site analysis
~
Μικρές ιστορίες του χθες και του σήμερα...
Μια ασυνήθιστη μοναχή...
Μια ασυνήθιστη μοναχή...
Είναι - δεν είναι είκοσι λεπτά που σαλπάραμε με το πλοίο Νήσος Χίος για να επιστρέψουμε στον Πειραιά. Όμορφη η βραδιά απόψε. Το φεγγάρι από πάνω μας παίζει με τα σύννεφα.
«Έχει Πανσέληνο απόψε κι είν’ ωραία ...»
ακούγεται μια μελαγχολική μελωδία από κάποιο κινητό.
Λογάριαζα να περάσω τούτη τη βραδιά όπως κάθε χρόνο, σε κάποιο Αρχαιολογικό χώρο συντροφιά με φίλους και όμορφη μουσική.
Δεν με πειράζει όμως, κι ας είμαι μόνος και συλλογισμένος πάνω στο κατάστρωμα.
Δεν είναι πολύς καιρός που έμαθα ότι το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού προσπαθεί να συνθέσει την εικόνα της ελληνικής παρουσίας σε τόπους εκτός των συνόρων της σημερινής Ελλάδας.
Ενθουσιάστηκα με την ιδέα ότι συμπληρώνοντας το Δελτίο, υπήρχε ενδεχόμενο να βρω συγγενείς του, αφού η προγιαγιά μου η Κατερίνα ήταν από τη χερσόνησο της Ερυθραίας, το Τσεσμέ.
Ενθουσιάστηκα με την ιδέα ότι συμπληρώνοντας το Δελτίο, υπήρχε ενδεχόμενο να βρω συγγενείς του, αφού η προγιαγιά μου η Κατερίνα ήταν από τη χερσόνησο της Ερυθραίας, το Τσεσμέ.
Έκανα αίτηση, μου έστειλαν ένα τεράστιο χαρτί σαν σεντόνι για να το συμπληρώσω, αλλά ενώ όλα τα έγραψα σωστά, ένα όνομα δεν μου έβγαινε.
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Εγώ, ο Γεώργιος Λιγνός είμαι γιος της Καίτης Κοντόζογλου και εγγονός του Γεωργίου Κοντόζογλου από τη Χίο.
Ο Γεώργιος Κοντόζογλου είναι γιος του Λεοντίου Κοντόζογλου (από το Μελί της χερσονήσου της Ερυθραίας) και της ...;;;
Εδώ τα χαλάμε».
Εγώ, ο Γεώργιος Λιγνός είμαι γιος της Καίτης Κοντόζογλου και εγγονός του Γεωργίου Κοντόζογλου από τη Χίο.
Ο Γεώργιος Κοντόζογλου είναι γιος του Λεοντίου Κοντόζογλου (από το Μελί της χερσονήσου της Ερυθραίας) και της ...;;;
Εδώ τα χαλάμε».
Η μάνα μου η Καίτη, όπως και η ξαδέλφη της η Κατερίνα έχουν το όνομα της προγιαγιάς μου, της Κατερίνας από το Μελί.
Τα χαρτιά όμως λένε άλλα.
Το πιστοποιητικό του παππού του Γιώργη γράφουν ότι είναι γιος του Λεοντίου και της Καλλιόπης Κοντόζογλου.
Πουθενά δεν υπάρχει προγιαγιά Κατερίνα.
Τα χαρτιά όμως λένε άλλα.
Το πιστοποιητικό του παππού του Γιώργη γράφουν ότι είναι γιος του Λεοντίου και της Καλλιόπης Κοντόζογλου.
Πουθενά δεν υπάρχει προγιαγιά Κατερίνα.
Ο παππούς μου ο Γιώργης έχει πεθάνει χρόνια τώρα.
Ρώτησα τη μάνα μου, αλλά δεν έβγαλα άκρη.
Μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι μέχρι τη Χίο και να βρω την ξαδέλφη της μάνας μου την Κατερίνα.
Ίσως και να έκανα και μια μικρή έρευνα στο Ληξιαρχείο.
Ρώτησα τη μάνα μου, αλλά δεν έβγαλα άκρη.
Μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι μέχρι τη Χίο και να βρω την ξαδέλφη της μάνας μου την Κατερίνα.
Ίσως και να έκανα και μια μικρή έρευνα στο Ληξιαρχείο.
«Γιούκα μου[1], η προγιαγιά σου είναι πράγματι η Καλλιόπη, μα ο πατέρας μου είχε μάνα την Κατερίνα, όπως και ο παππούς σου» μου ’πε χωρίς περιστροφές η θεία Κατερίνα.
Και πριν προλάβω να σκεφτώ ότι οσονούπω θα μας καλέσουν στο Πάμε πακέτο, η θεία με πρόλαβε.
«Μη βάζεις κακό με το νου σου. Κάτσε να σου πω μιαν ιστορία τόσο παράξενη, που θα σου φανεί ψεύτικη».
Και πριν προλάβω να σκεφτώ ότι οσονούπω θα μας καλέσουν στο Πάμε πακέτο, η θεία με πρόλαβε.
«Μη βάζεις κακό με το νου σου. Κάτσε να σου πω μιαν ιστορία τόσο παράξενη, που θα σου φανεί ψεύτικη».
***
Το Κατερνώ από το Τσεσμέ ήταν η πιο υπάκουη κοπέλα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Βοήθειας. Πολλές φορές ο Γέροντας Άνθιμος[2] όταν ήθελε να μιλήσει για μεγάλη υπακοή έλεγε
«σαν την υπακοή της Κατερνώς».
Δεν ήταν ντυμένη μοναχή, αλλά στις αρετές δεν ξεχώριζε από τις άλλες.
«σαν την υπακοή της Κατερνώς».
Δεν ήταν ντυμένη μοναχή, αλλά στις αρετές δεν ξεχώριζε από τις άλλες.
Μια φορά το μήνα την έστελνε στους δικούς της...
«άντε κόρη μου, πήγαινε να τους δεις κι όταν περάσουν δυο τρεις μέρες, ξαναέλα».
Δεν του ’φερε ποτέ αντίρρηση.
Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο Γέροντα. Μόνο κάθε φορά που γυρνούσε, του ’λεγε με παράπονο:
«Γέροντα, πάλι θένε να με παντρέψουν, αλλά εγώ δεν θέλω».
Εκείνος δεν απαντούσε.
«άντε κόρη μου, πήγαινε να τους δεις κι όταν περάσουν δυο τρεις μέρες, ξαναέλα».
Δεν του ’φερε ποτέ αντίρρηση.
Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο Γέροντα. Μόνο κάθε φορά που γυρνούσε, του ’λεγε με παράπονο:
«Γέροντα, πάλι θένε να με παντρέψουν, αλλά εγώ δεν θέλω».
Εκείνος δεν απαντούσε.
Τον επόμενο μήνα πάλι τα ίδια.
«Κατερνώ, ετοιμάσου. Σε τρεις μέρες να είσαι πάλι πίσω».
Έφευγε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση εκείνη και γύριζε όπως πάντα, μ’ ένα γλυκό παράπονο
«Γέροντα μου φέρνουν προξενιά, αλλά εγώ δεν σκέφτομαι τέτοια».
Εκείνος πάλι δεν μιλούσε.
«Κατερνώ, ετοιμάσου. Σε τρεις μέρες να είσαι πάλι πίσω».
Έφευγε χωρίς την παραμικρή αντίρρηση εκείνη και γύριζε όπως πάντα, μ’ ένα γλυκό παράπονο
«Γέροντα μου φέρνουν προξενιά, αλλά εγώ δεν σκέφτομαι τέτοια».
Εκείνος πάλι δεν μιλούσε.
Η Αννιώ η φιλενάδα της έγινε δόκιμη στα 22 και μετά από 3 χρόνια μπήκε στη δύναμη του Μοναστηριού.
Η Αγλαΐα η ξαδέλφη της εδώ και 15 χρόνια είναι η αδελφή Ματρώνα.
Κι άλλες, μικρότερες από εκείνην, που ήρθαν πολλά χρόνια αργότερα, τώρα είναι μοναχές.
Εκείνη ακολουθεί κανονικά όλο το τυπικό της Μονής, μα ούτε ρασοευχή δεν αποφάσισε ακόμα ο Γέροντας.
Ποτέ της ωστόσο, δεν σκέφτηκε «γιατί;». Είχε αφήσει τη ζωή της στα χέρια του και στα χέρια του Θεού.
Η Αγλαΐα η ξαδέλφη της εδώ και 15 χρόνια είναι η αδελφή Ματρώνα.
Κι άλλες, μικρότερες από εκείνην, που ήρθαν πολλά χρόνια αργότερα, τώρα είναι μοναχές.
Εκείνη ακολουθεί κανονικά όλο το τυπικό της Μονής, μα ούτε ρασοευχή δεν αποφάσισε ακόμα ο Γέροντας.
Ποτέ της ωστόσο, δεν σκέφτηκε «γιατί;». Είχε αφήσει τη ζωή της στα χέρια του και στα χέρια του Θεού.
Οι μέρες κι οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν.
Η Κατερνώ άγγιξε τα 40.
Όταν πρωτοήρθε στο Μοναστήρι ήταν 19 χρονών.
Τώρα πια κανείς δεν στέλνει προξενιά στους γονιούς της.
Οι αδελφάδες της έχουν νοικοκυρευτεί όλες, έχει αποκτήσει ανίψια, μόνο εκείνη πηγαινοέρχεται εικοσιένα χρόνια ανάμεσα στην Παναγία τη Βοήθεια και το πατρικό της σπίτι.
Κι ο Γέροντας ούτε απόφαση παίρνει για να την κρατήσει, αλλά ούτε και να τη διώξει δείχνει πως θέλει.
Η Κατερνώ άγγιξε τα 40.
Όταν πρωτοήρθε στο Μοναστήρι ήταν 19 χρονών.
Τώρα πια κανείς δεν στέλνει προξενιά στους γονιούς της.
Οι αδελφάδες της έχουν νοικοκυρευτεί όλες, έχει αποκτήσει ανίψια, μόνο εκείνη πηγαινοέρχεται εικοσιένα χρόνια ανάμεσα στην Παναγία τη Βοήθεια και το πατρικό της σπίτι.
Κι ο Γέροντας ούτε απόφαση παίρνει για να την κρατήσει, αλλά ούτε και να τη διώξει δείχνει πως θέλει.
Απορούν πολύ με το παράξενο τούτο φέρσιμο του Γέροντα οι κοντινοί τού Μοναστηριού.
Δεν είναι λίγες οι φορές που το κουβεντιάζουν σιγανά όταν την βλέπουν.
«Μα τι θέλει και την αφήνει έτσι; Αν δεν κάνει για το Μοναστήρι, ας την αφήσει να φύγει».
Ξέρουν βέβαια ότι ο Γέροντας είχε «διώξει» τη Μαργίτσα, την Ελένη κι άλλες κοπέλες που ζήτησαν να μείνουν στο Μοναστήρι και εκείνος έβλεπε πως είναι γι’ αλλού.
Τούτη όμως εδώ η περίπτωση ήταν μοναδική. 21 χρόνια στο Μοναστήρι, 21 χρόνια με τα κοσμικά της ρούχα, 21 χρόνια χωρίς ράσο.
Δεν είναι λίγες οι φορές που το κουβεντιάζουν σιγανά όταν την βλέπουν.
«Μα τι θέλει και την αφήνει έτσι; Αν δεν κάνει για το Μοναστήρι, ας την αφήσει να φύγει».
Ξέρουν βέβαια ότι ο Γέροντας είχε «διώξει» τη Μαργίτσα, την Ελένη κι άλλες κοπέλες που ζήτησαν να μείνουν στο Μοναστήρι και εκείνος έβλεπε πως είναι γι’ αλλού.
Τούτη όμως εδώ η περίπτωση ήταν μοναδική. 21 χρόνια στο Μοναστήρι, 21 χρόνια με τα κοσμικά της ρούχα, 21 χρόνια χωρίς ράσο.
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα το Κατερνώ γύρισε αναστατωμένη, ύστερα από τη συνηθισμένη επίσκεψη στο πατρικό της.
«Γέροντα, η Καλλιοπίτσα δεν είναι καλά. Έπαθε οξεία ωτίτιδα και όταν την πήγανε στο Νοσοκομείο, είπανε οι γιατροί πως κακοφόρμισε[3] και η αρρώστια έχει πειράξει τον εγκέφαλο».
Η Καλλιοπίτσα ήταν προσφυγοπούλα από το ίδιο χωριό, το Μελί.
Μετά τον ξεριζωμό του ’22 ήρθε στη Χίο και εκεί επαντρεύτηκε το Λιοντή το συντοπίτη τους.
Απόχτησαν δύο χαριτωμένα παιδάκια, το Γιώργη που τον φώναζαν Γκώγκη και το Φραγκούλη.
Τώρα περνούσε δύσκολες ώρες.
«Γέροντα, η Καλλιοπίτσα δεν είναι καλά. Έπαθε οξεία ωτίτιδα και όταν την πήγανε στο Νοσοκομείο, είπανε οι γιατροί πως κακοφόρμισε[3] και η αρρώστια έχει πειράξει τον εγκέφαλο».
Η Καλλιοπίτσα ήταν προσφυγοπούλα από το ίδιο χωριό, το Μελί.
Μετά τον ξεριζωμό του ’22 ήρθε στη Χίο και εκεί επαντρεύτηκε το Λιοντή το συντοπίτη τους.
Απόχτησαν δύο χαριτωμένα παιδάκια, το Γιώργη που τον φώναζαν Γκώγκη και το Φραγκούλη.
Τώρα περνούσε δύσκολες ώρες.
Σε μια βδομάδα το Κατερνώ ξαναπήγε στη γειτονιά της, αλλά αυτή τη φορά για να δώσει τον «τελευταῖον ἀσπασμόν» στην αγαπημένη της Καλλιοπίτσα.
Ο Λιοντής ίσα που κρατιότανε στα πόδια του.
Ένα μήνα μετά ήρθαν τα χειρότερα.
Η μάνα της Καλλιοπίτσας από τον καημό της έπαθε γούσουρη[4] και μετά από δυο μέρες πέθανε.
Ο Λιοντής ήταν απαρηγόρητος.
Δεν μιλούσε.
Μοναχά κρατούσε το κεφάλι μέσα στα δυο του χέρια.
Πώς θα μεγάλωναν τώρα δύο ορφανά, χωρίς τη γιαγιά;
Πάνω στην απελπισία του σκέφτηκε την υιοθεσία.
Μάλιστα, έγραψε σε μια ξαδέρφη του στην Αμερική, μην τυχόν βρεθεί κανένα ζευγάρι άτεκνο και πάρει μαζί και τα δύο.
Και όταν τελείωσε το γράμμα και ήταν έτοιμος να το ποστάρει, έμπηξε τα κλάματα και το έσκισε.
Δεν μπορούσε όμως, να χωρέσει το μυαλό του τις παράξενες βουλές του Θεού.
Ο Λιοντής ίσα που κρατιότανε στα πόδια του.
Ένα μήνα μετά ήρθαν τα χειρότερα.
Η μάνα της Καλλιοπίτσας από τον καημό της έπαθε γούσουρη[4] και μετά από δυο μέρες πέθανε.
Ο Λιοντής ήταν απαρηγόρητος.
Δεν μιλούσε.
Μοναχά κρατούσε το κεφάλι μέσα στα δυο του χέρια.
Πώς θα μεγάλωναν τώρα δύο ορφανά, χωρίς τη γιαγιά;
Πάνω στην απελπισία του σκέφτηκε την υιοθεσία.
Μάλιστα, έγραψε σε μια ξαδέρφη του στην Αμερική, μην τυχόν βρεθεί κανένα ζευγάρι άτεκνο και πάρει μαζί και τα δύο.
Και όταν τελείωσε το γράμμα και ήταν έτοιμος να το ποστάρει, έμπηξε τα κλάματα και το έσκισε.
Δεν μπορούσε όμως, να χωρέσει το μυαλό του τις παράξενες βουλές του Θεού.
Πέρασε το καλοκαίρι, μπήκε ο Σεπτέμβρης και το Κατερνώ έκανε όπως πάντα το συνηθισμένο δρομολόγιο:
Παναγία η Βοήθεια – σπίτι – Παναγία η Βοήθεια.
Επιστρέφοντας στη Μονή πήγε στο Γέροντα.
«Μου κάνουν προξενιά το Λιοντή της Καλλιοπίτσας, μα εγώ θέλω να γίνω μοναχή» είπε κι ετοιμάστηκε να φύγει.
Παναγία η Βοήθεια – σπίτι – Παναγία η Βοήθεια.
Επιστρέφοντας στη Μονή πήγε στο Γέροντα.
«Μου κάνουν προξενιά το Λιοντή της Καλλιοπίτσας, μα εγώ θέλω να γίνω μοναχή» είπε κι ετοιμάστηκε να φύγει.
«Ναι κόρη μου» μίλησε ο Γέροντας για πρώτη φορά και την ξάφνιασε.
«Ναι, θα γίνεις μοναχή» συνέχισε.
«Μόνο που δεν θα γίνεις εδώ, θα γίνεις στο σπίτι του Λιοντή “μοναχή” και θα αναστήσεις τα ορφανά».
«Ναι, θα γίνεις μοναχή» συνέχισε.
«Μόνο που δεν θα γίνεις εδώ, θα γίνεις στο σπίτι του Λιοντή “μοναχή” και θα αναστήσεις τα ορφανά».
Δεν έκανε ούτε μια σύσπαση το πρόσωπό της.
Δεν πέρασε ούτε μια σκέψη αντίθετη στο μυαλό της.
«Να ’ναι ευλογημένο!» είπε με όλη της καρδιά.
Δεν πέρασε ούτε μια σκέψη αντίθετη στο μυαλό της.
«Να ’ναι ευλογημένο!» είπε με όλη της καρδιά.
Η Μονή "Παναγία η Βοήθεια"
και ο Άγιος Άνθιμος...
και ο Άγιος Άνθιμος...
Όταν ο παπάς είπε «ἀξίωσον αὐτοὺς ἰδεῖν τέκνα τέκνων» εκείνη χαμογελώντας έσκυψε και χάιδεψε τα κεφαλάκια του Γκώγκη και του Φραγκούλη, που ’χανε γαντζωθεί από το φόρεμά της όλη την ώρα του μυστηρίου.
Πράγματι, ενώ δεν έκαμε δικά της παιδιά, την αξίωσε ο Θεός να πάρει στην αγκαλιά της εφτά εγγονάκια.
Και πρόλαβε λίγο πριν πετάξει η ψυχή της στον ουρανό να δει και δισέγγονο.
Γιούκα μου, δεν χρειάζεται να σου πω περισσότερα, μου είπε η θεία Κατερίνα.
Θαρρώ πως κατάλαβες ότι το Κατερνώ ήταν η θετή γιαγιά μου και θετή γιαγιά της μητέρας σου.
Ο Φραγκούλης και ο Γκώγκης σαν επαντρεύτηκαν και έκαμαν κόρες (τη μητέρα σου κι εμένα), δεν έβγαλαν το όνομα της μητέρας τους, αλλά της μητριάς τους, της Κατερνώς.
Της Κατερνώς, που στα 40 της έκαμε υπακοή στο Γέροντα, άφησε το Μοναστήρι που ζούσε και στάθηκε περισσότερο κι από πραγματική μάνα στα δυο ορφανά.
Θαρρώ πως κατάλαβες ότι το Κατερνώ ήταν η θετή γιαγιά μου και θετή γιαγιά της μητέρας σου.
Ο Φραγκούλης και ο Γκώγκης σαν επαντρεύτηκαν και έκαμαν κόρες (τη μητέρα σου κι εμένα), δεν έβγαλαν το όνομα της μητέρας τους, αλλά της μητριάς τους, της Κατερνώς.
Της Κατερνώς, που στα 40 της έκαμε υπακοή στο Γέροντα, άφησε το Μοναστήρι που ζούσε και στάθηκε περισσότερο κι από πραγματική μάνα στα δυο ορφανά.
***
26 Αυγούστου, ώρα 3 μετά τα μεσάνυχτα. Είναι - δεν είναι είκοσι λεπτά που σαλπάραμε με το πλοίο Νήσος Χίος για να επιστρέψουμε στον Πειραιά.
Όμορφη η βραδιά απόψε.
Το φεγγάρι από πάνω μας παίζει με τα σύννεφα.
«Έχει Πανσέληνο απόψε κι είν’ ωραία ...»
ακούγεται μια μελαγχολική μελωδία από κάποιο κινητό.
Λογάριαζα να περάσω τούτη τη βραδιά όπως κάθε χρόνο, σε κάποιο Αρχαιολογικό χώρο συντροφιά με φίλους και όμορφη μουσική.
Δεν με πειράζει όμως, κι ας είμαι μόνος και συλλογισμένος πάνω στο κατάστρωμα.
Όμορφη η βραδιά απόψε.
Το φεγγάρι από πάνω μας παίζει με τα σύννεφα.
«Έχει Πανσέληνο απόψε κι είν’ ωραία ...»
ακούγεται μια μελαγχολική μελωδία από κάποιο κινητό.
Λογάριαζα να περάσω τούτη τη βραδιά όπως κάθε χρόνο, σε κάποιο Αρχαιολογικό χώρο συντροφιά με φίλους και όμορφη μουσική.
Δεν με πειράζει όμως, κι ας είμαι μόνος και συλλογισμένος πάνω στο κατάστρωμα.
Πριν από λίγες μέρες ξεκίνησα να συμπληρώνω το Δελτίο Καταγραφής Γενεαλογικού Δένδρου, με την ελπίδα να βρω συγγενείς μου.
Πριν το τελειώσω, είχα ήδη βρει μια αγία συγγενή μου.
Κι ας μην τη γνώρισα ...
Κι ας μην ήταν αίμα μου ...
Πριν το τελειώσω, είχα ήδη βρει μια αγία συγγενή μου.
Κι ας μην τη γνώρισα ...
Κι ας μην ήταν αίμα μου ...
Γιώργος
Και για την αντιγραφή, Κρ. Π.