site analysis
(1 Μαΐου)
Στη γυναικεία μονή της Ταβέννης, που μόναζαν την εποχή εκείνη περισσότερες από τετρακόσιες καλόγρηες, έλαμψε με την αρετή της και η παρθένος Ισιδώρα. Αυτή η μακαρία, για την αγάπη του Χριστού υποκρινόταν την σαλή, εξευτελίζοντας κάθε μέρα τον εαυτό της. Φορούσε κουρέλια κι έκανε τις πιο ταπεινωτικές δουλειές του Μοναστηριού, εξυπηρετώντας σαν αγορασμένη δούλη, όλες τις αδελφές, χωρίς εξαίρεσι. Εκείνες πάλι, σαν να γύρευαν μ’ αυτό να την ανταμείψουν, την περιφρόνησαν τόσο, που κι από την τράπεζα κι από την Εκκλησία ακόμη την έδιωχναν. Έτσι η Ισιδώρα έτρωγε τ’ αποφάγια που περίσσευαν στα πιάτα, ζαρωμένη στο τζάκι του μαγειριού κι άκουγε την ακολουθία της χειμώνα-καλοκαίρι στα σκαλοπάτια της Εκκλησίας. Ήταν αδύνατο να περάση ημέρα χωρίς να τη βρίσουν, να την κτυπήσουν, ή το λιγώτερο να την περιπαίξουν οι άλλες καλόγρηες. Κι αυτή τα δεχόταν όλα αυτά, σαν δροσάτη ανθοδέσμη με την οποία έπλεκε το αμάραντο στεφάνι της δόξης της. Ποτέ δεν αντιλόγησε, δε φιλονίκησε, δεν έδειξε σημάδι ανυπομονησίας.Και να πως ο Θεός έκανε φανερή σ’ όλους την αρετή της:Στο απέναντι βουνό ασκήτευε ένας Άγιος Ερημίτης, ο Αββάς Πιτηρούν. Περνούσε με μεγάλη στέρησι και παίδευε πολύ το σώμα του. Θα ήταν αυτό ίσως αφορμή που του ήλθε κάποτε λογισμός: Άραγε είναι άλλος σ’ αυτό τον τόπο που να σε φτάνη στην αρετή;Την νύχτα είδε στον ύπνο του Άγγελο Κυρίου.- Σήκω και πήγαινε στο γυναικείο Μοναστήρι, τον πρόσταξε. Εκεί θα βρης μια παρθένο με διάδημα στο κεφάλι. Αυτή είναι ασύγκριτα ανώτερη σου.Ο Αββάς Πιτηρούν δεν έχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, πήρε το ραβδάκι του και τράβηξε για το γυναικείο Μοναστήρι. Οι καλόγρηες του έκαναν μεγάλη υποδοχή, γιατί είχε φήμη Αγίου σ’ όλον εκείνο τον τόπο. Ο Αββάς πήγε στην Εκκλησία και ζήτησε από την Προεστώσα να του παρουσιάση όλες τις αδελφέςς, να τις γνωρίση προσωπικά. Του έγινε αμέσως η επιθυμία. Μία-μία περνούσαν μπροστά απ’ τον Αββά όλες οι καλόγρηες, έβαζαν μετάνοια και στέκονταν στα στασίδια τους. Εκείνος παρατηρούσε προσεκτικά, μα δεν έμεινε ευχαριστημένος. Δεν είδε ανάμεσα τους εκείνη, που του είπε ο Άγγελος, και λυπήθηκε.Σαν πέρασε κι η τελευταία, ρώτησε ο Αββάς, αν υπήρχε άλλη.- Όχι, του αποκρίθηκαν, εδώ είμαστε όλες.- Αδύνατον, είπε ζωηρά ο Αββάς. Πρέπει να υπάρχη ακόμα μία. Εκείνη, χάριν της οποίας έκανα όλη αυτή την οδοιπορία.- ’Εχομε ακόμη μία καλόγρηα στο Μοναστήρι, αναγκάστηκε να φανερώση η προεστώσα μπροστά στην επιμονή του Γέροντος, αλλά είναι σαλή, γι’ αυτό δεν την λογαριάζομε με την Αδελφότητα.Ας έλθη κι αυτή, είπε ο Αββάς.Με πολλή βία ωδήγησαν την ταπεινή Ισιδώρα μπροστά στον Όσιο, ξυπόλυτη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη από τους καπνούς του μαγειριού. Μόλις την αντίκρυσε εκείνος, έμεινε σαν μαρμαρωμένος από την έκπληξι. Το παλιομάντηλο που σκέπαζε την κεφαλή της και που οι αδελφές της το αηδίαζαν, έλαμψε στα μάτια του σαν ολόχρυση κορώνα. Ύστερα έπεσε στα γόνατα και της είπε, με φωνή που έτρεμε από συγκίνησι:- Ευλόγησε με, Οσία.Αλλά η ταπεινή Ισιδώρα έσκυψε και του φίλησε τα πόδια.- Εσύ ευλόγησε με, Άγιε Πάτερ.Παραξενεμένες οι καλόγρηες απ’ όσα έβλεπαν μπροστά τους, είπαν στον Αββά.- Μην εξευτελίζης έτσι τον εαυτό σου. Αυτή είναι σαλή.Εκείνος όμως τις κατακεραύνωσε με το αυστηρό του βλέμμα:- Σεις όλες είσθε σαλές και ανόητες. Αυτή εδώ είναι πολύ ανώτερη κι από σας κι από μένα. Της αξίζει να λέγεται Αμμάς. Είθε να μας αξιώση ο Θεός να βρεθούμε στο πλευρό της στη Δευτέρα Παρουσία.Κατόπιν διηγήθηκε τί του είχε αποκαλύψει ο Θεός για την μακαρία Ισιδώρα.Σαν τ’ άκουσαν οι καλόγρηες, έπεσαν στα γόνατα κι εζήτησαν συγχώρησι από την Αδελφή τους κι εξωμολογήθηκαν στον Όσιο τα μαρτύρια που ως τη στιγμή εκείνη της είχαν κάνει.Άλλη την κοροϊδευε από το πρωϊ ως το βράδυ, άλλη την περιέλουζε με ακάθαρτα νερά, άλλη της έτριβε τη μύτη με σινάπι. Δεν βρέθηκε ούτε μία, που να μην την είχε με κάποιο τρόπο βασανίσει.Ο Όσιος έκανε προσευχή γι’ αυτές να συγχωρήση ο Θεός τις απερισκεψίες τους.’Υστερα γύρεψε την Οσία Ισιδώρα να την παρακαλέση να δώση κι αυτή τη συγχώρησι στις Αδελφές της, μα δεν την βρήκαν πουθενά. Πρόλαβε κι έφυγε κρυφά από το Μοναστήρι, για ν’ αποφύγη τον ανθρώπινο έπαινο, και κανείς δεν έμαθε ποτέ πού τελείωσε τη ζωή της.
Από το Γεροντικό