Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Γερόντισσα Ἄννα



site analysis


Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Η μα­κα­ρι­στή γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να Γι­ο­βά­νο­γλου γεν­νή­θη­κε τό 1903 στήν Πάν­ορ­μο τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ εὐ­λα­βεῖς, τόν Ἰω­άν­νη καί τήν Δή­μη­τρα. Ἦ­ταν πρω­τό­το­κη καί εἶ­χε ἄλ­λα ὀ­κτώ ἀ­δέλ­φια. Στήν βά­πτι­ση τῆς δό­θη­κε τό ὄνο­μα Ἀνα­στα­σία.
Μέ τήν ἀν­ταλ­λα­γή τῶν πλη­θυ­σμῶν με­τά ἀ­πό τα­λαι­πω­ρί­ες ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό χω­ριό Πη­γά­δια Κυρ­γί­ων Δρά­μας. Στά Πη­γά­δια ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­γι­νε κτη­νο­τρό­φος. Αὐ­τή ὡς με­γα­λύ­τε­ρη φρόν­τι­ζε γιά τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της για­τί καί ἡ μη­τέ­ρα της ἐρ­γα­ζό­ταν.
Ἀ­πό μι­κρή ἀ­γα­ποῦ­σε τόν Χρι­στό. Ὅταν μι­λοῦ­σε γιά τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γία ἔκλαι­γε. Ἀπό μι­κρή κρα­τοῦ­σε ὅλες τίς νη­στεῖ­ες καί κρέ­ας δέν ἔφα­γε πο­τέ. Ὅταν πή­γαι­ναν στό χω­ριό της μο­να­χοί ἀ­πό τά Κύρ­για, αὐ­τή πή­γαι­νε κον­τά τους καί ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­η γιά τόν Χρι­στό. Δέν πῆ­γε σχο­λεῖ­ο, δέν ἤ­ξε­ρε νά­ δι­α­βά­ζη. Προ­σευ­χό­ταν καί με­ρι­κές νύ­χτες ἄ­κου­γε ἀγ­γε­λι­κές ψαλ­μω­δί­ες.
Δι­η­γεῖ­το: «Ἤμα­σταν ἐν­νιά ἀ­δέλ­φια καί μό­νο κρα­τού­σα­με (τη­ρού­σα­με) τοῦ πα­τέ­ρα μας τόν λό­γο. Ἀλ­λά ἦρ­θε και­ρός πού νά μήν τόν κρα­τή­σω ἐ­γώ, για­τί ἤ­μουν με­γα­λύ­τε­ρη τριά­ντα χρό­νων κο­πέλ­λα καί ἦρ­θε και­ρός νά παν­τρευ­τῶ καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου ὅ­λα με­γά­λω­σαν καί ἦ­ταν γιά παν­τρειά καί μουρ­μού­ρι­ζαν (γόγ­γυ­ζαν) ἐ­ναν­τί­ον μου, πό­τε θά παν­τρευ­τεῖς; Τί θά κά­νεις;».
Πα­ντρεύ­τη­κε ἕνα νέο ὀνό­μα­τι Γιάν­νη πού εἶ­χαν γιά βο­σκό στά πρό­βα­τά τους. Ἐπει­δή οἱ γο­νεῖς της δέν συ­γκα­τα­τέ­θη­καν, τήν ἔδιω­ξαν ἀπό τό σπί­τι. Ὁ σύ­ζυ­γός της μιά βδο­μά­δα με­τά ἀπό τόν γά­μο τους πῆ­γε στήν Κο­ζά­νη νά δῆ τούς δι­κούς του καί δέν ξα­να­γύ­ρι­σε πο­τέ, οὔ­τε καί ἔμα­θε τί ἀπέ­γι­νε. Ἡ ἴ­δια δέν γόγ­γυ­ξε πο­τέ, δέν τόν κα­κο­λό­γη­σε, δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Τόν συγ­χω­ροῦ­σε καί ἔλε­γε νά εἶ­ναι κα­λά. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­τσι ἤ­θε­λε ὁ Θε­ός καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε».
Ἡ Ἀνα­στα­σία ἐγκα­τα­λει­μέ­νη ἀπό ὅλους καί πε­ρι­μέ­νο­ντας παι­δά­κι, ἀ­πελ­πί­στη­κε καί ἐ­πι­χεί­ρη­σε νά πέ­ση σέ μιά λί­μνη, νά κά­νη κα­κό στόν ἑ­αυ­τό της. Τό­τε ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε: «Μπῆ­κα μέ­σα στήν λί­μνη καί ὅ­ταν τό νε­ρό ἔ­φθα­σε μέ­χρι τόν λαι­μό, ἔ­νι­ω­σα ἕ­να φτε­ρού­γι­σμα πί­σω ἀ­πό τό σῶ­μα μου καί ἄ­κου­σα μιά φω­νή: “Τέ­τοι­α ψυ­χή ποῦ θά τήν ρί­ξεις μέσ᾿ τόν βοῦρ­κο;”. Μᾶλ­λον θά ἦ­ταν ὁ φύ­λα­κας ἄγ­γε­λός μου. Τό ἄγ­γιγ­μα τῆς φτε­ρού­γας ἀ­κό­μα τό θυ­μᾶ­μαι. Χα­ρά­χτη­κε στήν μνή­μη μου».
Ὕ­στε­ρα κα­τέ­φυ­γε σέ μιά θεί­α της, τήν Σο­φί­α, ἡ ὁ­ποί­α τήν πε­ρι­έ­θαλ­ψε, τήν βο­ή­θη­σε νά γεν­νή­ση τό παι­δά­κι καί με­τά τό με­γά­λω­σαν μα­ζί, για­τί ἡ Ἀνα­στα­σία ἐρ­γα­ζό­ταν στά κα­πνά, στό Δο­ξᾶ­το καί στά Κύρ­για.
Στε­νο­χω­ρι­ό­ταν γιά τήν κό­ρη της Βε­νέ­τα πού δέν εἶ­χε πα­τέ­ρα. Ἔ­λε­γε: «Δέν πει­ρά­ζει, βρέ παι­δά­κι μου, ἔ­χεις ἐ­μέ­να, ἐ­γώ σέ φρον­τί­ζω, ἐ­γώ καί μάν­να καί πα­τέ­ρας». Ἔ­κα­νε τό πᾶν νά μήν τῆς λεί­ψη τί­πο­τε. Δού­λευ­ε νύ­χτα–μέ­ρα διό­τι ἐπι­πλέ­ον βο­η­θοῦ­σε τ᾿ ἀ­δέλ­φια της καί γη­ρο­κό­μη­σε τήν μη­τέ­ρα της.
Ἐρ­γα­ζό­ταν σκλη­ρά ὅλη τήν ἡμέ­ρα στά χω­ρά­φια καί τή νύ­χτα προ­σευ­χό­ταν. Συ­νή­θι­ζε μέ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ νά συ­γκε­ντρώ­νο­νται σέ κά­ποιο σπί­τι ἐκ πε­ρι­τρο­πῆς ἐνώ­πι­ον μιᾶς θαυ­μα­τουρ­γῆς εἰ­κό­νας τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου, νά ἀγρυ­πνοῦν καί νά προ­σεύ­χο­νται γιά ὅλον τόν κό­σμο. Καί ἡ ἴδια ξυ­πνοῦ­σε πά­ντα πρωΐ γιά νά προ­σεύ­χε­ται για­τί πί­στευε ὅτι ὁ Θε­ός τό­τε σ᾿ ἀκού­ει κα­λύ­τε­ρα. Ὅταν πι­στεύ­ης καί πα­ρα­κα­λᾶς ὁ Θε­ός δέν σέ ξε­χνᾶ.
Ἀγα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Ἀ­νέ­φε­ρε τήν λέ­ξη «Θε­ός μου», χαι­ρό­ταν ἡ ψυ­χή της καί ἔτρε­χαν τά δά­κρυά της. Ἔ­λε­γε: «Ἀ­γα­πά­ω τό­σο πο­λύ τόν Θε­ό. Θέ­λω νά πά­ω στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα νά προ­σκυ­νή­σω».
Μά­ζευ­ε δραχ­μή–δραχ­μή χρή­μα­τα γιά τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Πρῶ­τα πῆ­γε καί προ­σκύ­νη­σε στήν Τῆ­νο. Ἐ­κεῖ, ὅ­πως ἔ­λε­γε, εἶ­δε ζων­τα­νή τήν Πα­να­γί­α καί ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε «νά πᾶς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα». Πῆ­γε, προ­σκύ­νη­σε στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί ἐκεῖ γνώ­ρι­σε τόν γέ­ρο­ντα Ἀμ­φι­λό­χιο καί τήν μο­να­χή Ἐ­λι­σά­βετ στό Χο­ζε­βᾶ. Βα­πτί­σθη­κε στόν Ἰορ­δά­νη πο­τα­μό καί με­τά ἀπό πολ­λή προ­σευ­χή καί με­γά­λη νη­στεία ἔγι­νε μο­να­χή μι­κρό­σχη­μη μέ τό ὄνο­μα Ἄν­να. Ἔκα­νε ὑπα­κοή στόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο, τῆς ἔδω­σε ἐντο­λές καί κα­νό­να γιά νά προ­ε­τοι­μα­σθῆ νά πά­ρη ἀρ­γό­τε­ρα τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Ὅταν ἐπέ­στρε­ψε ἦ­ταν κα­τεν­θου­σι­α­σμέ­νη, ἄν καί κα­τά­κο­πη ἀ­πό τήν κού­ρα­ση καί τή νη­στεί­α δέν μπο­ροῦ­σε νά περ­πα­τή­ση. Πῆ­γε ὕ­στε­ρα καί ἔ­μει­νε σ᾿ ἕ­να μο­να­στή­ρι τῆς πε­ρι­ο­χῆς γιά σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες. Ἤ­θε­λε νά μεί­νη γιά πάν­τα ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη δέν τήν κρά­τη­σαν.
Ὕστε­ρα ἔμε­νε στό Δο­ξᾶ­το μό­νη της σ᾿ ἕ­να μι­κρό καί πα­λαι­ό κελ­λά­κι χω­ρίς φῶς μέ μιά σομ­πού­λα. Δέν θέ­λη­σε νά μεί­νη στό σπί­τι τῆς κό­ρης της ἀλ­λά κο­ντά της, ἀπό εὐ­αι­σθη­σία γιά νά μήν τήν ἐπι­βα­ρύ­νη, ἀλ­λά καί γιά νά ἔχη τήν ἡσυ­χία της νά κά­νη τά μο­να­χι­κά της κα­θή­κο­ντα. Εἶ­χε στρω­μέ­νες πα­λαι­ές μπα­λω­μέ­νες κου­ρε­λοῦ­δες ἀλ­λά ὁ­λο­κά­θα­ρες. Πά­νω στό κρεβ­βα­τά­κι της εἶ­χε μιά βα­λι­τσού­λα πού μέ­σα εἶ­χε τά νε­κρι­κά της φο­ρέ­μα­τα, κε­ρά­κια καί σά­βα­νο ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Στόν τοῖ­χο πά­νω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι της εἶ­χε τά εἰ­κο­νί­σμα­τά της καί ἕ­να καν­τή­λι ἀ­κοί­μη­το.
Ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να νή­στευε καί προ­σευ­χό­ταν νύχτα–μέρα. Ξυ­πνοῦ­σε στίς 3 με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ὅταν τήν ρω­τοῦ­σε ἡ κό­ρη της για­τί ξυ­πνᾶ τή νύ­χτα ἀπα­ντοῦ­σε: «Δέν μπο­ρῶ νά κοι­μη­θῶ, παι­δί μου. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἔρ­χε­ται καί μέ ξυ­πνᾶ καί συ­νε­χί­ζω τήν προ­σευ­χή». Ἀλ­λη­λο­γρα­φοῦ­σε μέ τόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο καί ἔστελ­νε δέ­μα­τα στήν μο­να­χή Ἐλι­σά­βετ. Προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν νά πά­ρη τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Γι᾿ αὐτό πα­ρήγ­γει­λε μί­α μο­να­χι­κή ζώ­νη ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος μέ τόν κα­θη­γη­τή κ. Ρα­δῆ. Ἐ­κεῖ­νος δέν βρῆ­κε ζώ­νη καί φεύ­γον­τας τό ἀ­νέ­φε­ρε σ᾿ ἕ­ναν Ἡ­γού­με­νο. Ὁ Ἡ­γού­με­νος ἔ­δω­σε τήν δι­κή του πού φο­ροῦ­σε. Τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι του καί κά­ποι­ες φί­λες τῆς γυ­ναί­κας του τῆς εἶ­παν νά τήν κρα­τή­ση αὐ­τή γιά εὐ­λο­γί­α. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦρ­θε ἡ ἀδελ­φή Ἄν­να καί λέ­ει στήν κυ­ρί­α Ρα­δῆ: «Κυ­ρί­α Ἕλ­λη, ἡ ζώ­νη μου ἦρ­θε. Ἔ­βλε­πα ἕ­να καν­τη­λά­κι πού ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τό Ἅγι­ον Ὄρος καί ἀ­πό κά­τω ἦ­ταν ἡ ζώ­νη». Ἐ­ξε­πλά­γη ἡ κ. Ἕλ­λη. Τῆς ἔ­δω­σε τήν ζώ­νη καί ἐ­κεί­νη τήν πῆ­ρε μέ λα­χτά­ρα.
Τήν πέμ­πτη φο­ρά πού πῆ­γε ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να στά Ἱε­ρο­σό­λυ­μα ὁ γέ­ρον­τας Ἀμ­φι­λό­χιος, ἡγού­με­νος τοῦ Χο­ζε­βᾶ, τήν ἔ­κει­ρε με­γα­λό­σχη­μη μο­να­χή, τό ἔτος 1972. Ἀ­πό τό­τε ἔ­βλε­παν καί ἔ­νι­ω­θαν οἱ γνω­στοί της μιά ἰδι­αί­τε­ρη χά­ρη στήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­λε­γε: «Στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πού πῆ­γα κά­τι ἔ­λα­βε ἡ ψυ­χή μου ἀ­πό τόν Θε­ό μου καί δέν μπο­ρῶ νά κά­νω κα­κό οὔ­τε στόν ἑ­αυ­τό μου οὔ­τε σέ ἄλ­λους. Ἔ­χω εὐ­λο­γί­α ἐ­πά­νω μου. Δέν νι­ώ­θω κού­ρα­ση οὔ­τε οἱ νη­στεῖ­ες μέ ἐξαν­τλοῦν, πε­τά­ω». Τά ρά­σα της μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.
Ὅ­ποι­ος τήν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἔ­νι­ω­θε κον­τά της χα­ρά καί χά­ρη. Κερ­νοῦ­σε τούς ἐ­πι­σκέ­πτες κα­φέ, κα­νέ­να αὐ­γου­λά­κι καί ἀ­παν­τοῦ­σε στίς ἐ­ρω­τή­σεις τους με­τα­δί­δον­τας τήν χά­ρη καί τά βι­ώ­μα­τά της. Τά βα­θυ­γά­λα­ζα μά­τια της ἔ­λαμ­παν καί ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σαν ἀ­πό κα­λω­σύ­νη.
Θυ­μί­α­ζε τίς εἰ­κό­νες στό κελ­λά­κι της, ἀλ­λά τή νύ­χτα ἔ­βγαι­νε στόν δρό­μο καί θυ­μί­α­ζε τούς ἀν­θρώ­πους πού πή­γαι­ναν στά κα­πνά. Θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό Δο­ξᾶ­το καί προ­σευ­χό­ταν γιά τόν κό­σμο.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου, στήν ὁποία ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς οἰ­κια­κή βο­η­θός: «Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στό σπί­τι μου ἄ­να­βε τό θυ­μια­τό καί θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό σπί­τι λέ­γον­τας προ­σευ­χές. Μέ συμ­βού­λευ­ε νά τό κά­νω καί ἐ­γώ αὐ­τό δι­ότι ἔτσι δέν μπο­ρεῖ νά μέ πλη­σιά­ση ὁ δι­ά­βο­λος. Μά­λι­στα ἔ­λε­γε νά θυ­μιά­ζω τά παι­διά καί, πρίν κοι­μη­θοῦν, νά σταυ­ρώ­νω τά παι­διά καί τά προ­σκέ­φα­λά τους. Ὅ­ταν προ­σευ­χό­ταν εἶ­χε σκυμ­μέ­νο τό κε­φά­λι καί ἀ­να­στέ­να­ζε. Ὅ­ταν ση­κω­νό­ταν τίς νύ­χτες γιά νά προ­σευ­χη­θῆ, τήν ἄ­κου­γαν τά παι­διά καί μοῦ ἔλε­γαν ὅ­τι αὐ­τή ἡ για­γιά ὅ­λη τή νύ­χτα τρα­γου­δά­ει (ψέλ­νει, προ­σεύ­χε­ται). Αὐ­τή ἔψελ­νε ὅλη τή νύ­χτα στόν Χρι­στό, ὅ­πως ἔ­λε­γε, καί τά δά­κρυά της ἔ­βρε­χαν τό πά­τω­μα. Εὐ­χό­ταν γιά ὅλους τούς ἀν­θρώ­πους».
Συμ­βού­λευ­ε: «Νά προ­σεύ­χε­σαι χα­ρά­μα­τα καί ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι μέ τά χέ­ρια στόν οὐ­ρα­νό. Τό­τε σέ ἀ­κού­ει ὁ Θε­ός, βλέ­πεις καί τούς Ἀγ­γέ­λους. Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λᾶς, νά πα­ρα­κα­λᾶς πρῶ­τα τόν Χρι­στό καί ἔ­πει­τα τούς Ἁ­γί­ους, ὅ­σους θυ­μᾶ­σαι, ὄ­χι μό­νον ἕ­ναν. Καί αὐ­τά τά πα­ρα­κά­λια τά παίρ­νουν οἱ Ἅ­γιοι καί τά πᾶ­νε στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά δί­νει στόν Χρι­στό. Ἐ­γώ μιά φο­ρά πα­ρα­κα­λοῦ­σα καί ξέ­χα­σα τόν ἅ­γιο Θε­ό­δω­ρο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε, λοι­πόν, καί μοῦ λέ­ει: “Ὅ­λους τούς πα­ρα­κα­λᾶς καί μέ­να μέ ξέ­χα­σες”. “Ποι­ός εἶ­σαι;”, λέ­ω, “­δέν σέ γνώ­ρι­σα”. “Ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος εἶ­μαι”, λέ­ει. Ἀ­πό τό­τε κά­θε φο­ρά τόν πα­ρα­κα­λά­ω».
Ἔ­λε­γε μέ ἁ­πλό­τη­τα στήν προ­σευ­χή της: «Ἡ ἀ­δελ­φή Ἄν­να σᾶς πα­ρα­κα­λεῖ: “Ἅ­γι­ε Ἀ­λέ­ξι­ε, ἅ­γι­ε Παν­τε­λε­ή­μων”» καί μνη­μό­νευ­ε πολ­λούς Ἁ­γί­ους πού εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια, καί ὅ­σων Ἁ­γί­ων εἶ­χε εἰ­κο­νά­κια.
Ἦ­ταν φυ­σι­κή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Γε­ρόν­τισ­σας μέ τούς Ἁ­γί­ους. Δε­χό­ταν ἁ­πλά καί ἀ­πε­ρί­ερ­γα τίς ἐμ­φα­νί­σεις τῶν Ἁ­γί­ων μέ πί­στη, χω­ρίς νά περ­νοῦν λο­γι­σμοί κε­νο­δο­ξί­ας. Ὅ­ταν πή­γαι­νε ἡ κό­ρη της στό κελ­λά­κι της, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τήν ἀπέ­τρε­πε νά κά­θε­ται μέ τήν πλά­τη πρός τήν Ἀ­να­το­λή, για­τί ἐ­κεῖ ἔ­βλε­πε νά στέ­κε­ται κά­ποι­ος Ἅ­γιος καί τό θε­ω­ροῦ­σε ἀ­σέ­βεια. Τήν συμ­βού­λευε νά κά­νη πά­ντα προ­σευ­χή πρίν ἀπό κά­θε της ἔρ­γο γιά νά πε­τύ­χη. Στίς δυ­σκο­λί­ες ἔλε­γε στήν κό­ρη της: «Μή στε­νο­χω­ριέ­σαι˙ θά κά­νω προ­σευ­χή καί ὅταν ἔρ­θη ἡ ὥρα θά γί­νει (ξε­πε­ρα­στῆ)˙ ἐάν δέν θέ­λη ὁ Θε­ός δέν γί­νε­ται. Ἐκεῖ­νος ξέ­ρει. Ξέ­ρω κι ἐγώ για­τί δέν γί­νε­ται;».
Κά­ποια χρο­νιά Κυ­ρια­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα κρα­τοῦ­σε εἰ­κό­να στήν λι­τα­νεί­α καί ἔ­βλε­πε τόν εἰ­κο­νι­ζό­με­νο Ἅ­γιο νά προ­πο­ρεύ­ε­ται.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να εἶχε τέ­τοι­α ἁ­πλό­τη­τα, ὥ­στε δέν τῆς περ­νοῦ­σε λο­γι­σμός ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας, διό­τι τά θε­ω­ροῦ­σε ὅλα φυ­σι­κά. Μέ τήν μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τα, τήν εὐ­λά­βεια, τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί τόν φι­λό­τι­μο ἀ­γῶ­να της, ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά ἔ­χη πολ­λές ἁγιο­φά­νει­ες. Εἶ­δε τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α καί τοῦ ἀ­σπά­σθη­κε τό χέ­ρι˙ τόν Τί­μιο Πρό­δρο­μο καί μά­λι­στα πα­ρα­τή­ρη­σε τό ση­μά­δι τῆς ἀ­πο­το­μῆς ἀ­πό τό ξῖ­φος στόν λαι­μό του˙ τούς ἁ­γί­ους Θε­ο­δώ­ρους τούς ἔ­βλε­πε συ­χνά νά περ­νοῦν τίς νύ­χτες μέ τά ἄ­λο­γα καί τίς στο­λές τους μέ­σα ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το. Ὑ­πάρ­χει ἐ­ξωκ­κλή­σι τῶν ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων καί αὐ­τοί προ­στα­τεύ­ουν τό χω­ριό. Εἶ­δε καί τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο σέ ὥ­ρα θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.
Ζή­τη­σε νά γνω­ρί­ση καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια. «Εἶ­χα ἀ­πο­ρί­α, δέν μπο­ροῦ­σα νά κα­τα­λά­βω πῶς εἶ­ναι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἤ­θε­λα νά ξέ­ρω ὅ­λα τά Ἅ­για». Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί τό εἶ­δε ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς.
Κά­πο­τε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἡρ­πά­γη στόν Πα­ρά­δει­σο, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια: «Ἡ Χά­ρις μέ πῆ­ρε… πα­αί­νο­με σ᾿ ἕ­να δρό­μο, κα­λός ὁ δρό­μος, (περ­νοῦ­σε) μέ­σα ἀπό χω­ρά­φια πού εἶ­χαν καί ἀγ­κά­θια. Με­τά ἀ­νοί­ξα­με μιά πόρ­τα καί ἀρ­χί­σα­με νά πα­αί­νο­με σέ κῆ­πο. Μπή­κα­με μέ­σα κά­να δυ­ό βή­μα­τα καί ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω κα­λά πράγ­μα­τα. Εἶ­χε πράγ­μα­τα γιά φα­γώ­σι­μο. Εἶ­δα τά μοῦ­ρα, νά τά λιμ­πί­ζε­σαι. “Νά φθά­σω ἕ­να μοῦ­ρο;­”, “ὄ­χι δέν εἶ­ναι δι­κά σ᾿”, μοῦ εἶ­πε “­θά ᾿ρθῆ ἡ ὥ­ρα νά εἶ­ναι δι­κά σ᾿”. Γυ­ρί­σα­με πί­σω, δέν προ­χω­ρή­σα­με ἄλ­λο μέ­σα στόν Πα­ρά­δει­σο».
«Μιά ἄλ­λη φο­ρά», δι­η­γή­θη­κε, «μιά κα­λω­σύ­νη ἔ­κα­να, ἀλ­λά δέν θυ­μᾶ­μαι τί, ὅ­μως θυ­μᾶ­μαι μέ ἀ­νέ­βα­σε μιά καί μιά στόν οὐ­ρα­νό. Ἀ­νέ­βη­κα καί ἔ­βλε­πα τούς ἀν­θρώ­πους νά περ­πα­τᾶν σάν μυρ­μήγ­κια. Πῶς νά κα­τέ­βω ἐ­γώ ἀ­πό δῶ; Σκεύ­ο­μαι, σκεύ­ο­μαι… μο­να­χή ἤ­μουν ἐ­κεῖ. Τά που­λιά πε­τοῦ­σαν ἐ­κεῖ κάτ᾿, τἄ­βλε­πα. Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε ἕ­νας ἀ­γέ­ρας δυ­να­τός καί ἐ­φθά­σα­με κάτ᾿. Ἀλ­λά λέ­ω ­ποῦ εἶ­μαι τώ­ρα, ποῦ νά εἶ­μαι; Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι πα­τοῦ­σα στή γῆ, ὅ­τι εἶ­μαι στόν κό­σμο πού γνω­ρί­ζω, δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νον τόν κό­σμο δέν τόν γνω­ρί­ζω. Ἀ­κό­μα θυ­μοῦ­μαι τά που­λιά πού ἦ­ταν ἀ­πό κά­τω μου».
Κά­πο­τε ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε: «Ἡ ἀ­ρε­τή σου πε­ρίσ­σε­ψε», καί ταυ­τό­χρο­να αἰ­σθάν­θη­κε καί μιά χά­ρι. Ἡ μα­κα­ρί­α καί ἁ­πλου­στά­τη γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­νῶ ζοῦ­σε τήν ἀ­ρε­τή, δέν ἤ­ξε­ρε τί εἶ­ναι «ἀ­ρε­τή» καί ρω­τοῦ­σε κά­ποι­ον: «Εἶ­χα μιά γει­τό­νισ­σα στά Κύρ­για πού τήν ἔ­λε­γαν Ἀ­ρε­τή καί πέ­θα­νε. Ποῦ μέ θυ­μή­θη­κε τώ­ρα με­τά ἀπό χρό­νια καί ἦρ­θε στόν ὕπνο μου;!».
Ἔ­λε­γε ὅ­τι ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε ἔ­νι­ω­θε τόν Κύ­ριό μας μέ­σα της ἐ­πί μιά ἑ­βδο­μά­δα καί αἰ­σθα­νό­ταν τά μέ­λη της μέ­λη Χρι­στοῦ. Με­τά πού πή­γαι­νε στό σπί­τι τῆς κό­ρης της καί ἔ­πι­νε τόν κα­φέ, πρῶ­τα ἔ­πι­νε λί­γο νε­ρό γιά νά κα­τε­βῆ ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α. Με­τά ξέ­πλυ­νε τό πο­τή­ρι τοῦ κα­φέ καί ἔρ­ρι­χνε τά νε­ρά στήν γλά­στρα. Τι­μοῦ­σε καί πρό­σε­χε πο­λύ τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­νε ἀ­πό τίς 6 ἡ ὥρα, πρίν ἀπό τόν πα­πᾶ. Ἔ­λε­γε: «Θά πά­ει ὁ Χρι­στός πρίν ἀ­πό μᾶς καί μεῖς θά πᾶ­με με­τά;». Στό πρό­σω­πο τοῦ κά­θε ἱε­ρέ­ως ἔ­βλε­πε τόν Χρι­στό.
Συ­νή­θι­ζε νά πη­γαί­νη καί σέ μα­κρι­νά ἐξωκ­κλή­σια, νά προ­σκυ­νά­η καί νά προ­σεύ­χε­ται. Μέ τά πό­δια πή­γαι­νε ἀλ­λά συ­νή­θως κά­ποι­ος βρι­σκό­ταν καί τήν ἔ­παιρ­νε στό αὐ­το­κί­νη­το.
Ἐρ­γα­ζό­ταν γιά νά οἰ­κο­νο­μή­ση τά πρός τό ζῆν, νά σπου­δά­ση τήν κό­ρη της καί νά φρο­ντί­ση καί τήν μη­τέ­ρα της. Ἔ­παιρ­νε τήν σύν­τα­ξη τοῦ ΟΓΑ, 15.000 δραχ­μές καί ἔ­λε­γε: «Βα­σί­λισ­σα εἶ­μαι». Ἄν τῆς ἔ­δι­ναν χρή­μα­τα, τά ἔ­δι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­νῶ τά τρό­φι­μα τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­πι­σκε­πτό­ταν καί τό μο­να­στή­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως στήν Σή­ψα. Οἱ ἀ­δελ­φές τήν ἀ­γα­ποῦ­σαν καί χαί­ρον­ταν νά τήν φι­λο­ξε­νοῦν. Ἡ ση­με­ρι­νή γε­ρό­ντισ­σα Πορ­φυ­ρία ἐν­θυ­μεῖ­ται καί ση­μει­ώ­νει γιά τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να: «Τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους τό 1992 με­τά ­ἀ­πό μιά ἀ­γρυ­πνί­α ἡ γε­ρό­ντισ­σά μας Ἀ­κυ­λί­να μᾶς ἔ­στει­λε τρεῖς ἀ­δελ­φές στό Δο­ξᾶ­το νά δοῦ­με τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να καί νά τῆς πᾶ­με ξύ­λα καί ἄλ­λες εὐ­λο­γί­ες.
»Ἦ­ταν μιά σκη­νή ἀ­πό ἀρ­χαῖ­ο Γε­ρον­τι­κό. Τό σπί­τι παμ­πά­λαι­ο, ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο, πάμ­πτω­χο. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να κυρ­τω­μέ­νη, ἀ­δύ­να­τη, μέ δύ­ο γα­λα­νά μα­τά­κια πού λάμ­πα­νε ἀ­πό τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, μᾶς εἶ­πε πολ­λά: “Γιά σᾶς πού νέ­α κο­ρί­τσια φύ­γα­τε ἀ­πό τά σπί­τια σας καί ζῆ­τε μέ­σα στά βου­νά πού εἶ­ναι τό Μο­να­στή­ρι σας, πού δώ­σα­τε τήν ζω­ή σας, πού εἶ­στε παι­διά τοῦ Θε­οῦ καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο μέ­σα σας, ἀρ­γό­τε­ρα μέ τά χρό­νια θά σᾶς φα­νε­ρώ­ση ὁ Θε­ός τά μυ­στι­κά Του­”. Ἦ­ταν τό­τε αὐ­τός ὁ λο­γι­σμός πού πο­λύ μέ ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε ἄν ἡ μο­να­χι­κή μου ζω­ή θά εἶ­χε πο­τέ καρ­πούς. “Ἐγώ”, μᾶς ἔ­λε­γε μέ μί­α φο­βε­ρή ἁ­πλό­τη­τα, “τώ­ρα τά βλέ­πω αὐ­τά πού βλέ­πω καί εἶ­μαι τό­σο με­γά­λη στήν ἡ­λι­κί­α­”.
»Εὐ­ω­δί­α­ζε ὁ­λό­κλη­ρη. Μᾶς σταύ­ρω­σε μί­α μί­α καί στήν κά­θε μί­α ἔ­λε­γε χεί­μαρ­ρο ἀ­πό εὐ­χές πού ἦ­ταν ὅ,τι ἡ κά­θε μιά εἶ­χε ἀ­νάγ­κη.
»Εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὅ­ρα­μα μέ τρί­α κο­ρί­τσια. Τό ἕ­να λε­γό­ταν νε­ρό, τό ἄλ­λο φω­τιά, τό ἄλ­λο τι­μή. “Ἡ τι­μή­”, εἶ­πε, “­ἄν τήν χά­σης δέν τήν ξα­να­βρί­σκεις, τήν φω­τιά τήν βρί­σκεις, τό νε­ρό ἐ­πί­ση­ς”.
»Κά­ποι­α στιγ­μή πού βρε­θή­κα­με μό­νες, μᾶς λέ­ει ξαφ­νι­κά: “Ἐγώ πολ­λά πέ­ρα­σα ἀλ­λά τά κρά­τη­σα μέ­σα μου καί ζυ­μώ­θη­καν μέ­σα μου καί γί­ναν ἕ­να μέ μέ­να καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα­”.
–Δη­λα­δή νά μήν μι­λᾶ­με Γε­ρόν­τισ­σα;
–Ἔ! μο­να­χού­τσι­κες εἴ­σα­στε (μο­να­χοῦ­λες δη­λα­δή). Νά μι­λᾶ­τε καί λί­γο ἀλ­λά νά λέ­τε πάν­τα τά κα­λά ὄ­χι τά στρα­βά.
»Ὅ­ταν εἴ­χα­με κά­ποια με­γά­λη δυ­σκο­λί­α, ξαφ­νι­κά ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στό Μο­να­στή­ρι μας ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα. Σκυ­φτή, γα­λή­νια, μέ τά γα­λα­νά μα­τά­κια της γε­μά­τα ἀ­γά­πη. Στή­ρι­ζε τίς ἀ­δελ­φές, φε­ρό­ταν μέ ἀ­πέ­ραν­το σε­βα­σμό στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας, κα­θό­ταν δυ­ό–τρεῖς μέ­ρες καί ἔ­φευ­γε πά­λι. Τίς νύ­χτες τήν ἄ­κου­γαν οἱ ἀ­δελ­φές ἀ­πό τά γει­το­νι­κά κελ­λιά νά ση­κώ­νε­ται καί νά προ­σεύ­χε­ται μέ δο­ξο­λο­γί­α, εὐ­χα­ρι­στί­α, δά­κρυ­α, γε­μά­τη θεῖ­ο ἔ­ρω­τα. Ἔμ­παι­ναν στό κελ­λί της καί οὔ­τε τίς κα­τα­λά­βαι­νε. Ἔ­λε­γε ὅ­τι τά δά­κρυ­α τῆς προ­σευ­χῆς νά μήν τά σκου­πί­ζου­με μέ μαν­τή­λια ἀλ­λά μέ τήν φούν­τα ἀ­πό τό κομ­πο­σχοί­νι, δι­ό­τι τά δά­κρυ­α αὐ­τά εἶ­ναι ἱ­ε­ρά.
»Ἕ­να πρω­ϊ­νό, (τό­τε τίς κα­θη­με­ρι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες τίς κά­να­με στήν Ἀ­νά­λη­ψη), ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα πού προ­σκυ­νᾶ­με τίς εἰ­κό­νες, ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἔ­τυ­χε νά στέ­κε­ται δί­πλα μου. Τήν βά­ζα­με νά χαι­ρε­τά­η με­τά τήν Γε­ρόν­τισ­σα καί οὐ­δέ­πο­τε καί γιά τί­πο­τε δέν εἶ­χε φέ­ρει ἀν­τίρ­ρη­ση. Ἐ­κεῖ­νο τό πρωΐ τήν ἔ­βλε­πα νά μήν κου­νι­έ­ται. Τῆς λέ­ω σι­γά: “Πᾶτε νά προ­σκυ­νή­σε­τε­”. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πού δέν μοῦ ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Τῆς τό ξα­να­εῖ­πα. Ὅλες οἱ ἀ­δελ­φές τήν πε­ρί­με­ναν. Μ᾿ ἔπια­σε ἀ­γω­νί­α καί τήν σκούν­τη­σα ἐλα­φρά. Ντρε­πό­μουν κι ὅλας, ἤμουν ἡ τε­λευ­ταί­α στήν σει­ρά ρα­σο­φό­ρα καί τήν σε­βό­μου­να πο­λύ. Ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἄ­γαλ­μα. Δέν κου­νι­ό­ταν. Οἱ ἀ­δελ­φές πῆ­γαν στήν σει­ρά τους καί χαι­ρέ­τη­σαν. Τε­λεί­ω­σε ἡ πρώ­τη Ὥρα, πή­ρα­με εὐ­χή καί φύ­γα­με. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να με­τά τήν πρω­ϊ­νή Τρά­πε­ζα ζή­τη­σε νά μι­λή­ση στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας. Τῆς εἶ­πε λοι­πόν ὅ­τι ἐ­κεῖ δί­πλα της στό παγ­κά­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως ἀ­νά­με­σά μας στε­κό­ταν ὁ γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Καρ­σλί­δης καί αὐ­τή ἀ­πό τό δέ­ος δέν κου­νιό­ταν. “Μέ σκουν­τοῦ­σα­ν”, εἶ­πε, “­μέ ἔ­λε­γαν νά πά­ω νά προ­σκυ­νή­σω. Κα­λά, δέν βλέ­πα­νε τόν Γέ­ρον­τα;”».
Καί ἄλλη ἀδελφή σημειώνει: «Τό ἔ­τος 1994 ἦ­ταν ἡ χρο­νιά πού γιά πρώ­τη φο­ρά ἐ­πι­σκέ­φθη­κε καί φι­λο­ξε­νή­θη­κε στό μο­να­στή­ρι μας ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να. Ἡ χά­ρις ἦ­ταν δι­ά­χυ­τη στό πρό­σω­πό της, χα­ρί­ζο­ντας στήν ὅ­λη μορ­φή της μιά μυ­στη­ρι­ώ­δη γλυ­κύ­τη­τα πού εἵλ­κυ­ε τόν κά­θε πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο πρός αὐ­τήν. Αὐ­τή ἡ γλυ­κύ­τη­τά της προ­ξέ­νη­σε καί σ᾿ ἐμέ­να τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά τήν πλη­σιά­σω καί νά συ­νο­μι­λή­σω μα­ζί της μέ πνεῦ­μα μα­θη­τεί­ας στά ὅ­σα θά εἶ­χε τυ­χόν νά μέ δι­δά­ξη. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἦ­ταν πο­λύ γνω­στή καί εἶ­χε φή­μη ἁ­γί­ας γυ­ναι­κός, ἀλ­λά πα­ρολ᾿ αὐ­τά δέν ἔ­τυ­χε πο­τέ νά φθά­ση κά­τι στ᾿ αὐ­τιά μου γι᾿ αὐ­τήν, γι᾿ αὐ­τό καί τήν πλη­σί­α­σα ἔ­χο­ντας τό μυα­λό μου κα­θα­ρό καί ἀ­νε­πη­ρέ­α­στο ἀ­πό ἐντυ­πώ­σεις τρί­των. Ἔ­σκυ­ψα, πῆ­ρα τα­πει­νά τήν εὐ­χή της καί ση­κώ­νον­τας τό­ κε­φά­λι μου συγ­κλο­νί­στη­κα ὁ­λό­κλη­ρη κα­θώς τό βλέμ­μα ἔ­πε­σε στά βα­θυ­γά­λα­νά της μά­τια πού μέ δι­α­περ­νοῦ­σαν ὁ­λό­κλη­ρη καί βυ­θί­ζον­ταν στό εἶ­ναι μου. Πνευ­μα­τι­κή ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α, σκέ­φτη­κα.
»Τό ὅ­λο της πα­ρου­σι­α­στι­κό θύ­μι­ζε πα­λαι­ά ἀ­σκή­τρια. Ἕ­να μι­κρό ἄν­θος τῆς ἐ­ρή­μου. Τά φτω­χι­κά της μο­να­χι­κά ἐν­δύ­μα­τα, τό ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νο της πα­ρου­σι­α­στι­κό ἀ­πό τίς ἀ­έ­να­ες νυ­χθή­με­ρες προ­σευ­χές της, τά βα­θου­λω­μέ­να της μά­τια, σοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι βρι­σκό­σουν μπρο­στά σέ μιά ἀ­σκή­τρια τοῦ ὄ­ρους τῆς Νι­τρί­ας. Προ­πα­ντός δέ ἡ ἀ­σκη­τι­κή εὐ­ω­δί­α πού ἀ­νέ­πεμ­πε στήν ὅ­λη ἀ­τμό­σφαι­ρα γύ­ρω της. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­μαι τό ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρία κομ­πο­σχοί­νι της πού ἔ­φερ­νε ἀ­τέ­λει­ω­τους γύ­ρους στά ρο­ζι­α­σμέ­να της δά­κτυ­λα λέ­γο­ντας τήν ἀ­γα­πη­μέ­νη της μο­νο­λό­γι­στη εὐ­χή.
»Στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν πάν­το­τε ὄρ­θια, σπα­νί­ως θά κα­θό­ταν, καί αὐ­τό μό­νο ἄν ἡ δι­κή μας Γε­ρόν­τισ­σα ἦ­ταν κα­θι­στή. Ὅ­ταν δέ ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ἐτε­λεῖ­το στό μι­κρό ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ γέ­ρον­τος Γε­ωρ­γί­ου Καρ­σλί­δη, τήν Ἀ­νά­λη­ψη, τήν βλέ­πα­με ἄν ἦ­ταν κα­θι­στή, νά πε­τά­γε­ται πά­νω ἤ ὅ­ταν ἦ­ταν ὄρ­θια, νά μέ­νη ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νη καί νά κοι­τά­η μέ ἐ­πι­μο­νή πρός μιά κα­τεύ­θυν­ση. Κα­τό­πιν, γύ­ρι­ζε ἔκ­πλη­κτη πρός ἐ­μᾶς καί μᾶς ρω­τοῦ­σε μέ ἀ­πο­ρί­α: «Κα­λά, ἐ­σεῖς δέν εἴ­δα­τε τόν Γέ­ρον­τα; Τό­ση ὥ­ρα βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σά σας καί σᾶς κοί­τα­ζε!». Τέ­τοι­α κα­θα­ρό­τη­τα εἶ­χαν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς της ὥ­στε ἔ­βλε­παν τούς οὐ­ρά­νιους ἐ­πι­σκέ­πτες. Αὐ­τή ὅ­μως δέν μπο­ροῦ­σε νά τό συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση αὐ­τό λό­γῳ τῆς με­γά­λης της ἁ­πλό­τη­τας.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να φι­λο­ξε­νού­με­νη στό μο­να­στή­ρι μας δι­έ­με­νε πλη­σί­ον στό να­ΰ­δριο τοῦ Γέ­ρο­ντα. Πολ­λές φο­ρές τά πρω­ϊ­νά μᾶς ἔ­λε­γε μέ θαυ­μα­σμό: “Πώ, πώ! Τί ἀ­γρυ­πνί­α ἦ­ταν αὐ­τή πού εἴ­χα­τε ἀ­πό­ψε! Μά τί ψαλ­μω­δί­ες ἦ­ταν αὐ­τές!”­. Καί πά­λι στίς δι­κές μας ἀντιρ­ρή­σεις ὅ­τι δέν εἴ­χα­με ἀ­γρυ­πνί­α ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ, ἀ­δυ­να­τοῦ­σε νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση ὅ­τι δέν ἦταν ἀν­θρώ­πι­νες ψαλ­μω­δί­ες ἐ­κεῖ­νες πού ἄ­κου­σε. Πα­ρό­μοι­ο πε­ρι­στα­τι­κό μᾶς δι­η­γή­θη­κε μιά κυ­ρί­α πού γνώ­ρι­ζε τήν Γε­ρόν­τισ­σα. Δί­πλα ἀ­πό τό σπί­τι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας ὑ­πῆρ­χε τό κτί­ριο τοῦ ΟΤΕ. Κά­θε νύ­χτα ἄ­κου­γε ἀπ᾿ ἐ­κεῖ ψαλ­μω­δί­ες. “Μά τί κα­λά παλ­λη­κά­ρια εἶ­ναι αὐ­τά;” δι­η­γό­ταν στήν κυ­ρί­α. “Ὅλη μέ­ρα δου­λεύ­ουν καί κά­θε βρά­δυ ἀ­γρυ­πνία. Μπρά­βο τους! Ὁ Θε­ός νά τά εὐ­λο­γῆ”. Φυ­σι­κά, ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι τό βρά­δυ τό κτί­ριο ἦ­ταν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βυ­θι­σμέ­νο στήν σι­ω­πή γιά ὅ­λους τούς ἄλ­λους γεί­το­νες.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να προ­σευ­χό­ταν ἀ­δι­α­λεί­πτως. Κά­θε φο­ρά πού πή­γαι­να στό κελ­λί, ὅ­ποι­α ὥ­ρα καί νά ἦ­ταν πρωΐ ἤ βρά­δυ, τήν εὕ­ρι­σκα νά προ­σεύ­χε­ται εἴ­τε κα­θι­στή εἴ­τε ὄρ­θια μέ τό κομ­πο­σχοί­νι της καί τά μά­τια της πάν­τα γε­μᾶ­τα δά­κρυ­α. Ἔ­τσι τήν βρῆ­κα καί μιά μέ­ρα πού πῆ­γα νά τῆς πά­ω τό δί­σκο γιά με­ση­με­ρια­νό φα­γη­τό. Ση­κώ­θη­κε ὄρ­θια, μ᾿ ἀγ­κά­λια­σε, μέ φί­λη­σε καί μοῦ εὐ­χή­θη­κε στορ­γι­κά. Τήν ρώ­τη­σα:
–Γε­ρόν­τισ­σα, τί νά κά­νω ὅ­ταν μ᾿ ἐ­νο­χλοῦν κα­κοί λο­γι­σμοί;
–Νά κά­νης κομ­πο­σχοί­νι. Πιό ἀρ­γά θά φύ­γουν αὐ­τά. Πιό ἀρ­γά ὅ­μως.
»Με­τά κοί­τα­ξε τό μέ­τω­πό μου, ἄ­στρα­ψε ὅ­λη ἡ μορ­φή της καί εἶ­πε μέ χα­ρά:
–Ἄ! Αὐ­τός ὁ σταυ­ρός πού ἔ­χεις στό κά­λυμ­μά σου, καί μοῦ σταύ­ρω­σε τό κε­φά­λι λέ­γον­τάς μου: “Ὁ Θε­ός νά σοῦ δώ­ση αὐ­τά πού πο­θεῖ ἡ ψυ­χή σου”.
»Εἶ­χε κα­τα­λά­βει ὅ­λες μου τίς πνευ­μα­τι­κές ἐ­πι­θυ­μί­ες.
–Ὁ Θε­ός σ᾿ ἀ­γα­πά­ει, μοῦ εἶ­πε ξα­νά. Νά τόν προ­σκυ­νᾶς τόν Χρι­στό. Ν᾿ ἀ­πο­λαύ­σης αὐ­τήν τήν ζω­ή (τήν μο­να­χι­κή). Σέ κα­λό μέ­ρος εἶ­σαι ἐ­δῶ. Ὁ Θε­ός σ᾿ ἔ­πλα­σε γιά νά τόν ἀ­γα­πᾶς καί γεν­νή­θη­κες μό­νο γιά Ἐ­κεῖ­νον, γιά νά Τόν ἀ­γα­πᾶς. Θά ζή­σεις πολ­λά χρό­νια καί πο­λύ με­γά­λη θά πε­θά­νεις.
»Ἄλ­λο­τε σέ μιά συ­ζή­τη­ση τήν ρώ­τη­σα:
–Πῶς ν᾿ ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό;
–Νά τόν κλαῖ­τε τόν Χρι­στό. Νά σκέ­φτε­στε συ­νέ­χεια τό πά­θος Του. Νά κλαῖ­τε. Καί ἄν δέν μπο­ρῆ­τε νά κλαῖ­τε, ἄς πο­νάη ἡ καρ­διά σας˙ τά δά­κρυ­α θἄρ­θουν με­τά καί θά εἶ­ναι καί κα­λύ­τε­ρα. Εἶ­σαι ἀ­κό­μα μι­κρή. Νά ξε­χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις στόν νοῦ σου. Νά κοι­τᾶς τόν Χρι­στό στόν Σταυ­ρό, Ἐ­κεῖ­νον πού πέ­θα­νε γιά μᾶς, γιά ὅ­λους μας. Καί τό­τε θά ἔρ­θει ἡ ἀ­γά­πη γιά Ἐ­κεῖ­νον.
»Μοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ὅταν ἦ­ταν στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α νά ψά­χνη τόν Υἱ­όν της (τόν Ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν τό­τε φυ­λα­κι­σμέ­νο) καί νά ρω­τά­η μέ­σα στόν πό­νο καί τήν ἀ­γω­νί­α της τούς στρα­τι­ῶ­τες καί κα­νείς νά μήν τῆς ἀ­παν­τά­η. Αὐ­τά ὅ­λα τά ἔ­λε­γε μέ­σα σέ λυγ­μούς καί βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μη καί ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή μπρο­στά ἴ­σως στό ἴ­διο θέ­α­μα. Τό­σο μέ μα­γνή­τι­σε ἡ μορ­φή της ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή πού δέν ἤ­θε­λα νά φύ­γω ἀ­πό κον­τά της.
»Ἄλ­λη φο­ρά τῆς εἶ­πα: “Γε­ρόν­τισ­σα, πο­νῶ ὅ­ταν σκέ­φτω­μαι τόν Χρι­στό”, καί μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θά σέ σώ­σει”. Σέ ἐ­ρώ­τη­σή μου πῶς νά γί­νω κα­θα­ρή μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θἄρ­θει με­τά ἀ­πό χρό­νια”. Ὅ­ταν τῆς εἶ­πα ὅ­τι ἔ­χω κα­κούς λο­γι­σμούς, μοῦ εἶ­πε: “Νά φέρ­νης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά Τόν ἔ­χης μέ­σα στήν καρ­διά σου. Ζή­τα Του νά μήν χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις καί ὅ­λα τά κα­κά θά φύ­γουν. Νά φω­νά­ζης τήν Ἁ­γί­α Τριά­δα. Πο­τέ νά μήν ἀ­πο­μα­κρύ­νης τόν Χρι­στό ἀ­πό τήν σκέ­ψη σου. Ἐ­γώ πάν­τα Τόν ἔ­χω μέ­σα μου, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Καί ἐ­σύ νά ἔ­χης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά μήν στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, για­τί ὁ δι­ά­βο­λος μᾶς πο­λε­μᾶ ὅ­λους”­.
»Πο­λύ τήν ἀ­γά­πη­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να για­τί ἀ­γα­ποῦ­σε μέ ὅ­λο της τό εἶ­ναι τόν Χρι­στό. Ἦ­ταν ἡ ζω­ή της, δέν σκε­φτό­τα­νε τί­πο­τα ἄλ­λο. Ζοῦ­σε σέ ἄλ­λο κό­σμο, τόν δι­κό Του κό­σμο. Τά μά­τια της, αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α μά­τια, πί­στευ­ες ὅ­τι βλέ­πα­νε τά πάν­τα, ὁ­ρα­τά καί ἀ­ό­ρα­τα. Εἶ­χε μιά ἀ­γά­πη, μιά στορ­γή γιά ὅ­λους, προ­σευ­χό­τα­ν γιά ὅ­λον τόν κό­σμο καί μνη­μό­νευε τά ὀ­νό­μα­τα πού τῆς ἔδι­ναν. Λά­τρευ­ε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τόν Θε­ό μέ ὅ­λη τήν ὕπαρ­ξή της. Δέν ἔ­τρω­γε, δέν κοι­μό­τα­νε, γιά νά τά δώ­ση ὅ­λα στήν προ­σευ­χή. Ζοῦ­σε πάμ­πτω­χη. Δέν εἶ­χε κα­μ­μί­α ἄ­νε­ση. Τό σπί­τι της ἐ­ρεί­πιο. Δέν τήν πεί­ρα­ζε καί οὔ­τε πο­τέ ἔ­κα­νε πα­ρά­πο­νο γιά τί­πο­τα. Δέν ἤ­θε­λε τί­πο­τα. Ἡ μό­νη μέ­ρι­μνά της ἦ­ταν νά κρα­τά­η τόν Χρι­στό».
Τό φτω­χι­κό κελ­λά­κι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας συγ­κέν­τρω­νε πολ­λούς πο­νε­μέ­νους καί δι­ψα­σμέ­νους πνευ­μα­τι­κά ἀν­θρώ­πους καί αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη με­τέ­δι­δε πα­ρη­γο­ριά καί εἰ­ρή­νη. Ἀνά­λο­γα μέ τίς πνευ­μα­τι­κές ἀνά­γκες τοῦ κα­θε­νός συ­μβού­λευε ἁπλά καί πρα­κτι­κά ἀπό τήν πεῖ­ρα καί τήν Χά­ρι πού εἶχε:
«Νά πᾶς (γιά προ­σκύ­νη­μα) στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐκεῖ εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοί μας».
«Πρέ­πει νά τυ­ραν­νή­σης τήν ψυ­χή σου γιά νά σέ ἀ­κού­ση ὁ Θε­ός».
«Σ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή εἴ­μα­στε προ­σω­ρι­νοί. Ἤρ­θα­με καί φεύ­γο­με. Μό­νο τά βου­νά μέ­νουν στήν θέ­ση τους».
«Ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος λά­θος, ἄρ­ρω­στος εἶ­ναι. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι ἀρ­ρώ­στια. Νά τούς λυ­πώ­μα­στε τούς ἀν­θρώ­πους πού κά­νουν ἁ­μαρ­τί­ες».
«Ὅ­λοι θά πε­θά­νου­με, ἀλ­λά εἶ­ναι δύ­σκο­λος ὁ θά­να­τος».
«Ἐ­δῶ (σ᾿ αὐ­τήν τήν ζω­ή) εἶ­ναι τό βα­ρύ (δύ­σκο­λο). Πῶς νά ἐ­λα­φρώ­σου­με τήν ψυ­χή μας. Ἐ­κεῖ πά­νω εἶ­ναι ὅ­λα τε­λει­ω­μέ­να».
«Ὁ κα­θέ­νας νά νη­στέ­ψη κα­τά τήν κρά­ση του, ὅ­σο βα­στά­ει (ἀν­τέ­χει) τό πνεῦ­μα του. Ἐ­κεῖ­να τά πολ­λά πού θά νη­στέ­ψου­με δέν μᾶς τά γνω­ρί­ζει (λαμ­βά­νει ὑπ᾿ ὄ­ψη του) ὁ Θε­ός. Ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει τήν ψυ­χή μας. Μέ τήν ἐλιά ξη­με­ρω­νό­μου­να καί, ὅ­ταν ἦ­ταν νά κοι­νω­νή­σω, καί τήν ἐλιά βα­στοῦ­σα (νή­στευα). Δέν μέ ἔ­βλα­πτε. Ἡ πολ­λή νη­στεί­α ὅ­μως δυ­σκο­λεύ­ει τήν ψυ­χή καί δέν μπο­ρεῖ νά προ­σευ­χη­θῆ. Δέν μπο­ρεῖ νά κα­τε­βά­ση τό μυα­λό ὅ­ταν εἶ­ναι νη­στι­κό, ὅ­ταν εἶ­ναι τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο, δέν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀ­κού­ση τήν ψυ­χή».
«Νά ὑ­πη­ρε­τῆς τόν ἑ­αυ­τό σου καί αὐ­τούς πού ἔ­χεις στό σπί­τι σου. Ἐ­γώ καί μ᾿ ἕνα μπου­κά­λι νε­ρό περ­νοῦ­σα τήν μέ­ρα, δέν πά­θαι­να τί­πο­τα, ἀλ­λά τό βρά­δυ ἔ­τρω­γα κά­να κρεμ­μύ­δι. Κα­θά­ρι­ζα τό χω­ρά­φι, ἀλ­λά νά σέ πῶ δέν πά­θαι­να τί­πο­τε. Μέ τή νη­στεί­α δέν πα­θαί­νεις τί­πο­τα, ἀλ­λά ἅ­μα πε­ρά­ση ἡ ἡ­λι­κί­α, ὅλα σέ βρί­σκουν. Ἀ­δυ­να­τοῦν μέ­σα τά ὄρ­γα­να καί δέν μπο­ρεῖς. Τώ­ρα ἔ­χω σταυ­ρό, ἀλ­λά πο­λε­μῶ νά κά­νω τή νη­στεί­α μου. Κρέ­ας δέν τρώ­ω».
«Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λῆ­τε τήν Πα­να­γί­α γιά κά­τι, θέ­λει νά σᾶς ἀ­κού­ση ἀλ­λά θέ­λει καί τήν δι­κή σας ὑ­πο­μο­νή καί θέ­λη­ση. Νά βα­στά­ζε­τε Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή νη­στεί­α. Γε­νι­κά τήν θέ­λει ἡ Πα­να­γί­α τή νη­στεί­α. Χαί­ρε­ται καί μπο­ρεῖ νά με­σι­τεύ­ση στόν Κύ­ριον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν».
«Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στε­νο­χώ­ρια νά τήν ση­κώ­νου­με μέ ὑ­πο­μο­νή. Δέν θά μα­ραί­νου­με τήν ψυ­χή μας, κα­κό λό­γο δέν θᾶ ποῦ­με, οὔ­τε στόν Θε­ό οὔ­τε σέ κεῖ­νον πού προ­ξε­νεῖ τήν στε­νο­χώ­ρια. Θά τήν κρα­τοῦ­με σάν δι­κό μας βί­ο (βί­ω­μα). Γιά μᾶς ἦρ­θε, ὁ Θε­ός θά τήν πά­ρει καί θά φέ­ρει κα­λύ­τε­ρα. Καί νά πα­ρα­πο­νε­θοῦ­με καί νά στε­νο­χω­ρη­θοῦ­με, θά τό βά­λου­με στόν τό­πο του (θά τό δι­ορ­θώ­σου­με); Ἐ­μεῖς καί νά στε­νο­χω­ρι­ώ­μα­στε καί νά σφιγ­γώ­μα­στε χαλ­νᾶ­με (ζη­μι­ώ­νου­με) τόν ἑ­αυ­τό μας. Ἐ­μεῖς θά κά­νου­με τό ἀν­θρώ­πι­νο καί τἄλ­λα στόν Θε­ό. Ἡ ὑ­πο­μο­νή ἄ­κρα (ὅ­ρια) δέν ἔ­χει».
«Ὅλα τά δο­κί­μα­σα, μό­ν­ο ἡ ὑ­πο­μο­νή μέ βο­ή­θη­σε. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ».
«Ὅ,τι θέ­λε­τε δέν μπο­ρεῖ­τε νά τό ζη­τή­σε­τε ἀ­πό τόν Θε­ό ἅμα δέν κρα­τᾶ­τε τίς νη­στεῖ­ες καί τήν δι­και­ο­σύ­νη˙ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­σο μπο­ρεῖ­τε νά δί­νε­τε. Πού τἄ­χου­με ὅ­λα νά δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό. “Δόξα τῷ Θεῷ­”, νά τό λέ­με. Για­τί θυ­μᾶ­σαι καί τό χαί­ρε­σαι. Ἐ­κεί­νη τήν χα­ρά τήν ἀ­να­λα­βαί­νει ὁ Θε­ός».
«Νά πα­ρα­κα­λᾶ­με πρῶ­τα τόν Χρι­στό, ὕ­στε­ρα Ἀγ­γέ­λους, Ἁγίους. Ὅ­σους βά­λεις στό μυα­λό σου, ὅ­ποι­ους θέ­λεις. Ὄ­χι μό­νο κά­ποι­ον συγ­κε­κρι­μέ­νον. Για­τί ὅ­λοι προ­σπα­θοῦν γιά μᾶς. Καί τή νύ­χτα κι ὅλας. Τή νύ­χτα ὅ­πως καί μεῖς προ­σευ­χό­μα­στε καί κεῖ­νοι τά παίρ­νουν ἐ­κεῖ­να καί τά πα­αί­νουν στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά πα­αί­νει στόν Χρι­στό».
«Ὅ­σο προ­σπα­θοῦ­με καί μᾶς ἔρ­χε­ται ἡ εὐ­λά­βεια, θέ­λου­με πιό πο­λύ νά δυ­σκο­λευ­τοῦ­με. Καί (γιά) κεῖ­νο μᾶς δο­κι­μά­ζει ὁ Θε­ός λί­γο νά δῆ θά μπο­ροῦ­με νά τό βα­στά­ξου­με; Θά κά­νου­με ὑ­πο­μο­νή. Καί κα­λό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με καί κα­κό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με. Για­τί ὅ­λα ὁ Θε­ός ἐ­δῶ τά ἔ­δω­σε».
«Τήν τι­μή (σή­με­ρα) ποῦ νά τήν βροῦ­με; Ἔφυ­γε, πέ­τα­ξε, δέν ὑπάρ­χει. Ἡ τι­μή πού εἶ­ναι στόν ἄν­θρω­πο στο­λί­δι καί στήν ζωή του καί στόν θά­να­το. Καί πού θά πε­θά­νου­με θά μᾶς ζη­τή­σουν τήν τι­μή μας».
«Καμ­μιά φο­ρά μέ ἔρ­χε­ται μιά στε­νο­χώ­ρια χω­ρίς νά θέ­λω. Ὅμως δέν ἀπελ­πί­ζο­μαι. Ἄς ἔρ­θη καί αὐ­τή. Ὁ και­ρός τά φέρ­νει, ὁ και­ρός τά παίρ­νει. Νά τά πε­ρά­σου­με ὅλα, διό­τι εἴ­μα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι στόν Θεό. Ὁ Θε­ός ὅπως τά δί­νει θά τά πά­ρει. Καί ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο δέν ἔχου­με ἀπό τήν ὑπο­μο­νή. Μήν ἀπελ­πι­ζώ­μα­στε. Ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο βα­στή­ξει, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρη χα­ρά θά ἔχου­με».
«Νά κρα­τᾶς τό­σο πο­λύ τόν ἑαυ­τό σου (τό νοῦ σου) στήν ψυ­χή σου (συ­γκε­ντρω­μέ­νο), μήν τήν βά­ζεις τήν λο­γι­κή μέ­σα, νά φέ­ρης (σκέ­φτε­σαι) ἅγια πράγ­μα­τα, καί νά σκέ­φτε­σαι ποιός Ἅγιος θά σέ βο­η­θή­σει. Ὅ,τι καί νά κά­νης Ἅγιοι θά σέ ἐξυ­πη­ρε­τή­σουν».
Σέ πολ­λούς νέ­ους ἔδι­νε τήν εὐ­χή της νά πα­ντρευ­τοῦν καί εἶ­χαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νο γά­μο. Σέ ἄλ­λους προ­έ­λε­γε τήν γέν­νη­ση τῶν παι­δι­ῶν τους καί μά­λι­στα ἔλε­γε πό­σα θά εἶ­ναι.
Σέ κά­ποι­ον νέο προ­εῖ­πε ὅ­τι θά πε­ρά­σει στήν σχο­λή πού ἐπι­θυ­μεῖ, στήν ἀρ­χή θά δυ­σκο­λευ­τῆ καί με­τά θά εἶ­ναι κα­λά, ὅπως καί ἔγι­νε.
Σέ κά­ποια κυ­ρία πού εἶ­χε πολ­λά παι­διά καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τ᾿ ἀφή­ση γιά νά πάη στούς Ἁγί­ους Τό­πους, ἐνῶ τό ἤθε­λε πο­λύ, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τῆς προ­εῖ­πε ὅτι θά ἐκ­πλη­ρω­θῆ ὁ πό­θος της καί μά­λι­στα στό ση­μεῖο πού βρέ­θη­κε ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός, θά κλά­ψει, ὅπως συ­νέ­βη.
Στόν Ἀν­τί­γο­νο Γα­νι­τί­δη πού τήν ρώ­τη­σε ἄν θά πρέ­πει νά παν­τρευ­τῆ μία κο­πέλ­λα πού τήν πρό­τει­ναν οἱ δι­κοί του καί πού ἦταν πο­λύ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἀ­πάν­τη­σε: «Ὄ­χι, ὄ­χι, δέν θά τήν πά­ρεις γιά γυ­ναῖ­κα σου. Ἐ­σύ θά πά­ρεις μιά γυ­ναῖ­κα πού θά εἶ­ναι πο­λύ δε­μέ­νη μέ τήν μάν­να της». Πράγ­μα­τι ἔτσι ἔ­γι­νε.
Σέ κά­ποια παν­τρε­μέ­νη πού τήν ἐπι­σκέ­φθη­κε, τῆς εἶ­πε ὅταν ἔφευ­γε ὅτι θά κά­νει ἀγο­ρά­κι. Αὐ­τή δέν κα­τά­λα­βε, για­τί δέν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι εἶ­ναι ἔγ­κυ­ος, πρᾶγ­μα πού ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τό εἶ­χε δεῖ πνευ­μα­τι­κά.
Με­ρι­κές φο­ρές, ἐ­νῶ προ­σευ­χό­ταν στό κελ­λί της καί χτυ­ποῦ­σε κά­ποι­ος τήν πόρ­τα, αὐ­τή τόν κα­λω­σό­ρι­ζε μέ τό ὄ­νο­μά του πρίν νά τόν δῆ. Βά­δι­ζε στούς δρό­μους τῆς Δρά­μας, καί ἐ­νῶ περ­νοῦ­σαν πολ­λά αὐ­το­κί­νη­τα, αὐ­τή, χω­ρίς νά πα­ρα­τη­ρῆ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα, φώ­να­ζε κά­ποι­ον γνω­στό της καί τόν χαι­ρε­τοῦ­σε ἀ­πό μα­κρυά ἐνῶ ἦταν μέ­σα σέ αὐ­το­κί­νη­το. Ἀν­θρω­πί­νως δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν οὔ­τε τό αὐ­το­κί­νη­το νά ξε­χω­ρί­ση, ἀλ­λά αὐ­τή τά ἔ­βλε­πε δι­α­φο­ρε­τι­κά καί δι­έ­κρι­νε ἀκό­μη καί τά γνω­στά της πρό­σω­πα ἀ­πό μα­κρυ­ά.
Κά­πο­τε τήν ρώ­τη­σε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου: «Γε­ρόν­τισ­σα, ἔ­χω χο­λη­στε­ρί­νη καί οἱ για­τροί μοῦ εἶ­παν νά ἐ­λατ­τώ­σω τήν τρο­φή. Δέν εἶ­μαι κα­λά. Ἀ­πό τήν δί­αι­τα ἐ­ξαν­τλή­θη­κα, δέν μπο­ρῶ νά ση­κώ­σω τό χέ­ρι μου». Ἀ­πάν­τη­σε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα: «Δέν τρῶς, παι­δί μου. Ἡ ζω­ή ἀπ᾿ τό φαΐ ἔρ­χε­ται. Μήν ἀκοῦς τούς για­τρούς. Ν᾿ ἀρ­χί­σης νά τρῶς». Μοῦ εἶ­πε νά γο­να­τί­σω στά εἰ­κο­νί­σμα­τα καί αὐ­τή προ­σευ­χό­ταν: «…καί τήν Ἕλ­λη… νά μήν ἀρ­ρω­στή­ση, τί θά κά­νει τά ἕ­ξι παι­δά­κια της, πά­ρε ἀ­πό μέ­να καί δῶ­σε δύ­να­μη σ᾿ αὐ­τήν». Ση­κώ­θη­κε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη καί ἦ­ταν κα­λά.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να πολ­λές φο­ρές ἔ­λα­βε πεῖ­ρα δαι­μό­νων ἀλ­λά ἡ μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τά της καί ἡ τα­πεί­νω­σή της σάν θώ­ρα­κες τήν προ­στά­τευ­αν ἀ­πό τήν κα­κί­α τοῦ δι­α­βό­λου. Τήν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος: «Σοῦ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δαί­μο­νες;». Ἀ­πάν­τη­σε: «Τούς στέλ­νει ὁ ἄλ­λος, ἀλ­λά δέν ἔ­χουν δι­καί­ω­μα νἄρ­θουν κο­ντά μου. Ἔ­χουν τόν φό­βο».
Δι­η­γή­θη­κε: «Πῆ­γα νά προ­σευ­χη­θῶ καί ἔρ­χε­ται ἕ­νας καί μοῦ δί­νει ἕ­να χα­στού­κι ἐ­δῶ καί βρω­μί­θη­σεν (αἰ­σθάν­θη­κα δυ­σω­δί­α). Ση­κώ­νο­μαι καί σκεύ­ο­μαι… Μό­λις μέ χτύ­πη­σε ἦρ­θε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, τόν εἶ­δα τόν Ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου, καί εἶ­πε: “Τί δι­καί­ω­μα ἔ­χεις καί πᾶς σ᾿ αὐ­τήν; Αὐ­τή στε­φά­νι φο­ρά­ει στό κε­φά­λι τη­ς”. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό χα­στού­κι πού μέ πό­νε­σε τό θυ­μᾶ­μαι».
Τήν ρώ­τη­σε ὁ Ἀν­τί­γο­νος Γα­νι­τί­δης ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το Δρά­μας γιά τά τε­λώ­νια καί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τόν μά­λω­σε λέ­γον­τάς του ὅ­τι εἶ­ναι μι­κρός καί νά μήν ἀ­σχο­λῆ­ται μ᾿ αὐ­τά. Καί ὕ­στε­ρα τοῦ δι­η­γή­θη­κε: «Κά­ποι­ο κα­λο­καί­ρι, ἦ­ταν βρά­δυ καί κα­θό­μουν σ᾿ αὐ­τό τό κα­μα­ρά­κι. Ἦρ­θαν δύ­ο ἄ­σχη­μοι ἄν­τρες (δαί­μο­νες) μέ κόκ­κι­να μά­τια καί μέ χτυ­πή­σα­νε καί μέ ρί­ξα­νε κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι, ἀλ­λά με­τά ἦρ­θαν οἱ δι­κοί μας (Ἄγ­γε­λοι) καί τούς ἔ­κα­ναν “μέ τά κρεμ­μυ­δά­κια”. Τό πρωΐ μέ βρῆ­κε ὁ ἐγ­γο­νός μου κά­τω πε­σμέ­νη, χτυ­πη­μέ­νη καί μέ πή­γα­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Δρά­μας. Γι᾿ αὐ­τό σοῦ λέ­ω μήν ἀ­σχο­λῆ­σαι μέ τά τε­λώ­νια».
Κά­ποι­α πού τήν γνώ­ρι­σε μαρ­τυ­ρεῖ: «Ὅ­ταν γνώ­ρι­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό ἐ­νε­νήν­τα χρό­νων. Τήν ἔ­νι­ω­σα ὄ­χι σάν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη ἀλ­λά σάν μι­κρό ἀ­πί­στευ­τα χα­ρού­με­νο παι­δά­κι. Ἦ­ταν ἀ­νά­λα­φρη καί ἀ­θώ­α, καί ὁ χρό­νος θαρ­ρεῖς πώς δέν τήν εἶ­χε ἀγ­γί­ξει. Ἦ­ταν τό ὀ­μορ­φό­τε­ρο καί γλυ­κύ­τε­ρο πρό­σω­πο πού εἶ­χα δεῖ στήν ζω­ή μου. Ἀ­να­παύ­ο­μαι καί αἰ­σθά­νο­μαι πα­ρη­γο­ριά ἀ­κό­μη καί τώ­ρα, ὅ­ταν μό­νο σκέ­φτω­μαι τήν γλυ­κύ­τη­τα καί τήν χά­ρη τοῦ προ­σώ­που τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας».
Ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1998 σέ ἡ­λι­κί­α 95 ἐ­τῶν. Ὅ­ταν ξε­ψυ­χοῦ­σε, ἐ­πε­κα­λεῖ­το ὅ­λους τούς γνω­στούς της Ἁ­γί­ους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἅγιο Ἀ­λέ­ξιο πού τόν εἶ­χε σέ ξε­χω­ρι­στή εὐ­λά­βεια.
Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας.
Νά ἔ­χου­με τήν εὐ­χή της. Ἀμήν.

Για την μητέρα στους καιρούς μας – π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού.



site analysis


Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου το πρόσωπο και την ιδιότητα της μητέρας. Κατά την εορτή της Υπαπαντής η Παναγία πηγαίνει τον Χριστό στον ναό, εκπληρώνοντας την νομική παράδοση του σαραντισμού. Μας δείχνει έτσι την πλήρη συγκατάβαση του Χριστού στα ανθρώπινα, αλλά και την αίσθηση της αποστολής “ως μάνας” που είχε στην ψυχή της η Μητέρα του Θεού και όλων των ανθρώπων.
Αυτή η αίσθηση της αποστολής δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το πνεύμα των καιρών μας. Για την σύγχρονη γυναίκα η μητρότητα δεν είναι προτεραιότητα. Οι σπουδές, η καριέρα, τα χρήματα, το να ζήσει την ζωή είναι τα στοιχεία εκείνα που μεταθέτουν χρονικά την μητρική λειτουργία. Δεν τιμάται άλλωστε από τους πολλούς η ιδιότητα της μάνας. Το star–system προβάλλει το πρότυπο του γυναικείου σώματος χωρίς τις ατέλειες και το βάρος της εγκυμοσύνης, ενώ για την σταδιοδρομία της γυναίκας στον επαγγελματικό και κοινωνικό χώρο
ένα παιδί δεν είναι ό,τι καλύτερο, καθώς την κάνει να χάνει χρόνο και δημοσιότητα, αναγκασμένη να μείνει στο σπίτι για να το φροντίσει στα πρώτα βήματά του. Το φεμινιστικό κίνημα, εξάλλου, υπερτονίζει ότι το σώμα της ανήκει στην γυναίκα και αυτή θα αποφασίσει αν θα κάνει παιδί ή όχι. Έτσι δικαιολογείται και ο μεγάλος αριθμός εκτρώσεων.
Ανάλογη είναι και η στάση των καιρών έναντι της πολυτεκνίας. Το να γεννήσει μία γυναίκα τρία και περισσότερα παιδιά θεωρείται ανεπιθύμητη πολυτέλεια. Τι να πει κάποιος για την πολιτεία που φορολογεί τις πολύτεκνες οικογένειες σαν να μην έχει καμία σημασία για το οξύτατο δημογραφικό μας πρόβλημα η αύξηση του πληθυσμού; Τι να πει όμως κάποιος και για την ντροπή που αισθάνεται ένα νέο κορίτσι αν πει δημόσια ότι θα ήθελε να κάνει περισσότερα από δύο παιδιά; Για την ειρωνεία ακόμη και του περιβάλλοντός της και για την παντελή έλλειψη υποστήριξης της ιδέας της από το σχολείο; Δεν μπορεί να είναι στόχος φανερός για μία νέα κοπέλα το να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Η μητρότητα στο περιθώριο…
Είναι αυτονόητο ότι με τις διαπιστώσεις δεν λύνεται το πρόβλημα. Όμως αν θυμηθούμε όλοι μας ότι μάς έχει γεννήσει μητέρα, προς την οποία η αγάπη μας είναι αναντικατάστατη, το όνομα της οποίας αναφωνούμε σε κάθε δυσκολία, την φροντίδα της αναζητούμε σε κάθε γνήσια σχέση, για την αγκαλιά της δεν μπορούμε να βρούμε άλλη παρηγοριά, τότε υπάρχει ελπίδα να αλλάξουμε νοοτροπία.
Άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι μπορούμε να αφυπνιστούμε. Να καταλάβουμε ότι η φύση μας περιλαμβάνει τις ιδιότητες του πατέρα και της μητέρας, για να ολοκληρωθούμε ως άνθρωποι, εφόσον δεν έχουμε επιλέξει κλήση μοναχική. Ότι η δωρεά της μητρότητας είναι καλό να επιδιώκεται στην νεαρότερη ηλικία, διότι τότε η γυναίκα έχει δυνάμεις. Ότι η καριέρα, όση καταξίωση κι αν δίνει στην γυναίκα, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το βλέμμα του παιδιού που λέει “μαμά” και ότι η μητρική ιδιότητα είναι εφ᾽ όρου ζωής δωρεά.
Ότι αν η γυναίκα αποτύχει στον μητρικό της ρόλο, διότι δεν έδειξε την αγάπη και την έγνοια που χρειαζόταν, καμία καριέρα δεν την καταξιώνει. Η μητρότητα είναι το αντίδοτο της φύσης στον θάνατο.
Η Παναγία ως μάνα ας ξαναγίνει πρότυπο!

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ως προσωποποίηση της εν Χριστώ μετάνοιας



site analysis

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ
ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Βλέπετε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε. Ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ. Ὅπλο ἀνίκητο κατά τοῦ σατανᾶ παρέχει ἡ ἁγία μας ἐκκλησία τόν Τίμιον Σταυρόν πού εὐαγγελίζεται ἐσαεί τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας, τό μυστήριον τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως.

Τό μέγα αὐτό μυστήριον ὁλοκληρώνεται καί καθίσταται σωστικόν καί ἰαματικόν μέ τήν δωρεά τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί μέ τό ποτήριον τῆς Ζωῆς, δηλαδή, τό ἅγιον δισκοπότηρον ὅπου φέρει ἐντός του, τό πανάχραντον Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ  Ἰησοῦ, τοῦ Μεσσίου.

        Προσωποποίησις τῆς μετανοίας, ἀνάμεσα στούς ἁγίους, σέ ὅλους τούς αἰῶνες, ἀναδεικνύεται καί ἡ ὁσία μητέρα μας, Μαρία ἡ Αἰγυπτία (1η Ἀπριλίου, Ε’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν). Ἐρευνώντας  μέ προσοχή στή ζωή της, στό βίο της, τήν μετάνοια μέ δάκρυα, νηστεία, προσευχή  καί ἡσυχία, ἀτενίζουμε νά συμπορεύονται αὐτές οἱ ἀρετές, μέ τήν εἰδική Ἱερωσύνη πού ὁ Χριστός ὡς διαδοχή ἄφησε στόν κόσμο (βλέπε βίο Ἁγ.Ζωσιμᾶ καί τή συνάντησή τους) καθώς καί μέ τή θεία Κοινωνία, ἤτοι τό ποτήριον τῆς Ζωῆς, ὡς ἐγγύηση καί ἐφόδιο, ἀντίδοτο τοῦ θανάτου, ζωοποιοῦν πρό τῆς μετάβασης ἀπό τήν γῆν πρός τόν οὐρανό καθ΄ὅτι διέβαινε τόν Ἰορδάνη ποταμό  ἀβρόχοις ποσί καί ἵπτατο τῆς ἐρήμου. Ὦ! Μεγίστη δωρεά τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ!!!
        Σ’ αὐτήν λοιπόν τήν παναλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας, τό πονηρό πνεῦμα, ὁ σατανᾶς, ἀγωνίζεται λυσσαλέα νά ἐνσπείρει δικά του νεκροποιά ζιζάνια μέ πλάνη καί ἀπάτη. Προβάλλει δηλαδή, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας μητέρας μας,  Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, (1η Ἀπριλίου) τή νεκροποιό καί σκοτεινή συμβουλή του·  ἀντί τῆς Ἁγίας Τριάδος τῶν ἀρετῶν καί χαρισμάτων (μετάνοια - ἱερωσύνη - θεία κοινωνία), τάχα ὡς ἀστεῖο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, στήν πραγματικότητα ἐγγίζει τά ὅρια  τῆς βλασφημίας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[1], σατανοκίνητα εὐτράπελα, ὥστε οἱ ἐν ἀποστασίᾳ ἄνθρωποι, ἀντί  τῆς σωτηριώδους ἑορτῆς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας μας, νά  ἔχουν τήν 1ηἈπριλίου σάν ψευτογιορτή καί ἡμέρα ψεύδους, ἀπάτης καί χαριεντισμῶν. Ὁ στόχος προφανής. Ἀποπροσανατολισμός, παραπλάνησις. Τό τέλος φρικτόν. Ἀντί τοῦ φωτεινοῦ θεϊκοῦ προτύπου στό πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας(αἰώνιον πρότυπον μετανοίας), ἀλοίμονο!!! ὁδηγούμαστε στή νεκροποιό σκοτεινή γύμνωση μέ προβολή τῆς ψυχοβλαβοῦς ψευτογιορτῆς καί τοῦ σατανοκίνητου ἀστεϊσμοῦ, ὥστε ὁ σατανᾶς αὐτήν τήν ἡμέρα, νά λατρεύεται σάν θεός τοῦ σκότους, ἀπό ἐσκοτισμένους θνητούς ἀνθρώπους.
        Σ’αὐτό τό σημεῖο, εὑρισκομένοι, ἐν ἐγρηγόρσει καί νήψη, παρατηροῦμε ὅλη τή φιλοσοφία τοῦ ἀντιχρίστου, καί τῶν ὀργάνων του. Δηλαδή ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί τοῦ θανάτου πού σέ κάθε ἐποχή ἀντιστρατεύονται τήν Ἀλήθεια καί τό Φῶς πού εἶναι ὁ Χριστός. Δυστυχῶς αὐτή ἡ δυσώδης φιλοσοφία κορυφώνεται ἐπικίνδυνα στίς μέρες μας. (Βλέπε ἠλεκτρονικά καί ἔντυπα μέσα στήν 1η Ἀπριλίου).
       Παρατηροῦμε δέ αὐτό τό τραγικό φαινόμενο κυρίως στούς θνητούς ἀνθρώπους πού ζοῦν κατά τό κοσμικό φρόνημα. Ρουφώντας ὡς τοῦ μυελοῦ τῶν ὀστέων τήν ἁμαρτία καί φτάνοντας μέχρι τήν ἄβυσσο τῆς κολάσεως, ἀφοῦ βέβαια πρῶτα ἀρνήθηκαν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί τή φιλανθρωπία Του, ἄγγιξαν τό ζοφῶδες καί νεκροποιό πνεῦμα τοῦ ψεύτη καί ἀνθρωποκτόνου σατανᾶ, ὅπως τόν κατήγγειλε ὁ Ἰησοῦς, ὁ Μεσσίας, καί ἔγιναν κοινωνοί τοῦ νεκροῦ καί σκοτεινοῦ πνεύματός του. Ἀλλά ἐπειδή ὁ σατανᾶς δέν εἶναι μόνο νεκρό καί φρικαλέο πνεῦμα, ἀλλά ὅπως εἴπαμε πιό πάνω καί νεκροποιό, μεταδίδει τή νέκρωση σέ ἐκείνους πού τόν ἀγγίζουν, πού κάνουν δηλαδή τήν ἁμαρτία καί τό θέλημά του. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μετέχουν τῆς νεκρώσεως, ἡ ὁποία τελειοποιεῖται ἔμπρακτα στό ἀνθρώπινο σῶμα τους καί τήν ψυχή τους μέ τήν ἀνομία, κάνοντας τόν Ἅδη αἰώνια κατοικία τους, ἐφ ‘ ὅσον ἐκτελοῦν τό ἀνθρωποκτόνο ἔργο του.
      Ἐντούτοις, ἡ μητέρα μας Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, μέ τή ζωή της καί τό βίωμά  της διδάσκει  ὅλους τούς θέλοντας τήν σωτηρία,  τή νήψη, τήν ἐγρήγορση, καί τήν ἀντίσταση στήν ἁμαρτία, ἀρετές καί ἀλήθειες  στίς ὁποῖες ἀναφέρεται μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες καί ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς τονίζοντας τά ἑξῆς: « Οὐσιαστικά ὅλα τά πνεύματα πού ἐνοικοῦν ἤ διαβαίνουν τόν κόσμο μας χωρίζονται σέ δύο κατηγορίες: σέ αὐτήν τοῦ Θεοῦ καί σέ αὐτήν τοῦ διαβόλου. Τά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνα πού ἀναγνωρίζουν καί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ σαρκωθείς Θεός Λόγος, ὁ Κύριος καί Σωτήρας· ἐνῶ τά τοῦ διαβόλου εἶναι ἐκεῖνα πού δέν τό ἀναγνωρίζουν. Σέ αὐτό ἔγκειται καί ὅλη ἡ φιλοσοφία τοῦ διαβόλου: τό νά μήν ἀναγνωρίζει τήν παρουσία, τήν ἐνσάρκωση, τήν ἐνανθρώπιση Ἐκείνου στόν κόσμο· τό νά βεβαιώνει καί  νά κηρύττει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός οὔτε στόν κόσμο οὔτε καί στόν ἄνθρωπο· ὅτι δέν ὑπάρχει  Θεός οὔτε στόν Θεάνθρωπο· ὅτι εἶναι ἀνοησία  νά πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός ἐνσαρκώθηκε σέ ἄνθρωπο καί ὅτι μπορεῖ νά ζήσει στόν ἄνθρωπο· ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος χωρίς Θεό, εἶναι ὄν στό ὀποῖο δέν ὑπάρχει Θεός, οὔτε καί τίποτα τό Θεῖο, τό θεϊκό, τό ἀθάνατο, τό αἰώνιο· ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος φθαρτός, ὅλος θνητός· ὅτι ἀνήκει κατά πάντα, στό ζωϊκό βασίλειο καί ὅτι δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό τά ζῶα. Γι΄αὐτό καί εἶναι φυσικό νά ζεῖ κανείς ὅπως αὐτά, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τούς μοναδικούς φυσικούς προγόνους, τά μοναδικά φυσικά του ἀδέλφια. Τέτοιου εἴδους εἶναι  κατ΄οὐσίαν  ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος θέλει μέ κάθε τίμημα νά ὑποκαταστήσει τόν Χριστό, νά πάρει τήν θέση Του στόν κόσμο καί στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ πρόδρομοι, οἱ ὁμολογητές καί οἱ πιστοί τοῦ Ἀντιχρίστου στόν ἀνθρώπινο κόσμο ἀνά τούς αἰῶνες. «Πᾶν πνεῦμα»[2]· καί πνεῦμα μπορεῖ νά εἶναι εἴτε προσωπικότητα, εἴτε διδασκαλία, εἴτε ἰδέα, εἴτε σκέψη, εἴτε ἄνθρωπος. Καί κάθε προσωπικότητα, διδασκαλία, ἰδέα, σκέψη, ἄνθρωπος,πού δέν ἀναγνωρίζει  ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός καί Σωτήρας, ἐνσαρκωθείς Θεός καί Θεάνθρωπος, προέρχεται ἀπό τόν Ἀντίχριστο, εἶναι τοῦ Ἀντιχρίστου. Τέτοιες προσωπικότητες, ἰδέες καί διδασκαλίες ὑπάρχουν ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἴδιας τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, γι ‘αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, πού ἀξιώθηκε νά δεῖ τά μυστήρια, λέγει γιά τόν Ἀντίχριστο: «νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστίν ἤδη». Κάθε ἄνθρωπος, κάθε ἰδέα στόν κόσμο, πού ἀρνεῖται τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, εἶναι ἐκ τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὁ δημιουργός ὁποιασδήποτε ἀντιχριστιανικῆς ἰδεολογίας εἶναι, ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὁ Ἀντίχριστος. Στήν πραγματικότητα, ὅλες οἱ ἰδεολογίες μποροῦν νά χωρισθοῦν σέ δύο εἴδη: σέ αὐτές πού τάσσονται ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ καί σέ αὐτές πού τάσσονται ὑπέρ τοῦ Ἀντιχρίστου. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁ ἄνθρωπος σέ τοῦτον τόν κόσμον καλεῖται νά ἀπαντήσει σέ ἕνα ἐρώτημα: ἄν εἶναι μέ τόν Χριστό ἤ κατά τοῦ Χριστοῦ. Καί κάθε ἄνθρωπος, θέλοντας καί μή, δίνει ἀπάντηση σέ αὐτό τό ἐρώτημα, σέ αὐτό τό ἀπόλυτο πρόβλημά του. Καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶναι εἴτε φιλόχριστος εἴτε χριστομάχος· Τρίτη ὁδός δέν ὑπάρχει. Ναί, εἴτε χριστολάτρης εἴτε διαβολολάτρης· Τρίτη ὁδός δέν ὑπάρχει».
       Καλή καί εὐλογημένη πνευματική πορεία. Καλή Ἀνάσταση.
Υ.Γ. : «Ἔγραφα Ε’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἑορτή ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας». 



[1] Ἰωάν.η’, στίχ.42. «…ἐγώ γάρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καί ἥκω·…», στίχ.43.  «διατί τήν λαλιάν τήν ἐμήν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τόν λόγον τόν ἐμόν»., στίχ.44. «…ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ…ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ΄ἀρχῆς καί ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τό ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύτης ἐστί καί ὁ πατήρ αὐτοῦ».
[2] Β’ ΙΩΑΝΝΟΥ, Στίχ.7: «ὅτι πολλοί πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τόν κόσμον, οἱ μή ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστόν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτος ἐστιν ὁ πλάνος καί ὁ ἀντίχριστος».

Η πρώην Λουθηρανή κα Άννα για το Ορθόδοξο Βάπτισμα



site analysis


Η πρώην Λουθηρανή κα Άννα για το Ορθόδοξο Βάπτισμα
Μετά την κατανυκτική θεία Λειτουργία στον Μέγα Βασίλειο,την Κυριακή 31 Μαρτίου 2019, οι φοιτήτριες της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης Αθηνών πήραν τον δρόμο για τη γραφική περιοχή της Πλάκας. Στόχος τους, να επισκεφθούν το ιδιωτικό παρεκκλήσιο της Αγίας Άννας. Η περιοχή έσφυζε από ζωή, κίνηση, φωνές, θόρυβο, μα μόλις μπήκαν στο μικρό παρεκκλήσιο, όλα ησύχασαν. Εκεί τις περίμενε η  Άννα Ρετάλη, η οποία συνέβαλε ιδιαίτερα στην αποκατάσταση του παρεκκλησίου.



Η  Άννα κατάγεται από τη Σουηδία και στο παρελθόν ήταν λουθηρανή. Τις υποδέχθηκε και τους μίλησε για την αποκατάσταση του ιερού ναού. Τους διηγήθηκε το πώς ο Θεός απροσδόκητα και θαυματουργικά οδήγησε τα βήματά της στην Ορθόδοξη Εκκλησία και μοιράστηκε μαζί τους κάποιες από τις εμπειρίες που έζησε από τότε που γνώρισε την αλήθεια.

«Εσείς βαπτιστήκατε πολύ μικρές και δεν το θυμάστε. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι όντως, όντως κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα. Στη βάπτιση μπαίνεις μαύρη και βγαίνεις λευκή… Σκέψεις, νοοτροπίες, συνήθειες που είχες ξαφνικά φεύγουν από πάνω σου, σαν να βγάζεις ένα παλιό ρούχο… Τους πρώτους μήνες μετά τη βάπτισή μου ήμουν… αλλού. Μια γαλήνη, μια χαρά συνεχής κυριαρχούσε…” ήταν μερικά από τα βιώματα που μας μετέφερε.
«Λέω σε γνωστούς μου στη Σουηδία, ότι βρισκόμαστε στη φανταστική περίοδο της νηστείας και δεν το συμμερίζονται. Πρέπει να το ζήσεις για να το καταλάβεις».
πηγή

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αθηνά Σγούρου



site analysis


SGOYROY
Γεν­νή­θη­κε τό 1879 στό Χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κερ­κύ­ρας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ φτω­χούς ἀλ­λά πο­λύ τί­μιους καί πι­στούς. Ὁ πα­τέ­ρας της λε­γό­ταν Χρι­στό­δου­λος Σγοῦ­ρος καί ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος Βυ­ζαντι­νῆς οἰ­κο­γέ­νειας πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ ἀ­πό αἰ­ῶ­νες στήν Κέρ­κυ­ρα. Ἡ μάν­να της λε­γό­ταν Κων­σταντί­να Γραμ­μέ­νου. Προερ­χό­ταν ἀπό πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια.
Ἀ­πό τά πρῶ­τα της χρό­νια ἔ­ζη­σε τήν με­γά­λη φτώ­χεια, τήν στέ­ρη­ση καί τόν θά­να­το μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού ἔ­φε­ραν στόν κό­σμο οἱ γο­νεῖς της μό­νο πέντε ἐ­πέ­ζη­σαν καί ἀ­πό αὐ­τά ἕ­να ἦ­ταν σω­μα­τι­κά ἀ­νά­πη­ρο καί ἕ­να δι­α­νο­η­τι­κά. Τί­πο­τε δι­κό τους δέν εἶ­χαν ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να μι­κρό σπι­τά­κι πού ἔ­με­ναν.
Τά λί­γα κτη­μα­τά­κια πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν ἦ­ταν ξέ­να, ἀρ­χοντι­κά καί ἔ­δι­ναν με­γά­λο με­ρί­διο ἀ­πό τήν σο­δειά τους στούς κα­τό­χους.
Εἶ­χαν ὅ­μως πο­λλή πί­στη, ἐλ­πί­δα καί ἀ­γά­πη στόν Θε­ό. Ὁ πα­τέ­ρας της οὐ­δέ­πο­τε βλα­σφή­μη­σε γιά τήν δυ­στυ­χί­α του καί γι­ά τούς θα­νά­τους τῶν παι­δι­ῶν του. Ἀντί­θε­τα εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τόν Θε­ό πού τά παι­διά του ἀ­ξι­ώ­νο­νταν νά γί­νουν Ἄγ­γε­λοι.
Ἡ Ἀ­θη­νᾶ ὡς πι­ό με­γά­λη (δεύ­τε­ρη κα­τά σει­ρά), ἐ­πω­μί­στη­κε καί αὐ­τή τό βά­ρος καί τήν φροντί­δα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της ἀ­πό ἡ­λι­κί­ας πέντε ἐ­τῶν. Ἡ μάν­να της ξε­νο­δού­λευ­ε καί τῆς ἄ­φη­νε ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη νά φροντί­ση τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της. Δέν εἶχε μέ τί νά τά τα­ΐ­ση καί λυ­πό­ταν πού τά ἔ­βλε­πε πει­να­σμέ­να καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τά χορ­τά­ση. Δύ­σκο­λοι και­ροί, φτώ­χεια καί ἀ­νέ­χεια.
Σέ ἡ­λι­κί­α ἑ­πτά ἐ­τῶν πή­γαι­νε καί αὐ­τή μέ τήν μάν­να της στήν ξέ­νη δου­λειά, πού ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ἦ­ταν τό­σο σκλη­ρή ἐ­νῶ ἡ ἴδια βρι­σκό­ταν σέ τό­σο τρυ­φε­ρή ἡ­λι­κί­α.
Ὅ­μως ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ἡ­λι­κί­α εἶ­χε ζῆ­λο καί ἄκου­γε μέ προ­σο­χή καί ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν (ἰδί­ως ὁ πα­τέ­ρας της) γι­ά τόν Θε­ό, τούς Ἁ­γί­ους, γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί πα­ρά­δο­σή μας. Ἔτσι ἔγι­νε φο­ρέ­ας καί βί­ω­νε τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἠ­θι­κῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου μας.
Παντρεύ­τη­κε σέ με­στή ἡ­λι­κί­α (27 ἐ­τῶν). Ὁ γά­μος της ἔ­γι­νε με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες καί ἐ­πει­σό­διο πού πο­λύ τήν στε­νο­χώ­ρη­σε. Στό σπί­τι πού μπῆ­κε βρῆ­κε πο­λύ ἐ­χθρι­κό κλῖ­μα ἀ­πέ­ναντί της, για­τί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἄν­δρα της δέν ἤ­θε­λε μέ κα­νέ­να τρό­πο νά τήν κά­νη νύ­φη της ἐ­πει­δή ἦ­ταν πο­λύ φτω­χή. Δυ­στυ­χῶς καί ὁ ἄν­δρας της πολ­λές φο­ρές στήν πο­ρεί­α τοῦ γά­μου τους πα­ρα­συ­ρό­ταν ἀ­πό τούς δι­κούς του. Ἡ στε­νο­χώ­ρια της καί ἡ κα­κή με­τα­χεί­ρι­ση ἦ­ταν καί ἀ­φορ­μή νά ἀ­πο­βά­λη τό πρῶ­το παι­δί της. Κα­τά τήν ἀ­πο­βο­λή αὐ­τή ἔ­πα­θε με­γά­λη αἱ­μορ­ρα­γί­α καί ὁ για­τρός πού κλή­θη­κε δέν κα­τώρ­θω­σε νά τήν βο­η­θή­ση. Ὅ­ταν τήν εἶ­δε νά ἔχη πέ­σει σέ κῶ­μα ἀ­πο­φάν­θη­κε ὅ­τι δέν θά ζή­σει για­τί εἶ­χε πά­ρει τήν πο­ρεία πρός τόν θά­να­το. Ἡ ἀ­να­πνο­ή της ἐ­λά­χι­στη, τό πρό­σω­πό της κί­τρι­νο, τό σῶ­μα πα­γω­μέ­νο καί οἱ ὧ­ρες περ­νοῦ­σαν μέ ἀ­γω­νί­α. Ἀ­πό τό πρω­ΐ μέ­χρι ἀρ­γά τό ἀ­πό­γευ­μα στήν ἴ­δια κα­τά­στα­ση. Ἡ μία ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές της προ­σευ­χό­ταν.
Ξαφ­νι­κά τήν εἶ­δαν νά ἀ­νοι­γο­κλεί­νη τά μά­τια της, νά ζω­η­ρεύ­η τό πρό­σω­πό της, νά κι­νῆ­ται τό σῶ­μα της, καί ν᾿ ἀρ­χί­ζη νά μι­λά­η. Τά πρῶ­τα λό­για της ἦ­ταν: «Ποῦ εἶ­μαι; Ποῦ βρί­σκο­μαι; Για­τί ἦρ­θα πά­λι ἐ­δῶ;». Σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν ὅ­λοι. Θαῦ­μα! Πῶς ξα­να­ζωντά­νε­ψε; Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἐντε­λῶς, ἀ­να­στέ­να­ξε βα­θιά. «Ἄχ, για­τί νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἤ­μουν;».
«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:
‒Ἀ­θη­νᾶ, μή φο­βᾶ­σαι, ἔ­λα μα­ζί μου, πᾶ­με ἀ­πό ἐ­δῶ.
‒Ποῦ μέ παίρ­νεις; τόν ρώ­τη­σα.
‒Ἔ­λα καί θά δῆς. Σι­γά–σι­γά βρε­θή­κα­με σέ φῶς. Ἔ­τσι εἶ­δα κι αὐ­τόν πού μέ συ­νώ­δευε. Ἦταν ἕ­νας λαμ­πε­ρός νέ­ος καί εἶ­χε μί­α φο­ρε­σιά ἄ­σπρη. Συ­να­ντή­σα­με ἕ­να με­γά­λο πορ­τό­νι (ἔ­τσι ἔ­μοια­ζε) πρός τήν Ἀ­να­το­λή. Πε­ρά­σα­με μέ­σα. Ἄ! Τί φῶς ἦ­ταν αὐ­τό πού εἶ­δα! Πι­ό πο­λύ ἀ­πό μέ­ρα με­ση­μέ­ρι. Καί τί εἴ­δα­νε τά μά­τια μου ἐ­κεῖ μέ­σα! Δέν­δρα πολ­λά καί λου­λού­δια ἀπ᾿ ὅ­λα τά χρώ­μα­τα στο­λί­ζα­νε αὐ­τόν τόν τό­πο. Ὅ­λα κα­θα­ρά, ἄ­στρα­φταν καί οἱ ἄν­θρω­ποι πού βρί­σκο­νταν ἐ­κεῖ. Ὅ­λοι μέ τά γι­ορ­τι­νά τους σάν νἄ­τα­νε πα­νη­γύ­ρι. Τά πρό­σω­πά τους χα­ρού­με­να καί στέκονταν κα­τά σει­ρές ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες καί τρα­γου­δοῦ­σαν. Πολ­λοί μοῦ μι­λοῦ­σαν, μέ χαι­ρε­τοῦ­σαν. “Κα­λῶς τήν Ἀ­θη­νᾶ”, μοῦ ἔ­λε­γαν. Καί ἐ­γώ ἤ­μουν πο­λύ χα­ρού­με­νη, κα­θώς περ­νοῦ­σα μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τούς τούς ἀν­θρώ­πους καί μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α λου­λού­δια. Ρώ­τη­σα καί ἐ­γώ αὐ­τόν πού μέ ἔ­παιρ­νε:
‒Ποῦ εἴ­μα­στε ἐ­δῶ;
‒Ἄ! Ἐ­δῶ εἴ­μα­στε στόν Πα­ρά­δει­σο καί ὅ­λοι αὐ­τοί πού βλέ­πεις ἐ­δῶ, εἶ­ναι οἱ ψυ­χές πού ὅ­ταν ἦ­ταν στήν ζω­ή εἶ­χαν ἀ­γά­πη καί ἔ­κα­ναν κα­λά ἔρ­γα. Νά, αὐ­τοί εἶ­χαν αὐ­τή τήν ἀ­ρε­τή, οἱ ἄλ­λοι τήν ἄλ­λη.
»Ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ φῶς, ὅ­λο καί πι­ό ὄ­μορ­φα ἦ­ταν τά πάντα καί πε­ρισ­σό­τε­ρο χα­ρού­με­να. Δέν ἤ­ξε­ρα τί νά πῶ, ἔ­τσι ρώ­τη­σα πά­λι.
‒Δέν μοῦ λές, ἄν­θρω­πέ μου, ὅ­λες οἱ ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­ταν πε­θαί­νουν, ὅ­λες ἐ­δῶ ἔρ­χονται;
‒Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, ἂν θέ­λης πᾶ­με νά ἰ­δῆς ποῦ εἶ­ναι καί οἱ ἄλ­λες ψυ­χές.
»Μέ μιᾶς βρε­θή­κα­με σάν σέ σού­ρου­πο καί ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με τό­σο σκο­τεί­νι­α­ζε. Μπή­κα­με σ᾿ ἕ­να πορ­τό­νι σκοῦ­ρο, πού ἦ­ταν πρός τήν Δύ­ση. Καί τί νά δοῦ­με ἐ­κεῖ! Ἀν­θρώ­πους, ἄλ­λους πε­σμέ­νους κά­τω, ἄλ­λους ση­κω­μέ­νους νά βογ­γᾶ­νε, νά κλαῖ­νε, γυ­ναῖ­κες μέ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά νά πα­ρα­δέρ­νωνται καί μί­α βρώ­μα πού δέν ἄντε­χα. Προ­χω­ρού­σα­με καί ὅ­λο χει­ρό­τε­ρα. Ἐ­δῶ βλέ­πα­με πολ­λούς πού ἦ­ταν μέ­σα σέ ἀ­κα­θαρ­σί­ες καί ἄλ­λους μέ­σα σέ φω­τιά νά καί­γωνται.
‒Μά για­τί νἆ­ναι ἔ­τσι αὐ­τοί ἐ­δῶ; ρώ­τη­σα.
‒Ἄ, Ἀ­θη­νᾶ μου, αὐ­τές ἐ­δῶ εἶ­ναι οἱ ψυ­χές αὐ­τῶν πού ἔ­κα­ναν τήν τά­δε ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­κεῖ­νοι ἐ­κεῖ ἔ­κα­ναν ἄλ­λες καί δέν με­τε­νό­η­σαν, γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θαν ἐ­δῶ. Ἔ­τσι μοῦ ἔ­λε­γε γι­ά ὅ­λους.
»Πι­ό πέ­ρα τί νά δῶ! Μέ­σα ἀ­πό ἕ­να πο­λύ με­γά­λο λάκ­κο νά βγαί­νουν καί νά πε­τι­οῦνται πά­νω κά­τι σάν σκου­πί­δια πού πά­λι ξα­νά­πε­φταν μέ­σα.
‒Καί αὐ­τό τί εἶ­ναι; ρώ­τη­σα.
‒Αὐ­τά πού ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν σ᾿ αὐ­τό τό βά­ρα­θρο εἶ­ναι οἱ πο­λύ ἁ­μαρ­τω­λές ψυ­χές πού καί­γο­νται.
»Μ᾿ ἔ­πια­σε ἀ­να­τρι­χί­λα καί ἄρ­χι­σα νά κλαί­ω, για­τί πο­λύ πό­νε­σα πού ἔ­βλε­πα αὐ­τά. Ξαφ­νι­κά ἄ­κου­σα κά­ποι­ον νά φω­νά­ζη σ᾿ αὐ­τόν πού μ᾿ ἔ­παιρ­νε:
‒Πά­ρε τήν Ἀ­θη­νᾶ ἀ­πό ἐ­κεῖ. Για­τί τήν ἔ­φε­ρες σ᾿ αὐ­τόν τόν τό­πο νά στε­νο­χω­ρη­θῆ; Νά φύ­γη γρή­γο­ρα. Βγή­κα­με πά­λι στό φῶς, καί ἐ­κεῖ μοὖρ­θε ἡ πε­ρι­έρ­γεια καί τόν ρώ­τη­σα:
‒Μά ποι­ός εἶ­σαι ἐ­σύ, ἄν­θρω­πέ μου, πού εἶ­σαι ὅ­λο κοντά μου, καί ποῦ μέ γνω­ρί­ζεις;
‒Εἶ­μαι Ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ πού παίρ­νω τίς ψυ­χές αὐ­τῶν πού πε­θαί­νουν.
‒Ἔ, τό­τε θά ξέ­ρεις καί γι­ά τήν ψυ­χή τῆς Νι­κο­λέτ­τας (μιᾶς γνω­στῆς μου) ποῦ ἐ­πῆ­γε.
‒Αὐ­τή δέν πῆ­γε κα­λά, για­τί δέν ἔ­κα­νε ψυ­χι­κό (ἐ­λε­η­μο­σύ­νη) πο­τέ της.
‒Καί ἡ ψυ­χή τῆς Χα­ρί­κλειας (μιᾶς ἄλ­λης γνω­στῆς μου) ποῦ πῆ­γε;
‒Ἄ, αὐ­τή ἐ­πῆ­γε λαμ­πά­δα στόν Θε­ό.
»Ρώ­τη­σα καί γι᾿ ἄλ­λες ψυ­χές ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἤ­ξε­ρα καί μοῦ ἀ­παντοῦ­σε ὅ­τι ἄλ­λες πῆ­γαν σέ κα­λό μέ­ρος καί ἄλ­λες σέ ἄ­σχη­μο.
‒Καί μέ­να ποῦ θά μέ πά­ρεις, τοῦ λέ­ω.
‒Ἐ­σύ θά γυ­ρί­σεις πά­λι, μοῦ ἀ­πήντη­σε, για­τί σέ φω­νά­ζουν καί δέν ἔ­χω δι­ο­ρί­α νά σέ κρα­τή­σω ἄλ­λο.
»Καί ἔ­τσι μέ μιᾶς τόν ἔ­χα­σα καί βρέ­θη­κα πά­λι ἐ­δῶ».
Πολ­λοί τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν, δέν τήν πί­στευ­αν, τῆς ἔ­λε­γαν ὅ­τι ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἡ ἴ­δια ἐ­πέ­με­νε: «Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἐ­γώ τὄ­ζη­σα αὐ­τό». Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο, δι­ό­τι πέ­ρα­σαν ἑ­βδο­μή­κοντα χρό­νια καί με­τά τό θυ­μό­ταν μέ ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες, παρ᾿ ὅ­λο πού χρει­α­ζό­ταν πά­νω ἀ­πό μί­α ὥ­ρα νά τό ἀ­φη­γη­θῆ σέ ὅ­λη του τήν ἔ­κτα­ση μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα, χω­ρίς νά προ­σπα­θῆ νά πεί­ση. Ἄλ­λη ἀ­πό­δει­ξη ἦ­ταν ἡ βέ­βαι­η πί­στη της γι­ά τήν ἐ­που­ρά­νια ζω­ή. Τό με­γά­λο ἰ­σό­βιο ἐν­δι­α­φέ­ρον της καί ὁ ἀ­γώ­νας της γι­ά τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α της γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἡ λα­χτά­ρα της νά μι­λά­η καί νά ἀ­κού­η γι­ά τόν Χρι­στό μας, τήν Πα­να­γί­α μας, τούς Ἀγ­γέ­λους, τούς Ἁ­γί­ους˙ ὁ πό­θος της καί ἡ σί­γου­ρη ἐλ­πί­δα της γι­ά τήν Ἀ­νά­στα­ση, (πο­τέ της ὅ­σο ἐκ­κλη­σι­α­ζό­ταν δέν ἔ­χα­σε τό Ἑ­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Κυ­ρια­κῆς) καί τέ­λος οἱ ἔ­γνοι­ές της, οἱ εὐ­χές καί οἱ προ­σευ­χές γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.
Ὡς ἄν­θρω­πος κι αὐ­τή εἶ­χε τά ἐ­λατ­τώ­μα­τά της καί ἐλ­λεί­ψει πνευ­μα­τι­κοῦ ὁ­δη­γοῦ καί λό­γῳ ἄ­γνοι­ας μπο­ρεῖ νά δι­έ­πρατ­τε μι­κρά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ὅ­μως ἡ ἔ­μπρα­κτη ἀ­γά­πη της γι­ά τόν Θε­ό καί τούς ἀν­θρώ­πους τά ἐ­λά­φρυ­νε ὅ­λα.
Δέν μπο­ροῦ­σε νά χορ­τά­ση, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δί­πλα της πει­νά­ει, οὔ­τε νά κοι­μη­θῆ, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δέν ἔ­χει κρεβ­βά­τι νά μεί­νη. Μέ­σα στήν πο­λυ­με­λῆ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν σκάν­δα­λο καί εὐ­λο­γί­α. Ὅ­,τι μά­ζευ­ε τό σκόρ­πι­ζε χω­ρίς νά λο­γα­ριά­ζη τήν γκρί­νια καί τίς ἀντι­δρά­σεις τῶν ἄλ­λων. Πο­τέ ὅ­μως δέν τούς ἔλει­ψαν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα οὔ­τε κα­τά τήν κα­το­χι­κή καί με­τα­κα­το­χι­κή φτώ­χεια.
Στό σπί­τι της δε­χό­ταν καί φι­λο­ξε­νοῦ­σε ὅ­λους ὅ­σοι βρί­σκονταν ἄ­στε­γοι στό χω­ριό ἢ στό Λι­βά­δι τοῦ Ρό­πα, ὅ­που εἶ­χε ἕ­να σπι­τά­κι καί ἔ­με­νε ἐ­πο­χια­κά. Πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό σπί­τι της, ἔ­φα­γαν καί κοι­μή­θη­καν σέ δύ­σκο­λους καί σέ ἐμ­πό­λε­μους και­ρούς Σέρ­βοι, Ἑ­βραῖ­οι, Ἰ­τα­λοί, πρό­σφυ­γες τῆς Μ. Ἀ­σί­ας, ζη­τιᾶ­νοι, γυ­ρο­λό­γοι, πλα­νό­διοι, ἔμ­πο­ροι, μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κό­μη τσιγ­γᾶ­νοι, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γοί καί ψυ­χο­πα­θεῖς.
Ἡ καρ­διά της δέν ἔ­κα­νε δι­ά­κρι­ση, ἔ­βλε­πε τόν κά­θε ἄν­θρω­πο ὡς εἰ­κό­να Θε­οῦ, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη. Ἔκα­νε ψυ­χι­κό χω­ρίς νά ἀ­πο­βλέ­πη σέ ἀντα­μοι­βή. Δέν φο­βή­θη­κε πο­τέ οὔ­τε σκέ­φθη­κε μή­πως κιν­δυ­νεύ­ση ἀ­πό τούς κά­θε εἴ­δους ἀν­θρώ­πους πού φι­λο­ξε­νοῦ­σε. Σκε­φτό­ταν ἁ­πλά καί πί­στευ­ε στήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­­οῦ. Ὅ­ταν ἔ­με­νε στό Λι­βά­δι (δυ­ό ὧ­ρες μα­κρυ­ά ἀ­πό τό χω­ριό), τό σπί­τι της γι­νό­ταν τό μό­νο ἀ­πο­κούμ­πι γιά κά­θε χω­ρια­νό καί μή πού ξέ­με­νε ἐ­κεῖ ἀ­πό κα­κο­και­ρί­α. Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν σχε­δόν ἔ­ρη­μο. Τί νά τούς δώ­ση νά φᾶ­νε; Δέν με­ρι­μνοῦ­σε. «Ἔ­χει ὁ Θε­ός», ἔ­λε­γε. Ἡ ἀ­γά­πη πάντα οἰ­κο­νο­μά­ει. Λί­γο κα­λαμ­πο­κί­σιο ἀ­λεύ­ρι γι­ά μί­α κου­λού­ρα στήν χό­βο­λη, μέ λί­γο ρύ­ζι μέ θρούμ­πα καί δυ­ό­σμο θά χόρ­ται­ναν ὅ­σοι κι ἂν ἦ­ταν. Καί ὅ­ταν ἡ καρ­διά της λα­χτα­ροῦ­σε νά προ­σφέ­ρη καί κά­τι ἄλ­λο ἀλ­λά δέν εἶ­χε, συ­νέ­βαι­νε με­ρι­κές φο­ρές καί τό ἑ­ξῆς ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο. Ἔρ­χονταν οἱ γά­τες ἀ­πό τόν κάμ­πο πού κυ­νη­γοῦ­σαν καί τῆς ἔ­φερ­ναν πό­τε ὀρ­τύ­κια, πό­τε λα­γου­δά­κια, πού ἀ­φοῦ τά σκό­τω­ναν, τά ἄ­φη­ναν στά πό­δια της νι­α­ου­ρί­ζοντας. Τό πε­ρί­ερ­γο ἦ­ταν ὅ­τι δέν τῆς ἔ­φε­ραν πο­τέ ἀ­κά­θαρ­το.
Ἐ­κεῖ στό Λι­βά­δι ἀ­ξι­ώ­θη­κε καί ἑ­νός ὁ­ρά­μα­τος. Ἐ­νῶ στε­κό­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ της ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε σέ μί­α στιγ­μή τόν οὐ­ρα­νό νά ἀ­στρά­φτη. Νό­μι­σε ὅ­τι θά βρέ­ξει. Ὅ­μως τό φῶς με­γά­λω­νε καί ἔ­φε­ξε ὅ­λος ὁ κάμ­πος σάν νά ἦ­ταν μέ­ρα. Τό φῶς, ὅ­πως ἔ­λε­γε, προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό κά­τι πού ἔ­βλε­πε στόν οὐ­ρα­νό πού ἔμοιαζε σάν ὁ­λό­φω­το ἅρ­μα σέ σχῆ­μα πο­λυ­ε­λαί­ου. Κα­θώς περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι της ἔ­μει­νε ἔκ­θαμ­βη ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά του. Τό πα­ρα­κο­λού­θη­σε μέ­χρι πού χά­θη­κε στίς πλα­γι­ές ἑ­νός λό­φου. (Κα­νείς ἄλ­λος ἀ­πό τήν γύ­ρω πε­ρι­ο­χή δέν τό εἶ­δε, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να κο­ρι­τσά­κι ὀ­κτώ χρόνων πού ἔ­βο­σκε τά πρό­βα­τα). Σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε, δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἐ­ξη­γή­ση. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως ὁ λο­γι­σμός τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γι­ά τό χε­ρου­βι­κό ἅρ­μα πού πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι, τόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη, πού οἱ ἄν­θρω­ποι τό εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει καί ἔ­με­νε χρό­νια ἀ­λει­τούρ­γη­το.
Ζοῦ­σε μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα. Ἔ­νιω­θε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ κοντά της καί εἶ­χε πά­ντα χα­ρά. Εἶ­χε ὅ­μως καί πει­ρα­σμούς καί πολ­λές δο­κι­μα­σί­ες στήν ζω­ή της. Ὁ ἄν­δρας της δέν ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ. Ἦ­ταν νευ­ρι­κός, βλα­σφη­μοῦ­σε καί αὐ­τή πλη­γω­νό­ταν.
Νέ­ος με­τά ἀ­πό ἕ­να ἀ­τύ­χη­μα ἔ­χα­σε ἐντε­λῶς τό φῶς του καί ἡ ἴ­δια ἔ­πρε­πε νά ὑ­πο­μεί­νη τήν σο­βα­ρή αὐ­τή ἀ­να­πη­ρί­α καί τίς συ­να­κό­λου­θες πα­ρα­ξε­νι­ές του. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια ἔ­πε­σε, χτύ­πη­σε καί ἔ­μει­νε πα­ρά­λυ­τος. Ἡ κό­ρη της εἶ­χε γεν­νη­θῆ ἀ­νά­πη­ρη ἀλ­λά ἦ­ταν καί αὐ­τή ἰ­δι­ό­τρο­πη, ἀ­νυ­πά­κο­η καί ἀ­τύ­χη­σε πο­λύ στόν γά­μο της. Ὁ γυι­ός της μι­κρός ἦ­ταν πο­λύ φι­λά­σθε­νος. Τρεῖς φο­ρές κιν­δύ­νευ­σε νά πε­θά­νη. Ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ μέ τίς προ­σευ­χές της τόν γλύ­τω­σε καί τοὔ­δω­σε καί πολ­λά παι­διά.

SGOYROY1

Ἡ ἴ­δια εἶ­χε πάντα προ­βλή­μα­τα μέ τήν ὑ­γεί­α της πού τήν βα­σά­νι­ζαν μέ­χρι τό τέ­λος της. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά δέν γόγ­γυ­σε πο­τέ. Πάντα εὐ­χό­ταν. Ἔ­κλαι­γε με­τά κλαι­όντων καί ἔ­χαι­ρε με­τά χαι­ρόντων. Προ­σευ­χό­ταν γι­ά ὅ­λον τόν κό­σμο, γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους, πρίν κοι­μη­θῆ κά­θε βρά­δυ. Ἡ προ­σευ­χή της κρα­τοῦ­σε ἀρ­κε­τή ὥ­ρα.
Τε­λευ­ταῖα αὐ­τό πού τήν στε­νο­χω­ροῦ­σε πο­λύ ἦ­ταν ὅ­τι δέν εὕ­ρι­σκε νά κά­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Οἱ ἄν­θρω­ποι πλέ­ον δέν εἶ­χαν ἀ­νάγ­κες, ὅ­πως πα­λαι­ά καί οἱ ζη­τιά­νοι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν. Πῶς θά χόρ­ται­νε ὅ­μως χω­ρίς νά δώ­ση τί­πο­τε; Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τήν εὐ­σπλα­χί­σθη­κε καί τῆς ἔ­στελ­νε ζη­τιά­νους. Ὅ­ταν κα­τέ­βαι­νε κά­θε πρω­ΐ ἀ­πό τό σπί­τι της, στήν πόρ­τα τῆς ἔ­κα­ναν ὑ­πο­δο­χή κά­θε εἶ­δος ζώ­ων. Σκύ­λοι, γά­τες, κό­τες, πε­ρι­στέ­ρια, σπουρ­γί­τια. Ὅ­λα τήν συ­νώ­δευ­αν στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ, σέ ὅ­λα κά­τι εἶ­χε νά δώ­ση, ὅλα κα­τα­λά­βαι­ναν τήν ἀ­γά­πη της, δέν τήν φο­βό­νταν, ἔ­τρω­γαν μέ­σα ἀ­πό τά χέ­ρια της, ἀ­κό­μη καί αὐ­τά τά σπουρ­γί­τια πού δέν πλη­σιά­ζουν σέ ἄν­θρω­πο. Κοί­τα­ζε καί στά πό­δια της μή­πως ὑ­πάρ­χουν μυρ­μή­γκια νά τά τα­ΐ­ση κι αὐ­τά, καί χαιρό­ταν τό­σο πο­λύ, σάν τήν Εὔ­α στόν Πα­ρά­δει­σο.
Τά τέ­λη της ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κά καί εἰ­ρη­νι­κά, ὄ­χι ὅμως καί ἀ­νώ­δυ­να. Ἕ­να πρωΐ ση­κώ­θη­κε με­τά ἀ­πό μέ­ρες πού εἶ­χε μεί­νει ἄρ­ρω­στη στό κρεβ­βά­τι, νά τα­ΐ­ση τά που­λιά πού τῆς χτυ­ποῦ­σαν τό τζά­μι καί φώ­να­ζαν, ἔ­πε­σε καί κτύ­πη­σε. Ἔ­κτο­τε πο­νοῦ­σε καί ὑ­πέ­φε­ρε.
Ζή­τη­σε τόν πα­πᾶ νἄρ­θη νά τήν δι­α­βά­ση για­τί ἔτσι πί­στευ­ε ὅ­τι θά γι­νό­ταν κα­λά. Ὁ πα­πᾶς ὅ­μως δέν ἦρ­θε ἐγ­καί­ρως. Ὅ­ταν ἦρ­θε τοῦ εἶ­πε μό­λις τόν εἶ­δε: «Τώ­ρα, πα­πᾶ μου, εἶ­ναι ἀρ­γά πού ἦρ­θες, ἐ­γώ θά φύ­γω ἀ­πό­ψε».
Τήν τε­λευ­ταί­α αὐ­τή μέ­ρα, 11 Φε­βρου­α­ρί­ου 1976, ἑορ­τή τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας καί τοῦ ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου εἶ­χε πολ­λούς πό­νους ἀλ­λά καί μί­α γα­λή­νια χα­ρω­πή προ­σμο­νή. Ἀ­πό τό πρω­ΐ ἄρ­χι­σε νά πα­ραγ­γέλ­νη τά τῆς κη­δεί­ας της. Τί ροῦ­χα θά τῆς φο­ροῦ­σαν, πῶς καί ποι­οί θά τήν ἔντυ­ναν, πῶς θά τήν κτέ­νι­ζαν, ποι­οί πα­πά­δες θἄρ­χονταν κ.λ.π.
Με­τά κά­λε­σε νἄρ­θουν οἱ γει­τό­νισ­σες καί ἡ νύ­φη της, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α, ἀ­φοῦ τήν χαι­ρέ­τη­σε, ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση, ἂν πο­τέ τήν εἶ­χε πι­κρά­νει. Ἐ­πί­σης καί ὅσους ἐ­πή­γαι­ναν νά τήν δοῦν, ἕ­ναν–ἕ­ναν τούς χαι­ρε­τοῦ­σε καί ζη­τοῦ­σε τήν συγ­χώ­ρη­σή τους. Πρός τό σού­ρου­πο ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α της με­γά­λω­σε. Εἶ­πε νά προ­σευ­χη­θοῦν στόν Θε­ό νά τήν πά­ρη γρή­γο­ρα, νά μήν τήν ἀ­φή­ση ὅ­λη νύ­χτα. Δέν πί­στε­ψαν οἱ συγ­γε­νεῖς της ὅ­τι θά ἔ­φευ­γε ἐ­κεί­νη τή νύ­χτα. Εἶ­πε στή νύ­φη της νά ξυ­πνή­ση καί τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά δέν τήν πί­στε­ψε ἐ­πει­δή τήν ἔβλε­πε νά ἔχη τά λο­γι­κά της καί τήν ὁμι­λί­α της. Ἐκοι­μή­θη πρίν ἀπό τίς δύ­ο καί τά τε­λευ­ταῖ­α της λό­για ἦ­ταν: «Ὄ­μορ­φα–ὄ­μορ­φα».
Ὀ­κτώ ὧ­ρες πού ἔ­μει­νε μέ­σα στό φέ­ρε­τρο τό σῶ­μα της ἦ­ταν ζε­στό ἀ­κό­μη. Τό πρό­σω­πό της γα­λή­νιο, ρο­δα­λό, χα­μο­γε­λα­στό καί ἀ­ρ­ρυ­τί­δω­το, σάν πρό­σω­πο κο­ρι­τσιοῦ καί ὄ­χι αἰ­ω­νό­βιας γρι­ού­λας 97 ἐ­τῶν.
Ὁ Κύ­ριος ἂς ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή της, ὅ­πως καί ἐ­κεί­νη ἐ­λέ­η­σε καί ἀ­νέ­παυ­σε τόν Ἴ­διο στό πρό­σω­πο κά­θε δει­νο­πα­θοῦντος ἀν­θρώ­που.
Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις: μια άγνωστη Μικρασιάτισσα αγία



site analysis

Οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις.png
Η οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις (εκ Νεαπόλεως Μικράς Ασίας – 1804) με τη χαρακτηριστική φορεσιά της Καππαδοκίας. Αγιογραφία στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης.
Από τον βίο της Οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτιδος, εν Νεαπόλει (Νέφ Σεχίρ) της Μικράς Ασίας (1804)

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
«Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα· μύρον εκκενωθέν όνομά σου· διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε». ( Άσμα Ασμάτων Α,3)
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «Ιδού ο ουρανός εν τη καρδία σου, ει καθαρός έση. Και εν εαυτώ όψη τους Αγγέλους συν τω φωτί αυτών και τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν εν μέσω αυτών». Δηλαδή, ιδού όλος ο ουρανός είναι εντός σου, εάν είσαι καθαρός. Και σ᾿ αυτόν τον ουρανό της ψυχής σου θα δης τους Αγγέλους με το δικό τους φως και τον Δεσπότη Χριστό ανάμεσά τους.
Αυτόν τον Ουρανό έβλεπε και μια 24χρονη κοπέλα, που καλλιεργούσε με ζήλο την Ευχή, στην Νεάπολη της Καππαδοκίας. Πρόκειται για την οσία Φωτεινή την Νεαπολίτιδα (1804) .
Έλεγε εξομολογητικά κάποτε η οσία στον Γέροντά της, τον πρεσβύτερο Γεώργιο:
— Εγώ, η ταπεινή σου κόρη Φωτεινή, φλεγομένη από τον θείο έρωτα της Νοεράς προσευχής, πολλές φορές, κατά το παράδειγμα του γλυκυτάτου Ιησού μου, κατέφευγα σε ήσυχους τόπους και σε βουνά, για να βρω στα μέρη εκείνα Αυτόν που ποθούσε η ψυχή μου. Με το που άρχιζα την προσευχή μου, μέσα στο στόμα μου ένοιωθα μια ανέκφραστη γλυκύτητα και ο νους μου αρπαζόταν στους ουρανούς κι εκεί θεωρούσα τα τάγματα των Ασωμάτων και αΰλων Δυνάμεων και τα πνεύματα των Αγίων. Όλοι με τα χέρια σταυροειδώς στο στήθος παρίσταντο με αρμονία, τάξι και ησυχία μπροστά στον θρόνο του Τριαδικού Θεού. Αισθανόμουν μια γλυκύτατη πανεύοσμη ευωδία και άκουγα τις μελίρρυτες ψαλμωδίες τους.
Σ᾿ αυτήν την θεωρία αρπαζόμουν όχι μόνο όταν ήμουν σε ήσυχους τόπους και στα βουνά, αλλά και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της Θείας Λειτουργίας και καθόλου δεν άκουγα τις ψαλμωδίες των ψαλτών. Την ώρα εκείνη, αν μου μιλούσε κανείς, καθόλου δεν καταλάβαινα κι αν ήθελα να έλθω στον εαυτό μου για να μην αντιληφθούν και οι άλλοι την έκστασι και θεωρία μου, καθόλου δεν μπορούσα να επιβληθώ και να αποσπάσω τον νου μου από την θεωρία, εως ότου αυτή από μόνη της υποχωρούσε. Κι όσα έβλεπα ή άκουγα κι όσες ανέκφραστες ευωδίες αισθανόμουν, αποτελούν για μένα «άρρητα ρήματα» και μου είναι αδύνατον να τα εκφράσω.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, μετά την εκστατική αυτή θεωρία, όποιο μέλος του σώματός μου άγγιζα, ανέπεμπε την ίδια γλυκύτατη ευωδία. Την αισθανόμουν σ᾿ όλο το σώμα μου διάχυτη. Δεν έμοιαζε με καμμιά ευωδιά πάνω στη γη. Είθε ο πανοικτίρμων Θεός να χαρίση σε όλους τους πιστούς να αισθανθούν αυτή την ευωδία. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος»
* Ο άγιος Γεώργιος, ο ιερέας της Νεάπολης (Νέφσεχιρ) Καππαδοκίας, γεννήθηκε το 1760 και κοιμήθηκε εξόριστος στη Λευκωσία της Κύπρου, μετά από σειρά συκοφαντιών, στις 12 Σεπτεμβρίου 1816. Ο άγιος –μη αναγνωρισμένος ακόμη επίσημα– υπήρξε πνευματικός της οσίας Φωτεινής της Νεαπολίτισσας και κατέγραψε στα καραμανλίδικα (τουρκική γλώσσα με ελληνική γραφή) τις συγκλονιστικές εμπειρίες της. Επίσης μετέφρασε στα τούρκικα και εξέδωσε στα καραμανλίδικα βίους αγίων ανδρών και γυναικών, με τον τίτλο Αλτούνολουκ (Χρυσαύλακας).

πηγή: »Η νέα οσία Φωτεινή η Νεαπολίτις», εκδ. Σ. Γιούλη 1978.https://iconandlight.wordpress.com/2017/06/08/17976/amp/