Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Τατιανή Σαββίδου



site analysis

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιδ΄.


Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Η ἀ­εί­μνη­στη Τα­τια­νή Σαβ­βί­δου γεν­νή­θηκε τό ἔ­τος 1905 στό Κάρς τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν πο­λυ­με­λής καί ἐκ πα­ρα­δό­σε­ως πι­στή καί εὐ­λα­βής. Λό­γῳ τοῦ Ρωσ­σοτουρ­κι­κοῦ πο­λέ­μου ἀ­να­γκά­στη­καν νά κα­τα­φύ­γουν στά μέ­ρη τῆς Οὐ­κρα­νί­ας. Ἐ­κεῖ ἡ Τα­τια­νή τε­λεί­ω­σε τό Δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο καί ἔ­μα­θε ρωσ­σι­κά ἄ­πται­στα. Ὅ­ταν ὅ­μως ἐ­πε­κρά­τη­σαν οἱ κομ­μου­νι­στές, ἦλ­θε ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της στήν Ἑλ­λά­δα τό ἔ­τος 1922. Ἡ Τα­τια­νή ἦ­ταν τό­τε πε­ρί­που 17 ἐ­τῶν. Ὁ πρῶ­τος τό­πος πού στάθ­μευ­σαν ἦ­ταν ἡ Μα­κρό­νη­σος ὅ­που τούς κρά­τη­σαν σέ «κα­ραντί­να». Ἐ­κεῖ ἀ­πε­βί­ω­σαν οἱ γο­νεῖς της καί τά ἀ­δέλ­φια της. Αὐ­τή μέ τά δυ­ό με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέρ­φια πού ἐ­πέ­ζη­σαν με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες δυό μη­νῶν σέ διά­φο­ρα μέ­ρη τῆς Ἑλ­λά­δος, ἦρ­θαν στήν Πτο­λε­μα­ΐ­δα. Παντρεύ­τη­κε μέ τόν Ἡ­ρα­κλῆ Σαβ­βί­δη καί ὕ­στε­ρα ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν μο­νί­μως στήν Βέ­ροι­α. Ἀ­πέ­κτη­σαν δέ­κα παι­διά ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­πέ­ζη­σαν τά πέντε.
Στήν Βέ­ροι­α συν­δέ­θη­κε μέ Χρι­στι­α­νι­κές ἀ­δελ­φό­τη­τες καί μέ Πνευ­μα­τι­κό. Προ­σπα­θοῦ­σε ὅ,­τι ἄ­κου­γε στά κη­ρύγ­μα­τα ἢ δι­ά­βα­ζε στά βι­βλί­α, νά τό κά­νη πρά­ξη.
Ἡ Τα­τια­νή ἐ­ξω­τε­ρι­κῶς δέν εἶ­χε κά­τι τό ἐντυ­πω­σια­κό. Ἦ­ταν με­τρί­ου ἀ­να­στή­μα­τος μέ πρό­σω­πο ἰσχνό, ἀ­δύ­να­το καί «σῶ­μα ἀ­ρα­χνῶ­δες». «Τά χε­ρά­κια της ἦ­ταν σάν δυ­ό “τσά­κνα” (λε­πτά ξύ­λα). Ὅ­ταν τά σή­κω­νε γιά προ­σευ­χή ἔ­τσι φαί­νονταν». Ὅ­μως μέ­σα σ᾽ αὐ­τό τό σκε­λε­τω­μέ­νο σῶ­μα κρυ­βό­ταν μί­α ψυ­χή γε­μά­τη ἀ­πό τήν φλό­γα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἦ­ταν πλή­ρης πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης πρός τόν Θε­ό. Ἔ­λε­γε συ­χνά: «Ἀ­γα­πῶ τόν Θε­ό». Πα­ρα­κι­νοῦ­σε πά­ντο­τε καί τούς γύ­ρω της μέ τήν φρά­ση τῆς ὑμνο­γρα­φίας: «Τέ­κνα, ἀ­γα­πᾶ­τε τόν Θε­όν καί μη­δέν ἀνταλ­λά­σσε­τε τῆς ἀ­γά­πης αὐ­τοῦ».
Χαι­ρό­ταν ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ της τήν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί ὅ­ταν ἔβλε­πε τά παι­διά της ἀ­πό νω­ρίς στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τά εἶ­χε δι­α­παι­δα­γω­γή­σει ἔτσι ὥ­στε νά μή χά­νουν τόν Ὄρ­θρο τῶν Κυ­ρια­κῶν καί ἑ­ορ­τῶν. Στίς 6.30΄ τό πρωΐ ξυ­πνοῦ­σαν νά ἑ­τοι­μα­σθοῦν γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀκό­μη καί τόν χει­μῶ­να μέ πο­λύ κρύ­ο. Ἡ ἴ­δια πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α πρίν ἀρ­χί­ση ὁ Ὄρ­θρος. Ἔ­πει­σε ἕ­να παι­δί της πού ἔ­μα­θε νά ψάλ­λη, νά θυ­σιά­ζη τό πο­δό­σφαι­ρο γι­ά νά πα­ρα­κο­λου­θῆ καί τούς Ἑ­σπε­ρι­νούς τοῦ Σαβ­βά­του.
Ἡ Τα­τια­νή ζοῦ­σε καί χαι­ρό­ταν τό μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας. Ἐ­κμυ­στη­ρεύ­θη­κε στόν γυιό της ὅ­τι τέ­τοι­α ἦ­ταν ἡ χα­ρά της κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὥ­στε ἂν κά­ποι­ος ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα τῆς ἔ­δι­νε μία μα­χαι­ριά στήν καρ­δί­α, δέν θά αἰ­σθα­νό­ταν τί­πο­τε. «Χα­ρά μου εἶ­ναι ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί ἡ με­γα­λύ­τε­ρη λύ­πη μου εἶ­ναι τό “δι᾽ εὐ­χῶν”», ἔ­λε­γε. Δη­λα­δή τήν λυ­ποῦ­σε τό ὅ­τι τε­λεί­ω­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
Ἡ Τα­τια­νή ζοῦ­σε καί ἔ­βλε­πε θεῖ­α γε­γο­νό­τα μέ­σα στήν Λει­τουρ­γί­α. Κά­πο­τε ὁ δι­ά­κο­νος τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί τώ­ρα ἐ­φη­μέ­ριος στούς ἁ­γί­ους Ἀ­ναρ­γύ­ρους π. Χρῆ­στος Βα­ρε­λᾶς δι­ε­ρω­τᾶ­το ἂν πράγ­μα­τι, ὅ­ταν ψέλ­νε­ται τό χε­ρου­βι­κό –«οἱ τά χε­ρου­βίμ μυ­στι­κῶς εἰ­κο­νί­ζοντες…»–πα­ρί­στανται ἀ­ο­ρά­τως Ἄγ­γε­λοι στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Ὁ­πό­τε μί­α φο­ρά κα­τά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α ἄ­κου­σε πε­τάγ­μα­τα Ἀγ­γέ­λων καί αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι τόν χτύ­πη­σαν φτε­ρά στήν πλά­τη. Αὐ­τό τό δι­η­γή­θη­κε στήν Τα­τια­νή καί ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ἔ! π. Χρῆ­στο. Δέν ξέ­ρεις ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι γύ­ρω μας; Ἐ­γώ πολ­λές φο­ρές ἐ­δῶ στόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη ἔ­χω δεῖ καί Ἀγ­γέ­λους καί Ἁ­γί­ους».
Ἡ με­γά­λη της χα­ρά ἦ­ταν ἡ προ­σευ­χή. Ἔ­λε­γε ὅτι κα­τά τήν προ­σευ­χή της αἰ­σθα­νό­ταν μέ­σα της σκιρ­τή­μα­τα θεί­ας ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως. Κου­νώντας τό χέ­ρι της ἄλ­λη φο­ρά ἔ­λε­γε: «Τί νά σᾶς πῶ, παι­διά μου; Τί λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; “Τῇ προ­σευ­χῆ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες”[1]. Καί ἐ­μεῖς δέν πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ρά­θυ­μοι καί ὀ­κνη­ροί στήν προ­σευ­χή, νά μήν κου­ρα­ζώ­μα­στε εὔ­κο­λα. Δυ­στυ­χῶς ὁ κό­σμος μᾶς κά­νει νά ξε­χνοῦ­με πολ­λές φο­ρές τόν Θεό. Μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν οἱ βι­ο­τι­κές μέ­ρι­μνες γι᾿ αὐτό δέν κα­τορ­θώ­νου­με νά ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με λί­γο χρό­νο, πρωΐ καί βρά­δυ, γι­ά νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­σου­με μέ τόν Θεό, καί φε­ρό­μα­στε σάν τά ζῶα».
Ἐ­νῶ πε­ρι­στοι­χι­ζό­ταν ἀ­πό τά παι­διά της καί ἀ­πό πολ­λά ἐγ­γό­νια καί φρό­ντι­ζε γιά τό σπί­τι της, οὐ­δέ­πο­τε ὅμως ἄ­φη­σε τήν προ­σευ­χή καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἔ­λε­γε: «Θέ­λω ὅ­λοι νά μέ ξε­χά­σε­τε. Ἀ­φῆ­στε με μό­νη μέ τόν Θε­ό».
Ὅταν χτυποῦσε ἡ καμπάνα γιά Ἑσπερινό ἤ θεία Λειτουργία, ἡ Τατιανή ὅ,τι κι ἄν ἔκανε τό ἄφηνε γιά νά τρέξη στήν Ἐκκλησία. Κάποτε πού ἄρμεγε τήν ἀγελάδα καί ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ παράτησε τόν κουβᾶ μέ τό γάλα στή μέση τῆς αὐλῆς καί πῆγε γιά τόν Ἑσπερινό. Τό φυσιολογικό θά ἦταν νά τό εἶχαν πιῆ οἱ πολλές γάτες πού εἶχαν ἤ νά τό εἶχαν χύσει τά ἄλλα ζῶα. Ἐν τούτοις τό βρῆκε ἄθικτο ὅταν ἐπέστρεψε.
Ἀγαποῦσε καί εὐλαβεῖτο ἀπεριόριστα ὅλους τούς ἱερεῖς. Ποτέ της δέν κατέκρινε ἤ σχολίασε πράξεις ἱερέων. Ὅλους τούς ἔβλεπε καλούς καί ζητοῦσε τήν εὐχή τους. Συχνά ἔστελνε πρόσφορα σέ ἱερεῖς ἄλλων ἐνοριῶν. Καί οἱ ἱερεῖς τήν ἀγαποῦσαν καί τήν σέβονταν ἐξ αἰτίας τῆς ζωῆς της πού ἦταν δοσμένη στόν Θεό.
Ἡ ἴ­δια κά­θε πρωΐ πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἴ­τε εἶ­χε θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἴ­τε μό­νο Ὄρ­θρο. Τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­πα­σχο­λεῖ­το μέ τίς δου­λει­ές τοῦ σπι­τιοῦ καί μέ τήν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί πνευ­μα­τι­κῶν βι­βλί­ων. Τό ἀπό­γευ­μα πήγαινε στόν Ἑ­σπε­ρι­νό καί κα­θό­ταν στό να­ό τοῦ ἁγίου Γεωρ­γί­ου μέ­χρι τίς δυ­ό με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Πα­να­γί­ας Δε­ξιᾶς τῆς εἶ­χαν δώ­σει κλει­διά τοῦ να­οῦ. Προ­σευ­χό­ταν συ­νή­θως γο­να­τι­στή μέ ὑ­ψω­μέ­να τά χέ­ρια πρός τήν Πα­να­γί­α καί βυ­θι­ζό­ταν στήν προ­σευ­χή. Μί­α φο­ρά πού προ­κλή­θη­κε ἕ­νας ἰ­σχυ­ρός θό­ρυ­βος πί­σω ἀ­πό τήν εἰ­κό­να καί οἱ ἄλ­λοι τρό­μα­ξαν, ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή ἔ­μει­νε ἀ­τά­ρα­χη.
Κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας ἦταν τελείως ἀφωσιωμένη στά τελούμενα. Στό “Ἄξιόν ἐστιν” ἦταν ὄρθια, σχεδόν στίς μύτες τῶν ποδιῶν της μέ τά χέρια ἀνοιχτά. Δέν ἀνεχόταν ἐκείνη τήν ὥρα νά βλέπη κάποια κοντά της νά κάθεται, καί ἀμέσως τήν ἔλεγε νά σηκωθῆ. Δέν παρεξηγεῖτο κανείς γιατί ὅλους τούς ἀγαποῦσε. Ἄλλες φορές κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἔλεγε ὅτι αἰσθανόταν εὐωδία ἔντονη.
Προ­σευ­χό­ταν νο­ε­ρῶς, ἐπε­κα­λεῖ­το πολ­λούς Ἁ­γί­ους καί ἔ­κα­νε πα­ρα­κλή­σεις καί ὅ­λες τίς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Αὐ­τό τό τυ­πι­κό της τό κρά­τη­σε καί στήν Κα­το­χή. Μία νύ­χτα, τό­τε πού ἦ­ταν φό­βος καί κίν­δυ­νος νά κυ­κλο­φο­ρῆς ἔξω στούς δρό­μους, ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή φεύ­γο­ντας ἀπό τό ναό γιά τό σπί­τι της εἶ­πε στόν ἅγιο Γε­ώρ­γιο: «Ἅγιε Γε­ώρ­γη μου, νά μέ πᾶς στό σπί­τι». Ἐνῶ βά­δι­ζε ἄκου­γε δί­πλα της βή­μα­τα ἀλό­γου. Μό­λις ἔφθα­σε σπί­τι της ἄκου­σε ἀπό τόν ἀό­ρα­το συ­νο­δό της νά λέ­η: «Κα­λη­νύ­χτα». Τό­τε κα­τά­λα­βε ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Γε­ώρ­γιος πού τήν συ­νώ­δευ­σε μέ­χρι τό σπί­τι της.
Ὁ πα­πα–Χρῆ­στος ὁ Βα­ρε­λᾶς συ­ζη­τοῦ­σε κά­πο­τε μέ ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κό. Ρω­τοῦ­σε ὁ ἀξι­ω­μα­τι­κός: «Ἄ­ρα­γε ὑ­πάρ­χουν σή­με­ρα Χρι­στια­νοί πού προ­σεύ­χον­ται τή νύ­χτα καί κά­νουν ἀ­γρυ­πνί­α;». Τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ πα­πα–Χρῆ­στος: «Ὑ­πάρ­χουν». Τόν φέρ­νει νύ­χτα στό να­ό, ἀ­νοί­γει τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί φω­νά­ζει: «Κυ­ρα–Τα­τια­νή!» καί ἀ­κού­ει φω­νή: «Πα­πα–Χρῆ­στο ἐ­σύ εἶ­σαι;». Τό­τε λέ­γει ὁ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός: «Δό­ξα σοι, ὁ Θε­ός. Ἂς ὑ­πάρ­χη καί ἕ­νας Χρι­στια­νός νά νυ­χτε­ρεύ­η (ἀ­γρυ­πνῆ)!».
Στήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου ἦ­ταν ἕ­νας Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος μπρο­στά στόν ὁ­ποῖ­ο συ­νή­θως προ­σευ­χό­ταν ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή. Κά­πο­τε πῆ­γε ἡ νε­ω­κό­ρος νά κα­θα­ρί­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί βλέ­πει τήν κυ­ρα–Τα­τια­νή νά προ­σεύ­χε­ται. Ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σε καί πῆ­γε νά τήν κα­λη­νυ­χτί­ση, δέν ἦ­ταν ἐ­κεῖ ἡ κυρα–Τα­τια­νή, ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε. Ὕ­στε­ρα ἔ­μα­θε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο τό δι­ά­στη­μα ἦ­ταν στήν Ἀ­θή­να καί ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα τήν ρώ­τη­σε σχε­τι­κά, ἀ­πήντη­σε ὅ­τι πράγ­μα­τι ἔ­λει­πε στήν Ἀ­θή­να ἀλ­λά ὅ­τι μέ τό νοῦ της ἦ­ταν ἐ­κεῖ μπρο­στά στόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο.
Κά­πο­τε κα­θά­ρι­ζε ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή τήν Ἐκ­κλη­σία καί ἔ­κλαι­γε. Εἶ­πε στή νε­ω­κό­ρο: «Ἀ­να­στα­σί­α, μέ χτύ­πη­σε ὁ σα­τα­νᾶς μέ τά δυ­ό του χέ­ρια στήν πλά­τη». Ἐ­κεί­νη δέν τό πί­στε­ψε καί γε­λοῦ­σε. «Μή γε­λᾶς», τῆς εἶ­πε, «φώ­να­ξε τόν πά­τερ». Ἦρ­θε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καί τῆς σταύ­ρω­σε τήν πλά­τη μέ τήν ἁ­γί­α λόγ­χη. Ἐπειδή ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή προ­σευ­χό­ταν πο­λύ ὁ σα­τα­νᾶς θύ­μω­σε καί τήν χτύ­πη­σε.
Δυ­ό ἀνι­ψιές τῆς Τα­τια­νῆς, ἡ Χ. καί ἡ Δ., ἔ­μει­ναν ἕ­να βρά­δυ στό σπί­τι της. Αὐ­τή πε­ρι­ποι­ή­θη­κε τίς ἀνι­ψιές της, τίς ἔ­βα­λε νά φᾶ­νε, τίς ἔ­στρω­σε νά κοι­μη­θοῦν καί ἡ ἴ­δια ἄρ­χι­σε με­τά τίς προ­σευ­χές της. Τό­τε λέ­γει πε­ρι­παι­κτι­κά ἡ Χ. στήν Δ.: «Κοί­τα­ξε πῶς προ­σεύ­χε­ται» καί γε­λοῦ­σε. Ἡ Δ. τῆς ἔ­λε­γε: «Στα­μά­τα, για­τί μᾶς ἀ­κού­ει». Αὐ­τό κρά­τη­σε λί­γη ὥ­ρα, ἐ­νῶ ἡ θεί­α Τα­τια­νή ἦ­ταν προ­ση­λω­μέ­νη στήν προ­σευ­χή. Μό­λις κοι­μή­θη­καν οἱ δυ­ό ἀνι­ψιές της κά­ποι­α στιγ­μή αὐ­τή πού κο­ρό­ϊ­δευ­ε τήν θεί­α της, ξύ­πνη­σε τα­ραγ­μέ­νη, ἔ­βγα­λε μί­α φω­νή καί πε­τά­χθη­κε ὄρ­θια˙ ἔ­τρε­με ὁ­λό­κλη­ρη καί τό μά­γου­λο της ἦ­ταν κόκ­κι­νο. Δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ἦρ­θε κά­ποι­ος, τῆς ἔ­δω­σε ἕ­να δυ­να­τό χα­στού­κι καί σάν νά τ­ῆς ἔ­φυ­γε τό μυα­λό. Ἡ θεί­α κα­τά­λα­βε τί εἶ­χε συμ­βῆ καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τήν πα­ρη­γο­ρή­ση.
Ἕ­να βρά­δυ ἦρ­θαν στό σπί­τι της νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν κά­ποι­οι συγ­γε­νεῖς της, ἀλ­λά ἡ Τα­τια­νή ἔ­λει­πε στήν Ἐκ­κλη­σί­α γι­ά τό Ἀ­πό­δει­πνο. Με­τά ἔ­κα­νε καί τήν ἀ­το­μι­κή της προ­σευ­χή πού δι­αρ­κοῦ­σε ὧ­ρες. Ὁ γυι­ός της πῆ­γε νά τήν εἰ­δο­ποι­ή­ση. Μι­σα­νοί­γοντας τήν πόρ­τα τοῦ να­οῦ φω­νά­ζει χα­μη­λό­φω­να: «Μάν­να» ἀλ­λά δέν παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση. Ξα­να­φω­νά­ζει: «Μάν­να ἔ­χου­με ξέ­νους» καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση πον­τια­κά σύ­ντο­μη, αὐ­στη­ρή καί κο­φτή: «Μή μοῦ χα­λᾶς τήν εὐ­χή μου. Πή­γαι­νε, πή­γαι­νε». Ἐ­κεί­νη ἔ­πει­τα ἀ­πό ὥ­ρα καί πλέ­ον πῆ­γε στό σπί­τι.
Καί ὅ­μως, ἐ­νῶ τό­σες ὧ­ρες κα­θη­με­ρι­νά ἦ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν ἄ­φη­νε ἀ­νοι­κο­κύ­ρευ­το τό σπί­τι της. Τό εἶ­χε πάν­τα κα­θα­ρό καί πε­ρι­ποι­η­μέ­νο. Τά φα­γη­τά της ἦ­ταν νό­στι­μα καί στήν ὥ­ρα τους. Ἤ­ξε­ρε κα­λά τήν πον­τια­κή μα­γει­ρι­κή. Τίς Κυ­ρια­κές τῆς Μ. Σα­ρα­κο­στῆς γι­ά νά ἀ­πο­ζη­μι­ώ­ση καί νά πα­ρη­γο­ρή­ση τά παι­διά της ἀ­πό τή νη­στεί­α, τούς μα­γεί­ρευ­ε πο­λύ νό­στι­μες σου­πι­ές.
Ἐ­πί πλέ­ον φρόντι­ζε ἐ­πι­με­λῶς καί γι­ά τήν καθαρι­ό­τη­τα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, τῶν πα­ρεκ­κλη­σί­ων τῆς Ἐ­νο­ρί­ας ἀλ­λά καί ἄλ­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Βέ­ροι­ας. Καί ἡ ἴ­δια κο­πί­α­ζε γι­ά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν οἴ­κων τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί δι­έ­θε­τε γι᾽ αὐ­τό τήν σύ­ντα­ξη πού ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τόν ΟΓΑ. Κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἑ­τοί­μα­ζε πρό­σφο­ρα γι­ά τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο καί γι­ά ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες.
Ἡ χαρά τῆς Τατιανῆς ἦταν νά παραμένη πολλές ὧρες στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου προσευχομένη καί φιλοκαλοῦσα τό ναό. Κάποτε πού γίνονταν ἐργασίες καλλωπισμοῦ τοῦ ναοῦ καί αὐτή καθάριζε, περνώντας δίπλα ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα διέκρινε σκόνη. Μέσα της ὅμως εἶχε δισταγμό, ἄν πρέπη νά πάρη τήν σκόνη. Καί ἐνῶ μέ δέος καί εὐλάβεια ἅπλωσε τό χέρι της γιά νά ἀκουμπήση τήν Ἁγία Τράπεζα, ἐκείνη τήν στιγμή ἔνιωσε, ὅπως διηγεῖτο, ἕνα χέρι ἀόρατο νά πιάνη τά χέρια της καί νά τά ἀπομακρύνη. Ἔκτοτε δέν τόλμησε νά ξαναπλησιάση τήν Ἁγία Τράπεζα.
Σάν νά ἦ­ταν με­γα­λό­σχη­μη μο­να­χή ἡ πο­λύ­τε­κνη Τα­τια­νή δι­ά­βα­ζε κά­θε μέ­ρα καί γνώ­ρι­ζε ἀ­πό στή­θους εὐ­χές, ὕ­μνους, κα­νό­νες, τούς χαι­ρε­τι­σμούς, τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς θείας Με­τα­λή­ψε­ως, ψαλ­μούς, πα­ρα­κλή­σεις, τήν Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ μέ τόν θε­ο­λο­γι­κό ὑ­πο­μνη­μα­τι­σμό της καί ἄλ­λα κε­φά­λαι­α ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.
Κάποτε ἡ Τατιανή καθάριζε μέχρι ἀργά τό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἦταν πολύ κουρασμένη, τόσο πού ἀδυνατοῦσε νά ἐπιστρέψη στό σπίτι της. Ὅπως ἦταν ἐξαντλημένη παρεκάλεσε τήν Παναγία στίς 4 τή νύχτα νά τήν ξυπνήση γιά νά πάη στό σπίτι της καί νά ξανάρθη γιά τή θεία Λειτουργία καί ἀποκοιμήθηκε μπροστά στήν εἰκόνα της. Πράγματι ἐμφανίστηκε ἕνας νέος μέσα στό μισο- σκόταδο καί τῆς εἶπε: «Τατιανή ξύπνα, ἡ ὥρα εἶναι τέσσερις».
Κάποιος ἱερέας πού λειτουργοῦσε στό ναό εἶχε ἕνα πολυχρόνιο σοβαρότατο πρόβλημα. Πίστευε ὅτι δέν θά ξεπεραστῆ ποτέ. Ἕνα πρωϊνό πού πῆγε νά λειτουργήση καί βρῆκε τήν Τατιανή στό ναό τῆς ἐκμυστηρεύτηκε τό πρόβλημά του. Τότε αὐτή μέ θαυμαστή ἀποφασιστικότητα τοῦ εἶπε: «Πάτερ, μπές ἐσύ στό Ἱερό νά λειτουργήσης, ἐγώ θά καθήσω στό ναό καί ὁ ἅγιος Γεώργιος θά στέκεται ἔξω στήν πόρτα καί ὅλα θά λυθοῦν». Ὄντως μόλις τελείωσε, τό μεγάλο πρόβλημά του εἶχε λυθῆ καί ὁ ἴδιος ἦταν πολύ χαρούμενος. Ἔκτοτε ὅταν ἔχη δυσκολίες στήν ζωή του βγάζει μερίδα στήν προσκομιδή γιά τήν Τατιανή καί τήν παρακαλᾶ νά βοηθήση μέ τίς προσευχές της πρός τόν Κύριο.
Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Ζέ­ρης πού ἐ­πί εἴ­κο­σι χρό­νια ἦ­ταν ἐ­φη­μέ­ριος στό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί γνώ­ρι­σε κα­λά τήν Τα­τια­νή, μαρ­τυ­ρεῖ: «Ἡ θεί­α Τα­τια­νή ἦ­ταν ὄ­χι ἁ­πλῶς τα­κτι­κή στίς ἀ­κο­λου­θί­ες, ἀλ­λά ὅ­ταν πή­γαι­να ἐ­γώ γι­ά τήν ἀ­κο­λου­θί­α τό πρωΐ τήν εὕ­ρι­σκα ἐ­κεῖ. Εἶ­χε κλει­διά τοῦ να­οῦ καί πή­γαι­νε αὐ­τή πρίν ἀ­πό μέ­να, ἄ­νοι­γε καί δι­ά­βα­ζε. Τί δι­ά­βα­ζε δέν ξέ­ρω. Ἔ­κα­νε τήν προ­σευ­χή μό­νη της. Ἐ­γώ ἔ­βα­ζα “Εὐ­λο­γη­τός” καί ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ Λει­τουρ­γί­α ἔ­παι­ρνε τό ἀντί­δω­ρό της καί ὕ­στε­ρα, ἐνῶ ἐ­μεῖς φεύ­γα­με, αὐ­τή συ­νέ­χι­ζε. Πολ­λές φο­ρές βο­η­θοῦ­σε τούς νέ­ους ἱ­ε­ρεῖς στό τυ­πι­κό. Τά ἤ­ξε­ρε ὅ­λα ἀπ᾽ ἔ­ξω. Ἂν ἔ­κα­ναν λά­θος τούς δι­ώρ­θω­νε, δέν πα­ρέ­λει­πε τί­πο­τε. Στίς νη­στεῖ­ες της ἦ­ταν αὐ­στη­ρή. Δευ­τέ­ρα, Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή δέν ἔ­τρω­γε οὔ­τε λά­δι».
 Γύριζε κα­τά­κο­πη στό σπί­τι καί ἔ­κα­νε προ­σευ­χές καί δι­ά­βα­ζε. Ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη εἰ­κό­να ἦ­ταν νά εἶ­ναι κα­θι­στή στό πά­τω­μα νά φο­ρᾶ τά γυα­λιά της, νά κρα­τᾶ ἀ­νοι­χτό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά κοι­μᾶ­ται μέ ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο τό πρό­σω­πό της στό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­ναν τά παι­διά της καί τά ἐγ­γό­νια της πή­γαι­νε καί πά­νω στό προ­σκέ­φα­λό τους δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Τό κα­τά Ἰ­ω­άν­νην τό εἶ­χε μά­θει σχε­δόν ὅ­λο ἀ­πό στή­θους.
Κυ­ρί­ως με­λε­τοῦ­σε πά­ρα πο­λύ, ἀ­πο­στή­θι­ζε καί ἐμ­βά­θυ­νε στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τη, μέ τήν ἀ­το­μι­κή της με­λέ­τη κα­ταρ­τί­στη­κε θε­ο­λο­γι­κά καί μπο­ροῦ­σε νά δι­α­λέ­γε­ται μέ ἐγ­γραμ­μά­τους καί θε­ο­λό­γους. Ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη της ἀ­πό τήν πο­λλή με­λέ­τη εἶ­χε φθα­ρῆ καί πα­λαι­ώ­σει.
     Εἶ­χε κα­θα­ρό νοῦ, δυ­να­τή μνή­μη καί ἰ­σχυ­ρή ἀν­το­χή ὥ­στε νά με­λε­τᾶ πολ­λές ὧ­ρες χω­ρίς νά κου­ρά­ζε­ται. Ἀ­πο­στή­θι­ζε εὔ­κο­λα αὐ­τά πού δι­ά­βα­ζε. Εἶ­χε τό σπά­νιο χά­ρι­σμα νά ἐν­θυ­μῆ­ται βι­βλί­α πού δι­ά­βα­σε ἢ κη­ρύγ­μα­τα πού ἄ­κου­σε με­τά ἀ­πό πε­νήν­τα χρό­νια. Θυ­μό­ταν πο­λύ κα­λά τά ρωσ­σι­κά, δι­ά­βα­ζε καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιο στά ρωσ­σι­κά. Ἔ­λε­γε: «Μί­α βδο­μά­δα πα­ρα­μο­νή στήν Μό­σχα θά ἔ­φθα­νε νά τά θυ­μη­θῶ ὅ­λα».
Δι­α­κρι­νό­ταν γι­ά τό θάρ­ρος καί τήν παρ­ρη­σί­α της στό νά ὁ­μο­λο­γῆ τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.
Ἐ­πει­δή στήν πε­ρι­ο­χή πού ζοῦ­σε ἦ­ταν πολ­λοί ἄ­θε­οι καί ἐ­χθροί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ Τα­τια­νή τούς συ­ζη­τοῦ­σε καί τούς ἔ­λε­γε νά με­τα­νο­ή­σουν. Τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα βέ­βαια ἦ­ταν ἐντυ­πω­σια­κά. Μ᾽ αὐ­τό τόν τρό­πο ὡ­δή­γη­σε πολ­λούς στό μυ­στή­ριο τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Πάντως ὅ­λοι τήν πα­ρα­δέ­χονταν ὡς ἀ­λη­θι­νή μα­θή­τρια τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἀ­πό νω­ρίς μέ­χρι σχε­δόν τήν κοί­μη­σή της κα­τηύ­θυ­νε δυ­ό πο­λυ­πλη­θεῖς κύ­κλους γυ­ναι­κῶν. Τήν ἀγα­ποῦ­σαν ὅ­λα τά μέ­λη τῶν κύ­κλων, σ᾽ αὐ­τήν κα­τέ­φευ­γαν σέ κά­θε δυ­σκο­λί­α τους γι­ά πα­ρη­γο­ριά, συμ­βου­λή καί βο­ή­θεια.
Ἔ­κα­νε κρυ­φά πολ­λές ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καί βο­η­θοῦ­σε ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Μί­α γνω­στή της χή­ρα πού ἔ­με­νε σ᾽ ἕ­να δω­μα­τιά­κι εἶ­χε τό παι­δί της ἄρ­ρω­στο. Ὁ για­τρός πού τό ἐ­ξέ­τα­σε εἶ­πε ὅ­τι πά­σχει ἀ­πό ἀ­ναι­μί­α καί συ­νέ­στη­σε κα­θα­ρό ἀ­έ­ρα, ἀ­νά­παυ­ση καί πρό παντός κα­λό φα­γη­τό. Τό ἔ­μα­θε ἡ Τα­τια­νή καί, μή μπο­ρώντας νά προ­σφέ­ρη τί­πο­τε ἄλ­λο, πῆ­ρε τό ντορ­βά της καί χει­μῶ­να και­ρό γύ­ρι­ζε στά χω­ρά­φια νά μα­ζέ­ψη λί­γα ρα­δί­κια πού φύ­τρω­ναν στά προ­σή­λια μέ­ρη, γι­ά νά τά πά­η στήν χή­ρα μη­τέ­ρα τοῦ ἄρ­ρω­στου παι­διοῦ νά τά μα­γει­ρέ­ψη, για­τί εἶ­χε ἀ­κού­σει ὅ­τι εἶ­ναι δυ­να­μω­τι­κά.
Μο­λο­νό­τι ἁ­πλῆ καί ἀ­γράμ­μα­τη εἶ­χε ὅ­μως μί­α σπά­νια τέ­χνη νά πλη­σιά­ζη τούς νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Κα­τώρ­θω­νε νά τήν ἀ­κοῦν οἱ νέ­οι καί τά μι­κρά παι­διά. Εἶ­χε λο­γι­σμέ­νη αὐ­στη­ρό­τη­τα μα­ζί μέ ἀ­γά­πη ἀ­νυ­πό­κρι­τη καί διά­κρι­ση. Ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν συμ­βού­λευ­ε καί παι­δα­γω­γοῦ­σε κα­τά Θε­όν ἐ­πί ὧ­ρες.
Ὡς μη­τέ­ρα καί ὡς πε­θε­ρά ἦ­ταν πο­λύ κα­λή. Μέ τίς νύ­φες της δέν εἶ­χε προ­βλή­μα­τα, ἦ­ταν ἀ­γα­πη­μέ­νες. Τίς βο­η­θοῦ­σε στίς δου­λει­ές καί τίς συμ­βού­λευ­ε: «Κάντε παι­διά νά μή σᾶς πιά­νουν ἀρ­ρώ­στι­ες». Ἀ­πέ­κτη­σε συ­νο­λι­κά εἰ­κο­σι­δύ­ο ἐγ­γό­νια.
Πήγαινε σέ προσκυνήματα τῆς περιοχῆς μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες μέ τά πόδια. Ὅταν κατέβαινε στήν Ἀθήνα νά δῆ τά παιδιά της προσανατολιζόταν μέ βάση τούς ἱερούς ναούς καί ἀπό ὅποια Ἐκκλησία περνοῦσε ἔμπαινε καί προσευχόταν. Εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια καί τόν ἅγιο Γεώργιο Ἰωαννίνων καί πήγαινε κατά καιρούς στό ναό του γιά προσκύνημα.
Τα­κτι­κά ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τά μο­να­στή­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Σέ μί­α ἐ­πί­σκε­ψή της στήν Πα­να­γί­α Δο­βρᾶ ἐκιν­δύ­νευ­σε ἀ­πό ἄ­γριο λυ­κό­σκυ­λο. Ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ καί μί­α σύντο­μη προ­σευ­χή. Ὁ σκύ­λος ἀ­πό μό­νος του ἔ­πε­σε στίς πέ­τρες πλη­γώ­θη­κε καί ἐξα­φα­νί­στη­κε.
Ἡ Τατιανή πάντοτε ζοῦσε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή της, ἀνέπνεε Χριστόν, ὁ ὁποῖος τῆς φανέρωνε πολλά θαυμαστά.
Κάποτε ὁ γυιός της πού ἐργαζόταν στό χωριό Ἀγκαθιά, τό ἔτος 1972 τῆς πρότεινε νά τήν πάρη μαζί του γιά νά προσκυνήση στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Πέταξε ἀ­πό τήν χα­ρά της. Πῆγαν καί συμ­φώ­νη­σαν μέ τόν φύ­λα­κα νά τήν κλει­δώ­σουν μέ­σα στό ναό μέ­χρι τίς 2 μ.μ. Τότε τε­λε­ί­ω­σε τήν ἐρ­γα­σί­α του ὁ γυι­ός της καί πῆ­γε νά πα­ρα­λά­βη τήν μη­τέ­ρα του. Τήν βρῆ­κε κοντά στό Ἱερό νά προσεύχεται συνεπαρμένη. Τήν διέκοψε λέγοντάς της ὅτι φεύγουν καί αὐτή τόν ρώτησε:
‒Μέσα ἐδῶ ἐκτός ἀπό μένα ὑπάρχει κανείς ἄλλος;
‒Ὄχι, μητέρα.
‒Ἔ, λοιπόν ἐνῶ προσευχόμουν ἐδῶ, ἔρχεται ἕνας ἱερέας πού θυμιάτιζε τό ναό καί ἦρθε νά θυμιατίση καί μένα. Τόν ἴδιο τόν ἱερέα σάν νά μήν τόν ἔβλεπα ὁλόσωμο, ἀλλά ἔβλεπα τό θυμιατό νά κουνιέται μέ τά κουδουνάκια καί αἰσθανόμουν τήν εὐωδία τοῦ θυμιάματος.
Λίγες μέρες πρίν νά κοιμηθῆ κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τό τέλος της καί εἶπε στήν μεγάλη της ἐγγονή: «Ἡ ὑπογραφή (γιά τήν ἀναχώρησή μου) μπῆκε. Τό αἰσθάνθηκα καθαρά». Κάλεσε τότε καί τόν εὐλαβέστατο ἱεροψάλτη τοῦ ἁγίου Γεωργίου κ.Κουτσιμανῆν Ἰωάννην καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ Χριστούγεννα θά κάνω στόν οὐρανό, ὄχι ἐδῶ. Δέν θά τά προλάβω». Τόν παρακάλεσε καί τῆς ἔψαλλε ὅλη τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ ὁποία διήρκησε περίπου διόμιση ὧρες, δημιουργήθηκε μιά πνευματική ἀτμόσφαιρα καί χάρηκε ἡ Τατιανή.
Εἶχε φέρει  ἀπό τήν Ρωσσία δυό–τρεῖς εἰκόνες. Ἡ μία ἀπ᾿ αὐτές ἦταν μόνο τό ξύλο. Ὄχι μόνο δέν φαινόταν ὁ εἰκονιζόμενος Ἅγιος ἀλλά εἶχαν φύγει τελείως καί τά χρώματα. Λίγες ὧρες πρίν φύγει γιά τό οὐράνιο ταξίδι της, ἡ Τατιανή ἀξιώθηκε νά δῆ τήν εἰκόνα αὐτή στήν ἀρχική της κατάσταση μέ τήν παράσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως τήν ἔκανε ὁ Ἁγιογράφος.
Τά τέ­λη τῆς Τα­τια­νῆς ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κά. Πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα της στόν Κύ­ριο προ­σευ­χό­με­νη τήν 17η Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 1987 καί ἐ­κη­δεύ­θη τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα μέ τήν συμ­με­το­χή πλή­θους ἀν­θρώ­πων. Οἱ πάντες ἔ­δι­ναν τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α γι­ά τήν Τα­τια­νή. Ἕ­νας φα­να­τι­κός κομ­μου­νι­στής κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς κη­δεί­ας της συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πό τό τέ­λος της, εἶ­πε: «Μα­κά­ρι νά πη­γαί­νου­με καί ἐ­μεῖς ἔ­τσι». Ἄλ­λοι με­τά τήν κη­δεί­α ἔ­παιρ­ναν ἄν­θη πού στό­λι­ζαν τό τί­μιο λεί­ψα­νό της γι­ά νά τά ἔ­χουν ὡς φυ­λα­χτό. Ἐπάνω στό μνῆμα της ἔγραψαν καί τό ἀγαπημένο της ἁγιογραφικό χωρίο: «Ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα»[2].
Πρός τό τέ­λος τοῦ βί­ου της εἶ­χε πεῖ σ᾿ ἕνα ἀπό τά παι­διά της: «Ὅ,τι ζή­τη­σα ἀ­πό τόν Θε­ό, μοῦ τὄ­χει δώ­σει». Καί ἀ­σφα­λῶς δέν τῆς στέ­ρη­σε τήν ἐ­που­ρά­νια βα­σι­λεί­α Του. Ἀ­πό κεῖ τώ­ρα συ­νε­χί­ζει νά προ­σεύ­χε­ται γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.
Αἰωνία ἡ μνήμη της. Ἀμήν.

[1]Ρωμ. ιβ΄, 12.
[2]Α’  Ἰωάν.  β’, 17.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Μια ασθενής γιαγιά στην Παναγία στην Τήνο...



site analysis
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και άτομα κάθονται 


Μια ασθενής γιαγιά, πήγαινε στην Παναγία στην Τήνο κάθε χρόνο. Πολλοί που την έβλεπαν στην Τήνο, μια μέρα την πλησίασαν και την ρώτησαν:
- Γιαγιά σε βλέπουμε τόσα χρόνια να είσαι ασθενής και να έρχεσαι εδώ στην Παναγία. Εδώ όλοι της ζητούν, να τους κάνει καλά. Μπορείς να μας πεις, τι της λες, της Παναγίας;
Και η γιαγιά τους είπε:
- Δεν της ζητάω τίποτα! Απλά την ευχαριστώ που είμαι ασθενής. Την ευχαριστώ, που δεν έχω γογγύσει για την ασθένειά μου. Την ευχαριστώ, που δεν έχω χάσει το μυαλό μου από την ασθένειά μου. Την προσκυνώ και φεύγω...
Μεγάλο πράγμα αυτό!!!

 Να έχεις ανάγκη και να μην ζητάς απολύτως τίποτα! Σημαίνει πως είσαι υπεράνω όλων αυτών των πραγμάτων και το μόνο που ζητάς είναι, να γίνει το θέλημα του Κυρίου...
 
Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Σαρακοστή και οικογένεια - Ή: γιατί μια μητέρα ούρλιαζε στο τηλέφωνο!...






Αρχές Μάρτη, Δευτέρα πρωί, νέες γυναίκες στο γραφείο με την άνοιξη να ελλοχεύει στην ενδυμασία και τον άνευ ορατού λόγου ξεσηκωμό να δημιουργεί μια μικρή αναστάτωση, ανησυχία και ....ορμονική διαταραχή περιβάλλοντος!

Βλέπεις δεν είχαν προλάβει, στον καιρό τους, να βάλουν φιόγκους, να μαζέψουν το μέλι των φιλιών, να αγαπήσουν εδραιώνοντας το αληθινό και τώρα ψάχνουν (κάθε που σκάει μύτη η Άνοιξη) σε λάθος τόπο, λάθος χρόνο και λάθος προσδοκίες την "δικαίωση" -πάντα "αδικημένες" και διαρκώς φωνασκούσες-.
Στις μαζεμένες φωνές ξεχώρισε η δική της, αγανακτισμένη και τσιριχτή "πας καλά που θα κάνεις νηστεία 40 μέρες; ". 
Συνήθως δεν δίνω σημασία στις φωνές αλλά τώρα ήταν το θέμα που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Η γυναίκα μιλούσε τηλεφωνικά στην 15χρονη κόρη της η οποία -προφανώς- της ανακοίνωσε την απόφαση την δική της και όπως έμαθα μετά και της 13χρονης αδελφής της να νηστέψουν.


Αργότερα όταν είπα στην μητέρα (η οποία είναι φίλη) πως δεν είναι κακό αυτό και αδίκως εξερράγη, μου μίλησε για την...εξάντληση που μπορεί να νιώσουν τα παιδιά. Αντέτεινα πως αν δεν συντρέχουν ιατρικοί λόγοι ας μην σταματήσει την προσπάθειά τους να αγωνιστούν και άρχισε να μου λέει ότι δεν έχει τον χρόνο να τους μαγειρεύει νηστίσιμα, πως αυτά είναι για μητέρες που δεν εργάζονται  κ.τ.λ.

Της απάντησα ότι μία από τις κολλητές μου φίλες έχει τέσσερα παιδιά στην εφηβεία, είναι εργαζόμενη και νηστεύουν οικογενειακώς.
Η κουβέντα σταμάτησε εκεί, η κοπέλα φάνηκε να είναι δυσαρεστημένη αλλά δεν μπορούσα να μην μιλήσω καθώς ποτέ δεν την άκουσα να κραυγάζει όταν τα κορίτσια της έρχονταν στο γραφείο τόσο "μοντέρνα" ντυμένα που έμοιαζαν... γυμνούλικα και με νύχια βαμμένα, μαθήτριες ούσες. Οπωσδήποτε γνωρίζω ότι οι εποχές άλλαξαν (ζω στο κέντρο της πόλης και όχι απομονωμένη στα βουνά) αλλά ποιός είπε ότι απαγορεύεται να αρθρώνουμε λόγο εμείς που ζήσαμε και σε πιο αξιοπρεπείς καιρούς;

Η ελευθερία δεν είναι μόνο για όσους ακολουθούν τον ρουν των ημερών αλλά και για όσους δεν παραβλέπουν τον ρουν της ιστορίας όπου υπάρχει σαφής διαχωρισμός ελευθερίας και ελευθεριότητος. 
Η δυνατότητα επιλογής είναι για όλους και -κατά την ταπεινή μου γνώμη- και αν εμείς σιωπήσουμε "οι λίθοι κεκράξονται". Αλλά όταν θα φτάσουν να... φωνάξουν οι πέτρες θα είναι πλέον τραγικά αργά για μας.
Δεν έχει τόση σημασία αν θα μας ακούσουν. Το σημαντικό είναι να υπάρχει κάπου ο ήχος της αντίδρασής μας καθώς ποτέ δεν ξέρεις ποιός θα την χρειασθεί ως στήριγμα, υπόμνηση ή αρχή αποδόμησης ενός υποτιθέμενου προοδευτισμού.
Άλλωστε οι επαναστάσεις ποτέ δεν ξεκίνησαν από τους συμπλέοντες με το ρεύμα αλλά από κείνους που δεν δίστασαν να πάνε κόντρα σ' αυτό, με όποιο τίμημα!
ΠΗΓΗ.ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Η "προχωρημένη" γιαγιά. - π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης



site analysis

Η "προχωρημένη" γιαγιά. - π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης


π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης

«Στις εφηβικές μου αναμνήσεις συνυπάρχουν τα πάρτι, η ρόκ μουσική και η γιαγιά μου. Για εκείνην, η ρόκ μουσική δεν ήταν παρά ένας κακότεχνος θόρυβος. Πάντως σεβόταν περισσότερο την νεανική μας σύγχυση, από όσο εμείς την νηφάλια σοφία της. Ήξερε που πηγαίναμε, αλλά ποτέ δεν έμπαινε στον πειρασμό να αντιπαρατεθεί προς ό,τι θεωρούσε φυσικό για την ηλικία μας. 
Σηκωνόταν, μας φιλούσε, ευχόταν να περάσουμε καλά, κι ύστερα προσέθετε να έχουμε τον Χριστό στην καρδιά μας εκεί που θα είμαστε, και ας κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Μετά μας σταύρωνε, ευχόταν να είναι η Παναγιά μαζί μας, και συμπλήρωνε διστακτικά, σαν να μην ήταν σίγουρη αν έπρεπε όχι να το ξεστομίσει, να μην αργήσουμε, γιατί θα προσευχόταν για μας όσο λείπαμε και δεν άντεχε να ξενυχτάει… Τελειόφοιτος της Ιατρικής, αφελώς πεπεισμένος για την παντοδυναμία της επιστήμης, βρέθηκα στην Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ.
Έμεινα μόνο λίγες μέρες στο μοναστήρι αλλά η ανακάλυψη υπήρξε συγκλονιστική. Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου. Αναγνωριστικά σημάδια:
το κομποσχοίνι, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο και η άνευ όρων αποδοχή του άλλου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήγα να δω τη γιαγιά. Μισοαστεία-μισοσοβαρά της είπα κάποια στιγμή: «Τόσα κομποσχοίνια έχεις, δεν θα μου δώσεις κι εμένα ένα;» Σοβάρεψε απότομα. Σχεδόν βούρκωσε. Πήγε και μου έφερε ένα κομποσχοίνι μεταξωτό και είπε:
«Πάρτο. Είναι το δικό σου. Στο φυλάω τρία χρόνια και περίμενα πότε θα μου το ζητήσεις». Η γιαγιά μου περίμενε να γυρίσω· από τα πάρτι, από τήν Αγγλία, από τον λανθασμένο δρόμο. Εγώ, και όσοι άλλοι συμπεριλαμβάνονταν στην προσευχή της… Λίγους μήνες, πριν την αναχώρηση από τα επίγεια, με είχε πάρει ιδιαιτέρως και με αιφνιδίασε πάλι. Σε ένα χαρτοκιβώτιο είχε μαζέψει μια σειρά με όλα τα λειτουργικά βιβλία. Με την ίδια απλότητα, που μου έδωσε το «δικό μου» κομποσχοίνι, μου άφησε ρητή εντολή:
«Αν κάποιος από σας γίνει ιερέας, θα τα κρατήσει αυτός. Αν όχι, θα βρεις κάποιο φτωχό ναό και θα τα δώσεις εκεί»… Στην κηδεία της πολλοί άγνωστοι εμφανίστηκαν και μιλούσαν γι” αυτήν με ευγνωμοσύνη.
Όπως εκείνη η ηλικιωμένη κυρία, που έλεγε ότι η γιαγιά συνέχισε να την δέχεται στο σπίτι της, όταν όλοι την απέφευγαν. Και αυτό, γιατί απόκτησε ένα εξώγαμο παιδί λίγο μετά τον πόλεμο και την θεωρούσαν πόρνη. Διηγιόταν, ανάμεσα στα κλάματα, πως της έχωνε τσάντες με τρόφιμα κάτω από το παλτό, παρακαλώντας την να μην το μάθει κανείς…».
Η γιαγιά μου και πολλοί άλλοι ευλογημένοι παππούδες και γιαγιάδες αναπαύονται πια εν ειρήνη. Η ευθύνη για το σήμερα και το αύριο έχει περάσει στα χέρια μας. Καλούμαστε να καθρεφτίσουμε τον εαυτό μας στην παρακαταθήκη που μας άφησαν και να προβληματιστούμε σοβαρά για τον τρόπο, που θα διαχειριστούμε την πνευματική μας κληρονομιά.

Θεοφάνης Κεδράς-Νιάρος
ΠΗΓΗ.http://anastasiosk.blogspot.com

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η Αγία Υπομονή († 13 Μαρτίου 1450)



site analysis


Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου,
«Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες-κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, Σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους=όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βόρειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος. Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά το θάνατο του Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από το βυζαντινό πολιτισμό.
Ένιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέτρεπε να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, πέρα προς τη γενέθλια σερβική πατρίδα.
Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα τη φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη και γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται να’ταν 19 περίπου χρονών, όταν παντρεύτηκε το Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης – αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της, όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη – αγία Υπομονή, απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος, που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα. Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα, όπου ο καθένας μπορούσε να προστρέξει.
Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα, μέσα στη λακωνικότητά, τους τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονος της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη, με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα, εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά, εις κάθε περίπτωσιν, έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονη τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια, από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η’ και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας.
Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε, υπέρ αυτών, τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον». Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «ευ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις, επί 90 περίπου χρόνια, συγκρούσεις, μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, για την εξουσία, που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων ή διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της. Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένεια της. Ο σύζυγος της, αφού παρέδωσε το θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν το θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της, έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή.
Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Ακόμα, ενόσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακάριστου στο Πογάνοβο, της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την I. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού, πριν από το 450μ.Χ.
Με τη συμβολή της αγίας, ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο, με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου, στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας, θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος, η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε, με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της, να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής.
Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς το Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν, όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν.
Όταν τη συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά τη συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινόμενης προς την αρετήν εκείνης. Όταν τη συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν τη συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικότερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιον του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου.
Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξη από την υπομονή, τη σύνεση και την ισχυρότητα του χαρακτήρα της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονότερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας.
Όταν τη συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεση, και, γνωρίζοντας την ταπείνωση εις το πρόσωπο της, μετανοούσε.
Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσέβειας, αποκτούσε μεγαλύτερο ζήλο. Κάθε πονεμένος, με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολική του φιλαυτία. Και, γενικά, κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν σε επικοινωνία μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μη ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή.
Ο σύγχρονος της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός· του Μάρκου του Ευγενικού, Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής, συνοψίζει: «Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα, εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος, και όλα μαζί, ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
Απο το Ημερολόγιο 2006, Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης.
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά, καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει τη θαυμαστή εμφάνισή της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε, ως μοναχή, σε κάτοικο των Αθηνών, ο οποίος εργαζόταν σε ταξί. Τον σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθεί προς το Λουτράκι.
Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ’ οδόν, η μοναχή, που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό, τον ρώτησε:
Γιατί είσαι μελαγχολικός;
Και εκείνος δε δίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια.
Μετά τον ρώτησε αν θέλει να τον σταυρώσει, για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε τη μοναχή να σταθούνε λίγο για να μη σκοτωθούνε.
Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και θα έβρισκαν άλλο ταξί, αν εκείνη βιαζόταν. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμία μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε, συγκλονισμένος, γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στο γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Τη στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχτηκε απ’ το κάθισμά του και φώναξε: «Αυτή ήταν». Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλίτωσε και απ’ την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων, έγινε γνωστό ότι η ημέρα που έγινε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
Η μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου μητρός ημών Υπομονής, τελείται στις 13 Μαρτίου και 29 Μαΐου.
πηγή: Τροπαιοφόρος, Έκδοσις Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Γεωργίου Παραλιμνίου, Μάρτιος 2011

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Τιμώντας τη γυναίκα της Κοιλάδας του Αχελώου Λαμπρινή Λιάπη



site analysis




Γράφει η φιλόλογος Κατερίνα Σχισμένου

Η γυναίκα της Κοιλάδας του Αχελώου και της Ηπείρου γενικότερα είναι μια γυναίκα της διαφοράς, είναι η γυναίκα που όσα κι αν πούμε είναι λίγα για αυτήν. Είναι η γυναίκα που κουβάλησε στις πλάτες της, όχι μόνο μια βαριά παράδοση αλλά και μια αιωνόβια ζωή. Τη ζωή και τον ένδοξο πολιτισμό όλης της Ηπείρου. Γεννημένη και μεγαλωμένη στις πιο δύσκολες συνθήκες, επιβίωσε και επιβιώνει με το χαμόγελο της πιο λαμπρής μέρας και του πιο μεγαλειώδους τοπίου γιατί μ’ αυτό έχει ζυμωθεί, σ’ αυτό εκπέμπει και δίνει υψηλά μαθήματα ήθους και αξιοπρέπειας.

Κάπως έτσι συναντήσαμε την Λαμπρινή Λιάπη από την Μεγαλόχαρη Άρτας, και συγκεκριμένα το συνοικισμό Άγιος Γεώργιος, ν΄ ακολουθεί κάθε Σάββατο την ίδια διαδρομή, μία ώρα πηγαίνοντας και μια ώρα επιστρέφοντας από το σπίτι της με προορισμό; Το μοναδικής ομορφιάς και ξεχωριστής ιστορίας μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου στην Κοιλάδα του Αχελώου, προκειμένου να ανάψει τα καντήλια και κεριά, ν΄ ανοίξει την εκκλησία, να προσευχηθεί. Γιατί το κάνει; Το κάνει για την Παναγιά και θα το κάνει όσο μπορεί. 86 ετών ζει μόνη της μέσα από την έννοια της αυτάρκειας και της αυτονομίας σε μια εποχή όπου η κρίση μας δείχνει πού να στραφούμε και από πού και τι να διδαχθούμε.

Εργασία από το πρωί έως το βράδυ, έχοντας παιδιά να μεγαλώσουν και ν΄ αναστήσουν, ζαλικωμένες και από ένα βρέφος, να περπατάνε σε ατραπούς που μόνο αυτές γνώριζαν ως τεράστια εσωτερική συνέπεια. Οι εργασίες τους απίστευτες πολλές, μιας και έπρεπε να φροντίσουν για την αυτάρκεια του οίκου τους. Ξυπνώντας από τα χαράματα, με ελάχιστο ύπνο, άναβαν τη φωτιά στο τζάκι, να ετοιμάσουν τα παιδιά, πάντοτε θα έβρισκαν να ταΐσουν τα παιδιά τους, τα ζωντανά τους, γιατί είχαν και έχουν την κοσμική σοφία. Στη διάρκεια της ημέρας είχαν τη ρόκα σαν ταυτόχρονη ενασχόληση, γιατί έπρεπε να μην κρυώνει κανένας και όλα τα υφαντά τους ήταν χειροποίητα, έργα τέχνης και υψηλής αισθητικής. Γιατί το μάτι με την ομορφιά του τοπίου όπου μεγάλωσε και η ψυχή αυτήν αποτύπωσε.

Γεωργικές εργασίες, βοσκή των ζώων, άρμεγμα, κούρεμα, παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων μέσα στις βασικές καθημερινές της ασχολίες. Μετέφερε νερό από την πηγή, έκοβε και κουβαλούσε ξύλα, πήγαινε το αλεύρι στο μύλο, το μετέφερε στο σπίτι, το αποθήκευε, το μοίραζε όμως και στην φτωχή γειτόνισσα, τη χήρα και το ορφανό, γιατί είχε και η ψυχή της τεράστια έκταση για τον Άνθρωπο. Κι έτσι μεγάλωσε και τα παιδιά της. Η ψυχική και σωματική της δύναμη ήταν ανεξάντλητη μιας και φορτωνόταν σχεδόν τόσο βαριά, όσο και ένα ζώο και μάλιστα οι αποστάσεις που έπρεπε να διανύσει ήταν πολλές φορές εξαιρετικά μεγάλες. Στο τζάκι θα καθόταν, εάν υπήρχε θέση, την τελευταία της μπουκιά θα την έδινε εκεί που έπρεπε και ήταν ανάγκη. Ποτέ δεν κράτησε κάτι για τον εαυτό της παρά μόνο την πίστη της και το κουράγιο της να συνεχίζει... κάθε μέρα.

Άντρες να λείπουν για μήνες μιας και εργάζονταν σε άλλες περιοχές, έπρεπε να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Βαριοί χειμώνες, δύσκολα καλοκαίρια και το χαμόγελο πάντοτε εκεί, στα χείλη τους, όπως μας φώτισε το χαμόγελο της Λαμπρινής Λιάπη ένα ανοιξιάτικο πρωινό ανοίγοντας την εκκλησία για να εκτελέσει το ύψιστο χρέος της.

Αιωνόβιες ζωές και μεγάλες πορείες μέσα στο δύσκολο τόπο και δικό τους χρόνο που αποκτούσε μια άλλη διάσταση. Αυτόν της προσφοράς. Οι αφανείς στυλοβάτες και ηρωίδες αυτού του τόπου και φορείς αυτής της ένδοξης ιστορίας που δεν ξέρω, αν σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου μπορεί ν΄ αποτυπωθεί τόσο σκληρά αλλά και ταυτόχρονα τόσο λαμπρά. Οι ελεύθεροι άνθρωποι ελεύθερα σκέπτονται και ακόμη περισσότερο, ελεύθερα πράττουν. Δεν ξέρω, αν μπορούν αυτά τα βλέμματα και τα χέρια να εκπέμψουν αλλού τόσο πολύ και τόσο λαμπρό φως και ελευθερία. Γυναίκα και γεννιέσαι και είσαι και γίνεσαι. Και ξέρεις κάθε στιγμή να ζεις με μια βαριά κληρονομιά που φέρει όχι το πρόσωπό σου, αλλά το φύλο και η δοξασμένη καταγωγή σου χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι τις περισσότερες φορές.

Γυναίκες της Ηπείρου που έχτισαν γεφύρια, διέσχισαν βουνά, έκαναν τη νύχτα μέσα, έσκαψαν τον σκληρό τόπο που άνθισε, καρποφόρησε έθρεψε γενιές και γενιές, ύφανε κιλίμια και υφαντά απίστευτης ομορφιάς και αισθητικής χωρίς καν ένα μάθημα τέχνης και αυτογνωσίας. Γυναίκες ενός τόπου δοξασμένου , που όμως ποτέ δεν δοξάστηκαν, δεν ζήτησαν, δεν απαίτησαν το παραμικρό. Γυναίκες που πολέμησαν και έδωσαν κάθε μάχη χωρίς κανένα βραβείο ή έπαινο. Γυναίκες ηρωίδες, γυναίκες της καρδιάς και της δικής μας μνήμης, γιατί είναι οι γιαγιάδες μας και οι μητέρες μας, γιατί είναι οι δική μας κληρονομιά και αξία, γιατί είναι η δική μας προσωπική και τοπική ιστορία, αυτή της Κοιλάδας του Αχελώου, της Ηπείρου ολόκληρης.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Ο αγώνας της Χριστιανής γυναίκας



site analysis
gynaikes 1
Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος | Romfea.gr

Ξέρει η Χριστιανή γυναίκα, ότι ο δρόμος ο χριστιανικός είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, μια στενωπός.
Είναι ένα ανηφορικό μονοπάτι, που έχει δυσκολίες και εμπόδια, που κάνει τα πόδια της να κόβονται, τα γονατά της να λυγίζουν, την αναπνοή της να επιταχύνεται, την καρδιά της να ανεβάζει τους σφιγμούς, τους πνεύμονές της να φουσκώνουν.
Και, όμως, προχωρά, αντέχει, υπομένει και επιμένει.
Ξέρει η Χριστιανή γυναίκα να παλεύει σκληρά με τον εαυτό της.
Ξέρει να νικάει τα πάθη της.
Ξέρει να μονομαχεί με τις αδυναμίες της.
Ξέρει να σηκώνει το σταυρό της.
Ξέρει ότι ο δρόμος της δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με πολλά αγκάθια.
Ξέρει ότι η εκλογή και η προτίμηση του δρόμου της αμαρτίας, το σπάσιμο κάθε ηθικού φραγμού, ἐχει πάντα δραματικές εξελίξεις, θλιβερές επιπτώσεις.
Έχει δάκρυα και όχι ευτυχία.
Έχει ασταμάτητους σπαραγμούς και όχι ευτυχισμένες στιγμές.
Γι' αυτό στρέφεται προς το Χριστό, έχοντας ως πρότυπό της την Παναγία.
Και όταν πνίγεται στη θάλασσα της ζωής, ξέρει να καρφώνει το βλέμμα της στον Κύριο.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα του Παρισιού.



site analysis


Η αγία Μαρία Σκομπτσόβα, ήταν ένα παιδί του Θεού, κι όπως όλοι οι άγιοι έτσι κι αυτή ξεπέρασε εμπόδια, έφερε στους ώμους της ένα όρος  Αραράτ και κατάφερε αρνούμενη το βόλεμα της προσωπικής επιβίωσης να ζει συμπονώντας πρακτικά τους πονεμένους όπου τους συναντούσε.
Συναντήσαμε τη Μελίτα Αντωνιάδου, αγιογράφο, ζωγράφο και σκιτσογράφο, την πρώτη Ελληνίδα που ερεύνησε επί τόπου, ταξιδεύοντας στις περιοχές που έζησε και μαρτύρησε η αγία Μαρία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μελίτα μάς αφηγήθηκε για χάρη του άρθρου στην “Ορθόδοξη Αλήθεια” πώς ξεκίνησε η έμπνευση για το ταξίδι έρευνας στα χνάρια της αγίας:  «Πριν πολλά χρόνια, η κουμπάρα μου μού χάρισε ένα βιβλίο, τη βιογραφία της Μητέρας Μαρίας Σκομπτσόβα. Σαν υπότιτλο έλεγε, “Μια διά Χριστόν σαλή στους μοντέρνους καιρούς”. Ήταν το πιο όμορφο δώρο. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα, υπογραμμίζοντας, αντιγράφοντας, αντιδωρίζοντάς το.
Επρόκειτο για μία εντελώς ξεχωριστή, έντονη, πολύπλευρη προσωπικότητα, ελεύθερη κι ασυμβίβαστη, αφοσιωμένη ολοκληρωτικά στην αγάπη για τον πλησίον. Το τέλος της ήταν ταιριαστό με τον τρόπο που έζησε: Σφράγισε τη ζωή της με το μαρτύριο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ το 1945.


Ποιήτρια, ζωγράφος, αγιογράφος, δήμαρχος, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών, μετέπειτα μοναχή, λαμπρή θεολόγος και προστάτιδα χιλιάδων κατατρεγμένων, συγγραφέας θεατρικών έργων, ακόμη και σεναρίου ενός φίλμ. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους διά Χριστόν σαλούς, γιατί, όπως έλεγε, “ο δρόμος τους είναι μεν δύσκολος, αλλά μας προσφέρει την απέραντη ευτυχία να νιώθουμε το χέρι του Θεού σε ό,τι κάνουμε”.
Γεννήθηκε στη Ρίγα και μεγάλωσε στην Ανάπα, μια παραθαλάσσια πόλη της Μαύρης θάλασσας, όπου διετέλεσε δήμαρχος, όπως παλιότερα κι ο πατέρας της, και απ’ όπου αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά της, μέσα σε αμπάρι πλοίου, για να καταλήξει, μετά από πολλές περιπέτειες, στο Παρίσι, για να ονομαστεί αργότερα, η Αγία Μαρία του Παρισιού. Οι γονείς της, πιστοί Χριστιανοί, διαμόρφωσαν τις αξίες, τις ευαισθησίες και τους στόχους της κόρης τους, παρόλο που η τολμηρή φύση της δεν ακολούθησε απλά τα βήματά τους, αλλά τα έθεσε σε σκληρές δοκιμασίες πάλης με τον Θεό. Όπως αναφέρει γι’ αυτήν ένας σύγχρονός της, ο Μοκούλσκιι, “Δεν αναγνωρίζει τους νόμους της φύσης, δεν ξέρει τι σημαίνει κρύο, μένει χωρίς φαγητό ή χωρίς ύπνο εικοσιτετράωρα, δεν λαμβάνει υπ’ όψη της την αρρώστια ή την κούραση, αγαπάει τον κίνδυνο, δεν γνωρίζει τι σημαίνει φόβος και μισεί κάθε μορφή άνεσης, πνευματικής ή υλικής”.


Αυτή τη μαρτυρία τη διάβασα στο βιβλίο που είχα στα χέρια μου, κι έπειτα ακολουθούσε ένα ποίημα της αγίας Μαρίας:

Έψαξα για τραγουδιστές και για προφήτες
Που περιμένουν κοντά στην κλίμακα
Που ανεβάζει στους ουρανούς,
βλέπουν σημάδια του μυστηριακού τέλους,
Τραγουδούν ασύλληπτα για μας τραγούδια.

Και βρήκα ανθρώπους ανήσυχους, ορφανούς, φτωχούς,
Μεθυσμένους, απελπισμένους, άχρηστους,
Χαμένους σ’ όποιο δρόμο κι αν τράβηξαν,
Άστεγους, γυμνούς, πεινασμένους για ψωμί.

Δεν υπάρχουν προφητείες. Μόνο η ζωή
Παίζει διαρκώς το ρόλο του προφήτη.
Το τέλος πλησιάζει, οι μέρες μικραίνουν.
Πήρες τη μορφή του δούλου. Ωσαννά.

Ο βιογράφος, ο πατήρ Σεργκέι Χάκελ, είχε συλλέξει αποσπάσματα από τα γραπτά της, τα οποία μου έκαναν τόση εντύπωση, που θέλησα να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν την υπέροχη γυναίκα - να γνωρίσω τη ζωή της και τη σκέψη της. Εκείνη, που εξήγησε με την ίδια της τη ζωή, αυτά που τόσο κρυστάλλινα έγραφε για την πραγματική φύση της Εκκλησίας, για το τι σημαίνει να μετέχει κανείς στο σώμα του Χριστού - και τι σημαίνει να το αρρωσταίνεις, περιορίζοντάς το στα στενά όρια του ηθικισμού και της τυπολατρίας, που γνωρίζει να ζυγίζει και να μετράει, αλλά όχι να ελευθερώνει και να ανασταίνεται.
“Τώρα, γράφει, έχω απόλυτη συνείδηση ότι κάθε θεωρία, οσοδήποτε σημαντική, έχει αναπόφευκτα λιγότερη αξία και είναι λιγότερο απαραίτητη από οποιαδήποτε πρακτική εργασία, όσο κι αν δεν είναι εντυπωσιακή. Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση, τις απαιτήσεις της οποίας βιώνω πρωτίστως και με τόση ένταση”.



Στο καταστατικό της Ορθόδοξης Δράσης, μιας οργάνωσης που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους Ρώσους πρόσφυγες, παράφρασε τις ίδιες σκέψεις: “Είμαστε επιφορτισμένοι με δευτερεύοντες στόχους και έχουμε την πρόθεση να ασχοληθούμε με αφοσίωση με ό,τι είναι δευτερεύον”.


Η Μελίτα Αντωνιάδου, έλαβε το βιβλίο που περιέγραφε την αγ. Μαρία Σκομπτσόβα το 2003. Η πρώτη σκέψη της ήταν ότι αφού η αγία εκοιμήθη 54 ετών, το 1945, θα πρέπει να ζούσαν ακόμη κάποιοι άνθρωποι που την γνώρισαν. Μια Λευκορωσίδα φίλη της η Γκρέτα Νικιτίνα, της έδωσε το τηλέφωνο ενός νέου στο Παρίσι, του Μπαζίλ Αρκιπώφ, ο οποίος κατάγονταν από Ρώσους εμιγκρέδες και είχε στενές σχέσεις με το ΑCER - το Ρωσικό Φοιτητικό Χριστιανικό Κίνημα ή Κίνημα της Χριστιανικής Νεολαίας, στο οποίο είχε προσχωρήσει και η Αγία Μαρία όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Έτσι ο πρώτος σταθμός της έρευνάς της είναι το Παρίσι.


«Σύντομα, βρέθηκα στο Παρίσι, όπου γνώρισα τον συμπαθέστατο αυτό νέο, ο οποίος μου είπε ότι η κόρη του στενού συνεργάτη της Αγίας Μαρίας, Αγίου Δημητρίου Κλεπίνιν, η Ελένη Αρζακόφσκυ-Κλεπίνιν, είχε όλα τα αρχεία της Αγίας Μαρίας, και ζούσε στη Γερμανία σε μια φοιτητούπολη, το Τύμπινγκεν. Βρήκα το τηλέφωνό της και συμφώνησε να με συναντήσει στην πρώτη ευκαιρία. Το καλοκαίρι αποφάσισα να ταξιδέψω στη Γερμανία οδικώς, μέσω Πάτρας - Ανκόνας. Στο Βερολίνο με περίμεναν παλιοί καλοί μου φίλοι, από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Αγγλία, που είχαν κάνει μια χαριτωμένη οικογένεια με τρία παιδιά. Ο σύζυγος, ο Γιενς, πίστευε ότι ήταν καλύτερα να κοιτάζουν οι Γερμανοί το παρελθόν τους κατάματα, ώστε να μην επαναληφθούν τα επαίσχυντα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κι έτσι πήγαινε τα παιδιά του, από πολύ μικρά, να δουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το Ράβενσμπρουκ, φημιζόταν για τη σκληρότητά του - ήταν το χειρότερο γυναικείο στρατόπεδο των Ναζί. Πήγαμε στο στρατόπεδο, το οποίο είχαν αναστηλώσει τη δεκαετία του ’80, όπου εκτός από τα κτίρια που διασώζονται, τους θαλάμους όπου σε τρίπατες σανιδένιες κουκέτες στη σειρά στοιβάζονταν γύρω στις 100 κρατούμενες ανά θάλαμο, τους διαδρόμους εκτέλεσης με όπλο, τις πελώριες κυλιόμενες πέτρες που ήταν αναγκασμένες οι κρατούμενες να σύρουν 10 και 12 ώρες τη μέρα, την αυλή της ορθοστασίας, τους χώρους εργασίας, ράψιμο κλπ, τα κρεματόρια, είχε και τους φούρνους, όπου έκαιγαν τα νεκρά από τους θαλάμους αερίων σώματα. Οι φούρνοι είχαν μεγάλη ταμπέλα με τον κατασκευαστή και τα στοιχεία του, ώστε αν χρειαζόταν κανείς για δική του χρήση, να τους έβρισκε… 


Τι να πει κανείς. Μπροστά στους φούρνους κάποιοι συγγενείς των θυμάτων είχαν τοποθετήσει μια πλάκα με το όνομα των δικών τους που χάθηκαν. Δεν υπήρχε τίποτα για τη Μητέρα Μαρία. Μόνο στον εκθεσιακό χώρο είχε μια μικρή βιτρίνα με εργόχειρό της, ένα κεντημένο μαντήλι κι ένα κομποσκοίνι. Η υπεύθυνη του μουσείου πρόθυμα μας φωτοτύπησε τα στοιχεία της κρατουμένης που αναζητήσαμε.


Επόμενος σταθμός, Τύμπινγκεν, να συναντήσω την Ελέν Αρζακόφσκυ-Κλεπίνιν. Παρόλη την φήμη των γερμανικών εθνικών οδών ότι είναι άψογες, χωρίς διόδια και χωρίς όριο ταχύτητας σε ορισμένα μέρη, που με έκανε να νομίσω ότι θα ταξιδέψω σύντομα από το Βορρά στο Νότο, μια ισχυρή νεροποντή έγινε αιτία να καταρρεύσει μια μεγάλη γέφυρα, με αποτέλεσμα να κολλήσουμε στη μέση του πουθενά (χιλιόμετρα ουρά τα αυτοκίνητα) για επτά ολόκληρες ώρες. Όταν κάποτε έφτασα στο σπίτι της κυρίας Ελένης, περίμενα να με υποδεχθεί μια γηραιά κυρία. Με έκπληξή μου είδα μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, όμορφη, ευγενική, πολύ μορφωμένη και προσηνής. Δεν πέρασε πολλή ώρα και βρεθήκαμε να καθόμαστε οκλαδόν ανάμεσα σε κούτες με αρχεία από την εποχή της Λουρμέλ (το μοναστήρι στο Παρίσι που είχε ιδρύσει η Μητέρα Μαρία και στο οποίο υπηρέτησε ο π. Δημήτριος, ο πατέρας της Ελένης, τα τελευταία χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος). Μου έδειξε το αστέρι που υποχρέωσαν οι Ναζί να φορέσουν οι Εβραίοι και τα πιστοποιητικά βάφτισης που εξέδιδε ο πατέρας της, πατήρ Δημήτριος, στους Εβραίους για να παραστήσουν τους Χριστιανούς και να γλυτώσουν τις διώξεις (αυτός ήταν και ο λόγος που συνελήφθησαν, η Μητέρα Μαρία, ο π. Δημήτριος, ο Γιούρι, γιος της μητέρας Μαρίας, και ο Ηλία Φονταμίνσκι, ένας πρώην Εβραίος και μετέπειτα βαπτισθείς, που εργαζόταν ακούραστα μαζί με τους υπόλοιπους για την ανακούφιση και προστασία κάθε είδους κατατρεγμένων που έβρισκαν καταφύγιο στο ιδιότυπο αυτό μοναστήρι στην καρδιά του Παρισιού). Είχε όσα γράμματα διασώθηκαν από τα διάφορα στρατόπεδα που εστάλησαν, του πατέρα της Ελένης, της Μητέρας Μαρίας, του Γιούρι και του Ηλία. 


Ο πατήρ Δημήτριος Κλεπίνιν, γράφει σε μια επιστολή του, ότι η Χάρις του Θεού που βίωναν μέσα στο στρατόπεδο ήταν τόση που δεν θα άλλαζε με τίποτα στον κόσμο το χρόνο που πέρασε σε αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου (και που στοίχισε σ’ αυτόν -και στην όλη παρέα- τη ζωή τους). Η Ελένη είχε ήδη παραδώσει τα θεολογικά γραπτά της Μητέρας Μαρίας να μεταφραστούν στα αγγλικά. Ο Τζιμ Φόρεστ, Αμερικανός συγγραφέας και εκδότης ενός Ορθόδοξου περιοδικού, του In Communion, θα το προλόγιζε. Με διαβεβαίωσε η Ελένη ότι τα γραπτά αυτά ήταν η πιο σημαντική της συλλογή θεολογικών πονημάτων, οπότε ανυπομονούσα να τα διαβάσω. Είχε όμως γράψει και πολλά άλλα, τα οποία άργησαν αρκετά να δουν το φως της δημοσιότητας. Η Ελέν μού είπε ότι η Μητέρα Μαρία δεν δίσταζε να στείλει άρθρα της σε όποιον της ζητούσε, έστω κι αν το περιοδικό ή η εφημερίδα δεν έχαιρε αμέμπτου φήμης. Κάποιος κάπου κάτι θα “τσίμπαγε”. Αυτή ήταν η άποψή της. Όπως δεν δίσταζε να πηγαίνει σε κακόφημες συνοικίες του Παρισιού να βοηθήσει νεαρές άκληρες απελπισμένες κοπέλες που αναζητούσαν ένα στήριγμα για να διαφύγουν από την πορνεία. Για ένα τέτοιο κορίτσι που φιλοξενούσε στο μοναστήρι, ήρθε σε διαφωνία με τη μοναχή Ευδοκία που ζούσε εκεί, και η οποία σηκώθηκε κι έφυγε κατασκανδαλισμένη.


Ανέφερα στην Ελένη ότι δεν υπάρχει μια πλάκα στο Ράβενσμπρουκ αφιερωμένη στη μνήμη της, και την άλλη χρονιά μού έγραψε με χαρά, ότι μια επιτροπή στο Παρίσι ανέλαβε την κατασκευή μιας τέτοιας πλάκας, γινόταν έρανος, και όταν θα ετοιμαζόταν θα κάνανε προσκύνημα μαζί με τον επίσκοπό τους στο Ράβενσμπρουκ. (Αυτό έπειτα καθιερώθηκε να γίνεται κάθε χρόνο, καθώς το 2004 ανακηρύχθηκε Αγία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως κι ο γιος της Γιούρι, ο π. Δημήτριος και  ο Ηλίας Φονταμίνσκι).


Ξανά στο Παρίσι, επισκέφτηκα την οδό Λουρμέλ, όπου δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα σήμερα από το μοναστήρι της Αγίας Μαρίας (καθώς ο χώρος διατηρείτο με ενοίκιο), εκτός από μια πλάκα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας που κτίστηκε στη θέση του, να θυμίζει τι υπήρξε κάποτε. Το τέμπλο, και εικόνες, ζωγραφισμένες ή κεντημένες από τη Μητέρα Μαρία, βρίσκονται σήμερα στον Ορθόδοξο Ναό του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ σε μια άλλη συνοικία του Παρισιού. Όταν τον επισκέφτηκα, γνώρισα την ηλικιωμένη νεωκόρο, η οποία θυμόταν καλά την αγία Μαρία, γιατί η μητέρα της υπηρετούσε στη Λουρμέλ και την έπαιρνε καθημερινά μαζί της. “Ήταν μια ατρόμητη γυναίκα”, μου είπε. “Ακούραστη, δεν υπολόγιζε καθόλου τον εαυτό της, κυκλοφορούσε μ’ ένα λερωμένο ράσο από τις δουλειές και χαμογελούσε πλατιά. 


Το ίδιο πλατιά ήταν κι η αγκαλιά της, ήταν πολύ εκδηλωτική. Ψηλή και γεμάτη, ακτινοβολούσε ζεστασιά προς όλους, αλλά και δεν δίσταζε να μιλήσει αυστηρά όταν διαφωνούσε με κάτι. Δεν φρόντιζε να κρύβει τι έκανε, μιλούσε ανοιχτά για τους Ναζί και έκανε ηχηρές δηλώσεις για την αδικία εις βάρος των Εβραίων, μάλιστα θεωρούσε ότι όλοι οι Χριστιανοί όφειλαν να φορέσουν το αστέρι του Δαβίδ για συμπαράσταση, αφού ο Χριστός ήταν κι αυτός Εβραίος κι απόγονος του Δαβίδ. Αν φυλαγόταν ίσως και να γλύτωνε από την Γκεστάπο, αλλά ο θάνατος δεν ήταν αυτό που τη φόβιζε, γιατί είχε αναστημένη ψυχή”.
Δεν συγκράτησα το όνομα της νεωκόρου, αλλά δεν θα ξεχάσω τη φωτεινή της παρουσία και την οικειότητα που ένιωσα κοντά της.


Μια πολύ σημαντική συνάντηση ήταν με την Ελισαμπέτ Μπερ-Σιγκέλ. (Το οποίο κατέστη δυνατόν με την ευγενή μεσολάβηση του Μιχαήλ Σταύρου, θεολόγου στο γαλλικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι - η εύθραυστη υγεία της ανάγκαζε τους δικούς της να περιορίζουν τις συχνές επισκέψεις). Είχα την καλή τύχη να την επισκεφτώ στην ταπεινή της κατοικία, ένα μικρό διαμέρισμα σ’ ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού. (Όλοι οι αξιόλογοι λόγιοι Ρώσοι εμιγκρέδες που γνώρισα, όπως οι Λόσκυ, ζούσαν σε μικρά ταπεινά διαμερίσματα, γεμάτα βιβλία και φωτογραφίες, με το εκλεπτυσμένο γούστο των παλιών αρχόντων, να θυμίζει την καταγωγή τους). Η κόρη της Ναντίν, μας έφερε τσάι. Η Ελισαμπέτ, 97 χρονών, ετοίμαζε μια διάλεξη που θα έκανε στην Οξφόρδη σε λίγες μέρες. Φωτεινή και δυναμική, παρόλο το αιωνόβιο σώμα, μου μίλησε για το πώς συναντιόταν στα κρυφά με τη Μητέρα Μαρία σε διάφορα σπίτια, πώς έκρυβαν Εβραίους σε πατάρια και υπόγεια, πώς μάζευαν λεφτά για να τους φυγαδεύσουν στην Ελβετία, στην Αγγλία, πώς έφτιαχναν πλαστά χαρτιά και ταυτότητες, αλλά και για το πώς δεν μπορούσε η μητέρα Μαρία να κόψει το κάπνισμα και στην προσπάθειά της ονειρευόταν τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα… Κι εκεί έβαλε τα γέλια. “Εμ, πώς! Ξέρεις σε τι ένταση ζούσε; Πόσες υποθέσεις περνούσαν από το χέρι της κάθε μέρα, και συγχρόνως έτρεχε να μαζέψει φαγητό καθημερινά για τα συσσίτια, να ζητιανέψει χρήματα για τις χίλιες δυο ανάγκες…


 Ξέρω, ξέρω, τους ευλαβείς Χριστιανούς τούς σοκάρουν αυτά!” Και ξαναγέλασε ανάλαφρα. “Τι άνθρωπος ήταν; Ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν τα ημίμετρα”, μου είπε. “Γι’ αυτό κι έλεγε: Δεν μπορεί κανείς να είναι Χριστιανός με μέτρο”.
Η Ελισαμπέτ, δέκα μέρες μετά την επίσκεψή μου κοιμήθηκε. Δεν πρόλαβε να κάνει την ομιλία της στην Οξφόρδη. Σαν πουλάκι, με ένα βιβλίο στο χέρι, εξέπνευσε στο κρεβάτι της. Είμαι ευγνώμων που την πρόλαβα στον εδώ κόσμο.
Στην Ολλανδία, στο Άλκμααρ, έμεινα λίγες μέρες στο φιλόξενο σπίτι του Τζιμ και της Νάνσυ Φόρεστ. Μόλις είχε εκδοθεί το βιβλίο με τα σημαντικά γραπτά της Αγίας Μαρίας στα αγγλικά. Ο Τζιμ μού παρεχώρησε τα δικαιώματα για την εκτενή εισαγωγή με το βίο της που είχε γράψει ο ίδιος. Ακολούθησε η δική μου μετάφραση και η έκδοσή του με τίτλο σύμφωνο με τον αντίστοιχο γαλλικό: “Η Θυσία του Αδελφού”. Σύμφωνο με την καρδιά της, με τη ζωή της, με αυτό που η ίδια δήλωνε στα κείμενά της. Όπως έγραψε: “Κανένας όγκος σκέψης δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλήξει σε μια πιο υπέροχη διατύπωση από αυτές τις δυο λέξεις, “αγαπάτε αλλήλους”, εφόσον αυτό αφορά μια άνευ όρων και μέχρι τέλους αγάπη”.
Από τα γραπτά της αγίας Μαρίας του Παρισιού παραθέτουμε ακόμα ένα απόσπασμα με τίτλο:
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΖΕΙΣ

‘Εντελώς νόμιμα και αξιοπρεπώς μπορείς να περπατάς πάνω στη γη: να μετράς, να ζυγίζεις και να προγραμματίζεις για το μέλλον. Aλλά είναι εξίσου δυνατό να περπατάς επί των υδάτων. Τότε είναι αδύνατο να μετράς και να προγραμματίζεις το μέλλον. Το μόνο πράγμα που είναι απαραίτητο είναι να πιστεύεις διαρκώς. Μια στιγμή ολιγοπιστίας κι αρχίζεις να βυθίζεσαι”

Η προφορική παράδοση τη θέλει να παίρνει τη θέση μιας μητέρας Εβραίας με παιδιά, να οδηγείται στο Ράβενσμπρουκ και να πεθάνει η ίδια στα κρεματόρια

Νιώθουμε ευγνώμονες για όσα μας παρέδωσε η Μελίτα Αντωνιάδου μαζί με το φωτογραφικό υλικό, αλλά και για την ευκαιρία να στοχαστούμε και να θαυμάσουμε πως υπάρχουν άνθρωποι που παρέδωσαν την κοσμική τους ζωή κι έγιναν άγιοι, έζησαν  κοσμογονίες και μίκρυναν για να ρέει στους υπόλοιπους η θεία χάρη, να ποτιστεί ο κόσμος, να  φωτίζεται η σκιά, να παρηγορείται η θλίψη των ανθρώπων.

Σοφία Χατζή
Δημοσιεύθηκε στην ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Η Αγία Ευθαλία μαρτύρησε από το χέρι του αδερφού της.



site analysis


Ο μάρτυρας Ευφάλια του Λεέντιν
Η Αγία Ευθαλία, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 2 Μαρτίου,ζούσε στη Σικελία και είχε μητέρα αιμορροούσα που ονομάζονταν και αυτή Ευθαλία

Κάποτε λοιπόν η μητέρα της, είδε στο όνειρο της τους Άγιους Μάρτυρες Αλφειό, Φιλάδελφο και Κυπρίνο, που τη μνήμη τους γιορτάζουμε στις 10 Μαΐου, οι όποιοι της είπαν ότι αν πιστέψει στον Χριστό και βαπτισθεί, θα γιατρευτεί και θα σωθεί.


Οι Άγιοι μάρτυρες   Αλφειός, Φιλάδελφος και Κυπρίνος


Όταν ξύπνησε η μητέρα Ευθαλία πείστηκε στα λόγια των Αγίων Μαρτύρων. Έτσι, μαζί με τη θυγατέρα της Ευθαλία, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.
Υπήρχε όμως και ο γιος της Σερμιλιανός, ο όποιος κόντεψε να την πνίξει, μόλις έμαθε ότι η μητέρα του έγινε χριστιανή. Γλύτωσε το βέβαιο θάνατο, με τη βοήθεια κάποιας υπηρέτριας και έφυγε.

Αποτέλεσμα εικόνας για ЕВФАЛИЯ ЛЕЕНТИНСКАЯ (СИЦИЛИЙСКАЯ), МЦ.
Η δε θυγατέρα της, η Αγία Ευθαλία, έκανε δριμύτατη παρατήρηση στον αδελφό της, που θέλησε να σκοτώσει τη μητέρα τους. Αυτός τότε, αφού την έδειρε δυνατά, έπειτα την παρέδωσε σ’ έναν δούλο του να τη βιάσει. Προσευχομένη τότε η Αγία τύφλωσε τον δούλο. Ο δε αδελφός της μόλις είδε το γεγονός, σαν άλλος Κάϊν, αποκεφάλισε την αδελφή του και έτσι η μακαριά πήρε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
πηγή