Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα που θεραπεύθηκε με ένα άγγιγμα του Ιησού



site analysis





Για τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, που κατά την παράδοση ονομαζόταν Βερονίκη, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κεφάλαιο Θ’ στ. 20-22, στο κατά Μάρκον κεφάλαιο Ε’ στ. 25-34 και στο κατά Λουκάν κεφάλαιο Η’ στ. 43-49. Έτσι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει:
«Και ιδού γυνή, αιμορροούσα δώδεκα έτη, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εαυτή, εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι. Ο δέ Ιησούς επιστραφείς και ιδών αυτήν είπε: Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε. Και εσώθη η γυνή απο της ώρας εκείνης.»
Και να λοιπόν μια γυναίκα που έπασχε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, πλησίασε από πίσω του κρυφά, επειδή ντρεπόταν και δεν ήθελε να γίνει φανερή η αρρώστια της, κι άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του.
Και το έκανε αυτό διότι έλεγε μέσα της, και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά του θα γίνω υγιής.
Ο Ιησούς τότε στράφηκε προς τα πίσω, και καθώς την είδε, είπε: Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη και η πεποίθηση που είχες ότι θα θεραπευόσουν εάν άγγιζες το ένδυμά μου, σε έχει θεραπεύσει. Και η γυναίκα αυτή έγινε τελείως υγιής από την ώρα εκείνη.
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου αναφέρει, ότι η αγία αυτή καταγόταν από την πόλη Πανεάδα. Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ’ όλους. Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες. Αργότερα η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της. Εορτάζει στις 12 Ιουλίου εκάστου έτους.

Στη Δύση, ο βίος της Αγίας Βερονίκης συνδέθηκε με πολλές παραδόσεις. Θεωρείται ότι είναι η γυναίκα, που σκούπισε το πρόσωπο του Χριστού, κατά την πορεία του προς τον Γολγοθά, με μαντήλι, στο οποίο αποτυπώθηκαν τα χαρακτηριστικά του. Στη Ρώμη, η εικόνα του Χριστού σε ύφασμα ονομαζόταν «Μανδήλιο της Βερονίκης» και συνδέεται με την εορτή της Αγίας Όψεως. Στη Δύση, η μνήμη της Αγίας Βερονίκης εορτάζεται στις 8 Μαρτίου.

Το έργο της χριστιανής ηγεμονίδος Αγίας Όλγας



site analysis


ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Αποτέλεσμα εικόνας για sfanta olga
Κατὰ τὸ Ῥωσικὸ Χρονικό, ὅταν ἡ Ἁγία ἐπέστρεψε στὸ Κίεβο διέταξε τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδώλων καὶ προσπάθησε νὰ πείσει τὸν υἱό της Σβιατοσλάβο, νὰ δεχθεῖ τὸν Χριστιανισμό.
«Υἱέ μου —τὸν ἔλεγε πολλάκις— ἐγνώρισα τὴν σοφίαν καὶ εὐφραίνομαι- ἐὰν καὶ σὺ γνωρίσῃς αὐτή, θὰ εὐφρανθῆς».
«Πῶς νὰ δεχθῶ ξένην πίστιν —ἀπαντοῦσε ὁ Σβιατοσλάβος— ἡ Ντρουζίνα μου (ἡ Βαρραγικὴ στρατιωτικὴ ἀδελφότητα), θὰ γελᾷ εἰς βάρος μου».
«Ἐὰν σὺ βαπτισθῇς —ἐπέμενε ἡ μητέρα του— πάντες θὰ πράξουν τὸ αὐτό». (Οἱ σχετικὲς παραπομπὲς εἶναι στην ἔκδοση τοῦ Χρονικοῦ) ἀπὸ τοὺς Ντ. Λιχάτσεφ καὶ Β. Ῥωμανώφ, Λένινγκραντ 1950).
Ὁ Σβιατοσλάβος —ἀφοσιωμένος περισσότερο στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἐπικυριαρχίας τῶν Χαζάρων—παρέμεινε εἰδωλολάτρης, δὲν δίωξε ὅμως τὸν Χριστιανισμό.

Ἡ Ἁγ. Ὄλγα σφράγισε τὴν ἐποχή της μὲ τὴν προσωπική της ἁγιότητα καὶ ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδας Ἁγίων Ἡγεμόνων καὶ Ἡγεμονίδων. (Ἡ ὁσ. Εὐφροσύνη λ.χ. Πριγκίπισσα τοῦ Πολὸτκ (+1173),(ΕΔΩ) μόνασε ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν καὶ ἐκχριστιάνισε τὶς φυλὲς τῶν Ῥωσολιθουανικῶν συνόρων· τὸ ἀδιάφθορο Λείψανό της σώθηκε μέχρι τὶς ἡμέρες μας —παρὰ τὴν κομμουνιστικὴ λαίλαπα— καὶ φυλάσσεται στὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος, στὸ Πολότκ· καὶ ἡ ἐπίσης Πριγκίπισσα ὁσ. Εὐφροσύνη τοῦ Σούζνταλ (+1250)(ΕΔΩ), μόνασε 15 ἐτῶν, ἀναλώθηκε σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιΐας καὶ προεῖδε τὸ μαρτύριο τοῦ πατέρα της Ἡγεμόνα Μιχαὴλ τοῦ Τσερνίκωφ, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τὸ 1246, μαζὶ μὲ τὸν Βογιάρο Θεόδωρο, ἀρνούμενος νὰ δεχθεῖ τὸν Μωαμεθανισμό).
Ἡ κατήχηση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Ἁγ. Πολύευκτο «εἰς τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν, τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τὸ καθῆκον τοῦ τηρεῖν τὸ σῶμα ἁγνόν», ἔγινε βίωμα καὶ παράδειγμα στον λαὸ καὶ τὴν οἰκογένειά της. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονός, ὅτι —παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ υἱοῦ της Σβιατοσλάβου— ἐπέδρασε στην διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τῶν ἐγγονῶν της, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν Γιαροπόλκος «διέκειτο εὐμενῶς πρὸς τὸν Χριστιανισμόν», ὁ δὲ Βλαδίμηρος τὸν κατέστησε ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ῥωσίας, μὲ τὸ Βάπτισμα τοῦ 988. 

Ὁ ὅσ. Νέστωρ τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+1114), ὁ ἐπονομαζόμενος Χρονικογράφος, ἀποδίδει στους Βογιάρους τὴν παρατήρηση πρὸς τὸν Βλαδίμηρο, ὅτι «ἐὰν ἡ ἑλληνικὴ πίστις δεν ἧτο καλή, δὲν θὰ ἐδέχετο αὐτὴν ἡ μάμμη σου Ὄλγα, ἡ ὁποία ἤτο σοφωτέρα πάντων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων». Ἡ παρατήρηση αὐτὴ τῶν Βογιάρων, ἐκφράζει τὴν βαθεία ἀπήχηση τοῦ βαπτίσματος τῆς Ἁγ. Ὄλγας στους Κιεβινούς, ἀπήχηση ποὺ ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη ἑρμηνεία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ῥώσους, ἀπὸ τὴν στάση τους πρὸς τὴν θρησκεία ποὺ εἶναι «λιγότερο φιλοσοφικὴ ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴ καὶ ἀκόμη λιγότερο θεσμικὴ ἀπὸ τὴν Δυτική» (Νικ. Ζέρνωφ, αὐτ., σελ. 11).
Равноапостольные князь Владимир и княгиня Ольга
Ὁ πρῶτος ποὺ πέτυχε νὰ δείξει ἔμπρακτα αὐτὴ τὴν χαρακτηριστικὴ ῥωσικὴ ἑρμηνεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἦταν ὁ ἐγγονός της Μεγάλος Ἡγεμόνας Βλαδίμηρος ΕΔΩ. 
Πρὶν βαπτιστεῖ ἦταν ἕνας πολεμοχαρὴς Ἡγεμόνας, μὲ ἀρκετὲς γυναῖκες καὶ πολλὰ παιδιά, μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ κυνήγι καὶ τὰ συμπόσια.
Μετὰ τὸ βάπτισμα ἡ κοινωνικὴ συμπεριφορά του ἄλλαξε ῥιζικά. Ἔστρεψε τὴν δυνατὴ καὶ γενναιόδωρη φύση του πρὸς ὄφελος τῶν ὀρφανῶν, τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ἀσθενῶν. Στὰ συμπόσιά του ἀντὶ νὰ καλεῖ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ πλουσίους, καλοῦσε τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πεινασμένους. Ἀντιλήφθηκε τὴν «ἐν Χριστῷ» ἱερότητα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ προχώρησε στην κατάργηση τῆς θανατικὴς ποινῆς. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τὸν ἔφερε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Βυζαντινὸ Κλῆρο, διότι ἡ Αὐτοκρατορία εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους ἕνα ποινικὸ σύστημα γεμάτο τιμωρίες καὶ παρὰ τὴν χριστιανικὴ ἐπιρροή, διατηροῦσε τὰ βασανιστήρια καὶ τοὺς ἀκρωτηριασμούς. Ὁ Βλαδίμηρος ὅμως (ὅπως καὶ ὁ διάδοχός του Βλαδίμηρος ὁ Μονομάχος, + 1125), θεωροῦσε τοὺς παραβάτες τοῦ νόμου σὰν ἄτυχα θύματα τόσο τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν, ὅσο καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων, ποὺ χρειάζονται ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ποιμαντικὴ ὑποστήριξη (θέση ποὺ ὑποστήριξε καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ, τὸν 19ο αἰ.).

νδεικτικὸ ἀκόμη τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἁγ. Ὄλγας στὴν πνευματικὴ καταστάση τοῦ Ῥωσικοῦ λαοῦ, εἶναι τὸ τέλος τῶν δισεγγόνων της Πριγκίπων Βόριδος καὶ Γκλέμπ. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βλαδιμήρου (τὸ 1015), ὁ πρεσβύτερος γιός του Σβιατοπὸλκ θέλησε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς δέκα ἄλλους ἀδελφούς του, γιὰ νὰ παραμείνει μοναδικὸς κύριος τῆς χώρας. Ὁ νεαρὸς Βόρις ἦταν ἀρχηγὸς στρατιωτικοῦ τμήματος, ὅμως πίστευε ὅτι σὰν Χριστιανὸς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ θυσιάσει τοὺς ἄνδρες του, γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν ἑαυτό του· ἔτσι ἀφέθηκε νὰ σφαγιασθεῖ (τὴν 24η Ἰουλίου 1015). Ὁ ἀδελφός του Γκλέμπ, ἂν καὶ προειδοποιήθηκε σχετικὰ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἰαροσλάβο τὸν Σοφὸ (τότε Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ), παραδόθηκε γιὰ τὸν ἴδιο λόγο στοὺς διῶκτες του καὶ ἐκτελέστηκε (τὴν 5η Σεπτεμβρίου 1015· τὸ Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, τὸ 1019. Βλ. Ἀντ. Μάρκου, «Ἅγιοι τοῦ Κιέβου (κατὰ ἀλφαβητικὴ σειρά) Ὑπομνήματα» στὸ Περιοδικὸ « Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας, φ. 48/1996, σελ. 46).

Ἡ ἁγιότητα τῶν δύο Πριγκίπων διακηρύχθηκε τὸ 1020, πέντε χρόνια μετὰ τὴν τελείωσή τους. Κατὰ τὸν Νικ. Ζέρνωφ, «ἡ συμπεριφορά τους συγκίνησε βαθύτατα τὸν Ῥωσικὸ λαό, ἴσως ἐπειδὴ δὲν εἶχε προηγούμενο στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θεληματικὸς θάνατος τῶν δύο ἀδελφῶν ἦταν ἁγνὴ χριστιανικὴ πράξη, ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Δὲν ὀνομάσθηκαν Μάρτυρες, διότι δὲν πέθαναν ὑπερασπιζόμενοι τὴν Πίστη, καλοῦνται ὅμως «παθοφόροι», ποὺ τονίζει τὴν καινοτομία στὴν ἑρμηνεία τοῦ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ χριστιανικὴ συμπεριφορά» (αὐτ., σελ. 13).
Κατά τὸν Συναξαριστή, ἡ Ἁγ. Ὄλγα «οὐχὶ μόνον μὲ τὴν διδασκαλίαν, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον μὲ τὰ καλὰ ἔργα ὡς παράδειγμα καὶ μὲ τὰς θερμὰς ὁλονυκτίους δεήσεις καὶ τὰ διάπυρα δάκρυα παρεκάλει τὸν Θεόν, ὅπως φωτίση καὶ καθοδήγηση καὶ τὸν ἐθνικὸν υἱον αὐτῆς καὶ τὸν Ῥωσικὸν λαὸν εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» («Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Ζ´, ἔκδ. 1981, σελ. 252).
Αποτέλεσμα εικόνας για sfanta olga
Θεωρεῖται ἀκόμη ἡ Ἁγία κτίτωρ τῶν πρώτων μεγάλων Ναῶν τῆς Ῥωσίας, τῆς Ἁγίας Σοφίας στὸ Κίεβο καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Πσκὼφ (Ἐ. Μπογκολιούμπσκυ, «Ἱστορία τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας», τ. 1ος, Μόσχα 1901, σελ. 79 κ.ἑξ.). Κατὰ τὴν κοίμησή της, σὰν τὴν μητέρα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου Ἁγ. Ἀνθοῦσα, ζήτησε ἀπὸ τὰ τέκνα της νὰ «ἀναμείνουν τὸν θάνατό της καὶ νὰ μὴν τὴν ἐγκαταλείψουν μόνη».

«Ἡ Ὄλγα —γράφει τὸ Ῥωσικὸ Χρονικὸ— ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς Χριστιανικῆς γῆς (τῆς Ῥωσίας), ὡς ἡ ἠὼς προηγεῖται τοῦ ἡλίου καὶ ἡ αὐγὴ προηγεῖται τῆς ἡμέρας- διότι αὕτη ἔλαμψεν ὡς ἡ σελήνη ἐν νυκτὶ καὶ ἠκτινοβόλει μεταξὺ τῶν ἀπίστων ὡς ὁ μαργαρίτης ἐν βορβόρῳ, καθ᾿ ὅσον ὁ λαὸς ἧτο μεμιασμένος καὶ μὴ εἰσέτι διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος κεκαθαρμένος ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας...
Οὕτως ἡμεῖς ἀναφωνοῦμεν πρὸς αὐτήν, «χαῖρε, ὅτι ἐγνώρισας τοῖς Ῥῶσοις τὸν Θεόν», διότι ὑπήρξαμεν αἱ ἀπαρχαὶ τῆς διαθήκης αὐτῆς μετ᾿ Αὐτοῦ. Αὐτὴ ἧτο ἡ ἐκ τῶν Ῥώσων πρώτη εἰσελθοῦσα εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τῶν Ῥώσων αὐτὴν ἔχουν ὡς ὁδηγὸν αὐτῶν, διότι ἀπὸ τοῦ θανάτου αὐτῆς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ ὑπὲρ αὐτῶν».

Ἡ Ῥωσικὴ Ἐκκλησία ἐνωρίτατα διακήρυξε τὴν ἁγιότητα τῆς ἁγίας Ἡγεμονίδος Ὄλγας καὶ τοῦ ἐγγονοῦ της Μεγάλου Βλαδιμήρου καὶ τοὺς τίμησε μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἰσαποστόλου, σὲ ἀναγνώριση τῆς προσωπικῆς τους ἁγιότητας, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν καὶ τῆς προσφορᾶς τους στὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Ῥωσίας. Συνήθως συνεικονίζονται, σὰν ἄλλο ἱερὸ ζεῦγος Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, νὰ ὑψώνουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ μνήμη τῆς Ἁγ. Ὄλγας τιμᾶται τὴν 11η Ἰουλίου καὶ τοῦ Ἁγ. Βλαδιμήρου τὴν 15η Ἰουλίου.
Εἶναι ἄξιο τονισμοῦ, ὅτι ἐνῷ οἱ ἅγιοι Βλαδίμηρος καὶ Ὄλγα ἔλαβαν κατὰ τὸ βάπτισμά τους χριστιανικὰ ὀνόματα (Βασίλειος καὶ Ἑλένη ἀντίστοιχα), ἔμειναν στὴν Ἱστορία —πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ— μὲ τὰ ἐθνικά τους ὀνόματα, ὅπως καὶ ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Κιεβινῆς Ῥωσίας (λ.χ. ὁ Παθοφόρος Γκλὲμπ - Ῥωμανός), ἴσως σὲ ἀπόδειξη τοῦ λεγομένου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζει τὸ ὄνομα καὶ ὄχι τὸ ὄνομα τὸν ἄνθρωπο.

Αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλεησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
ΑΜΗΝ

* Ἀπό το βιβλίο: «Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Ἐνδόξου Ἰσαποστόλου Ὄλγας, Βασιλίσσης τῆς Ῥωσίας». Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς «ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ»,  Ἔκδοσις 1η, 2001. Ἐκδόσεις Μητροπολιτικοῦ Ἱδρύματος Ἁγίας Αἰκατερίνης Στρογγυλὴ Κορωπίου Ἀττικῆς, 2001.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Όταν η αγία Ευφημία πήγε στον πατέρα Παΐσιο



site analysis


paisios
Ηταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια».
-Ποιός, Γέροντα;
-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.
-Τί συμβαίνει, Γέροντα;
-Θα σου πω, αλλά μην το πής σε κανέναν.
Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγή για ένα εκκλησιαστικό θέμα. Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελλί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέη: «Δι΄ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα:
«Πως βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:
-Ποιος είναι;
-Η Ευφημία, απαντά.
»Σκεφτόμουν, «ποιά Ευφημία; Μήπως καμμιά γυναίκα έκανε καμμιά τρέλλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τί να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά πού χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, πού είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελλί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνώδευε κάποιος, πού έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποιά είναι·
-Η μάρτυς Ευφημία, άπαντα.
-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, ελα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και σύ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υϊού». «Και του Υϊού», είπε με ψιλή φωνή.
-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατώτερα.
»Ένώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελλί μου. Στην άρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελλιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά -«Και του Αγίου Πνεύματος»- μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.
»Ύστερα κάθησε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία πού είχα (στό εκκλησιαστικό θέμα).
»Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πά, πά, πά!
-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
-Αν ήξερα τί δόξα έχουν οί Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
»Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».
Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».
Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ενα θέμα πού είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».
Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πής ήταν καμμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».
Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ήνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χρίστου η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».
Και ενα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», πού άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).
Παρά την συνήθεια του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθεια του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.
AgiaEufimia03
Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».

Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228
Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος
Άγιον Όρος, 2004

Ευφημία, Θεοφανώ, Σολομωνή: Οι τρεις μυρωμένες…



site analysis



Επειδή στον πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι, φυλάσσονται τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων Γυναικών Ευφημίας, Θεοφανούς και Σολομωνής, ο  Μητροπολίτης Πέργης κ. Ευάγγελος (Γαλάνης) εδημοσίευσε στο βιβλίο του «Εκ Φαναρίου Β΄» (Αθήνα 1997) ένα εξαίσιο και θεόπνευστο ποίημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στις τρεις Αγίες Γυναίκες της Εκκλησίας μας. Ιδού το ποίημα – Ύμνος προς τις Αγίες μας:
«Η Ευφημία, Η Θεοφανώ, Η Σολομωνή
Τρεις μυρωμένες κοιμούνται σε λάρνακες
τον ύπνο των Αγίων στο κλίτος το δεξί
αιώνες κλώθοντας τη θέωση
σα χάρη, σα φως και σα ζωή,
η Ευφημία, η Θεοφανώ και η Σολομωνή.
Τρεις σφραγισμένες με Τόμους και Σκήπτρα
από Συνόδων και Ανάκτων ορισμό
κρατάνε σε στάση πρόσκαιρης ταφής
του χρόνου και του θρόνου το φανό,
η Ευφημία, η Θεοφανώ και η Σολομωνή.
Τρεις ορκισμένες για σεπτή παρουσία
της μνήμης ψάλλουν τους αιώνες
τραβώντας τον Αέρα απ’ τα πρόσωπα
μια Ρήγισσα, μια μάνα, μια αγία,
η Ευφημία, η Θεοφανώ και η Σολομωνή.
Πηγή: www.orthodoxianewsagency.gr

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ,



site analysis

ότε τον τόμον του της πίστεως όρου των εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, των εν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι της αγίας και Οικουμενικής Δ΄ Συνόδου εκράτυνεν.                                                                                                                                      

Αποτέλεσμα εικόνας για υ ΕΥΦΗΜΙΑΣ,


Ευφημία η καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού ήκμαζε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Πρίσκου Ανθυπάτου Ρώμης, εν έτει σπη΄ (288), κατήγετο δε εκ Χαλκηδόνος, θυγάτηρ πατρός μεν Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δε Θεοδοσιανής. Διαβληθείσα λοιπόν ότι ωμολόγει τον Χριστόν, ετιμωρήθη δια τροχών και πυρός, και δια πολλών άλλων βασάνων· ύστερον δοθείσα εις τα θηρία, ίνα ταύτην σπαράξωσιν, έμεινεν εξ αυτών αβλαβής.
Είτα εδήχθη υπό άρκτου, προσευχηθείσα δε παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού εν τω θεάτρω· το δε τίμιον αυτής λείψανον απετέθη εντός θήκης και ενεταφιάσθη εις τόπον τινά πλησίον της Χαλκηδόνος, όπου παρέμεινεν επ’ αρκετούς χρόνους, ιάσεις βρύον παντοδαπάς και θαύματα άπειρα επιτελούν. 
Μετά παρέλευσιν δε πολλού χρόνου, όταν εξηπλώθη η ευσέβεια εις τον κόσμον, έγινε τοιούτον παράδοξον. Εις τας ημέρας Θεοδοσίου του Μικρού, εν έτει 410, εις Μοναχός και Ιερεύς, Ευτυχής μεν κατά το όνομα δυστυχής δε κατά τον νουν, εγένετο αρχηγός αιρέσεως, ισχυριζόμενος ο φρενοβλαβής, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μίαν μόνην φύσιν, την της Θεότητος, και μίαν μόνην ενέργειαν, επίσης την της Θεότητος·  καθηρέθη δε ούτος υπό του Αγίου Φλαβιανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πλην μεταχειριζόμενος ο άθλιος όργανα τους του βασιλέως αθέους ευνούχους, δεν έπαυε ταράττων την Εκκλησίαν και ενέδρας ποιών, έως ου ο βασιλεύς Θεοδόσιος ετελεύτησεν. Όταν δε ο Μαρκιανός εβασίλευσε μετά της Πουλχερίας, διέταξε να συγκροτηθή Οικουμενική Σύνοδος εις Χαλκηδόνα, κατά το έτος τετρακόσια πεντήκοντα εν (451) δια να εξετάση την υπόθεσιν. Συνελθόντες λοιπόν εν Χαλκηδόνι εξακόσιοι τριάκοντα Επίσκοποι συνεκρότησαν την Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Τότε, αφού πολλά συνεζήτησαν, κατεδίκασαν και ανεθεμάτισαν τον Ευτυχή και τον τούτου ακόλουθον Διόσκορον ως και πάντας τους μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν επί Χριστού βλασφημούντας. 
Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν επείθοντο εις τα δόγματα της Αγίας Συνόδου, μετήλθον άλλον τρόπον οι άγιοι Πατέρες. Αμφότερα τα μέρη, το των Ορθοδόξων δηλαδή και το των κακοδόξων Μονοφυσιτών, έγραψαν τα υπ’ αυτών πιστευόμενα και κηρυττόμενα εις τόμον ξεχωριστόν έκαστον μέρος· ανοίξαντες δε την θήκην την περιέχουσαν το τίμιον λείψανον της Αγίας Ευφημίας, απέθεσαν τα δύο ταύτα βιβλία επί του στήθους της Αγίας εσφραγισμένα· ανοίξαντες δε πάλιν, μεθ’ ωρισμένας ημέρας, είδον και εξέστησαν· διότι τον μεν τόμον των αιρετικών εύρον ερριμμένον κάτωθεν των ποδών της Αγίας, τον δε τόμον των Ορθοδόξων, τον περιέχοντα τον όρον και την απόφασιν της Αγίας Συνόδου, κρατούμενον υπό της Μάρτυρος εις τας αγκάλας της. Τούτου δε γενομένου, εθαύμασαν άπαντες δια το τοιούτον παράδοξον· εκ τούτου οι μεν Ορθόδοξοι εστηρίχθησαν εις την πίστιν και εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα καθ’ εκάστην μεγάλα και παράδοξα θαύματα προς επιστροφήν και διόρθωσιν των πολλών, οι δε αιρετικοί Μονοφυσίται κατησχύνθησαν. Τούτο λοιπόν το χάριτας βρύον ιερόν λείψανον της Αγίας μετεκομίσθη ακέραιον εκ Χαλκηδόνος εις Κωνσταντινούπολιν, προ της αλώσεως αυτής, όπου και ο τότε αοίδιμος Πατριάρχης Κωνσταντίνος ήγειρε Ναόν προς τιμήν της Αγίας. Γενομένης δε της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων και μετατεθέντων πάντων των ιερών λειψάνων εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων, εις τον οποίον μετεφέρθη τότε και το Πατριαρχείον, μετετέθη εκεί και το λείψανον της Αγίας. Εκείθεν μετατεθέντος και πάλιν του Πατριαρχείου εις τον Ιερόν Ναόν της Παμμακαρίστου, μετεκομίσθη εκεί ομού μετά των λοιπών και το ιερόν λείψανον της Αγίας. Επειδή δε κατά τας πικράς εκείνας ημέρας της αιχμαλωσίας δεν έπαυον οι κατακτηταί να μεταχειρίζωνται κάθε είδους πικρίαν κατά των Χριστιανών, αρπάζοντες μεταξύ των άλλων τους ιερούς Ναούς και μετατρέποντες αυτούς εις τζαμία, ήρπασαν και τον Ναόν της Παμμακαρίστου και ως εκ τούτου το Πατριαρχείον μετεφέρθη εκ νέου εις τον πάνσεπτον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, εν Φαναρίω, όπου και νυν ευρίσκεται. Μετηνέχθη τότε εκεί και το ιερόν λείψανον της Αγίας, όπερ θεία ευδοκία διασώζεται μέχρι της σήμερον, τιμώμενον και σεβόμενον όχι μόνον παρά των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και παρά των ετεροδόξων, βρύον ιάματα εις τους μετ’ ευλαβείας προσερχομένους. Καθιερώθη δε το ιερόν λείψανον της Αγίας εν τω ρηθέντι πανσέπτω Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εις το δεξιόν μέρος αυτού, το οποίον έγινε και παρεκκλήσιον επ’ ονόματι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, ότε επί της πρώτης πατριαρχίας του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου ανωκοδομήθησαν εκ βάθρων τα Πατριαρχεία και αι λοιπαί εν τη πατριαρχική αυλή οικοδομαί. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρις της Αγίας κατά την ια’ (11ην) του Ιουλίου, καθ’ ην συναθροίζονται τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών τε και γυναικών της τε Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων αυτής, και πολλοί των ετεροδόξων και οι μετ’ ευλαβείας προσερχόμενοι και ασπαζόμενοι το ιερόν αυτής λείψανον αξιούνται πολλών ιαμάτων. 
ΠΗΓΗ. ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ



«Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Η αγία Ευφημία έγινε ιδιαιτέρως γνωστή στις ημέρες μας, γιατί σχετίστηκε με μία θαυμαστή παρουσία της στον Γέροντα Παΐσιο, τον αγιορείτη, το 1987. Όπως ο ίδιος διηγήθηκε, σε κάποια κρίση που τότε υπήρξε μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας, ο Γέροντας δέχτηκε την επίσκεψή της στο Άγιον Όρος, προφανώς γιατί ο Γέροντας έκανε έμπονη προσευχή για την υπέρβαση της κρίσης. Και ο Θεός θέλησε να του φανερώσει την εξέλιξη των πραγμάτων, στέλνοντας την αγία εκείνη, που σε ανάλογη εποχή κρίσης, όπως είδαμε και στο συναξάρι, έδωσε την απάντηση. Αλλά πέραν αυτού, ο Γέροντας είχε την ευκαιρία να θαυμάσει, όπως είπε, το πώς μία νεαρή κοπέλα άντεξε τόσα βασανιστήρια για χάρη του Χριστού, ενώ άκουσε άμεσα από το στόμα της ό,τι ο απόστολος Παύλος διακηρύσσει στην Καινή Διαθήκη: «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις υμάς αποκαλυφθήναι δόξαν».

Η ολοζώντανη παρουσία της αγίας Ευφημίας στον Γέροντα υπήρξε μία απτή επιβεβαίωση του πόσο ζωντανοί είναι οι άγιοί μας, ακόμη και μετά θάνατον. Ο θάνατος δηλαδή δεν συνιστά ένα τέλος, ως εξαφάνιση και εκμηδένιση του ανθρώπου – αυτό που πρεσβεύει η αθεΐα – αλλά ένα απλό όριο, που τον μεταθέτει  στην όντως ζωή, εκεί που είναι η αληθινή πατρίδα, κατά το «ουκ έχομεν μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» του αποστόλου Παύλου. Η μέλλουσα αυτή πόλη είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, η ζωή δηλαδή και πάλι μέσα σ’  Αυτόν, με την έννοια ότι αυτό που ζει ένας πιστός εδώ, στον κόσμο τούτο, συνεχίζεται με πολύ καθαρότερο και ορατότερο τρόπο και μετέπειτα. «Εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν». Διότι δεν υφίσταται πια η παχύτητα του σκηνώματός μας, του σώματος, και έτσι ατενίζει ο πιστός τον Χριστό -  τον Οποίο και στον κόσμο αυτό ζούσε, αλλά θολά και ανιγματικά – «πρόσωπον προς πρόσωπον». Ότι βεβαίως η κατάσταση αυτή συνιστά την παραδείσια χαρμόσυνη κατάσταση των αγίων, θεμελιωμένη στην ανάσταση εκ των νεκρών του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είναι περιττό και να πούμε.

Την πραγματικότητα αυτή της μετά θάνατον ζωής, που διακηρύσσει η Εκκλησία μας, ως το κατεξοχήν βάθρο της πίστης της – ο Χριστός γι’  αυτό κυρίως ήρθε: «ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι, και περισσόν έχωσιν» - προβάλλει με τον αισθητότερο τρόπο και η εορτή της αγίας Ευφημίας. Ένα τροπάριο μάλιστα από την ακολουθία του όρθρου μάς γοητεύει εμμελώς: «Ώ, ξένον τεράστιον! νεκρά μεν εν τω μνήματι, θαύματα τελεί δ’  ώσπερ τις ζώσα, κρείττονα λίαν ή κατά άνθρωπον, αιμάτων εκβλύζουσα κρουνούς, είς ένδειξιν μείζονα, ότι ζώσιν οι δίκαιοι». Δηλαδή: Ώ, παράξενο τεράστιο! νεκρή μεν στο μνήμα (η αγία), κάνει θαύματα σαν ζωντανή, πολύ ανώτερα απ’  όσα μπορεί ο άνθρωπος, με το να εκβλύζει κρουνούς αιμάτων, σε ένδειξη μεγάλη, ότι ζουν οι δίκαιοι (και μετά θάνατον). Και για να μιλήσουμε, πάνω στο θέμα,  και με τον λόγο ενός συγχρόνου αγαπημένου αγίου, του Σιλουανού του ΄Αθω: «οι άγιοι ζουν σ’  άλλον κόσμο κι εκεί βλέπουν με το ΄Αγιο  Πνεύμα τη θεία δόξα και την ομορφιά του προσώπου του Κυρίου. Αλλά με το ίδιο ΄Αγιο Πνεύμα βλέπουν και τη ζωή και τα έργα μας. Γνωρίζουν τις θλίψεις μας κι ακούνε τις θερμές προσευχές μας…Κι αν στη γη η αγάπη δεν μπορεί να λησμονήσει τον αδελφό, πολύ περισσότερο στους ουρανούς οι άγιοι δεν μας λησμονούν και δέονται για μας».

Οσία Αμαλία



site analysis

Η Οσία Αμαλία (Αμαλβέργη)

10 Ιουλίου 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για Οσία Αμαλία
Εορτάζει στις 10 Ιουλίου εκάστου έτους.
Βιογραφία
Η Οσία Αμαλία (στη φλαμανδική γλώσσα Αμαλβέργη), έζησε κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα στο τότε ορθόδοξο Βέλγιο, στην επαρχία της Βραβάνδης, της οποίας πρωτεύουσα σήμερα είναι οι Βρυξέλλες. Ήταν αδελφή (ή σύμφωνα με άλλους ανεψιά) του Αγίου Πιπίνου Δούκα της Βραβάνδης, κόμη του Λάντεν και κύριου αυλικού των Φράγκων βασιλέων της δυναστείας των Καρολιδών. Παντρεύτηκε τον κόμη Βιτγέρον και ανεδείχθη μητέρα των αγίων Εμβέρτου επισκόπου Καμπραί, Γουδούλης Οσίας, Ραϊνέλδης οσιομάρτυρος και Φαραΐλδης Οσίας.
Μετά από ενάρετο βίο στον κόσμο, διακρινόμενο για τα έργα της αγάπης και της φιλανθρωπίας, έγινε μοναχή σε μεγάλη ηλικία στη Μονή του Μομπέζ, του τάγματος των Βενεδικτίνων, όπου εκοιμήθη οσιακώς το έτος 690 μ.Χ.
Στην εικονογραφία εικονίζεται ως γηραιά μοναχή ενώπιον μονής.
Ἀπολυτίκιον
Αμαλίαν οσίαν δεύτε τιμήσωμεν ότι δόξα ανθρώπων καταφρονήσαντα και τον νυμφίο της Χριστό ακολουθήσασα μοναζουσών καλλονή ανεδείχθης ηρωΐς ασκήσεως και αγώνων, διό μη παύσεις πρευβεύων ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.