Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΟΦΟΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ



site analysis

«Η αγία Αικατερίνα ήταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας, κόρη κάποιου άρχοντα, ονόματι Κώνστα, πάρα πολύ ωραία, αξεπέραστης μάλιστα ομορφιάς, ψηλή και λεπτή κατά το σώμα, ετών δεκαοκτώ. Αυτή λοιπόν αφού σπούδασε, στο ανώτερο δυνατό σημείο, όλη τη ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία, δηλαδή τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, τον μέγιστο ποιητή των Ρωμαίων, τον Ασκληπιό και τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό από τους ιατρούς, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Φιλιστίωνα και τον Ευσέβιο από τους φιλοσόφους, τον Ιαννή και τον Ιαμβρή από τους μεγάλους μάγους, τον Διόνυσο και τη Σύβιλλα, όπως και κάθε ρητορική τέχνη που είχε εφευρεθεί στον κόσμο, ακόμη όμως αφού έμαθε  και κάθε λέξη από τις διάφορες γλώσσες, εξέπληξε όχι μόνο αυτούς που την έβλεπαν, αλλά και αυτούς που άκουγαν για τη φήμη, τη σοφία και την παιδεία της. Λόγω της ομολογίας της για τον Χριστό, βασανίστηκε πολύ από τον βασιλιά Μαξέντιο, ενώ στο τέλος της έκοψαν και το κεφάλι, δεχόμενη έτσι και το στεφάνι του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Χριστό, τον αληθινό Θεό μας».
Μας δίνει την ευκαιρία η πάνσοφος αυτή νύμφη του Κυρίου, εν σχέσει και με τη σοφία των ρητόρων που αντιμετώπισε, να σημειώσουμε αυτό που επισημαίνει και ο υμνογράφος και που έχει αξία διαχρονική: η κοσμική σοφία των ρητόρων, επειδή ακριβώς δεν διαπνεόταν από τη χάρη του Θεού και στηριζόταν μόνον στις πλοκές των ανθρωπίνων ματαίων συλλογισμών, τελικώς ήταν «ανάπλεως απαιδευσίας», εντελώς γεμάτη από απαιδευσία. «Χαίροις,(Αικατερίνα), η των φληνάφων ρητόρων την θρασυστομίαν ελέγξασα, ως απαιδευσίας ανάπλεως». (Να χαίρεσαι, Αικατερίνα, σύ που έλεγξες το θρασύ στόμα των ρητόρων σαν κάτι που ήταν γεμάτο από έλλειψη παιδείας). Αληθινά: μία παιδεία χωρίς Χριστό, δηλαδή χωρίς χάρη Θεού, τι μπορεί να είναι; Κατά τη ρήση του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου: ένας έξυπνος δαιμονισμός. Πόσο πρέπει να προβληματιστούμε όλοι πάνω σ’  αυτήν την παρατήρηση του αγίου υμνογράφου! Ιδίως σήμερα, που χωρίς αιδώ και σκέψη πολλοί «υπεύθυνοι με θέση και εξουσία» αποδύονται σε αγώνα εξοβελισμού από την ελληνική εκπαίδευση κάθε χρώματος χριστιανικού.
Ο άγιος υμνογράφος μας καθοδηγεί και σε άλλες διαστάσεις της πολυτάλαντης προσωπικότητάς της. Σημειώνει μεταξύ άλλων στο εξαποστειλάριο της ακολουθίας: «Ενεύρωσας το φρόνημα γυναικών, ω παρθένε, Αικατερίνα πάντιμε, αθλοφόρων η δόξα». (Ισχυροποίησες το φρόνημα των γυναικών, παρθένε και πάντιμε Αικατερίνα, συ που είσαι η δοξα των αθλοφόρων μαρτύρων). Η αίσθηση του υμνογράφου, αίσθηση της όλης Εκκλησίας, ότι η αγία Αικατερίνα με ό,τι έζησε και έκανε έδωσε νεύρο στο φρόνημα των γυναικών, τις έκανε πιο ισχυρές, είναι κάτι σημαντικό. Σε εποχή που τονίζονται τα δικαιώματα των γυναικών, που ο λεγόμενος φεμινισμός, ως κίνημα για να αποκτήσουν οι γυναίκες εκείνα που δικαιούνται μέσα σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, η διαπίστωση ότι οι γυναίκες μάρτυρες, σαν την αγία Αικατερίνα, είναι αυτές που ουσιαστικά και δραστικά δυναμώνουν το φρόνημά τους, πρέπει να εξαγγέλλεται. Νομίζουμε ότι εδώ βρισκόμαστε σε ό,τι ανώτερο έχει δοθεί ως ώθηση  για τον φεμινισμό. Διότι αυτός δεν βρίσκεται στα λόγια, αλλά στο παράδειγμα. Και δυναμικότερο παράδειγμα από μία γυναίκα που έδωσε και τη ζωή της για την πίστη στον Θεό και στον άνθρωπο δεν υπάρχει.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Η ΟΣΙΑ ΑΠΟΛΙΝΑΡΙΑ ΠΟΥ ΑΣΚΗΤΕΨΕ ΩΣ ΕΥΝΟΥΧΟΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ



site analysis



Τη 4η του μηνός Ιανουαρίου
Μνήμη της Oσίας Aπολιναρίας της Συγκλητικής
Aίρουσιν εκ γης την Aπολιναρίαν. 
Και γαρ κατοικείν ουρανούς ην αξία. 
Aύτη η αοίδιμος Aπολιναρία ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Mεγάλου, του επονομαζομένου Μακέλλη, εν έτει υνζ΄ [457], θυγάτηρ Aνθεμίου, όστις εδιωρίσθη παρά του βασιλέως να ήναι της Pώμης διοικητής. Κατά δε το κάλλος και την φρονιμάδα, αύτη υπερέβαινε τας πολλάς γυναίκας του τότε καιρού. Eκ νεαράς δε ηλικίας επόθησε την παρθενίαν, και επαρακάλει τον Θεόν νύκτα και ημέραν να επιτύχη του ποθουμένου, ήτοι να μείνη παρθένος έως θανάτου. Διά τούτο επαρακάλεσε και τους γονείς της να την συγχωρήσουν να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα. Eπειδή δε εκείνοι της έδωκαν την άδειαν, τούτου χάριν η μακαρία πέρνουσα δούλους και δουλεύτρας, ομοίως και χρυσάφι και αργύριον και ρούχα πολύτιμα, επήγεν εις την Aγίαν Πόλιν. Και εκεί τα εμοίρασεν όλα εις τους πτωχούς. Aφ’ ου δε επροσκύνησε τους Aγίους Τόπους, και ελευθέρωσε τους δούλους και δουλεύτρας της, εκράτησε μαζί της μόνον ένα γέροντα και ένα ευνούχον.Τους οποίους πέρνουσα, εκίνησε να υπάγη εις Aλεξάνδρειαν. Φθάσασα δε εις ένα τόπον ομαλόν και ίσον, απεφάσισε να καθίσουν εκεί, διά να αναπαύσουν ολίγον τον κόπον της οδοιπορίας. 
Όταν δε οι άνθρωποί της εκοιμήθησαν, τότε η τρισολβία πάντα καταφρονήσασα, φεύγει κρυφίως και εμβαίνει εις τον εκείσε ευρισκόμενον λόγγον. Eκεί λοιπόν έμεινε χρόνους πολλούς, τόσον οπού έγινε το δέρμα του σώματός της σκληρόν, ωσάν το δέρμα της χελώνης, από τα δαγκάματα των εν τω λόγγω εκείνω ευρισκομένων κωνώπων. Έπειτα πηγαίνει εις μίαν σκήτην, όπου ήτον πολλοί άγιοι Πατέρες, και εκεί υποκρινομένη, ότι είναι ευνούχος, ωνόμασε τον εαυτόν της Δωρόθεον. O δε εκεί ευρισκόμενος Όσιος Μακάριος, εδέχθη αυτήν, και της έδωκε κελλίον, μέσα εις το οποίον εγκλεισθείσα η τρισολβία, επροσηύχετο εις τον Θεόν νύκτα και ημέραν. O δε πατήρ της Aνθέμιος είχε και άλλην θυγατέρα, η οποία έπασχεν από ακάθαρτον δαιμόνιον. Όθεν έστειλεν αυτήν εις τους Πατέρας της σκήτεως διά να την ιατρεύσουν. Περί δε της θυγατρός του ταύτης Aπολιναρίας απέκαμεν, και πλέον δεν ερεύνα δι’ αυτήν. Οι δε Πατέρες έστειλαν την δαιμονισμένην προς την αδελφήν της, ήτις υπεκρίνετο πως ονομάζεται Δωρόθεος, ως είπομεν ανωτέρω. Και αναμεταξύ εις ολίγας ημέρας, ελευθερώθη από τον δαίμονα το κοράσιον και αποστέλλεται από τους Πατέρας υγιής εις τον πατέρα της. Ύστερον δε από ολίγας ημέρας, άρχισεν η κόρη να φαίνεται ότι ήτον εγγαστρωμένη. O δε ταύτης πατήρ, νομίσας ότι εγγαστρώθη από τον Aββάν Δωρόθεον, πέμπει παρευθύς ταχυδρόμους, και φέρνουσιν αυτόν έμπροσθέν του. 
H δε Oσία δείξασα με κάποια σημεία, πως ήτον γέννημα και θυγάτηρ του Aνθεμίου, έκαμεν όλους να θαυμάσουν και να φοβηθούν. Και μάλιστα διά το θαύμα οπού έκαμεν εις την ιδίαν αδελφήν της. Μετά ταύτα μείνασα ολίγας ημέρας με τους γονείς της, πάλιν εγύρισεν οπίσω εις το κελλίον της, χωρίς να μάθη κανένας εκείνο οπού εποίησεν. Aφ’ ου δε ετελεύτησε, τότε εγνωρίσθη εις τους Mοναχούς, ότι είναι γυνή. Όθεν όλοι εξέστησαν διά τούτο, και επαρακινήθησαν να ευχαριστήσουν τον Θεόν. 
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Η μακαριστή ψυχούλα Θεογνωσία!



site analysis

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου



Η μακαριστή Θεογνωσία Πατέρες και αδελφοί,

μεταβαίνει σήμερον εκ του θανάτου εις την ζωήν ένας ευλογημένος και ενάρετος άνθρωπος, η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ανακάλυψε ενωρίς στη ζωή του το αυθεντικό και αληθές νόημα της ζωής και του θανάτου. Είναι όντως ευλογημένη η Θεογνωσία, όχι μόνον γιατί πήρε στην κολυμβήθρα της βαπτίσεώς της τη γνώση του Θεού, αλλά επειδή αξιώθηκε να επαληθεύσει το όνομά της.

Όντως η προκείμενη νεκρή Θεογνωσία είχε γνώση του Θεού, κι ας μην ήταν θεολόγος. Και επιβεβαίωνε τη γνώση τούτη με τη ζωή της, με την όραση των θείων μυστηρίων, τη γεύση του Θεού, δηλαδή αυτή την εμπειρία, που εμείς διαβάζουμε στα πατερικά και θεολογικά βιβλία μας. Παράδοξο, θα πει κάποιος! Δεν είναι όμως παράδοξο!

  Δόξα τω Θεώ, η Κύπρος έχει ακόμα, ας είναι και μεταλλαγμένη και σκλαβωμένη, αρκετές «Θεογνωσίες»∙ ανθρώπους δηλαδή της λαϊκής ευσέβειας, οι οποίοι πολύ νωρίς αντιλήφθηκαν ποια είναι η αληθινή γεύση, ο πραγματικός σκοπός αυτού του βίου. Κι ότι αυτός ο βίος, αν δεν ενώνεται με την αιώνια ζωή του αιώνιου Θεού, είναι βίος ανεόρταστος, άχαρος, χωρίς τη χάρη του Τριαδικού μας Θεού. Δόξα τω Θεώ, που αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε αυτού του είδους τη γνώση του ανθρώπου αυτού.




  Κι εσείς, τα παιδιά της, οι κόρες της, οι γαμπροί, τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, οι επίλοιποι συγγενείς, οι χωριανοί μας Ζωδιάτες και όλοι εσείς, που αξιωθήκατε να έχετε γνώση της Θεογνωσίας, είστε όντως ευλογημένοι.
Κι αν κρίνω από τους δύο επικήδειους λόγους που άκουσα, μπορώ να πω ότι αντιληφθήκατε τον θησαυρό της οικογένειάς σας. Κι έτσι μπορείτε να στηρίζετε τη δική σας οικογένεια, είτε τη τωρινή, είτε τη μελλοντική, στο παράδειγμα αυτής της ευλογημένης γιαγιάς, της Θεογνωσίας.
 Αν είμαι εδώ παρών, δεν είναι γιατί είμαστε χωριανοί με τη Θεογνωσία, ούτε πως είμαστε και μακρινοί συγγενείς, όπως πράγματι είμαστε από την πλευρά της γιαγιάς μου, αλλά γιατί, κατά ένα μυστικό τρόπο, στα ύστερα χρόνια της η Θεογνωσία μού εμπιστεύτηκε πολλά από τον εσωτερικό, πνευματικό της κόσμο, από την εμπειρία του Θεού, που απεκόμισε.



 Θα ήθελα να αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά τα εν Χριστώ βιώματά της, προς ωφέλεια και των κληρικών και εσάς των οικείων της. Καταρχάς, η αγαπητή μας Θεογνωσία γεννήθηκε με μια μεγάλη προίκα, όχι όπως νόμιζαν οι Ζωδιάτες τα πολλά περιβόλια και τα πολλά πλούτη, όχι αυτή την προίκα. Αυτή αποδείχτηκε φαντασία, την οποία τώρα νέμονται οι κατακτητές μας. Η προίκα της ήταν η μάνα της, η Παναγιωτού· άνθρωπος του Θεού, με βαθιά απλότητα αλλά και βαθιά πνευματική εσωτερικότητα.


  Η ίδια μας διηγήθηκε το εξής γεγονός, το οποίο είναι καταγραμμένο σε ένα από τα πιο λαοφιλή βιβλία, που σήμερα κυκλοφορούν, και που τιτλοφορείται Ασκητές μέσα στον κόσμο, και έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί δύο τόμοι.   Επιτρέψτε μου εδώ να αναφερθώ και στην προϊστορία του βιβλίου. Τη σειρά αυτή των βιβλίων επιμελήθηκε ο ιερομόναχος π. Ε. της Καψάλας, ένας από τους μεγαλύτερους ασκητές του συγχρόνου Αγίου Όρους και προσωπικός μας φίλος, πνευματικό δε τέκνο του οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου, του οποίου η αγιότητα ανακηρύχθηκε επίσημα μόλις προ ενός μηνός.

Είχε ειπεί λοιπόν ο γερο-Παΐσιος στον π. Ε. να καταγράψει, όχι μόνο τον βίο και τη διδασκαλία συγχρόνων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, αλλά και ανθρώπων που έζησαν στις μέρες μας ασκητικά μέσα στον κόσμο, ούτως ώστε και οι έγγαμοι να έχουν πρότυπα βίου, και όχι μόνον οι μοναχοί με τους ασκητές. Έτσι ο καλός μας π. Ε. μπήκε σε αυτή τη διαδικασία, και χάρηκα που στον δεύτερο τόμο της σειράς που αναφέραμε (Ασκητές μέσα στον κόσμο) έχει 
περιλάβει και έξι Κυπρίους λαϊκούς, ανθρώπους ενάρετους και αγιασμένους.


  Μια από τις έξι αυτές βιογραφίες είναι η βιογραφία της Παναγιωτούς, της μάνας της Θεογνωσίας.Ας είναι καλά ο παπα-Θεοδόσης, ο ιερέας εδώ του ναού, που διέσωσε, κατέγραψε και παρέδωσε στον π. Ε. το γεγονός, που τώρα θα σας διηγηθώ.

 Γράφει, λοιπόν, μέσα σ᾽ αυτό το βιβλίο, για όσους δεν το διαβάσατε, το εξής: 

Πήγε η Παναγιωτού μαζί με την κόρη της Θεογνωσία και άλλους στον εξωκκλήσι της Κάτω Ζώδιας -προ της εισβολής, βεβαίως-, στον άγιο Γεώργιο των Ξαλώνων, αλλά ήταν κλειστή η εκκλησία.

Η Παναγιωτού είχε τέτοια απλότητα αλλά και τέτοια φυσική πίστη, που με δυνατή φωνή είπε: 
«Άγιε Γεώργιε, είσαι μέσα; Αν είσαι μέσα, άνοιξέ μας!» Και άκουσε τη φωνή του αγίου Γεωργίου από μέσα, που της απάντησε: «Είμαι μέσα! Ελάτε!»

 Αλλά, για να ακούσει τη φωνή του αγίου, σημαίνει και αυτή είχε καθάρισει τις αισθήσεις τις και μπορούσε, ήταν άξια, να ακούσει αυτή τη φωνή. Γι αυτό, όσοι δεν έχουμε την εμπειρία του Θεού, να εμπιστευόμαστε την εμπειρία των αγίων, την εμπειρία των εναρέτων ανθρώπων του Θεού.


  Η Παναγιωτού, λοιπόν, μεγάλωσε αυτή την κόρη. Μου έλεγε η μακαριστή Θεογνωσία, ότι από τον καιρό που ζοῦσε στη Ζώδια έμαθε να κάνει πολλές μετάνοιες, αλλά κρυφά από τους άλλους. Να μην τη βλέπουν, ούτε τα παιδιά της, ούτε και ο άντρας της ο Γιαννής. Γιατί είχε μάθει και από τη μάνα της και από τη γιαγιά της -δείτε δηλαδή πόσο δυνατή παράδοση ήταν αυτή-, ότι ο Θεός ευλογεί το μυστικό, αυτό που δεν δοξάζουν οι άνθρωποι, αυτό που δεν βλέπουν, δεν ζηλεύουν, δεν φθονούν και δεν επαινούν. Γι᾽ αυτό φρόντιζε η ζωή της η προσωπική και πνευματική να είναι μυστική. 
Μου λέει: «Εν᾽ ναι (δεν είναι) για τούτο, Δεσπότη μου, που τζιαι τούτα που κάμνετε εσείς οι παπάδες μέσα στο ιερό λέγονται μυστήρια;» 

Ναί, πράγματι, γιατί τα Μυστήρια έχουν μια μυστική διάσταση, την οποία δεν μπορούν να δουν πολλοί, αλλά έχουν τη δυνατότητα να τη γευθούν όλοι.


 Είναι και ακόμη λίγα πράγματα, που μπορώ να καταθέσω για τη μακαριστή δούλη του Θεού Θεογνωσία. 
Βρισκόταν κάποτε στον Μουτουλλά, και είδε εκεί για πρώτη φορά τον φύλακά άγγελό της. Τον είδε εν είδει φωτός και φοβήθηκε και πήγε στη μάνα της και της το διηγήθηκε. Η μάνα της, της εξήγησε: 
«Είναι ο άγγελός σου κόρη μου, που πήρες στο Βάπτισμα. Πρόσεξε, να μην τον προσβάλεις.» 

Αργότερα τον είδε πάλιν και πολλάκις. Όταν κάποτε πήγε στον Κύκκο να προσκυνήσει με έναν από τους γαμπρούς της, καθυστέρησαν, και του έλεγε, «κάμε πιο γρήγορα, γυιέ μου, διότι ήδη μπήκαν στην ευλογημένη βασιλεία», δηλαδή είχε αρχίσει η Λειτουργία. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, έφτασαν την ώρα του χερουβικού. Και η ευλογημένη ψυχή της Θεογνωσίας αξιώθηκε να ιδεί πνευματικά το μυστήριο της θείας Λειτουργίας! Ενώ εμείς, που το τελούμε τόσες πολλές φορές δεν το βλέπουμε, απλοί άνθρωποι του Θεού, που έχουν καθαρίσει τα μάτια της ψυχής τους, βλέπουν αυτά που εμείς δεν βλέπουμε. Και η Θεογνωσία ήταν άνθρωπος που είχε όραση του Θεού, γι᾽ αυτό είπα ότι είχε γνώση του Θεού.


 Έβλεπε λοιπόν μέσα στην αγία πόρτα, όπως λέμε στην Κύπρο, δηλαδή στην Ωραία Πύλη, ένα τεράστιο γαλάζιο φως και ο παπάς ήταν από πίσω προς την αγία Τράπεζα. 
Και όποτε περνούσε από την Ωραία Πύλη για να ειπεί το, «ειρήνη πάσι», περνούσε μέσα από το φως και το φως διαχεόταν δια χειρός του ιερέως σε όλους τους πιστούς. Αν και σε μερικούς, καθώς μου είπε, δεν καθόταν το φως, και λυπήθηκε. Σκεφτείτε δηλαδή αυτή τη γυναίκα, πόσο τη χαρίτωσε ο Θεός, για να βλέπει τα μη ορώμενα. 


 Άλλοτε πάλιν, σε ένα από τους ναούς της Κύπρου -όχι αυτόν εδώ της Λευκωσίας-, έβλεπε τον ιερέα την ώρα που θυμίαζε στο χερουβικό τις τέσσερις πλευρές της αγίας Τραπέζης, και έβλεπε ότι κάτω από την αγία Τράπεζα έβγαινε σε κάθε πλευρά και ένας άγιος και έκαμνε υπόκλιση του ιερέως.

Τη ρώτησα: «Από τις πλευρές έβγαιναν οι άγιοι ή από αλλού;» 
Και μου απάντησε: «Όχι, από τις γωνιές. Από τις τέσσερις γωνιές της αγίας Τραπέζης.» 

 Και ξέρετε, αγαπητοί μου πατέρες, ότι η κανονική τάξη είναι να θυμιάζομε όχι από τις πλευρές, αλλά τις τέσσερεις κεραίες, γωνίες της αγίας Τραπέζης. Γιατί; Γιατί εκεί, κατα την τελετή των Εγκαινίων του ναού, τοποθετούμε τις εικόνες των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Έβλεπε λοιπόν η Θεογνωσία τους τέσσερεις Ευαγγελιστές, που έκαναν υπόκλιση στον ιερέα, την ώρα που ο ιερέας θυμίαζε την αγία Τράπεζα. Σ᾽ ένα από τα τελευταία της τηλεφωνήματα, είχε την απορία, μήπως είχε αμαρτία που μου έλεγε αυτά τα πράματα.


Διότι η μάνα της, της έλεγε να μην τα λένε, για να μη δοξαστούν. Της είπα και εγώ: 
«Σου υπόσχομαι, αν ζήσω, θα τα πω μόνον στην κηδεία σου. Εκεί δεν μπορεί να σε πειράξει ο πειρασμός, ούτε μπορείς τότε να υπερηφανευτείς.» Είχε, βλέπετε, την αγωνία, μήπως κενοδοξήσει, μήπως περηφανευτεί από τις πολλές οράσεις που είχε στη θεία Λειτουργία. Όταν για κάποιες Κυριακές δεν είδε τίποτε στη Λειτουργία, ανησύχησε. Με πήρε τηλέφωνο. 
«Μήπως είναι επειδή σου είπα ορισμένα πράματα, και δεν άρεσε του Θεού;», με ρώτησε. 
Της λέω: «Όχι, δεν είναι γι᾽ αυτό. Φαίνεται, εσύ θέλεις να βλέπεις αυτά τα πράματα!» 
«Να μην θέλω λοιπόν;», με ρωτάει. 

«Όχι, να μην θέλεις», της απάντησα. «Να αφήνεις τον Θεό, να σού δείχνει ό,τι θέλει να σου δείξει και να Τον δοξάζεις πάντοτε!»


  Λοιπόν αυτά τα ολίγα είχα να μοιραστώ μαζί σας, για να αντιληφθούμε τι άνθρωπο προπέμπομε σήμερα στον παράδεισο. Έχουμε μεγάλη ευθύνη, που από τη γενιά μας, από το χωριό μας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τέτοιοι άνθρωποι. 
Να συνεχίσετε, όχι μόνον τους ωραίους λόγους της Θεογνωσίας και τα ωραία ήθη και έθιμά της, αλλά εξαιρέτως την τακτική της μυστικής άσκησης και προσευχής, τα πολλά μνημονέματα που έκαμε πολλών κεκοιμημένων όλης της Κάτω Ζώδιας. Έτσι η Κάτω Ζώδια, αν και τόσα χρόνια κατεχόμενη, στον νου της Θεογνωσίας ήταν γνωστή και ελεύθερη και την ένωνε με την άνω μνήμη, την αιώνια μνήμη του αιώνιου Θεού. Αυτή ήταν ενδεικτικά η δούλη του Θεού Θεογνωσία.



 Εύχομαι όλοι εμείς, είτε αρχιερείς, είτε ιερείς και διάκονοι, είτε εσείς, ο λαός του Θεού, να έχουμε τέτοια μίμηση αυτής της λαϊκής ευσέβειας. Και, τι είναι νομίζετε η λαϊκή ευσέβεια; Η λαϊκή ευσέβεια είναι η ευσέβεια των αγίων αποστόλων. Οι άγιοι απόστολοι ήταν άνθρωποι απλοί του λαού, οι πιο πολλοί ψαράδες. Και όμως αυτοί πίστεψαν, πως εκείνος ο τριαντάχρονος Διδάσκαλος, ο Ιησούς, ήταν πράγματι ο σαρκωμένος Υιός του Θεού του ζώντος, ο Μεσσίας, ο νικητής του θανάτου. 
Η Θεογνωσία συνεχίζει την πίστη, την εμπειρία των αγίων αποστόλων. Είναι η αποστολική ευσέβεια, η λαϊκή ευσέβεια της Κύπρου. Ο Θεός να αναδείξει και να κρατήσει τέτοιους ανθρώπους ανάμεσά μας σε αυτές τις τόσο δύσκολες ώρες, που περνά ο τόπος, για να μας διδάξουν τη γνώση του Θεού, όπως η δούλη του Θεού Θεογνωσία. Αιωνία της η μνήμη!

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Η συγκλονιστική Αληθινή ιστορία της Ελένης της παραδουλεύτρας από το Καρπενήσι!



site analysis


 

Η Ελένη ζούσε στο Καρπενήσι και είχε παντρευτεί έναν πολύ σκληρό ανδρα, ο οποίος την χτυπούσε για το παραμικρό, όπως χτυπούν τα παιδιά την μπάλα στο γήπεδο. Τα βάσανα της ζωής την έκαναν να υπηρετεί στη Μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας κάθε Δεκαπενταύγουστο. Διηγείτο η ίδια: Μία περίοδο δούλευα παραδουλεύτρα σε ένα γιατρό, που ήταν καλοπληρωτής αλλά και πολύ σκληρός σαν τον άνδρα μου. Μία μέρα πήρα τον κάδο των σκουπιδιών για να πάω να τα πετάξω και ξαφνικά άκουσα ενα κλαυθμύρισμα. Φθάνοντας στο σκουπιδότοπο άνοιξα το καπάκι και βλέπω ένα, μωρό μέσα στα αίματα. «Παναγιά μου τι να κάνω; Να γυρίσω στο γιατρό δε γίνεται γιατί αυτός το πέταξε, όμως αν το πάρω στο σπίτι ο άντρας μου θα με σφάξει σαν λαμπριάτικο αρνί». 

Το πήρα, το φίλησα σκουπίζοντας τα αίματα και το έσφιξα στην αγκαλιά μου, γιατί ήταν ο χειμώνας πολύ παγερός. Όταν έφθασα στο σπίτι δεν ήταν κανείς. Είπα μέσα μου, «Ο Θεός είναι μαζί μου» και αφού το έπλυνα το τύλιξα σε μία παλιά μου πουκαμίσα και το σταύρωσα προσευχόμενη, «Παναγία μου Προυσιώτισσα, χαρίτωσε το να μην κλάψει». Και το θαύμα έγινε. Το μωρό για δυο χρόνια δεν έκλαψε! Το τάϊζα κρυφά και το κοίμιζα κάτω από το κρεβάτι μας. Όταν ερχόταν ο ανδρας μου η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Πέρασε ο καιρός και το παιδί άρχισε να μπουσουλά. Οπότε ενα μεσημέρι εκεί που τρώγαμε ξετρύπωσε το μωρό και ήρθε κάτω από το τραπέζι. Μόλις το είδε ο άνδρας μου τα μάτια του γυάλισαν σαν του λιονταριού. «Τι είναι αυτό;», μου λέει. Τότε έκαμα τον σταυρό μου και του είπα το μυστικό. Συγκινήθηκε και το δέχθηκε σαν να ήταν δικό του. Το παιδί αυτό τώρα έχει παντρευτεί και εργάζεται στο Καρπενήσι. Από το παιδί αυτό έχω ένα ποτήρι νερό, ενώ από τα δικά μου τίποτα.
Πηγή

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Μια αγία και θαυματουργή μαία:Η πρεσβυτέρα Όλγα Michael της Αλάσκας



site analysis


Η πρεσβυτέρα Olga Michael,ήταν σύζυγος του πρωθιερέως Νikolai.Ο.Michael από το χωριό Kwethluk κοντά στον ποταμό Kuskokwim της Αλάσκας.'Οπως γράφει στο βιβλίο του''Ορθόδοξη Αλάσκα'' ο ιερέας Michael Oleksa:«δεν είχε ένα φυσικό παρουσιαστικό επιβλητικό».Γέννησε 8 παιδιά,πολλά από τα οποία χωρίς τη βοήθεια μιας μαμής.Όσο ο ιερέας-σύζυγός της βρισκόνταν στις ενορίες του,η πρεσβυτέρα Όλγα φρόντιζε την οικογένειά της και βοηθούσε και τους άλλους.Σε κάποιες στιγμές θύμιζε την ιστορία της Ταβιθά(Πράξεις των Αποστόλων)αφού:''δεν έραβε μόνο τα άμφια του π.Νικολάου και γούνες μπότες,γάντια,για τα παιδιά,αλλά δεν υπήρχε φίλος ή γείτονας που να μην έχει κάτι φτιαγμένο,ειδικά για εκείνους,από τα χέρια της. 
  Ενορίες οι οποίες βρισκόνταν εκατοντάδες μίλια μακρυά δεχόνταν από εκείνην ως δώρο,τα mukluk(παραδοσιακά παπούτσια)για να τα πουλήσουν,ή δωρεές για νεόκτιστους ναούς.Δεν υπήρχε ιερέας που να μην έχει γάντια ή μάλλινες κάλτσες φτιαγμένες από τα χέρια της.Εκτός από τις άλλες ασχολίες της(όπως το να φτιάχνει τα πρόσφορα)είχε αποστηθήσει πολλούς ύμνους των μεγάλων εορτών στα Yup'ik,την μητρική της γλώσσα.

  Επέζησε κατά θαυμαστό τρόπο όταν αρρώστησε από καρκίνο και όλα φαινόνταν χαμένα(τελικά πέθανε αργότερα όταν ξανααρρώστησε)και ετοιμάστηκε με πολύ θάρρος και πίστη για την κοίμηση της στις 8 Νοεμβρίου 1979.

Φαινόνταν ότι το χιόνι και ο παγωμένος ποταμός(συνηθισμένο καιρικό φαινόμενο για την περιοχή)θα εμπόδιζαν τον κόσμο να συμμετάσχει στην κηδεία της.Κατά περίεργο όμως για την εποχή τρόπο,άρχισε να φυσάει ένας νότιος άνεμος ο οποίος άρχισε να λιώνει το χιόνι και τον πάγο και έτσι πολλοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά άρχισαν να καταφτάνουν στο Kwethluk.Εκατοντάδες πιστοί γέμισαν τον ναό αυτήν την υπέροχη(σαν ανοιξιάτικη)ημέρα Βγαίνοντας από τον ναό,η λιτανεία συνοδεύτηκε από ένα σμήνος πουλιών,αν και αυτήν την περίοδο του χρόνου τα πουλιά είχαν μεταναστεύσει νότια.Τα πουλιά πέταξαν κυκλικά πάνω από το φέρετρο της μεχρι που την έβαλαν μέσα στον τάφο.Το έδαφος-παγωμένο κατά κανόνα αυτήν την εποχή-σκαβόνταν εύκολα,λόγω του λιώσιμου του πάγου.Το βράδυ,αφού τελείωσε το τραπέζι της συγχώρησης,ο άνεμος άρχισε πάλι να φυσάει,το ποτάμι πάγωσε,ο χειμώνας ξαναγύρισε.Ήταν σαν να άνοιξε η ίδια η γη για να δεχτεί αυτήν την γυναίκα.Η φύση συμμετείχε και αυτή στην δοξολογία του Θεού από τον πιστό λαό του.


Ωστόσο όχι μόνο η ιστορία της  αλλαξε την ζωή κάποιων ανθρώπων,αλλά και οι θαυμαστές παρουσίες της.

 Μια γυναίκα η οποία κατάγεται από το Kwethluk,αλλά τώρα κατοικεί στην Αριζόνα είδε στον ύπνο της την πρεσβυτέρα Όλγα,η οποία την καθυσύχαζε λεγοντάς της ότι η μητέρα της είναι καλά επειδή θα ακολουθήσει την πρεσβυτέρα Όλγα σε έναν τόπο φωτεινό και χαρούμενο.Η γυναίκα δεν γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και την είχαν μεταφέρει στο Anchorage και ότι μετά από λίγο θα πέθαινε.Την επόμενη ημέρα έλαβε τα νέα για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόνταν η μητέρα της.Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από την Αριζόνα στην Αλάσκα,επαναλαμβάνοντας της τα λόγια της πρεσβυτέρας Όλγας σχετικά με το τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατό της.Η γυναίκα πέθανε ειρηνικά χωρίς η κόρη της να λυπηθεί και να αντιδράσει υπερβολικά λόγω των όσων της είχε πει η πρεσβυτέρα.

  Μια άλλη γυναίκα,μόλις είδε την φωτογραφία της αισθάνθηκε μια ψηλαφητή παρουσία,γεμάτη στοργή και αγάπη.

 Η πιο λεπτομερής μαρτυρία όμως έρχεται από μία γυναίκα ορθόδοξη η οποία για πολλά χρόνια υπέφερε εξαιτίας κάποιας σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί.στα παιδικά της χρόνια.

«Μια ημέρα ήμουν απορροφημένη στην προσευχή μου όταν ξαφνικά θυμήθηκα κάτι τρομακτικό για εμένα.Άρχισα να προσεύχομαι στην Παναγία να με βοηθήσει και να με ελεήσει.Σταδιακά άρχισα να νομίζω ότι βρίσκομαι σ'ένα δάσος και φοβόμουν λίγο.Σύντομα αισθάνθηκα μέσα από το δάσος μια λεπτ'η αύρακαι έπειτα ένα άρωμα φρεσκοσκαμμένου κήπου.Είδα την Παναγία έτσι όπως ήταν ντυμένη στην εικόνα αλλά πιο ψηλαφητή και πιο φωτεινή να έρχεται προς εμένα.Όσο πλησίαζε πρόσεξα ότι κάποιος περπατούσε πίσω της.Έκανε στην άκρη και έδειξε προς μία κοντή γυναίκα το πρόσωπο της οποίας εξέπεμπε σοφία.

Ποιά είναι αυτή;ρώτησα

Η Παναγία απάντησε''Η Αγία Όλγα''(Διαβάστε την ενδιαφέρουσα συνέχεια)


H Αγία Όλγα μου είπε να την ακολουθήσω.Ακολουθήσαμε έναν δρόμο μακρύ μέχρι που τα δέντρα τελείωσαν.Φτάσαμε σ'έναν λοφίσκο όπου σε μια μεριά υπήρχε μία πόρτα.Μου έκανε σημάδι να καθήσω κάτω,ενώ εκείνη άνοιξε την πόρτα εκείνη και μπήκε μέσα.Μετά από λίγο βγήκε κάπνος από την κορυφή του λόφου.Η Αγ.Όλγα βγήκε κρατώντας τσάι από βότανα.Καθήσαμε και οι δύο κάτω και αρχισαμε να πίνουμε το τσάι,ενώ ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό μας.Άρχισα να αισθάνομαι πόνο στην κοιλιά και πήγα μέσα για να ξαπλώσω.Η πόρτα ήταν τόσο χαμηλή όπου έπρεπε να σκύψω,σαν για να προσευχηθώ.

Στο εσωτερικό μέρος του λόφου ήταν ζεστά και πολύ ήσυχα.Από το άνοιγμα στην κορυφή του λόφου μέσα από ένα δοχείο έβγαινε ένα φως απαλό,ιλαρό.Όλα γύρω μου ήταν πολύ τρυφερά,κυρίως η Αγία Όλγα.Εκείνο το σπίτι μύριζε ρίγανη ανακατεμένη με πεύκο και τριαντάφυλλο.Η Μητερούλα Όλγα με βοήθησε να ανασηκωθώ σ'ένα είδος κρεβατιού,όπου έμοιαζε με ένα ξύλινο κουτί γεμάτο με βρύα και βότανα.Ήμουν εξαντλημένη και ξάπλωσα.Η Αγία Όλγα γύρισε προς τη λάμπα και ζέστανε κάτι το οποίο μου το άπλωσε στην κοιλιά.Έδειχνα σαν να είμαι έγκυος πέντε μηνών(δεν ήμουν έγκυος τότε)Άρχισαν οι ωδίνες του τοκετού.Ήμουν λίγο φοβισμένη.Η Αγία Όλγα με έπιασε απαλά από το χέρι,κάθισε δίπλα μου και προσποιούνταν ότι συμμετέχει και αυτή στον τοκετό,δείχνοντας μου τι να κάνω και πως να αναπνέω.Δεν έλεγε τίποτα.Με βοήθησε να βγάλω κάτι και το τοποθέτησε πάνω στο ξύλινο κουτί με τα βρύα.Ήμουν πολύ κουρασμένη και άρχισα να κλαίω από ανακούφιση.


Μέχρι τη στιγμή εκείνη δε μίλησε καθόλου,αλλά τα μάτια της εξέφραζαν πολύ τρυφερότητα και κατανόηση.Σηκωθήκαμε και ήπιαμε λίγο τσάι.Την ώρα που πίναμε η Αγία Όλγα άρχισε να γίνετε ένα με το φως του δωματίου.Το πρόσωπο της ήταν σαν ηλιακός δίσκος ή ο ήλιος έβγαινε κάτω από το δέρμα της.Ήμουν τόσο εκπληκτη που δεν έδωσα σημασία σε άλλες λεπτομέρειες.Το βλέμμα της έμοιαζε με της μητέρας που καλωσορίζει το νεογέννητο μωρό της.Φαινόνταν σαν να στάζει με τα μάτια της τρυφερότητα μέσα μου.Δεν τρόμαξα παρότι την περίοδο εκείνη δεν γνώριζα για το θείο φως που εκπέμπουν οι ανθρώποι χάρη στην αγάπη τους προς τον Θεό.(το κατάλαβα αργότερα όταν διάβασα τον βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ)

Τωρα πια γνωρίζω ότι τις στιγμές εκείνες θεραπευόνταν μέσα μου κάποιες παλιές πληγές.Μου ξαναέδωσε τη ζωή που μου είχαν κλέψει,μια ζωή που τώρα ήταν προσδιορισμένη από την αγάπη και την ομορφιά του Θεού.Μετά από λίγο διάστημα αισθάνθηκα να γεμίζει η ψυχή μου με ένα αίσθημα ειρήνης,σαν να ήταν η ψυχή μου ένα εγκαταλελειμένο μωρό που έκλαιγε και είχε επιτέλους βρει μια παρηγοριά..Ακόμη και τώρα που γράφω για αυτό το αίσθημα ειρήνης και το ζήλο για ζωή που με είχε καταλάβει,κλαίω από χαρά και ευλάβεια.

Μόνο μετά από αυτό άρχισε να μιλάει η οσία μητέρα Όλγα.Άρχισε να μου μιλάει για το Θεό και για τους ανθρώπους που διαλέγουν τον κακό δρόμο.Μου είπε ότι οι άνθρωποι που με πλήγωσαν βιάζοντάς με,νόμιζαν ότι θα φέρω πάνω μου όλην την κακία τους.Τότε μου είπε αποφασιστικά.:«Αυτό είναι ψέμματα.Μόνο ο Θεός μπορεί να απομακρύνει το κακό.Το μόνο πράγμα που μπορούσαν να βάλουν μέσα σου ήταν ο σπόρος της ζωής,ο οποίος είναι η δημιουργία του Θεού και δε μπορεί να μολύνει κανέναν.

Αυτό που είχα μαζέψει εγώ μέσα μου ήταν ο φόβος,ο πόνος,η ντροπή που αισθανόμουν.Περάσαμε λοιπόν μαζί τον τοκετό και τα έβγαλα όλα αυτά από μέσα μου!Έκαψε λίγο χορταράκι πάνω στην φλόγα και ο καπνός κατευθύνθηκε προς τον Θεό,ο οποίος είναι ο δικαστής αλλά και αυτός που συγχωρεί.Από αυτό το «λιβάνι»κατάλαβα ότι δεν ήταν δουλειά δική μου να φέρω πάνω μου τις αμαρτίες αυτών των ανθρώπων, αλλά του Θεού.Τι πλούτος,να ''γεύεσαι τη σωτηρία του Θεού.

Στο τέλος βγήκαμε μαζί έξω.Υπήρχαν τόσα πολλά τα αστέρια που απλωνόνταν στο άπειρο.Ο ουρανός έλαμπε και κύματα φωτός κινούνταν(είχα δει πολλές φωτογραφίες με το πολικό φως,αλλά δεν ήξερα ότι κινείται.)Ή η πρεσβυτέρα Όλγα μου το είπε ή και οι δυο το αισθανθήκαμε,δεν θυμάμαι,ότι αυτό το φως είναι η υπόσχεση ότι ο Θεός μπορεί  μέσα από τη βαθειά δυστυχία να φτιάξει κάτι το εξαιρετικά όμορφο.Για μένα ήταν η απόδειξη ότι είχα θεραπευτεί,επειδή τη θέση της δυστυχίας που αισθανόμουν μέσα μου και την οποία είχα κρύψει πίσω από τη ντροπή και τον πόνο.την είχε πάρει η ευτυχία και η ομορφιά».


Τι θα καταλάβουμε από αυτήν την διήγηση;Το λιγότερο ότι η αγία πρεσβυτέρα Όλγα κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην ζωή πολλών ομοεθνών της γυναικών.Ταυτόχρονα όμως,μαζί με τη συνείδηση ότι«θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις Αυτού»η ευλάβεια προς αυτήν απλώνεται και πέρα από τα σύνορα.Η πρεσβυτέρα Όλγα ήταν μαία γι'αυτό και να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης.Ακριβώς στον ρόλο της προστάτιδας αυτών που έχουν κακοποιηθεί,κυρίως σεξουαλικά.ο Θεός δια μέσου της πρεσβυτέρας Όλγας να θέλει να μετατρέψει την κατάρα σε ευλογία

 μετάφραση proskynitis


Πηγή.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Η ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΘΑ Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΑΝΩΝ ΚΡΗΤΗΣ



site analysis


                                 
Πριν φθάσουμε στο ιερό πρόσωπο αυτής τής Μοναχής πού  σχετίζεται με τούς δύο Όσιους καί ιδιαίτερα τόν Όσιο Εύμένιο, θεωρούμε απαραίτητο νά προτάξουμε κάποια άλλα ιστορικά στοιχεία άπαραίτητα, γιά νά δώσουμε στόν άναγνώστη νά καταλάβει τό όλο σκηνικό τής εποχής και τού συγκεκριμένου τόπου πού θά οδηγήσουν στο θέμα μας. Εκεί πού βρίσκεται σήμερα τό χωριό Καπετανιανά, ήταν παλιά Σκήτη Μοναχών και ονομαζόταν «Κυριελέησο», επειδή οί άσκητές αυτοί τηρούσαν τήν παράδοση πού είχαν παραλάβει από τούς ασκητές τού Άγιοφάραγγου, όπου καλλιεργούσαν τή νοερά προσευχή, άπ’ όπου και τή διδάχθηκε ό 'Άγιος Γρηγόριος ό Σινάίτης και τή δίδαξε στή συνέχεια ό ίδιος στο 'Άγιον Όρος. Κυριακό της Σκήτης ήταν ό Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ό όποιος σώζεται μέχρι σήμερα και είναι ό ενοριακός Ναός τού σημερινού οικισμού. Σώζονται και οι καταπληκτικές του τοιχογραφίες, στις περισσότερες των όποιων ιστορούνται οι μεγάλοι ασκητές της Εκκλησίας.


Έπί τουρκοκρατίας, κατά τόν καθηγητή Τωμαδάκη, λειτουργούσε άκόμη αύτή ή Σκήτη μέ τό παραπάνω όνομα. Στά βοηθητικά κτίσματα κοντά στόν Ναό ήλθαν καί κατοίκησαν οικογένειες αύτοεξόριστες άπό τά Σφακιά. Βρήκαν κοντά στούς Μοναχούς προστασία καί καλλιεργούσαν τά γύρω κτήματα. Τέτοια οικογένεια ήταν καί ή των Μπελιάδων. Κάποια άλλη τοπική εκδοχή θέλει τήν οικογένεια αύτή, όπως και άλλες τού χωριού έκείνου νά ήταν κρυπτοχριστιανοί, οι όποιοι κατέφυγαν σ’ αύτόν τόν έρημικό χώρο γιά νά τηρούν άνενόχλητοι πλέον τά θρησκευτικά τους καθήκοντα, γι’ αύτό ίσως οι παλιοί «Μπελιάδες» ήταν γνωστοί μέ τούρκικα παρωνύμια, όπως «Καδής», «Βελής» και άλλα. Μέχρι πού ζούσαν στά Καπετανιανά οι απόγονοι αυτών των οικογενειών, αποκαλούνταν «Καντήδες» και «Μπελιάδες», άπ’ όπου βγήκε και τό έπίθετο Βελιδάκης-Μπελιδάκης. Από τήν οικογένεια των Μπελιάδων προήλθε ή κατοπινή Μοναχή Μάρθα, κατά κόσμον Μαρία Μπελιδάκη.Μετά τήν τραγική κατάληξη πού είχε ή έπανάσταση τού Δασκαλογιάννη τό 1770, πολλοί Σφακιανοί εκπατρίστηκαν γιά νά σωθούν και κατέφυγαν και σ’ αύτό τό απομακρυσμένο χωριό των Άστερουσίων μέ τή Μοναστική παρουσία και παράδοση. 


Οι Μοναχοί δέν είχαν έγκαταλείψει τελείως τή Σκήτη, αλλά μάλλον είχαν μείνει ελάχιστοι. Γεγονός πάντως είναι, ότι στο έξης ή συντριπτική πλειοψηφία των νέων κατοίκων ήταν Σφακιανοί και αύτό διατηρούν έντονα στή μνήμη τους και στά πιστεύω τους ως πρός τήν προέλευσή τους οι σημερινοί κάτοικοι. Τό όνομα τό σημερινό του οικισμού Καπετανιανά σέ άντικατάσταση τού «Κυριελέησο» οφείλεται στις δραστηριότητες αυτών των άνθρώπων. Εκδικούμενοι γιά τά δικά τους δεινά τούς Τούρκους, άλλά και γιά τά δεινά πού ύπέφεραν οι χριστιανοί τού κάμπου, προέβαιναν σέ ένέργειες οι όποιες ενοχλούσαν τούς Τούρκους της Μεσαράς.





Κατέβαιναν και έκλεβαν ζώα των Τούρκων. Κανένα μέτρο δέν μπορούσε νά τούς σταματήσει, γι’ αύτό και οι Τούρκοι απευθύνθηκαν στις Αρχές γιά νά απαιτήσουν νά εφαρμοστεί τό μόνο μέτρο πού έπιανε. 'Ο φόβος από αφορισμό! Ό αφορισμός ήταν ένα κείμενο απειλητικό μέ κατάρες οι όποιες θά έπιαναν έκείνους πού θά συνέχιζαν νά κλέβουν μετά από τήν έπίσημη άνάγνωσή του στήν Εκκλησία τού χωριού ή στις Εκκλησίες της έπαρχίας έκείνης όπου γίνονταν οι κλοπές. Ή Εκκλησία είτε πιεζόμενη από τίς τουρκικές άρχές, είτε έπειδή και ή ίδια θεωρούσε αύτό ως μέσο άποτελεσματικό της καταστολής της κλοπής πού ούτως ή άλλως ήταν πράξη άντιχριστιανική, προέβαινε σέ τέτοιους φοβερούς άφορισμούς. Τό συγκεκριμένο κείμενο τού αφορισμού δέν διασώθηκε, γι’ αύτό και δέν γνωρίζουμε από ποιά Σύνοδο έγινε. Τήν Επαρχιακή Σύνοδο της Κρήτης ή τήν Πατριαρχική της Κωνσταντινουπόλεως; Τό πιθανότερο όμως είναι νά έγινε από τήν τότε Επαρχιακή Σύνοδο, διότι σέ έρευνά μας βρήκαμε τέτοιο άκριβώς Συνοδικό κείμενο τού 1812, δηλαδή «Αρχιερατικόν έπιτίμιον κατά κλεπτών και περιθαλπόντων αυτούς». Τό έπιτίμιο αύτό είχε σταλεί ως άπάντηση σέ γράμμα, «έσφραγισμένον μέ την κοινήν βούλλαν του Καστελιού των Σφακιών». Τό Συνοδικό κείμενο άρχικά αναφέρεται περιληπτικά στο περιεχόμενο τού γράμματος και στήν άπόφαση πού είχαν πάρει «ιερείς, κοσμικοί, καπεταναΐοι και προεστοί» σχετικά μέ τίς οικονομικές συνέπειες πού θά ύφίσταντο οι άποδεδειγμένα κλέφτες, απόφαση γιά τήν οποία είχε εκδοθεί και «διβάν δεσκερές παρά του ένδοξοτάτου δεφτερτάρ έφένδη εις βεβαίωσιν και πίστωσιν της συμφωνίας». 


Στή συνέχεια φαίνεται και ή Συνοδική ανταπόκριση στο γραπτό αίτημά τους, με τό όποιο ζητούσαν νά εκδοθεί «εκκλησιαστικόν φρικτόν έπιτίμιον» όχι μόνο γιά τούς κλέφτες, άλλά και γι’ αυτούς πού θά τούς προστάτευαν ή ύπερασπίζονταν. Τό έπιτίμιο πού άκολουθεί, είναι όντως φρικτή απειλή και κατάρα γιά όποιον «ήθελε τολμήσει από τώρα και εις τό έξης νά κλέφη άλλου τίνος ανθρώπου ζώον ή πράγμα, πολύ ή ολίγον». Τό έπιτίμιο, φέρει ημερομηνία 29 Μάιου του έτους 1812 και τό υπογράφει ό Κρήτης Γεράσιμος Παρδάλης, Διοπόλεως Μελέτιος, Αρκαδίας Νεόφυτος, Λάμπης Ιερόθεος, Χερρονήσου Ιωακείμ, Σητείας Ζαχαρίας (οι περισσότεροι από αύτούς έγιναν αργότερα Νέοι Ιερομάρτυρες).



Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν νά συνέταξε τέτοιο έπιτίμιο ή Ί. Επαρχιακή Σύνοδος των άμέσων έτών πρό τού 1864 γιά τούς κλέφτες κατοίκους των Καπετανιανών μετά από πίεση των τουρκικών αρχών, αφού ήξεραν και από τό παρελθόν ότι μόνο θρησκευτικού είδους εκφοβισμός ήταν δυνατόν νά τούς σταματήσει.
Άλλωστε τέτοιο φαινόμενο αφοριστικών κειμένων γιά πολύ με-γαλύτερα ζητήματα είχαμε και από πλευράς τού Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά από πιέσεις άπειλητικές της Υψηλής Πύλης, χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι ή Μητέρα Εκκλησία ήθελε έτσι νά πράξει. Τό έκανε κάτω από τήν απειλή της μαχαίρας και μόνο γιά τά μάτια των Τούρκων.





Τό Συνοδικό αυτό έπιτίμιο, μέ εντολή τού Μητροπολίτη Γερασίμου διαβάστηκε στόν Ναό της Παναγίας Καπετανιανών στο τέλος της θ. Λειτουργίας. Δεν γνωρίζουμε τήν ακριβή ημερομηνία και χρονολογία του επιτιμίου. Τότε εθεωρείτο ασθένεια μεταδοτική και απομόνωναν τούς λεπρούς. Τό ειδικό φαινόμενο αυτής της λέπρας ήταν ότι εξελισσόταν μέ τέτοιο ρυθμό, πού τον ίδιο χρόνο πολλοί από κείνους πού προσβλήθηκαν πέθαναν. Όλους αυτούς τούς απομάκρυναν νοτίως του χωρίου και τούς απομόνωσαν σέ μικρά σπήλαια των όποιων έκτισαν τό άνοιγμα μέ πέτρες. Τά σπήλαια αυτά ήταν σπήλαια διαμονής των παλαιών έρημιτών της Σκήτης του «Κυριελέησο» (μετέπειτα χωριού Καπετανιανών). Και τούτο τό συμπεραίνουμε και από τό γεγονός ότι ό τόπος αυτός φέρει μέχρι και σήμερα τό καλογερικό όνομα «Κάλλιστος». Στά μικρά αύτά σπήλαια, των όποιων τό άνοιγμα έχτισαν άφήνοντας μόνο κάποια μικρά παράθυρα γιά φως και φαγητό, έκλειναν μέσα τά λεπρά μικρά παιδιά, διότι έκλαιγαν και έφευγαν άναζητώντας τίς μητέρες τους. Από τό γεγονός αυτό ή περιοχή του «Καλλίστου» πήρε και τό όνομα «στών Μεσκήνηδων    τά χαράκια» Μπροστά σ’ αυτό τό κακό πού βρήκε τά Καπετανιανά, αντιπροσωπεία έπισκέφθηκε τόν Μητροπολίτη Κρήτης Διονύσιο , ό όποιος ήταν και ό κανονικός ποιμενάρχης της ένορίας αυτής και του έξέθεσαν τό γεγονός, μέ τήν παράκληση νά διαβαστεί συγχωρητικό ή «συγχωροχάρτι» όπως μέχρι σήμερα λέγεται. 



’Άν ή Επαρχιακή Σύνοδος συνέτασσε και έξέδιδε τό «συγχωροχάρτι» αυτό, δηλαδή τή λύση του επιτιμίου (αφορισμού-κατάρας), θά είχε προβλήματα μέ τήν τουρκική διοίκηση της Μεσαράς και του Ηρακλείου πού τό είχε έπίμονα ζητήσει. Διέξοδος θεωρήθηκε ή Πατριαρχική Σύνοδος , ώς ανώτερη και προϊστάμενη της Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης, ή οποία θά αναλάμβανε τήν υπόθεση. Ό Μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος πήγε στήν Κωνσταντινούπολη, έξέθεσε τό θέμα στόν Οικουμενικό Πατριάρχη και τήν Πατριαρχική Σύνοδο και ή Σύνοδος έγραψε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο-συγχώρηση, τό όποιο ύπογράφουν: Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος, ό Ήρακλείας Πανάρετος, ό Νικομήδειας Διονύσιος, ό Κρήτης Διονύσιος, ό Σάμου Γαβριήλ και άλλοι, σύνολο μαζί με τόν Πατριάρχη δεκατρείς. Φέρει ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου του έτους 1864 . Όταν, λοιπόν, έπεσε ή λέπρα στά Καπετανιανά έξ αιτίας του αφορισμού-επιτιμίου, ή Μοναχή Μάρθα ήταν τότε άνύπανδρη νέα μέ άλλα δεκατρία αδέλφια, από τήν πλούσια τότε οικογένεια των Μπελιδάκηδων. Όταν δώδεκα κορίτσια και δύο αγόρια. Από αυτά τά δώδεκα κορίτσια, τά ένδεκα λεπρώθηκαν, άπομονώθηκαν και πέθαναν στόν χώρο πού παραπάνω περιγράψαμε. 




Από τά κορίτσια έπέζησε μόνο αυτή και κληρονόμησε τά μερίδια των νεκρών άδελφών της. Παντρεύτηκε τόν Νικόλαο Καρτσωνάκη, γόνο των Σφακιανών έποίκων, άλλά δέν έκανε παιδιά. Ήταν βαθύτατα εύσεβής και αύτή καί ό σύζυγός της. Τό 1878, οί Όσιοι Πατέρες Παρθένιος καί Εύμένιος είχαν άρχίσει νά κτίζουν τη Μονή Κουδουμά καί έγιναν πολύ γνωστοί σ’ όλη τήν περιοχή καί φυσικά καί στά Καπετανιανά, οί κάτοικοι τών οποίων βοήθησαν πολύ δωρίζοντας τήν περιοχή δυτικά τού χειμάρρου του Κουδουμά, όπως οί Άϊνικολιώτες δώρισαν τήν περιοχή όπου βρίσκεται ή Μονή, περιοχή πού ήταν περιφέρεια τού οικισμού Άγιος Νικόλαος. Ή Μαρία Μπελιδάκη είχε αφοσιωθεί στά πνευματικά καί μαζί μέ μιά άλλη γυναίκα πού λεγόταν Ζωή, έχοντας μεγάλο ζήλο γιά άσκηση καί γνωρίζοντας την ασκητική ιστορία του τόπου, έγιναν ασκήτριες. Έφευγαν από τό χωριό καί απούσιαζαν επί πολλές ήμερες περιπλανώμενες, αγρυπνούσες, νηστεύουσες καί προσευχόμενες στά αρχαία ασκητήρια. Κατά τήν άσκητική περιπλάνησή τους αυτή, άξιώθηκαν, κατά τίς μαρτυρίες τους, νά τούς άποκαλυφθοϋν οι αθέατοι άγιοι άσκητές μέ τούς οποίους είχε σχέση ό Οσιος Παρθένιος καί άργότερα ό Μοναχός Όσιος Ιωακείμ (Ίωακειμάκι). Οι δύο ασκήτριες, πού άξιώθηκαν νά βλέπουν καί νά διδάσκονται άπό αύτούς τούς άσκητές, τούς αποκαλούσαν «Άγιάκια». Άξιώθηκαν έπίσης πολλές φορές νά άκούσουν ύμνωδίες Αγγέλων καί νά κοινωνήσουν των άχράντων Μυστηρίων άπό αγγελικά χέρια . Ή Μάρθα (Μαρία τότε) δέν άργησε νά πληροφορηθει γιά τούς Όσιους του Κουδουμά καί συνδέθηκε μαζί τους. 




Ό διορατικός Οσιος Παρθένιος κατάλαβε τί θησαυρό είχε άπέναντί του, γι’ αύτό καί τήν έβλεπε μέ μεγάλο σεβασμό. ’Έκτοτε άφοσιώθηκε στήν άνέγερση καί λειτουργία τής Μονής. Διαρκώς στόν άργαλειό καί στά άλλα έργόχειρα τής μοδίστρας σκυμμένη, ένίσχυε τό Μοναστήρι μέ ράσα καί κουκούλια καί φανέλες καί κάλτσες καί κλινοσκεπάσματα ύφαντά, καθώς καί μέ τά άπαραίτητα καλύμματα γιά τήν Εκκλησία. Πρώτα-πρώτα δώρισε τίς κασέλες της πού περιείχαν όλα της τά προικιά. Ή παράδοση των Καπετανιανών, θέλοντας νά δείξει τό μέγεθος της προσφοράς της Μάρθας, λέει τό έξης χαρακτηριστικό: οτιδήποτε πήγε στόν Κουδουμά τήν έποχή των Όσιων Πατέρων καί είχε μέσα κλωστή, είχε περάσει άπό τά χέρια τής Μάρθας». Τότε επικρατούσε στά χωριά των Άστερουσίων ή ευλαβής συνήθεια, άνδρόγυνα πού ήταν άτεκνα ή είχαν έκπληρώσει τίς οικογενειακές τους ύποχρεώσεις ή ήσαν άγαμες ήλικιωμένες γυναίκες, νά γίνονται Μοναχές καί Μοναχοί  καί νά παραμένουν στό ίδιο τους τό σπίτι μέ εγκράτεια, κάνοντας τά καλογερικά τους καθήκοντα, έξυπηρετώντας παράλληλα τούς Ναούς τής ένορίας. Συμφώνησε, λοιπόν, τό εύλαβές άνδρόγυνο, έγιναν καί οί δύο Μοναχοί καί ή γυναίκα πήρε τό όνομα Μάρθα. Χειροθετήθηκε άπό τούς Όσιους Πατέρες, διότι εύλαβής, πλούσια καί έλεήμων όπως ήταν, στάθηκε άπό νωρίς στό άνεγειρόμενο Μοναστήρι μεγάλη εύεργέτιδα. Άπό σεβασμό οί Πατέρες τήν αποκαλούσαν μητέρα.



Μέ τόν καιρό όλα τά σπίτια γύρω άπό τόν Ναό τής Παναγίας Καπετανιανών, τό παλαιό δηλαδή Κυριακό τής Σκήτης, περιήλθε στήν οικογένεια τής Μάρθας, διότι ή περιοχή θεωρούνταν εκεί κατά κάποιο τρόπο «γραντισμένη», δηλαδή άπό δαιμονική συνεργεία σημαδεμένη. Αυτό όμως έδωσε τά χρόνια εκείνα τής καλογερικής ζωής τής Μάρθας τήν ευκαιρία νά κατοικήσουν όλα τά σπίτια τής «γραντισμένης» γειτονιάς όσοι έγιναν Μοναχοί καί Μοναχές. Έγινε Μοναχός καί ό σύζυγός της Νικόλαος Καρτσωνάκης. Εξακριβωμένα ονόματα Μοναχών πού έζησαν εκεί ήταν Ιερεμίας, Νεόφυτος, Γεράσιμος, Καλλίνικος, Μακάριος καί τρεις γυναίκες μέ τό όνομα Μάρθα. Προφανώς οί δύο πήραν τό όνομα πρός τιμήν τής πρώτης  τής «μητέρας» Μάρθας. Ηταν κατά κάποιο τρόπο μιά σύντομη άναβίωση τής Μοναχικής ζωής τής παλαιάς Σκήτης τού «Κυριελέησο», έστω καί μικτής. 




Ό Όσιος Παρθένιος όσο ζούσε, πήγαινε ό ίδιος ώς Επιστάτης τής Μονής (Ηγούμενος) γιά τή σύνταξη συμβολαίων σε διάφορα χωριά των Άστερουσίων καί του κάμπου τής Μεσαράς. Τόσο, λοιπόν, ό Όσιος Παρθένιος όσο καί ό Εύμένιος, πού έκανε περιοδείες ώς Πνευματικός, πηγαίνοντας στά χωριά ή έπιστρέφοντας άπό αυτά περνούσαν άπό τό σπίτι τής μητέρας Μάρθας. Κάποια φορά έπιστρέφοντας στή Μονή ό Όσιος Παρθένιος, πέρασε άπό τό σπίτι τής άσκήτριας μητέρας άλλά έκείνη άπουσίαζε. Κρατούσε ό Όσιος έναν άρτο πού τού είχαν δώσει άπό τόν κάμπο καί τόν άφησε στό τραπέζι ώς εύλογία καί έφυγε. Όταν έπέστρεψε έκείνη καί είδε τόν άρτο υπέθεσε ότι κάποια γυναίκα πού είχε ζυμώσει στό χωριό τής τόν πήγε. Δέν έκοψε ούτε ένα κομματάκι, άλλά τόν τύλιξε σέ μιά πετσέτα καί τόν έστειλε στόν Οσιο μέ κάποιον περαστικό προσκυνητή, ό όποιος πήγαινε στόν Κουδουμά. Τό γεγονός τούτο, άν καί φαίνεται μικρό, ωστόσο είναι ένδεικτικό τής βαθειάς πνευματικής σχέσης πού έχουν οί άγιασμένες ψυχές. Ούτε ό Όσιος Γέροντας, ούτε ή Μοναχή Μάρθα σκέφθηκαν νά κρατήσουν τόν άρτο γιά τόν έαυτό τους. Δόθηκε στόν Όσιο άπό κάποιον, εκείνος τόν έδωσε στή Μάρθα χωρίς αύτή νά τό γνωρίζει, καί πάλι έκείνη τόν έστειλε στόν Όσιο καί έπέστρεψε σ’ αύτόν. Θυμίζει τό άνάλογο περιστατικό τού Γεροντικού!



Ή γερόντισσα Μάρθα, ή «μητέρα» τής Μονής Κουδουμά, έκοιμήθη ξαφνικά καί δέν ειδοποιήθηκαν έγκαιρα οί Πατέρες τής Μονής. Όταν έφθασαν στό χωριό ό τότε Ηγούμενος Όσιος Εύμένιος μέ τή συνοδεία του, τήν πρόλαβαν όταν τήν πήγαιναν στό κοιμητήριο τό όποιο βρισκόταν σέ κάπως μεγάλη απόσταση άπό τό χωριό. Πρόλαβαν τήν πομπή καί τή σταμάτησαν γιά νά κάμουν ένα τρισάγιο. Τήν ώρα πού τήν άσπαζόταν ό Όσιος Εύμένιος στό χέρι, έκείνη άνέζησε γιά μιά στιγμή, άνασηκώθηκε, φίλησε καί αύτή τό χέρι τού Γέροντα καί ξανακοιμήθηκε τόν ύπνο τού δικαίου. Τό περιστατικό τούτο πού διατηρείται μέ εύλάβεια μέχρι σήμερα, είναι ενδεικτικό όχι μόνο ότι έπρόκειτο περί Μοναχής πολύ ένάρετης, άκρως έλεήμονος σάν τήν Ταβιθά πού διαβάζουμε στίς «Πράξεις των Αποστόλων», άλλά καί ένδεικτικό τής αγιότητας τού Όσιου Εύμενίου. Είναι κάτι πού μας παραπέμπει στά Συναξάρια όπου βρίσκουμε πολλά παρόμοια περιστατικά.




Τέλος, γιά νά αναφερθούμε σ’ ένα σχεδόν σύγχρονο παρόμοιο γεγονός πού επιβεβαιώνει τα παλαιά Συναξάρια, άλλα καί τό περιστατικό τής Μάρθας, μεταφέρουμε έδώ αύτό πού καταγράφει στό βιβλίο του «Βενέδικτος Πετράκης» , ό άείμνηστος Άρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Προηγούμενος τής Ιεράς Μονής Πετράκη: «Κάποια κυρία, Μελπομένη Μπουλμπασάκου όνόματι, στήν Πάτρα είχεν άσθενήσει. Έστειλε άνθρωπο νά τήν πάρη στό Αγρίνιο, γιά νά τήν περιποιηθή. Αισθανόταν πολλήν ευγνωμοσύνην γι’ αύτήν. Τόν είχε βοηθήσει στίς σπουδές του. Εκείνη δέν θέλησε, διότι έμενε πολλά χρόνια στήν Πάτρα καί είχε συνδεθή μέ τα εκεί πνευματικά πρόσωπα. Ή άσθένειά της έπεδεινοϋτο. Τήν έπισκέφθηκε κατ’ έπανάληψιν ό ίδιος καί τήν κοινωνούσε κάθε φορά πού έπήγαινε. Άφησε δέ ρητήν έντολήν, έάν βαρύνη, νά τόν ειδοποιήσουν, διότι ήθελε αύτός γιά τελευταία φορά νά τήν έτοιμάση, νά τήν κοινωνήση καί νά προσευχηθή.





Έπέρασαν κάμποσες ημέρες καί ή άσθενής έβάρυνε. Πλησιάζει στόν θάνατο. Έγραψαν τότε στόν π. Βενέδικτο, ότι ή Μπουλμπασάκου είναι βαριά. Ή επιστολή ήλθε λίγο καθυστερημένη. Ήλε τήν άλλη ημέρα. Όταν τη διάβασε, αμέσως αναχώρησε διά τας Πάτρας. Έφθασε στις 5 ή ώρα τό απόγευμα και κατευθυνόταν στήν οικιών της. Καθ’ οδών, όμως, συνάντησε γνωστόν του 'Ιερέα, ό όποιος έφευγε από τήν οικιών της Μελπομένης. Είχε μεταβώ γιά νά τήν κοινωνήσει, άλλά δεν τήν πρόλαβε. Είχε πεθάνει.
-        Πάτερ, από πού έρχεσαι; Τον ερώτηση.
-        Από τό σπίτι της μακαρίτισσας Μελπομένης, του απήντησε.
-        Τί είπατε; Μακαρίτισσας;
-        Ναί, πάτερ μου. Απέθανε προ δύο ωρών. Αύτήν τήν στιγμή τήν τοποθέτησαν στο φέρετρο.
-        Όχι, όχι. Δέν άπέθανε, του λέγει. Γύρισε πάλι νά τήν κοινωνήσουμε.
Πρό τής άνεξηγήτου έπιμονής του έπέστρεψε καί μαζί κατευθύνθηκαν στό σπίτι τής Μπουλμπασάκου. Έμπήκαν άμφότεροι στό δωμάτιο τής νεκρής. Έβγαλε όλους έξω γιά νά διαβάσουν, καθώς είπεν, κάποια εύχή. Ένας δικός της έμεινε, ό 'Ιερεύς καί ό κοινωνήσω. Άνοιξε τό στόμα σου. Άνοιξέ το καλά.
Καί ώ του θαύματος! Ή νεκρά άνοιξε σιγά-σιγά τό στόμα της κι έκεινος τήν έκοινώνησε.
-        Κλείσε τώρα τό στόμα σου, τής είπεν. Καί πράγματι έκλεισε τό στόμα της καί έφαίνετο, ότι κατέπινεν.
-        Κοιμήσου τώρα έν ειρήνη, Μελπομένη, της είπεν.
Ό άλλος Ίερεύς κατάχλωμος καί βαθειά συγκινημένος, εύρίσκε- το εις μεγάλην άπορίαν.
-        Δέν σου είπα, άδελφέ, ότι δέν πέθανε; Μήν πήτε, όσο ζώ όμως τίποτε, σέ κανέναν. Σάς τό άπαγορεύω. Σάς έξορκίζω.
Καί εκείνοι, μετά τόν θάνατον του π. Βενεδίκτου, τό ομολόγησαν λέγοντας, ότι πρόκειται περί Αγίου καί θαυματουργού. 'Ο συγγενής μάλιστα τής Μπουλμπασάκου, έπήγε στήν κηδεία τού π. Βενεδίκτου καί τό διηγήθηκε».


Αύτά τά έξαιρετικά θαύματα πού αφορούν στή ζωή Αγίων ανθρώπων, άποδεικνύουν γιά μιά φορά άκόμη τό «όπου Θεός βούλεται, νικαται φύσεως τάξις». Άποδεικνύεται άκόμη ότι ό Χριστός είναι Κύριος τής ζωής καί τού θανάτου καί πάνω άκριβώς σ’ αύτό τό τραγικό γεγονός τού θανάτου παρουσιάζει μέ τό σημείο τής στιγμιαίας άνάστασης μπροστά στά μάτια πολλών, τήν εύαρέσκειά του στούς Αγίους Του, δοξάζοντας αύτούς πού τόν δόξασαν μέ τήν αγία καί ένάρετη ζωή τους καί τονώνοντας τήν πίστη των παρευρισκομένων - άλλά καί έκείνων πού θά μάθαιναν τό θαύμα αύτό - στήν κοινή άνάσταση πού θά γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου μας. Τήν πίστη σ’ αύτό πού λέμε όταν άπαγγέλουμε τό Σύμβολο τής Πίστεως «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών». 


Ό Άγιος Γρηγόριος ό Νύσσης διδάσκει ότι, άν καί ή ψυχή μέ τόν θάνατο χωρίζεται άπό τό σώμα, έν τούτοις παραμένει ή υπόσταση, δηλαδή έξακολουθεΐ νά υπάρχει ή μυστηριακή έπαφή μεταξύ σώματος καί ψυχής.
Αυτό υποδηλώνει ότι ή ψυχή τού ανθρώπου και μετά τόν χωρισμό της από τό σώμα ξεχωρίζει ποιό είναι τό δικό της στοιχείο και ποιό ξένο μεταξύ τών διαφόρων σωμάτων και στοιχείων, στά όποια άναλύθηκε τό σώμα. Χρησιμοποιεί μάλιστα ό Άγιος Γρηγόριος με άναγνωρίζονται εύκολα από τόν κάτοχό τους. Άν όμως σπάσουν και πάλι άναγνωρίζονται, αφού είναι ευδιάκριτο ποιό κομμάτι ανήκει στό πιθάρι, ποιό στόν άμφορέα κ.λπ. Τό ίδιο συμβαίνει και μέ τήν ψυχή. Ή ψυχή γνωρίζει τό σχήμα του σώματος (πού διατηρεί στοιχεία του νου δηλαδή προκαλεί ένα είδος πνευματικής έλξεως στή νοερά ένέργεια τής ψυχής) και μετά τή διάλυσή του. Ακόμη άναγνωρίζει και τά στοιχεία από τά όποια άποτελέστηκε και τά όποια τώρα έχουν διασπαστεί μεταξύ τους. Και επειδή οί ψυχές «δεν αλητεύουν εις τόν αέρα», δηλαδή δέν είναι έλεύθερες, δέν έχουν άπεριόριστη εύχέρια κίνησης, ούτε είναι έκτατές στόν χώρο, άλλά βρίσκονται σέ νοητό μυστηριακό τόπο (πανταχού παρών είναι μόνο ό Θεός) επιχωριάζουν, περιίπτανται νοερώς κατά κάποιο τρόπο πάνω από τά δομικά ύλικά του σώματος, διότι ό άρχικός σκοπός τής δημιουργίας της δέν ύπήρξε νά ζεί χωριστά απ’ αύτό

πηγή :ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΙ ΟΣΙΟΙ  ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΗ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ. .ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ.