η μνήμη της εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου. η ανάμνηση του θαύματος στις 11 Ιουλίου
Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ
Η Αγία Ευφημία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα από οικογένεια θεοσεβή και ευγενική. Οι γονείς της Ψιλόφρων και Θεοδωριανή φρόντισαν ώστε η Θυγατέρα τους να αναπτύξει κάθε χριστιανική αρετή.
Η Ευφημία εξελίχθηκε σε άνθρωπο με σπάνια χαρίσματα και δυνατό χριστιανικό φρόνημα, το οποίο επέδειξε όταν ο ειδωλολάτρης ανθύπατος της Μικράς Ασίας Πρίσκος διέταξε να παρευρεθούν όλοι οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας σε γιορτή, την οποία οργάνωνε προς τιμή του θεού των ειδωλολατρών Άρη.
Τότε η Ευφημία αποφάσισε μαζί με άλλους χριστιανούς να απέχει από τη γιορτή των ειδωλολατρών και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίσθηκε.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της οι εχθροί του Χριστού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν την Αγία να αρνηθεί την πίστη της και να ασπασθεί τα είδωλα. Όταν συνειδητοποίησαν πως η Eυφημία δεν επρόκειτο να αλλάξει την πίστη της με τους λόγους, τη βασάνισαν φριχτά. Όμως με τη θεία χάρη, η Αγία δεν έπαθε τίποτα από τα βασανιστήρια.
Τελικά οι δήμιοι, την έριξαν σε άγρια θηρία και η Ευφημία βρήκε το θάνατο από μία αρκούδα.
Αυτήν την ήμερα (11 Ιουλίου), γίνεται ανάμνηση του θαύματος που έγινε από την αγία Ευφημία: κατά την εποχή του Μαρκιανού και της Πουλχερίας, συντάχθηκαν δύο τόμοι που περιείχαν τον όρο της Συνόδου, που έγινε στη Χαλκηδόνα (451) και ήταν ένας των ορθοδόξων και ένας των Μονοφυσιτών.
Για να πάψει λοιπόν η έριδα μεταξύ των δύο πλευρών, αποφασίστηκε να τεθούν και οι δύο τόμοι μέσα στη λάρνακα της αγίας Ευφημίας, για να φανεί ποιον από τους δύο θα δεχτεί η Αγία. Μετά την αποσφράγιση της λάρνακας, βρέθηκε ο μεν των αιρετικών τόμος στα πόδια της Αγίας πεταμένος, ο δε των ορθοδόξων στο στήθος της.
(Να σημειώσουμε ότι η κυρίως μνήμη του μαρτυρίουτης αγίας Ευφημίας τελείται στις 16 Σεπτεμβρίου).
Τα άγια λείψανα της αγίας φυλάσσονται στον ιερό πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, στην Κωνσταντινούπολη.
Η ζωή της αγίας Όλγας είναι χαρακτηριστική της μεταστροφής που φέρνει στους ειλικρινείς ανθρώπους ο χριστιανισμός. Η δυναμική γυναίκα που αφάνισε με σκληρότητα τη φυλή που σκότωσε το σύζυγό της, εγκατέλειψε την ειδωλολατρία αηδιασμένη από “το απάνθρωπο εθιμικό δίκαιο της εποχής της”, μεταμορφώθηκε σε μια ευγενική ισαπόστολο και πέθανε απομονωμένη στο κάστρο της, πράγμα που ίσως δεν είναι άσχετο με τις πληγές της συνείδησής της για τα εγκλήματα του παρελθόντος.
Ο εγγονός της, άγιος Βλαδίμηρος, επέδειξε μια παρόμοια μεταστροφή: “Πριν να ασπαστεί το χριστιανισμό, αυτός ο πολεμοχαρής ηγεμόνας είχε μειωμένη την αίσθηση της εγκράτειας και του αυτοέλεγχου. Ήταν τολμηρός στη μάχη, αγαπούσε το φαγοπότι, είχε κάμποσες γυναίκες και πολλά παιδιά. Το βάπτισμα άλλαξε τη συμπεριφορά του ριζικά. Δεν έγινε όμως σκυθρωπός, ούτε ζητούσε την απομόνωση. Βρήκε καινούργια χαρά στη ζωή και έστρεψε τη δυνατή και γενναιόδωρη φύση του προς όφελος των ορφανών, των φτωχών και των αρρώστων. Η αυλή του διατήρησε τη φήμη των συμποσίων των ειδωλολατρικών ημερών, αλλά αντί να καλούνται πια οι ισχυροί και πλούσιοι, άνοιξε τις πύλες στους πάσχοντες και πεινασμένους. Έχτισε σπίτια για τους ηλικιωμένους και παραλυτικούς.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η στάση του προς τους εγκληματίες. Ο άνθρωπος αυτός που προηγουμένως έχυνεασυλλόγιστα το αίμα σε τρομερές μάχες, αντιλήφθηκε την ιερότητα κάθε ανθρώπινη ζωής. Αυτό τον ώθησε στην κατάργηση της θανατικής ποινής στην απέραντη επικράτειά του…” (καθηγητής Νικ. Ζέρνωφ, Οι Ρώσοι και η Εκκλησία τους, Λονδίνο 1968, ελλ. έκδ. Αστήρ, Αθήνα 1972, σελ. 11).
Η Αγία Όλγα (ρωσ. Ольга) είναι η πρώτη αγία προερχόμενη από τους Ρως, τους προγόνους των σημερινών ρώσων και ουκρανών. Γεννήθηκε στο Πσκοβ και ήταν κόρη βαράγγων ευγενών – το αυθεντικό σκανδιναβικό της όνομα ήταν Χέλγκα (Helga). Για το ακριβές έτος γέννησής της δεν είμαστε βέβαιοι. Το μεταγενέστερο Πρώτο Χρονικό την τοποθετεί το 879, όμως με βάση αυτή τη χρονολογία φαίνεται πως γέννησε το μοναχογιό της Σβιάτοσλαβ σε ηλικία άνω των 60 ετών! Πιθανότερο είναι να γεννήθηκε γύρω στα 890.Σε πολύ νεαρή ηλικία (~903) η Όλγα παντρεύθηκε το ρουρικίδα Ιγκόρ, μετέπειτα αρχηγό του Κράτους των Ρως, και εγκαταστάθηκε στο Κίεβο. Ο σύζυγός της δολοφονήθηκε το 945 από τους Δρεβλιανούς κατά τη συλλογή φόρου υποτέλειας, με αποτέλεσμα ο θρόνος να περάσει στο μικρό γιο τους Σβιάτοσλαβ που ήταν ακόμη βρέφος. Έτσι η Όλγα ανέλαβε χρέη επιτρόπου μέχρι την ενηλικίωσή του, ασκώντας για σχεδόν δύο δεκαετίες την πραγματική εξουσία στο κράτους.Πρώτο μέλημά της ήταν να λάβει εκδίκηση για το χαμό του άνδρα της, πράγμα που έπραξε με μεγάλη αγριότητα. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραπτή καταγραφή και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια από το μύθο, λέγεται ότι κατέσφαξε πολλούς Δρεβλιανούς και έκλεισε άλλους ζωντανούς μέσα σε πλοία, τα οποία κατόπιν βύθισε. Άλλοι εκτελέσθηκαν στην πυρά, ενώ τέλος μαρτυράται η εξής χαρακτηριστική ιστορία: Ενώ πολιορκούσε μια πόλη, υποσχέθηκε να αποχωρήσει εάν κάθε σπίτι τής χάριζε από ένα οικόσιτο περιστέρι για εξευμενισμό. Οι πολιορκημένοι την πίστεψαν και της παρέδωσαν τα δώρα, αλλά καθώς αποχωρούσε η Όλγα έβαλε φωτιά στα πόδια των περιστεριών. Αυτά τρομαγμένα γύρισαν ενστικτωδώς στις εστίες τους, βάζοντας φωτιά στις ξύλινες στέγες των σπιτιών. Έτσι κάηκε ολόκληρη η πόλη.
Ως χριστιανή
Σε θρησκευτικό επίπεδο, η Όλγα ήταν ο πρώτος ηγέτης των Ρως που εγκατέλειψε τον παγανισμό για το χριστιανισμό. Η βάπτισή της έγινε το 955 με μεγάλη επισημότητα στην Κωνσταντινούπολη και έλαβε το χριστιανικό όνομα Ελένη από τη νονά της Ελένη Λεκαπηνή, σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’. Μία άλλη επίσκεψή της στην Πόλη, δύο χρόνια αργότερα, περιγράφεται λεπτομερώς από τον Κωνσταντίνο στο σύγγραμμά του De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Σλαβικές πηγές αναφέρουν ότι ο Κωνσταντίνος εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά της και τη ζήτησε σε γάμο, φήμη όμως που αναιρείται τόσο από την ηλικία της όσο και από το γεγονός ότι ήδη ο Κωνσταντίνος ήταν παντρεμένος.
.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, μετά την ενηλικίωση του Σβιάτοσλαβ και τη λήξη της επιτροπείας (965), τα πέρασε στο κάστρο του Βίσγκοροντ κοντά στο Κίεβο μαζί με τα εγγόνια της. Ένας από τους εγγονούς της, ο Βλαδίμηρος, θα γινόταν αργότερα ο ηγέτης των Ρως που εισήγαγε το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ταυτόχρονα η Όλγα ασκούσε την εσωτερική διοίκηση, αφού ο Σβιάτοσλαβ απουσίαζε διαρκώς σε μακροχρόνιες εκστρατείες. Ο θάνατος τη βρήκε σε προχωρημένη ηλικία το 969. Για τις προσπάθειές της να διαδώσει το χριστιανισμό στην επικράτεια των Ρως ανακηρύχθηκε αγία και ισαπόστολος από την ορθόδοξη εκκλησία το 1587. Η μνήμη της εορτάζεται την ημερομηνία του θανάτου της, στις 11 Ιουλίου.
Κυβερνώντας με σοφία και ευσπλαγχνία και επιδεικνύοντας συνάμα έναν ενεργητικό χαρακτήρα, η πριγκίπισσα κατόρθωσε να συγκεντρώσει την μέχρι τότε διάχυτη εξουσία και μπόρεσε να βάλει τέλος στις φονικές εισβολές των σλαβικών φύλων. Οργάνωσε το εμπόριο και ευνόησε τις ανταλλαγές με το Βυζάντιο με σκοπό να προσφέρει στο λαό της τα σπέρματα του πολιτισμού. Το 957 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου έγινε δεκτή με τιμές από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος την τοποθέτησε μεταξύ των ανώτερων κυριών της αυλής του, όπου και φαίνεται πως έλαβε το Βάπτισμα από τον πατριάρχη Πολύευκτο με το όνομα Ελένη [ή δύο χρόνια νωρίτερα, όπως είδαμε].
I.MASHKOV-H Αγία Δούκισσα Όλγα εισέρχεται στην Αγιά Σοφιά στην Πόλη (από εδώ)
Επιστρέφοντας στη Ρωσία περιέτρεξε τη χώρα κηρύσσοντας τον Χριστό και ίδρυσε την πόλη Πσκωφ, μετά από τήν εμφάνιση μιας τριπλής ακτίνας φωτός που κατέβαινε από τον ουρανό. Κατά την απουσία του γιου της Σβιατοσλάβ που μετείχε σε εκστρατείες, η αγία Όλγα ανέλαβε τη μόρφωση των τριών γιων του, Ιαροπόλκ, Όλεγκ και Βλαδίμηρου· δεν κατάφερε όμως να τους βαπτίσει, εξαιτίας της αντίθεσης του πατέρα τους που παρέμενε αμετάπειστος ειδωλολάτρης. Το 969 αρρώστησε και προσπάθησε για τελευταία φορά να μεταστρέψει το μεγάλο ηγεμόνα, συνάντησε όμως την πείσμονα άρνησή του. Η αγία προείπε τότε την επικείμενη μεταστροφή της Ρωσίας στον Χριστιανισμό καθώς και το θλιβερό τέλος του γιου της, που δολοφονήθηκε τρία χρόνια αργότερα από τους Πετσενέγκους. Παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό στις 11 Ιουλίου 969. Τα[άφθαρτα] λείψανά της μεταφέρθηκαν στο Κίεβο από τον άγιο Βλαδίμηρο, φυλάχθηκαν κρυμμένα κατά τις συχνές λεηλασίες της πόλης και δεν γνωρίζει κανείς που βρίσκονται σήμερα.
.
Παρά τις προσπάθειες της ισαποστόλου πριγκίπισσας, η μεταστροφή της δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στον λαό της· προετοίμασε εντούτοις εκείνην του εγγονού της Βλαδίμηρου [15 Ιουλ.] και έπαιξε το ρόλο της ζύμης για την ανάπτυξη του χριστιανικού βίου της Ρωσίας, «όπως ο φαεινός όρθρος που προηγείται της λαμπρής ήμερας».
Η βασίλισσα των Ρως Όλγα εισέρχεται για πρώτη φορά στην Αγία Σοφιά και συγκλονισμένη γίνεται η πρώτη Χριστιανή του βασιλείου της από τον πατριάρχη Πολύευκτο.
Η προσπάθειά της και ο αγώνας της να γνωρίσουν οι υπήκοοί της και κυρίως ο γιος της ο Σβιατοσλάβος τον Χριστιανισμό δεν ευδοκίμησε. Παρόλα αυτά προέβλεψε ότι η Ρωσία θα ακολουθήσει τον Χριστιανισμό και ότι δυστυχώς ο γιος της θα έχει τραγικό τέλος, (δες ΕΔΩ).
Χρόνια μετά και ενώ η Αγία Όλγα είχε κοιμηθεί, ο εγγονός της, βασιλιάς των Ρως Βλαδίμηρος, κατάφερνε μετά από διπλωματικό μαραθώνιο να νυμφευθεί την αδερφή του Μεγάλου Αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης, Βασιλείου του Β’, προσφέροντας στο βάρβαρο κράτος του ανυπέρβλητο πρεστίζ και κυρίως αυτό, που δεν κατάφερε να πετύχει η γιαγιά του η Αγία Όλγα, τη διάδοση και επικράτηση του Ευαγγελίου στην χώρα των Ρως!
Η Άφιξη της Βυζαντινής Άννας στους Ρως
Είχε αχνοφανεί στο ορίζοντα η Χερσώνα (Κριμαία), όταν ο πρωτοκάραβος έστειλε σπαθάριο να ειδοποιήσει την Άννα ότι στόλος ολόκληρος από μικρά πλεούμενα των Ρως ερχόταν να την προϋπαντήσει. Ντύθηκε η Άννα, φόρεσε το βαρύ χρυσοκέντητο φόρεμά της και με όλη την ακολουθία της ανέβηκε πάνω στο ξυλόκαστρο (του πλοίου). Χρύσισε, λαμπύρισε, γέμισε ασήμια και πολύτιμες πέτρες το κατάστρωμα, καθώς η ακολουθία της, κατεπάνω, τουρμάρχες, ιερωμένοι και πατρικίες, πήραν την σειρά τους. Η Άννα ήταν σοβαρή και αμίλητη, όπως πάντα. Κοιτούσε εμπρός την Χερσώνα, χωρίς να την βλέπει. Ο νους της ήταν αλλού: στη Βασιλεύουσα, στο Ιερό Παλάτιο. Δεν είδε τα μικρά πλεούμενα που, στολισμένα με πολύχρωμα φλάμπουρα, έρχονταν, σε δύο γραμμές, να ενωθούνε με το δρόμωνα και τα χελάνδια που μας ακολουθούσαν. Δεν είδε, ούτε άκουσε τις άναρθρες κραυγές που μπήξανε τα τσούρμα των Ρως, όταν ζύγωσαν το καράβι μας. Και φώναζαν οι Ρως, και χτυπούσαν κύμβαλα, και φυσούσαν σε βούκινα και σε σάλπιγγες, και ούρλιαζαν, και κουνούσαν τα χέρια τους, τα όπλα τους, κι ανέμιζαν πολύχρωμα υφάσματα. Βάρβαρος λαός, βάρβαρα τα έθιμά τους… Πού η σοβαρότητα, πού το αυστηρό τυπικό της Αυλής του Βυζαντίου…
.
Κοιτούσα συνεπαρμένη τα πλεούμενα, τους Ρως με τα παράξενα ρούχα, τα φλάμπουρά τους, όταν μέσα από τα καράβια τους ξεχώρισα ένα, γιατί ήταν το μεγαλύτερο και το ψηλότερο, γιατί τα κουπιά του ήταν βαμμένα κόκκινα ζωηρά, γιατί χρύσιζαν στις άκρες τους. Ερχόταν γραμμή απάνω μας.
(…) –Ο μέγας δούκας, ο Βλαδίμηρος, έκανε ψιθυριστά ο πρωτοκάραβος, και γυρίζοντας στον δρουγγάριο που στεκότανε κοντά του έδωσε τις διαταγές του.
(…) Το καράβι των Ρως ζύγωσε, κόλλησε πάνω στο δικό μας και, από την σκάλα που του έριξε το τσούρμο μας, ανέβηκε αργά αργά πάνω στο κατάστρωμα ο Βλαδίμηρος, ενώ οι σαλπιγκτές μας του απόδιναν χαιρετισμό. Ήταν ψηλός, γύρω στα σαράντα, ομορφοκαμωμένος. Προχώρησε αργά αργά ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια του, σαν να μην έβλεπε καλά.
.
(…) ενώ τον προσκυνούσαμε, πλησίασε την Άννα, που στεκόταν ακίνητη, ψυχρή και άφωνη, σαν άγαλμα. Δεν την φίλησε ούτε την πήρε στην αγκαλιά του. Υποκλίθηκε μόνο άχαρα μπροστά της, σαν να μην ήτανε συνηθισμένος σε αυτά τα πράγματα, και με βαριά φωνή τής είπε ελληνικά, σαν να αποστήθιζε το μάθημά του:
–Καλώς ήρθες στην χώρα μου. Στην χώρα σου.
.
(…) Λύθηκαν τα γόνατά μου σαν αντίκρισα το Κίεβο. Δεν ήταν πόλη ετούτη… Ήταν χωριό. Ένα μακρύ χωριό από καλύβες λάσπινες, που απλωνότανε ζερβά και δεξιά από το ποτάμι, Βορυσθένης, το όνομά του, από αρχοντικά που μόνο αρχοντικά δεν ήτανε. Φθάσαμε στο ανάκτορο του Βλαδίμηρου, κατεβήκαμε από τις άμαξες. Ένα σπίτι κοινό ήταν το ανάκτορό του, που ούτε ένας έμπορος στην Βασιλεύουσα δεν θα καταδεχότανε. Όχι πως ήτανε μικρό. Ήταν όμως τόσο κακόγουστο, τόσο απεριποίητο, τόσο χωρίς στολίδια, τόσο βρώμικο στο κάτω μέρος, όπου ήταν οι στάβλοι, που σου ερχότανε λιγοθυμιά.(…)
.
Βαφτίστηκε ο Βλαδίμηρος στην Εκκλησιά του Αγίου Βασιλείου, μπροστά στους συναγμένους πρωτάρχοντες τις χώρας του -“Βογιάρους” τους λένε στην Ρωσία- και το σπίτι του Θεού αντήχησε από την Θεία Ψαλμωδία. Βαφτίστηκε ο Βλαδίμηρος και μαζί με αυτόν και εκατό ακόμα άρχοντές του.
Από το βιβλίο του Κ.Κυριαζή, “Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος”.
Θείας πίστεως αρχή, αγία, αναδέδειξαι, εν τη Ρωσία, προσελθούσα του Σωτήρος τη χάριτι, και εν αυτή τον λαόν σου προσήγαγες, ως αληθής βασιλίς και θεόληπτος. Όλγα ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Βιογραφία
Η Οσία Αμαλία (στη φλαμανδική γλώσσα Αμαλβέργη), έζησε κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα στο τότε ορθόδοξο Βέλγιο, στην επαρχία της Βραβάνδης, της οποίας πρωτεύουσα σήμερα είναι οι Βρυξέλλες. Ήταν αδελφή (ή σύμφωνα με άλλους ανεψιά) του Αγίου Πιπίνου Δούκα της Βραβάνδης, κόμη του Λάντεν και κύριου αυλικού των Φράγκων βασιλέων της δυναστείας των Καρολιδών. Παντρεύτηκε τον κόμη Βιτγέρον και ανεδείχθη μητέρα των αγίων Εμβέρτου επισκόπου Καμπραί, Γουδούλης Οσίας, Ραϊνέλδης οσιομάρτυρος και Φαραΐλδης Οσίας.
Μετά από ενάρετο βίο στον κόσμο, διακρινόμενο για τα έργα της αγάπης και της φιλανθρωπίας, έγινε μοναχή σε μεγάλη ηλικία στη Μονή του Μομπέζ, του τάγματος των Βενεδικτίνων, όπου εκοιμήθη οσιακώς το έτος 690 μ.Χ.
Στην εικονογραφία εικονίζεται ως γηραιά μοναχή ενώπιον μονής.
Ἀπολυτίκιον
Αμαλίαν οσίαν δεύτε τιμήσωμεν ότι δόξα ανθρώπων καταφρονήσαντα και τον νυμφίο της Χριστό ακολουθήσασα μοναζουσών καλλονή ανεδείχθης ηρωΐς ασκήσεως και αγώνων, διό μη παύσεις πρευβεύων ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Το μεγάλωμα ενός παιδιού δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν γίνεις η ίδια μαμά. Πόσες φορές δεν έχετε θυμηθεί τα λόγια των μαμάδων σας, όταν σας έλεγαν «κάποτε θα γίνεις κι εσύ μαμά και θα με καταλάβεις». Ναι, τώρα που έχετε δικά σας παιδιά τις καταλαβαίνετε και αναγνωρίζετε όλα όσα έκαναν, για να σας μεγαλώσουν.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιες μαμάδες, που έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερες δυσκολίες.
Μαμάδες, που τα παιδιά τους έχουν κινητικά, διανοητικά ή ψυχολογικά προβλήματα. Μαμάδες, που δεν έχουν ακούσει ούτε μια φορά τη λέξη «μαμά» από τα χείλη των παιδιών τους και ενδεχομένως να μην την ακούσουν ποτέ. Μαμάδες, που μεγαλώνουν τα παιδιά τους με απεριόριστη αγάπη και αξιοπρέπεια σε μια χώρα που, ας μη γελιόμαστε, δεν στέκεται καθόλου στο πλευρό τους.
Σε αυτές τις μαμάδες αξίζει όλοι μας να υποκλινόμαστε:
Επειδή άκουσαν τα χειρότερα από το στόμα των γιατρών, αλλά κατάφεραν να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να συνεχίσουν.
Επειδή αντιμετωπίζουν καθημερινά τα βλέμματα, τις κακίες και τα αρνητικά σχόλια με αξιοπρέπεια και στωικότητα.
Επειδή είναι δυνατές, τόσο δυνατές που και οι ίδιες απορούν με τη δύναμη τους.
Επειδή, εκτός από μαμάδες, είναι και γιατροί και φυσιοθεραπευτές και λογοθεραπευτές και οτιδήποτε άλλο χρειάζεται το παιδί τους.
Επειδή κάποιες μέρες είναι πιο δύσκολες από τις άλλες, όμως αυτές δεν το βάζουν κάτω
Επειδή πάντα ελπίζουν, ακόμα κι όταν φαινομενικά δεν υπάρχει ελπίδα
Επειδή έχουν ανεξάντλητη υπομονή
Επειδή γνωρίζουν πως το παιδί τους τις χρειάζεται όσο τίποτα άλλο στον κόσμο
Επειδή θα έδιναν και τη ζωή τους, για να κάνουν τα παιδιά τους όλα αυτά τα μικρά …δηθεν ενοχλητικά πράγματα, που κάνουν τα άλλα παιδιά
Επειδή, τελικά, όταν κοιτάζουν τα παιδιά τους, δεν βλέπουν παιδιά με ειδικές ανάγκες, αλλά μονάχα τα αγγελούδια τους…