ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Κατὰ τὸ Ῥωσικὸ Χρονικό, ὅταν ἡ Ἁγία ἐπέστρεψε στὸ Κίεβο διέταξε τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδώλων καὶ προσπάθησε νὰ πείσει τὸν υἱό της Σβιατοσλάβο, νὰ δεχθεῖ τὸν Χριστιανισμό.
«Υἱέ μου —τὸν ἔλεγε πολλάκις— ἐγνώρισα τὴν σοφίαν καὶ εὐφραίνομαι- ἐὰν καὶ σὺ γνωρίσῃς αὐτή, θὰ εὐφρανθῆς».
«Πῶς νὰ δεχθῶ ξένην πίστιν —ἀπαντοῦσε ὁ Σβιατοσλάβος— ἡ Ντρουζίνα μου (ἡ Βαρραγικὴ στρατιωτικὴ ἀδελφότητα), θὰ γελᾷ εἰς βάρος μου».
«Ἐὰν σὺ βαπτισθῇς —ἐπέμενε ἡ μητέρα του— πάντες θὰ πράξουν τὸ αὐτό». (Οἱ σχετικὲς παραπομπὲς εἶναι στην ἔκδοση τοῦ Χρονικοῦ) ἀπὸ τοὺς Ντ. Λιχάτσεφ καὶ Β. Ῥωμανώφ, Λένινγκραντ 1950).
Ὁ Σβιατοσλάβος —ἀφοσιωμένος περισσότερο στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἐπικυριαρχίας τῶν Χαζάρων—παρέμεινε εἰδωλολάτρης, δὲν δίωξε ὅμως τὸν Χριστιανισμό.
Ἡ Ἁγ. Ὄλγα σφράγισε τὴν ἐποχή της μὲ τὴν προσωπική της ἁγιότητα καὶ ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδας Ἁγίων Ἡγεμόνων καὶ Ἡγεμονίδων. (Ἡ ὁσ. Εὐφροσύνη λ.χ. Πριγκίπισσα τοῦ Πολὸτκ (+1173),(ΕΔΩ) μόνασε ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν καὶ ἐκχριστιάνισε τὶς φυλὲς τῶν Ῥωσολιθουανικῶν συνόρων· τὸ ἀδιάφθορο Λείψανό της σώθηκε μέχρι τὶς ἡμέρες μας —παρὰ τὴν κομμουνιστικὴ λαίλαπα— καὶ φυλάσσεται στὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος, στὸ Πολότκ· καὶ ἡ ἐπίσης Πριγκίπισσα ὁσ. Εὐφροσύνη τοῦ Σούζνταλ (+1250)(ΕΔΩ), μόνασε 15 ἐτῶν, ἀναλώθηκε σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιΐας καὶ προεῖδε τὸ μαρτύριο τοῦ πατέρα της Ἡγεμόνα Μιχαὴλ τοῦ Τσερνίκωφ, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τὸ 1246, μαζὶ μὲ τὸν Βογιάρο Θεόδωρο, ἀρνούμενος νὰ δεχθεῖ τὸν Μωαμεθανισμό).
Ἡ κατήχηση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν Ἁγ. Πολύευκτο «εἰς τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν, τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τὸ καθῆκον τοῦ τηρεῖν τὸ σῶμα ἁγνόν», ἔγινε βίωμα καὶ παράδειγμα στον λαὸ καὶ τὴν οἰκογένειά της. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονός, ὅτι —παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ υἱοῦ της Σβιατοσλάβου— ἐπέδρασε στην διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τῶν ἐγγονῶν της, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν Γιαροπόλκος «διέκειτο εὐμενῶς πρὸς τὸν Χριστιανισμόν», ὁ δὲ Βλαδίμηρος τὸν κατέστησε ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ῥωσίας, μὲ τὸ Βάπτισμα τοῦ 988.
Ὁ ὅσ. Νέστωρ τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+1114), ὁ ἐπονομαζόμενος Χρονικογράφος, ἀποδίδει στους Βογιάρους τὴν παρατήρηση πρὸς τὸν Βλαδίμηρο, ὅτι «ἐὰν ἡ ἑλληνικὴ πίστις δεν ἧτο καλή, δὲν θὰ ἐδέχετο αὐτὴν ἡ μάμμη σου Ὄλγα, ἡ ὁποία ἤτο σοφωτέρα πάντων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων». Ἡ παρατήρηση αὐτὴ τῶν Βογιάρων, ἐκφράζει τὴν βαθεία ἀπήχηση τοῦ βαπτίσματος τῆς Ἁγ. Ὄλγας στους Κιεβινούς, ἀπήχηση ποὺ ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη ἑρμηνεία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ῥώσους, ἀπὸ τὴν στάση τους πρὸς τὴν θρησκεία ποὺ εἶναι «λιγότερο φιλοσοφικὴ ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴ καὶ ἀκόμη λιγότερο θεσμικὴ ἀπὸ τὴν Δυτική» (Νικ. Ζέρνωφ, αὐτ., σελ. 11).
Ὁ πρῶτος ποὺ πέτυχε νὰ δείξει ἔμπρακτα αὐτὴ τὴν χαρακτηριστικὴ ῥωσικὴ ἑρμηνεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἦταν ὁ ἐγγονός της Μεγάλος Ἡγεμόνας Βλαδίμηρος ΕΔΩ.
Πρὶν βαπτιστεῖ ἦταν ἕνας πολεμοχαρὴς Ἡγεμόνας, μὲ ἀρκετὲς γυναῖκες καὶ πολλὰ παιδιά, μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ κυνήγι καὶ τὰ συμπόσια.
Μετὰ τὸ βάπτισμα ἡ κοινωνικὴ συμπεριφορά του ἄλλαξε ῥιζικά. Ἔστρεψε τὴν δυνατὴ καὶ γενναιόδωρη φύση του πρὸς ὄφελος τῶν ὀρφανῶν, τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ἀσθενῶν. Στὰ συμπόσιά του ἀντὶ νὰ καλεῖ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ πλουσίους, καλοῦσε τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πεινασμένους. Ἀντιλήφθηκε τὴν «ἐν Χριστῷ» ἱερότητα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ προχώρησε στην κατάργηση τῆς θανατικὴς ποινῆς. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τὸν ἔφερε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Βυζαντινὸ Κλῆρο, διότι ἡ Αὐτοκρατορία εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους ἕνα ποινικὸ σύστημα γεμάτο τιμωρίες καὶ παρὰ τὴν χριστιανικὴ ἐπιρροή, διατηροῦσε τὰ βασανιστήρια καὶ τοὺς ἀκρωτηριασμούς. Ὁ Βλαδίμηρος ὅμως (ὅπως καὶ ὁ διάδοχός του Βλαδίμηρος ὁ Μονομάχος, + 1125), θεωροῦσε τοὺς παραβάτες τοῦ νόμου σὰν ἄτυχα θύματα τόσο τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν, ὅσο καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων, ποὺ χρειάζονται ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ποιμαντικὴ ὑποστήριξη (θέση ποὺ ὑποστήριξε καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ, τὸν 19ο αἰ.).
Ἐνδεικτικὸ ἀκόμη τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἁγ. Ὄλγας στὴν πνευματικὴ καταστάση τοῦ Ῥωσικοῦ λαοῦ, εἶναι τὸ τέλος τῶν δισεγγόνων της Πριγκίπων Βόριδος καὶ Γκλέμπ. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βλαδιμήρου (τὸ 1015), ὁ πρεσβύτερος γιός του Σβιατοπὸλκ θέλησε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς δέκα ἄλλους ἀδελφούς του, γιὰ νὰ παραμείνει μοναδικὸς κύριος τῆς χώρας. Ὁ νεαρὸς Βόρις ἦταν ἀρχηγὸς στρατιωτικοῦ τμήματος, ὅμως πίστευε ὅτι σὰν Χριστιανὸς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ θυσιάσει τοὺς ἄνδρες του, γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν ἑαυτό του· ἔτσι ἀφέθηκε νὰ σφαγιασθεῖ (τὴν 24η Ἰουλίου 1015). Ὁ ἀδελφός του Γκλέμπ, ἂν καὶ προειδοποιήθηκε σχετικὰ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἰαροσλάβο τὸν Σοφὸ (τότε Ἡγεμόνα τοῦ Νόβγκοροντ), παραδόθηκε γιὰ τὸν ἴδιο λόγο στοὺς διῶκτες του καὶ ἐκτελέστηκε (τὴν 5η Σεπτεμβρίου 1015· τὸ Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, τὸ 1019. Βλ. Ἀντ. Μάρκου, «Ἅγιοι τοῦ Κιέβου (κατὰ ἀλφαβητικὴ σειρά) Ὑπομνήματα» στὸ Περιοδικὸ « Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας, φ. 48/1996, σελ. 46).
Ἡ ἁγιότητα τῶν δύο Πριγκίπων διακηρύχθηκε τὸ 1020, πέντε χρόνια μετὰ τὴν τελείωσή τους. Κατὰ τὸν Νικ. Ζέρνωφ, «ἡ συμπεριφορά τους συγκίνησε βαθύτατα τὸν Ῥωσικὸ λαό, ἴσως ἐπειδὴ δὲν εἶχε προηγούμενο στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θεληματικὸς θάνατος τῶν δύο ἀδελφῶν ἦταν ἁγνὴ χριστιανικὴ πράξη, ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Δὲν ὀνομάσθηκαν Μάρτυρες, διότι δὲν πέθαναν ὑπερασπιζόμενοι τὴν Πίστη, καλοῦνται ὅμως «παθοφόροι», ποὺ τονίζει τὴν καινοτομία στὴν ἑρμηνεία τοῦ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ χριστιανικὴ συμπεριφορά» (αὐτ., σελ. 13).
Κατά τὸν Συναξαριστή, ἡ Ἁγ. Ὄλγα «οὐχὶ μόνον μὲ τὴν διδασκαλίαν, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον μὲ τὰ καλὰ ἔργα ὡς παράδειγμα καὶ μὲ τὰς θερμὰς ὁλονυκτίους δεήσεις καὶ τὰ διάπυρα δάκρυα παρεκάλει τὸν Θεόν, ὅπως φωτίση καὶ καθοδήγηση καὶ τὸν ἐθνικὸν υἱον αὐτῆς καὶ τὸν Ῥωσικὸν λαὸν εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» («Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Ζ´, ἔκδ. 1981, σελ. 252).
Θεωρεῖται ἀκόμη ἡ Ἁγία κτίτωρ τῶν πρώτων μεγάλων Ναῶν τῆς Ῥωσίας, τῆς Ἁγίας Σοφίας στὸ Κίεβο καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Πσκὼφ (Ἐ. Μπογκολιούμπσκυ, «Ἱστορία τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας», τ. 1ος, Μόσχα 1901, σελ. 79 κ.ἑξ.). Κατὰ τὴν κοίμησή της, σὰν τὴν μητέρα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου Ἁγ. Ἀνθοῦσα, ζήτησε ἀπὸ τὰ τέκνα της νὰ «ἀναμείνουν τὸν θάνατό της καὶ νὰ μὴν τὴν ἐγκαταλείψουν μόνη».
«Ἡ Ὄλγα —γράφει τὸ Ῥωσικὸ Χρονικὸ— ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς Χριστιανικῆς γῆς (τῆς Ῥωσίας), ὡς ἡ ἠὼς προηγεῖται τοῦ ἡλίου καὶ ἡ αὐγὴ προηγεῖται τῆς ἡμέρας- διότι αὕτη ἔλαμψεν ὡς ἡ σελήνη ἐν νυκτὶ καὶ ἠκτινοβόλει μεταξὺ τῶν ἀπίστων ὡς ὁ μαργαρίτης ἐν βορβόρῳ, καθ᾿ ὅσον ὁ λαὸς ἧτο μεμιασμένος καὶ μὴ εἰσέτι διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος κεκαθαρμένος ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας...
Οὕτως ἡμεῖς ἀναφωνοῦμεν πρὸς αὐτήν, «χαῖρε, ὅτι ἐγνώρισας τοῖς Ῥῶσοις τὸν Θεόν», διότι ὑπήρξαμεν αἱ ἀπαρχαὶ τῆς διαθήκης αὐτῆς μετ᾿ Αὐτοῦ. Αὐτὴ ἧτο ἡ ἐκ τῶν Ῥώσων πρώτη εἰσελθοῦσα εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τῶν Ῥώσων αὐτὴν ἔχουν ὡς ὁδηγὸν αὐτῶν, διότι ἀπὸ τοῦ θανάτου αὐτῆς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ ὑπὲρ αὐτῶν».
Ἡ Ῥωσικὴ Ἐκκλησία ἐνωρίτατα διακήρυξε τὴν ἁγιότητα τῆς ἁγίας Ἡγεμονίδος Ὄλγας καὶ τοῦ ἐγγονοῦ της Μεγάλου Βλαδιμήρου καὶ τοὺς τίμησε μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἰσαποστόλου, σὲ ἀναγνώριση τῆς προσωπικῆς τους ἁγιότητας, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν καὶ τῆς προσφορᾶς τους στὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Ῥωσίας. Συνήθως συνεικονίζονται, σὰν ἄλλο ἱερὸ ζεῦγος Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, νὰ ὑψώνουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἡ μνήμη τῆς Ἁγ. Ὄλγας τιμᾶται τὴν 11η Ἰουλίου καὶ τοῦ Ἁγ. Βλαδιμήρου τὴν 15η Ἰουλίου.
Εἶναι ἄξιο τονισμοῦ, ὅτι ἐνῷ οἱ ἅγιοι Βλαδίμηρος καὶ Ὄλγα ἔλαβαν κατὰ τὸ βάπτισμά τους χριστιανικὰ ὀνόματα (Βασίλειος καὶ Ἑλένη ἀντίστοιχα), ἔμειναν στὴν Ἱστορία —πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ— μὲ τὰ ἐθνικά τους ὀνόματα, ὅπως καὶ ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Κιεβινῆς Ῥωσίας (λ.χ. ὁ Παθοφόρος Γκλὲμπ - Ῥωμανός), ἴσως σὲ ἀπόδειξη τοῦ λεγομένου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζει τὸ ὄνομα καὶ ὄχι τὸ ὄνομα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλεησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
ΑΜΗΝ
* Ἀπό το βιβλίο: «Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Ἐνδόξου Ἰσαποστόλου Ὄλγας, Βασιλίσσης τῆς Ῥωσίας». Κέντρον Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς «ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ», Ἔκδοσις 1η, 2001. Ἐκδόσεις Μητροπολιτικοῦ Ἱδρύματος Ἁγίας Αἰκατερίνης Στρογγυλὴ Κορωπίου Ἀττικῆς, 2001.