάληξη πού είχε ή έπανάσταση τού Δασκαλογιάννη τό 1770, πολλοί Σφακιανοί εκπατρίστηκαν γιά νά σωθούν και κατέφυγαν και σ’ αύτό τό απομακρυσμένο χωριό των Άστερουσίων μέ τή Μοναστική παρουσία και παράδοση.
Οι Μοναχοί δέν είχαν έγκαταλείψει τελείως τή Σκήτη, αλλά μάλλον είχαν μείνει ελάχιστοι. Γεγονός πάντως είναι, ότι στο έξης ή συντριπτική πλειοψηφία των νέων κατοίκων ήταν Σφακιανοί και αύτό διατηρούν έντονα στή μνήμη τους και στά πιστεύω τους ως πρός τήν προέλευσή τους οι σημερινοί κάτοικοι. Τό όνομα τό σημερινό του οικισμού Καπετανιανά σέ άντικατάσταση τού «Κυριελέησο» οφείλεται στις δραστηριότητες αυτών των άνθρώπων. Εκδικούμενοι γιά τά δικά τους δεινά τούς Τούρκους, άλλά και γιά τά δεινά πού ύπέφεραν οι χριστιανοί τού κάμπου, προέβαιναν σέ ένέργειες οι όποιες ενοχλούσαν τούς Τούρκους της Μεσαράς.
Κατέβαιναν και έκλεβαν ζώα των Τούρκων. Κανένα μέτρο δέν μπορούσε νά τούς σταματήσει, γι’ αύτό και οι Τούρκοι απευθύνθηκαν στις Αρχές γιά νά απαιτήσουν νά εφαρμοστεί τό μόνο μέτρο πού έπιανε. 'Ο φόβος από αφορισμό! Ό αφορισμός ήταν ένα κείμενο απειλητικό μέ κατάρες οι όποιες θά έπιαναν έκείνους πού θά συνέχιζαν νά κλέβουν μετά από τήν έπίσημη άνάγνωσή του στήν Εκκλησία τού χωριού ή στις Εκκλησίες της έπαρχίας έκείνης όπου γίνονταν οι κλοπές. Ή Εκκλησία είτε πιεζόμενη από τίς τουρκικές άρχές, είτε έπειδή και ή ίδια θεωρούσε αύτό ως μέσο άποτελεσματικό της καταστολής της κλοπής πού ούτως ή άλλως ήταν πράξη άντιχριστιανική, προέβαινε σέ τέτοιους φοβερούς άφορισμούς. Τό συγκεκριμένο κείμενο τού αφορισμού δέν διασώθηκε, γι’ αύτό και δέν γνωρίζουμε από ποιά Σύνοδο έγινε. Τήν Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης ή τήν Πατριαρχική της Κωνσταντινουπόλεως; Τό πιθανότερο όμως είναι νά έγινε από τήν τότε Επαρχιακή Σύνοδο, διότι σέ έρευνά μας βρήκαμε τέτοιο άκριβώς Συνοδικό κείμενο τού 1812, δηλαδή «Αρχιερατικόν έπιτίμιον κατά κλεπτών και περιθαλπόντων αυτούς». Τό έπιτίμιο αύτό είχε σταλεί ως άπάντηση σέ γράμμα, «έσφραγισμένον μέ την κοινήν βούλλαν του Καστελιού των Σφακιών». Τό Συνοδικό κείμενο άρχικά αναφέρεται περιληπτικά στο περιεχόμενο τού γράμματος και στήν άπόφαση πού είχαν πάρει «ιερείς, κοσμικοί, καπεταναΐοι και προεστοί» σχετικά μέ τίς οικονομικές συνέπειες πού θά ύφίσταντο οι άποδεδειγμένα κλέφτες, απόφαση γιά τήν οποία είχε εκδοθεί και «διβάν δεσκερές παρά του ένδοξοτάτου δεφτερτάρ έφένδη εις βεβαίωσιν και πίστωσιν της συμφωνίας».
Στή συνέχεια φαίνεται και ή Συνοδική ανταπόκριση στο γραπτό αίτημά τους, με τό όποιο ζητούσαν νά εκδοθεί «εκκλησιαστικόν φρικτόν έπιτίμιον» όχι μόνο γιά τούς κλέφτες, άλλά και γι’ αυτούς πού θά τούς προστάτευαν ή ύπερασπίζονταν. Τό έπιτίμιο πού άκολουθεί, είναι όντως φρικτή απειλή και κατάρα γιά όποιον «ήθελε τολμήσει από τώρα και εις τό έξης νά κλέφη άλλου τίνος ανθρώπου ζώον ή πράγμα, πολύ ή ολίγον». Τό έπιτίμιο, φέρει ημερομηνία 29 Μάιου του έτους 1812 και τό υπογράφει ό Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης, Διοπόλεως Μελέτιος, Αρκαδίας Νεόφυτος, Λάμπης Ιερόθεος, Χερρονήσου Ιωακείμ, Σητείας Ζαχαρίας (οι περισσότεροι από αύτούς έγιναν αργότερα Νέοι Ιερομάρτυρες).
Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν νά συνέταξε τέτοιο έπιτίμιο ή Ί. Επαρχιακή Σύνοδος των άμέσων έτών πρό τού 1864 γιά τούς κλέφτες κατοίκους των Καπετανιανών μετά από πίεση των τουρκικών αρχών, αφού ήξεραν και από τό παρελθόν ότι μόνο θρησκευτικού είδους εκφοβισμός ήταν δυνατόν νά τούς σταματήσει.
Άλλωστε τέτοιο φαινόμενο αφοριστικών κειμένων γιά πολύ με-γαλύτερα ζητήματα είχαμε και από πλευράς τού Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά από πιέσεις άπειλητικές της Υψηλής Πύλης, χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι ή Μητέρα Εκκλησία ήθελε έτσι νά πράξει. Τό έκανε κάτω από τήν απειλή της μαχαίρας και μόνο γιά τά μάτια των Τούρκων.
Τό Συνοδικό αυτό έπιτίμιο, μέ εντολή τού Μητροπολίτη Γερασίμου διαβάστηκε στόν Ναό της Παναγίας Καπετανιανών στο τέλος της θ. Λειτουργίας. Δεν γνωρίζουμε τήν ακριβή ημερομηνία και χρονολογία του επιτιμίου. Τότε εθεωρείτο ασθένεια μεταδοτική και απομόνωναν τούς λεπρούς. Τό ειδικό φαινόμενο αυτής της λέπρας ήταν ότι εξελισσόταν μέ τέτοιο ρυθμό, πού τον ίδιο χρόνο πολλοί από κείνους πού προσβλήθηκαν πέθαναν. Όλους αυτούς τούς απομάκρυναν νοτίως του χωρίου και τούς απομόνωσαν σέ μικρά σπήλαια των όποιων έκτισαν τό άνοιγμα μέ πέτρες. Τά σπήλαια αυτά ήταν σπήλαια διαμονής των παλαιών έρημιτών της Σκήτης του «Κυριελέησο» (μετέπειτα χωριού Καπετανιανών). Και τούτο τό συμπεραίνουμε και από τό γεγονός ότι ό τόπος αυτός φέρει μέχρι και σήμερα τό καλογερικό όνομα «Κάλλιστος». Στά μικρά αύτά σπήλαια, των όποιων τό άνοιγμα έχτισαν άφήνοντας μόνο κάποια μικρά παράθυρα γιά φως και φαγητό, έκλειναν μέσα τά λεπρά μικρά παιδιά, διότι έκλαιγαν και έφευγαν άναζητώντας τίς μητέρες τους. Από τό γεγονός αυτό ή περιοχή του «Καλλίστου» πήρε και τό όνομα «στών Μεσκήνηδων τά χαράκια» Μπροστά σ’ αυτό τό κακό πού βρήκε τά Καπετανιανά, αντιπροσωπεία έπισκέφθηκε τόν Μητροπολίτη Κρήτης Διονύσιο , ό όποιος ήταν και ό κανονικός ποιμενάρχης της ένορίας αυτής και του έξέθεσαν τό γεγονός, μέ τήν παράκληση νά διαβαστεί συγχωρητικό ή «συγχωροχάρτι» όπως μέχρι σήμερα λέγεται.
’Άν ή Επαρχιακή Σύνοδος συνέτασσε και έξέδιδε τό «συγχωροχάρτι» αυτό, δηλαδή τή λύση του επιτιμίου (αφορισμού-κατάρας), θά είχε προβλήματα μέ τήν τουρκική διοίκηση της Μεσαράς και του Ηρακλείου πού τό είχε έπίμονα ζητήσει. Διέξοδος θεωρήθηκε ή Πατριαρχική Σύνοδος , ώς ανώτερη και προϊστάμενη της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, ή οποία θά αναλάμβανε τήν υπόθεση. Ό Μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος πήγε στήν Κωνσταντινούπολη, έξέθεσε τό θέμα στόν Οικουμενικό Πατριάρχη και τήν Πατριαρχική Σύνοδο και ή Σύνοδος έγραψε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο-συγχώρηση, τό όποιο ύπογράφουν: Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος, ό Ήρακλείας Πανάρετος, ό Νικομήδειας Διονύσιος, ό Κρήτης Διονύσιος, ό Σάμου Γαβριήλ και άλλοι, σύνολο μαζί με τόν Πατριάρχη δεκατρείς. Φέρει ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου του έτους 1864 . Όταν, λοιπόν, έπεσε ή λέπρα στά Καπετανιανά έξ αιτίας του αφορισμού-επιτιμίου, ή Μοναχή Μάρθα ήταν τότε άνύπανδρη νέα μέ άλλα δεκατρία αδέλφια, από τήν πλούσια τότε οικογένεια των Μπελιδάκηδων. Όταν δώδεκα κορίτσια και δύο αγόρια. Από αυτά τά δώδεκα κορίτσια, τά ένδεκα λεπρώθηκαν, άπομονώθηκαν και πέθαναν στόν χώρο πού παραπάνω περιγράψαμε.
Από τά κορίτσια έπέζησε μόνο αυτή και κληρονόμησε τά μερίδια των νεκρών άδελφών της. Παντρεύτηκε τόν Νικόλαο Καρτσωνάκη, γόνο των Σφακιανών έποίκων, άλλά δέν έκανε παιδιά. Ήταν βαθύτατα εύσεβής και αύτή καί ό σύζυγός της. Τό 1878, οί Όσιοι Πατέρες Παρθένιος καί Εύμένιος είχαν άρχίσει νά κτίζουν τη Μονή Κουδουμά καί έγιναν πολύ γνωστοί σ’ όλη τήν περιοχή καί φυσικά καί στά Καπετανιανά, οί κάτοικοι τών οποίων βοήθησαν πολύ δωρίζοντας τήν περιοχή δυτικά τού χειμάρρου του Κουδουμά, όπως οί Άϊνικολιώτες δώρισαν τήν περιοχή όπου βρίσκεται ή Μονή, περιοχή πού ήταν περιφέρεια τού οικισμού Άγιος Νικόλαος. Ή Μαρία Μπελιδάκη είχε αφοσιωθεί στά πνευματικά καί μαζί μέ μιά άλλη γυναίκα πού λεγόταν Ζωή, έχοντας μεγάλο ζήλο γιά άσκηση καί γνωρίζοντας την ασκητική ιστορία του τόπου, έγιναν ασκήτριες. Έφευγαν από τό χωριό καί απούσιαζαν επί πολλές ήμερες περιπλανώμενες, αγρυπνούσες, νηστεύουσες καί προσευχόμενες στά αρχαία ασκητήρια. Κατά τήν άσκητική περιπλάνησή τους αυτή, άξιώθηκαν, κατά τίς μαρτυρίες τους, νά τούς άποκαλυφθοϋν οι αθέατοι άγιοι άσκητές μέ τούς οποίους είχε σχέση ό Οσιος Παρθένιος καί άργότερα ό Μοναχός Όσιος Ιωακείμ (Ίωακειμάκι). Οι δύο ασκήτριες, πού άξιώθηκαν νά βλέπουν καί νά διδάσκονται άπό αύτούς τούς άσκητές, τούς αποκαλούσαν «Άγιάκια». Άξιώθηκαν έπίσης πολλές φορές νά άκούσουν ύμνωδίες Αγγέλων καί νά κοινωνήσουν των άχράντων Μυστηρίων άπό αγγελικά χέρια . Ή Μάρθα (Μαρία τότε) δέν άργησε νά πληροφορηθει γιά τούς Όσιους του Κουδουμά καί συνδέθηκε μαζί τους.
Ό διορατικός Οσιος Παρθένιος κατάλαβε τί θησαυρό είχε άπέναντί του, γι’ αύτό καί τήν έβλεπε μέ μεγάλο σεβασμό. ’Έκτοτε άφοσιώθηκε στήν άνέγερση καί λειτουργία τής Μονής. Διαρκώς στόν άργαλειό καί στά άλλα έργόχειρα τής μοδίστρας σκυμμένη, ένίσχυε τό Μοναστήρι μέ ράσα καί κουκούλια καί φανέλες καί κάλτσες καί κλινοσκεπάσματα ύφαντά, καθώς καί μέ τά άπαραίτητα καλύμματα γιά τήν Εκκλησία. Πρώτα-πρώτα δώρισε τίς κασέλες της πού περιείχαν όλα της τά προικιά. Ή παράδοση των Καπετανιανών, θέλοντας νά δείξει τό μέγεθος της προσφοράς της Μάρθας, λέει τό έξης χαρακτηριστικό: οτιδήποτε πήγε στόν Κουδουμά τήν έποχή των Όσιων Πατέρων καί είχε μέσα κλωστή, είχε περάσει άπό τά χέρια τής Μάρθας». Τότε επικρατούσε στά χωριά των Άστερουσίων ή ευλαβής συνήθεια, άνδρόγυνα πού ήταν άτεκνα ή είχαν έκπληρώσει τίς οικογενειακές τους ύποχρεώσεις ή ήσαν άγαμες ήλικιωμένες γυναίκες, νά γίνονται Μοναχές καί Μοναχοί καί νά παραμένουν στό ίδιο τους τό σπίτι μέ εγκράτεια, κάνοντας τά καλογερικά τους καθήκοντα, έξυπηρετώντας παράλληλα τούς Ναούς τής ένορίας. Συμφώνησε, λοιπόν, τό εύλαβές άνδρόγυνο, έγιναν καί οί δύο Μοναχοί καί ή γυναίκα πήρε τό όνομα Μάρθα. Χειροθετήθηκε άπό τούς Όσιους Πατέρες, διότι εύλαβής, πλούσια καί έλεήμων όπως ήταν, στάθηκε άπό νωρίς στό άνεγειρόμενο Μοναστήρι μεγάλη εύεργέτιδα. Άπό σεβασμό οί Πατέρες τήν αποκαλούσαν μητέρα.
Μέ τόν καιρό όλα τά σπίτια γύρω άπό τόν Ναό τής Παναγίας Καπετανιανών, τό παλαιό δηλαδή Κυριακό τής Σκήτης, περιήλθε στήν οικογένεια τής Μάρθας, διότι ή περιοχή θεωρούνταν εκεί κατά κάποιο τρόπο «γραντισμένη», δηλαδή άπό δαιμονική συνεργεία σημαδεμένη. Αυτό όμως έδωσε τά χρόνια εκείνα τής καλογερικής ζωής τής Μάρθας τήν ευκαιρία νά κατοικήσουν όλα τά σπίτια τής «γραντισμένης» γειτονιάς όσοι έγιναν Μοναχοί καί Μοναχές. Έγινε Μοναχός καί ό σύζυγός της Νικόλαος Καρτσωνάκης. Εξακριβωμένα ονόματα Μοναχών πού έζησαν εκεί ήταν Ιερεμίας, Νεόφυτος, Γεράσιμος, Καλλίνικος, Μακάριος καί τρεις γυναίκες μέ τό όνομα Μάρθα. Προφανώς οί δύο πήραν τό όνομα πρός τιμήν τής πρώτης τής «μητέρας» Μάρθας. Ηταν κατά κάποιο τρόπο μιά σύντομη άναβίωση τής Μοναχικής ζωής τής παλαιάς Σκήτης τού «Κυριελέησο», έστω καί μικτής.
Ό Όσιος Παρθένιος όσο ζούσε, πήγαινε ό ίδιος ώς Επιστάτης τής Μονής (Ηγούμενος) γιά τή σύνταξη συμβολαίων σε διάφορα χωριά των Άστερουσίων καί του κάμπου τής Μεσαράς. Τόσο, λοιπόν, ό Όσιος Παρθένιος όσο καί ό Εύμένιος, πού έκανε περιοδείες ώς Πνευματικός, πηγαίνοντας στά χωριά ή έπιστρέφοντας άπό αυτά περνούσαν άπό τό σπίτι τής μητέρας Μάρθας. Κάποια φορά έπιστρέφοντας στή Μονή ό Όσιος Παρθένιος, πέρασε άπό τό σπίτι τής άσκήτριας μητέρας άλλά έκείνη άπουσίαζε. Κρατούσε ό Όσιος έναν άρτο πού τού είχαν δώσει άπό τόν κάμπο καί τόν άφησε στό τραπέζι ώς εύλογία καί έφυγε. Όταν έπέστρεψε έκείνη καί είδε τόν άρτο υπέθεσε ότι κάποια γυναίκα πού είχε ζυμώσει στό χωριό τής τόν πήγε. Δέν έκοψε ούτε ένα κομματάκι, άλλά τόν τύλιξε σέ μιά πετσέτα καί τόν έστειλε στόν Οσιο μέ κάποιον περαστικό προσκυνητή, ό όποιος πήγαινε στόν Κουδουμά. Τό γεγονός τούτο, άν καί φαίνεται μικρό, ωστόσο είναι ένδεικτικό τής βαθειάς πνευματικής σχέσης πού έχουν οί άγιασμένες ψυχές. Ούτε ό Όσιος Γέροντας, ούτε ή Μοναχή Μάρθα σκέφθηκαν νά κρατήσουν τόν άρτο γιά τόν έαυτό τους. Δόθηκε στόν Όσιο άπό κάποιον, εκείνος τόν έδωσε στή Μάρθα χωρίς αύτή νά τό γνωρίζει, καί πάλι έκείνη τόν έστειλε στόν Όσιο καί έπέστρεψε σ’ αύτόν. Θυμίζει τό άνάλογο περιστατικό τού Γεροντικού!
Ή γερόντισσα Μάρθα, ή «μητέρα» τής Μονής Κουδουμά, έκοιμήθη ξαφνικά καί δέν ειδοποιήθηκαν έγκαιρα οί Πατέρες τής Μονής. Όταν έφθασαν στό χωριό ό τότε Ηγούμενος Όσιος Εύμένιος μέ τή συνοδεία του, τήν πρόλαβαν όταν τήν πήγαιναν στό κοιμητήριο τό όποιο βρισκόταν σέ κάπως μεγάλη απόσταση άπό τό χωριό. Πρόλαβαν τήν πομπή καί τή σταμάτησαν γιά νά κάμουν ένα τρισάγιο. Τήν ώρα πού τήν άσπαζόταν ό Όσιος Εύμένιος στό χέρι, έκείνη άνέζησε γιά μιά στιγμή, άνασηκώθηκε, φίλησε καί αύτή τό χέρι τού Γέροντα καί ξανακοιμήθηκε τόν ύπνο τού δικαίου. Τό περιστατικό τούτο πού διατηρείται μέ εύλάβεια μέχρι σήμερα, είναι ενδεικτικό όχι μόνο ότι έπρόκειτο περί Μοναχής πολύ ένάρετης, άκρως έλεήμονος σάν τήν Ταβιθά πού διαβάζουμε στίς «Πράξεις των Αποστόλων», άλλά καί ένδεικτικό τής αγιότητας τού Όσιου Εύμενίου. Είναι κάτι πού μας παραπέμπει στά Συναξάρια όπου βρίσκουμε πολλά παρόμοια περιστατικά.
Τέλος, γιά νά αναφερθούμε σ’ ένα σχεδόν σύγχρονο παρόμοιο γεγονός πού επιβεβαιώνει τα παλαιά Συναξάρια, άλλα καί τό περιστατικό τής Μάρθας, μεταφέρουμε έδώ αύτό πού καταγράφει στό βιβλίο του «Βενέδικτος Πετράκης» , ό άείμνηστος Άρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Προηγούμενος τής Ιεράς Μονής Πετράκη: «Κάποια κυρία, Μελπομένη Μπουλμπασάκου όνόματι, στήν Πάτρα είχεν άσθενήσει. Έστειλε άνθρωπο νά τήν πάρη στό Αγρίνιο, γιά νά τήν περιποιηθή. Αισθανόταν πολλήν ευγνωμοσύνην γι’ αύτήν. Τόν είχε βοηθήσει στίς σπουδές του. Εκείνη δέν θέλησε, διότι έμενε πολλά χρόνια στήν Πάτρα καί είχε συνδεθή μέ τα εκεί πνευματικά πρόσωπα. Ή άσθένειά της έπεδεινοϋτο. Τήν έπισκέφθηκε κατ’ έπανάληψιν ό ίδιος καί τήν κοινωνούσε κάθε φορά πού έπήγαινε. Άφησε δέ ρητήν έντολήν, έάν βαρύνη, νά τόν ειδοποιήσουν, διότι ήθελε αύτός γιά τελευταία φορά νά τήν έτοιμάση, νά τήν κοινωνήση καί νά προσευχηθή.
Έπέρασαν κάμποσες ημέρες καί ή άσθενής έβάρυνε. Πλησιάζει στόν θάνατο. Έγραψαν τότε στόν π. Βενέδικτο, ότι ή Μπουλμπασάκου είναι βαριά. Ή επιστολή ήλθε λίγο καθυστερημένη. Ήλε τήν άλλη ημέρα. Όταν τη διάβασε, αμέσως αναχώρησε διά τας Πάτρας. Έφθασε στις 5 ή ώρα τό απόγευμα και κατευθυνόταν στήν οικιών της. Καθ’ οδών, όμως, συνάντησε γνωστόν του 'Ιερέα, ό όποιος έφευγε από τήν οικιών της Μελπομένης. Είχε μεταβώ γιά νά τήν κοινωνήσει, άλλά δεν τήν πρόλαβε. Είχε πεθάνει.
- Πάτερ, από πού έρχεσαι; Τον ερώτηση.
- Από τό σπίτι της μακαρίτισσας Μελπομένης, του απήντησε.
- Τί είπατε; Μακαρίτισσας;
- Ναί, πάτερ μου. Απέθανε προ δύο ωρών. Αύτήν τήν στιγμή τήν τοποθέτησαν στο φέρετρο.
- Όχι, όχι. Δέν άπέθανε, του λέγει. Γύρισε πάλι νά τήν κοινωνήσουμε.
Πρό τής άνεξηγήτου έπιμονής του έπέστρεψε καί μαζί κατευθύνθηκαν στό σπίτι τής Μπουλμπασάκου. Έμπήκαν άμφότεροι στό δωμάτιο τής νεκρής. Έβγαλε όλους έξω γιά νά διαβάσουν, καθώς είπεν, κάποια εύχή. Ένας δικός της έμεινε, ό 'Ιερεύς καί ό κοινωνήσω. Άνοιξε τό στόμα σου. Άνοιξέ το καλά.
Καί ώ του θαύματος! Ή νεκρά άνοιξε σιγά-σιγά τό στόμα της κι έκεινος τήν έκοινώνησε.
- Κλείσε τώρα τό στόμα σου, τής είπεν. Καί πράγματι έκλεισε τό στόμα της καί έφαίνετο, ότι κατέπινεν.
- Κοιμήσου τώρα έν ειρήνη, Μελπομένη, της είπεν.
Ό άλλος Ίερεύς κατάχλωμος καί βαθειά συγκινημένος, εύρίσκε- το εις μεγάλην άπορίαν.
- Δέν σου είπα, άδελφέ, ότι δέν πέθανε; Μήν πήτε, όσο ζώ όμως τίποτε, σέ κανέναν. Σάς τό άπαγορεύω. Σάς έξορκίζω.
Καί εκείνοι, μετά τόν θάνατον του π. Βενεδίκτου, τό ομολόγησαν λέγοντας, ότι πρόκειται περί Αγίου καί θαυματουργού. 'Ο συγγενής μάλιστα τής Μπουλμπασάκου, έπήγε στήν κηδεία τού π. Βενεδίκτου καί τό διηγήθηκε».
Αύτά τά έξαιρετικά θαύματα πού αφορούν στή ζωή Αγίων ανθρώπων, άποδεικνύουν γιά μιά φορά άκόμη τό «όπου Θεός βούλεται, νικαται φύσεως τάξις». Άποδεικνύεται άκόμη ότι ό Χριστός είναι Κύριος τής ζωής καί τού θανάτου καί πάνω άκριβώς σ’ αύτό τό τραγικό γεγονός τού θανάτου παρουσιάζει μέ τό σημείο τής στιγμιαίας άνάστασης μπροστά στά μάτια πολλών, τήν εύαρέσκειά του στούς Αγίους Του, δοξάζοντας αύτούς πού τόν δόξασαν μέ τήν αγία καί ένάρετη ζωή τους καί τονώνοντας τήν πίστη των παρευρισκομένων - άλλά καί έκείνων πού θά μάθαιναν τό θαύμα αύτό - στήν κοινή άνάσταση πού θά γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου μας. Τήν πίστη σ’ αύτό πού λέμε όταν άπαγγέλουμε τό Σύμβολο τής Πίστεως «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών».
Ό Άγιος Γρηγόριος ό Νύσσης διδάσκει ότι, άν καί ή ψυχή μέ τόν θάνατο χωρίζεται άπό τό σώμα, έν τούτοις παραμένει ή υπόσταση, δηλαδή έξακολουθεΐ νά υπάρχει ή μυστηριακή έπαφή μεταξύ σώματος καί ψυχής.
Αυτό υποδηλώνει ότι ή ψυχή τού ανθρώπου και μετά τόν χωρισμό της από τό σώμα ξεχωρίζει ποιό είναι τό δικό της στοιχείο και ποιό ξένο μεταξύ τών διαφόρων σωμάτων και στοιχείων, στά όποια άναλύθηκε τό σώμα. Χρησιμοποιεί μάλιστα ό Άγιος Γρηγόριος με άναγνωρίζονται εύκολα από τόν κάτοχό τους. Άν όμως σπάσουν και πάλι άναγνωρίζονται, αφού είναι ευδιάκριτο ποιό κομμάτι ανήκει στό πιθάρι, ποιό στόν άμφορέα κ.λπ. Τό ίδιο συμβαίνει και μέ τήν ψυχή. Ή ψυχή γνωρίζει τό σχήμα του σώματος (πού διατηρεί στοιχεία του νου δηλαδή προκαλεί ένα είδος πνευματικής έλξεως στή νοερά ένέργεια τής ψυχής) και μετά τή διάλυσή του. Ακόμη άναγνωρίζει και τά στοιχεία από τά όποια άποτελέστηκε και τά όποια τώρα έχουν διασπαστεί μεταξύ τους. Και επειδή οί ψυχές «δεν αλητεύουν εις τόν αέρα», δηλαδή δέν είναι έλεύθερες, δέν έχουν άπεριόριστη εύχέρια κίνησης, ούτε είναι έκτατές στόν χώρο, άλλά βρίσκονται σέ νοητό μυστηριακό τόπο (πανταχού παρών είναι μόνο ό Θεός) επιχωριάζουν, περιίπτανται νοερώς κατά κάποιο τρόπο πάνω από τά δομικά ύλικά του σώματος, διότι ό άρχικός σκοπός τής δημιουργίας της δέν ύπήρξε νά ζεί χωριστά απ’ αύτό
πηγή :ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΗ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ. .ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ.