site analysis
Άρθρο της Γεωργίας Καρβουνάκη
1
Η “Μαγδαληνή”* είναι τμήμα του έργου του Κώστα Βάρναλη Το Φως που Καίει, έργο επαναστατικής δομής, γραμμένο σε πεζό, στο πρώτο από τα τρία μέρη του και σε έμμετρο στα δυο άλλα.**
Σε μια σκηνή σε πεζό, γεμάτη θεατρικότητα, συναντά ο αναγνώστης τη Μαγδαληνή, πρόσωπο παρμένο από τον χριστιανισμό, σε μια γωνιά του χώρου να κλαίει σιωπηλά και σπαρακτικά. Η γυναίκα μιλά σε πρώτο πρόσωπο, πράγμα που δίνει βάθος στην εξομολόγησή της. Έζησε βίο πολυτελή και αμαρτωλό ως πόρνη, που δινόταν αδιακρίτως, ακόμη και στους κατακτητές Ρωμαίους, πάνω στους οποίους, με τα θέλγητρά της ασκούσε εξουσία. Στον σπαρακτικό μονόλογό της περιγράφει τη δύναμη της ομορφιάς της και του ερωτικού πάθους που ενέπνεε. Ο ποιητής δίνει έμφαση στο αισθησιακό κομμάτι, που έρχεται να το ενισχύσει με αποσιωπητικά που αφήνουν να εννοηθούν ακόμη περισσότερα απ’ όσα εξομολογείται η Μαγδαληνή και που, ίσως, δεν λέγονται με λέξεις.
Η ζωή αυτή, όμως, φαίνεται να μην ικανοποιεί τη γυναίκα. Της προκαλεί πίκρα, φόβο και αβεβαιότητα, παρά τον φαινομενικό θρίαμβο που βιώνει.Κάτι αλλάζει μέσα της, όπως και στην κοινωνία, όπου έρχεται η ανατροπή της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Απευθύνεται, πλέον, στον ίδιο τον Ιησού, τον οποίο γνώρισε και, αφού πέρασε ένα μεταβατικό στάδιο, τη συνεπήρε η μη άξια λόγου, εκ πρώτης όψεως, παρουσία του. Όπως και με τις ιδέες, που έρχονται και ωριμάζουν μέσα στον ανθρώπινο νου κι ύστερα ακολουθεί η επανάσταση που αυτές εμπνέουν.
Επαναστατικά λειτουργεί και η Μαγδαληνή ύστερα από αυτό. Αισθάνεται ξαναγεννημένη και παρθένα, αυτή, η πόρνη. Επαναπροσδιορίζει τις αξίες της και ανακαλύπτει την ευτυχία μέσα από την προσφορά στον συνάνθρωπο και την ελευθερία μέσα από τη σκλαβιά σ’ ένα ιδανικό, πράξεις χριστιανικές αλλά και κομμουνιστικές. Μοιράζει τα υπάρχοντά της στους φτωχούς και ακολουθεί τον Ιησού, όπως ο άνθρωπος την ιδέα κι ας συναντά εμπόδια στο δρόμο της, αφού την έχει συνεπάρει τόσο στην ψυχή, όσο και στις αισθήσεις της. Όσο κοινότοπα κι αν φαίνονται όλα εκείνη είχε την ικανότητα να τα αισθανθεί εξαιτίας της δύναμης που ασκούσε πάνω της ο Ιησούς σαν άντρας, σε σημείο να ταυτίζεται μαζί του. Αναδεικνύει έτσι το σωματικό έναντι του πνευματικού, ασκώντας κοινωνική κριτική στον ιδεαλισμό της εποχής, απόδειξη της πολιτικής μεταστροφής του. Καταλήγει η Μαγδαληνή να ομολογεί ότι ένιωσε την ανθρώπινη διάσταση του Ιησού όσο κανείς άλλος, αν και υλικά (λάσπη) και ηθικά (κοινή) κατώτερή του.
Η Μαγδαληνή, όμως, εμφανίζεται ως προσφιλής χαρακτήρας και στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Στα Αναφορά στον Γκρέκο, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, υπάρχουν φιγούρες γυναικών με τα χαρακτηριστικά της Μαγδαληνής.
Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο Τελευταίος Πειρασμός, στο οποίο η Μαγδαληνή συνομιλεί με τον Ιησού***, συναντούμε τους δυο ήρωες να βαδίζουν προς την πνευματική τελείωση με διαφορετικούς ρυθμούς και από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο μεν Ιησούς ενδιαφέρεται για το πνεύμα, η δε Μαγδαληνή για το σώμα. Εκείνος διαδίδει το μήνυμα της αγάπης με την πλατύτερη έννοια ενώ εκείνη έκανε την υπέρβαση στη ζωή της για την αγάπη προς τον άντρα.
Η γυναίκα αυτή είναι που η δράση της, σύμφωνα με τη γενικότερη δράση των χαρακτήρων στο έργο του Καζαντζάκη, όχι μόνον δεν διευκολύνει τη διαδικασία της πνευματικής μετουσίωσης του Ιησού, αλλά είναι εκείνη που εμποδίζει την πορεία του προς αυτήν. Η Μαγδαληνή θέτει σε δοκιμασία τον Ιησού, θέλοντας να τον αποτρέψει από τη θεϊκή του μοίρα, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο.
Ο δικός της Παράδεισος, όπως και κάθε γυναίκας, όπως την αντιλαμβάνεται, τουλάχιστον, ο Καζαντζάκης, περνά μέσα από τα γήινα. Η ζωτική ορμή**** που ωθεί τον Ιησού να περάσει από την υλική στην πνευματική υπόστασηαποτελεί κίνδυνο, αφού γνωρίζει ότι έτσι θα τον χάσει. Εκείνη παραδέχεται ότι δεν έχει καμία μεταφυσική ανησυχία, οι “μέλλουσες ζωές”, οι “αιώνιες”, της είναι άχρηστες. Αυτά τα θεωρεί ανδρικές υποθέσεις. Ως γυναίκα εκείνη δεν ακούει το λόγο, αλλά τη φωνή, την αίσθηση που της προκαλεί. Ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας λαμβάνει μέρος στην πλοκή ταλαντευόμενη ανάμεσα στους αντιθετικούς όρους της πνευματικής μετουσίωσης και της δέσμευσης από τις υλικές αναγκαιότητες. Επιλέγει να πορευτεί το δρόμο που περνά μέσα από τα γήινα, δικαιώνοντας έτσι και την κριτική προσέγγιση των μελετητών του έργου του Καζαντζάκη, σύμφωνα με την οποία το μυθιστορηματικό του έργο συσχετίζεται με τη ρομαντική κοσμοθεωρία, τη σύμφωνη με την ευρωπαϊκή κουλτούρα της περιόδου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κοσμοθεωρία αυτή θέλει το άτομο να δρα όχι σύμφωνα με τις επιταγές του λόγου, αλλά ακολουθώντας τη διαίσθηση και την καρδιά του, ερχόμενο σε σύγκρουση με τα όρια κάθε είδους, σύμφωνα με τις αρχές του ιρρασιοναλισμού. (Επίδραση Νίτσε και Μπερξόν, εκφράζεται με αντίδραση προς τις ιδέες του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού και απαιτεί περισσότερο τη συμμετοχή του συναισθήματος.)
Το έργο για το οποίο εκείνος είναι ταγμένος και η διαδικασία που ακολουθεί της προκαλούν τρόμο και ανασφάλεια. Ο Ιησούς, παρά το ότι φαίνεται να αντιπαλεύει ανάμεσα στον πόθο του γι αυτήν και στην ιδέα της επιστροφής στον Θεό και πατέρα του, δεν φαίνεται να διστάζει να ακολουθήσει το πεπρωμένο του, που τον έχει τάξει για τα μεγάλα.
*Γονατισμένη παράμερα κλαίει με τα γαλανά της μάτια η Μαγδαληνή χωρίς να την ακούει ή να τήνε βλέπει κανείς.
Τα χρυσά της τα μαλλιά σέρνονται καταγής και το πορφυρό της ιμάτιο πέφτοντας απ’ το
δεξιό τον ώμο τής φανερώνει — λαχτάρα και καημός! — τη μισή πλάτη κι ολάκερο το
στήθος.
Και σπαράζει πιο πολύ παρ’ όσο, νια κι αμαρτωλή, σπάραζε μέσα στην αγκάλη του έπαρχου.
Μέσ᾿ σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.
Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .
Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.
Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.
Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.
Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.
Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!
**Κυκλοφόρησε το 1922 στην Αλεξάνδρεια και επανεκδόθηκε το 1933 αναθεωρημένο. Είναι γραμμένο στη δημοτική, όπως το σύνολο του έργου του, ως οπαδός του Ψυχάρη, ενώ στα σατιρικά μέρη του δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και τη λαϊκή γλώσσα του περιθωρίου.
***Μαγδαληνή, αδελφή μου, είπε ο Ιησούς, άκου, έφτασαν οι άνθρωποι να με πάρουν.
Μα η Μαγδαληνή χαμένη μέσα στα μάτια του ραβή, δεν άκουσε¨ κι ό,τι της έλεγε τόση ώρα, τίποτα δεν είχε ακούσει.. μονάχα τη φωνή του χαίρουνταν, η φωνή της τά ‘λεγε όλα.. δεν ήταν αυτή άντρας, δεν είχε ανάγκη από λόγια.
Μια φορά τού ‘χε πει: “Γιατί μου μιλάς για μέλλουσες ζωές, ραβή μου; Δεν είμαστε ‘μεις άντρες νά ‘χουμε ανάγκη από άλλες, αιώνιες ζωές.. είμαστε γυναίκες και μια στιγμή με τον άντρα που αγαπούμε είναι αιώνια Παράδεισο.. μια στιγμή μακριά από τον άντρα που αγαπούμε, αιώνια Κόλαση.. ζούμε, εμείς οι γυναίκες, εδώ στη γης ετούτη την αιωνιότητα!’’
Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα .. γεμάτος ο δρόμος μάτια που λαχτάριζαν, στόματα που φώναζαν κι άρρωστους που βογγούσαν κι άπλωναν τα χέρια …
Πρόβαλε η Μαγδαληνή, έβαλε την απαλάμη στο στόμα, να μη σύρει φωνή: “Θεριό ‘ναι ο λαός, θεριό αιμοβόρο, θα μου τον φάει …” μουρμούρισε και τον κοίταζε να μπαίνει ήσυχα μπροστά και πίσω του ο λαός να μουγκρίζει...
****θεωρία του Μπερξόν, δασκάλου του Ν. Καζαντζάκη, σύμφωνα με την οποία η ζωτική ορμή αντικαθιστά τον Θεό και μέσα από μια αέναη διαδικασία πότε αποκτά υλική υπόσταση και πότε πνευματική χροιά. Αυτή τη ζωτική ορμή θα πρέπει να ακολουθεί ο άνθρωπος στη διάρκεια του βίου του , μετατρέποντας σταδιακά την υλική υπόσταση σε πνευματική
της Γεωργίας Καρβουνάκη-http://www.ekriti.gr