Γεννήθηκε τό 1879 στό Χωριό Κουραμάδες Κερκύρας ἀπό γονεῖς πολύ φτωχούς ἀλλά πολύ τίμιους καί πιστούς. Ὁ πατέρας της λεγόταν Χριστόδουλος Σγοῦρος καί ἦταν ἀπόγονος Βυζαντινῆς οἰκογένειας πού εἶχε ἐγκατασταθῆ ἀπό αἰῶνες στήν Κέρκυρα. Ἡ μάννα της λεγόταν Κωνσταντίνα Γραμμένου. Προερχόταν ἀπό πολύτεκνη οἰκογένεια.
Ἀπό τά πρῶτα της χρόνια ἔζησε τήν μεγάλη φτώχεια, τήν στέρηση καί τόν θάνατο μέσα στήν οἰκογένειά της. Ἀπό τά δώδεκα παιδιά πού ἔφεραν στόν κόσμο οἱ γονεῖς της μόνο πέντε ἐπέζησαν καί ἀπό αὐτά ἕνα ἦταν σωματικά ἀνάπηρο καί ἕνα διανοητικά. Τίποτε δικό τους δέν εἶχαν ἐκτός ἀπό ἕνα μικρό σπιτάκι πού ἔμεναν.
Τά λίγα κτηματάκια πού καλλιεργοῦσαν ἦταν ξένα, ἀρχοντικά καί ἔδιναν μεγάλο μερίδιο ἀπό τήν σοδειά τους στούς κατόχους.
Εἶχαν ὅμως πολλή πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη στόν Θεό. Ὁ πατέρας της οὐδέποτε βλασφήμησε γιά τήν δυστυχία του καί γιά τούς θανάτους τῶν παιδιῶν του. Ἀντίθετα εὐχαριστοῦσε τόν Θεό πού τά παιδιά του ἀξιώνονταν νά γίνουν Ἄγγελοι.
Ἡ Ἀθηνᾶ ὡς πιό μεγάλη (δεύτερη κατά σειρά), ἐπωμίστηκε καί αὐτή τό βάρος καί τήν φροντίδα τῆς οἰκογένειάς της ἀπό ἡλικίας πέντε ἐτῶν. Ἡ μάννα της ξενοδούλευε καί τῆς ἄφηνε ὅλη τήν εὐθύνη νά φροντίση τά μικρότερα ἀδέλφια της. Δέν εἶχε μέ τί νά τά ταΐση καί λυπόταν πού τά ἔβλεπε πεινασμένα καί δέν μποροῦσε νά τά χορτάση. Δύσκολοι καιροί, φτώχεια καί ἀνέχεια.
Σέ ἡλικία ἑπτά ἐτῶν πήγαινε καί αὐτή μέ τήν μάννα της στήν ξένη δουλειά, πού ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν τόσο σκληρή ἐνῶ ἡ ἴδια βρισκόταν σέ τόσο τρυφερή ἡλικία.
Ὅμως ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἡλικία εἶχε ζῆλο καί ἄκουγε μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον ὅταν μιλοῦσαν (ἰδίως ὁ πατέρας της) γιά τόν Θεό, τούς Ἁγίους, γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοσή μας. Ἔτσι ἔγινε φορέας καί βίωνε τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἠθικῆς τοῦ Εὐαγγελίου μας.
Παντρεύτηκε σέ μεστή ἡλικία (27 ἐτῶν). Ὁ γάμος της ἔγινε μετά ἀπό περιπέτειες καί ἐπεισόδιο πού πολύ τήν στενοχώρησε. Στό σπίτι πού μπῆκε βρῆκε πολύ ἐχθρικό κλῖμα ἀπέναντί της, γιατί ἡ οἰκογένεια τοῦ ἄνδρα της δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά τήν κάνη νύφη της ἐπειδή ἦταν πολύ φτωχή. Δυστυχῶς καί ὁ ἄνδρας της πολλές φορές στήν πορεία τοῦ γάμου τους παρασυρόταν ἀπό τούς δικούς του. Ἡ στενοχώρια της καί ἡ κακή μεταχείριση ἦταν καί ἀφορμή νά ἀποβάλη τό πρῶτο παιδί της. Κατά τήν ἀποβολή αὐτή ἔπαθε μεγάλη αἱμορραγία καί ὁ γιατρός πού κλήθηκε δέν κατώρθωσε νά τήν βοηθήση. Ὅταν τήν εἶδε νά ἔχη πέσει σέ κῶμα ἀποφάνθηκε ὅτι δέν θά ζήσει γιατί εἶχε πάρει τήν πορεία πρός τόν θάνατο. Ἡ ἀναπνοή της ἐλάχιστη, τό πρόσωπό της κίτρινο, τό σῶμα παγωμένο καί οἱ ὧρες περνοῦσαν μέ ἀγωνία. Ἀπό τό πρωΐ μέχρι ἀργά τό ἀπόγευμα στήν ἴδια κατάσταση. Ἡ μία ἀπό τίς ἀδελφές της προσευχόταν.
Ξαφνικά τήν εἶδαν νά ἀνοιγοκλείνη τά μάτια της, νά ζωηρεύη τό πρόσωπό της, νά κινῆται τό σῶμα της, καί ν᾿ ἀρχίζη νά μιλάη. Τά πρῶτα λόγια της ἦταν: «Ποῦ εἶμαι; Ποῦ βρίσκομαι; Γιατί ἦρθα πάλι ἐδῶ;». Σταυροκοπήθηκαν ὅλοι. Θαῦμα! Πῶς ξαναζωντάνεψε; Ὅταν συνῆλθε ἐντελῶς, ἀναστέναξε βαθιά. «Ἄχ, γιατί νά φύγω ἀπό ἐκεῖ πού ἤμουν;».
«Ἀπό ποῦ;», τήν ρώτησαν οἱ ἀδελφές της. «Ἀκοῦστε καί θά σᾶς πῶ. Βρέθηκα σέ σκοτάδι βαθύ καί ἤθελα νά προχωρήσω, νά φύγω ἀπό ἐκεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φάνηκε πώς κάποιος ἦταν κοντά μου καί ὅπως προχωροῦσα, μέ συνώδευε. Ἤξερε καί τ᾿ ὄνομά μου καί μοῦ εἶπε:
‒Ἀθηνᾶ, μή φοβᾶσαι, ἔλα μαζί μου, πᾶμε ἀπό ἐδῶ.
‒Ποῦ μέ παίρνεις; τόν ρώτησα.
‒Ἔλα καί θά δῆς. Σιγά–σιγά βρεθήκαμε σέ φῶς. Ἔτσι εἶδα κι αὐτόν πού μέ συνώδευε. Ἦταν ἕνας λαμπερός νέος καί εἶχε μία φορεσιά ἄσπρη. Συναντήσαμε ἕνα μεγάλο πορτόνι (ἔτσι ἔμοιαζε) πρός τήν Ἀνατολή. Περάσαμε μέσα. Ἄ! Τί φῶς ἦταν αὐτό πού εἶδα! Πιό πολύ ἀπό μέρα μεσημέρι. Καί τί εἴδανε τά μάτια μου ἐκεῖ μέσα! Δένδρα πολλά καί λουλούδια ἀπ᾿ ὅλα τά χρώματα στολίζανε αὐτόν τόν τόπο. Ὅλα καθαρά, ἄστραφταν καί οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὅλοι μέ τά γιορτινά τους σάν νἄτανε πανηγύρι. Τά πρόσωπά τους χαρούμενα καί στέκονταν κατά σειρές ἄνδρες, γυναῖκες καί τραγουδοῦσαν. Πολλοί μοῦ μιλοῦσαν, μέ χαιρετοῦσαν. “Καλῶς τήν Ἀθηνᾶ”, μοῦ ἔλεγαν. Καί ἐγώ ἤμουν πολύ χαρούμενη, καθώς περνοῦσα μέσα ἀπ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί μέσα ἀπ᾿ αὐτά τά ὡραῖα λουλούδια. Ρώτησα καί ἐγώ αὐτόν πού μέ ἔπαιρνε:
‒Ποῦ εἴμαστε ἐδῶ;
‒Ἄ! Ἐδῶ εἴμαστε στόν Παράδεισο καί ὅλοι αὐτοί πού βλέπεις ἐδῶ, εἶναι οἱ ψυχές πού ὅταν ἦταν στήν ζωή εἶχαν ἀγάπη καί ἔκαναν καλά ἔργα. Νά, αὐτοί εἶχαν αὐτή τήν ἀρετή, οἱ ἄλλοι τήν ἄλλη.
»Ὅσο προχωρούσαμε ὅλο καί πιό πολύ φῶς, ὅλο καί πιό ὄμορφα ἦταν τά πάντα καί περισσότερο χαρούμενα. Δέν ἤξερα τί νά πῶ, ἔτσι ρώτησα πάλι.
‒Δέν μοῦ λές, ἄνθρωπέ μου, ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ὅταν πεθαίνουν, ὅλες ἐδῶ ἔρχονται;
‒Ὄχι, μοῦ λέει, ἂν θέλης πᾶμε νά ἰδῆς ποῦ εἶναι καί οἱ ἄλλες ψυχές.
»Μέ μιᾶς βρεθήκαμε σάν σέ σούρουπο καί ὅσο προχωρούσαμε τόσο σκοτείνιαζε. Μπήκαμε σ᾿ ἕνα πορτόνι σκοῦρο, πού ἦταν πρός τήν Δύση. Καί τί νά δοῦμε ἐκεῖ! Ἀνθρώπους, ἄλλους πεσμένους κάτω, ἄλλους σηκωμένους νά βογγᾶνε, νά κλαῖνε, γυναῖκες μέ ξέπλεκα μαλλιά νά παραδέρνωνται καί μία βρώμα πού δέν ἄντεχα. Προχωρούσαμε καί ὅλο χειρότερα. Ἐδῶ βλέπαμε πολλούς πού ἦταν μέσα σέ ἀκαθαρσίες καί ἄλλους μέσα σέ φωτιά νά καίγωνται.
‒Μά γιατί νἆναι ἔτσι αὐτοί ἐδῶ; ρώτησα.
‒Ἄ, Ἀθηνᾶ μου, αὐτές ἐδῶ εἶναι οἱ ψυχές αὐτῶν πού ἔκαναν τήν τάδε ἁμαρτία, ἐκεῖνοι ἐκεῖ ἔκαναν ἄλλες καί δέν μετενόησαν, γι᾿ αὐτό ἦρθαν ἐδῶ. Ἔτσι μοῦ ἔλεγε γιά ὅλους.
»Πιό πέρα τί νά δῶ! Μέσα ἀπό ἕνα πολύ μεγάλο λάκκο νά βγαίνουν καί νά πετιοῦνται πάνω κάτι σάν σκουπίδια πού πάλι ξανάπεφταν μέσα.
‒Καί αὐτό τί εἶναι; ρώτησα.
‒Αὐτά πού ἀνεβοκατεβαίνουν σ᾿ αὐτό τό βάραθρο εἶναι οἱ πολύ ἁμαρτωλές ψυχές πού καίγονται.
»Μ᾿ ἔπιασε ἀνατριχίλα καί ἄρχισα νά κλαίω, γιατί πολύ πόνεσα πού ἔβλεπα αὐτά. Ξαφνικά ἄκουσα κάποιον νά φωνάζη σ᾿ αὐτόν πού μ᾿ ἔπαιρνε:
‒Πάρε τήν Ἀθηνᾶ ἀπό ἐκεῖ. Γιατί τήν ἔφερες σ᾿ αὐτόν τόν τόπο νά στενοχωρηθῆ; Νά φύγη γρήγορα. Βγήκαμε πάλι στό φῶς, καί ἐκεῖ μοὖρθε ἡ περιέργεια καί τόν ρώτησα:
‒Μά ποιός εἶσαι ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, πού εἶσαι ὅλο κοντά μου, καί ποῦ μέ γνωρίζεις;
‒Εἶμαι Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πού παίρνω τίς ψυχές αὐτῶν πού πεθαίνουν.
‒Ἔ, τότε θά ξέρεις καί γιά τήν ψυχή τῆς Νικολέττας (μιᾶς γνωστῆς μου) ποῦ ἐπῆγε.
‒Αὐτή δέν πῆγε καλά, γιατί δέν ἔκανε ψυχικό (ἐλεημοσύνη) ποτέ της.
‒Καί ἡ ψυχή τῆς Χαρίκλειας (μιᾶς ἄλλης γνωστῆς μου) ποῦ πῆγε;
‒Ἄ, αὐτή ἐπῆγε λαμπάδα στόν Θεό.
»Ρώτησα καί γι᾿ ἄλλες ψυχές ἀπό ἀνθρώπους πού ἤξερα καί μοῦ ἀπαντοῦσε ὅτι ἄλλες πῆγαν σέ καλό μέρος καί ἄλλες σέ ἄσχημο.
‒Καί μένα ποῦ θά μέ πάρεις, τοῦ λέω.
‒Ἐσύ θά γυρίσεις πάλι, μοῦ ἀπήντησε, γιατί σέ φωνάζουν καί δέν ἔχω διορία νά σέ κρατήσω ἄλλο.
»Καί ἔτσι μέ μιᾶς τόν ἔχασα καί βρέθηκα πάλι ἐδῶ».
Πολλοί τήν κορόϊδευαν, δέν τήν πίστευαν, τῆς ἔλεγαν ὅτι ἦταν ὄνειρο. Ἡ ἴδια ἐπέμενε: «Δέν ἦταν ὄνειρο. Ἐγώ τὄζησα αὐτό». Δέν ἦταν ὄνειρο, διότι πέρασαν ἑβδομήκοντα χρόνια καί μετά τό θυμόταν μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες, παρ᾿ ὅλο πού χρειαζόταν πάνω ἀπό μία ὥρα νά τό ἀφηγηθῆ σέ ὅλη του τήν ἔκταση μέ πολλή ἁπλότητα, χωρίς νά προσπαθῆ νά πείση. Ἄλλη ἀπόδειξη ἦταν ἡ βέβαιη πίστη της γιά τήν ἐπουράνια ζωή. Τό μεγάλο ἰσόβιο ἐνδιαφέρον της καί ὁ ἀγώνας της γιά τήν ἐλεημοσύνη, ἡ ἀδιαφορία της γιά τήν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἡ λαχτάρα της νά μιλάη καί νά ἀκούη γιά τόν Χριστό μας, τήν Παναγία μας, τούς Ἀγγέλους, τούς Ἁγίους˙ ὁ πόθος της καί ἡ σίγουρη ἐλπίδα της γιά τήν Ἀνάσταση, (ποτέ της ὅσο ἐκκλησιαζόταν δέν ἔχασε τό Ἑωθινό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς) καί τέλος οἱ ἔγνοιές της, οἱ εὐχές καί οἱ προσευχές γιά ὅλο τόν κόσμο.
Ὡς ἄνθρωπος κι αὐτή εἶχε τά ἐλαττώματά της καί ἐλλείψει πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καί λόγῳ ἄγνοιας μπορεῖ νά διέπραττε μικρά συγγνωστά ἁμαρτήματα. Ὅμως ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη της γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους τά ἐλάφρυνε ὅλα.
Δέν μποροῦσε νά χορτάση, ἂν ἤξερε ὅτι κάποιος δίπλα της πεινάει, οὔτε νά κοιμηθῆ, ἂν ἤξερε ὅτι κάποιος δέν ἔχει κρεββάτι νά μείνη. Μέσα στήν πολυμελῆ οἰκογένειά της ἦταν σκάνδαλο καί εὐλογία. Ὅ,τι μάζευε τό σκόρπιζε χωρίς νά λογαριάζη τήν γκρίνια καί τίς ἀντιδράσεις τῶν ἄλλων. Ποτέ ὅμως δέν τούς ἔλειψαν τά ἀπαραίτητα οὔτε κατά τήν κατοχική καί μετακατοχική φτώχεια.
Στό σπίτι της δεχόταν καί φιλοξενοῦσε ὅλους ὅσοι βρίσκονταν ἄστεγοι στό χωριό ἢ στό Λιβάδι τοῦ Ρόπα, ὅπου εἶχε ἕνα σπιτάκι καί ἔμενε ἐποχιακά. Πέρασαν ἀπό τό σπίτι της, ἔφαγαν καί κοιμήθηκαν σέ δύσκολους καί σέ ἐμπόλεμους καιρούς Σέρβοι, Ἑβραῖοι, Ἰταλοί, πρόσφυγες τῆς Μ. Ἀσίας, ζητιᾶνοι, γυρολόγοι, πλανόδιοι, ἔμποροι, μοναχοί, ἱερεῖς, ἀκόμη τσιγγᾶνοι, ταχυδακτυλουργοί καί ψυχοπαθεῖς.
Ἡ καρδιά της δέν ἔκανε διάκριση, ἔβλεπε τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πού ἔχει ἀνάγκη. Ἔκανε ψυχικό χωρίς νά ἀποβλέπη σέ ἀνταμοιβή. Δέν φοβήθηκε ποτέ οὔτε σκέφθηκε μήπως κινδυνεύση ἀπό τούς κάθε εἴδους ἀνθρώπους πού φιλοξενοῦσε. Σκεφτόταν ἁπλά καί πίστευε στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔμενε στό Λιβάδι (δυό ὧρες μακρυά ἀπό τό χωριό), τό σπίτι της γινόταν τό μόνο ἀποκούμπι γιά κάθε χωριανό καί μή πού ξέμενε ἐκεῖ ἀπό κακοκαιρία. Τό μέρος ἐκεῖ ἦταν σχεδόν ἔρημο. Τί νά τούς δώση νά φᾶνε; Δέν μεριμνοῦσε. «Ἔχει ὁ Θεός», ἔλεγε. Ἡ ἀγάπη πάντα οἰκονομάει. Λίγο καλαμποκίσιο ἀλεύρι γιά μία κουλούρα στήν χόβολη, μέ λίγο ρύζι μέ θρούμπα καί δυόσμο θά χόρταιναν ὅσοι κι ἂν ἦταν. Καί ὅταν ἡ καρδιά της λαχταροῦσε νά προσφέρη καί κάτι ἄλλο ἀλλά δέν εἶχε, συνέβαινε μερικές φορές καί τό ἑξῆς ἀξιοθαύμαστο. Ἔρχονταν οἱ γάτες ἀπό τόν κάμπο πού κυνηγοῦσαν καί τῆς ἔφερναν πότε ὀρτύκια, πότε λαγουδάκια, πού ἀφοῦ τά σκότωναν, τά ἄφηναν στά πόδια της νιαουρίζοντας. Τό περίεργο ἦταν ὅτι δέν τῆς ἔφεραν ποτέ ἀκάθαρτο.
Ἐκεῖ στό Λιβάδι ἀξιώθηκε καί ἑνός ὁράματος. Ἐνῶ στεκόταν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της ἕνα βράδυ εἶδε σέ μία στιγμή τόν οὐρανό νά ἀστράφτη. Νόμισε ὅτι θά βρέξει. Ὅμως τό φῶς μεγάλωνε καί ἔφεξε ὅλος ὁ κάμπος σάν νά ἦταν μέρα. Τό φῶς, ὅπως ἔλεγε, προερχόταν ἀπό κάτι πού ἔβλεπε στόν οὐρανό πού ἔμοιαζε σάν ὁλόφωτο ἅρμα σέ σχῆμα πολυελαίου. Καθώς περνοῦσε πάνω ἀπό τό κεφάλι της ἔμεινε ἔκθαμβη ἀπό τήν ὀμορφιά του. Τό παρακολούθησε μέχρι πού χάθηκε στίς πλαγιές ἑνός λόφου. (Κανείς ἄλλος ἀπό τήν γύρω περιοχή δέν τό εἶδε, ἐκτός ἀπό ἕνα κοριτσάκι ὀκτώ χρόνων πού ἔβοσκε τά πρόβατα). Σταυροκοπήθηκε, δέν μποροῦσε νά τό ἐξηγήση. Ὕστερα ὅμως ὁ λογισμός τῆς εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο γιά τό χερουβικό ἅρμα πού πήγαινε σ᾿ ἕνα ἐρημοκκλήσι, τόν ἁη–Γιώργη, πού οἱ ἄνθρωποι τό εἶχαν ἐγκαταλείψει καί ἔμενε χρόνια ἀλειτούργητο.
Ζοῦσε μέ πολλή ἁπλότητα καί καθαρότητα. Ἔνιωθε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ κοντά της καί εἶχε πάντα χαρά. Εἶχε ὅμως καί πειρασμούς καί πολλές δοκιμασίες στήν ζωή της. Ὁ ἄνδρας της δέν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἦταν νευρικός, βλασφημοῦσε καί αὐτή πληγωνόταν.
Νέος μετά ἀπό ἕνα ἀτύχημα ἔχασε ἐντελῶς τό φῶς του καί ἡ ἴδια ἔπρεπε νά ὑπομείνη τήν σοβαρή αὐτή ἀναπηρία καί τίς συνακόλουθες παραξενιές του. Περισσότερο ὅταν μετά ἀπό λίγα χρόνια ἔπεσε, χτύπησε καί ἔμεινε παράλυτος. Ἡ κόρη της εἶχε γεννηθῆ ἀνάπηρη ἀλλά ἦταν καί αὐτή ἰδιότροπη, ἀνυπάκοη καί ἀτύχησε πολύ στόν γάμο της. Ὁ γυιός της μικρός ἦταν πολύ φιλάσθενος. Τρεῖς φορές κινδύνευσε νά πεθάνη. Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μέ τίς προσευχές της τόν γλύτωσε καί τοὔδωσε καί πολλά παιδιά.
Ἡ ἴδια εἶχε πάντα προβλήματα μέ τήν ὑγεία της πού τήν βασάνιζαν μέχρι τό τέλος της. Παρ᾿ ὅλα αὐτά δέν γόγγυσε ποτέ. Πάντα εὐχόταν. Ἔκλαιγε μετά κλαιόντων καί ἔχαιρε μετά χαιρόντων. Προσευχόταν γιά ὅλον τόν κόσμο, γνωστούς καί ἀγνώστους, πρίν κοιμηθῆ κάθε βράδυ. Ἡ προσευχή της κρατοῦσε ἀρκετή ὥρα.
Τελευταῖα αὐτό πού τήν στενοχωροῦσε πολύ ἦταν ὅτι δέν εὕρισκε νά κάνη ἐλεημοσύνη. Οἱ ἄνθρωποι πλέον δέν εἶχαν ἀνάγκες, ὅπως παλαιά καί οἱ ζητιάνοι ἐξαφανίστηκαν. Πῶς θά χόρταινε ὅμως χωρίς νά δώση τίποτε; Ἀλλά ὁ Θεός τήν εὐσπλαχίσθηκε καί τῆς ἔστελνε ζητιάνους. Ὅταν κατέβαινε κάθε πρωΐ ἀπό τό σπίτι της, στήν πόρτα τῆς ἔκαναν ὑποδοχή κάθε εἶδος ζώων. Σκύλοι, γάτες, κότες, περιστέρια, σπουργίτια. Ὅλα τήν συνώδευαν στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ, σέ ὅλα κάτι εἶχε νά δώση, ὅλα καταλάβαιναν τήν ἀγάπη της, δέν τήν φοβόνταν, ἔτρωγαν μέσα ἀπό τά χέρια της, ἀκόμη καί αὐτά τά σπουργίτια πού δέν πλησιάζουν σέ ἄνθρωπο. Κοίταζε καί στά πόδια της μήπως ὑπάρχουν μυρμήγκια νά τά ταΐση κι αὐτά, καί χαιρόταν τόσο πολύ, σάν τήν Εὔα στόν Παράδεισο.
Τά τέλη της ἦταν χριστιανικά καί εἰρηνικά, ὄχι ὅμως καί ἀνώδυνα. Ἕνα πρωΐ σηκώθηκε μετά ἀπό μέρες πού εἶχε μείνει ἄρρωστη στό κρεββάτι, νά ταΐση τά πουλιά πού τῆς χτυποῦσαν τό τζάμι καί φώναζαν, ἔπεσε καί κτύπησε. Ἔκτοτε πονοῦσε καί ὑπέφερε.
Ζήτησε τόν παπᾶ νἄρθη νά τήν διαβάση γιατί ἔτσι πίστευε ὅτι θά γινόταν καλά. Ὁ παπᾶς ὅμως δέν ἦρθε ἐγκαίρως. Ὅταν ἦρθε τοῦ εἶπε μόλις τόν εἶδε: «Τώρα, παπᾶ μου, εἶναι ἀργά πού ἦρθες, ἐγώ θά φύγω ἀπόψε».
Τήν τελευταία αὐτή μέρα, 11 Φεβρουαρίου 1976, ἑορτή τῆς ἁγίας Θεοδώρας καί τοῦ ἁγίου Βλασίου εἶχε πολλούς πόνους ἀλλά καί μία γαλήνια χαρωπή προσμονή. Ἀπό τό πρωΐ ἄρχισε νά παραγγέλνη τά τῆς κηδείας της. Τί ροῦχα θά τῆς φοροῦσαν, πῶς καί ποιοί θά τήν ἔντυναν, πῶς θά τήν κτένιζαν, ποιοί παπάδες θἄρχονταν κ.λ.π.
Μετά κάλεσε νἄρθουν οἱ γειτόνισσες καί ἡ νύφη της, ἀπό τήν ὁποία, ἀφοῦ τήν χαιρέτησε, ζήτησε συγχώρηση, ἂν ποτέ τήν εἶχε πικράνει. Ἐπίσης καί ὅσους ἐπήγαιναν νά τήν δοῦν, ἕναν–ἕναν τούς χαιρετοῦσε καί ζητοῦσε τήν συγχώρησή τους. Πρός τό σούρουπο ἡ ἀνυπομονησία της μεγάλωσε. Εἶπε νά προσευχηθοῦν στόν Θεό νά τήν πάρη γρήγορα, νά μήν τήν ἀφήση ὅλη νύχτα. Δέν πίστεψαν οἱ συγγενεῖς της ὅτι θά ἔφευγε ἐκείνη τή νύχτα. Εἶπε στή νύφη της νά ξυπνήση καί τούς ἄλλους, ἀλλά δέν τήν πίστεψε ἐπειδή τήν ἔβλεπε νά ἔχη τά λογικά της καί τήν ὁμιλία της. Ἐκοιμήθη πρίν ἀπό τίς δύο καί τά τελευταῖα της λόγια ἦταν: «Ὄμορφα–ὄμορφα».
Ὀκτώ ὧρες πού ἔμεινε μέσα στό φέρετρο τό σῶμα της ἦταν ζεστό ἀκόμη. Τό πρόσωπό της γαλήνιο, ροδαλό, χαμογελαστό καί ἀρρυτίδωτο, σάν πρόσωπο κοριτσιοῦ καί ὄχι αἰωνόβιας γριούλας 97 ἐτῶν.
Ὁ Κύριος ἂς ἀναπαύση τήν ψυχή της, ὅπως καί ἐκείνη ἐλέησε καί ἀνέπαυσε τόν Ἴδιο στό πρόσωπο κάθε δεινοπαθοῦντος ἀνθρώπου.
Ἀμήν.
(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)