Το Σάββατο 16 Μαρτίου στις 8.30 το πρωί αναχώρησε γαλήνια για το μεγάλο ταξίδι προς την αιωνιότητα η αρχόντισσα κυρά Αγγελική (Κούλα) Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη, η οποία ήδη αναπαύεται στη γη των Ιωαννίνων, που τόσο αγάπησε και εξύμνησε.
Πέρα από τη θλίψη και τον πόνο που η απώλειά της προκαλεί στους οικείους και τους φίλους της, ο θάνατός της σηματοδοτεί ένα μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό στο πολιτισμικό κεφάλαιο της πόλης, αλλά και της Ηπείρου γενικότερα.
«Ο κόσμος λώβιασε απ’ τον παρά…»
Πριν από αρκετά χρόνια, όταν είχα αποφασίσει να ασχοληθώ συστηματικά με τη συγγραφή ενός ηπειρώτικου λεξικού, είχα δοκιμάσει μια μεγάλη πικρία όταν κάποιος συμπατριώτης μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, μου είπε ευθέως: «Και γιατί να σας βοηθήσω να συγκεντρώσετε παλιές λέξεις; Εγώ τι όφελος θα έχω; Εσείς προφανώς θα βγάλετε λεφτά απ’ αυτό…».
Δεν θα με ενοχλούσε αυτό αν το έλεγε ένας εμπαθής ολιγογράμματος. Δυστυχώς, ο άνθρωπος αυτός όχι απλώς είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, αλλά κατείχε και μια κομβική θέση στην εκπαίδευση. Το μόνο που του είπα ήταν ότι, αν υπολόγιζα σε χρήματα τις χιλιάδες ωρών που δαπάνησα γι’ αυτόν τον κοινωφελή σκοπό, θα έπρεπε να είμαι πλούσιος. Φυσικά, ούτε ευρώ δεν έχω λάβει από κάποια χορηγία, αλλά ούτε και προσδοκώ σε οικονομικό όφελος απ’ την προσπάθεια.
Λίγες μέρες μετά, κάποιος φίλος Γιαννιώτης μού μίλησε για την Κούλα (Αγγελική) Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη. Μου είπε ότι ξέρει όσο ελάχιστοι το τοπικό ιδίωμα, έχει απίστευτη διαύγεια πνεύματος, αλλά και είναι πρόθυμη να βοηθήσει με χαρά όποιον της το ζητάει. Της τηλεφώνησα αμέσως και της μίλησα γι’ αυτό που κάνω.
«Παιδί μου, εγώ πώς να σε βοηθήσω; Τι ξέρω εγώ…», είπε με μια αμηχανία, αλλά και με μια γλυκύτητα που διαπερνούσε την τηλεφωνική γραμμή.
«Αν θέλετε, μπορείτε να με βοηθήσετε. Εσείς γνωρίζετε όσο ελάχιστοι την ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων, αλλά και πολλά στοιχεία για την καθημερινότητα εκείνης της εποχής… Δεν το λέω με καμία διάθεση κολακείας, αλλά οι γνώσεις σας για το θέμα είναι πολύτιμες…».
Ο πάγος είχε σπάσει. Εκείνη τη στιγμή κατακτήθηκε μια σχέση πραγματικά μοναδική, που ξεπερνούσε αυτή μεταξύ ερευνητή και χρονομάρτυρα. Χείμαρρος η κυρα-Κούλα, έλεγε τη μία ιστορία πίσω απ’ την άλλη. Μιλούσε με πάθος και νοσταλγία γι’ αυτά που έζησε και που ισοπέδωσε ο χρόνος…
Κάποια στιγμή, μιας και πλέον είχα μεγάλη οικειότητα μαζί της, την ένιωθα δικό μου άνθρωπο, συγγενή μου μπορώ να πω, της εκμυστηρεύτηκα τη συνομιλία με τον άνθρωπο αυτόν που αρνήθηκε να μιλήσει για το ιδίωμα της περιοχής του, με το επιχείρημα ότι αυτός δεν θα έχει κάποιο όφελος.
Μόλις τελείωσα την εξιστόρηση, η απολύτως εύστοχη γνωμοδότηση της κυρα-Κούλας με άφησε άφωνο: «Λώβιασε ο κόσμος απ’ τον παρά!», δηλαδή η κοινωνία μολύνθηκε απ’ το χρήμα. Ήταν μία απ’ τις κορυφαίες αποτυπώσεις της θυμοσοφίας της, και βέβαια έχει ήδη αποθησαυριστεί στο Ηπειρώτικο Λεξικό.
Μια ζωή μυθιστορηματική
Σεβόμενος την ιερή ιδιωτικότητα και εχεμύθεια των συνομιλιών μας, κατέγραφα μόνο όσες πληροφορίες έχουν γενικότερο ενδιαφέρον. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, διέθετε κατά τεκμήριο αξιοθαύμαστη πνευματική διαύγεια. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πριν από λίγο καιρό αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα «Πρωινός λόγος», με θέματα που αφορούσαν τη ζωή κατά τις περασμένες δεκαετίες, την τοπική ιστορία, αλλά και προβληματισμούς για τα ζητήματα της σύγχρονης εποχής.
Η κυρα-Κούλα Τζαλμακλή Χατζηγιάννη, η θετή μου γιαγιά (δική της η προτροπή «να με θεωρείς γιαγιά σου, όπως κι εγώ εσένα σε βλέπω σαν τον μεγάλο εγγονό μου»), γεννήθηκε το 1925 στα Γιάννενα. Έζησε σε χρόνια πραγματικά ταραγμένα. Η πόλη των Ιωαννίνων είχε απελευθερωθεί μόλις πριν από 12 χρόνια (οι γονείς και οι παππούδες της είχαν γεννηθεί επί Τουρκοκρατίας), ενώ ζούσαν και δραστηριοποιούνταν αρκετοί Εβραίοι αλλά και Τουρκογιαννιώτες (εκχριστιανισθέντες οι περισσότεροι εξ αυτών). Με χαρά και συγκίνηση μού έλεγε για έναν φίλο της Εβραίο, συμμαθητή της στα Γιάννενα, ο οποίος το 1950 μετεγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Ισραήλ. Της τηλεφωνούσε τακτικά μέχρι πριν από τρία χρόνια (οπότε πέθανε), γιατί ήθελε να αναπολούνε τα περασμένα. Μιλούσαν με τις ώρες.
Η κυρα-Κούλα, γέννημα-θρέμμα Γιαννιώτισσα, πήγε σχολείο το 1932, στο Α΄ Δημοτικό, το Καπλάνειο. Θυμάται σαν να ήταν χθες τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές της, τους δασκάλους της, το κτίριο του σχολείου, χαρές και λύπες εκείνης της εποχής.
Ήταν ασυμβίβαστη από μικρό κορίτσι. Το έλεγε ανοιχτά πως ήδη από το δημοτικό σχολείο δεν την ενδιέφερε η ιδέα να είναι μια καλή μαθήτρια. Το ίδιο έκανε και στο γυμνάσιο. Ταυτόχρονα όμως αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Εκ πρώτης όψεως οξύμωρο, όμως για όποιον την ήξερε ήταν απολύτως φυσιολογικό. Η κυρα-Κούλα ήταν ένας άνθρωπος που κοιτούσε την ουσία, όχι τους τύπους. Σε εποχές πάρα πολύ δύσκολες, η ίδια πήγαινε κόντρα στο ρεύμα και έκανε αυτό που τη γέμιζε ψυχολογικά και πνευματικά. Μεγάλωσε με αγάπη, την οποία την ανταπέδωσε αφειδώς όχι μόνο στα μέλη της υπέροχης οικογένειας που η ίδια δημιούργησε (με συνοδοιπόρο τον αείμνηστο Κώστα Χατζηγιάννη), αλλά και σε όποιον την προσέγγιζε.
Η αγάπη της για το διάβασμα (κυρίως για λογοτεχνικά και ιστορικά βιβλία) απέδωσε πλούσιους καρπούς, αφού έγινε επιτυχημένη επιχειρηματίας, αλλά και απέκτησε ζηλευτή ευρυμάθεια και ένα αξιοσημείωτο ταλέντο στο γράψιμο. Πέρα από το αξιόλογο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Στα Γιάννενα σάς γκιζερώ του περασμένου αιώνα», αρθρογραφούσε τακτικά στον τοπικό Τύπο, ενώ πολλοί ήταν οι εκπαιδευτικοί, οι ερευνητές και οι δημοσιογράφοι που της είχαν πάρει συνεντεύξεις, αξιοποιώντας τις μοναδικές γνώσεις της για τη ζωή κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά και πρόεδρος του Συλλόγου Παλαιών Γιαννιωτών, μιας και τα Γιάννενα ήταν πάντα ενθρονισμένα στην καρδιά της. «Τ’ς κ’βέντις πο’ ‘λιγαν οι παλιοί ιγώ τ’ς έβανα στ’ν τσέπη μου…», μου έλεγε συχνά, δηλαδή πάντα έδειχνε ενδιαφέρον και αποτύπωνε στο μυαλό της όσα άκουγε απ’ τους ηλικιωμένους, ήδη από τότε που η ίδια ήταν παιδί.
Ας μην μακρηγορήσω όμως άλλο επ’ αυτού. Θέλω να δώσω τον λόγο στην υπερπολύτιμη πληροφορήτρια κυρα-Κούλα, η οποία αναπολεί τα μαθητικά της χρόνια μιλώντας στο τοπικό ιδίωμα: «Τα γκυδώνια τ’ αγοράζαμαν στου μπακάλη ένα πινηνταράκι (50 λεπτά, μισή δραχμή) κι τα ’πιρναμαν στου σκουλειό για κουλατσιό… Άμα τ’ αγόραζαμαν μισιακό (εξ ημισείας) ή θέλαμαν να δώκουμι κι στ’ φιλινάδα μας, του βαράγαμαν στουν κιουσέ (γωνία) για να κουπεί στ’ μέση... Έτρεχαν τα ζ’μιά απ' του γκυδώνι κι λιρώνουνταν ου τοίχους, σα να είχι λιρουθεί από καφέ... Αυτά γένουνταν προυπουλιμικά στα Γιάννινα, το 1937...».
Τα πάντα ήταν τότε διαφορετικά στα Γιάννενα: «Τα παλιά τα χρόνια, πήγιναν μι βάρκις στ' μεσόλιμνη κι έπιρναν νιρό για πιει (πόσιμο). Ήταν δάκρυ του νιρό (πεντακάθαρο). Σηκώνονταν πέντι η ώρα του πρωί, για να ’ναι καθαρό, να μην τ’ ανακατεύουν τα κουπιά απ’ τς βάρκις...». Φυσικά, πήγαιναν με βάρκες μακριά από τις όχθες, περίπου στο μέσον της λίμνης, όπου αναβλύζει νερό, και μάλιστα το πωλούσαν. Ένας από αυτούς τους νερουλάδες ήταν και ο Εβραίος Σιλομό (Σολομών). Ένας καλοκάγαθος και ταλαιπωρημένος άνθρωπος, όπως τον θυμούνται οι παλιοί Γιαννιώτες. Μάλιστα, σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, επειδή πάντα κρατούσε δυο γκιούμια (κουβάδες) με νερό, είχε ασταθές βάδισμα λόγω του μεταφερόμενου βάρους. «Σιλομό, μια στράτα», ήταν η παραγγελία προς τον νερουλά Σιλομό. «Ίσια (αμέσως), πασιά μ’...», απαντούσε αυτός. «Για πηρέτιου (δηλ. για οικιακή χρήση) μάς ήφιρνι ου Σιλουμός νιρό απ’ τη μεσόλιμνη... Αυτόν τουν πείραζαν τα πιδιά, αλλά αυτός ήταν καλός, γιλούσι ου καημένους...».
Όμως ο χρόνος κυλάει, έχει ήδη ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα Γιάννενα είναι υπό ιταλική κατοχή, η μικρή Αγγελική μαθαίνει υποχρεωτικά ιταλικά…
«Ιμείς κάθουμασταν στου κάστρου στα Γιάννινα… Τότι του ’40 μάθιναμαν κι Ιταλικά στου σκουλειό… Ιγώ θ’μάμι ακόμα ικειό του βιβλίου του ιταλικό: Il primo libro. Πάει να πει ‘του πρώτου βιβλίου’... Ιγώ είχα μάθει καλά Ιταλικά... Τα Γιάννινα είχαν ιταλική κατουχή, ήταν Ιταλοί ιδώ... Θ’μάμι κάπουτι είχι έρθει ένας Ιταλός απ’κάτ’ απ’ του σπίτι κι φώναζι... Ιγώ κατάλαβα ότι ήθιλι να έρθει στου σπίτι... Μου ’πι ου πατέρας μ’ κι άν’ξα τ’ν πόρτα... Ξέρ’ς τι ήθιλι αυτός; Ήθιλι να βρει ένα σπίτι, να έχει παρέα για να τρώει του βράδυ... Θ’μάμι μας έδ’χνι κι μία φουτουγραφία μι του πιδί τ' κι έσκουζι (έκλαιγε)! Καλός άνθρουπους... Είχι έρθει κι άλλις φουρές για να φάει βράδυ στου σπίτι... Θ’μάμι τότι πο’ ’φ’γαν οι Ιταλοί για τ’ν Αλβανία, τουν είδαμαν κι αυτόν τουν έρ’μου μ’ ένα χειράμαξου, κ’βάλαγι πυρουμαχικά... Κι πάει μ’ αυτό στ’ν Αλβανία! Δεν τουν ματάειδαμαν απού τότι...».
Περασμένα κι αξέχαστα…
Η Κούλα Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη με βοήθησε να έρθω σε επαφή και με άλλους πληροφορητές (μία εξ αυτών, η οποία απεβίωσε, είχε γεννηθεί πριν ακόμη απελευθερωθούν τα Γιάννενα από τους Τούρκους), όμως μόνο αυτή είχε αποδεδειγμένα τόσο ισχυρή μνήμη, κυρίως όμως διάθεση να βοηθήσει την έρευνα, χωρίς ποτέ να δυσανασχετήσει. Της τηλεφωνούσα για να τη ρωτήσω παλιές, δυσερμήνευτες λέξεις και η απάντησή της τις περισσότερες φορές ήταν η εξής: «Αχ, τι θυμήθηκα τώρα…». Η νοσταλγία κυριαρχούσε και το ταξίδι πίσω στον χρόνο επαναλαμβανόταν άπειρες φορές.
Θυμόταν από μνήμης πολλά παραδοσιακά τραγούδια. Για παράδειγμα: «Έσκασε το χειλάκι μου σε πέντε-δέκα τόπους. Μήν’ (μήπως) από το γκιντέρι (καημός) μου, μήν’ από τους ανθρώπους;». Άλλο: «Στα Γιάννενα, στον Κουραμπά, έχω ένα χελιδόνι, παρακαλώ τη γειτονιά να μη μου το μαλώνει».
Η αφήγησή της χαρακτηριζόταν από έντονη οπτικοποίηση και θεατρικότητα. Μια μέρα τής είπα ότι ανησύχησα που δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Η απάντησή της: «Τι κιαμέτι (θεομηνία, κατακλυσμός) ήταν αυτό σήμιρα του προυί… Γης κι ουρανός ένα! Δε φαίνουνταν τίπουτα! Κόπ’κι του ρεύμα, χάλασαν κι τα τηλέφουνα...».
Τα λεγόμενά της πάντα είχαν ισχυρό συναισθηματικό φορτίο και λογοτεχνική χροιά, ακόμα κι όταν αφορούσαν τετριμμένα πράγματα. «Αυτά τα λιλέκια (πελαργοί) έρθουντι ιδώ κι γιννάν’... Τότι π’ μιγαλώνουν τα π’λιά, του χινόπουρου, φεύγουν κι ματάρθουντι του Μάρτη... Είνι σαν τα πιδιά, π’ μιγαλώνουν κι φεύγουν... Ιμείς οι γιρόντοι μαναχά κάθουμαστι ιδώ... Δεν πααίνουμι π’θινά...».
«Είχι πουλύ αέρα ιχτέ… Βόγκαγι η λίμνη ιδώ στα Γιάννινα… Σήμιρα έπισι ου αέρας κι λάρουσι (γαλήνεψε) η λίμνη… Κι στα χρόνια τα θ’κά μ’ έλιγαν ότι άμα άρχιζι ου αέρας κι βόγκαγι η λίμνη 'Μπαστί έρ’ξαν!' (έπνιξαν νόθο παιδί)…. Κι άμα δεν το ’βγανι στ’ς 24 ώρις, έλιγαν στ’ς τρεις μέρις θα του βγάλει...»
Καλονοικοκυρά και υπέρκομψη
Η κυρα-Κούλα, εκτός από τα άλλα ταλέντα της, ήταν άριστη νοικοκυρά. Χρυσοχέρα κυριολεκτικά. Κυρά κι αρχόντισσα παλαιάς κοπής. Ακόμη κι όταν είχε σοβαρά προβλήματα με τα πόδια, μετακινούνταν με το μπαστούνι μέσα στο σπίτι για να φτιάξει ένα μερακλίδικο φαγητό ή γλυκό του παλιού καιρού. Κεντούσε κι έπλεκε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Οι δικοί της τής έλεγαν να μην κουράζεται, όμως αυτή θεωρούσε αδιανόητο να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα.
Στο σπίτι της είχε σε περίοπτη θέση ένα παλιό βιβλίο με τίτλο «Η κοινωνική συμπεριφορά στο τραπέζι», το έδειχνε με καμάρι σε όλους.
Η φινέτσα και το καλό γούστο επίσης χαρακτήριζαν την αείμνηστη. Σε μια αφήγησή της μου έλεγε το εξής: Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, οι καλές μοδίστρες στα Γιάννενα δεν αναλάμβαναν να ράψουν ρούχα από κακής ποιότητας υφάσματα (για παράδειγμα που «δεν έχυναν» καλά, δηλ. δεν έκαναν ωραίες πτυχώσεις), αλλά παρέπεμπαν τις υποψήφιες πελάτισσες σε νεόκοπες μοδίστρες, που μόλις «είχαν πάρει ψαλίδι». «-Να του πας στ’ Μαριγούλα να σ’ του ράψει αυτό του ύφασμα... -Για τα μούτρα τ’ς το 'χου... Θα του δώκου σι τιρζίνα (μοδίστρα) να μ’ του ράψει!». «Δε γένισι καλή τιρζίνα άμα σκιάζισι του ψαλίδι... Όλη η μαστουριά είνι στου κόψιμου... Οι τιρζίνις μάς έραβαν ό,τι χρειάζουμασταν... Τα παλιά τα χρόνια δεν ήταν έτοιμα ρούχα... Όταν ήρθαν τα έτοιμα τα ρούχα στα Γιάννινα, ούι τι χαρά κάναμαν... Θ’μάμι είχι ανοίξει ένα μαγαζί π' πούλαγι ζακέτις, μπλούζις για τ'ς γ’ναίκις...».
Η ζωή στο χωριό
Η αείμνηστη Αγγελική θυμόταν με απίστευτες λεπτομέρειες τη ζωή στο χωριό της, τον παππού και τη γιαγιά στο Καπέσοβο. Πήγαινε κάθε καλοκαίρι όταν ήταν παιδί, ενώ και όλη το διάστημα της Κατοχής το πέρασε οικογενειακώς εκεί. Μεταφέρω αυτούσιες τις αφηγήσεις της: «Τότι π’ δούλιβαν οι ιργάτ’σσις στ’ αμπέλι, πήγινι η κυραμάνα (γιαγιά) κι τ’ς έβανι κάτι στου στόμα (λίγου λουκούμι, κανιά καραμέλα), σι ώρις τακτικές… Όχι κάθι λίγου κι λιγάκι… Κάτι τι να τ’ς βάλει στου στόμα… Κι άμα έπιαναν τ’ν κουβέντα οι ιργάτ’σσις, δεν τ’ς μάλουνι, αλλά τ'ς έλιγι: ‘Αναγκάστι (βιαστείτε), κουπέλις! Ψια (λίγο) μι χέρια...’. Αυτό έλιγι...».
«Μι τουν καρβιλιάρη (ξύλινο φτυάρι για τον φούρνο) έβαναν του ψουμί ουλόβουλου (ολόκληρο) κι… ταγκ! Το ’ρ’χναν στ' μαυρόπλακα κι ψένουνταν… Η κυραμάνα μ’ (γιαγιά) έφκιανι χάσικου ψουμί (από καθαρό σταρένιο αλεύρι)... Χασικούρα... Καταΐσιου... Στ’ν πλάκα τα καρβέλια, μι τουν καρβιλιάρη... Κι δεν το ’κουβι μι του μαχαίρι, φέτις... Του τσάκ’ζι στου γόνατου... Ταγκ! Κόβουνταν μιγάλου κουμμάτι, του μ’σό του καρβέλι! Κι τρώγαμαν ιμείς τ’ αγγόνια... Προυτού τουν πόλιμου (ενν. 1940) αυτά π’ σ’ λέου...».
«Είμαι μεγαλύτερη… απ’ όλες τις συμμαθήτριές μου!»
Ένα άλλο χάρισμα της κυρα-Κούλας ήταν το πραγματικά μοναδικό χιούμορ της. Μια μέρα μού είπε: «Εγώ είμαι μεγαλύτερη απ’ όλες τις συμμαθήτριές μου, και μάλιστα πολλά χρόνια!». Δεν το κατάλαβα, θεώρησα απορίας άξιο πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό. «Αχ, Βασίλη μου… Οι συμμαθήτριές μου είναι μικρότερες από μένα γιατί την κρύβουν την ηλικία τους, ενώ εγώ τη λέω ξεκάθαρα! Τα έζησα τα χρονάκια μου, γιατί να τα κρύψω όπως κάνουν αυτές; Τις προάλλες, μπροστά μου κιόλας, μια παλιά μου συμμαθήτρια έκρυβε πέντε χρόνια… Δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που κάνουν είναι γελοίο;».
Από το ανεπανάληπτο χιούμορ της δεν γλίτωνε κανείς, ακόμη κι αν επρόκειτο για πρόσωπα που έζησαν πριν από χρόνια. «Ικειά τα χρόνια είχαν πέραση οι άσπρις κι οι παχιές, μι τ’ άσπρα τα μούτρα… Καμάρουναν οι θ’κοί τ’ς... Οι γ’ναίκις άλειφαν τα μούτρα μι σουλμά (ιδιοπαρασκευασμένο καλλυντικό, κρέμα προσώπου)… Ήταν φκιασίδι... Έφκιαναν του μούτρου σα να ’ταν ασβιστουμένου! Σαν προυσουπίδις (μασκαράδες των Απόκρεω) γένουνταν! Δεν ήταν ούτι να γιλάσουν, ούτι να κρίνουν (μιλήσουν), γιατί έσκαγι του μούτρου! Ου σουλμάς ήταν άσπρους... Σα να τ’ς είχις αλείψει μι γιαούρτι πρόβειου! Σα ρ’ζόγαλου ήταν τα μούτρα τ’ς! Άμα τ'ς ήβλιπις χουρίς σουλμά, ήταν καταζαρουμένις...».
Αξιοθαύμαστη γενναιότητα μπροστά στις δυσκολίες
Χωρίς υπερβολή θα μπορούσε να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο μόνο για να καταγράψει το ψυχικό σθένος αυτής της γυναίκας. Δεν λύγισε στις απάνθρωπες δυσκολίες της Κατοχής, στα δεινά του Εμφυλίου, στην πείνα και την εξαθλίωση. Όλα αυτά τα αντιμετώπιζε με ένα πείσμα μοναδικό, με μια περηφάνια αξιοζήλευτη. Δεν διαμαρτυρόταν για τα πόδια που την πονούσαν. «Ε, τι να κάνουμε… Μεγάλοι είμαστε… Ο σιούμπασης (αρχηγός, μεταφορικά το μυαλό) να ‘ναι καλά, αυτό είναι το παν…», έλεγε γελώντας.
Ούτε όμως κι ο μέγας και έσχατος εχθρός όλων μας, ο θάνατος, τρόμαζε την κυρα-Κούλα. Τον αντιμετώπιζε με αξιοπρέπεια και λεβεντιά, για να μην πω με περιφρόνηση. Όταν ο Χάρος θέρισε ξαφνικά τον λατρεμένο γιο της Γιώργο, η μητέρα του τον θρήνησε μεν και η θλίψη φώλιασε για πάντα στην ψυχή της, αλλά δεν την ισοπέδωσε. Τραυματισμένη ψυχολογικά, με πόνο ανείπωτο στην καρδιά, όμως ορθοπόδησε και πάλι, για χάρη των δικών της ανθρώπων.
Με μελαγχολία μού μιλούσε για το ότι «έφυγαν» οι περισσότεροι συνομήλικοί της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει συνομιλητή για να μιλήσει στο τοπικό ιδίωμα.
Στα κείμενα που έγραφε κάθε βδομάδα στον τοπικό Τύπο αποτύπωνε τους προβληματισμούς του πολίτη που αγωνιά για την τύχη του τόπου του, όχι μόνο της πόλης του, αλλά και της χώρας του συνολικά. Πριν από λίγα χρόνια μού είχε πει: «Βασίλη μου, τα πράγματα σήμερα είναι χειρότερα κι απ’ την Κατοχή! Τότε ξέραμε ποιον έχουμε απέναντί μας, ποιον πολεμάμε… Σήμερα είναι αόρατος ο εχθρός. Τότε είχαμε ένα όραμα. Ειδικά όταν άρχισε να διαφαίνεται η νίκη των συμμάχων, είχαμε όλοι μια ελπίδα, ότι θ’ απελευθερωθούμε και θα καλυτερέψει η ζωή μας… Ενώ σήμερα ο κόσμος είναι απελπισμένος, η κατάσταση χειροτερεύει μέρα με τη μέρα…».
Πολύτιμο φυλαχτό η ευχή της!
Το Σάββατο 9 Μαρτίου, παραμονή της Τυρινής, ήμουν στο σπίτι της κυρα-Κούλας, στη Ζωοδόχο. Ηλιόλουστη η μέρα, οπότε ήπιαμε τον καφέ στην αυλή. Η κυρα-Κούλα απολάμβανε τη φροντίδα και την αγάπη των ανθρώπων της και αγνάντευε γαλήνια το Μιτσικέλι.
Συγκινήθηκα όταν την είδα καταβεβλημένη. Δεν παραπονέθηκε για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για το ότι λόγω προβλημάτων όρασης δεν μπορούσε πλέον να διαβάσει και να γράψει! «Διάβασε» τη θλίψη μου. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. «Βασίλη, θέλω να με θυμάσαι…». «Μα αυτό είναι αυτονόητο, κυρα-Κούλα μου! Ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω! Σου είμαι ευγνώμων για τη βοήθειά σου…», ψέλλισα και με δυσκολία πλέον προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα. Ζήτησα την ευχή της. «Την έχετε, παιδί μου… Κι εσύ κι όλος ο κόσμος! Κι ακόμα μεγαλύτερη ευχή για όσους αγαπάνε τα βιβλία και διαβάζουν…», είπε συγκινημένη. «Σου εύχομαι όχι απλώς να τα κατοστήσεις, αλλά να ζήσεις πολύ πάνω απ’ τα εκατό!», της είπα κομπιάζοντας. «Σπάρα απ’ τον τόπο σου! (κουνήσου απ’ τη θέση σου)… Έζησα εγώ…», φώναξε χαμογελώντας η γλυκύτατη γιαγιά, με την πληρότητα της ζωής ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Της υποσχέθηκα να ανταμώσουμε το Πάσχα. Ο Χάρος μάς πρόλαβε και χάλασε τα σχέδιά μας. Η κυρα-Κούλα πέρασε ήδη στη χορεία των αθανάτων, πλήρης αγάπης, βιωμάτων και προσφοράς!
Αιωνία η μνήμη της
!