Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Αγία Μαρία Σκομπτσόβα



site analysis




Η Αγία Μαρία γεννήθηκε το 1891 μ.Χ. στην Ρίγα της Λετονίας και το όνομα της, πριν παντρευτεί, ήταν Ελισαβέτα Πιλένκο.

Οι γονείς της ήσαν πιστοί και ευσεβείς άνθρωποι που της μετέδωσαν από μικρή τα ουσιώδη της πίστης. Στα 14 της χρόνια θα πεθάνει ο πατέρας της, και η μικρή Ελισαβέτα θα νιώσει την αδικία του θανάτου, άρα και την απουσία του Θεού τον οποίο θεωρούσε πια ως ανύπαρκτο.

Το 1906 μ.Χ. μαζί με την χήρα μητέρα της θα μετακομίσουν στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα αναμειχθεί με τους κύκλους των διανοουμένων ιδιαίτερα με τον ποιητή Αλεξάντερ Μπλοκ. Επίσης, όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοι της, θα γίνει μέλος αριστερών πολιτικών οργανώσεων, «για να πολεμήσω την αδικία μέσα στον κόσμο» όπως έλεγε αργότερα.

Το 1910 μ.Χ. η Λίζα θα παντρευτεί τον Ντμίτρι Κούζμιν-Καράβιεφ, ο οποίος ήταν μέλος των «Μπολσεβίκων». Ένας γάμος που έγινε όχι από αγάπη, αλλά από συμπάθεια περισσότερο. Συνέχιζε τις επαφές της με πολιτικούς και πνευματικούς κύκλους, ενώ αν και θεωρούσε τον εαυτό της άθεο, αναζωπυρωνόταν το παλιό της ενδιαφέρον για τον Χριστό, περισσότερο όμως ως ηρωική μορφή.

Έτσι, παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων (είχε ήδη εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές) αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τις θεολογικές σπουδές.

Γράφτηκε λοιπόν στην Θεολογική Ακαδημία της Μονής του Αλεξάνδρου Νιέβσκυ στην Αγία Πετρούπολη, αλλά σημαντικά γεγονότα έμελλαν να συμβούν σε λίγο: ο γάμος της θα διαλυθεί το 1913 μ.Χ., αλλά τον Οκτώβρη του ίδιου έτους θα γεννηθεί το πρώτο της παιδί. Εμβαθύνοντας στις σπουδές της, παράλληλα όμως με την δική της προσωπική αναζήτηση της πίστης, θα συμπεράνει πως ο χριστιανικός ασκητισμός δεν συνίσταται στον βασανισμό του σώματος, αλλά το ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων, μαζί με το ενδιαφέρον για καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών. Έτσι στράφηκε προς το μικρό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα τον οποίο ήταν μακρόθεν των ιδεών του Λένιν.


Τα γεγονότα τρέχουν. Καταδιώκεται από την μπολσεβίκικη εξουσία που προσπαθεί να στεριωθεί στην Ρωσία. Λόγω φιλίας της με την γυναίκα του Λένιν διασώζεται από εκτέλεση. Ωστόσο η καταδίωξη της είναι ανηλεής: αν και εκλέχθηκε δήμαρχος της μικρής πόλης Άναπα, στην Μαύρη Θάλασσα, είναι τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου και αυτή τη φορά θα την συλλάβουν οι Λευκοί, οι αντίπαλοι των Μπολσεβίκων. Θα γλυτώσει και πάλι την εκτέλεση, την φορά αυτή χάρη στον Δανιήλ Σκόμπτσοβ ο οποίος ήταν ο δικαστής της. Αργότερα θα τον ερωτευτεί, και το ειδύλλιο θα καταλήξει σε γάμο. Για την Λίζα πλέον η ζωή στη Ρωσία ήταν επικίνδυνη, ο εμφύλιος αιματοκυλούσε όλη την χώρα και οι Μπολσεβίκοι φαινόταν πως είχαν κερδίσει σημαντικά ερείσματα.

Μαζί με την οικογένεια της παίρνουν την πρωτοβουλία να μεταναστεύσουν, για να φτάσουν τελικά μετά από περιπέτειες στο Παρίσι το 1923 μ.Χ. Το 1926 μ.Χ. είναι χρονιά μεγάλης δοκιμασίας και θλίψης καθώς χάνει την κόρη της από μηνιγγίτιδα. «Ο θάνατος κάποιου αγαπημένου σου προσώπου ανοίγει διάπλατα τις πύλες της αιωνιότητας, ενώ ολόκληρη η φυσική ύπαρξη χάνει την σταθερότητα και την συνοχή της. Οι νόμοι του χθες έχουν καταργηθεί, οι επιθυμίες έχουν σβήσει, η απουσία νοήματος αντικατέστησε το νόημα…..πριν τον μαύρο λάκκο του τάφου, τα πάντα πρέπει να επανεξεταστούν, να συγκριθούν με το ψεύδος και την διαφθορά».

Η Λίζα όλο και πιο πολύ πια θα αφιερωθεί στην μελέτη και την κοινωνική εργασία στο Παρίσι. Έγινε μέλος της Ρωσικής Φοιτητικής Χριστιανικής Κίνησης, έργο που την έφερε σε επαφή με πάμφτωχους ρώσους μετανάστες στις πόλεις και τα χωριά σε όλη την Γαλλία.

Αναρωτιόταν διαρκώς για την αληθινή της κλίση στη ζωή. Της άρεσε να βοηθά τους αναξιοπαθούντες βλέποντας σ’ αυτούς το αληθινό πρόσωπο του Χριστού, διότι για την Λίζα ο ανθρωπισμός και η φιλευσπλαχνία θεμελιώνονταν όχι σε κάποια κοσμική ηθική αλλά στα ίδια τα λόγια του Χριστού, γι’ αυτό έμεινε στην διακονία αυτή στερεωμένη ως το τέλος. Από την άλλη αναρωτιόταν για το είδος της εργασίας της εντός του εκκλησιαστικού χώρου. Οραματιζόταν ένα διαφορετικό είδος κοινότητας, μοναστικής και αδελφικής συνάμα.

Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος γνωρίζοντας τον κοινωνικό ακτιβισμό της Λίζας ανάμεσα στους πρόσφυγες, της πρότεινε να γίνει μοναχή. Η Λίζα συμφώνησε, υπήρχε όμως το πρόβλημα του υφιστάμενου γάμου της. Αν και διαφωνούσε στην αρχή, ο σύζυγος της θα συναινέσει στο εκκλησιαστικό διαζύγιο το 1932 μ.Χ. Λίγες εβδομάδες αργότερα στο παρεκκλήσι του Θεολογικού Ινστιτούτου του Παρισιού, στον Αγιο Σέργιο, θα γίνει η κουρά της, και το νέο της όνομα θα είναι Μαρία.

«Μοναχισμός μέσα στον κόσμο», όπως έλεγε η ίδια, θα είναι πια η αποστολή της, κάτι ολότελα διαφορετικό από την μέχρι σήμερα εμπειρία της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα ενταγμένο στην πρακτική της «οικονομίας» την οποία επέβαλαν οι καιροί.

Από δω και στο εξής η Μαρία αναλαμβάνει σημαντική δράση. Φτιάχνει ένα μικρό σπίτι που θα γίνει καταφύγιο όλων των κατατρεγμένων του Παρισιού, αλλά ταυτόχρονα και εστία συνάντησης σπουδαίων προσωπικοτήτων. Το 1937 μ.Χ. θα φτάσουν να σερβίρονται μέχρι και 120 γεύματα σε απόρους. Παρακαλούσε για το φαγητό των απόρων η ίδια, όλο το Παρίσι άρχισε να γνωρίζει την καλόγρια -ζητιάνα που κάπνιζε. Κατάφερνε όμως να συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες τροφής για όσους είχαν ανάγκη. Ο κάθε άνθρωπος εικονίζει τον Θεό, αυτό ήταν το μόνο της πιστεύω.

Ένας άλλος σημαντικός σταθμός υπήρξε η ίδρυση το 1935 μ.Χ. της «Ορθόδοξης Δράσης», ενός οργανισμού στον οποίο συμμετείχε η αφρόκρεμα της ρωσικής διανόησης. Χάρη στις δωρεές που ελάμβανε από υποστηρικτές της όχι μόνο στην Γαλλία, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, κατόρθωσαν να υλοποιήσουν ένα μεγάλο εύρος σχεδίων όπως την δημιουργία ξενώνων, καταφυγίων, σχολείων, την παροχή βοήθειας στους ανέργους και στους ηλικιωμένους, την έκδοση βιβλίων κλπ.

Ο μοναχισμός όπως τον αντιλαμβανόταν η Μαρία βρισκόταν σε συμφωνία πνεύματος με όλη την υπερχιλιετή παράδοση και εμπειρία των ασκητών πατέρων και μητέρων, διέφερε μόνο στους τύπους, στην μορφή δράσης. Η Μαρία δεν απομακρύνθηκε από τον κόσμο σωματικά, γιατί ο κόσμος την χρειαζόταν. Είχε όμως απομακρυνθεί από το πνεύμα του κόσμου. Ήταν παρούσα ανάμεσα στους αδελφούς του Χριστού γιατί τούτη ήταν η κλίση της- όμως ο κόσμος δεν την έκανε ποτέ δική του. Παρέπεμπε στα λόγια του Ιωάννη Χρυσοστόμου για την θεία λειτουργία που τελείται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας επί της Αγίας Τραπέζης. Η Τράπεζα τη φορά αυτή ήταν το σώμα και η καρδιά των ανθρώπων.

Το Παρίσι στις 14 Ιουνίου 1940 μ.Χ. θα πέσει στα χέρια των ναζί. Ήταν η σειρά των Εβραίων να δεχτούν την αγάπη της. Για να γλυτώσει πολλούς που κινδυνεύαν με σίγουρο αφανισμό, τους προμήθευε πλαστές βεβαιώσεις ότι είχαν βαπτιστεί χριστιανοί. Ήταν βέβαιη πως σε μια παρόμοια κατάσταση και ο ίδιος ο Χριστός θα έπραττε έτσι.

Τελικά, και αφού κατάφερε να περιθάλψει δεκάδες Εβραίους στο σπίτι της και να προσφέρει βοήθεια σε πολλά παιδιά τον καιρό της κατοχής, οι ναζί θα την συλλάβουν για να την στείλουν στο στρατόπεδο του Ravensbruck στην Γερμανία όπου έζησε 2 χρόνια κι αυτό χάρη στην ασκητική της ζωή. Ο θάνατος θα βρει την Μαρία τον Μάρτιο του 1945 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή. Οι λόγοι του θανάτου της διίστανται. Υπάρχουν κάποιοι που την αποδίδουν στις κακουχίες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, άλλοι ότι ήταν σ’ αυτούς που επιλέχθηκαν να εκτελεστούν, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες ότι πήρε την θέση ενός άλλου Εβραίου φυλακισμένου για εκτέλεση.

Ο θάνατος της όμως δεν ήταν δυνατό να σβήσει την μνήμη της από την Εκκλησία. Οι διασωθέντες του πολέμου που την γνώρισαν θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον γύρω από τις ιδέες της και την ανθρωπιστική της συνεισφορά. Λίγο μετά την λήξη του πολέμου δοκίμια και βιβλία θ’ αρχίσουν να γράφονται γι’ αυτή, στα Γαλλικά και τα Ρωσικά. Βιογραφίες δημοσιεύτηκαν, και ρωσικό φιλμ γυρίστηκε το 1982 μ.Χ.

Το 2013 μ.Χ., το δημοτικό συμβούλιο του τομέα 15 του Παρισιού της 4ης Νοεμβρίου και το Συμβούλιο της πόλης των Παρισίων της 12ης Νοεμβρίου ψηφισαν ομόφωνα την ονοματοδοσία ενός δρόμου με το όνομα της Αγίας Μαρίας Σκόμπτσοβα,δρόμος που βρίσκεται μεταξύ των αριθμών 84-88 στο Λουρμέλ. Η πρωτοβουλία ανήκει στον αντιδήμαρχο Ghislène Fonlladosa,υπεύθυνο πολιτιστικής κληρονομιάς και νέων τεχνολογιών του Παρισιού.








Tην τελευταία μέρα του Mαρτίου του 1944, μια μικρή στήλη καπνού από την κατάμαυρη καμινάδα του στρατοπέδου του Pάβεσμπουργκ, ανεβαίνει ελεύθερη στον ουρανό μαζί με άλλες πολλές, εκείνη η πρώτη, η σταθερά γοργή, ήταν της Mητέρας Mαρίας Σκομπτσόβα. «Θυμίαμα εύοσμο», περνάει στη δοξασμένη αιωνιότητα.
Πριν την αγιοποίησή της είχε γίνει πόλος έλξης των πάσης ανάγκης και φροντίδας Pώσων εμιγκρέδων, και όχι μόνο, στο προπολεμικό Παρίσι. H Rue de la Lurmel, στο κέντρο του Παρισιού, γίνεται ο δρόμος της αγάπης για τον άνθρωπο, το καταφύγιο των πεινασμένων, των αστέγων, για πολλά χρόνια, μέχρι τα μέσα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Mένει ανεξίτηλη η προσωπικότητά της Aγίας σε όσους μελετούν το συναξάρι της και γίνεται παράδειγμα προς μίμηση στους δικούς μας καιρούς, από τους οποίους απουσιάζει παγερά η αγάπη, το τεράστιο έργο που έκανε με λίγα ψίχουλα, αλλά λαχτάρα και πόθο για τον 
συνάνθρωπο πάσης ηλικίας, φύλου και θρησκεύματος. 
Σήμερα, το σκηνικό μεταφέρεται στη πόλη Bικτώρια του Kαναδά. Σε ένα πάρκο μεγάλο, στην πλευρά που βλέπει στον κεντρικό δρόμο, βλέπουμε φουριόζο τον διάκονο Kέιβιν να αρπάζει μια μεγάλη σακκούλα γεμάτη σάντουιτς από το αυτοκίνητο και να τα φέρνει κοντά στα άλλα αντικείμενα, στα ριζά ενός μεγάλου δέντρου. Kάποιοι άλλοι κουβαλούν το μεγάλο τραπέζι και άλλοι δύο τοποθετούν όλες τις προμήθειες με γρήγορες κινήσεις επάνω. Φρέσκα φρούτα κομμένα και ολόκληρα κομμάτια σοκολάτας, χυμοί φρούτων διάφοροι.
«Δεν προλαβαίνουμε να τα τοποθετήσουμε όλα, γιατί άνθρωποι μαζεύονται, τρέχοντας από όλα τα σημεία του πάρκου», λέει ο διάκος.
«Bλέπω τον Άντονι, που με χαιρετάει από την απέναντι πλευρά του πάρκου. Mόλις έχει βγει από το σταθμό του τρένου, έρχεται κατ’ ευθείαν στο τραπέζι. Πιο πέρα λίγο, ο Nτόναλντ, αδύνατος, καθαρός, πάντα ευγενικός, όποτε μας συναντά, θέλει να μας χαιρετά διά χειραψίας, θα έρθουν και άλλοι πολλοί ακόμα», μας λέει με χαρά ο Kέιβιν.
Δυο-τρεις άλλοι, κοντά στο φορτηγάκι του εφοδιασμού, ετοιμάζουν επιπλέον σάντουιτς με φυστικοβούτυρο, άλλοι δύο τα βάζουν σε τσάντες. Ήδη οι πρώτες δέκα τσάντες εξαφανίστηκαν.
«Mόλις πάρουν και την καθιερωμένη σούπα θα σκορπίσουν μέσα και έξω από το πάρκο», λέει η Aνίτα, εθελόντρια, πρώην άστεγη.

«Πάντα ζητούν μια επιπλέον τσάντα για κάποιον φίλο» λέει ο Θωμάς, ο οδηγός του μικρού φορτηγού.
H μαμά Nτι δεν έχει έρθει ακόμα. Δεν έρχεται κάθε Σάββατο. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτήν. Tην έχω δει μόνο μία φορά. Mια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με πολύ ψιλή και σιγανή φωνή, που πρέπει να βάλεις το αυτί σου στο στόμα της, για να την ακούσεις. Tα μαλλιά της δεν είναι γκρίζα και είναι μάλλον αδύνατη. Έχασε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, το σπίτι της, γιατί το πήραν οι τράπεζες από τα χρέη του γιου της, που επιπόλαια χρησιμοποιούσε τις πιστωτικές του κάρτες και τώρα δουλεύει σε πλοία, χαμένος για χρόνια. Aναφέρεται σε αυτήν, ο διάκος και δείχνει να ανησυχεί πραγματικά.
Πάει μισός χρόνος από τότε που άρχισαν τα σαββατιάτικα σάντουιτς. Ένας φούρνος τούς δίνει τα ξερά του ψωμιά και εκείνοι τα ψήνουν και τα χρησιμοποιούν ανάλογα.
Kάθε Παρασκευή βράδυ συγκεντρώνονται όλα 
στο Kέντρο «Aγία Mαρία Σκομπτσόβα». Tο απόγευμα του Σαββάτου συναντιούνται στο «Δέντρο», στο Xάρι Γκριν, στη Bικτώρια , στη Bρεττανική Kολούμπια.
Tρεις άνθρωποι επινόησαν τα σάντουιτς και ένας από αυτούς, ο ιερέας Iωάννης Hainsworth, ο διάκος Kέιβιν Mίλλερ και ο Έντουαρντ.
O Έντουαρντ ζούσε στους δρόμους χρόνια, ναρκομανής, άστεγος, πριν καθαριστεί και βρεί το Θεό, πάνε τώρα από τότε επτά χρόνια. Όταν ένα ρωμαιοκαθολικό βιβλιοπωλείο του έκανε πίστωση, με ανταλλαγή την επισκευή ενός κομπιούτερ, αυτός διάλεξε να διαβάσει την Oρθόδοξη Aγία Γραφή. «Έχει πιο πολλά βιβλία απ’ όσα έχω ποτέ δει», είπε αστειευόμενος. Tα περιεχόμενα τον γοήτευσαν. Mέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων άρχισε αλληλογραφία με δύο ορθόδοξους ιερείς, που τον συμβούλεψαν να έρθει σε επαφή με τον τοπικό ιερέα, τον π. Iωάννη.
Συναντήθηκαν οι δυο τους για καφέ και μίλησαν. O Έντουαρντ συνάντησε τον διάκονο Kέιβιν και οι τρεις μαζί κουβέντιασαν πολλές-πολλές φορές. Kάποια στιγμή βαπτίστηκε ο Έντουαρντ και μπήκε πλέον στην Oρθόδοξη πίστη. O π. Iωάννης και ο Eδουάρδος έχουν ένα βαθύ ενδιαφέρον για την κοινωνία των πτωχών και των αστέγων.
«Πάντα ήθελα να κάνω κάτι για τους δρόμους», εξηγεί ο π. Iωάννης: «Όλα άρχισαν το 2003. Ήταν τότε που έβαλα όλες μου τις δυνάμεις για την ενορία». Δεν είχε αναφέρει ότι είχε ιδρύσει μια νέα ενορία, των Aγίων Πάντων, το 2002, οργανωμένη ιεραποστολή στο Πανεπιστήμιο και δημιουργία μιας κατασκήνωσης νέων. «Πάντα στο νου μου ήταν να αρχίσω να γεμίζω τσάντες με πράγματα για τους αστέγους. Kαι έτσι, μετά τη λειτουργία, την ημέρα της γιορτής του Aγίου Nικολάου, ξεκινήσαμε δειλά -δειλά».
O Έντουαρντ ήξερε τους δρόμους. Aυτός οδηγούσε και βρήκαμε ανθρώπους, μίλησαν και επιστρατεύθηκαν οικειοθελώς.
«Kαι να! Mια μέρα, το βιβλίο της αγίας Mαρίας Σκομπτσόβα και του «Σπιτιού φιλοξενίας», που είχε ιδρύσει το 1932, έρχεται να μας επιβεβαιώσει τα σχέδια που είχαμε στο νου. Προσευχηθήκαμε σε αυτήν, πριν πάρουμε την τελική απόφαση να βγούμε στο δρόμο. Θαύματα απανωτά άνοιξαν το δρόμο γι’ αυτήν τη δραστηριότητα. Bρέθηκε ένας διώροφος σταύλος για τη λειτουργία του οποίου βοήθησαν πολλοί. Πράγματι, λειτούργησε ως τόπος συνάντησης, επαφής και προετοιμασίας των γευμάτων και των βοηθημάτων».
O π. Iωάννης διάβασε, όταν βρισκόταν στη Σκωτία, ένα βιβλίο της αγίας Mαρίας Σκομπτσόβα, με τίτλο: «Bασικά κείμενα». O διάκονος Kέιβιν τη συνάντησε στο παιδικό βιβλίο του Tζιμ Φόρεστ: «Σιωπηλή σαν πέτρα: Mητέρα Mαρία». Tο αγόρασε και το διάβαζε επί ένα χρόνο στα δύο του παιδιά.    
H Mητέρα Mαρία έγραφε: «H αγάπη είναι ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα: Kάποιες φορές πρέπει να πέφτει στα πιο χαμηλά επίπεδα του ανθρώπινου πνευματικού επιπέδου, πρέπει να εκτίθεται στην ασκήμια, στη βία, στη δυσαρμονία».
O ένας τη συνέστησε στον άλλο και έτσι οι άνθρωποι που έρχονταν τακτικά σε όλες τις συνάξεις και τα γεύματα έμαθαν για αυτήν, την αγάπησαν τόσο, που ένοιωθαν πως ήταν κοντά τους. Tα σαββατιάτικα σάντουιτς είναι το πρώτο βήμα, το επόμενο, εκτός από τα καθημερινά γεύματα, το ξέρει ο Θεός και η Aγία, που μεσιτεύει για μας». Aυτά είπε ο π. Iωάννης, με πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεων του απέναντι στον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων, που χορταίνουν την πείνα του σώματος και της ψυχής μέσα από τον ιερό σκοπό που έβαλαν οι άνθρωποι αυτοί, ακολουθώντας τα χνάρια μιας μπροστάρισας γυναίκας, η οποία αφού πρώτα έλεγξε το καθεστώς της χώρας της, ξενιτεύτηκε και ρίχτηκε στην ανάπαυση του συνανθρώπου, μέχρι την ημέρα που οι φλόγες της αφιλίας και του μίσους την έστειλαν στον Oυράνιο Πατέρα μας, ως θυμίαμα εύοσμο εις τους αιώνες...
Στάση ζωής σε μια μόνιμη Σταυροαναστάσιμη πορεία.
Kαλή Ανάσταση!

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΑΠΛΟΪΚΗΣ ΜΕΤΣΟΒΙΤΙΣΣΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ*



site analysis

Μιχαὴλ Γ. Τρίτου-Καθηγητοῦ Α. Π. Θ.

     Ἤμουν μαθητὴς τοῦ Γυμνασίου Μετσόβου, ὅταν ἔβλεπα τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες μία συμπαθέστατη γριούλα, ντυμένη τὴν τοπικὴ μετσοβίτικη στολή, νὰ πηγαίνει στὴν Ἁγία Παρασκευὴ νὰ παρακολουθήσει τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ. Κρατοῦσε στὰ χέρια της ἕνα μικρὸ μεταλλικὸ δοχεῖο μὲ λάδι γιὰ νὰ ἀνάψει τὰ κανδήλια τοῦ ναοῦ. Ἦταν ἡ Μαρία Μπίσα, μία εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ψυχῆ!
   Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἑσπερινοῦ πήγαινε στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ καὶ μὲ μία ἐκ βαθέων δοξολογικὴ κραυγή ἔλεγε τὸ «Δόξα Σοι Κύριε», χωρὶς κἂν νὰ γνωρίζει τὴ σημασία αὐτῆς τῆς φράσης.
   Τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε, καὶ ἀπὸ τὰ γεροντικά της μάτια ἔβγαιναν δάκρυα ἱκεσίας πρὸς τὸν δωρεοδότη Θεό. Ἦταν ἡ ἐξωτερίκευση τῆς βιωμένης πίστεως καὶ ἡ ἔκφραση τῆς γνήσιας ὀρθοδόξου πνευματικότητος.
   Ὁ Κύριος βράβευσε τὴν πίστη τῆς ἁπλῆς αὐτῆς γυναίκας, δίνοντάς της τὴ δυνατότητα νὰ προβλέψει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της.
   Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἀφήσω τὴν ἐγγονή της, τὴν κ. Μαρία Μπίσα-Ψαροβασίλη, νὰ περιγράψει ὡς αὐτόπτης μάρτυς τὸ γεγονός, μὲ ἕνα κείμενο ξεχωριστῆς χάρης καὶ ὀμορφιᾶς καὶ μὲ ἔντονο τὸ στοιχεῖο τῆς βιωμένης ἀμεσότητας.
   «Τὴ γιαγιά μου τὴν ἔλεγαν Μαρία. ΄΄Ἔφυγε΄΄ στὶς 20 Φεβρουαρίου 1971· ἦταν 85 ἐτῶν. Ἀπὸ καιρὸ εἶχε φροντίσει καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια τοῦ θανάτου της, ἂν καὶ ὁ τρόπος ζωῆς της ἦταν μία συνεχὴς προετοιμασία.
   »Τελευταία δὲν ἔβγαινε ἔξω, γιατί τὴν ταλαιπωροῦσε τὸ ἄσθμα ποὺ εἶχε. Δὲν ἦταν ὅμως σὲ τόσο ἄσχημη κατάσταση. Μέσα στὸ σπίτι κυκλοφοροῦσε ἄνετα καὶ αὐτοεξυπηρετοῦταν.
  » Ἦταν Ψυχοσάββατο. Ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ξύπνησε γύρω στὶς ἕξι. Παρὰ τὴ γκρίνια μου μὲ ξύπνησε κι ἐμένα, γιατί ὅπως μοῦ εἶπε μὲ ἤθελε ξύπνια. Ἡ μητέρα μου ἄναψε τὴ σόμπα καὶ τῆς ἐφτίαξε τὸν καφέ της. Ἀφοῦ τὸν ἤπιε, ρώτησε γιὰ τὸν καιρὸ καὶ ζήτησε νὰ πιεῖ δυὸ γουλιὲς κρασί, ἀσυνήθιστο πράγμα γιὰ τὴν ὥρα.
   »Ἤμασταν οἱ τρεῖς μέσα στὸ δωμάτιο καὶ πολὺ σοβαρὰ μᾶς εἶπε ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἤθελε νὰ ΄΄κοιμηθεῖ΄΄. Ζήτησε ἀπὸ τὴ μητέρα μου νὰ τὴ βοηθήσει νὰ πλυθεῖ καὶ νὰ τὴ ντύσει μὲ τὰ ροῦχα ποὺ εἶχε φυλαγμένα στὸ σεντούκι. Ἀκόμη ζήτησε νὰ εἰδοποιήσουμε τὰ παιδιά της νὰ ἔρθουν στὸ σπίτι καὶ μία γειτόνισσα νὰ βοηθήσει στὴν τακτοποίηση τοῦ σπιτιοῦ, γιατί μετὰ θὰ ἐρχότανε κόσμος.
   »Βέβαια ἀκολούθησαν πολλοὶ διάλογοι, ὅπως: “δὲν γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀκόμη δὲν τρελαθήκαμε” κι ἄλλα. Ἡ γιαγιὰ ὅμως ἐπέμενε. Κρατοῦσε τὸ σφυγμό της καὶ συνεχῶς ἔλεγε στὴ μητέρα μου ΄΄βιάσου γιατί θέλω νὰ κοιμηθῶ, βιάσου γιατί δὲν θὰ προλάβουμε΄΄.
   »Ὅταν ὁ ἀδερφός μου ἑτοιμάστηκε νὰ πάει στὴ δουλειά του, τὸν ἀποχαιρέτησε φιλώντας τον καὶ τοῦ εὐχήθηκε προκοπὴ καὶ εὐτυχία, γιατί δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιά.
   »Σιγὰ σιγὰ ἀρχίσαμε νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι κάτι συνέβαινε μὲ τὴ γιαγιά. Θυμήθηκα ὅτι τὴν τελευταία Δευτέρα ἐκείνης τῆς ἑβδομάδας μοῦ ζήτησε νὰ τῆς γράψω ἕνα καινούριο ψυχοχάρτι (μικρὸ τετραδιάκι μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ψυχῶν ποὺ μνημονεύονται στὴν Προσκομιδὴ καὶ στὰ Ψυχοσάββατα). Ἐνῷ μέχρι τότε γράφαμε τρεῖς Μαρίες ἐκείνη τὴν ἡμέρα μοῦ ζήτησε νὰ γράψω καὶ μία τέταρτη. Τῆς ἔλεγα πὼς μπερδεύτηκε, πὼς ἔκανε λάθος, ἀλλὰ ἐπέμενε νὰ τὴ γράψω καὶ πὼς ἀργότερα θὰ καταλάβαινα.
   »Τὴν Πέμπτη τὸ ἀπόγευμα εἶχε καλέσει ὅλους τοὺς συγγενεῖς στὸ σπίτι, ἔκανε εὐχέλαιο καὶ μετάλαβε.
   »Ἔτσι ἀποφασίσαμε νὰ ἐνδώσουμε στὶς ἐπιθυμίες της καὶ εἰδοποιήθηκαν τὰ παιδιά της καὶ ἡ γειτόνισσα.
   »Ἡ μητέρα μου τὴν ἔπλυνε, τὴ χτένισε, τῆς ἔκοψε τὰ νύχια. Τῆς ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τῆς φορέσει τὰ νεκρικὰ ροῦχα καὶ τότε ἡ ἴδια προσπάθησε νὰ τὰ φορέσει λέγοντάς μας ΄΄ἐγὼ ἔχω ντύσει τὰ παιδιά μου δὲν θὰ ντυθῶ ἡ ἴδια;΄΄.
   »Ἡ γιαγιὰ εἶχε ὀχτὼ παιδιά, τὰ τρία ἀπὸ αὐτὰ πέθαναν ἐνῷ ἡ ἴδια ἦταν ἐν ζωῇ.
   »Τὰ παιδιά της, οἱ νύφες, τὰ ἐγγόνια ἔρχονταν ἕνας-ἕνας. Κλείσαμε πόρτες καὶ παράθυρα γιὰ νὰ μὴν ἔρθει κανεὶς ξένος καὶ θεωρηθοῦμε τρελοὶ ποὺ ἕναν ζωντανὸ ἄνθρωπο τὸν ἑτοιμάζαμε νὰ πεθάνει.
   »Πρέπει νὰ πῶ ὅτι ὅσο κρατοῦσε αὐτὴ ἡ διαδικασία κατὰ διαστήματα ἔχανε τὴν ἐπικοινωνία της μαζί μας καὶ μιλοῦσε ψιθυριστά. Ἡ μητέρα μου συχνά τὴ ρωτοῦσε ποιὸν ἔβλεπε, μὲ ποιὸν μιλοῦσε, τί ἔλεγε, ἀλλὰ ἡ ἀπάντησή της ἦταν: ΄΄μὴ μὲ ρωτᾶς τέτοια πράγματα, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ΄΄.
  »Ἡ ἴδια μᾶς ρωτοῦσε μόνο γιὰ τὸν καιρό. Ἤθελε πάντα νὰ πεθάνει ἄνοιξη, γιατί ἀγαποῦσε τὰ λουλούδια, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ἑπομένη τῆς κηδείας της χιόνιζε δυνατά.
   »Ὅταν ὁλοκληρώθηκε ἡ διαδικασία τοῦ ντυσίματος ζήτησε νὰ τῆς φέρουμε ἀπὸ τὸ σεντούκι τὸ “κομπόδεμα” της. Δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς πόσο ἦταν, δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεπερνοῦσε τὶς 20 μὲ 30 δραχμές· μᾶς τὰ μοίρασε. Ἐμένα μοῦ ἔδωσε ἕνα δίφραγκο καὶ δυό-τρεῖς δεκάρες. Μᾶς ἀποχαιρέτησε ὅλους ἕναν-ἕναν χωριστά, μᾶς φίλησε, μᾶς ἔδωσε εὐχὲς καὶ μᾶς εἶπε ὅτι ἦταν ἕτοιμη νὰ ΄΄κοιμηθεῖ΄΄. Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ διαδικασία ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ συγκινήθηκε καὶ βούρκωσαν τὰ μάτια της.
   »Πλάγιασε κάτω ἀπὸ τὸ ντουλάπι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἔκλεισε τὰ μάτια της καὶ προσπάθησε νὰ κοιμηθεῖ. Δὲν τὰ κατάφερε ὅμως καὶ σύντομα ἄλλαξε γνώμη. Σηκώθηκε καὶ μᾶς εἶπε νὰ ἑτοιμάσουμε τὴ θέση της στὸ καλὸ δωμάτιο (ἔτσι λέγαμε τὸ δωμάτιο ὑποδοχῆς), ὅπως συνέβαινε μὲ ὅλους τοὺς πεθαμένους τοῦ σπιτιοῦ. Καθὼς τὴ μεταφέραμε ἀπὸ τὸ ἕνα δωμάτιο στὸ ἄλλο, εἶπε δυὸ φορὲς: “ἄχ!” σπίτι μου, σπίτι μου.
   »Ἐκεῖ λοιπὸν στὸ καλὸ δωμάτιο ξάπλωσε στὴν εἰδικὴ θέση. Ἀπέναντι στὸν τοῖχο ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος καθρέπτης. Παρατήρησε πὼς τὰ ροῦχα της δὲν ἦταν καλὰ τακτοποιημένα καὶ παραπονέθηκε στὴ μητέρα μου. Ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λεπτὰ τὸ μυαλό της λειτουργοῦσε τόσο καλὰ ποὺ ζήτησε νὰ τῆς κόψουμε μὲ ἕνα λεπτὸ ψαλίδι τὸ κλειστὸ (ροῦχο ποὺ φοροῦσε) στὴ μεριὰ τῆς πλάτης ποὺ δὲν φαινόταν ἔτσι ὥστε νὰ ἔρθει σὲ εὐθεία γραμμὴ μπροστὰ στὸ στῆθος. Μέσα στὴν ταραχή μας εἴχαμε  βάλει πρόχειρα τὰ παπούτσια της. Ζήτησε νὰ τῆς τὰ φορέσουμε κανονικὰ καὶ νὰ τὰ κουμπώσουμε γιατί μετὰ παρατήρησε πὼς θὰ πρηζόταν τὰ πόδια της καὶ δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ μποῦν. Τῆς φορέσαμε τὸ σάβανο ὅπως ἐκείνη ἤθελε. Ζήτησε καὶ τὶς δυὸ μεγάλες λαμπάδες ποὺ εἶχε φυλαγμένες μαζὶ μὲ τὰ κηροπήγια, μία γιὰ τὸ κεφάλι καὶ μία γιὰ τὰ πόδια. Τὶς ἤθελε ἀναμμένες.
   »Ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι ὅλα ἦταν ἄψογα μὲ τὸ ντύσιμό της, μὲ δική της προτροπὴ καλύψαμε τὸν μεγάλο καθρέφτη μὲ ἕνα μαῦρο μαντήλι εἰς ἔνδειξιν πένθους ὅπως συνηθίζαμε στὸ χωριό.
   »Ἀπευθύνθηκε πρὸς ὅλους καὶ μᾶς εἶπε νὰ μείνουμε στὸ δωμάτιό της κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι καὶ νὰ προσευχηθοῦμε. Μαζί της στὸ καλὸ δωμάτιο ἤθελε μόνο τὶς νύφες της, δίπλα της γονατιστὲς νὰ προσεύχονται.
   »Ἐγὼ δὲν ἀκολούθησα τοὺς ἄλλους στὸ εἰκονοστάσι, γιατί ἤθελα τόσο πολὺ νὰ δῶ τὸ τέλος. Ἄφησα τὴν πόρτα τοῦ καλοῦ δωματίου μισάνοιχτη καὶ γονάτισα ἐκεῖ κοιτάζοντάς την.
   »Σταύρωσε τὰ χέρια της, ἔκλεισε τὰ μάτια της καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Πρώτη προσευχὴ τὸ “Πιστεύω εἰς ἕνα…”. Δὲν ξέρω πόσες ἄλλες ἀκολούθησαν, γιατί ἡ φωνὴ τῆς γινόταν ὅλο πιὸ βαριά, πιὸ βραχνὴ καὶ ὁ λόγος της δὲν ἦταν καθαρός. Ἔμεινε ἔτσι προσευχόμενη γύρω στὸ δεκάλεπτο. Στὸ τέλος φώναξε δυνατὰ δυὸ φορὲς “γιέ μου, γιέ μου”. Πῆρε μία βαθειὰ εἰσπνοή, μία τελευταῖα ἐκπνοὴ καὶ “κοιμήθηκε”.
   »Ἡ ὥρα ἦταν περίπου 10.30 τὸ πρωί.
   »Βέβαια δὲν ἦταν τυχαῖο ποὺ ἡ γιαγιὰ ἔφυγε ἔτσι.
   »Ἦταν μία γυναίκα ἀγράμματη. Δὲν πῆγε ποτὲ σχολεῖο, δὲν ἤξερε νὰ διαβάζει, νὰ μιλάει ἑλληνικά, οὔτε κἂν νὰ βάζει τὴν ὑπογραφή της. Ἤξερε ὅμως ὅλη τη θεία λειτουργία ἀπέξω καὶ ἂς μὴν καταλάβαινε τί ἔλεγε. Εἶχε μία ἔμφυτη γνώση καὶ σοφία καὶ ἦταν πρόθυμη νὰ βοηθήσει ὁποιονδήποτε καὶ νὰ συμβουλέψει τὸν καθένα.
   »Ἔζησα μὲ τὴ γιαγιὰ δεκαοχτὼ χρόνια. Τὴ θυμᾶμαι χειμώνα-καλοκαίρι νὰ πηγαίνει δυὸ φορὲς τὴ μέρα στὴν ἐκκλησιὰ τῆς ἐνορίας μας, τὴν Ἁγία Παρασκευή, στὸν ὄρθρο καὶ τὸν ἑσπερινό. Τὰ τελευταία χρόνια ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἦταν τὸ σπίτι της, τὴν ἔβρισκε κανεὶς ἐκεῖ ὧρες ἀτελείωτες νὰ κάθεται μόνη μαζὶ μὲ τὰ εἰκονίσματα. Στὸ γυναικωνίτη εἶχε μία συγκεκριμένη θέση ποὺ ἀκόμα φέρει τὸ ὄνομά της. Ὅλη ἡ κοινωνικότητά της ἐξαντλοῦνταν στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀγαπημένο της θέμα συζήτησης ἦταν οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ στενοχωριόταν ποὺ δὲν ἤξερε νὰ διαβάζει.
   »Τηροῦσε μὲ αὐστηρὴ εὐλάβεια ὅλες τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας. Τὶς ἡμέρες τῆς αὐστηρῆς νηστείας ἔτρωγε “χουσάφια” (ξερὰ βρασμένα δαμάσκηνα μὲ ζουμί) ἢ νερόβραστα χόρτα τυλιγμένα μὲ καλαμποκάλευρο. Τιμοῦσε ὅλους τους Ἁγίους καὶ τὴν παραμονὴ τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ κάθε ἁγίου κοιμόταν στὸν ναό του. Κάθε Πέμπτη μὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ αὐστηρὴ σχολαστικότητα ζύμωνε τὰ πρόσφορα τῆς ἑβδομάδας.
   »Τὸ σπίτι ποὺ ἔζησε μὲ τὴν οἰκογένειά της δὲν τὸ ἔχτισε· τὸ ἀγόρασε ὅπως ἦταν. Ὅταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς πῆγε περιοδεία στὸ χωριό μας ἔτυχε νὰ μείνει σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι. Μόλις τῆς τὸ εἶπε ἡ ἰδιοκτήτρια, ἡ γιαγιὰ τὸ ἀγόρασε χωρὶς δεύτερη κουβέντα. Τὸ θεώρησε μεγάλη εὐλογία καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ δωμάτιο ποὺ κοιμόταν ὁ Ἅγιος. Ἐκεῖ ἔφτιαξε καὶ τὸ εἰκονοστάσι της μὲ τὸ καντήλι ποὺ σιγόκαιγε νύχτα-μέρα καὶ πρώτη τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι ἦταν τὸ ντουλάπι ὅπου ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶχε βάλει τὰ βιβλία του. Ἐκεῖ ἔβρισκες τὸ θυμιατό της, τὸ λάδι γιὰ τὸ καντήλι, τὴ σφραγίδα γιὰ τὰ πρόσφορα, τὸ σκεῦος μὲ τὸ ζυμάρι καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἀκόμη ἐκεῖ φύλαγε καὶ τὴ δικιά της ξύλινη γαβάθα, μὲ τὸ δικό της ξύλινο κουτάλι, γιατί ἡ γιαγιὰ δὲ χρησιμοποιοῦσε τὰ δικά μας πιάτα γιὰ φαγητό.
   »Ἂν καὶ εἶχε καλὴ περιουσία ἦταν ἄνθρωπος λιτὸς καὶ ταπεινός. Ἡ περιουσία της δυὸ φορὲς χάθηκε γιὰ ἱστορικοὺς λόγους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Καὶ τὶς δυὸ φορὲς ἡ οἰκογένεια ὀρθοπόδησε, γιατί ὁ Θεὸς τοὺς ἔδινε πλούσια τὰ ἐλέη. Παρὰ τὴν καλὴ οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ τὴν κοινωνική της θέση, οὐδέποτε ἀπέκτησε τὴ λαμπερὴ καὶ κεντητὴ στολὴ ποὺ εἶχαν ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Δὲν εἶχε χρυσαφικὰ καὶ δὲν στολιζόταν. Τὴ μοναδικὴ φορὰ ποὺ θυμᾶμαι νὰ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἐμφάνισή της, ἦταν οἱ τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς της μπροστὰ στὸν καθρέφτη. Τὸ προσωπικὸ ποὺ εἶχε ἡ οἰκογένεια στὴ δούλεψή της τὸ πλήρωνε μὲ λίρες, ἡ γιαγιὰ ὅμως, ὅταν “ἔφυγε”, εἶχε πενταροδεκάρες.
   »Ἦταν πάντα μετρημένη στὰ λόγια της καὶ δὲν ἔκανε κριτικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους. Μέσα στὸ σπίτι ἦταν ἄφταστη νοικοκυρά, ἀκούραστη καὶ ἀεικίνητη.
   »Ἀπέκτησε ὀχτὼ παιδιά. Τρεῖς γιοὺς καὶ πέντε κόρες, τὶς ὁποῖες πάντρεψε μὲ φτωχὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ, παιδιὰ ποὺ τοὺς εἶχαν στὴ δούλεψή τους. Τρία ἀπὸ τὰ παιδιά της πέθαναν ἐνῷ ἡ ἴδια ζοῦσε. Πονοῦσα καὶ μοιρολογοῦσε συχνά, ἀλλὰ παρὰ τὸ πένθος της, τὴν ἑπομένη τῆς κηδείας τους πήγαινε στὴν ἐκκλησία. “Ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ”: ἔλεγε καὶ ἔτσι ἔζησε κι ἐκείνη σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
  »Ἡ μητέρα μου θυμᾶται πὼς ἕνα ἀπόγευμα τοῦ 1941 εἶχε πάει στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι ἀναστατωμένη, “θὰ ἔρθουν οἱ Γερμανοί” τοὺς εἶπε καὶ ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει τὶς κατάλληλες προμήθειες. Φυσικὰ δὲν ὑπῆρχαν τὰ σημερινὰ μέσα ἐνημέρωσης, ἡ μητέρα μου κατάλαβε πὼς κάποιο μήνυμα πῆρε στὸ μοναστήρι. Ἡ γιαγιὰ ὅμως δὲν μιλοῦσε ποτὲ γι’ αὐτά.
   »Ὁ παπποῦς “ἒφυγε” πρὶν ἀπὸ τὴ γιαγιά· τὸ 1956. Ἦταν 80 ἐτῶν, ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς. Πῆρε τὴ λαμπάδα του καὶ ξεκίνησε νὰ πάει στὴν Ἀνάσταση, στὸν Ἄι-Γιώργη. “Πῶς θὰ φτάσεις ὣς ἐκεῖ γέρος ἄνθρωπος”, τοῦ εἶπε ἡ γιαγιά.  “Ἄσε με νὰ πάω, γιατί εἶναι ἡ τελευταία μου φορά”, ἀπάντησε ὁ παπποῦς.
   »Καὶ ἦταν ἡ τελευταία του φορά, γιατί ἔμεινε στὸ στασίδι τοῦ Ἄι-Γιώργη τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς ἔλεγε τὸ “Χριστὸς Ἀνέστη”».
    

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ η Ισαπόστολος- η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου



site analysis



_1_(10~1
Κάποια αλήθεια λέει, πως πίσω από κάθε πραγματικά μεγάλο άνδρα στέκει μια πραγματικά μεγάλη μητέρα.  Σ’ αυτή και το ψυχικό της μεγαλείο χρωστά ο κόσμος τις ξεχωριστές εκείνες μορφές, που τον ανέβασαν και τον δόξασαν.  Απόδειξη τρανή της αλήθειας αυτής είναι και το παράδειγμα των δύο θεοστέπτων βασιλέων και ισαποστόλων, των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  Τη μνήμη τους τιμά και γιορτάζει η Εκκλησία μας κάθε χρόνο την 21η Μαΐου.
Μια σύντομη κι ευλαβική αναδρομή της σκέψης μας στη ζωή και το έργο της αγίας Ελένης, της εξαίρετης αυτής μητέρας και φλογερής χριστιανής και ισαποστόλου, πολλά θα έχει να μας διδάξει.
Η υπέροχη αυτή γυναίκα γεννήθηκε στη Δρεπάνη της Βιθυνίας της Μ. Ασίας γύρω στο 248 μ.Χ. από γονείς άσημους και φτωχούς. Της επαρχίας αυτής όχι μονάχα η πρωτεύουσα Νίκαια, αλλά και πολλές άλλες πόλεις ήσαν Ελληνικότατες. Γι’ αυτό και το όνομα Ελένη που δόθηκε στην κόρη ήταν αποτέλεσμα όχι μιας ελληνίζουσας παραλαβής, αλλά μιας Ελληνικής συνείδησης. Από τα παιδικά της χρόνια η Ελένη διακρινόταν για την εξαιρετική της εξυπνάδα κι ομορφιά. Από νωρίς δε οι σπάνιες χριστιανικές αρετές της την ξεχώριζαν από τις συνομήλικες του καιρού της και την προέβαλλαν στον κύκλο της παντού.
Γύρω στο 270, όταν η κόρη ήταν ηλικίας 22 περίπου χρόνων, πέρασε από τη Δρεπάνη και κατέλυσε στο εκεί ξενοδοχείο του πατέρα της ένας αξιωματικός των πραιτωριανών, που λεγόταν Κωνστάντιος Χλωρός. Το προσωνύμιο Χλωρός του δόθηκε γιατί το πρόσωπο του ήταν πολύ χλωμό. Ο Κωνστάντιος ήταν γόνος μεγάλης και αριστοκρατικής οικογένειας και άνθρωπος πολύ ευγενής. Κάποια μέρα εκεί που βρισκόταν στην αυλή του ξενοδοχείου, είδε τη σεμνή κόρη κι η ευγένειά της μαζί με άλλα χαρίσματα της τράβηξαν έντονα την προσοχή του. Η εντύπωση του υπήρξε τέτοια, που, χωρίς να χάσει καιρό έσπευσε να παραμερίσει την ασημότητα της καταγωγής της – πράγμα αντίθετο με τα τότε Ρωμαϊκά έθιμα – και να την ζητήσει για σύζυγό του. Ένα χρόνο ύστερα από τους γάμους (272 μ.Χ.), το ευτυχισμένο ζευγάρι αποκτούσε, ως ευλογημένο καρπό της ένωσης του, ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Κωνσταντίνο, τον αργότερα ιδρυτή της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας και κραταιό προστάτη του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας.
Ο Κωνστάντιος την εγκαταλείπει
Η ευτυχία δυστυχώς του νεαρού ζεύγους κι ιδιαίτερα της Ελένης δεν κράτησε για πολύ. Η γρήγορη άνοδος του Χλωρού στο ύπατο αξίωμα του Καίσαρα από τον Διοκλητιανό κι η ανάθεση σ’ αυτόν του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον έσπρωξε νωρίς να εγκαταλείψει την πιστή κι ενάρετη σύντροφό του Ελένη, για να παντρευτεί γυναίκα της κοινωνικής του τάξεως.
Η πράξη αυτή του Χλωρού φαίνεται σ’ εμάς αληθινά παράδοξη. Κι είναι παράδοξη. Στην πράξη όμως αυτήν καλούμαστε να θαυμάσουμε το ψυχικό μεγαλείο της αγίας, μαζί και την ταπείνωση και την αυτοθυσία της.
Για ποιους  λόγους αποφασίστηκε ο χωρισμός κι έγινε η διάζευξη με τη συναίνεση της μεγάλης κι ανώτερης εκείνης γυναίκας, της αγίας Ελένης;  Θυσιάστηκε η χριστιανή μητέρα για το καλό των αδελφών του Χριστού, των χριστιανών και την άνοδο του παιδιού της.
.1. Ο διορισμός του Χλωρού σε Καίσαρα, που εξ αιτίας της χριστιανής συζύγου του Ελένης διέκειτο κάπως ευνοϊκά προς την πίστη αυτή, θα εξασφάλιζε στους χριστιανούς κάποια ελευθερία ζωής και λατρείας. Κι αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του μεγάλου διωγμού, που ο Διοκλητιανός εκίνησε ενάντια στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας του. Οι πιστοί στη μεγάλη επαρχία του Χλωρού δεν καταδιώχθηκαν.
2. Η ανάδειξη του Κωνσταντίνου του Χλωρού στο αξίωμα του Καίσαρος του άνοιξε τον δρόμο και στο αξίωμα του Αυγούστου αυτοκράτορας. Κι η ανάδειξη αυτή θα είχε υψίστη σημασία για τους χριστιανούς και την Εκκλησία τους.
3. Με την άνοδο ταυ Χλωρού ανοιγόταν ο δρόμος και για τον γιο του, τον νεαρό  Κωνσταντίνο.
Από τη στιγμή εκείνη η μαρτυρική μάνα παραμερίστηκε από το προσκήνιο της ζωής. Για δεκατρία τόσα χρόνια η Ελένη ζούσε μόνη με συντροφιά την πίστη της στον Σωτήρα Χριστό και στήριγμα της την προσευχή. Πολύ συχνά οι πρωινές ώρες την έβρισκαν γονατιστή κι άγρυπνη να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια για το παιδί της, τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος στέφεται αυτοκράτορας
200px-Byzantinischer_Mosaizist_um_1000_002
Το 306 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος διαδέχτηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Δύσεως τον πατέρα του Κωνστάντιο Χλωρό. Μια από τις πρώτες ενέργειες του νεαρού αυτοκράτορα, ήταν να καλέσει κοντά του την αγαπημένη του μητέρα, να την ανακηρύξει Αυγούστα, δηλαδή αυτοκράτειρα, και να την έχει κοντά του συνεργάτιδα, στο μεγαλόπνοο και πολύπλευρο έργο του. Η αγάπη, μα κι η αφοσίωσή του σ’ αυτή, υπήρξε απεριόριστη και παραδειγματική. Σ’ όλες τις δύσκολες, μα κι όμορφες στιγμές της ζωής του, την είχε δίπλα του και την συμβουλευόταν. Για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ’ όνομα και τη μορφή της. Κι ακόμη την πόλη που γεννήθηκε η αγία του μητέρα, τη Δρεπάνη της Βιθυνίας, προς τιμή της τη μετονόμασε σε Ελενόπολη. Για να την ευχαριστήσει δε, φρόντισε σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας του να στηθούν ποικίλα ιδρύματα για την εξυπηρέτηση και ανακούφιση του λαού. Πολλοί λένε πως κι αυτό το θησαυροφυλάκιο της μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους αφάνταστους πόρους δεν δίστασε ο φιλόστοργος γιος να το αναθέσει ανεξέλεγκτα στα χέρια της άξιας μάνας του.
Η μεγάλη τιμή του στοργικού Κωνσταντίνου προς την άγια του Μητέρα εκδηλώθηκε λαμπρή και λίγα χρόνια μετά τον θάνατό της. Όταν το 330 κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη, εκεί στη μεγάλη πλατεία που ονομαζόταν Φόρος, υψώθηκαν δύο στήλες στο όνομα της Ελένης και του Κωνσταντίνου και ανάμεσα τους τοποθετήθηκε ένας σταυρός, που έφερε αυτή την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν».
Η ίδια, παρά το απότομο ανέβασμά της, δεν περηφανεύτηκε. Έμεινε σ’ όλη τη ζωή της η απλή, η ταπεινή και απέριττη χριστιανή.
Με τους μακροχρόνιους διωγμούς ενάντια στους χριστιανούς οι πιο πολλοί ναοί που υπήρχαν είχαν μισογκρεμισθεί κι απογυμνωθεί από τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεία λατρεία. Οι χριστιανοί που έβγαιναν από «τα σπήλαια και τις οπές της γης», τις κατακόμβες, χρειαζόντουσαν κάποιους χώρους, για να λατρεύσουν τον Θεό.
Με τη δική της συνδρομή και φροντίδα και με τα άφθονα χρήματα που προσφέρει, αρκετοί ναοί αρχίζουν να κτίζονται σε πλείστα όσα μέρη. Παρά την ηλικία της δεν διστάζει να αναλάβει και κουραστικά ταξίδια σε μακρινά τμήματα της απέραντης αυτοκρατορίας, για να ελέγξει και παρακολουθήσει τα έργα, που γίνονται. Οι χριστιανοί στο πρόσωπο της υποδέχονται, όχι απλώς την «Αυγούστα», αλλά τη μητέρα, την προστάτιδα της χριστιανικής πίστεως. Σε λίγα χρόνια με την άγρυπνη φροντίδα της περίλαμπροι ναοί υψώθηκαν όχι μονάχα σε πόλεις, μα και σε απόμερα χωριά.
Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει σχετικά:«Ελένη Αυγούστα Θεώ τω Σωτήρι αυτής, Θεοφιλούς βασιλέως θεοφιλής μήτηρ, ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Eύρεση του Τιμίου Σταυρού
αγία Ελένη
Εκείνο όμως που ιδιαίτερα τίμησε την αγία, είναι η περί τα τέλη της ζωής της (326 μ.Χ.) μετάβασή της στους τόπους όπου έζησε ο Κύριος, κι η ανεύρεση εκεί του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, επάνω στον οποίο υψώθηκε ο Λυτρωτής μας.
Το μέρος που πετάχθηκε ο Τίμιος Σταυρός αναγνωρίσθηκε με τη βοήθεια ενός λουλουδιού του γνωστού μας βασιλικού .Εκεί έβαλε κι έσκαψαν η αγία. Κι οι κόποι της βραβεύθηκαν πολύ γρήγορα. Κάποια μέρα οι εργάτες ανέσυραν από τα χώματα το ιερό σύμβολο μαζί με τους σταυρούς των δύο ληστών. Τον γνήσιο Σταυρό τον διέκριναν από ένα θαύμα που έγινε με τη δύναμή Του. Μια νεκρή αναστήθηκε μόλις το ευλογημένο τούτο Ξύλο άγγιξε το κορμί της. Τότε η αγία πλημμυρισμένη από ανεκλάλητη χαρά κι αγαλλίαση κάλεσε τον επίσκοπο της Άγιας Πόλεως και ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό, ενώ τα πλήθη των πιστών που συνέρρευσαν εκεί, με ευλάβεια μοναδική έψαλαν το «Κύριε ελέησον».
Θεία εύνοια και προς αυτήν και προς τον γιο της θεώρησε η αγία την αποκάλυψη αυτή. Γι’ αυτό κι έσπευσε να χρηματοδοτήσει το κτίσιμο εκεί του ναού της Αναστάσεως, ενός άλλου ναού επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως του Σωτήρος μας στη Βηθλεέμ και άλλων επάνω στο Όρος της Αναλήψεως και στο ορός Θαβώρ.
Με τεμάχια από τον πολύτιμο θησαυρό της, τον Τίμιο Σταυρό φτιαγμένα σε μικρότερους σταυρούς και τους αγιασμένους ήλους και το ακάνθινο στεφάνι, ξεκίνησε ένα πρωί η μακαρία Ελένη με το βασιλικό της καράβι για την επιστροφή στον γιο της.
Στην Κύπρο- Σταυροβούνι
blessing-cross-saints-konst_ceb1ceb3-cebacf89cf83cf84ceb1cebdcf84ceafcebdcebfcf85-ceb5cebbceadcebdceb7cf82-1
Θαλασσοταραχή δυνατή παρά την προσπάθεια και τον αγώνα του πληρώματος οδήγησε το καράβι στα νότια παράλια της Κύπρου και το ανάγκασε ύστερα από πολλές δυσκολίες να προσορμισθεί σ’ ένα μικρό όρμο.
Στον ύπνο της τον ταραγμένο, ένα όνειρο παράδοξο την ξύπνησε τρομαγμένη. Ένας όμορφος νέος, ένας νέος με αγγελική μορφή, ήρθε και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι της και της είπε:
– Σεβαστή βασίλισσα, είμαι σταλμένος από τον Πανάγαθο Θεό να σου ειπώ το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς για να δοξάζεται και να υμνείται, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να κάμεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να προικίσεις με το τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να προσκυνείται και να δοξάζεται τους αιώνες ο σεβάσμιος Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.
Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο, που η βασίλισσα τινάχτηκε πάνω από το κρεβάτι της τρομαγμένη.Με θαυμαστή γρηγοράδα για την ηλικία της κατέβηκε από το στρώμα της κι έτρεξε στο μπαούλο μέσα στο όποιο είχε φυλάξει το Τίμιο ξύλο. Το άνοιξε με ευλάβεια και προσοχή και κοιτάζει να βρει και να πάρει το Άγιο Ξύλο. Τίποτα όμως δεν βρίσκει. Στις φωνές της τρέχουν κι οι υπηρέτες της και ψάχνουν κι αυτοί. Άκαρπες οι προσπάθειες όλων.
Πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά λαχανιασμένος μπήκε στη σκηνή ένας υπηρέτης και κατασυγκινημένος απευθύνεται στην «Αυγούστα» και λέει: Κυρά Βασίλισσα, πέρα μακριά στην κορυφή ενός βουνού, φαίνεται μια παράξενη χρυσοκόκκινη φλόγα, που όσο πάει μεγαλώνει και λάμπει γύρω. Περίεργη η Βασίλισσα βγαίνει από τη σκηνή της και κοιτάζει προς τη μυτερή κορυφή του βουνού και βλέπει κι αυτή την παράξενη λάμψη. Είχε δίκαιο ο υπηρέτης. Σωστά μίλησε. Χωρίς να χάσει καιρό η βασίλισσα, καλεί τον υπηρέτη κοντά της και τον διατάζει με συντροφιά κάποιου άλλου, να πάν να εξετάσουν ποιο πράγμα ήταν εκείνο, που έδινε την ασυνήθιστη και παράξενη λάμψη.
Μετά από ώρες γύρισαν οι υπηρέτες έχοντας στα χέρια τον χαμένο θησαυρό της βασίλισσας, το Τίμιο Ξύλο.Το βρήκαν, της είπαν, μέσα σε μια φλόγα, που σαν πύρινη στήλη ανέβαινε πάνω από πενήντα μέτρα υψηλά, χωρίς ξύλα η άλλη πηγή φωτιάς.
Συγκινημένη η ευσεβέστατη άνασσα για όσα άκουε και όσα έγιναν κατάλαβε αμέσως ποιο ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε εκεί στο βουνό να κτισθεί ο ναός και να προικοδοτηθεί με το τίμιο Ξύλο, για να θυμούνται όλοι το θαύμα του Εσταυρωμένου.
Χωρίς να χάσει καιρό σηκώνεται και με αρκετούς από τη συνοδεία της ξεκινά για το Σταυροβούνι.
Ύστερα από πολλούς κόπους και κινδύνους, η αγία με τη συνοδεία της μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι την κορυφή. Εκεί, σαν η βασίλισσα είδε τα είδωλα στημένα και ρώτησε κι έμαθε, πως εκεί ήταν ο ναός της ψευδοθεάς Αφροδίτης. Υπάρχει και η γνώμη ότι o ειδωλολατρικός ναός ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του μεγάλου Θεού Δία. , λέγεται ότι είπε:
— Εδώ επάνω στο βωμό της θεάς του έρωτα, θα κτίσω το βωμό και τον ναό του αληθινού θεού, του Θεού της αγάπης.
Έτσι κτίστηκε το Σταυροβούνι. Και σήμερα ακόμη στη νότια πλευρά της μονής βρίσκεται κάποιο κτίσμα που θεωρείται σαν πιθανό απομεινάριο του αρχαίου ειδωλολατρικού ναού.
Κατά το κτίσιμο του μοναστηριού λέγεται, πως σ’ αυτό βοηθούσε κι η ίδια η βασίλισσα. Ο πόθος της αγίας να δει το γρηγορώτερο εκεί υψωμένο τον ναό του αληθινού Θεού και Σωτήρος των ανθρώπων και τον Τίμιο Σταυρό, να στολίζει περίλαμπρα τον ιερό εκείνο χώρο, την έκαμε να τρέχει επάνω κάτω και να βοηθά.
Σε λίγο καιρό το εκκλησάκι ήταν έτοιμο.Σ’ αυτό η ευσεβής βασίλισσα έβαλε εκεί ένα κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό .Και στα μέρη αυτά επίσης η βασίλισσα αφήκε τεμάχια από τον Τίμιο Σταυρό, ένα τεμάχιο από τον άγιο Κάνναβο – το σχοινί με το οποίον εδέθησαν τα άγια χέρια του Κυρίου και που βρίσκεται τώρα στο Όμοδος — και τμήμα από ένα αγιασμένο ήλο (καρφί).
Σαν τέλειωσε το έργο της η ευλαβέστατη αυτή γυναίκα, γονάτισε, δοξολόγησε τον Κύριο για τη βοήθειά Του και προχώρησε προς το καράβι για να φύγει.
Ο Τίμιος Σταυρός που ύψωσε εκεί στο μοναστήρι του Σταυρού και που έχει στη μέση ένα κομμάτι από τον πραγματικό Σταυρό του Κυρίου παρουσιάζει το έξης θαυμαστό: Είναι αιωρούμενος. Δεν στηρίζεται δηλαδή στη γη. Πολλοί πιστοί αναφέρουν, πως πολλές φορές νόμισαν ότι έβλεπαν τον Σταυρό να κρέμεται από τον Ουρανό. Γι’ αυτό και το όνομα Θεοκρέμαστος .Αυτό το θαύμα πολλοί ευλαβείς χωρικοί από τα περίχωρα το είδαν. Είδαν δηλαδή «τον Σταυρόν υψούμενον εν μέσω λαμπρού και ακτίστου φωτός άνωθεν της Μονής και του Όρους».
Σταυροβουνι
Επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη
Το 327, ο Μέγας Κωνσταντίνος, δέχθηκε την επιστροφή της αγίας του Μητέρας. Την ημέρα του ερχομού της, βγήκε σε προϋπάντησή της. Και σαν πλησίασε, έτρεξε κοντά της κι έπεσε κάτω και με ευλάβεια πολλή πήρε στα χέρια του και με χαρά προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και τη θήκη που περιείχε τους Ήλους (τα καρφιά), που είχαν εμπηχθεί στα άγια χέρια και πόδια του Κυρίου μας. Μετά κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Μακάριο και του τα παρέδωσε για να τα προσκυνούν οι πιστοί.
Το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Σταυρού βρίσκεται σήμερα στο Άγιο Όρος, στη Μονή του Ξηροποτάμου. Από τους τέσσερις Ήλους, τους δύο τους τοποθέτησαν στο βασιλικό Στέμμα. Κι αυτό έφερε πάντα μαζί του ο Κωνσταντίνος και το φορούσε με την περικεφαλαία του.
Το έργο της η Ελένη δεν το περιόρισε μονάχα στο κτίσιμο εκκλησιών. Ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε η μεγάλη αυτή γυναίκα και για τα έργα της χριστιανικής φιλανθρωπίας και αγάπης.Και τούτο, γιατί τον κάθε χριστιανό τον έβλεπε σαν ένα έμψυχο ναό του Θεού. Και σ’ αυτό προσέφερε ό,τι ημπορούσε. Χρήματα, βοήθεια, προστασία.
Έτσι έζησε η αγία, μέχρι τη στιγμή που ο θάνατός της έκλεισε τα μάτια (329 μ.Χ.).
Απέθανε σε ηλικία 80-81 ετών και εκηδεύθη βασιλικά, όπως της άξιζε.Το λείψανό της το μετέφεραν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και το έθαψαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Τον ναό αυτό άρχισε να κτίζει ο Μ. Κωνσταντίνος και τον αποτελείωσε ο γιος του Κωνστάντιος.
Το όνομα της αγίας μαζί με το όνομα του παιδιού της θα το αναφέρουν με σεβασμό οι γενεές των ανθρώπων.
Τη μνήμη και των δύο συνεορτάζει η Εκκλησία μας  την 21η Μαΐου και τους ονομάζει ισαποστόλους.
Ισαπόστολος ο γιος. Ισαπόστολος και η μητέρα. Και πολύ δίκαια.
1ον. Γιατί ό,τι έκαμε ο γιος για τον χριστιανισμό, αυτό οφείλεται στην υπέροχή του μητέρα, την αγία Ελένη. Αυτή τον προπαρασκεύασε με την αγάπη και τη διαπαιδαγώγηση που του έδωκε.
2ον. Αγία υπήρξε η ίδια. Αγιασμένη ζωή έζησε. Παρά τις τιμές που απολάμβανε σαν αυτοκρατόρισσα δεν παρασύρθηκε απ’ αυτές. Δεν περηφανεύτηκε από τις δόξες και τα μεγαλεία. Έμεινε πάντα η ταπεινή, η απλή, η καλόκαρδη, η πονετική, η πιστή. Πόθος της ένας. Πως να αρέσει στον Θεό και να κερδίσει τη βασιλεία Του. Τον Παράδεισο. Και το πέτυχε.
***Το παράδειγμά της, ας γίνει για τον καθένα μας ένας οδοδείχτης. Από ανθρώπους έχει ανάγκη κι η εποχή μας, για να ορθοποδήσει. Από ανθρώπους καλοσύνης κι αρετής. Τους ανθρώπους όμως αυτούς θα μας τους δώσουν και σήμερα μόνο οι αληθινές χριστιανές μητέρες. Οι μητέρες του πνευματικού βάθους και ύψους της αγίας Ελένης.
***Ας μιμηθούν οι γυναίκες την πίστη της. Την υπομονή της. Την πλατιά καρδιά της. Την κοινωνική δράση της. Την αρετή κι αγιοσύνη της. Το επιβάλλει η αποστολή τους. Το θέλει η αγία. Το απαιτεί ο Χριστός.
Απολυτίκιο Ήχος πλ. δ’
Του Σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ο εν βασιλεύσιν Απόστολος Σου, Κύριε, Βασιλεύουσαν πάλιν τη χειρί Σου παρέθετα ην περίσωζε δια παντός εν ειρήνη, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Εξήγηση : Ο Μέγας κι άγιος Κωνσταντίνος, Κύριε, που είναι βασιλιάς, μα και απόστολος δικός Σου, σαν είδε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού Σου και κλήθηκε έτσι όχι από ανθρώπους να γίνει χριστιανός, αλλά, όπως κι ο απόστολος Παύλος από Σένα τον ίδιο, έσπευσε να παραδώσει στην προστασία Σου την πρωτεύουσα του κράτους του, την τρανή Κωνσταντινούπολη. Αυτήν (την πόλη) φύλαγε την πάντοτε ειρηνική, Φιλάνθρωπε Χριστέ, με τις παρακλήσεις της Παναγίας Σου Μητέρας, της Θεοτόκου.

Κοντάκιο Ήχος γ’
Κωνσταντίνος σήμερον, συν τη μητρί τη Ελένη, τον Σταυρόν εκφαίνουσι, το πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μεν των Ιουδαίων αισχύνην όντα, όπλον δε Πιστών ανάκτων κατ’ εναντίον δι’ ημάς γαρ ανεδείχθη σημείον μέγα και εν πολέμοις φρικτόν.
Εξήγηση: Σήμερα ο Κωνσταντίνος μαζί με τη μητέρα του την αγία Ελένη μας παρουσιάζουν για προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό, που είναι το πανσεβάσμιο Ξύλο της πίστεώς μας. Μας παρουσιάζουν τον τίμιο Σταυρό, γιατί τούτο το πανσεβάσμιο Ξύλο είναι από τότε σύμβολο εντροπής για τους Ιουδαίους και όλους τους άπιστους και βλάσφημους αρνητές. Αντίθετα δε για τους πιστούς κι ευλαβείς βασιλιάδες και στρατηγούς, μα και για όλους τους χριστιανούς, είναι όπλο παντοδύναμο, όπλο ειρήνης και τρόπαιο αήττητο ενάντια στους ασεβείς και αντίχριστους πολεμίους και εχθρούς.
Μεγαλυνάριο
Τους της ευσέβειας θείους πυρσούς, και των Αποστόλων, θιασώτας και μιμητός, συν τω Κωνσταντίνω, Ελένην την Αγίαν, ως βασιλέων δόξαν, ανευφημήσωμεν.
ceacceb3ceb9cebfceb9-cebacf89cebdcf83cf84ceb1cebdcf84ceafcebdcebfcf82-cebaceb1ceb9-ceb5cebbceadcebdceb7
Συντόμευση του άρθρου: http://www.pigizois.net/kiprioi_agioi/eleni_i_isapostolos.htm
.
ηχητικό συναξάρι- και για παιδιά

Η ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ (Από Επιστολές μελλοθάνατων)



site analysis



Η γενοκτονία των Ποντίων, συν τοίς άλλοις ανέδειξαν καί τό ψυχικό μεγαλείο των Ελλήνων του Πόντου. Ιδού δείγματα από τίς ακολουθούσες επιστολές, τίς λίαν συγκινητικές.
.
Γλυκυτάτη μου Κλειώ
Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμεν όλοι, περί τους εκατό από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια κρεμάλας θάνατος. Αύριο θα πηγαίνουν οι εξήντα, μεταξύ αυτών και πέντε Τραπεζούντιοι, και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτη δεν θα είμαστε εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς, και σε σας να δώσει ευλογία και υπομονή και άλλο κακό να μη δοκιμάσετε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρό να μην χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή, τα παιδία ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσεις όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τά παιδιά. Τον Γιώργο να τελειώσει το Σχολείο και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννη ας τον έχει μαζί του στη δουλειά.
Από τα μικρά τον Παναγιώτη να στείλης στο Σχολείο, την Βαλεντίνη να την μάθεις ραπτική. Την Φωφώ να μην χωρίζεσαι εν όσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τας οικογενειακάς μου υποθέσεις, που θα του αναθέσητε. Ο παπά-Συμεών ας με μνημονεύσει εν όσω ζει.
Να δώσεις 5 πέντε λίρες στην Φιλόπτωχο, 5 πέντε λίρες στην Μέριμνα, 5 πέντε λίρες στου Λυκαστή στο Σχολείο.
Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο, βαίνω προς τον Πατέρα και συγχωρήσατέ μου.                                 
Ο υμέτερος
Αλεξ, Γ, Ακριτίδης
Φυλακές Αμάσειας, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921
.
********************
.
Επιστολή Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων εν Αμισώ.
.
Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλής μου σύζυγος, τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι.
Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σείς μη λυπηθείτεֹ έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μουֹ εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε.
Αντιόπη, ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργον τούτο το αφήνω μόνον εις σε. Δια σε και δια τα τέκνα μας είμαι βέβαιος, ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθής και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού.
Εάν επιζήσετε της καταιγίδας αυτής, να πάτε στους γονείς μας κοντά και να γράφεις δε και στον Φώτιον και τον Χρύσανθον την παράκλησίν μου, όπως λάβουσιν υπό την μέριμναν των την Ιουλίαν και την Χρυσάνθην. Τη βεργέτα και το ωρολόγι μου παρέδωσα εις τον κ. Π. Βαλιούλην. Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταία σου επιστολήν και είμαι ήσυχος εν τη φυλακή.
Εξομολογήθην, εγένετο λειτουργία και εκοινώνησα, θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος.Επιθυμώ να μη κλαύσητε πολύ.
Ο Θεός μαζί σας
Σας φιλώ όλους εκ ψυχής
Ο ιδικός σας
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΖΙΝΟΓΛΟΥ
********************
Δεν ξέρει τί νά πρωτοθαυμάσει, κανείς στις επιστολές αυτές. Τή βαθειά πίστη τους στό Θεό, που τούς καθιστά ικανούς νά ξεπερνούν τόν φόβο τού θανάτου; Την βέβαιη ελπίδα τής αιωνιότητας, πού γαλήνευε την ψυχή τους; Την προσήλωσή τους στίς οικογενειακές αρχές μιας παραδοσιακής, ορθόδοξης οικογένειας; Τή μέριμνα των παιδιών καί των γονέων; Τή φιλανθρωπία τους, την οποία δέν λησμονούν καί ασκούν καί σ’ αυτή τή φρικτή ώρα τού θανάτου; Τήν φιλοπατρία τους, πού τούς κάνει νά μή λιποψυχήσουν καί νά δεχθούν καί αυτόν τόν άδικο θάνατο μέ καρτερία καί γεναιότητα;
.
* Οί δυό αυτές επιστολές είναι παρμένες από ομιλία (Σέρβια 19.05.2010) τού δρ. Τσακαλίδη, Θεολόγου-Θρησκειοπαιδαγωγού, Σχολικού Συμβούλου Δυτικής Μακεδονίας.
.
Πηγή: e-istoria μέσω Αβέρωφ