site analysis
ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιδ΄.
Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Η ἀείμνηστη Τατιανή Σαββίδου γεννήθηκε τό ἔτος 1905 στό Κάρς τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ οἰκογένειά της ἦταν πολυμελής καί ἐκ παραδόσεως πιστή καί εὐλαβής. Λόγῳ τοῦ Ρωσσοτουρκικοῦ πολέμου ἀναγκάστηκαν νά καταφύγουν στά μέρη τῆς Οὐκρανίας. Ἐκεῖ ἡ Τατιανή τελείωσε τό Δημοτικό σχολεῖο καί ἔμαθε ρωσσικά ἄπταιστα. Ὅταν ὅμως ἐπεκράτησαν οἱ κομμουνιστές, ἦλθε ἡ οἰκογένειά της στήν Ἑλλάδα τό ἔτος 1922. Ἡ Τατιανή ἦταν τότε περίπου 17 ἐτῶν. Ὁ πρῶτος τόπος πού στάθμευσαν ἦταν ἡ Μακρόνησος ὅπου τούς κράτησαν σέ «καραντίνα». Ἐκεῖ ἀπεβίωσαν οἱ γονεῖς της καί τά ἀδέλφια της. Αὐτή μέ τά δυό μεγαλύτερα ἀδέρφια πού ἐπέζησαν μετά ἀπό περιπέτειες δυό μηνῶν σέ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, ἦρθαν στήν Πτολεμαΐδα. Παντρεύτηκε μέ τόν Ἡρακλῆ Σαββίδη καί ὕστερα ἐγκαταστάθηκαν μονίμως στήν Βέροια. Ἀπέκτησαν δέκα παιδιά ἐκ τῶν ὁποίων ἐπέζησαν τά πέντε.
Στήν Βέροια συνδέθηκε μέ Χριστιανικές ἀδελφότητες καί μέ Πνευματικό. Προσπαθοῦσε ὅ,τι ἄκουγε στά κηρύγματα ἢ διάβαζε στά βιβλία, νά τό κάνη πράξη.
Ἡ Τατιανή ἐξωτερικῶς δέν εἶχε κάτι τό ἐντυπωσιακό. Ἦταν μετρίου ἀναστήματος μέ πρόσωπο ἰσχνό, ἀδύνατο καί «σῶμα ἀραχνῶδες». «Τά χεράκια της ἦταν σάν δυό “τσάκνα” (λεπτά ξύλα). Ὅταν τά σήκωνε γιά προσευχή ἔτσι φαίνονταν». Ὅμως μέσα σ᾽ αὐτό τό σκελετωμένο σῶμα κρυβόταν μία ψυχή γεμάτη ἀπό τήν φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦταν πλήρης πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἔλεγε συχνά: «Ἀγαπῶ τόν Θεό». Παρακινοῦσε πάντοτε καί τούς γύρω της μέ τήν φράση τῆς ὑμνογραφίας: «Τέκνα, ἀγαπᾶτε τόν Θεόν καί μηδέν ἀνταλλάσσετε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ».
Χαιρόταν ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ της τήν ἀκολουθοῦσαν στήν πνευματική ζωή καί ὅταν ἔβλεπε τά παιδιά της ἀπό νωρίς στήν Ἐκκλησία. Τά εἶχε διαπαιδαγωγήσει ἔτσι ὥστε νά μή χάνουν τόν Ὄρθρο τῶν Κυριακῶν καί ἑορτῶν. Στίς 6.30΄ τό πρωΐ ξυπνοῦσαν νά ἑτοιμασθοῦν γιά τήν Ἐκκλησία, ἀκόμη καί τόν χειμῶνα μέ πολύ κρύο. Ἡ ἴδια πήγαινε στήν Ἐκκλησία πρίν ἀρχίση ὁ Ὄρθρος. Ἔπεισε ἕνα παιδί της πού ἔμαθε νά ψάλλη, νά θυσιάζη τό ποδόσφαιρο γιά νά παρακολουθῆ καί τούς Ἑσπερινούς τοῦ Σαββάτου.
Ἡ Τατιανή ζοῦσε καί χαιρόταν τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐκμυστηρεύθηκε στόν γυιό της ὅτι τέτοια ἦταν ἡ χαρά της κατά τήν θεία Λειτουργία ὥστε ἂν κάποιος ἐκείνη τήν ὥρα τῆς ἔδινε μία μαχαιριά στήν καρδία, δέν θά αἰσθανόταν τίποτε. «Χαρά μου εἶναι ἡ θεία Λειτουργία καί ἡ μεγαλύτερη λύπη μου εἶναι τό “δι᾽ εὐχῶν”», ἔλεγε. Δηλαδή τήν λυποῦσε τό ὅτι τελείωνε ἡ θεία Λειτουργία.
Ἡ Τατιανή ζοῦσε καί ἔβλεπε θεῖα γεγονότα μέσα στήν Λειτουργία. Κάποτε ὁ διάκονος τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί τώρα ἐφημέριος στούς ἁγίους Ἀναργύρους π. Χρῆστος Βαρελᾶς διερωτᾶτο ἂν πράγματι, ὅταν ψέλνεται τό χερουβικό –«οἱ τά χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…»–παρίστανται ἀοράτως Ἄγγελοι στήν Ἁγία Τράπεζα. Ὁπότε μία φορά κατά τήν θεία Λειτουργία ἄκουσε πετάγματα Ἀγγέλων καί αἰσθάνθηκε ὅτι τόν χτύπησαν φτερά στήν πλάτη. Αὐτό τό διηγήθηκε στήν Τατιανή καί ἐκείνη τοῦ εἶπε: «Ἔ! π. Χρῆστο. Δέν ξέρεις ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι γύρω μας; Ἐγώ πολλές φορές ἐδῶ στόν ἁη–Γιώργη ἔχω δεῖ καί Ἀγγέλους καί Ἁγίους».
Ἡ μεγάλη της χαρά ἦταν ἡ προσευχή. Ἔλεγε ὅτι κατά τήν προσευχή της αἰσθανόταν μέσα της σκιρτήματα θείας ἀγαλλιάσεως. Κουνώντας τό χέρι της ἄλλη φορά ἔλεγε: «Τί νά σᾶς πῶ, παιδιά μου; Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; “Τῇ προσευχῆ προσκαρτεροῦντες”[1]. Καί ἐμεῖς δέν πρέπει νά εἴμαστε ράθυμοι καί ὀκνηροί στήν προσευχή, νά μήν κουραζώμαστε εὔκολα. Δυστυχῶς ὁ κόσμος μᾶς κάνει νά ξεχνοῦμε πολλές φορές τόν Θεό. Μᾶς ἀπορροφοῦν οἱ βιοτικές μέριμνες γι᾿ αὐτό δέν κατορθώνουμε νά ἀφιερώσουμε λίγο χρόνο, πρωΐ καί βράδυ, γιά νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τόν Θεό, καί φερόμαστε σάν τά ζῶα».
Ἐνῶ περιστοιχιζόταν ἀπό τά παιδιά της καί ἀπό πολλά ἐγγόνια καί φρόντιζε γιά τό σπίτι της, οὐδέποτε ὅμως ἄφησε τήν προσευχή καί τήν Ἐκκλησία. Χαρακτηριστικά ἔλεγε: «Θέλω ὅλοι νά μέ ξεχάσετε. Ἀφῆστε με μόνη μέ τόν Θεό».
Ὅταν χτυποῦσε ἡ καμπάνα γιά Ἑσπερινό ἤ θεία Λειτουργία, ἡ Τατιανή ὅ,τι κι ἄν ἔκανε τό ἄφηνε γιά νά τρέξη στήν Ἐκκλησία. Κάποτε πού ἄρμεγε τήν ἀγελάδα καί ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ παράτησε τόν κουβᾶ μέ τό γάλα στή μέση τῆς αὐλῆς καί πῆγε γιά τόν Ἑσπερινό. Τό φυσιολογικό θά ἦταν νά τό εἶχαν πιῆ οἱ πολλές γάτες πού εἶχαν ἤ νά τό εἶχαν χύσει τά ἄλλα ζῶα. Ἐν τούτοις τό βρῆκε ἄθικτο ὅταν ἐπέστρεψε.
Ἀγαποῦσε καί εὐλαβεῖτο ἀπεριόριστα ὅλους τούς ἱερεῖς. Ποτέ της δέν κατέκρινε ἤ σχολίασε πράξεις ἱερέων. Ὅλους τούς ἔβλεπε καλούς καί ζητοῦσε τήν εὐχή τους. Συχνά ἔστελνε πρόσφορα σέ ἱερεῖς ἄλλων ἐνοριῶν. Καί οἱ ἱερεῖς τήν ἀγαποῦσαν καί τήν σέβονταν ἐξ αἰτίας τῆς ζωῆς της πού ἦταν δοσμένη στόν Θεό.
Ἡ ἴδια κάθε πρωΐ πήγαινε στήν Ἐκκλησία εἴτε εἶχε θεία Λειτουργία εἴτε μόνο Ὄρθρο. Τήν ἡμέρα ἀπασχολεῖτο μέ τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ καί μέ τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί πνευματικῶν βιβλίων. Τό ἀπόγευμα πήγαινε στόν Ἑσπερινό καί καθόταν στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου μέχρι τίς δυό μετά τά μεσάνυχτα. Οἱ ἱερεῖς τῆς Παναγίας Δεξιᾶς τῆς εἶχαν δώσει κλειδιά τοῦ ναοῦ. Προσευχόταν συνήθως γονατιστή μέ ὑψωμένα τά χέρια πρός τήν Παναγία καί βυθιζόταν στήν προσευχή. Μία φορά πού προκλήθηκε ἕνας ἰσχυρός θόρυβος πίσω ἀπό τήν εἰκόνα καί οἱ ἄλλοι τρόμαξαν, ἡ κυρα–Τατιανή ἔμεινε ἀτάραχη.
Κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας ἦταν τελείως ἀφωσιωμένη στά τελούμενα. Στό “Ἄξιόν ἐστιν” ἦταν ὄρθια, σχεδόν στίς μύτες τῶν ποδιῶν της μέ τά χέρια ἀνοιχτά. Δέν ἀνεχόταν ἐκείνη τήν ὥρα νά βλέπη κάποια κοντά της νά κάθεται, καί ἀμέσως τήν ἔλεγε νά σηκωθῆ. Δέν παρεξηγεῖτο κανείς γιατί ὅλους τούς ἀγαποῦσε. Ἄλλες φορές κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἔλεγε ὅτι αἰσθανόταν εὐωδία ἔντονη.
Προσευχόταν νοερῶς, ἐπεκαλεῖτο πολλούς Ἁγίους καί ἔκανε παρακλήσεις καί ὅλες τίς Ἀκολουθίες. Αὐτό τό τυπικό της τό κράτησε καί στήν Κατοχή. Μία νύχτα, τότε πού ἦταν φόβος καί κίνδυνος νά κυκλοφορῆς ἔξω στούς δρόμους, ἡ κυρα–Τατιανή φεύγοντας ἀπό τό ναό γιά τό σπίτι της εἶπε στόν ἅγιο Γεώργιο: «Ἅγιε Γεώργη μου, νά μέ πᾶς στό σπίτι». Ἐνῶ βάδιζε ἄκουγε δίπλα της βήματα ἀλόγου. Μόλις ἔφθασε σπίτι της ἄκουσε ἀπό τόν ἀόρατο συνοδό της νά λέη: «Καληνύχτα». Τότε κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Γεώργιος πού τήν συνώδευσε μέχρι τό σπίτι της.
Ὁ παπα–Χρῆστος ὁ Βαρελᾶς συζητοῦσε κάποτε μέ ἕνα στρατιωτικό. Ρωτοῦσε ὁ ἀξιωματικός: «Ἄραγε ὑπάρχουν σήμερα Χριστιανοί πού προσεύχονται τή νύχτα καί κάνουν ἀγρυπνία;». Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ παπα–Χρῆστος: «Ὑπάρχουν». Τόν φέρνει νύχτα στό ναό, ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας καί φωνάζει: «Κυρα–Τατιανή!» καί ἀκούει φωνή: «Παπα–Χρῆστο ἐσύ εἶσαι;». Τότε λέγει ὁ ἀξιωματικός: «Δόξα σοι, ὁ Θεός. Ἂς ὑπάρχη καί ἕνας Χριστιανός νά νυχτερεύη (ἀγρυπνῆ)!».
Στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἦταν ἕνας Ἐσταυρωμένος μπροστά στόν ὁποῖο συνήθως προσευχόταν ἡ κυρα–Τατιανή. Κάποτε πῆγε ἡ νεωκόρος νά καθαρίση τήν Ἐκκλησία καί βλέπει τήν κυρα–Τατιανή νά προσεύχεται. Ἀφοῦ τελείωσε καί πῆγε νά τήν καληνυχτίση, δέν ἦταν ἐκεῖ ἡ κυρα–Τατιανή, ἐξαφανίσθηκε. Ὕστερα ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνο τό διάστημα ἦταν στήν Ἀθήνα καί ὅταν ἀργότερα τήν ρώτησε σχετικά, ἀπήντησε ὅτι πράγματι ἔλειπε στήν Ἀθήνα ἀλλά ὅτι μέ τό νοῦ της ἦταν ἐκεῖ μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο.
Κάποτε καθάριζε ἡ κυρα–Τατιανή τήν Ἐκκλησία καί ἔκλαιγε. Εἶπε στή νεωκόρο: «Ἀναστασία, μέ χτύπησε ὁ σατανᾶς μέ τά δυό του χέρια στήν πλάτη». Ἐκείνη δέν τό πίστεψε καί γελοῦσε. «Μή γελᾶς», τῆς εἶπε, «φώναξε τόν πάτερ». Ἦρθε ὁ ἱερέας καί τῆς σταύρωσε τήν πλάτη μέ τήν ἁγία λόγχη. Ἐπειδή ἡ κυρα–Τατιανή προσευχόταν πολύ ὁ σατανᾶς θύμωσε καί τήν χτύπησε.
Δυό ἀνιψιές τῆς Τατιανῆς, ἡ Χ. καί ἡ Δ., ἔμειναν ἕνα βράδυ στό σπίτι της. Αὐτή περιποιήθηκε τίς ἀνιψιές της, τίς ἔβαλε νά φᾶνε, τίς ἔστρωσε νά κοιμηθοῦν καί ἡ ἴδια ἄρχισε μετά τίς προσευχές της. Τότε λέγει περιπαικτικά ἡ Χ. στήν Δ.: «Κοίταξε πῶς προσεύχεται» καί γελοῦσε. Ἡ Δ. τῆς ἔλεγε: «Σταμάτα, γιατί μᾶς ἀκούει». Αὐτό κράτησε λίγη ὥρα, ἐνῶ ἡ θεία Τατιανή ἦταν προσηλωμένη στήν προσευχή. Μόλις κοιμήθηκαν οἱ δυό ἀνιψιές της κάποια στιγμή αὐτή πού κορόϊδευε τήν θεία της, ξύπνησε ταραγμένη, ἔβγαλε μία φωνή καί πετάχθηκε ὄρθια˙ ἔτρεμε ὁλόκληρη καί τό μάγουλο της ἦταν κόκκινο. Διηγήθηκε ὅτι ἦρθε κάποιος, τῆς ἔδωσε ἕνα δυνατό χαστούκι καί σάν νά τῆς ἔφυγε τό μυαλό. Ἡ θεία κατάλαβε τί εἶχε συμβῆ καί προσπαθοῦσε νά τήν παρηγορήση.
Ἕνα βράδυ ἦρθαν στό σπίτι της νά φιλοξενηθοῦν κάποιοι συγγενεῖς της, ἀλλά ἡ Τατιανή ἔλειπε στήν Ἐκκλησία γιά τό Ἀπόδειπνο. Μετά ἔκανε καί τήν ἀτομική της προσευχή πού διαρκοῦσε ὧρες. Ὁ γυιός της πῆγε νά τήν εἰδοποιήση. Μισανοίγοντας τήν πόρτα τοῦ ναοῦ φωνάζει χαμηλόφωνα: «Μάννα» ἀλλά δέν παίρνει ἀπάντηση. Ξαναφωνάζει: «Μάννα ἔχουμε ξένους» καί ἡ ἀπάντηση ποντιακά σύντομη, αὐστηρή καί κοφτή: «Μή μοῦ χαλᾶς τήν εὐχή μου. Πήγαινε, πήγαινε». Ἐκείνη ἔπειτα ἀπό ὥρα καί πλέον πῆγε στό σπίτι.
Καί ὅμως, ἐνῶ τόσες ὧρες καθημερινά ἦταν στήν Ἐκκλησία, δέν ἄφηνε ἀνοικοκύρευτο τό σπίτι της. Τό εἶχε πάντα καθαρό καί περιποιημένο. Τά φαγητά της ἦταν νόστιμα καί στήν ὥρα τους. Ἤξερε καλά τήν ποντιακή μαγειρική. Τίς Κυριακές τῆς Μ. Σαρακοστῆς γιά νά ἀποζημιώση καί νά παρηγορήση τά παιδιά της ἀπό τή νηστεία, τούς μαγείρευε πολύ νόστιμες σουπιές.
Ἐπί πλέον φρόντιζε ἐπιμελῶς καί γιά τήν καθαριότητα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τῶν παρεκκλησίων τῆς Ἐνορίας ἀλλά καί ἄλλων Ἐκκλησιῶν τῆς Βέροιας. Καί ἡ ἴδια κοπίαζε γιά τήν εὐπρέπεια τῶν οἴκων τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί διέθετε γι᾽ αὐτό τήν σύνταξη πού ἔπαιρνε ἀπό τόν ΟΓΑ. Κάθε ἑβδομάδα ἑτοίμαζε πρόσφορα γιά τόν ἅγιο Γεώργιο καί γιά ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἡ χαρά τῆς Τατιανῆς ἦταν νά παραμένη πολλές ὧρες στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου προσευχομένη καί φιλοκαλοῦσα τό ναό. Κάποτε πού γίνονταν ἐργασίες καλλωπισμοῦ τοῦ ναοῦ καί αὐτή καθάριζε, περνώντας δίπλα ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα διέκρινε σκόνη. Μέσα της ὅμως εἶχε δισταγμό, ἄν πρέπη νά πάρη τήν σκόνη. Καί ἐνῶ μέ δέος καί εὐλάβεια ἅπλωσε τό χέρι της γιά νά ἀκουμπήση τήν Ἁγία Τράπεζα, ἐκείνη τήν στιγμή ἔνιωσε, ὅπως διηγεῖτο, ἕνα χέρι ἀόρατο νά πιάνη τά χέρια της καί νά τά ἀπομακρύνη. Ἔκτοτε δέν τόλμησε νά ξαναπλησιάση τήν Ἁγία Τράπεζα.
Σάν νά ἦταν μεγαλόσχημη μοναχή ἡ πολύτεκνη Τατιανή διάβαζε κάθε μέρα καί γνώριζε ἀπό στήθους εὐχές, ὕμνους, κανόνες, τούς χαιρετισμούς, τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως, ψαλμούς, παρακλήσεις, τήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν θεολογικό ὑπομνηματισμό της καί ἄλλα κεφάλαια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Κάποτε ἡ Τατιανή καθάριζε μέχρι ἀργά τό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἦταν πολύ κουρασμένη, τόσο πού ἀδυνατοῦσε νά ἐπιστρέψη στό σπίτι της. Ὅπως ἦταν ἐξαντλημένη παρεκάλεσε τήν Παναγία στίς 4 τή νύχτα νά τήν ξυπνήση γιά νά πάη στό σπίτι της καί νά ξανάρθη γιά τή θεία Λειτουργία καί ἀποκοιμήθηκε μπροστά στήν εἰκόνα της. Πράγματι ἐμφανίστηκε ἕνας νέος μέσα στό μισο- σκόταδο καί τῆς εἶπε: «Τατιανή ξύπνα, ἡ ὥρα εἶναι τέσσερις».
Κάποιος ἱερέας πού λειτουργοῦσε στό ναό εἶχε ἕνα πολυχρόνιο σοβαρότατο πρόβλημα. Πίστευε ὅτι δέν θά ξεπεραστῆ ποτέ. Ἕνα πρωϊνό πού πῆγε νά λειτουργήση καί βρῆκε τήν Τατιανή στό ναό τῆς ἐκμυστηρεύτηκε τό πρόβλημά του. Τότε αὐτή μέ θαυμαστή ἀποφασιστικότητα τοῦ εἶπε: «Πάτερ, μπές ἐσύ στό Ἱερό νά λειτουργήσης, ἐγώ θά καθήσω στό ναό καί ὁ ἅγιος Γεώργιος θά στέκεται ἔξω στήν πόρτα καί ὅλα θά λυθοῦν». Ὄντως μόλις τελείωσε, τό μεγάλο πρόβλημά του εἶχε λυθῆ καί ὁ ἴδιος ἦταν πολύ χαρούμενος. Ἔκτοτε ὅταν ἔχη δυσκολίες στήν ζωή του βγάζει μερίδα στήν προσκομιδή γιά τήν Τατιανή καί τήν παρακαλᾶ νά βοηθήση μέ τίς προσευχές της πρός τόν Κύριο.
Ὁ π. Γεώργιος Ζέρης πού ἐπί εἴκοσι χρόνια ἦταν ἐφημέριος στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί γνώρισε καλά τήν Τατιανή, μαρτυρεῖ: «Ἡ θεία Τατιανή ἦταν ὄχι ἁπλῶς τακτική στίς ἀκολουθίες, ἀλλά ὅταν πήγαινα ἐγώ γιά τήν ἀκολουθία τό πρωΐ τήν εὕρισκα ἐκεῖ. Εἶχε κλειδιά τοῦ ναοῦ καί πήγαινε αὐτή πρίν ἀπό μένα, ἄνοιγε καί διάβαζε. Τί διάβαζε δέν ξέρω. Ἔκανε τήν προσευχή μόνη της. Ἐγώ ἔβαζα “Εὐλογητός” καί ὅταν τελείωνε ἡ Λειτουργία ἔπαιρνε τό ἀντίδωρό της καί ὕστερα, ἐνῶ ἐμεῖς φεύγαμε, αὐτή συνέχιζε. Πολλές φορές βοηθοῦσε τούς νέους ἱερεῖς στό τυπικό. Τά ἤξερε ὅλα ἀπ᾽ ἔξω. Ἂν ἔκαναν λάθος τούς διώρθωνε, δέν παρέλειπε τίποτε. Στίς νηστεῖες της ἦταν αὐστηρή. Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή δέν ἔτρωγε οὔτε λάδι».
Γύριζε κατάκοπη στό σπίτι καί ἔκανε προσευχές καί διάβαζε. Ἡ συνηθισμένη εἰκόνα ἦταν νά εἶναι καθιστή στό πάτωμα νά φορᾶ τά γυαλιά της, νά κρατᾶ ἀνοιχτό τό Εὐαγγέλιο καί νά κοιμᾶται μέ ἀκουμπισμένο τό πρόσωπό της στό Εὐαγγέλιο. Ὅταν ἀρρώσταιναν τά παιδιά της καί τά ἐγγόνια της πήγαινε καί πάνω στό προσκέφαλό τους διάβαζε τό Εὐαγγέλιο. Τό κατά Ἰωάννην τό εἶχε μάθει σχεδόν ὅλο ἀπό στήθους.
Κυρίως μελετοῦσε πάρα πολύ, ἀποστήθιζε καί ἐμβάθυνε στήν Ἁγία Γραφή. Μολονότι ἦταν ὀλιγογράμματη, μέ τήν ἀτομική της μελέτη καταρτίστηκε θεολογικά καί μποροῦσε νά διαλέγεται μέ ἐγγραμμάτους καί θεολόγους. Ἡ Καινή Διαθήκη της ἀπό τήν πολλή μελέτη εἶχε φθαρῆ καί παλαιώσει.
Εἶχε καθαρό νοῦ, δυνατή μνήμη καί ἰσχυρή ἀντοχή ὥστε νά μελετᾶ πολλές ὧρες χωρίς νά κουράζεται. Ἀποστήθιζε εὔκολα αὐτά πού διάβαζε. Εἶχε τό σπάνιο χάρισμα νά ἐνθυμῆται βιβλία πού διάβασε ἢ κηρύγματα πού ἄκουσε μετά ἀπό πενήντα χρόνια. Θυμόταν πολύ καλά τά ρωσσικά, διάβαζε καί τό Εὐαγγέλιο στά ρωσσικά. Ἔλεγε: «Μία βδομάδα παραμονή στήν Μόσχα θά ἔφθανε νά τά θυμηθῶ ὅλα».
Διακρινόταν γιά τό θάρρος καί τήν παρρησία της στό νά ὁμολογῆ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδή στήν περιοχή πού ζοῦσε ἦταν πολλοί ἄθεοι καί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Τατιανή τούς συζητοῦσε καί τούς ἔλεγε νά μετανοήσουν. Τά ἀποτελέσματα βέβαια ἦταν ἐντυπωσιακά. Μ᾽ αὐτό τόν τρόπο ὡδήγησε πολλούς στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Πάντως ὅλοι τήν παραδέχονταν ὡς ἀληθινή μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπό νωρίς μέχρι σχεδόν τήν κοίμησή της κατηύθυνε δυό πολυπληθεῖς κύκλους γυναικῶν. Τήν ἀγαποῦσαν ὅλα τά μέλη τῶν κύκλων, σ᾽ αὐτήν κατέφευγαν σέ κάθε δυσκολία τους γιά παρηγοριά, συμβουλή καί βοήθεια.
Ἔκανε κρυφά πολλές ἐλεημοσύνες καί βοηθοῦσε ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Μία γνωστή της χήρα πού ἔμενε σ᾽ ἕνα δωματιάκι εἶχε τό παιδί της ἄρρωστο. Ὁ γιατρός πού τό ἐξέτασε εἶπε ὅτι πάσχει ἀπό ἀναιμία καί συνέστησε καθαρό ἀέρα, ἀνάπαυση καί πρό παντός καλό φαγητό. Τό ἔμαθε ἡ Τατιανή καί, μή μπορώντας νά προσφέρη τίποτε ἄλλο, πῆρε τό ντορβά της καί χειμῶνα καιρό γύριζε στά χωράφια νά μαζέψη λίγα ραδίκια πού φύτρωναν στά προσήλια μέρη, γιά νά τά πάη στήν χήρα μητέρα τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ νά τά μαγειρέψη, γιατί εἶχε ἀκούσει ὅτι εἶναι δυναμωτικά.
Μολονότι ἁπλῆ καί ἀγράμματη εἶχε ὅμως μία σπάνια τέχνη νά πλησιάζη τούς νέους ἀνθρώπους. Κατώρθωνε νά τήν ἀκοῦν οἱ νέοι καί τά μικρά παιδιά. Εἶχε λογισμένη αὐστηρότητα μαζί μέ ἀγάπη ἀνυπόκριτη καί διάκριση. Ὅταν χρειαζόταν συμβούλευε καί παιδαγωγοῦσε κατά Θεόν ἐπί ὧρες.
Ὡς μητέρα καί ὡς πεθερά ἦταν πολύ καλή. Μέ τίς νύφες της δέν εἶχε προβλήματα, ἦταν ἀγαπημένες. Τίς βοηθοῦσε στίς δουλειές καί τίς συμβούλευε: «Κάντε παιδιά νά μή σᾶς πιάνουν ἀρρώστιες». Ἀπέκτησε συνολικά εἰκοσιδύο ἐγγόνια.
Πήγαινε σέ προσκυνήματα τῆς περιοχῆς μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες μέ τά πόδια. Ὅταν κατέβαινε στήν Ἀθήνα νά δῆ τά παιδιά της προσανατολιζόταν μέ βάση τούς ἱερούς ναούς καί ἀπό ὅποια Ἐκκλησία περνοῦσε ἔμπαινε καί προσευχόταν. Εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια καί τόν ἅγιο Γεώργιο Ἰωαννίνων καί πήγαινε κατά καιρούς στό ναό του γιά προσκύνημα.
Τακτικά ἐπισκεπτόταν τά μοναστήρια τῆς περιοχῆς. Σέ μία ἐπίσκεψή της στήν Παναγία Δοβρᾶ ἐκινδύνευσε ἀπό ἄγριο λυκόσκυλο. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί μία σύντομη προσευχή. Ὁ σκύλος ἀπό μόνος του ἔπεσε στίς πέτρες πληγώθηκε καί ἐξαφανίστηκε.
Ἡ Τατιανή πάντοτε ζοῦσε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή της, ἀνέπνεε Χριστόν, ὁ ὁποῖος τῆς φανέρωνε πολλά θαυμαστά.
Κάποτε ὁ γυιός της πού ἐργαζόταν στό χωριό Ἀγκαθιά, τό ἔτος 1972 τῆς πρότεινε νά τήν πάρη μαζί του γιά νά προσκυνήση στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Πέταξε ἀπό τήν χαρά της. Πῆγαν καί συμφώνησαν μέ τόν φύλακα νά τήν κλειδώσουν μέσα στό ναό μέχρι τίς 2 μ.μ. Τότε τελείωσε τήν ἐργασία του ὁ γυιός της καί πῆγε νά παραλάβη τήν μητέρα του. Τήν βρῆκε κοντά στό Ἱερό νά προσεύχεται συνεπαρμένη. Τήν διέκοψε λέγοντάς της ὅτι φεύγουν καί αὐτή τόν ρώτησε:
‒Μέσα ἐδῶ ἐκτός ἀπό μένα ὑπάρχει κανείς ἄλλος;
‒Ὄχι, μητέρα.
‒Ἔ, λοιπόν ἐνῶ προσευχόμουν ἐδῶ, ἔρχεται ἕνας ἱερέας πού θυμιάτιζε τό ναό καί ἦρθε νά θυμιατίση καί μένα. Τόν ἴδιο τόν ἱερέα σάν νά μήν τόν ἔβλεπα ὁλόσωμο, ἀλλά ἔβλεπα τό θυμιατό νά κουνιέται μέ τά κουδουνάκια καί αἰσθανόμουν τήν εὐωδία τοῦ θυμιάματος.
Λίγες μέρες πρίν νά κοιμηθῆ κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τό τέλος της καί εἶπε στήν μεγάλη της ἐγγονή: «Ἡ ὑπογραφή (γιά τήν ἀναχώρησή μου) μπῆκε. Τό αἰσθάνθηκα καθαρά». Κάλεσε τότε καί τόν εὐλαβέστατο ἱεροψάλτη τοῦ ἁγίου Γεωργίου κ.Κουτσιμανῆν Ἰωάννην καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ Χριστούγεννα θά κάνω στόν οὐρανό, ὄχι ἐδῶ. Δέν θά τά προλάβω». Τόν παρακάλεσε καί τῆς ἔψαλλε ὅλη τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ ὁποία διήρκησε περίπου διόμιση ὧρες, δημιουργήθηκε μιά πνευματική ἀτμόσφαιρα καί χάρηκε ἡ Τατιανή.
Εἶχε φέρει ἀπό τήν Ρωσσία δυό–τρεῖς εἰκόνες. Ἡ μία ἀπ᾿ αὐτές ἦταν μόνο τό ξύλο. Ὄχι μόνο δέν φαινόταν ὁ εἰκονιζόμενος Ἅγιος ἀλλά εἶχαν φύγει τελείως καί τά χρώματα. Λίγες ὧρες πρίν φύγει γιά τό οὐράνιο ταξίδι της, ἡ Τατιανή ἀξιώθηκε νά δῆ τήν εἰκόνα αὐτή στήν ἀρχική της κατάσταση μέ τήν παράσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως τήν ἔκανε ὁ Ἁγιογράφος.
Τά τέλη τῆς Τατιανῆς ἦταν εἰρηνικά. Παρέδωσε τό πνεῦμα της στόν Κύριο προσευχόμενη τήν 17η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1987 καί ἐκηδεύθη τήν ἑπομένη ἡμέρα μέ τήν συμμετοχή πλήθους ἀνθρώπων. Οἱ πάντες ἔδιναν τήν καλή μαρτυρία γιά τήν Τατιανή. Ἕνας φανατικός κομμουνιστής κατά τήν ὥρα τῆς κηδείας της συγκινημένος ἀπό τό τέλος της, εἶπε: «Μακάρι νά πηγαίνουμε καί ἐμεῖς ἔτσι». Ἄλλοι μετά τήν κηδεία ἔπαιρναν ἄνθη πού στόλιζαν τό τίμιο λείψανό της γιά νά τά ἔχουν ὡς φυλαχτό. Ἐπάνω στό μνῆμα της ἔγραψαν καί τό ἀγαπημένο της ἁγιογραφικό χωρίο: «Ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα»[2].
Πρός τό τέλος τοῦ βίου της εἶχε πεῖ σ᾿ ἕνα ἀπό τά παιδιά της: «Ὅ,τι ζήτησα ἀπό τόν Θεό, μοῦ τὄχει δώσει». Καί ἀσφαλῶς δέν τῆς στέρησε τήν ἐπουράνια βασιλεία Του. Ἀπό κεῖ τώρα συνεχίζει νά προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο.
Αἰωνία ἡ μνήμη της. Ἀμήν.
[1]. Ρωμ. ιβ΄, 12.
[2]. Α’ Ἰωάν. β’, 17.