Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Όσια Μαργαρίτα η Νεα Μάρτυρας



site analysis


Βιογραφία
Η μοναχή Μαργαρίτα, ηγουμένη της Ι. Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην πόλη Μενζελίνσκ, είχε ελληνική καταγωγή. Διακρινόταν για την εξαίρετη μόρφωσή της, τη σύνεση, αλλά και την αυστηρή ασκητική ζωή της. Οργάνωσε το μοναστήρι της κατά τα πρότυπα των παλιών μοναστηριών της Ελλάδος. Μια από τις μοναχές που επέζησε ως τις μέρες μας, η μοναχή Αλεφτίνα, τυφλή στα τελευταία της χρόνια, διέσωσε τις πληροφορίες που καταγράφουμε. Οι μοναχές, με την έμπνευση και καθοδήγηση της ηγουμένης Μαργαρίτας, ζούσαν αυστηρή μοναχική ζωή, τελώντας ανελλιπώς τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. Όλες εργάζονταν με πνεύμα θυσίας και πολύ φιλότιμο στα διακονήματά τους. Το μοναστήρι είχε πολλούς κήπους με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπους, χωράφια, μελίσσια κ.λπ.


Όπως θυμόταν η μοναχή Αλεφτίνα, όταν το Σεπτέμβριο του 1918 μ.Χ. έφυγαν τα στρατεύματα των «λευκών» από το Καζάν και τις γύρω πόλεις, η ηγουμένη Μαργαρίτα, φοβούμενη τους μπολσεβίκους, αποφάσισε να φύγει προσωρινά μαζί με τους άλλους πρόσφυγες. Έφτασε μέχρι το λιμάνι του ποταμού, όπου οι πρόσφυγες επιβιβάζονταν στα ποταμόπλοια. Εκεί όμως εμφανίστηκε ο άγιος Νικόλαος και της είπε: «Γιατί φεύγεις από το στεφάνι που σε περιμένει»;



Η ηγουμένη Μαργαρίτα συγκλονίστηκε. Αμέσως πήρε το δρόμο της επιστροφής. Γύρισε στο μοναστήρι και αμέσως κάλεσε έναν ιερέα. Πεπεισμένη πλέον ότι την περιμένει το μαρτύριο, παρακάλεσε τον ιερέα να ετοιμάσει το φέρετρο και τον τάφο της και αν μπορέσει να τη θάψει την ίδια μέρα. Ο ιερέας την άκουσε απορημένος.



Την επόμενη μέρα κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας, ομάδα επαναστατών μπήκαν στο καθολικό του μοναστηριού και τη συνέλαβαν. Η γερόντισσα Μαργαρίτα παρακάλεσε να την αφήσουν να κοινωνήσει. Οι επαναστάτες όμως δεν γνώριζαν τέτοιες ευγένειες. Την έσυραν στον έξω νάρθηκα και χωρίς άλλες εξηγήσεις την εκτέλεσαν ως αντεπαναστάτρια.



Οι μοναχές λυπημένες παρέλαβαν το σκήνωμά της, τέλεσαν τη νεκρώσιμη ακολουθία και την έθαψαν πίσω από το ιερό του καθολικού.



Την επόμενη ο ιερέας κατάλαβε τι σήμαινε αυτή η παράξενη παράκληση και επιμονή της ηγουμένης να τη θάψουν την ίδια μέρα. Οι μπολσεβίκοι έφεραν ένα μουσουλμάνο χότζα και τον εκτέλεσαν στο μοναστήρι. Ήθελαν, λοιπόν να τον θάψουν στον ίδιο τάφο με την ορθόδοξη μοναχή. Όμως δεν μπόρεσαν.



Αργότερα το μοναστήρι έκλεισε και ερήμωσε. Στη δεκαετία του '70 συνέβη ένα θαυμαστό γεγονός. Όπως διηγείται η Μαρίνα Μιχαήλοβνα, η οποία ήταν κόρη ιερέα, οι αρχές αποφάσισαν τότε να σκάψουν κοντά στο ιερό. Δεν γνώριζαν τίποτα για τον τάφο της ηγουμένης Μαργαρίτας. Καθώς έσκαβαν, ξαφνικά βρήκαν άφθαρτο το σώμα μιας μοναχής ντυμένης με το ράσο, το μοναχικό σχήμα και το σταυρό στο στήθος. Φαινόταν ολοζώντανη σαν να κοιμόταν. Το σώμα της δεν έφερε σημάδια φθοράς. Οι εργάτες τρόμαξαν. Δεν πείραξαν το λείψανο. Έκλεισαν γρήγορα τον τάφο και άρχισαν να σκάβουν σε άλλο σημείο.



Τον ΙΘ' αιώνα, ο μεγάλος στάρετς της Ρωσίας, άγιος Αμβρόσιος της Όπτινα (βλέπε 10 Οκτωβρίου), ο οποίος μεταξύ των άλλων διακρινόταν για το προορατικό του χάρισμα, είχε πει 



«Στην πόλη Μενζελίνσκ θα λειτουργήσει ένα μοναστήρι. Θα αποκτήσει φήμη και δόξα. Όταν θα προΐσταται η πρώτη ηγουμένη θα κτιστεί νέος ναός. Η δεύτερη ηγουμένη θα γίνει μάρτυρας. Και όταν θα έρθει η τρίτη ηγουμένη τότε θα πέσουν οι καμπάνες του μοναστηριού».



Πράγματι η πρόρρηση του αγίου Αμβροσίου εκπληρώθηκε. Το καθολικό του μοναστηριού κτίσθηκε κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας της πρώτης ηγουμένης. Η δεύτερη ηγουμένη ήταν η γερόντισσα Μαργαρίτα, η νεομάρτυς. Κατά την διάρκεια της ηγουμενίας της διαδόχου της, το μοναστήρι έκλεισε βίαια, οι μοναχές διώχθηκαν και οι επαναστάτες έριξαν κάτω κι έσπασαν τις καμπάνες του μοναστηριού.
ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Οι τρεις Αγίες Νεομάρτυρες Ευδοκία,Αικατερίνη και Μιλίτσα(+23 Ιανουαρίου 1938)



site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 3 άτομα
Η αγία νεομάρτυς μοναχή Ευδοκία (Kuzminova) γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου  1884 στην πόλη  Istra, επαρχία της Μόσχας.Πυροβολήθηκε Στις 23 Ιανουαρίου/ 5 Φεβρουαρίου 1938 και θάφτηκε στους ανώνυμους μαζικούς τάφους στη θέση  Butovo κοντά στη Μόσχα.
evdokiya_kuzminova_m

Η αγία νεομάρτυς Αικατερίνη (Τσερκάσοβα) γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1892 σε χωριό της περιοχής Kashino Volokolamsky, επαρχία της Μόσχας,Στις 26 Ιανουαρίου, η  NKVDστην περιοχή της Μόσχας, καταδίκασε την Αικατερίνη (Τσερκάσοβα)  σε θανατική ποινή. Την εκτέλεσαν τη νύχτα της 22ας προς 23η Ιανουαρίου 1938 στο Μπούτοβο.
evdokiya_kuzminova_m

Η αγία νεομάρτυς Μίλιτσα (Kuvshinov) γεννήθηκε 23 του Νοεμβρίου του 1891 σε χωριό της επαρχίας Ulinovka Kobelyanska της Πολτάβα Η Milica Kuvshinova πυροβολήθηκε στις 23 Ιανουαρίου5 Φεβρουαρίου 1938 και θάφτηκε σε έναν κοινό άγνωστο τάφο στην περιοχή Butovo κοντά στη Μόσχα.
milica_M
Οι τρεις Αγίες Νεομάρτυρες Ευδοκία ,Αικατερίνη και Μιλίτσα,μαζί με τον νεομάρτυρα Σεραφείμ(Μπουλιάσε) που μαρτύρησαν για του Χριστού την πίστη την αγία
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Ελένη Πολυβίου



site analysis

-->


Η φιλόθεη και φιλάρετη Ελένη Πολυβίου, η «Ελού», όπως την αποκαλούσαν, είδε το φως της ζωής στις 25-4-1926 στην Λάρνακα Κύπρου. Είχε γονείς τον Κυριάκο και την Ελπινίκη, ανθρώπους φτωχούς αλλά τίμιους και πιστούς. Από τον γάμο της με τον Μιχαήλ Πολύβιο απέκτησαν εξι τέκνα: Γεώργιο, Άννα, Κυριάκο, Μιχαλάκη, Ανδρούλα και Ελπινίκη. Αξιώθηκε να ίδη την δευτερότοκη θυγατέρα της Άννα μοναχή, με το όνομα Ταξιαρχία, που μονάζει σε μοναστήρι της Ηπείρου.



Ελένη Πολυβίου

Εγκύκλια γράμματα έμαθε λίγα. Δεν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, μελετούσε όμως την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων. Είχε σύνεση και διάκριση. Ήταν απλή, ευχάριστη και άνετη στην επικοινωνία της με τους άλλους.

Η Ελένη Πολυβίου δεν ήταν ο συνηθισμένος τύπος πιστής γυναίκας. Αν την έβλεπε κάποιος εξωτερικά, θα την θεωρούσε, ίσως, αφελή και θρησκόληπτη. Αν όμως την πλησίαζε, θα ευρίσκετο μπροστά σε μία αποκάλυψη. Ιδιαίτερα ευφυής, ήξερε να κρύβη την πνευματική ζωή και τους ασκητικούς αγώνες της. Όταν ήταν λυπημένη δεν το έλεγε. Πάντα εφαίνετο χαρούμενη. Δεν την ενδιέφεραν οι συνηθισμένοι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Τους υπερέβαινε και τους καταργούσε, θυμίζοντας κάποτε τους διά Χριστόν σαλούς Αγίους της Εκκλησίας μας.

Αγάπησε και πόνεσε πολύ στην ζωή της. Ο μεγαλύτερος πόνος της, ανάμεσα στις πολλές θλίψεις που δοκίμασε κατά τον επίγειο βίο της, ήταν η απώλεια του πρωτόκου γυιού της Γεωργίου, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Ένας πόνος, που μέσα από την πίστη, μεταμορφώθηκε σε αληθινή αγάπη και προσευχή για όλους.

Έμαθε τον πόνο και την θλίψη της που είχε λόγω του αγνοούμενου γυιού της, να τον κάνη προσευχή και όχι κατάθλιψη και απελπισία. Και άρχισε με την συμβουλή ενός καλού Πνευματικού που είχε, να κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. Και το πήγαινε πρωί- πρωί, από το χάραμα, στο Μοναστήρι και έλεγε: «Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη η Λειτουργία του Σαββάτου, θα πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους να κάνουν τρισάγιο. Εγώ ούτε τάφο δεν έχω για τον γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. Γι’ αυτό κάνω αυτό το πρόσφορο και το προσφέρω στον ιερέα για να το προσφέρη στον Χριστό μας. Και θα τον παρακαλώ: “Χριστέ μου, αν ο γυιός μου ζή, φώτισέ τον να κρατηθή στην πίστη του. Εκεί που βρίσκεται να είναι κοντά Σου. Αν έχη κοιμηθή, φώτισέ τον αιώνια και φώτισέ μας και μας να τον μνημονεύουμε.

Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός η κεκοιμημένος”».

Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε και μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι να παντρευτούν Τουρκάλες. Το διάβασε αυτό η γιαγιά η Ελού και θορυβήθηκε και είπε στον π. Νεόφυτο: «Να κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο για τον Γιώρκο μου. “Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής…” δεν είναι; Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός και αλλαξοπίστησε καλύτερα να τον θερίση από αυτήν την ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιό μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».

Φτωχή γυναίκα ήταν, ενα πρόσφορο έκανε, και έκανε και την δική της καρδιά πρόσφορο, την προσέφερε στο Χριστό και ο Χριστός έκανε τον πόνο της χαρά και όποιος την επλησίαζε εισέπραττε αυτή την χαρά από την Ελού. Και έφευγε από κοντά της αναπαυμένος και χαρούμενος. Γι’ αυτό και ήταν μαγνήτης.

Σιγά-σιγά αυτή η γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε που έλεγε: «Κύριε, έλέησον. Μα πόση χαρά εχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη την ώρα γεμίζει φως ο νους μου και βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Και αρχίζω και τα διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, να διαβάζω».

Αποτέλεσμα αυτής της χαράς που ζούσε, άρχισε να μοιράζη η ίδια χαρά στους πιστούς. Την πλησίαζαν νέοι που κατάλαβαν την αρετή της, και πήγαιναν και την φιλούσαν το χέρι. Και τους ελεγε: «Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές να εχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».

Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τις γυναίκες να είναι γύρω από την Ελού. Οι νέες να την έχουν κοντά τους, να την παίρνουν στις αγρυπνίες, να την δείχνουν πολύ σεβασμό και να την έχουν ως ενα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.

Κάθε Σάββατο, αλλά και άλλες μέρες, πήγαινε με τα πόδια στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, για να καθαρίση το ναό. Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στη νύφη της Στέφη ότι καθάριζε το ναό περισσότερο με τα ρούχα της, αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε το πάτωμα. Όταν η ηλικία και η υγεία της δεν της επέτρεπαν να πηγαίνη περπατητή στον Άγιο Γεώργιο, ξεκινούσε και στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό ή άγνωστο, που την μετέφερε. Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε και πήγαινε γονατιστή μέχρι την εικόνα του Αγίου, όπου τον παρακαλούσε για τον αγνοούμενο γυιό της. Είχε αποθέσει όλες τις ελπίδες της για την ανεύρεση του γυιού της στον άγιο Γ εώργιο, και ο Άγιος δεν έμεινε απαθής από αυτή την συνεχή παράκληση της πονεμένης μάννας. Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στο Μοναστήρι, είδε τον Άγιο καβάλα στο άλογό του φέρνοντας μαζί του το αγνοούμενο παιδί της για να το δή η Ελένη. Αυτό το ανέφερε σε μία γνωστή της, την οποία παρακάλεσε να μην το πή στη νύφη της για να μην στενοχωρηθή.

Άλλοτε που επέστρεψε από τον Άγιο Γεώργιο, ανέφερε στη νύφη της ότι ο Άγιος είχε μόλις επιστρέψει από το Βερούτη (Βηρυτό), και η εικόνα του ήταν ιδρωμένη από πάνω μέχρι κάτω.

Ήξερε να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα τον άνθρωπο. Έδινε τον εαυτό της στον άλλον και σήκωσε στους ασθενικούς ώμους της τα βάσανα και τα προβλήματα των άλλων. Λόγω αυτής της ανιδιοτελούς, της χωρίς όρια αγάπης της, εγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους που ανακούφιζε και παρηγορούσε. Όλοι αυτοί είναι οι αψευδείς μάρτυρες της αγιασμένης ζωής της.


Ελένη Πολυβίου

Το σπίτι της ήταν πάντα ανοικτό για γνωστούς και αγνώστους, πλούσιους, φτωχούς, νέους, ηλικιωμένους, και αξιωματούχους του κράτους. Φιλοξενούσε Μητροπολίτες, Ιερείς και Μοναχούς, πονεμένους, δυστυχισμένους, αρρώστους. Σε όλους τους κληρικούς -ακόμα και σ’ όσους ένιωθε ότι θα ακολουθήσουν αυτό τον δρόμο- τους χάρισε μαύρες πλεκτές ζακέτες.

Κάθε Κυριακή πήγαιναν στο σπίτι της ηλικιωμένοι από την γειτονική στέγη ενηλίκων, «Παναγίας Χρυσογαλακτούσης», και τους πρόσφερε πρόγευμα, γεύμα, ρούχα, αλλά κυρίως την στοργή και την αγάπη της.

Στον μπακάλη της γειτονιάς της, τον κ. Σάββα, είχε δώσει εντολή να αφήνη δύο φτωχές γυναίκες να ψωνίζουν και να τα χρεώνουν στον λογαριασμό της.

Στον κάθε ένα που περνούσε από το σπίτι, του έλεγε: «Έλα μέσα να πάρης καφέ!». Πάντα κάτι είχε να προσφέρη σε μικρούς και μεγάλους. Οι καλωσύνες της δεν είχαν τέλος.

Κάποια γυναίκα που ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι της, την άφηνε να μπαίνη στην κουζίνα και να παίρνη ό,τι εχρειάζετο για τις ανάγκες του σπιτιού της. Της χάρισε και το πλυντήριο ρούχων της νύφης της, που έμενε στην ίδια αυλή.

Αρκετοί από αυτούς που έρχονταν να την επισκεφτούν της έφερναν διάφορα πράγματα, όπως τρόφιμα, ρούχα και άλλα, τα οποία όμως μοίραζε αμέσως σε όσους τα εχρειάζοντο. Μία γνωστή της, έφερε ένα δοχείο με πολλά χαλούμια. Ενώ συζητούσαν, ήρθε άλλη κυρία που είχε ανάγκη, και της τα έδωσε όλα, χωρίς να κρατήση ούτε ενα.

Ένας άγνωστος την επισκέφτηκε και της ζήτησε να του δώση ένα παντελόνι. Ολοπρόθυμα του πρόσφερε δύο παντελόνια και ένα σακκάκι και δύο λίρες.

Για ένα χρόνο έρραβε στο χέρι (αφού την ραπτομηχανή της την είχε χαρίσει) ενα παλτό για τον εαυτό της, το οποίο όμως χάρισε σε μία γνωστή της επειδή είπε ότι της άρεσε πολύ.

Μετά τον πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. Η γιαγιά Ελένη, παρά τον πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τις Τουρκοκύπριες που πήγαιναν να δούν τους δικούς τους. Όχι μόνο δεν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό και τρόφιμα να πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. Αρκετές ήταν οι φορές που η ίδια μαζί με τον σύζυγό της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.

Δεν υπολόγιζε καθόλου τον κόπο και τα ύλικά αγαθά, αλλά ούτε και τα χρήματα. Όσα λεφτά έφταναν στα χέρια της, αμέσως τα εδινε εκεί που είχαν ανάγκη.

Σε κάποιον κ. Σταύρο που την επισκέφτηκε, του έδωσε λεφτά, τον παρεκάλεσε να αγοράση ενα κιβώτιο γάλα και να το πάη σε ενα συγκεκριμένο γηροκομείο. Όταν ο κ. Σταύρος εφθασε στο Ίδρυμα, η Διευθύντρια έκπληκτη τον ρώτησε πως γνώριζε ότι δεν είχαν γάλα και ότι το εχρειάζοντο.

Κάποτε που εώρταζε ο εγγονός της, ήθελε ν’ αγοράση κάτι και δεν είχε καθόλου χρήματα. Εκεί που περπατούσε, βλέπει κάτω στην άκρη του δρόμου χρήματα, και ήταν όσα ακριβώς εχρειάζετο για ν’ αγοράση αυτό που ήθελε! Τα πήρε, και εδόξασε τον Θεό.

Μιλούσε σε αγνώστους και τους εκανε φίλους της, χωρίς να τους ξεχωρίζη για την εθνικότητα, το θρήσκευμα και το χρώμα τους. Κάποτε το Πάσχα, ενώ ετοίμαζαν το τραπέζι, είδε να περνούν έξω από το σπίτι της τουρίστες, τους κάλεσε και έφαγαν με την οικογένειά της. Μία νεαρή ψυχοπαθής ζήτησε καταφύγιο κοντά της. Αφού δείπνησαν, την πήγε στη νύφη της στο διπλανό σπίτι για να περάση το βράδυ. Κάποια άλλη, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της και επειδή δεν είχε άλλο κρεββάτι, της έδωσε το δικό της και ξάπλωσε η ίδια στο πάτωμα. Όταν την ρώτησε η κόρη της Ανδρούλα γιατί κοιμήθηκε κάτω, της απάντησε ότι έκανε πολλή ζέστη το βράδυ και δεν μπορούσε να κοιμηθή στο κρεββάτι.

Κάθε χρόνο στην μεγάλη εμποροπανήγυρη της Λάρνακας, φιλοξενούσε εκτός από τους υπόλοιπους ξένους, ένα λεωφορείο κόσμο από το χωριό του συζύγου της. Το σπίτι και η αυλή γέμιζαν από κόσμο. Μετά το δείπνο έστρωνε στο πάτωμα για να κοιμηθούν οι ξένοι.

Φιλοξενούσαν συχνά μία συγγενή της. Αυτή θέλησε κάποτε να καθαρίση την κουζίνα. Στην προσπάθειά της να καθαρίση και το ολοκαίνουργιο ψυγείο, το κατέστρεψε. Όλοι στενοχωρήθηκαν και την μάλλωσαν, ενώ η Ελένη της έδινε εκατομμύρια ευχές.

Ένας φίλος κάποιου νέου που χτύπησε με το μηχανάκι πολύ άσχημα, ζήτησε από την κ. Ελένη να κάνη προσευχή. Αυτή έδωσε λαδάκι από κάποιο Άγιο και ο νεαρός, αφού τον σταύρωσαν, έγινε καλά. Από τότε πολλοί μαθητές την γνώρισαν και την επισκέπτοντο συχνά. Αφού τους κερνούσε, με πολλή αγάπη τους μιλούσε και τους νουθετούσε. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί νέοι γνώρισαν τον Θεό.

Όταν πάθαιναν κάτι οι δικοί της και ειδικά τα παιδιά της, το διαισθάνετο. Η κόρη της Ελπινίκη που μένει στην Αθήνα, έκανε επέμβαση στον εγκέφαλο για αφαίρεση καλοήθους όγκου. Για την εγχείρηση δεν είχε αναφέρει τίποτα στους γονείς της, όμως η κ. Ελένη όλη μέρα ήταν ανήσυχη και ρωτούσε τους άλλους για την κόρη της την Ελπινίκη, και ήθελε οπωσδήποτε να μιλήση μαζί της στο τηλέφωνο.

Συνεχίζεται…

 Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012

 http://www.pemptousia.gr

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Περιστέρα, έλα να φτύσεις τους προδότες!…


 site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο 

Αρχηγός επαναστατικού σώματος, την περίοδο της Επαναστάσεως των Ελλήνων στη Μακεδονία, το 1878. Αδελφή του καπετάν Γούλια Κράκα, γεννημένη στη Σιάτιστα Κοζάνης το 1860. Όταν ύστερα από προδοσία θανατώθηκε μαρτυρικά ο αδελφός της (γδάρθηκε ζωντανός), ανέλαβε η ίδια σε ηλικία 17 ετών την αρχηγία του αντάρτικου σώματος και έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Η Καπετάνισσα Περιστέρα Κράκα, σχημάτισε αντάρτικο σώμα 40 ανδρών και έδρασε στην Επανάσταση του 1878 ξεκινώντας κλεφτοπόλεμο με τους Τούρκους στις περιοχές Κοζάνης και Καστοριάς. Έπιασε με γρηγοράδα τους φονιάδες του αδερφού της και τους τιμώρησε κατά πώς τούς έπρεπε με τα ίδια της τα χέρια. Οι εφημερίδες μιλούσαν με θαυμαστό τρόπο για ένα κορίτσι, το οποίο, ντυμένο σαν παλικάρι, πολεμούσε σ’ ένα αντάρτικο σώμα δείχνοντας την ανδρεία και την ευτολμία της. Απ’ τα αναρίθμητα κατορθώματά της ξεχωρίζουμε την πυρπόληση του σταθμού χωροφυλακής στό Τζουμά Πτολεμαίδος και την εξολόθρευση ενός τουρκικού αποσπάσματος στά Καραγιάννια.

Η εκπληκτική αυτή Μακεδόνισσα χαρακτηρίστηκε από τη γαλλική εφημερίδα «Λε Παπιγιόν» ως η Ζαν Ντ’ Αρκ του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Ι. Αποστόλου «Επί εξ μήνας κατόπιν κανείς Τούρκος στρατιωτικός δεν ημπορούσε να κοιμάται ήσυχος. Απιστεύτως γενναία,… η κόρη αυτή, προς την οποίαν επί τέλους ηναγκάσθη να συνθηκολογήσει μία ολόκληρος Αυτοκρατορία. Της έδωσαν αμνηστία…»

Αφού οι Τούρκοι της πρόσφεραν αμνηστία, σταμάτησε τη δράση της και έζησε για λίγο ήρεμα στη Σιάτιστα. Όμως αργότερα οι Τούρκοι το μετάνοιωσαν και αιφνιδιαστικά περικύκλωσαν το σπίτι της. Η πανέξυπνη γυναίκα τους αντιλήφθηκε και διέφυγε στην Θεσσαλία το 1882. Παντρεύτηκε έναν από τους συντρόφους της, τον καπετάν Περδίκη, όμως ο άντρας της συνελήφθη στο ελεύθερο ελληνικό κράτος με την κατηγορία της ληστείας και φυλακίστηκε στην Αίγινα. Ωστόσο ήρθε η ίδια η Περιστέρα στην Αθήνα και συνάντησε τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ για να του εξηγήσει πως ο άντρας της δεν ήταν ληστής, αλλά πολέμησε τον Τούρκο και προστάτεψε τους υπόδουλους Έλληνες της Μακεδονίας. Σύμφωνα μάλιστα με την παράδοση, η Περιστέρα πήρε μέρος μπροστά στο Βασιλιά Γεώργιο Α’ σε αγώνα σκοποβολής, νίκησε στο σημάδι τους αξιωματικούς του βασιλιά, κερδίζοντας έτσι αμνηστία για τον άντρα της. Αφού κατάφερε να απελευθερώσει τον άνδρα της, επέστρεψε στη Θεσσαλία.
Πέθανε το 1938 σε ηλικία 78 ετών.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Ακούσαμε με τα αυτιά μας και είδαμε με τα μάτια μας ......



site analysis

την Γερόντισσά μας μετά από τον εσπερινό, όταν

Ακούσαμε με τα αυτιά μας και είδαμε με τα μάτια μας την Γερόντισσά μας μετά από τον εσπερινό, όταν κάποιος κοσμικός προσπάθησε να την πειράξει λέγοντάς της πως κάτω από το ράσο τους οι μοναχοί κρύβουν μόνο τις αδυναμίες και τα πάθη τους, να του απαντά τόσο αυθόρμητα, που κυριολεκτικά μας έκανε να τα χάσουμε. 


Σηκώνοντας το εξωρασό της και δείχνοντας του το Αγγελικό σχήμα που φορούσε του είπε: έχετε δίκαιο Άγιε του Θεού, κρύβω πολλές αδυναμίες και ένα σωρό πάθη αλλά όχι μόνο αυτά. Κρύβω και κάτι άλλο, να εδώ ακριβώς από κάτω και σταύρωσε το μέρος της καρδιάς της. Αν κοιτάξετε στο βάθος, θα βρείτε ένα λιοντάρι μανιασμένο που βρυχάται και θέλει να ελευθερωθεί, μια φωτιά που καίει χρόνια ακοίμητη και τόσους αδελφούς στοιβαγμένους, ταλαιπωρημένους από τις ασθένειες και τις αντιξοότητες της ζωής που υποφέρουν και ζήτησαν να τους έχω η ανάξια στην προσευχή μου. 


Θέλετε να δείτε; Αυτός φανερά σοκαρισμένος με τα μάτια ορθάνοιχτα την κοιτούσε όμοια στήλη άλατος. Εσείς όμως Φιλόθεε, αν σας ζητούσα να σηκώσετε τα ενδύματα που καλύπτουν το σώμα σας θα το κάνατε; Θα μας δείχνατε αυτό που κρύβεται από κάτω; Εκείνος δεν απάντησε. Έσκυψε μόνο το κεφάλι ντροπιασμένος και βγήκε στην αυλή. Μείναμε βουβές και αμήχανες να την κοιτάμε. Είχε μια ηρεμία εξώκοσμη το προσωπό της εκείνη την στιγμή .  


Οταν ο κοσμικός επέστρεψε μέσα πήγε προς το μέρος της, γονάτισε και της φίλησε το χέρι. Εκείνη ξαφνικά σήκωσε το ράσο της και με τρυφερότητα του σκέπασε το κεφάλι: «από σήμερα να ξέρεις ότι και συ θα χωράς να κρύβεσαι παιδί μου», του είπε και τον σταύρωσε!
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

24 ΩΡΕΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ 22/12/2018


Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Τη Η΄ (8η) Ιανουαρίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΔΟΜΝΙΚΗΣ.



site analysis

Δομνίκα η Οσία έζησε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου το μεγάλου εν έτει τπδ΄ (384), καταγομένη από την Καρθαγένην ή Καρχηδόνα της Αφρικής. Δια τινα υπόθεσιν επήγεν αύτη εις Κωνσταντινούπολιν μετ’ άλλων τεσσαράκοντα παρθένων, όπου ο τότε πατριαρχεύων Νεκτάριος τας εδέχθη εκ θείας αποκαλύψεως, και τας ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Μετά το Βάπτισμα η Αγία Δομνίκα έγινε Μοναχή και αφού ηγωνίσθη με πόνους ανδρικούς έφθασεν εις το άκρον της ασκήσεως, ώστε ηξιώθη να ενεργή θαύματα. Εν τούτοις λοιπόν διαλάμψασα προς Κύριον εξεδήμησεν.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Αγάπη τή κρείττονι, καταυγασθείσα τον νουν, ασκήσει εξέλαμψας, ώσπερ λαμπάς φαεινή, Δομνίκα πανεύφημε όθεν Μοναζουοών σε, όδηγόν φωτοφόρον, έδειξεν ο Δεσπότης, δια βίου και λόγου. Ω πρέσβευε θεοφόρε, σώζεσθαι άπαντας

Ἀκολουθία Ὁσίας ΔΟΜΝΙΚΗΣ


Ψαλλομένη τῇ 8η Ἰανουαρίου

ΜΕΓΑΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως ὁ Προοιμιακός καί τό Μακάριος ἀνήρ. Εἰς δέ τό Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν Στίχους ς καὶ ψάλλομεν Στιχηρὰ Προσόμοια τοῦ Ὁσίου Γεωργίου γ΄ καί τῆς Ὁσίας Δομνίκης γ΄.
Τοῦ Ὁσίου Γεωργίου. Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσιν.
Τῆς ψυχῆς τὴν ἀκρόπολιν, λογισμῶν οὐ κατέσεισαν, προσβολαὶ μακάριε· σὺ γὰρ ἔπαλξιν, ὥσπερ τὴν σὴν προβαλλόμενος, στερέμνιον ἄσκησιν, διετήρησας σαυτόν, τοῦ δεινοῦ πολεμήτορος, ἀπαράτρωτον, ἀπήμαντον ὅλως, καὶ παρέστης, τῷ Δεσπότῃ τῶν ἁπάντων, νικητικῶς στεφανούμενος.
Οὐχ ὁδοῦ μῆκος ἴσχυσεν, οὐδὲ τόπων δυσχέρεια, παραλῦσαι Ὅσιε τὸ διάπυρον, τῆς πρὸς Θεὸν ἐκδημίας σου· κἀκεῖ γὰρ γενόμενος, καὶ τοῖς τόποις εὐφρανθείς, οὗ οἱ πόδες ἐπάτησαν, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, οὐκ ἠμέλησας ὅλως. Εἰ μὴ φθάσῃς, δι' ἀσκήσεως καὶ πόνων, καὶ πρὸς Σιὼν τὴν οὐράνιον.
Τὸν ἐγκάρδιον ἔρωτα, ὑποφαίνων τοῖς δάκρυσι, κατανύξει ἔνδοξε, γῆν κατέβρεχες, καὶ ταῖς θριξὶν ἐναπέματτες, Χριστοῦ ὑποπόδιον· ἐννοῶν τε καὶ Αὐτόν, ὡς παρόντα καὶ βλέποντα, Ὅν ἐπόθησας· καὶ ἰχνῶν ἐπελάβου διανοίας, θεωρίαις θειοτάταις, τὴν σὴν ψυχὴν αὐγαζόμενος.
Τῆς Ὁσίας Δομνίκης. Ἦχος ὁ αὐτός. Ἔδωκας σημείωσιν.
Ἐκ Δυσμῶν ἀνέτειλας, πρὸς τὴν Ἑῴαν πανόλβιε, ὡς ἀστὴρ φαεινότατος, ἀκτῖσιν ἀστράπτουσα, τῶν σῶν ἐναρέτων, πράξεων Ὁσία, καὶ κατεφώτισας πιστῶν, τάς διανοίας φέγγει θαυμάτων σου· διό σε μακαρίζομεν, καὶ τὴν σὴν μνήμην γεραίρομεν, τὸν Χριστὸν μεγαλύνοντες, τὸν σεπτῶς σε δοξάσαντα.
Τρωθεῖσα τῷ ἔρωτι, τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγαπήσεως, ὦ Δομνίκα πανεύφημε, Αὐτῷ ἠκολούθησας ἀπαρνησαμένη, ἐπίκηρον δόξαν, καὶ τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς, καὶ πᾶσαν βίου ἄλλην ἀπόλαυσιν· διὸ σε εἰσῳκίσατο,εἰς φωτεινότατον θάλαμον, Ἰησοῦς ὁ φιλάνθρωπος, καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Πάθη τοῦ Κυρίου σου, καὶ Ποιητοῦ ἀναπλάττουσα, ἐν αὐτῇ ἀναδέδειξαι, τοῦ Λόγου ὡς ποίημα, λογικὸν Παρθένε, καὶ διὰ τοῦ Λόγου, ἐπαιδαγώγησας παθῶν, τῆς ἀλογίας τὰ παρεκκλίματα· διὸ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, εὐθυποροῦσα ἀοίδιμε, ἀληθὲς καὶ ἀκίβδηλον, τοῦ Θεοῦ ὤφθης ἄγαλμα.
Δόξα. Ἦχος πλ. β’. Τῆς Ὁσίας.
Σήμερον, τῶν Παρθένων οἱ χοροί, ἐπὶ τῇ μνήμῃ ἀθροισθέντες τῆς θεοφόρου Μητρός, ἐν καιναῖς ᾀσμάτων μελωδίαις ἀνευφημήσωμεν ταύτην λέγοντες· χαίροις, ἡ τὴν ἱεράν σου στολήν, τῇ συντονωτάτῃ ἀσκήσει ἐκλαμπρύνασα, καὶ δῶρον ἐκλεκτὸν τῷ σῷ Νυμφίῳ προσάξασα· χαίροις, ἡ τὸν πόθον σου πρὸς Αὐτόν, νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἀνατείνασα, παρ’ Οὗ καὶ ἀπήλειφας ὡς θείαν ἀντίδοσιν, τῶν θαυμάτων τὴν ἐνέργειαν. Ἀλλ’ ὦ Δομνίκα πανθαύμαστε, τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, νύμφη πανακήρατε, ἱκέτευε Αὐτὸν ἐκτενῶς, εἰρήνην δωρήσασθαι, ἡμῖν τοῖς λαμπρῶς ἐπιτελοῦσι, τὴν πανέορτον μνήμην σου.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Νάματα Ἰορδάνεια περιεβάλου Σωτήρ, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, καὶ ἔκλινας κορυφὴν τῷ Προδρόμῳ, ὁ τὸν οὐρανὸν μετρήσας σπιθαμῇ, ἵνα ἐπιστρέψῃς κόσμον ἐκ πλάνης, καὶ σώσῃς τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Εἴσοδος, Φῶς ἱλαρόν, Προκείμενον τῆς ἡμέρας, Ἀναγνώσματα.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. γ΄ 1 - 9).
Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ· ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσιν καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται· κρινοῦσιν ἔθνη καὶ κρατήσουσι λαῶν καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπ’ Αὐτῷ, συνήσουσιν ἀλήθειαν καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν Αὐτῷ· ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς Ὁσίοις Αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς Αὐτοῦ.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. ε΄ 15 - στ΄ 3).
Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστου. Διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου· ὅτι τῇ δεξιᾷ Αὐτοῦ σκεπάσει αὐτούς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν. Λήψεται πανοπλίαν τὸν ζῆλον Αὐτοῦ καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν· ἐνδύσεται θώρακα δικαιοσύνην καὶ περιθήσεται κόρυθα, κρῖσιν ἀνυπόκριτον˙ λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα˙ ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ῥομφαίαν˙ συνεκπολεμήσει δὲ Αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας. Πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου, τῶν νεφῶν, ἐπὶ σκοπὸν ἁλοῦνται, καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ῥιφήσονται χάλαζαι˙ ἀγανακτήσει κατ’ αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως˙ ἀντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως καὶ ὡς λαίλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς καὶ ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν. Ἀκούσατε οὖν βασιλεῖς καὶ σύνετε˙ μάθετε δικασταὶ περάτων γῆς˙ ἐνωτίσασθε οἱ κρατοῦντες πλήθους καὶ γεγαυρωμένοι ἐπὶ ὄχλοις ἐθνῶν˙ ὅτι ἐδόθη παρὰ Κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν καὶ ἡ δυναστεία παρὰ Ὑψίστου.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. ζ΄ 7-15).
Δίκαιος, ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον, οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη· καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ· βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς Ὁσίοις Αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς Αὐτοῦ.  

Εἰς τὴν Λιτήν, Ἰδιόμελα. Ἦχος α΄.
Ὅλην σαυτήν, τῶν παθῶν ἐκκαθάρασα, δοχεῖον ὤφθης ἐκλεκτόν, μυρεψικὴν ἀποστάζον εὐωδίαν, Δομνίκα θεόνυμφε· καὶ ταῖς μυστικαῖς φρυκτωρίαις θεουργικῶς ἐλλαμφθεῖσα, ὅλη μετάρσιος γέγονας. Διὸ καὶ ἠξίωσαι προλέγειν τὰ ἐσόμενα, διὰ τῆς χάριτος τοῦ ἐνοικοῦντός σοι παντουργοῦ Πνεύματος, καὶ θαυμάτων ἐπιτελεῖν τὰ παράδοξα, ἃ συνελθόντες χρεωστικῶς ἐν θάμβει μεγαλύνομεν.
Ἦχος β΄.
Ὁ προειδώς σου τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν, καὶ τὴν μέλλουσαν ἁγιότητα, δι’ ὁπτασίας ἐνθέου, τῷ θείῳ Ἀρχιποίμενι Νεκταρίῳ φανεροῖ σε, ἠνίκα τὴν Βασιλεύουσαν, σὺν ταῖς τεσσαράκοντα παρθένοις κατελάμβανες· ὅθεν τοῦ θείου λουτροῦ, παρ’ αὐτοῦ ἀξιωθεῖσα, καὶ τὸ ἱερὸν σχῆμα περιβληθεῖσα, εἰς ἀγῶνας ἐχώρισας, πόθῳ ζέοντι θεϊκῷ, καὶ Χριστῷ εὐηρέστησας. Ὃν καὶ ἱκέτευε, ὡς Αὐτῷ παρισταμένη, τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς τοὺς σὲ δοξάζοντας, ἀπὸ πάσης περιστάσεως.
Ἦχος γ΄.
Τῷ νόμῳ Κυρίου διὰ παντὸς ἐμμελετῶσα, καὶ ἀπαύστως σχολάζουσα, νηστείαις καὶ δεήσεσι, οἶκος φωτοειδὴς γεγένησαι, τοῦ Φωτοδότου καὶ Λυτρωτοῦ. Ὃς ταῖς εὐχαῖς σου ὑπείκων, τόπον ἱερόν, ἐν ᾧ ψυχῶν φροντιστήριον ἀνήγειρας, ἐνδεικνύει σοι Δομνίκα θεόσοφε. Διὸ σοῦ δεόμεθα, πρέσβευε Αὐτῷ, καὶ ἡμᾶς ἀπεργάσασθαι, οἴκους τοῦ Πνεύματος.
Ἦχος δ΄.
Ἐπειγομένη φθᾶσαι ὀρεκτῶν τὸ ἔσχατον, οὐκ ἔδωκας ὕπνον σοῖς ὀφθαλμοῖς, οὐδὲ τοῖς κροτάφοις σου ἀνάπαυσιν, ἕως οὗ τὰ πάθη παντελῶς ἐθανάτωσας Δομνίκα ἀξιΰμνητε, ἔχουσα καθ’ ἑκάστην ἐν τῷ νοΐ, ὅτι Χριστὸς ἐποπτάνεται τοῖς δι’ ἀπαθείας κεκοσμημένοις. ᾯ καὶ ἐβόας ἐκτενῶς· ὁπίσω Σου ἀσκητικῶς ἔδραμον, ἀξίωσόν με Ὑπεράγαθε, τῆς χαρᾶς τοῦ προσώπου Σου.
Δόξα. Ἦχος β΄.
Δεῦτε τῶν πιστῶν νῦν τὰ πλήθη, καὶ ἀσκουσῶν ἡ ἱερὰ ὁμήγυρις, χαρμονικῶς ἑορτάσωμεν, τὴν φαιδρὰν πανήγυριν τῆς Ὁσίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ πρὸς αὐτὴν ἐκβοήσωμεν· χαίροις, τῶν ἀρετῶν στήλη ἔμψυ-ος, καὶ ἀσκήσεως κανὼν ἀκριβέστατος, θαυμάτων αὐτουργός, Δομνίκα πανσεβάσμιε. Πρέσβευε δεόμεθα τῷ Σωτῆρι καὶ Θεῷ, τῷ σὲ μεγαλύναντι, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου καὶ σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Ἐν Ἰορδάνῃ ποταμῷ, ἰδών Σε ὁ Ἰωάννης πρὸς αὐτὸν ἐρχόμενον, ἔλεγε Χριστὲ ὁ Θεός· τί πρὸς τὸν δοῦλον παραγέγονας, ῥύπον μὴ ἔχων Κύριε; Εἰς ὄνομα δὲ τίνος Σε βαπτίσω; Πατρός; Ἀλλὰ τοῦτον φέρεις ἐν σεαυτῷ. Υἱοῦ; Ἀλλ’ αὐτὸς ὑπάρχεις ὁ σαρκωθείς. Πνεύματος Ἁγίου; Καὶ τοῦτο οἶδας διδόναι, τοὺς πιστούς διὰ στόματος. Ὁ ἐπιφανεὶς Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Εἰς τόν Στίχον. Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Ὅτε, κατετρώθης τῷ γλυκεῖ, ἔρωτι Χριστοῦ ὦ Δομνίκα, κόσμου κατέλιπες, πᾶσαν τὴν τερπνότητα καὶ ματαιότητα, καὶ σαυτὴν δοῦσα πάνσεμνε, ἀσκήσεως πόνοις, ψυχὴν καὶ διάνοιαν Θεῷ ἀνέθηκας· ὅθεν, καὶ θαυμάτων τὴν χάριν, ἐκ Θεοῦ ὡς ἔπαθλον Μῆτερ, εἴληφας ἀξίως τῶν καμάτων σου.
Στ. Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου.
Δεῦτε, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τῶν μοναζουσῶν αἱ χορεῖαι, πανηγυρίσωμεν, μνήμην τὴν πανίερον τῆς θεοφόρου Μητρός, πρὸς αὐτὴν πόθῳ κράζομεν· Ὁσία Δομνίκα, ὥσπερ ἐκπετάσασα πρὸς οὐρανίους σκηνάς, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Σωτῆρι, ἵνα καὶ ἡμῶν καρδίας γῆθεν, ἀνυψώσῃ πρὸς οὐράνια.
Στ. Μῦρον ἐκκενωθὲν ὄνομά Σου, διὰ τοῦτο νεανίδας ἠγάπησάν Σε.
Ἄστρον, ἀνατέταλκεν ἡμῖν, ἐκ τῆς Καρχηδόνος φωσφόρον ἡ τοῦ Κυρίου ἁγνή, καὶ ψυχὰς κατηύγασε τῶν ἀνυμνοῦντων αὐτήν, καὶ φαιδρῶς τὴν πανέορτον, αὐτῆς ἐκτελούντων, μνήμην μελωδοῦσιν ἐν ᾗ παρέθετο, Κτίστῃ καὶ Νυμφίῳ τὸ πνεῦμα, ᾯ καὶ γηθομένη ἐβόας· ἐν σκηναῖς Σου Λόγε εἰσελεύσομαι.
Δόξα. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐκ νεότητος σοφή, τὸν τοῦ Κυρίου ἀραμένη σταυρόν, προθύμῳ Τούτῳ καρδίᾳ κατηκολούθησας· ὅθεν ἐν τοῖς παθήμασιν Αὐτοῦ, νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἀδολεσχοῦσα, σάρκα μὲν ἐνέκρωσας, τὴν δὲ θεόφρονα ψυχήν σου ἐζωοποίησας, καὶ ναὸν Αὐτοῦ ἀπετέλεσας. Διὸ καὶ τὴν τοῦ θήλεως φύσιν, διαφερόντως ἐτίμησας, ἀνδρικῶς ἀγωνισαμένη καὶ κατατροπώσασα τοῦ δολίου σατᾶν τὰς μεθοδείας καὶ ἔνεδρα. Καὶ νῦν ἐν τῷ ἀφθάρτῳ νυμφῶνι περιπολεύουσα, μέμνησο καὶ ἡμῶν, τῶν ἐν πόθῳ καὶ χαρᾷ ἐπιτελούντων, τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Τὸν ἐκ Παρθένου Ἥλιον, βλέπων ὁ ἐκ στείρας λύχνος φαεινός, ἐν Ἰορδάνῃ αἰτούμενον βάπτισμα, ἐν δειλίᾳ καὶ χαρᾷ, ἐβόα πρὸς Αὐτόν· Σύ με ἁγίασον Δέσποτα τῇ θείᾳ ἐπιφανείᾳ Σου.

Νῦν ἀπολύεις, Τρισάγιον, Ἀπολυτίκια.
Τῆς Ὁσίας. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου τὸν ἐλαφρότατον, ἐν καρδίᾳ ζεούσῃ ἀναλαβοῦσα σεμνή, τῶν προσκαίρων καὶ τερπνῶν κατεφρόνησας, καὶ ἀσκήσει τὴν ζωήν, διανύσασα καλῶς, χοροῖς Ὁσίων συνήφθης, μεθ’ ὧν Δομνίκα Ὁσία, Χριστὸν ἱκέτευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Δόξα. Τοῦ Ὁσίου. Ὁ αὐτός.
Γεωργῆσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἰρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός, ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ὦ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ἦχος α΄.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει Σοι, ἀγαπητὸν Σὲ Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα Σοι.

Ἀπόλυσις.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ὡς ἁγνὴν περιστεράν, καὶ ὡς τρυγόνα παγκαλῆ, εὐφημοῦμέν σε πιστῶς, ὅτι τὸν Ἄναρχον ἐν γῇ, ἀρχὴν λαβόντα δι’ ἔλεον ὦ Δομνίκα, ἠγάπησας θερμῶς, πάσῃ ἰσχύει σου, καρδίᾳ καὶ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ σου, καὶ βαπτισθέντι ἐν τοῖς ῥείθροις Ἰορδάνου, ἐν εὐφροσύνῃ ἐκραύγαζες· εὐλογημένος, εἶ Παντοκράτορ, ὁ φανεὶς εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ὅμοιον.
Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, ἐν Ἰορδάνῃ ποταμῷ, διαβιβάζων τὸν λαόν, καὶ τοῦ Θεοῦ τὴν κιβωτόν, ἐσκιαγράφει τὴν μέλλουσαν εὐεργεσίαν· εἰκόνα γὰρ ἡμῖν, ἀναμορφώσεως, καὶ τύπον ἀψευδῆ, ἀναγεννήσεως, ἡ μυστικὴ διάβασις τῶν δύο, σκιαγραφεῖ ἐν τῷ Πνεύματι. Χριστὸς ἐφάνη, ἐν Ἰορδάνῃ, ἁγιάσαι τὰ ὕδατα.

Μετὰ τὴν β΄ ΣτιχολογίανΚάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Αὐλῶν ποιμενικῶν.
Τιμήσωμεν φαιδρῶς, ἐν ᾠδαῖς τε καὶ ὕμνοις, τὴν ἄμωμον Χριστοῦ, καὶ ὁσίαν ἀμνάδα, χαίροις αὐτῇ βοῶντες Μῆτερ πανένδοξε, Δομνίκα πάνσεμνε, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, Παρθένων καύχημα καὶ ἀγαλλίαμα, ἡ εἰς νυμφῶνα νῦν τὸν φωτεινόν, Χριστοῦ ἀγαλλομένη.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ὅμοιον.
Βαπτίζεται Χριστός, ὁ τὸν κόσμον φωτίζων, ἐξ ὕψους ὁ Πατήρ, ἐμαρτύρησε λέγων. Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου, ἐν ᾧ ηὐδόκησα, Αὐτοῦ ἀκούετε. Οὗτός ἐστιν ὁ φωτίζων τὴν οἰκουμένην, τῇ εὐσπλαγχνίᾳ Αὐτοῦ, ὁ βαπτισθεὶς καὶ σώσας ὡς Θεός, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα. Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Εὐφραίνονται λαμπρῶς, τῶν παρθένων τὰ στίφη, ἐπὶ τῇ ἱερᾷ, καὶ ὁσίᾳ σου μνήμῃ, Δομνίκα θεοτίμητε, ἀσκουσῶν τὸ ἀγλάϊσμα, ἃς ἐνίσχυσον, τῇ ἐκτενεῖ σου πρεσβείᾳ, τῆς ἀσκήσεως, τρίβον στενὴν διανῦσαι, εἰς αἶνον τοῦ Κτίσαντος.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς. Ὅμοιον.
Ὀ μέγας ὑετός, πρὸς ποτάμια ῥεῖθρα, ἐπέφανε σαρκί, βαπτισθῆναι θελήσας, πρὸς Ὃν ὁ θεῖος Πρόδρομος, ἐκπληττόμενος ἔλεγε· πῶς βαπτίσω Σε, ῥύπον μὴ ἔχοντα ὅλως; Πῶς ἐκτείνω μου, τὴν δεξιὰν ἐπὶ κάραν, ἣν τρέμει τὰ σύμπαντα;

Οἱ Ἀναβαθμοί· τὸ α΄ Ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου.
Προκείμενον. Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου.
Στ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.
Εὐαγγέλιον, τῆς Γ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ν΄ (50) Ψαλμός.
Δόξα. Ταῖς τῆς Σῆς Ὁσίας...
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου...
Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. β΄. Στ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός...
Τὰς τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ μηχανάς, τῇ συντόνῳ σου ἀσκήσει καθελοῦσα, ἐν ἀσθενείᾳ φύσεως, τρόπαιον ἤγειρας λαμπρόν, σθένει ῥωσθεῖσα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν καὶ ἀπήλειφας, τῶν καμάτων σου τὰ γέρα, ἐν τῇ ἀλήκτῳ ζωῇ, Δομνίκα ἰσάγγελε· διὸ μὴ παύσῃ ἱκετεύουσα τὴν Ἁγίαν Τριάδα, τοῦ φωτῖσαι καὶ σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Οἱ Κανόνες· τῆς Ἑορτῆς, τοῦ Ὁσίου καί τῆς Ὁσίας, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Τὴν καλλίπαιδα νῦν γεραίρω Δομνίκαν. Ἰωσὴφ.
ᾨδὴ α΄. Ἦχος β΄. Ἐν βυθῷ κατέστρωσέ ποτε.
Τῷ ἐνθέῳ πόθῳ τὴν ψυχήν, ἔνδοξε πτερώσασα, τῶν σαρκικῶν θηράτρων ὑπερίπτασο· διὸ ἱκετεύω σε, θηρευθέντα με, ταῖς παγίσι τοῦ ὄφεως, σοῦ ταῖς ἱκεσίαις, πάνσεμνε Δομνίκα, ἀπολύτρωσαι.
Ἠκολούθεις χαίρουσα Χριστῷ, Τούτου ἀνιχνεύουσα, τὴν ἱερὰν νομοθεσίαν πάνσεμνε, καὶ Παρθένων τάγμασι, συνηρίθμησαι, ὡς παρθένος καὶ ἄμωμος· ὅθεν σε τιμῶμεν, πίστει συνελθόντες ἀξιάγαστε.
Νυσταγμὸν κακίας οὐδαμῶς, ἔνδοξε νυστάζουσα, ἐπαγρυπνεῖς ταῖς φωταυγέσι πράξεσι, καὶ πρὸς φῶς ἀνέσπερον, ἐξεδήμησας, ταῖς ἐκεῖθεν λαμπρότησι, περιχεομένη, καὶ φωταγωγοῦσα τοὺς ὑμνοῦντας σε.
Θεοτοκίον.
Καὶ πρὸ τόκου ἄφθορος Ἁγνή, καὶ μετὰ τὴν κύησιν Μήτηρ Θεοῦ, ὑπερφυῶς διέμεινας· ὅθεν Σε ποθήσασα, θείῳ Πνεύματι, ἡ Δομνίκα ὀπίσω Σου, ἄφθορος προσήχθη, τῷ Παμβασιλεῖ Υἱῷ Σου, Ἄχραντε.

ᾨδὴ γ΄.  Ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος.
Πλωτῆρας θαλαττεύοντας, διεσώσω ἔλαιον, μετ’ εὐλογίας πέμπουσα, τῇ θαλάσσῃ καὶ μεταβάλλουσα, εἰς γαλήνην Δομνίκα τὸ κλυδώνιον.
Ἀΰλοις λαμπομένην σε, φρυκτωρίαις, Ἄγγελος, φωτοειδὴς ἐμήνυσεν, Ἱεράρχῃ ἐπιδημήσασαν, Βασιλίδα πρὸς πόλιν θείῳ νεύματι.
Ἱστίῳ πτερουμένη, τῆς ἐγκρατείας ἔφθασας, τῆς ἀπαθείας ἔνδοξε, τοὺς λιμένας· λιμήν τε γέγονας, τοῖς εἰς βάθη κακίας ὀλισθήσασι.
Θεοτοκίον.
Δυνάμωσον Πανάχραντε, τὸ ἀσθενές μου δύναμιν, ἡ τοῦ Ὑψίστου τέξασα, τὴν τὸ εἶναι πᾶσι παρέχουσαν, καὶ Δομνίκης τὴν μνήμην μεγαλύνασαν.

Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Ἦχος δ΄.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καὶ τὸ φῶς Σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντας σε. Ἦλθες ἐφάνης, τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Κάθισμα τῆς Ὁσίας. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν σάρκα ἐσταύρωσας, σὺν τοῖς παθήμασι, καὶ πᾶσαν τὴν ἔφεσιν, πρὸς Χριστὸν ἔσχηκας, Δομνίκα Νυμφίον τὸν σόν· ἄφθαρτον διὰ τοῦτο, ἐκομίσω τὸ στέφος, καὶ Ἀγγέλων χορείαις, ἠριθμήθης Ὁσία, πρεσβεύουσα Αὐτῷ ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς, ὅμοιον.
Τὰ ῥεῖθρα ἡγίασας τὰ Ἰορδάνια· τὸ κράτος συνέτριψας τῆς ἁμαρτίας, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν· ὑπέκλινας τῇ παλάμῃ, σεαυτὸν τοῦ Προδρόμου, καὶ ἔσωσας ἐκ τῆς πλάνης, τῶν ἀνθρώπων τὸ γένος· διὸ Σε ἱκετεύομεν· σῶσον τὸν κόσμον Σου.

ᾨδὴ δ΄. Ἐλήλυθας, ἐκ Παρθένου.
Ἀπήστραψας, φωτισμὸν ἰαμάτων διώκουσα, παθῶν τὴν σκοτόμαιναν, καὶ τῶν δαιμόνων τάς φάλαγγας, πάντας δὲ ἐφώτισας, τοὺς εὐσεβῶς σοι Δομνίκα προσπελάζοντας.
Νυμφίος σε, Βασιλεὺς ἐπουράνιος ἔνδοξε, δοξάζει ἐνώπιον, τοῦ ἐπὶ γῆς βασιλεύοντος, καταπληττομένου σου, τὸν ἀκηλίδωτον βίον καὶ τὰ θαύματα.
Ὑπήκοος, τῶν εὐχῶν σου ὑπάρχων ὁ Κύριος, σαφῶς προσημαίνει σοι, τόπον ἐν ᾧ φροντιστήριον, ἤγειρας, τὰ πνεύματα, τῆς πονηρίας Δομνίκα ἀπελάσασα.
Θεοτοκίον.
Νεκρώσεως,τοὺς χιτῶνας Ἀδὰμ ἐξεδύσατο, τῇ θείᾳ γεννήσει Σου, καὶ τὴν στολὴν ἠμφιάσατο, μόνος ἣν ἐξύφανεν, ἐν τῇ γαστρί Σου ὁ Λόγος σωματούμενος.

ᾨδὴ ε΄. Ὁ τοῦ φωτὸς χορηγός.
Γεωπονήσασα, καὶ τῷ ἀρότρῳ τῶν εὐχῶν τέμνουσα, τὴν ψυχικήν, αὔλακα πολύχουν, ἐδρέψω τὸν καρπόν, θείαις ἀποθήκαις, ἁγνὴ συντηρούμενον.
Ἐπιφωτίζουσα, τὸν καθαρόν σου λογισμὸν ἔβλεπες, τοῦ παντουργοῦ, Πνεύματος δυνάμει, τὰ πόῤῥω ὡς ἐγγύς, καὶ τῶν ἐσομένων, προλέγεις τὴν ἔκβασιν.
Ῥώμῃ τοῦ Πνεύματος, ἱερουργός σε τελειοῖ χρίσματι, θεουργικῷ, τῆς διακονίας, ποιμαίνειν ἱεράς, ψυχὰς ἐγκελεύων, Δομνίκα θεόσοφε.
Θεοτοκίον.
Ἅγιον Κύριον, Κυριοτόκε τοῦ παντὸς τέτοκας, Ὅν ἐκ ψυχῆς, Δομνίκα ποθοῦσα, παθῶν φθοροποιῶν, κατακυριεύει, Παρθένε ὑμνοῦσα Σε.

ᾨδὴ στ΄. Ἐν ἀβύσσῳ πταισμάτων.
Ἱερὸν προφητεῖον ἀνήγειρας, θείου Ζαχαρίου Προφήτου θεόφρονος, μεθ’ οὗ ναὸν εἰς ἅγιον, συγχορεύεις Δομνίκα θεόσοφε.
Ῥεῖθρον ὤφθης ἰάσεων ἄφθονον, πλυνοῦσα φλογμὸν παθημάτων καὶ βρύουσα, ἁγιασμὸν σωτήριον, κυριώνυμε κόρη θεόνυμφε.
Ὡς καλήν, ὡς ὡραίαν, ὡς ἔντιμον, ὡς τῆς παρθενίας αὐγαῖς διαλάμπουσαν, σὲ ὁ Νυμφίος Κύριος, ἑαυτῷ συνεισάγει ἀοίδιμε.
Θεοτοκίον.
Δι’ ἐμὲ κατ’ ἐμὲ ἐχρημάτισε, βρέφος ὁ Παντέλειος ἀνακαινίζων με, καὶ παλαιωθέντα πάθεσι, διὰ Σοῦ Παναγία Θεόνυμφε.

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐν πολλοῖς τὸ σῶμα κατατήξασα, τὸν νοῦν πρὸς Θεὸν, τελείως ἀνεπτέρωσας, διὸ γέγονας ἐνδιαίτημα θεῖον τοῦ Πνεύματος, λαβοῦσα θαυμάτων τὴν ἰσχύν, Δομνίκα Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα.
Ὁ Οἶκος.
Ἀπὸ νεότητος τὴν θείαν ἐβάδισας ὁδὸν τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην, ἀκούσασα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὅτι αὕτη ἀπάγει εἰς ζωήν καὶ ὄντως ἀξιωθεῖσα φθᾶσαι τὴν ὄντως ζωὴν τὸν Χριστόν, ἐν τῇ προσκαίρῳ ταύτῃ παροικίᾳ σου, διὰ πολλῶν ἰδρώτων καὶ ἀγώνων, μετέστης σήμερον πρὸς τὴν ἄπονον καὶ ἄμοχθον διαγωγήν, ἐν ᾗ διπλοῦν τὸ στέφος εἴληφας παρὰ τοῦ ἀθανάτου σου Νυμφίου, ὡς παρθένος καὶ Ὁσία. ᾯ μὴ παύσῃ πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν βοώντων σοι· χαίροις Δομνίκα Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα.

Συναξάριον.
Τῇ Η΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς Ὁσίας Δομνίκης.
Στίχοι·
Λιποῦσα τὴν γῆν οὐρανόφρων Δομνίκα,
Εἰς οὐρανοὺς ἀνῆλθεν, ὥσπερ ἠγάπα.
Δομνίκαν ὀγδοάτῃ πότμου λάβε νὺξ ἐρεβεννή.
Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ᾨδὴ ζ΄. Ἀντίθεον πρόσταγμα.
Ὁ νοῦς σου ταῖς νεύσεσι ταῖς πρὸς τὸ θεῖον, θεούμενος πάντοτε, φωτοειδὴς γεγένηται, ἐντεῦθεν ἐξέκλινας, τὸ δυσμενὲς τῆς σαρκός, μέλπουσα θεόσοφε· ὁ ὢν εὐλογημένος, καὶ ὑπερένδοξος.
Μυστήρια θεῖά σοι ἀποκαλύπτει, Θεὸς Ὑπερούσιος, ἐν σοὶ ἀναπαυσάμενος· ὁρᾷς γὰρ φοιτήσαντα ἅγιον Ἄγγελον, καὶ καθαγιάσαντα σεμνή, τὴν τῶν ὑδάτων φύσιν ἐν Πνεύματι.
Ναὸς θείου Πνεύματος γεγενημένη, ναὸν πρὸς τὸν ἅγιον, ὑπάρχουσα ἀκήκοας, φωνῆς διδασκούσης σε θεῖα Μυστήρια, καὶ τὴν ἐκ τοῦ σώματος, σεμνὴ ἀποδημίαν τοῦ βασιλεύοντος.
Θεοτοκίον.
Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησις καὶ σωτηρία, ὑπάρχει ὁ Κύριος, ὁ Σὲ Μητέρα πάναγνον, καὶ Νύμφην ἀνύμφευτον προεκλεξάμενος, Ὅν ὑπὲρ τῶν δούλων Σου ἀεί, μὴ διαλίπῃς πρεσβεύειν Ἄχραντε.

ᾨδὴ η'.  Τὸν ἐν καμίνῳ.
Κεκοσμημένη ἀρεταῖς, καὶ θαυμάτων κροσσωτοῖς πεποικιλμένη, πρὸς ὡραῖον νυμφῶνα, τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, Δομνίκα ἀνέδραμες ψάλλουσα, καὶ ὑπερυψοῦσα, Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀκολουθήσασα Χριστῷ, ὡς Ποιμένι καθαρῷ ἀμνὰς τιμία, πρὸς οὐράνιον μάνδραν, τῶν ἐπισήμων ἐν ᾧ, προβάτων συναυλία πέφυκεν, ἐν ἀγαλλιάσει, ἐσκήνωσας Ἁγία.
Νεύσει Θεοῦ παντουργικῇ, τὴν ἀπόθεσιν τοῦ σοῦ μαθοῦσα σκήνους, χαριστήριον αἶνον, καθαρωτάτῃ ψυχῇ, τῷ πάντων αἰτίῳ προσέφερες· Οὗ τὸ σὸν εἰς χεῖρας, σεμνὴ παρέθου πνεῦμα.
Θεοτοκίον.
Ὁ ὑπερούσιος Θεός, οὐσιοῦται δι’ ἡμᾶς τῶν Σῶν ἐκ σπλάγχνων, τὴν φθαρεῖσαν οὐσίαν, ἀνακαινίσαι ζητῶν, δι’ οἶκτον Παρθένε καὶ ἔλεον, ὁ δεδοξασμένος, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Μεγαλυνάρια τῆς Ἑορτῆς.
ᾨδή θ΄. Τὸν ἐκ Θεοῦ Θεὸν Λόγον.
Ἱερώταται χορεῖαι, τῇ σεπτῇ σου κοιμήσει, ἐξάρχουσαι τῆς θείας σου ψυχῆς, τοῖς καθορῶσιν ἐφάνησαν, ἱεραῖς μελῳδίαις, εἰς τόπον ὁδηγοῦσαι σε σκηνῆς θαυμαστῆς, ἔνθα ἦχος, ἑορταζόντων ἔνδοξε.
Ὡς τῆς ἀμπέλου σὺ θεῖον, εὐφορώτατον κλῆμα, φανεῖσα κατανύξεως ἡμῖν, θείους ἐξήνθησας βότρυας, ἀναβλύζοντας οἶνον, ἰάσεων Δομνίκα τῶν ψυχῶν, καὶ καρδίας τῶν πίστει, τιμώντων σε εὐφραίνοντας.
Σωματικῶν παθημάτων, ψυχικῶν τε κηλίδων, καὶ πάσης τοῦ ἐχθροῦ ἐπιβουλῆς, ῥῦσαι ἡμᾶς ταῖς πρεσβείαις σου, τοὺς τῇ σκέπῃ σου πόθῳ προσφεύγοντας Δομνίκα καὶ τὴν σήν, ἑορτὴν ἐκτελοῦντας, τὴν θείαν καὶ σεβάσμιον.
Ἡλιακὴν ὡς ἀκτῖνα καταυγάζουσαν πάντας, ὡς νύμφην τοῦ Χριστοῦ περικαλῆ, καὶ ὡς τρυγόνα φιλόσεμνον, ὡς ἑλαίαν ὡς κέδρον, ὡς οὖσαν ἐκλεκτὴν περιστεράν, εὐφημοῦμέν σε πάντες, Δομνίκα κυριώνυμε.
Θεοτοκίον.
Φεῖσαί μου Κύριε φεῖσαι, ὅταν μέλλῃς με κρίναι, καὶ μὴ καταδικάσῃς με εἰς πῦρ, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, δυσωπεῖ Σε Παρθένος, ἡ Σὲ κυοφορήσασα Χριστέ, τῶν Ἀγγέλων τὰ πλήθη, καὶ τῶν Ὁσίων τάγματα.

Ἐξαποστειλάρια.
Τῆς Ὁσίας. Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς.
Τῶν γηΐνων καὶ φθαρτῶν, καταφρονήσασα σεμνή, τῷ διαπύρῳ πρὸς Χριστόν, ζήλῳ σου τῶν ἐν οὐρανοῖς, ἀφθάρτων ἐπεθύμησας· Χριστὸς ὅθεν σὲ στέφει, ἀφθάρτοις ἐν στέμμασι.
Καὶ τῆς Ἑορτῆς. Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς.
Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις ἡ ἀλήθεια, ἐν ῥείθροις τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, καθεύδοντας ἐφώτισε· καὶ γὰρ ἦλθεν ἐφάνη, τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Εἰς τούς Αἴνους ἱστῶμεν στίχους δ΄ καί ψάλλομεν Στιχηρά Προσόμοια. Ἦχος πλ. δ΄. Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Χαίροις, Ὁσίων ἀγλάϊσμα, μοναστριῶν καλλονή, καὶ τερπνὸν σεμνολόγημα, ἡμῶν δὲ ἀντίληψις, τῶν τελούντων τὴν μνήμην σου, καὶ αἰτουμένων τὴν σὴν βοήθειαν, Μῆτερ Δομνίκα, καὶ ἐν ᾠδαῖς ἱεραῖς, ὑμνολογούντων σε, ὥσπερ πάλαι ᾄσμασι, θεῖος χορός, τῇ σεπτῇ κοιμήσει σου, Ὁσία ἔμελπε.
Μῆτερ, Δομνίκα θεόπνευστε, σὺ ἐν σοφίᾳ πολλῇ, καὶ συνέσει θεόφρονι, κόσμου τὴν προσπάθειαν, νουνεχῶς καταλέλιπας, καὶ εἰς ἀγῶνας σεμνὴ ἐχώρησας, ἔχουσα ῥῶσιν, Χριστὸν τὸν Κύριον, ἕως εἰς τέλειον, τοῦ ἐχθροῦ ἠφάνισας τὰς μηχανάς, καὶ εἰς τὰ οὐράνια, χαίρουσα ᾤκησας.
Ἀσκητικῶς διανύσασα, τῆς ἐπικήρου ζωῆς, σοῦ Δομνίκα τὸν δίαυλον, σὺν χοροῖς ἠρίθμησαι, τῶν Ὁσίων ἀοίδιμε, λελαμπρυσμένη, ἁγνείας κάλλεσι, πεποικιλμένη, πόνοις ἀσκήσεως, διὸ βοῶμέν σοι· σὺν αὐτοῖς ἱκέτευε τὸν Λυτρωτήν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, πάσης κακώσεως.
Ποίμνην τὴν σὲ μεγαλύνουσαν, καὶ συνελθοῦσαν πιστῶς, τῇ λαμπρᾷ πανηγύρει σου, εὐφημῆσαι ἔνδοξε, βιοτῆς σου τὰ σκάμματα, πλῆσον ἐνθέου, χαρᾶς πανσέβαστε, καὶ πάσης βλάβης, ταύτην διάσωσον, καὶ καθικέτευε, ἀσινῇ φυλάττεσθαι ἐκ τοῦ ἐχθροῦ, ὦ Δομνίκα πάντιμε, τὰ πανουργεύματα.
Δόξα. Ἦχος πλ. α΄.
Στησώμεθα χορείαν πνευματικήν, μοναστριῶν τὰ συστήματα, καὶ μελωδικῶς ἀνυμνήσωμεν τὴν ἀκήρατον νύμφην τοῦ Χριστοῦ, Δομνίκαν τὴν ἀξιάγαστον. Σήμερον γάρ, δαβιτικῶς κατέπαυσεν, πετασθεῖσα εἰς καλιὰς οὐρανίους, ἔνθα καὶ τῶν πόνων αὐτῆς τὰς ἀμοιβὰς ἐκομίσατο· ἔδει γὰρ τὴν ἐν γῇ ἀγωνισαμένην, ἐν οὐρανοῖς δοξασθῆναι. Διὸ πρὸς αὐτήν, ἐν πόθῳ βοήσωμεν· Μῆτερ παμμακάριστε, ἱκέτευε τὸν σὸν Νυμφίον Χριστόν, τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἐκ τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ, καὶ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.
Ὁρῶσά Σε ἡ φύσις ἅπασα τῶν γηγενῶν, γυμνὸν ἐν ὕδασι τὸν Δημιουργόν, τὸ Βάπτισμα αἰτοῦντα, ἠλλοιοῦτο φόβῳ καὶ ἐξεπλήττετο· ὁ Πρόδρομος δέ, τρόμῳ συνείχετο, μὴ τολμῶν προσεγγίσαι σοι· ἡ θάλασσα ἔφυγεν· ὁ Ἰορδάνης τὸ ῥεῖθρον ἀνεχαίτησε· τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν θεωροῦντά Σε καὶ Ἀγγέλων αἱ Δυνάμεις ἐξίσταντο λέγουσαι· Ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Σωτὴρ γυμνοῦται, ἐνδύσαι θέλων σωτηρίαν, τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνάπλασιν.

Δοξολογία Μεγάλη καὶ Ἀπόλυσις.

Μεγαλυνάρια.
Χαίροις, ὦ Δομνίκα νύμφη Χριστοῦ, κάλλος τῶν Παρθένων, χαρμονὴ τῶν μοναζουσῶν· χαίροις ἡ τῷ θρόνῳ, Κυρίου παρεστῶσα, ᾯ πρέσβευε σωθῆναι, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Πάντες οἱ τιμῶντές σου τὴν σεπτήν, καὶ ἁγίαν μνήμην, ἱκετεύομεν τοῦ λαβεῖν, λύσιν ὀφλημάτων, ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις, Δομνίκα πανολβία, Ὁσίων καύχημα.