Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Η Ηγουμένη ως Πνευματική Μητέρα



site analysis



Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς*
Πανοσιολογιώτατοι άγιοι Καθηγούμενοι και οσιολογιώτατες Γερόντισσες
Σεβαστοί Πατέρες και Αδελφές
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί
Ευλογείτε
Σας ευχαριστώ πολύ, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Χρυσόστομε, και εσάς, σεβαστή Γερόντισσα Ελένη, διότι μας δίνετε την ευκαιρία να βρισκόμαστε ανάμεσά σας, σ’ αυτήν την ευλογημένη σύναξη, και να έχουμε πνευματική ωφέλεια.
Η μοναχική ζωή έχει τις ρίζες της στην αποστολική εποχή. Ειδικότερα ο κοινοβιακός μοναχισμός απηχεί την τάξη και το ήθος της πρώτης Εκκλησίας, με την αρχή της κοινοκτημοσύνης, κατά το αποστολικό «άπαντα κοινά»[1], με την ποικιλία των χαρισμάτων, με την ενότητα του κοινού ασκητικού αγώνα, αλλά και με την εσχατολογική αναζήτηση, όπως αυτή κατ᾽ εξοχήν βιωνόταν από τους πρώτους Χριστιανούς μέσα από την προσδοκία της συνάντησης με τον Αναστημένο Χριστό.
Στην πορεία της μοναστικής ζωής των πρώτων χριστιανικών χρόνων κυριαρχεί το πρόσωπο του πνευματικού πατρός και οδηγού, το οποίο ασκεί καθοριστικό καθοδηγητικό ρόλο. Συγχρόνως όμως και παράλληλα, στα μεγάλα γυναικεία κοινόβια του αρχέγονου μοναχισμού εμφανίζεται το πρόσωπο της Ηγουμένης. Η Αμμάς είναι η μητέρα των μοναζουσών, αυτή που συνοδοιπορεί βαστάζοντας τον σταυρό της κάθε αδελφής και την υποστηρίζει με αγάπη και μητρική στοργή στην οδό της σωτηρίας.
Η ιστορία του γυναικείου μοναχισμού έχει βαθειές ρίζες και μακραίωνη παράδοση. Στην Αίγυπτο, από την μία πλευρά του ποταμού Νείλου, βρισκόταν το ανδρικό Κοινόβιο του οσίου Παχωμίου και στην απέναντι πλευρά λειτουργούσε γυναικείο Κοινόβιο με ηγουμένη την κατά σάρκα αδελφή του, Μαρία, η οποία ηγείτο τετρακοσίων μοναζουσών, που ζούσαν με τους κανόνες που είχε θεσπίσει ο όσιος Παχώμιος. Αλλά και η αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, η αγία Μακρίνα, ηγήθηκε γυναικείας αδελφότητος. Ευρέως γνωστά επίσης είναι τα ονόματα και οι οσιακοί βίοι μεγάλων ασκητριών και αμμάδων, όπως της αγίας Συγκλητικής, της αγίας Θεοδώρας και της αγίας Σάρρας.
Ο νομοθέτης του μοναχισμού, Μέγας Βασίλειος, στους θεμελιώδεις για τον μοναχισμό «Ασκητικούς Λόγους» του, υπογραμμίζει ότι οι αδελφότητες δεν είναι μόνο για τους άνδρες αλλά και για τις γυναίκες[2]. Και αναφέρεται στην Ηγουμένη ως πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης και αποδοχής, στο οποίο αποβλέπει όλη η αδελφότης, θεωρώντας την ως «γνησία μητέρα παίδων γνησίων»[3].
Η Αμμάς, η Γερόντισσα, η Στάρετσα, είναι το πρόσωπο που διαθέτει απεριόριστη αγάπη για όλους, διάκριση μητρική, ύφος συγκαταβατικό, επιεικές και διδακτικό, ήθος εκκλησιαστικό, πνευματική μόρφωση και ωριμότητα. Σε ένα συγκροτημένο Κοινόβιο, που αγωνίζεται να ζή σύμφωνα με τον Ευαγγελικό νόμο, την Ορθόδοξη παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες, οι αποφάσεις της Καθηγουμένης εκφράζουν την συνείδηση της αδελφότητας. Η παρουσία της καταργεί τα επιμέρους θελήματα και διατηρεί την ομοψυχία. Είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης»[4], «τό φως της των ψυχών οδηγίας»[5].
Ο θεσμικός ρόλος της Ηγουμένης και η ευθύνη της διοίκησης της Μονής δεν σημαίνει κατάργηση της αμεσότητας στη σχέση με την κάθε αδελφή, ούτε μειώνει την στοργική και παρακλητική επικοινωνία. Ο πνευματικός αυτός δεσμός, όταν είναι βαθύς, ουσιαστικός και κατά το θέλημα του Θεού, συνεχίζεται και στην ζωή την επέκεινα.
Η ζωή στο Κοινόβιο αποτελεί συνένωση σε ένα σώμα προσώπων συνδεδεμένων με αδελφικό δεσμό, που, με την πνευματική καθοδήγηση του προεστώτος, συναγωνίζονται και συνοδοιπορούν προς την Βασιλεία του Θεού. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, στο μοναστήρι εγκαταβιώνουν άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά γένη και συνταιριάζουν και συνταυτίζονται τόσο πολύ, σαν να είναι μία ψυχή σε πολλά σώματα με μία γνώμη[6]. Μέσα στην μοναστική αδελφότητα η Ηγουμένη, η «πρωτόνυμφος», όπως την αποκαλεί ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης[7], πληροφορεί με το βίωμα, τον λόγο και την στάση της, αγωνιζόμενη να γίνεται υπόδειγμα και κανόνας ζωής. Η ίδια, έχοντας ως απαράμιλλο πρότυπο αφιερώσεως την Υπεραγία Θεοτόκο καλείται να διδάσκει στις μοναχές τον σωτήριο λόγο «γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου»[8], μέσω της σπουδής των θεμελιωδών μοναστικών αρετών.
Συγκεκριμένα, καλείται να εμπνέει και να διδάσκει την υπακοή, που είναι η βάση του μοναχισμού, είναι «τό φώς, το έαρ, ο ήλιος»[9], είναι το μυστικό της πνευματικής ζωής, κατά τον όσιο Γέροντα Πορφύριο[10]. Η υπακοή μπορεί να δίνει νόημα ζωής, όταν ο άνθρωπος επιδιώκει την υπέρβαση του ιδίου θελήματος, όχι αναγκαστικά αλλά εν ελευθερία, στοχεύοντας ήδη από αυτήν την ζωή στην πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας. Τότε η παραίτηση από την αυτονόμηση και η νέκρωση του θελήματος μπορεί να πραγματώνεται ως ερωτική προσφορά προς τον Κύριο και η μοναχική ζωή να γίνεται αληθινός παράδεισος στη γή[11].
Η Ηγουμένη καλείται επίσης να αποτελεί υπόδειγμα παρθενικού ήθους, το οποίο βιώνεται ως καθημερινή νυμφική συνοδοιπορία με τον Χριστό καί, σύμφωνα με τον άγιο Μεθόδιο Ολύμπου, οδηγεί σε αγιότητα πνεύματος και σώματος[12]. Όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα πρέπει να είναι τέτοια η ακτινοβολία της καθαρότητας και αγιοσύνης της μοναχής, ώστε και μόνο η εμφάνισή της μέσα στο πλήθος να εκπλήσσει ως εμφάνιση αγγέλου[13]. Η προτροπή και η καθοδήγηση κάθε αδελφής από την Γερόντισσα για την επίτευξη της καθαρότητας σε καμμία περίπτωση δεν ασκείται ως καταπίεση που αιχμαλωτίζει την δύναμη της ψυχής, αλλά ως υπέρβαση των γήινων παθών, εμπειρία χαρμολύπης και προσέγγιση της παρθενικής ευφροσύνης των αγίων.
Όσο για την ακτημοσύνη, πρέπει να ενεργείται μέσα στο Κοινόβιο, χωρίς στέρηση και καταναγκασμό· αντίθετα, να είναι ελεύθερη επιλογή της άρνησης για προσκόλληση σε ο,τιδήποτε υλικό και αγάπη της εκούσιας φτώχειας που «θησαυρίζει θησαυρούς εν ουρανώ»[14].
Στον πνευματικό αυτόν αγώνα της μοναστικής αδελφότητας, η προεστώσα αναλαμβάνει προσωπικά να συνδράμει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της κάθε ψυχής καί, με την χάρη του Θεού, να βρίσκει τρόπους υπέρβασης των δυσκολιών και θεραπείας των πνευματικών ασθενειών. Για να επιτευχθεί αυτό, η Γερόντισσα καλείται να αγαπά με πνευματική μητρική στοργή τις αδελφές, να τις νουθετεί με αγάπη και να υπομένει τις αδυναμίες τους, όπως ο Θεός υπομένει τις αμαρτίες όλων.
Ο άγιος Παχώμιος, ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού, καθοδηγούσε τους προεστώτες να φέρουν τον σταυρό τους με πιο μεγάλη διάθεση απ’ όλους τους άλλους και να είναι ακριβείς στην τήρηση του κανονισμού που είναι θεσπισμένος για την αδελφότητα, ώστε και οι υπόλοιποι να τον εφαρμόζουν»[15].
Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει ότι η προεστώσα της Μονής δεν θα πρέπει να επιζητεί μόνο το ευχάριστο για τις αδελφές, ούτε να υποκύπτει στα θελήματά τους, επιδιώκοντας την εύνοιά τους. Διότι εκείνη θα δώσει λόγο στον Θεό για όλα τα ανεπίτρεπτα σφάλματα στην κοινότητα[16]. Και θεωρεί την θεραπεία των αδυναμιών και την διακονία της αδελφότητος όχι ως αφορμή επάρσεως, αλλά μάλλον ταπεινώσεως, αγωνίας και αγώνος[17].
Πράγματι, η συναναστροφή και επικοινωνία με τις αδελφές απαιτεί μεγάλη διάκριση. Η θεραπευτική επέμβαση στις ψυχές τους είναι χάρισμα που ενεργείται με την δύναμη του Θεού και με τις ευχές της αδελφότητας, αλλά και με τον συνεχή προσωπικό αγώνα με ταπείνωση και αυτομεμψία της προεστώσας και με την πεποίθησή της ότι η αδελφότης πάσχει και εξαιτίας των ελλείψεών της.
Η πνευματική μητέρα θα πρέπει να ανακαλύπτει και να κτίζει γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των μελών της αδελφότητας, ώστε να συρρικνώνονται τα αίτια που απομακρύνουν τις ψυχές και να καλλιεργούνται οι πνευματικές εκείνες δυνάμεις που οδηγούν στην αλληλοκατανόηση, στην ενότητα και στην εν Χριστώ αρμονία. Όπου υπάρχει τέτοια ομοψυχία, η μοναχική ζωή φτάνει σε πληρότητα.
Ύψιστο έργο και αποστολή της Ηγουμένης είναι να μεταδώσει στην αδελφότητα πνοή αιωνιότητας και τον ζήλο του μαρτυρίου της συνειδήσεως. Να εμπνέει σε όλες μαζί και στην κάθε αδελφή ξεχωριστά ότι η καθ᾽ ημέραν πρόγευση της Μέλλουσας Βασιλείας βιώνεται με την συναντίληψη, την συνοδοιπορία και την συνεχή συναίσθηση της πνευματικής οικειότητας των μελών της αδελφότητας, που ως σύνδεσμο κοινό και ακατάλυτο έχουν την αγάπη του Νυμφίου Χριστού.
Η ενσυναίσθηση αυτή δίνει νόημα και εσχατολογική διάσταση στην λατρεία, που είναι το κέντρο της ζωής μας, και αποκλείει το ενδεχόμενο ο κύκλος των ακολουθιών να μετατρέπεται σε τυπικό καθήκον. Όπως και η πνευματική μελέτη των θείων γραφών μπορεί να είναι ανεξάντλητη πηγή χαράς, ευφροσύνης και θείου ενθουσιασμού[18].
Ο άγιος Νεκτάριος, που είχε ιδρύσει και καθοδηγούσε την γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, υπογραμμίζει ότι η προϊσταμένη μιάς Μονής δεν ζή για τον εαυτό της, αλλά για την αδελφότητα και ζώντας για την αδελφότητα, ζή για τον Θεό. Και ο Θεός αποδέχεται αυτήν την ζωή, που προϋποθέτει την άρνηση του εαυτού και την νέκρωση κάθε προσωπικού θελήματος, ως θυσία ευπρόσδεκτη[19].
Αποκαλεί την Ηγουμένη Ξένη «πνευματική μητέρα των μοναστριών»[20], υπεύθυνη για την ευταξία του Κοινοβίου, και παρακινεί τις μοναχές να εξομολογούνται σε εκείνη τα σφάλματα και τους λογισμούς τους, ακόμη κι όταν είναι υβριστικοί και απογνωστικοί, και την Ηγουμένη την καλεί να τους δέχεται με αγάπη, ώστε να νικώνται οι πειρασμοί[21]. Ο άγιος Νεκτάριος διδάσκει μοναχή, στην ψυχή της οποίας έχουν εισβάλει λογισμοί αντιπαθείας για την Γερόντισσα, ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται σε επήρεια του δαίμονα, που υποβάλλει μίσος στην ψυχή της, για να εξαφανίσει την ευγνωμοσύνη της αδελφής προς την Γερόντισσα που εργάζεται για την σωτηρία της.
Την ίδια την Γερόντισσα την συμβουλεύει με τα εξής λόγια: «Πρέπει να γνωρίσης ότι όταν σύ υγιαίνης, υγιαίνουσι και αι αδελφαί, ακόμη και αι πάσχουσαι. Και όταν σύ πάσχης, τότε πάσχουσι και αι υγιαίνουσαι. Γνώρισον ότι η ευθυμία σου φαιδρύνει τα πρόσωπα των αδελφών και καθιστά την Μονήν παράδεισον και από σε εξαρτάται η χαρά των αδελφών και έχεις καθήκον να συντηρής ταύτην εις τάς καρδίας αυτών. Τούτο να πράττης και βιάζουσα πολλάκις σεαυτήν»[22].
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης σε μία από τις επιστολές του που απευθύνονται σε ηγουμένες και μοναχές παρακινεί την Γερόντισσα Ευφροσύνη: «Και εσύ, αγαπητή μου, που έχεις τον Χριστό Νυμφίο σου, να δώσεις και την ψυχή σου ακόμη, όχι βέβαια σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στην φροντίδα των αδελφών· και δεν εννοώ μόνο την ψυχή τους, αλλά και το σώμα»[23].
«Το ποίμνιο που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός, λέει σε άλλο σημείο ο Άγιος, εύχομαι να το ποιμαίνεις άγια ως πνευματική μητέρα, αλλά χωρίς να ασκείς ανθρώπινη εξουσία. Να είσαι η ίδια πρότυπο γι᾽ αυτά που παραγγέλλεις, δίχως απαιτήσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις των αδελφών»[24].
Η προεστώσα μέσα από την διακονία της αδελφότητας, την άσκηση της υπομονής, την κατανόηση, την συγχωρητικότητα και τον συνεχή αγώνα για την υπέρβαση των παθών, βιώνει και την υπέρβαση των δικών της δυσκολιών και αδυναμιών. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεόδωρος παρακινεί: «Να διδάσκεσαι και να διδάσκεις· να φωτίζεσαι και να φωτίζεις· να καθοδηγείσαι και να καθοδηγείς· να κατευθύνεσαι προς τον Θεό και να κατευθύνεις»[25]. Με ψυχή γεμάτη αγάπη να διατηρείς την συνοχή της αδελφότητος, επαγρυπνώντας για όσα οδηγούν στον Θεό»[26].
Η προεστώσα οφείλει παράλληλα με την συνεχή επαγρύπνηση για τη συνοχή της αδελφότητας και την σωτηρία των ψυχών που έχει αναλάβει, να στηρίζει την αδελφότητα στα γερά θεμέλια της Ορθόδοξης πίστης και στο αξίωμα ότι η αλήθεια ελευθερώνει, ενώ οι ακρότητες, η αυτονόμηση και η αίρεση απομονώνουν και απομακρύνουν από την σωτηρία, αφού αποκόπτουν από την Εκκλησία. Η πνευματική μητέρα και οδηγός καλείται, όπως συμβουλεύει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, να τρέφει τις νύμφες του Χριστού με τον καθαρό άρτο της Ορθοδοξίας[27]. Γιατί η ενότητα στην Εκκλησία είναι οδός κοινωνίας με τον Θεό, αληθινή ζωή, ένωση με τους αγίους, πορεία στην αιώνια μακαριότητα. Μία μοναστική κοινότητα μπορεί να πορεύεται απ᾽ αυτήν την ζωή προς την αιωνιότητα, εφ᾽ όσον αποκτά πλήρη ταύτιση με την συνείδηση της Εκκλησίας και συναισθάνεται και βιώνει το γεγονός ότι μέσα στην Εκκλησία είμαστε όλοι ένα, όπως έλεγε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος[28]. Με τον τρόπο αυτό ο αγιασμός της μοναστικής αδελφότητας μπορεί και συμβάλλει στην κοινή εν Χριστώ μεταμορφωτική πορεία ολόκληρου του σώματος της Εκκλησίας.
Η επιδίωξη των παραπάνω προϋποθέτει την προσέγγιση και το άγγιγμα των ψυχών. Είναι αυτό που πολύ εύγλωττα αναφέρεται σε κείμενο της Κελτικής παράδοσης των πρώτων αιώνων, ότι ο προεστώς είναι «φίλος της ψυχής». Ο άγιος Κολούμπα (521-597), άγιος της Ιρλανδίας, Κοινοβιάρχης και πνευματικός οδηγός πολλών μοναχών, έκλαιγε μαζί με τον μετανοούντα αδελφό[29]. Με το ίδιο πνεύμα, στο κείμενο της «Κλίμακος» του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη διαβάζουμε ότι ο προεστώς θα πρέπει να διδάσκει και να θεραπεύει με πραέα και ήμερα λόγια και με άκρα συγκατάβαση[30].
Με επιείκεια και αγάπη προτρέπει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης την Γερόντισσα Ευφροσύνη να καθοδηγεί τις αδελφές:
«Έτσι φρόντισε για τη διαποίμανση των αδελφών που έχεις στα χέρια σου, λέει. Να τις καθοδηγείς εν Κυρίω με πολλή μακροθυμία, με συμπάθεια, ζητώντας να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς να τις πιέζεις υπερβολικά. Αλλά, όπως η μάνα περιθάλπει τα παιδιά της, έτσι και εσύ με μητρική στοργή να τους προσφέρεις ό,τι έχουν ανάγκη, δίνοντας ακόμη και την ίδια την ψυχή σου για χάρη τους.
Και σε άλλη επιστολή του προς την ίδια γράφει:
«Να μοιράζεις την αγάπη σου εξίσου σε όλες τις αδελφές, χωρίς να μεροληπτείς υπέρ της μιάς ή της άλλης. Την μια να παρηγορείς, την άλλη να προτρέπεις, άλλη να την ασφαλίζεις, και γενικά να προσφέρεις σε καθεμιά ό,τι χρειάζεται»[31].
Ο Στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, σε επιστολή του προς την Ηγουμένη Μάρθα, γράφει: «Δίδαξε στις αδελφές την οδό της σωτηρίας, με την βοήθεια του Θεού, δινοντας σ’ αυτές το παράδειγμα κάθε καλού έργου με την επιμελή τήρηση των εντολών του Ευαγγελίου, με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, με την μειλιχιότητα και την ταπείνωση, με την πιο βαθειά ειρήνη του Χριστού στις σχέσεις με όλους τους ανθρώπους, με μια ευσπλαγχνία αληθινά μητρική»[32].
Ο γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στους Σέρβους Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991) είχε πνευματική επικοινωνία και καθοδηγούσε πολλές γυναικείες αδελφότητες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες.
Για την Γερόντισσα τόνιζε ότι θα πρέπει να είναι επιεικής, να κατανοεί την καρδιά της κάθε αδελφής και να προσεύχεται. Χρειάζονται, έλεγε, απαλοί τρόποι. Να βρίσκεται η ψυχή σε πνευματική φόρμα. Για να μπορεί κανείς να δέχεται και να χειραγωγεί άλλους, να ακούει τους λογισμούς, πρέπει να είναι ο ίδιος άγιος. Να χρησιμοποιεί συμβουλευτικό τρόπο, πραότητα, αγάπη[33].
Ο Γέροντας μας τόνιζε ότι για την καθοδήγηση της αδελφότητας χρειάζεται διάκριση. Πρωταρχικό στοιχείο για την προσέγγιση των ψυχών θεωρούσε την εμπιστοσύνη, ώστε να αισθάνεται η αδελφή σιγουριά και ασφάλεια να φανερώνει τους λογισμούς και τα σφάλματά της και όχι φόβο ή κίνδυνο για απόρριψη.
Βεβαίωνε ότι όταν η Γερόντισσα νοιώθει αληθινή συμπάθεια και πόνο για την δυσκολία και τον αγώνα των αδελφών, τότε αρχίζει το στάδιο της θεραπείας. Σ᾽ αυτήν την φάση αρχίζει μία λεπτή εργασία, διά της οποίας, με την χάρη του Θεού, ένας άνθρωπος μπορεί να αναγεννηθεί πνευματικά, να υιοθετήσει νέες προοπτικές. Έλεγε ότι η Γερόντισσα καλείται να αγαπά τις αδελφές πνευματικά, να παραβλέπει τα σφάλματά τους και να τις κατευθύνει στο φως και στην ομορφιά του Παραδείσου. Θεωρούσε πολύ σημαντική την μυστική προσευχή της Γερόντισσας για την κάθε αδελφή και έλεγε ότι αυτή η κίνηση της προσευχής ενώνει και χαριτώνει όλη την αδελφότητα. Τις Γερόντισσες που στενοχωρούνταν για τα σφάλματα των υποτακτικών τους, τις προέτρεπε να μιλούν λίγο την ώρα της δυσκολίας και του πειρασμού και να καλούν τις ψυχές σε νέα προσπάθεια. Στο θέμα της αυστηρότητας ήταν πολύ επιφυλακτικός. «Σε ένα μοναστήρι, έλεγε, μπορεί να υπάρχει τάξη και σειρά, αλλά η μοναχική ζωή να είναι ανύπαρκτη»[34]. Θεωρούσε λάθος τακτική την ισοπέδωση των προσώπων με την εφαρμογή ενός άκαμπτου συστήματος αυστηρότητος, το οποίο δεν ασκεί εξατομικευμένη παιδαγωγία, ανάλογα με την προσωπικότητα, την ιδιοσυγκρασία και την ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση της κάθε αδελφής.
Βεβαίως, θεωρούσε απαραίτητο για την Γερόντισσα να έχει ασκηθεί στην υπακοή. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι πρέπει να έχεις ο ίδιος περάσει από υπακοή, για να μπορείς να μπαίνεις στη θέση εκείνου που καλείται να υπακούσει.
Σε κάθε περίπτωση ο Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ότι η χαρά και η ελευθερία δίνουν δύναμη στην ψυχή, για να προχωρήσει στην μοναχική ζωή: «Για να προκόψει κανείς στο μοναστήρι, πρέπει να αγωνίζεται χωρίς να πιέζεται, έλεγε ο Γέροντας. Όλα με χαρά και προθυμία, όχι αναγκαστικά. Ό,τι κάνει να το κάνει από αγάπη προς τον ουράνιο Νυμφίο, από θείο έρωτα. Όχι να βάζει στον νου του την κόλαση. Ο μοναχισμός δεν πρέπει να είναι φυγή αρνητική, αλλά φυγή θείου έρωτος. Η μοναχική ζωή είναι ζωή χαρισάμενη»[35].
Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος το ίδιο σημαντική με την ισορροπία της ψυχής θεωρούσε και την ισορροπία των λειτουργιών του σώματος. Συχνά τηλεφωνούσε σε μοναστήρια ή και τα επισκεπτόταν, όσο το επέτρεπε η υγεία του, και συμβούλευε τις Γερόντισσες να προσέξουν την υγρασία της περιοχής, να φροντίσουν για την θέρμανση, για την διατροφή και για την υγεία των αδελφών. Θεωρούσε αναγκαίο οι μοναχές να περπατούν και να κινούνται και στενοχωριόταν όταν οι Γερόντισσες δεν καταλάβαιναν πόσο σημαντικό είναι αυτό. Έβλεπε, με το χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός, ότι η εναλλαγή των διακονημάτων, από το εργόχειρο στην ενασχόληση με την φύση, βοηθούσε τις αδελφές να είναι πιο χαρούμενες και αισιόδοξες. Επίσης ενδιαφερόταν ο Γέροντας Πορφύριος για την ποιότητα του πόσιμου νερού στα μοναστήρια. Γι᾽ αυτό και είχε καθοδηγήσει πολλά μοναστήρια για την εύρεση πηγών και τόνιζε την σημασία της ποιότητας του νερού για την υγεία του στομάχου και όλου του οργανισμού. Στο μοναστήρι μας είχε υποδείξει ότι η πηγή του σπηλαίου των Αγίων Επτά Παίδων είναι αγίασμα και συμβούλευε να πίνουν απ᾽ αυτό το νερό οι ασθενείς.
Αξίζει να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο διαβάσαμε στο βιβλίο του καθηγητή κ. Κρουσταλάκη. Το περιστατικό συνέβη εδώ, στην Σερβία, στην Ιερά Μονή του Γιάζακ, στην περιοχή του Novi Sad. Ο Γέροντας Πορφύριος, που ποτέ δεν είχε επισκεφθεί την Σερβία και την Μονή, ενημέρωσε την Γερόντισσα τηλεφωνικώς ότι κάποιοι σχεδίαζαν να μολύνουν το νερό της Μονής και την συμβούλευσε να αναζητήσουν σε άλλη περιοχή νερό για το μοναστήρι, προτείνοντάς της μάλιστα μία πηγή στο γειτονικό δάσος[36].
Θα ήθελα κλείνοντας να αναφερθώ στην μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη, κοντά στην οποία είχαμε την ευλογία να ζήσουμε. Η Γερόντισσα ίδρυσε την αδελφότητα της Χρυσοπηγής, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, και κοιμήθηκε το 2000.
Η Γερόντισσα Θεοσέμνη δίδασκε εμπειρικά, με βιωματικό τρόπο. Με ένα της βλέμμα, μια κίνηση, ένα χαμόγελο έδειχνε αυτό που έπρεπε να δείς, πώς να προχωρήσεις. Η ειρήνη του προσώπου της γαλήνευε τις ανησυχίες όλων και ο ειρηνοποιός της λόγος λειτουργούσε ιαματικά στις ψυχές.
Απέναντι στις αδελφές η Γερόντισσα είχε ένα αίσθημα απέραντης ευθύνης, φροντίζοντας πάντα να τις προστατεύει από κάθε κίνδυνο με πνεύμα αυτοθυσίας. Δεν απέλπιζε καμμία και όλες μας χωρούσε η μητρική της καρδιά και επιείκεια.
Μάθαμε κοντά της να μοιραζόμαστε τον κόπο των διακονημάτων με φροντίδα η μία για την άλλη και στοργή. Δίδασκε με το ζωντανό της παράδειγμα πως ο μοναδικός τρόπος θεραπείας των ψυχών μέσα στην μοναστική κοινότητα και η οδός για την ουσιαστική βίωση της μοναστικής μας κλήσεως είναι η κατανόηση της αδυναμίας της κάθε αδελφής. Η Γερόντισσα Θεοσέμνη είχε έναν αεικίνητο και ευέλικτο τρόπο παιδαγωγίας των ψυχών, μολονότι η ίδια ως χαρακτήρας ήταν σιωπηλή και ησυχαστική. Ασκούσε την διοίκηση της Μονής εντελώς αθόρυβα. Διέθετε εφευρετικότητα να ανακαλύπτει χρόνο ξεχωριστό για την κάθε αδελφή. Την μια έπαιρνε να μαζέψουν μαζί χόρτα ή τσάϊ του βουνού, την άλλη να της δείξει πώς να μαστορέψει, εφ᾽ όσον είχε καταλάβει ότι αυτό είχε για εκείνη νόημα. Μια άλλη που δείλιαζε μπροστά στον κόπο και την άσκηση, την καλούσε ν᾽ ανέβουν πεζοπορία στο βουνό, για να δούν την ανατολή, όπως παρακινούσε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος.
Η αγάπη της Γερόντισσας για την φύση ήταν κίνηση δοξολογική και την ενεργούσε ως ψηλάφηση της θείας Ωραιότητος. Ζούσε αυτό που έλεγε ο Γέροντας Πορφύριος: «Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Οι ομορφιές της φύσης είναι οι μικρές αγάπες που μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό»[37]. Αυτήν την στάση ζωής ενέπνεε σε όλη την αδελφότητα, ώστε με την ενθάρρυνσή της και με το δίδαγμα της ακαταπόνητης προσωπικής της εργασίας, να φιλοτιμούνται οι αδελφές να αναλαμβάνουν σωματικούς κόπους, όπως απαιτήθηκε όταν η Γερόντισσα πρότεινε την πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα εφαρμογή της βιολογικής γεωργίας στα κτήματα της Μονής.
Στην σημερινή εποχή οι μοναχές που προσέρχονται στα μοναστήρια μας είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία πρόσωπα με πολλά κοινωνικά και μορφωτικά εφόδια και έχουν ανατραφεί με τους κανόνες των σύγχρονων κοινωνιών. Κάποιες από αυτές προέρχονται από πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα, άλλες έχουν ταξιδέψει σε πολλές χώρες και έχουν σπουδάσει διάφορες επιστήμες. Αυτοί οι άνθρωποι επιλέγουν την μοναχική ζωή, επειδή αναζητούν τον Χριστό ως Νυμφίο και έχοντας πλήρη επίγνωση ότι θα εισπράξουν κοινωνικό όνειδος. Για να μπορέσουν αυτές οι νέες αδελφές να ζήσουν με συνέπεια την νήψη και την σταυρική πορεία της μοναχικής ζωής, όπως συνεχίζει να βιώνεται στην Εκκλησία δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, έχουν ανάγκη από ένα κλίμα συνεχούς πνευματικής ανατροφοδότησης, εγρήγορσης και καθημερινής νοηματοδότησης. Η Γερόντισσα καλείται να ενισχύει διαρκώς τις αδελφές, ώστε να διατηρούν τον ζήλο και να μή φοβούνται να επιλέξουν την δυσκολία αντί για την ευκολία, τον κόπο αντί για την άνεση, την θυσιαστική προσφορά αντί για την απαίτηση και το δικαίωμα. Γιατί παραμονεύει πάντοτε ο κίνδυνος να υιοθετηθούν στα μοναστήρια μας νοοτροπίες και τακτικές εκκοσμίκευσης, που ακυρώνουν την μοναχική μας ιδιότητα, η οποία είναι αυθεντική, μόνο όταν και εφ᾽ όσον παραμένει «σταυρού και θανάτου επαγγελία»[38].
 Σημειώσεις:
1. Πράξ. 4, 32.
2. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
3. Ασκητικαί Διατάξεις 28, PG 31, 1417 A.
4. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, ΒΕΠ 69, 116, 3 κ.εξ.
5. ό.π.
6. «άνθρωποι εκ διαφόρων γενών και χωρών κινηθέντες», οι οποίοι «εις τοσαύτην ακρίβειαν ταυτότητος συνηρμόσθησαν, ώστε μίαν ψυχήν εν πολλοίς σώμασι θεωρείσθαι και τα πολλά σώματα μιάς γνώμης όργανα δείκνυσθαι»: Μεγάλου Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις 18,2, PG 31, 1381D-1384A.
7. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολές προς μοναχές, Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πανόραμα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 131.
8. Λουκ. 1, 38.
9. Νικηφόρου Θεοτόκη, Λόγος Επιφωνηματικός Δεύτερος εις μοναχήν την ημέραν εις την οποίαν ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα, Ι. Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης, Αθήναι 1970, σελ. 38-39.
10. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι, Ι. Μονή Χρυσοπηγής10 2009, σελ. 343.
11. Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος έλεγε χαρακτηριστικά: «Την υπακοή στους Γέροντές μου την αισθανόμουνα σαν παράδεισο». Βλ. ό.π., σελ. 344.
12. Συμπόσιον, Λόγος α´, PG 18, 40 A-B.
13. Περί του τάς Κανονικάς μή συνοικείν ανδράσιν, απόσπ. 8, Bareille, 1, σελ. 442-4.
14. Ματθ. 6, 20.
15. Festugière, G 95, σελ. 208-209 από P. Deseille, Ο Παχωμιακός μοναχισμός, εκδ. «Τήνος», Αθήναι 1992, σελ.19.
16. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
17. Όροι κατά πλάτος Β´, Ερώτησις Λ´, ΕΠΕ, σελ. 315.
18. Σύμφωνα με τα λόγια του οσίου Γέροντος Πορφυρίου: «Θέλετε να βρείτε την χαρά στην ζωή; Να διαβάζετε Αγία Γραφή. Να εκκλησιάζεσθε. Να προσέχετε τις ακολουθίες, όρθρο, ώρες, εσπερινό, απόδειπνο κ.λπ., γιατί τα λόγια τους είναι γραμμένα από αγίους … Όταν τα μελετάς με ζήλο και όρεξη και θείο έρωτα, τα ενστερνίζεσαι, τα ερωτεύεσαι, τ᾽ αγαπάεις, τα ζείς, γίνεσαι ένθεος. Κι όταν αυτό γίνει με κάθε επιμέλεια και συνέπεια, αγιαζόμαστε»: Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 527, 532.
19. Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικές Επιστολές, εκδ. «Υπακοή», Αθήνα 1993, σελ. 121-122.
20. ό.π., σελ. 122.
21. ό.π., σελ. 74.
22. ό.π., σελ. 121-122.
23. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 133.
24. ό.π., σελ. 104-105.
25. ό.π., σελ. 97.
26. ό.π., σελ. 135.
27. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 129.
28. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 197.
29. Vita S. Columbae I, 30, σελ. 40-41 από Ιερομ. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Οι εραστές της Βασιλείας, Άγιον Όρος 2009, σελ. 195.
30. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΛΑ´ 12, 24.
31. ό.π., σελ. 105-6.
32. Βλ. S. Tshetverikoff, Paissi Velitchkovsky, Réval, 1938, β΄μέρος, σελ. 49.
33. Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης – Ορόσημο αγιότητος στο σύγχρονο κόσμο, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2008, σελ. 334-335.
34. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 343.35. ό.π., σελ. 338.
36. Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Γέρων Πορφύριος – Ο πνευματικός πατέρας και παιδαγωγός, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 201110, σελ. 52-53.
37. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 461.
38. «Ακολουθία του μεγάλου σχήματος», στο Μέγα Ευχολόγιον, εκδ. «Αστήρ», σ. 208.
 Mοναχή Θεοξένη
Kαθηγουμένη Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής
Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής
Xανιά – Kρήτη
* Η ομιλία της Γερόντισσας Θεοξένης, Kαθηγουμένης της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής, Xανίων Kρήτης, εκφωνήθηκε από την ίδια τη Γερόντισσα στα πλαίσια του Επιστημονικού-Πνευματικού Συμποσίου που διοργάνωσε και φιλοξένησε η Σερβική Ορθόδοξη Ιερά Μονή Ζίτσης από την 1η μέχρι και τις 4 Σεπτεμβρίου 2011. Το θέμα του Συμποσίου ήταν: «Περί γυναικείου μοναχισμού».

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΝΑΤΆΛΙΑ.......



site analysis


Σε κάποιο επαρχιακό χωριουδάκι, που µόλις είχε αλλάξει χέρια µεταξύ των εµπολέµων, την εποχή του Α’ παγκόσµιου πολέµου και του εµφυλίου πολέµου στη Ρωσία, τότε που η χώρα αυτή είχε εµπλακεί σε πολεµικές επιχειρήσεις εντός και εκτός των συνόρων της, µιά νέα γυναίκα είκοσι επτά περίπου ετών είχε παγιδευτεί µέ τα δύο της παιδιά. Ο άντρας της ήταν µέ το στρατό που είχε αποχωρήσει. Εκείνη δεν είχε κατορθώσει να ξεφύγει εγκαίρως και έµεινε κρυµµένη προσπαθώντας να σώσει τις ζωές των παιδιών της και τη δική της.


Πέρασε µιά µέρα και µιά νύχτα µεγάλου τρόµου ώσπου το απόγευµα της εποµένης η πόρτα της κρυψώνας της άνοιξε και µιά συγχωριανή, στην ηλικία της, µπήκε µέσα. Ήταν απλή, χωρίς κάτι το ξεχωριστό στο παρουσιαστικό της. Της είπε: «Αυτό είναι τ’ όνοµά σου;» Η µητέρα απάντησε, κατατροµαγµένη: «Ναι». «Σε ανακαλύψανε, και θα ’ρθουν απόψε να σε σκοτώσουν. Πρέπει να φύγεις». Η µητέρα κοίταξε τα παιδιά της και είπε: «Και που να πάω, πως µπορώ να φύγω µ’ αυτά εδώ τα παιδιά; Δεν είναι δυνατό να περπατήσουν ούτε πολύ µακριά ούτε γρήγορα για να µπορέσουµε να γλιτώσουµε». Και τότε η συγχωριανή έγινε ξαφνικά ο πλησίον µ’ όλη την ευαγγελική σηµασία της λέξης. Πλησίασε τη µητέρα και χαµογελώντας της είπε: «Δε θα σ’ ακολουθήσουν, γιατί θα µείνω εγώ στη θέση σου». Η µητέρα θα πρέπει να είπε: «Μα θα σκοτώσουν εσένα», και η άλλη ν’ απάντησε: «Ναι, µα εγώ δεν έχω παιδιά. Εσύ πρέπει να γλιτώσεις». Και η µητέρα έφυγε.



Η νεαρή συγχωριανή της έµεινε στη θέση της. Την έλεγαν Ναταλία. Δε θέλω να προσπαθήσω να φανταστώ τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Θα ήθελα απλώς να επισηµάνω µερικές οµοιότητες… Έπεφτε το βράδυ, ένα φθινοπωρινό βράδυ που όσο προχωρούσε γινόταν πιο κρύο, πιο υγρό και πιο σκοτεινό. Αυτή η νεαρή γυναίκα, µόνη, χωρίς να περιµένει από κανένα το παραµικρό, εκτός από το θάνατο, που σε λίγο θα αντιµετώπιζε χωρίς φανερό λόγο.



Ήταν νέα, υγιής και κανείς δεν την κυνηγούσε. Θυµηθείτε το όρος των Ελαιών. Κάποιο δειλινό ήταν κάποιος άνδρας, επίσης νέος στην ηλικία, τριαντάρης, που περίµενε το θάνατο. Oι φίλοι Του γύρω είχαν πέσει σε ύπνο. Εκείνος περίµενε τους δηµίους Του γιατί είχε αποδεχτεί να πεθάνει στη θέση µας. Την ευαγγελική ιστορία την ξέρουµε, την οδύνη Του, την κραυγή προς τον Πατέρα Του, τον ιδρώτα τον ανακατεµένο µέ αίµα… Ξέρουµε πως όταν κάποια στιγµή δεν µπορούσε άλλο ν’ αντέξει τη µοναξιά Του, πήγε να δει αν οι µαθητές Του είχαν ξυπνήσει, και επέστρεψε για ν’ αντιµετωπίσει το θάνατο µόνος. Ένα θάνατο προς χάριν των άλλων, απίθανο, αλλόκοτο. Αυτή είναι η εικόνα: Η Ναταλία σαν τον Χριστό.



Η Ναταλία θα πρέπει να πλησίασε κάµποσες φορές την πόρτα και να σκέφτηκε: «Δεν έχω παρά να της δώσω µιά ν’ ανοίξει και αµέσως θα πάψω να είµαι κάποια άλλη. Θα ξαναγίνω η Ναταλία που δεν έχει καταδικαστεί σε θάνατο». Αλλά δεν έφυγε. Μπορούµε να φανταστούµε την αγωνία της, αν θυµηθούµε την αυλή στο σπίτι του Καϊάφα. Ο Πέτρος, ο θεµέλιος λίθος της Εκκλησίας, ο δυνατός που είχε δηλώσει στον Χριστό ότι κι αν όλος ο κόσµος Τον αρνιόταν, εκείνος δε θα Τον άφηνε, αλλά θα πέθαινε γι Αυτόν, συνάντησε εκείνη την παιδούλα που δε χρειάστηκε να πει παρά µόνο «Και συ µαζί Του ήσουν», για ν’ απαντήσει: «Ουκ οίδα τον άνθρωπον» και ν’ αρνηθεί τον Χριστό δύο φορές ακόµη, έτσι που ο Χριστός να γυρίσει να τον κοιτάξει…



Και η Ναταλία θα µπορούσε νάχει υποκύψει και να είχε πει: «Δε θα πεθάνω, θα πάω να φύγω». Οµως δεν το ‘κανε. Η νεαρή γυναίκα, γύρω στα τριάντα, υπέµεινε εν Χριστώ, όταν ο Πέτρος Τον είχε προδώσει.



Και θα πρέπει η ίδια να αναρωτήθηκε µήπως ο θάνατός της ήταν µάταιος. Καλά κι άξια να πεθάνει κανείς για να σώσει µιά γυναίκα και τα παιδιά της. Αλλά τι θα γινόταν αν τελικά την έπιαναν και τη σκότωναν κι εκείνη;



Αλλά η Ναταλία δεν έλαβε απαντήση. Θα µπορούσα να της πω σήµερα ότι η άλλη σώθηκε και πως τα παιδιά της είναι πάνω από πενήντα ετών. Θα µπορούσα να της πω και άλλα που δεν τα έµαθε ποτέ — γιατί εκείνο το βράδυ εκτελέστηκε.



Υπάρχει και κάτι άλλο στη µεσιτεία, εκτός από τη θυσία. Μαζί µέ το σταυρό και τον κήπο της Γεσθηµανής υπάρχει κι η ανάσταση, µιά αναστάση προσαρµοσµένη στα µέτρα της συµµετοχής µας στο µυστήριο του Χριστού, αλλά και στην ανθρώπινη µικρότητά µας.



Θα θυµάστε το χωρίο όπου ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εµοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Απορούµε συχνά τι τάχα να σηµαίνουν αυτά τα λόγια. Η «άλλη» και τα παιδιά της ένα πράγµα γνωρίζουν, πως από κείνη την ώρα και µπρός ζουν µέ δανεισµένες ζωές. Οι δικές τους ζωές πέθαναν µε τη Ναταλία, κι εκείνη συνεχίζει να ζει µέσα απ’ τα σώµατά τους. Ζουν γιατί εκείνη πέθανε. Πήρε το θάνατό τους επάνω της και τους έδωσε τη ζωή της. Ζουν µε µιά ζωή που της ανήκει.



Αυτή η ανθρώπινη ιστορία δείχνει και κάτι άλλο πολύ σηµαντικό σχετικά µε τη σωτηρία. Μας δείχνει τη σκληρή πραγµατικότητα της µεσιτείας. Συχνά µεσιτεύουµε: Προσευχόµαστε στον Θεό να συγχωρέσει και να ελεήσει όσους βρίσκονται σε ανάγκη. Εν τούτοις η µεσιτεία είναι κάτι πολύ περισσότερο. Στα λατινικά η λέξη intercessio (= µεσιτεία) υποδηλώνει ότι κάνουµε ένα βήµα µπρός που µας τοποθετεί στο επίκεντρο µιάς καταστάσεως, όπως όταν κάποιος επεµβαίνει ανάµεσα σε δύο πρόσωπα έτοιµα να αντιδικήσουν. Ανάλογη είναι κι η ερµηνεία της ελληνικής λέξης.



Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο νου είναι από τον Ιώβ, (κεφ. 9). Ο άνθρωπος εκείνος που είχε υποφέρει τόσο σκληρά λέει: «Πως γαρ έσται δίκαιος βροτός παρά Κυρίω;» (Ιώβ 9, 2). Που θα βρεθεί ο άνθρωπος που µέ θάρρος θα σταθεί ανάµεσα στον Θεό και στο άτυχο πλάσµα Του για να τους χωρίσει, αλλά και να τους ενώσει: Να τους χωρίσει από την αντίθεση που κάνει τον καθένα τους δέσµιο του άλλου και να τους ενώσει στην ελευθερία της αρµονικής αποκαταστάσεως των σχέσεών τους;



Αυτός ο άνθρωπος είναι ο Χριστός. Ο Χριστός που είναι Θεός, ο σαρκωθείς Λόγος, που θα τολµήσει να σταθεί ανάµεσα στον πεπτωκότα άνθρωπο και στον Θεό. Είναι ίσος προς τον Θεό και ίσος προς τον άνθρωπο, ένα µέ τον Θεό, γιατί είναι Θεός, και ένα µέ τον άνθρωπο, γιατί είναι άνθρωπος, έτοιµος να αποδεχτεί τις συνέπειες που η θεία αγάπη Του θα έχει πάνω στην ανθρώπινη σάρκα Του.



Αυτό είναι µεσιτεία! Αυτό σηµαίνει να κάνει κανείς την κινήση που θα τον φέρει στο επίκεντρο µιάς καταστάσεως για πάντα, και εις τους αιώνες των αιώνων, αφού ο Χριστός, ο εκ Παρθένου τεχθείς, είναι συγχρόνως αυτός που πέθανε στο σταυρό κι αυτός που ηγέρθη εκ νεκρών και µέ την Ανάληψή Του έφερε την ανθρώπινη φύση Του στο επίκεντρο του µυστηρίου της Αγίας Τριάδος.



Με το παράδειγµα της Ναταλίας καταλαβαίνουµε ότι ο Χριστός είναι η Οδός, ο τρόπος ζωής, η ίδια η ζωή του χριστιανού, η µόνη ανθρώπινη και θεία πραγµατικότητα. Είναι η οδός της ζωής, µιάς ζωής τόσο γεµάτης και πληθωρικής, ώστε να χαρίζει την αιωνιότητα — και σε κείνον που τη βιώνει και στους γύρω του, µε τίµηµα το σταυρό. Είναι η νίκη του µαρτυρίου, η νίκη του αδύνατου πάνω στον ισχυρό, η νίκη του ευάλωτου – µιά ανθρώπινη και θεία αγάπη πάνω σ’ ο,τι είναι φαινοµενικά ανίκητο — στο µίσος που µ’ όλ’ αυτά εξαντλείται και δεν ξαναγεννιέται.

Αντώνιος Bloom του Σουρόζ

Αγία Ακυλίνα, Θεατρική ομάδα Herten


Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Αγία Ακυλίνα, Την σκότωσαν στο ξύλο για την πίστη της, οι “ανεκτικοί” Οθωμανοί…



site analysis




Tην φύσιν ούσα θήλυ η Aκυλίνα,
Aνήρ εδείχθη γεννάδας προς βασάνους.
Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν’ αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ’ αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.
Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους, γι’ αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς, που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της, ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση, τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας, Καλημέρης και Μπούκλας, οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό, γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Η τελείωση της Αγίας Θέκλας (24 Σεπτεμβρίου)



site analysis




agia_theklaΟι θαυματουργικές θεραπείες που επιτελούσε η αγία Θέκλα ήταν για τους πολλούς πράγμα ευχάριστο και άξιο θαυμασμού και ενδιαφέροντος· για τους γιατρούς όμως της Σελεύκειας ήταν πολύ βαρύ και ενοχλητικό, επειδή νόμιζαν ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε προσβολή γι’ αυτούς, όπως άλλωστε ήταν και φυσικό, αλλά και διότι βλάπτονταν τα οικο¬νομικά τους συμφέροντα. Δηλαδή από την ιατρική τους τέ¬χνη, η οποία ήταν η μόνη πηγή για τα προς το ζειν, δεν μπορούσαν να έχουν καμιάν ωφέλεια. Έτσι λοιπόν κυριαρχήθη¬καν από άγριο φθόνο και μανία κατά της Αγίας. Και τί σκέφτηκαν, και τί έπραξαν; Πράγμα αληθώς πονηρό· και μεστό δόλου και δηλητηρίου· και άξιο του παγκάκιστου διαβόλου, που βάζει στο νου των ανθρώπων τέτοια πράγματα. Λοιπόν, συγκεντρώθηκαν όλοι τους και, αφού κατέστρωσαν τρόπον τινά καθέδρα διεφθαρμένων και φθοροποιών, έκαναν λόγο μεταξύ τους για το πρόβλημα που τους προέκυψε, λέγοντας: «Η παρθένος αυτή είναι ιέρεια της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος -έτσι νόμιζαν από τη μεγάλη τους ανοησία- και επιθυμεί πά¬ρα πολύ να διατηρεί την παρθενία της άφθορη και αμόλυντη. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει άλλο αίτιο της οικείωσής της προς τη θεά, παρά μόνο το προτέρημα της αγνείας, το προτέ-ρημα τούτο να της το καταστρέψουμε. Και να πως: αφού πά¬ρουμε για τον σκοπό αυτό μερικούς άνδρες και νεαρούς, αισχρούς και ακόλαστους, και διεγείρουμε τις ορμές τους με πολύ κρασί και προσφορά χρυσού, να τους εξαπολύσουμε εναντίον της». Έτσι σκέφτηκαν, έτσι έπραξαν. Επέλεξαν δη¬λαδή κάποιους ακόλαστους και βδελυρούς νέους και τους εξαπέστειλαν εναντίον της παρθένου, για να αγωνιστούν τον αισχρό αγώνα· και το χειρότερο, έχοντας αυτοί οι ανόσιοι άνδρες την κακία τους μισθωμένη και δεχθεί ήδη στα χέρια τους, για τη νίκη, την αμοιβή για το κακούργημα.
Λοιπόν, οι αναίσχυντοι εκείνοι άνδρες πήγαν στο σπήλαιο και χτύπησαν τη θύρα. Η Αγία δε (η οποία βεβαίως γνώριζε διά της θείας Χάριτος τον λόγο της αφίξεως εκεί αυτών των πονηρών και βδελυρών ανδρών) άνοιξε τη θύρα και τους είπε: «Παιδιά μου, τί θέλετε;». Έτσι, γλυκά και ήρεμα τους μίλησε. Ήθελε δηλαδή με την κοσμιότητα του ήθους και με την απλότητα των λόγων να κάμψει και να καταισχύνει την αναίσχυντη και θρασύτατη ορμή τους. Εκείνοι δε αμέσως τη ρώτησαν: «Ποιά είναι εδώ που ονομάζεται Θέκλα;». Και η μακάρια αυτή γυναίκα είπε: «Και τί λόγος υπάρχει σ’ εσάς να την αναζητείτε; Εγώ είμαι». Αμέσως δε εκείνοι, δείχνοντας ότι ήταν ίδιοι με αυτούς που ο λάρυγγάς τους είναι τάφος ανοιχτός, ξεστόμισαν αναιδώς ωσάν από πηγή βρόμικη βρόμικο νερό τον λόγο: «Τί άλλο; παρά να κοιμηθούμε μ’ αυτήν. Και όντως, για το σκοπό αυτό ήρθαμε». Η Θέκλα όμως, ω της αγίας εκείνης και ψυχής και φωνής!, είπε: «Εγώ είμαι γριά, πλην όμως δούλη του Κυρίου μας Ιησού Χρι¬στού· και αν αποπειραθείτε να πράξετε σ’ εμένα κάτι το πονη¬ρό και αισχρό, δεν θα μπορέσετε να το κατορθώσετε». Αλλά οι κακοηθέστατοι εκείνοι άνδρες επέμεναν -και αυτό αποτελούσε επιβεβαίωση της κακότητάς τους-, λέγοντας στην Αγία: «Είναι αδύνατον να αποχωρήσουμε από εδώ, προτού πράξουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε». Και ενώ έλεγαν αυτά, έκα¬ναν απόπειρες και κρατούσαν τη Μάρτυρα σφιχτά. Εκείνη όμως, με ήρεμη όψη και ήπια λόγια, τους είπε: «Περιμένετε λίγο, παιδιά μου, και θα δείτε τη δόξα του Θεού». Και επειδή δεν είχε τι να κάνει, αφού την είχε πιάσει εκείνος ο αναίσχυντος συρφετός και την είχαν περικυκλώσει σκύλοι πολλοί (την είχαν πράγματι στα χέρια τους και ορμούσαν με μανία να τη βιάσουν), ύψωσε το βλέμμα της στον ουρανό και είπε: «Κύριε Παντοκράτορ, ο μόνος δυνατός και οικτίρμων, η ελπίδα των απελπισμένων, η βοήθεια των αβοήθητων, Εσύ που με διέσωσες από το πυρ και τα θηρία, από τον Θάμυρη και τον Αλέξανδρο και από το λάκκο, παρέχοντάς μου πα-ντού χείρα βοήθειας, και ευδόκησες διά του προσώπου μου να δοξαστεί το θειο όνομά Σου· και τώρα λοιπόν, Κύριε ο Θεός μου, γλίτωσέ με από τα χέρια αυτών των άνομων, και μην αφήσεις να βεβηλωθεί η παρθενία μου, την οποία αφιέρωσα σε Εσένα και στο όνομά Σου, Νυμφίε άμωμε, και Εσένα προσκυνώ τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα τώρα και στους αιώνες».
Και κλείνοντας την προσευχή της με το «Αμήν», κατήλθε σ’ αυτήν φωνή εξ ουρανού, λέγουσα: «Μη φοβάσαι, Θέκλα· είμαι μαζί σου, δούλη μου αληθινή. Σήκωσε λοιπόν τα μάτια σου και κοίταξε πως μια πέτρα έχει ανοιχτεί μπροστά σου. Αυτή για σένα θα είναι οίκος αιώνιος και σ’ αυτήν θα δεχθείς την ανάπαυσή σου». Και η Μάρτυς κοίταξε προσεκτικά και είδε μπροστά της πέτρα ανοιγμένη όσο χρειαζόταν να χωρέσει ένας άνθρωπος. Αμέσως δε η Αγία, κατά το παράγγελμα, διαφεύγοντας από τα χέρια των ακόλαστων εκείνων ανδρών, μπήκε μέσα στην πέτρα ενώ ταυτόχρονα ενώθηκαν τα δύο μέ¬ρη της πέτρας εκείνης και έγιναν ένα, έτσι που δεν διακρινόταν καμία αρμογή. Σ’ εκείνους δε τους βέβηλους άνδρες, μό¬λις είδαν αυτό το μεγάλο θαύμα, επακολούθησε απορία και έκπληξη. Και βέβαια αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε πλέον, αφού δεν είχαν στα χέρια τους τη Μάρτυρα. Και επει¬δή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, άρπαξαν το ωμοφόριο της Αγίας και, σχίζοντάς το, απόκοψαν από αυτό ένα κομμά¬τι. Τούτο όμως έγινε κατά θεία οικονομία, αφενός προς επιβεβαίωση του γενόμενου θαύματος και αφετέρου προς ευλογία και παραμυθία των μεταγενέστερων θεοσεβών και φιλόχριστων.
Η γενναία και πανένδοξη Θέκλα οδηγήθηκε στο μαρτύ¬ριο, όντας περίπου δεκαοκτώ ετών· στην οδοιπορία δε, στην άσκηση στο όρος και στον υπόλοιπο βίο της πέρασαν συνολι¬κά εβδομήντα δύο έτη. Επομένως η Πρωτομάρτυς εξεδήμησε προς Κύριον άγοντας ήδη το ενενηκοστό έτος της ηλικίας της.
Τέτοιο ήταν το τέλος της θαυμαστής Θέκλας· τέτοιος και ο επίγειος βίος της· τέτοιο και το μαρτύριό της για τον Χριστό. Είθε, λοιπόν, και εμείς να την έχουμε πάντοτε άγρυπνο φύλα¬κα των ψυχών μας, μεσίτρια ευάρεστη στον Θεό, βοήθεια γρήγορη και αποτελεσματική κατά τους κινδύνους. Και με τις πρεσβείες της είθε να τύχουμε των αιωνίων αγαθών εν Χρι¬στώ Ιησού τω Κυρίω ημών, στον Οποίο πρέπει η δόξα και το κράτος τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των Αγίων Αγάθης, Βαρβάρας, Ευφημίας, Θέκλας, Ιουλιανής, Σοφίας και των θυγατέρων αυτής, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 128-131. Μετάφραση Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου, Φιλολόγου-Λυκειάρχου)

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Η μοναχή που μιλουσε με τον άγγελο



site analysis


Δεκαπενταύγουστος: Μια Μοναχή, βρισκόταν σ΄ ένα μοναστήρι κι εσχόλαζε με νηστείες και αγρυπνίες. Καθημερινά βάδιζε από δύναμη σε δύναμη κι από δόξα σε δόξα, για να ετοιμάσει τον εαυτόν της για τα <<μεγάλα Ολύμπια>>.

Αγωνιζόταν στο καθημερινό μαρτύριο της συνείδησης, για να βάλει τις βάσεις για τον ουρανό, τη θεώση. Αγωνιζόταν σαν μανική εράστρια, να συναντήσει το Νυμφίο των καθαρών ψυχών, αφού περιφρόνησε όχι τον κόσμο, τον οποίον υπεραγαπούσε, αλλά τη <<λογική>> του, τις εμπαθείς σχέσεις. Επιθυμούσε να σωθεί και έτρεχε για να …χαθεί μέσα στη θεία ευσπλαχνία. Καθημερινά << διέθετο αναβάσεις εν τη καρδία>> της (Ψαλμ. 83,6).



Αυτή την αγία ψυχή βάλθηκε ο διάβολος να παραπλανήσει και να τη βγάλει από την οδό της ευθείας και του σωτηρίου. Έτσι, την εξαπάτησε πολλές φορές μετασχηματιζόμενος σε μορφή Αγγέλου. Παρουσιαζόταν στη μοναχή και συνομιλούσαν για διάφορα πράγματα. Σε κάθε ερώτηση της της απαντούσε και αυτό χαροποιούσε τη μοναχή.

Σε μία επίσκεψη της στον Πνευματικό, ο εξομολόγος ρώτησε τη μοναχή, πως περνούσε στην κατάσταση της Μοναδικής πολιτείας.

Αυτή είπε:
Καλά, με την ευχή σου, πάτερ άγιε.


Όταν ο Πνευματικός άκουσε αυτή την υπερήφανη απάντηση, λυπήθηκε και τη συμβούλεψε ως εξής:

Παιδί μου, ποτέ να μη λέγεις <<καλά>> αλλά και αν κάνεις όλες τις αρετές, πάντα να ταπεινώνεσαι και να λές πως είσαι αμαρτωλή, διότι στην αλήθεια όλοι είμαστε αμαρτωλοί.

Να ξέρεις, πάτερ, ότι αυτό το λόγο, διότι έρχεται από τους ουρανούς Άγγελος Κυρίου και με επισκέπτεται.

Ο Πνευματικός, ο οποίος ήταν διακριτικός και αφού έπαθε πολλά και έμαθε πολλά, θυμήθηκε το ρητό του Αποστόλου Παύλου που λέγει, ότι ο Άγγελος του σκότους μετασχηματίζεται και σε Άγγελο φωτός, της είπε:

Όταν έλθει πάλι ο Άγγελος να σε επισκεφθεί, πες του να σου δείξει την Υπεραγία Θεοτόκο. Όταν κάνει αυτό και παρουσιασθεί η Παναγία, να την προσκυνήσεις. Ύστερα, να προσευχηθείς στην Παναγία και αν παραμείνει μέχρι να τελειώσεις την προσευχή σου, να ξέρεις ότι είναι η Κυρία μας, αν δε εξαφανισθεί, μάθε ότι είναι δαιμονική φαντασία και σε απατά, για να σε ρίξει σε μεγάλη καταστροφή.

Όταν παρουσιάστηκε πάλι ο δαίμονας, είπε η μοναχή στο νομιζόμενο Άγγελο:

Σε παρακαλώ, Άγγελε του Θεού, δείξε μου την Παναγία, τη Μητέρα του Θεού, που έχω μεγάλη επιθυμία να Την ιδώ.

Είναι αρκετή η δική μου παρουσία, της είπε, διότι δεν είσαι άξια να ιδείς με τα σωματικά σου μάτια την Παντάνασσα.

Η μοναχή με περισσότερη επιμονή ζητούσε από το δαίμονα να της κάνει τη χάρη. Τότε της παρουσίασε στη φαντασία της μια ωραιότατη κοπέλα, σαν βασίλισσα, την οποία η μοναχή προσκύνησε, αφού είπε το χαιρετισμό του Αγγέλου: << Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σου…..>> . Την ίδια στιγμή η μέν διαβολική φαντασία, μόλις άκουσε εκείνα τα αρχαγγελικά λόγια, εξαφανίσθηκε ως καπνός και άνεμος, ο δε διάβολος χάθηκε και δεν παρουσιάσθηκε πιά στη μοναχή να την πλανά.

Η μοναχή έμεινε έντρομη και αρρώστησε. Ύστερα από πολύ καιρό, με πολλούς κόπους και προσπάθειες, επανήλθε στην πρώτη κατάσταση της.

Όταν, λοιπόν πέσουμε σε πειρασμό από το διάβολο ή από τους ανθρώπους ή ακόμα από τη σάρκα, δεν υπάρχει ωφελιμότερη θεραπεία, από το να ανακράζουμε τα σωτήρια ονόματα του Κυρίου Ιησού και της Παναγίας μας, τα γλυκύτερα από την αμβροσία και το νέκταρ.



Πηγή: ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (ΑΡΧΙΜ. ΘΕΟΦΎΛΑΚΤΟΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ) i-epikaira.blogspot.com



Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Η αγία οσιομάρτυς Σωσάννα



site analysis


IMG_2070 (1)
Η μνήμη της τελείται στις 19 Σεπτεμβρίου.
Λίθο πολύτιμο, ατίμητο μαργαριτάρι στο περιδέραιο της πίστεως, κρίκο χρυσό στην αλυσίδα των αγίων της Εκκλησίας μας αποτελεί η οσιομάρτυς Σωσάννα. Γυναίκα ανδρεία (Παροιμ. λα΄ 10), που απώθησε το ασθενές του φύλου της και με την ισχύ της θείας χάριτος, που » πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί «, ενεδύθη με ανδρικό φρόνημα, με την » πανοπλία του Θεού » (Εφεσ. στ΄ 11) και νικηφόρως διεξήγαγε τον αγώνα της στην ασκητική και αθλητική παλαίστρα.
Άνθος ευθαλέστατο, που προήλθε από δυσσεβή ρίζα, ανεβλάστησε η Σωσάννα από πατέρα Έλληνα ειδωλολάτρη και μητέρα Εβραία, τον Αρτέμιο και τη Μάρθα, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (286-305). Πατρίδα είχε την Παλαιστίνη. Σε νεαρή ηλικία αρνήθηκε την » ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες » (Τιτ. α΄ 12), προσέτρεξε στην πίστη του Χριστού, κατηχήθηκε και ομολόγησε μιά πίστη και «εν βάπτισμα» (Εφεσ. δ΄ 5) ενώπιον του πρεσβυτέρου Σιλβανού.
Με το θάνατο των γονέων της, η Σωσάννα ελευθερώνει τους δούλους της και υπακούοντας στο θεϊκό πρσταγμα «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς «(Ματθ. ιθ΄ 21) διανέμει την περιουσία της στους έχοντες ανάγκη και ακολουθεί το δρόμο της μοναδικής πολιτείας. Ενδύεται ανδρικά ενδύματα, «κείρεται την κεφαλή» και καταφεύγει σε ανδρικό κοινόβιο με το όνομα Ιωάννης. Στη Μάνδρα αυτή της περιοχής των Ιεροσολύμων, που αναδεικνύεται για τη Σωσάννα σχολείο αρετών, «απεκδύεται τον παλαιό άνθρωπο «(Κολοσ. γ΄ 9) και με συνεχείς αγώνες επιδιώκει την ηθική τελείωση και τη νήψη κατά την προτροπή του αποστόλου Πέτρου (Α΄ Πετρ. ε΄ 8). Αναδεικνύεται προϊστάμενος της Μάνδρας και η φήμη της ως Ιωάννου ξεπερνά τα στενά όρια του περιβάλλοντος της Μονής. Οι Άγγελοι χαίρονται στον ουρανό και οι δαίμονες φρίττουν βλέποντες την πνευματική προκοπή της Σωσάννης. Αυτοί βάζουν μιά προσκυνήτρια να συκοφαντήσει τη Σωσάννα, που θεωρούσε άνδρα, ότι προσπάθησε να την παρακινήσει στην αμαρτία. Η γενναία, όμως, δούλη του Χριστού δέχεται προθύμως το πικρό ποτήρι της συκοφαντίας. Πιστεύει ότι στο τέλος η αλήθεια θα λάμψει σαν τον ήλιο, όπως και έγινε.
Ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως που ήλθε για ανακρίσεις πρότεινε την καθαίρεση του Ιωάννου, που, όμως, αμυνόμενος ζήτησε δύο παρθένες διακόνους της Εκκλησίας, ενώπιον των οποίων απεκάλυψε την γυναικεία του φύση. Ο Επίσκοπος εκπληττόμενος, όχι μόνο απάλλαξε τον Ιωάννη – Σωσάννα από την κατηγορία, αλλά θαυμάζων το σθεναρό της φρόνημα τη χειροτονεί διάκονο της Εκκλησίας. Από τη θέση αυτή η Σωσάννα υπηρέτησε την Εκκλησία με πολύ ζήλο και απόλυτη αφοσίωση » τω πνεύματι ζέουσα τω Κυρίω δουλεύουσα» (Ρωμ. ιβ΄ 1). Έτσι έγινε δοχείο ουρανίων δωρεών και προικίσθηκε και με τη χάρη των θαυμάτων. Η καρδιά της, φωτιά που φλεγόταν από την αγάπη προς το Νυμφίο Χριστό ζητεί τώρα να ενωθεί όσο το δυνατό ενωρίτερα μαζί του. Επιθυμεί διακαώς το μαρτύριο.
Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έρχεται στην Ελευθερούπολη και προσφέρει θυσία στα αναίσθητα είδωλα, η Σωσάννα τα κρημνίζει με μόνη την προσευχή της και με παρρησία ομολογεί την «καλή ομολογία «(Α΄ Τιμοθ. στ΄ 12). Ο δρόμος του μαρτυρίου ανοίγεται τώρα μπροστά της. Τραχύς μα ωραίος θέλγει τη γενναία αθλήτρια. Της κόβουν τους μαστούς, αλλά με τη χάρη του Θεού, αυτοί ξαναγίνονται υγιείς. Και τότε το θαύμα παίρνει άλλες διαστάσεις. Το πλήθος των παρισταμένων μη μπορώντας να κατανοήσει το γενόμενο πιστεύει στο Θεό, δέχεται προθύμως το μαρτύριο και αποκεφαλίζεται. Συναριθμείται έτσι στο πλήθος των αθλητών της πίστεως.
Στο στόμα της μακαρίας Σωσάννης οι άνομοι δήμιοι ρίχνουν λειωμένο μόλυβδο, που της κατακαίει τα σπλάγχνα. Και πάλι, όμως, με τη χάρη του Θεού, μένει αβλαβής. Ντροπιάζονται οι ασεβείς από τα καταπληκτικά αυτά γεγονότα. Εθελοτυφλούν με το να απορρίπτουν την αλήθεια της αληθινής πίστεως. Επιμένουν να προτιμούν το σκοτάδι από το φως. Έτσι κτυπούν ανελέητα τη Σωσάννα και τέλος το βασανισμένο της σώμα το ρίχνουν στη φωτιά.
Από αυτήν η ψυχή της πολυάθλου μάρτυρος εξέρχεται στεναφηφόρος. Παίρνει τον κότινο της νίκης, » τον αμαράντινο της δόξης στέφανο » (Α΄ Πετρ. ε΄ 4) που της παραδίδει ο Κύριος καλώντας της κοντά του στην άληκτη μακαριότητα, στη βασιλεία των ουρανών. Εκεί η Σωσάννα απολαμβάνει τη θέα του κάλλους του ωραίου της Νυμφίου και τον παρακαλεί να καταστήσει και όλους εμάς άξιους μιμητές του ηρωϊκού της φρονήματος και της προς αυτόν αμετάθετης αγάπης και πίστεώς της.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Υμνογράφος

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη



AgiesSofiaAgapiPistiElpidaΤου Λάμπρου Κ. Σκόντζου στην Romfea.gr
Θεολόγου - Καθηγητού

Η οικογένεια αποτελεί πρώτιστη αξία για την χριστιανική μας πίστη, η οποία χαρακτηριζόταν στην αρχαία εποχή ως «κατ οίκον εκκλησία».
Μια από αυτές τις άγιες οικογένειες υπήρξε και αυτή της αγίας Σοφίας και των θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Έζησαν τον 2ο μ. Χ. αιώνα, όταν βασίλευε στη Ρώμη ο ειδωλολάτρης και έκφυλος αυτοκράτορας Αδριανός (117-138). Κατάγονταν από την Ιταλία.
Η Σοφία είχε ευγενή καταγωγή. Χήρεψε πολύ νέα, μένοντας με τις τρεις θυγατέρες της. Ζούσε ενάρετη και αγνή ζωή, μεγαλώνοντας τα τρία βλαστάρια της ως αληθινές Χριστιανές κόρες, διαφέροντας από τις κόρες των ειδωλολατρών, τις οποίες μεγάλωναν μέσα στην ακολασία, που υπαγόρευε η λατρεία των ανήθικων «θεών» τους.
Τους έδωσε, όχι τυχαία, τα ονόματα των τριών κορυφαίων χριστιανικών αρετών, που αναφέρει ο απόστολος Παύλος, «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη» (Α΄ Κορ.13,13).
Για κάποιο λόγο αναγκάστηκε να μεταβεί μαζί με τις κόρες της να ζήσει στη Ρώμη, στη μεγάλη πόλη, όπου κυριαρχούσε η πιο χυδαία μορφή της ειδωλολατρίας και άκμαζε η ακολασία, όπου συνέχιζαν να βιώνουν με ακρίβεια τη χριστιανική ζωή, χωρίς να τις αγγίζει η ηθική κατάπτωση των ειδωλολατρών.
Προσπαθούσαν δε να δείχνουν με το παράδειγμά τους τη νέα εν Χριστώ ζωή.
Οι ειδωλολάτρες όμως ρωμαίοι, οι οποίοι μισούσαν θανάσιμα τους Χριστιανούς τις κατάγγειλαν στις αρχές ότι δεν τιμούν τους «θεούς» της αυτοκρατορίας και δεν συμμετέχουν στην καθιερωμένη θυσία προς τιμήν του «θεού» αυτοκράτορα.
Αυτό άλλωστε σήμαινε για τους ρωμαϊκούς νόμους με έσχατη προδοσία και τιμωρούνταν με θάνατο, αν δεν άλλαζαν γνώμη.
Ο Αντίοχος, διοικητής της Ρώμης, ενημέρωσε τον Αδριανό, ότι η πατρικία Σοφία, μαζί με τις τρεις κόρες της είναι Χριστιανές.
Ο αυτοκράτορας διέταξε να τις συλλάβουν και να τις οδηγήσουν δέσμιες μπροστά του. Προσπάθησε με κολακείες να τις μεταπείσει να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στα είδωλα.
Κατόπιν τις ξεχώρισε, φυλάκισε χωριστά τη μητέρα από τις κόρες της, ώστε να μη μπορούν να ενθαρρύνονται μεταξύ τους. Όμως η Σοφία βρήκε τον τρόπο και επικοινώνησε με τις κόρες της, στις οποίες σύστησε εμμονή στην πίστη τους με κάθε τίμημα.
Εκείνες απάντησαν στη μητέρα τους ότι δεν πρόκειται να προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό, αψηφώντας ακόμα και τις απειλές των φρικτών μαρτυρίων και του θανάτου. Ας σημειωθεί πως η Πίστις ήταν δώδεκα χρονών, η Ελπίδα δέκα και η Αγάπη εννέα!
Ο δικαστής, με κολακείες και απειλές προσπαθούσε να μεταπείσει τις αγνές Χριστιανές κόρες να θυσιάσουν στα είδωλα. Αλλά εκείνες με ένα στόμα του απαντούσαν ότι ο Χριστός είναι ο Νυμφίος της ψυχής τους και πως δεν είχαν σκοπό να προδώσουν την αγάπη τους και την πίστη τους για Εκείνον.
Εκείνος, ενώ θαύμασε το ηρωικό φρόνημα των τριών ανήλικων κοριτσιών, γέμισε με οργή την ψυχή του. Αποφάσισε να τις χωρίσει, φυλακίζοντάς τες σε ξεχωριστά κελιά, ελπίζοντας πως θα μπορούσε ευκολότερα θα τους άλλαζε γνώμη.
Τότε ξεκίνησαν τα μαρτύρια. Άρχισαν από την Πίστη. Την οδήγησαν μπροστά του, παροτρύνοντάς την να θυσιάσει στη «θεά» Αρτέμιδα, όπως έκαναν οι παρθένες των ειδωλολατρών. Εκείνη αρνήθηκε και γι’ αυτό την παρέδωσε στους βασανιστές της.
Την έγδυσαν και την μαστίγωσαν μέχρι λιποθυμίας. Τις έκοψαν τα στήθη, αλλά αντί να τρέξει αίμα έτρεξε γάλα! Την ξάπλωσαν σε πυρακτωμένη σχάρα και ενώ το άγουρο σώμα της βασανιζόταν, εκείνη υμνούσε το Θεό.
Μετά την έριξαν σε πυρακτωμένο καζάνι με πίσσα, όμως διασώθηκε θαυματουργικά, προκαλώντας το θαυμασμό των δημίων της. Στο τέλος την αποκεφάλισαν.
Ύστερα έφεραν μπροστά του την Ελπίδα, την οποία προέτρεψε να θυσιάσει στην Αρτέμιδα. Εκείνη αρνήθηκε με θάρρος και στηλίτευσε την τακτική τους να της ζητούν να πράξει αντίθετα με την πίστη της. Την υπέβαλλαν στα μαρτύρια.
Αφού την έγδυσαν την μαστίγωσαν άγρια με βούνευρα. Μετά την έριξαν σε πυρακτωμένο καμίνι, όμως ο Θεός τη διέσωσε για να δείξει στους ειδωλολάτρες τη δύναμή Του.
Τη συνέχεια την κρέμασαν σε ξύλο και τις ξέσχιζαν τις παιδικές σάρκες της με σιδερένια νύχια και στη συνέχεια την έριξαν σε κοχλάζουσα πίσσα. Ο Θεός και πάλι τη διέσωσε προς καταισχύνη των βασανιστών της. Εκείνοι εξοργισμένοι της απέκοψαν το κεφάλι.
Κατόπιν ήρθε η σειρά της εννιάχρονης Αγάπης. Πίστευαν πως το μαρτύριο και ο θάνατος των αδελφών της θα ήταν αρκετό να κάμψει την παιδική της ψυχή και να θυσιάσει στην απαίσια «θεά».
Όμως και εκείνη ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό και αποζήτησε το μαρτύριο να πάει να συναντήσει τις άγιες και ηρωικές αδελφές της στον ουρανό.
Τότε οι δήμιοι την κρέμασαν και της τέντωσαν τα παιδικά της μέλη, ώστε έσπασαν οι αρθρώσεις των οστών της. Μετά την οδήγησαν και αυτή στο πυρακτωμένο καμίνι. Όταν έφτασαν εκεί η ηρωική κόρη πήδησε μόνη της στις θεριεμένες φλόγες. Αλλά έγινε και πάλι το θαύμα, οι φλόγες δεν την άγγιξαν!
Οι φλόγες μάλιστα έφυγαν από το καμίνι, πέφτοντας επάνω στους ειδωλολάτρες, κατακαίοντας πολλούς! Στο τέλος την αποκεφάλισαν και αυτή, ολοκληρώνοντας την τριπλή θυσία.
Η μητέρα τους Σοφία αφέθηκε να πλησιάσει τα ιερά λείψανα των ηρωικών θυγατέρων της. Τα αγκάλισε, τα καταφίλησε με δάκρυα, ευχαριστώντας το Θεό που τα άγια βλαστάρια της δεν πρόδωσαν το Χριστό και αξιώθηκε η ίδια να γίνει μητέρα Μαρτύρων.
Ύστερα τα μύρωσε και στη συνέχεια τα έθαψε με τιμές σε κοντινό μυστικό ναΐσκο. Ύστερα από τρεις ημέρες, και ενώ προσευχόταν πάνω από τους τάφους των Μαρτύρων θυγατέρων της, παρακαλούσε το Θεό να την πάρει από αυτό τον κόσμο και να την οδηγήσει κοντά στις κόρες της.
Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και ξεψύχησε την ίδια στιγμή. Η ιερή τους μνήμη εορτάζεται στις 17 Σεπτεμβρίου.

Αγία παρθενομάρτυς Σούννιβα και οι συν αυτή



site analysis

Η αγία Σούννιβα (Sunniva) μεγάλωσε στα δυτικά της ορθόδοξης χριστιανικής Ιρλανδίας γύρω στα μέσα του δέκατου αιώνα. Ήταν μια σοφή και συνετή πριγκίπισσα, κόρη ενός τοπικού βασιλιά. Όταν πέθανε ο πατέρας της, ανέλαβε τη διακυβέρνηση του λαού της. Επειδή ήταν μια όμορφη και δυναμική παρθένος, πολλοί επίδοξοι μνηστήρες ζητούσαν το χέρι της. Ένας από αυτούς, άγριος και ισχυρός Βίκινγκ, την απείλησε επανειλημμένα, ότι θα επιτεθεί και θα αφανίσει το λαό της αν δεν τον παντρευτεί. Τότε η Σούννιβα, για να σώσει το λαό της, αποφάσισε να φύγει από τον τόπο της και να εμπιστευτεί την τύχη της στην πρόνοια του Ιησού Χριστού.
Επειδή όμως η αγία αγαπήθηκε από το λαό, τόσο για τη φροντίδα της προς τους φτωχούς καταπιεσμένους, όσο και για την ευσέβεια και την αρετή της, πολλοί επέλεξαν να την ακολουθήσουν στην αυτοεξορία της. Όχι μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Όπως αναφέρουν λοιπόν τα αρχαία ιρλανδικά κείμενα, βγήκαν στην ανοιχτή θάλασσα μιμούμενοι την κιβωτό του Νώε, χωρίς κουπιά, πηδάλιο ή πανί και χωρίς όπλα, εναποθέτοντας πλήρως τη ζωή τους στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα στη θάλασσα, το πλοίο της (ίσως να μην ήταν μόνο ένα) οδηγήθηκε προς την κατεύθυνση της νορβηγικής ακτής. Αφήνοντας μερικούς σε άλλο τόπο, η αγία κατέληξε στο νησί Selja (5). Το νησί καλύπτεται εν μέρει με δάση, πλούσια σε γλυκό νερό, και η θάλασσα είναι γεμάτη ψάρια. Η Selja χρησίμευε επίσης ως βοσκότοπος για τα βοοειδή που ανήκουν σε γεωργούς στην ηπειρωτική χώρα. Εκεί η αγία και το πλήρωμά της εγκαταστάθηκαν σε σπηλιές και άρχισαν τη ζωή τους με βασική ενασχόληση το ψάρεμα. Η αγία δόξασε το Θεό και, για όσο διάστημα παρέμεινε εκεί, έζησε μια ασκητική ζωή. Καταγράφονται τα λόγια της σε χριστιανικά ιρλανδικά ποιήματα αυτής της περιόδου: «Είμαι ευτυχής που μπορώ να σταθώ στο στήθος του νησιού ... Μπορώ να δω τα υπέροχα σμήνη των πουλιών πάνω από την ανοιχτή θάλασσα, μπορώ να δω τις μαγευτικές φάλαινες, το μεγαλύτερο από όλα τα θαύματα... Και μπορώ να δοξάσω τον Κύριο που έχει εξουσία πάνω από όλα, τον ουρανό με τους αγγέλους του, τη γη και τον αέρα».
Οι αγρότες από την ηπειρωτική χώρα όμως ανησύχησαν όταν έμαθαν για τους αποίκους της Selja, φοβούμενοι ότι πρόκειται για ζωοκλέφτες. Οπλίστηκαν λοιπόν, με αρχηγό ένα σκληρό πολεμιστή, και τους επιτέθηκαν. Η αγία και οι άνθρωποί της είδαν τα πλοία να έρχονται και κατέφυγαν σε μια σπηλιά. Η είσοδος της σπηλιάς γκρεμίστηκε και παρέμειναν εγκλωβισμένοι σ’ αυτήν. Οι ντόπιοι, αφού τους αναζήτησαν μάταια, επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Τα χρόνια πέρασαν και διάφορα θαυμαστά σημεία, όπως μια παράξενη στήλη φωτός, μαρτυρούσαν ότι κάτι ιδιαίτερο κρύβεται κάτω από τα σωριασμένα βράχια. Και κάποια στιγμή, δυο επιφανείς Νορβηγοί ειδωλολάτρες, οδηγημένοι από το παράξενο φως, ερεύνησαν και ανακάλυψαν ένα ανθρώπινο κρανίο, που ευωδίαζε ένα άρωμα γλυκό σαν του μελιού. Το πήραν μαζί τους και επέστρεψαν στο Nidaros. Εκεί σχετίστηκαν με το βασιλιά Όλαφ Α΄ και αποδέχτηκαν με προθυμία την πρότασή του να βαπτιστούν χριστιανοί. Του ζήτησαν όμως να τους δώσει μια εξήγηση για το ευωδιαστό λείψανο. Ο βασιλιάς το είδε και, καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για το λείψανο ενός αγίου, έστειλε αποστολή και ερεύνησαν τον τόπο, όπου βρήκαν τα ιερά λείψανα.
Αμέσως η αγία Σούννιβα τιμήθηκε ως πρωτομάρτυρας της νορβηγικής γης και οικοδομήθηκε μια εκκλησία γι’ αυτήν στον τόπο του θανάτου της, που παρέμεινε ως μεγάλο προσκύνημα για αρκετούς αιώνες. Αργότερα ιδρύθηκε εκεί και βενεκδικτίνικο μοναστήρι, υπολείμματα του οποίου διατηρούνται ακόμη. Γύρω στο 1170 η ιστορία της αγίας καταγράφηκε στο λατινικό αγιογραφικό έργο Acta Sanctorum in Selia.
Κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών στο Μπέργκεν, το 1170-71 και το 1198, τα λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν εκεί, με αποτέλεσμα να σταματήσει η φωτιά. Η αγία τιμάται λοιπόν ως προστάτιδα του Μπέργκεν (Bergen, Bryggen) και ολόκληρης της δυτικής Νορβηγίας και το όνομά της έγινε βαφτιστικό όνομα για πολλά κορίτσια στη χώρα.

Η Αγία Μάρτυς Λουντμίλλα (ή Λουτμίλλα) η Βασίλισσα της Τσεχίας ( † 16 Σεπτεμβρίου 917)



site analysis




Όταν ο άγιος Μεθόδιος με τον αδελφό του άγιο Κύριλλο ξεκίνησαν από το Βυζάντιο νά μεταφέρουν το χριστιανισμό στους Σλάβους, ανάμεσα στους πρώτους πού δέκτηκαν το μήνυμα του Ευαγγελίου ήταν η πριγκίπισσα Λουντμίλλα (=Αγάπη) και ο σύζυγός της πρίγκιπας των Τσέχων Μποριβόης. Κατηχήθηκαν και δέκτηκαν την ορθόδοξη πίστη από τον ίδιο τον άγιο Μεθόδιο, το φωτιστή των Σλάβων.
Το πριγκιπικό ζεύγος εκοσμείτο με πολλές αρετές, αλλά ιδιαίτερα από μια θερμή πίστη κι ένα ένθεο ζήλο για μετάδοση της Ορθοδοξίας στους υπηκόους των. Με τη φροντίδα τους κτίστηκαν πολλοί ναοί σε ολόκληρη τη Τσεχία, και φρόντισαν νά τους στελεχώσουν με ευλαβείς κληρικούς.
Ο πρίγκιπας Μποριβόης απέθανε στα τριανταέξι του χρόνια, κι έτσι η Λουντμίλλα απέμεινε χήρα με τρία αγόρια και μια κόρη.
Η νεαρή χήρα υποτάχθηκε στό θέλημα του Θεού, εγκατέλειψε κάθε κοσμική δραστηριότητα, μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο Θεό.
Ο γυιός της Βρατισλάβ ανέβηκε στο θρόνο της Τσεχίας ¬και κυβέρνησε τη χώρα από τη θέση αυτή για 33 ολόκληρα χρόνια. Τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γυιός του Βενσεσλάς. Αυτόν τον είχε αναθρέφει η γιαγιά του Λουντμίλλα με ιδιαίτερη προσοχή, «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Καλλιέργησε στην ψυχή του η αγία γιαγιά του κάθε χριστιανική αρετή και τον προετοίμασε νά γίνει ο προστάτης της Ορθοδοξίας στη χώρα, συνεχιστής του έργου του παππού του πρίγκιπα Μποριβόη. Πράγματι ο Βενσεσλάς δικαίωσε τις προσδοκίες της γιαγιάς του, αναδείκτηκε πραγματικά ιεραπόστολος, γι΄ αυτό και η Εκκλησία τον κατέταξε στο αγιολόγιό της και τιμά την μνήμη του στις 28 Σεπτεμβρίου.
Όσο καλός και πράος ήταν ο Βενσεσλάς, τόσο σκληρή και κακιά ήταν η βασίλισσα σύζυγός του. Αυτή ζήλευε για την αγιότητά της και μισούσε θανάσιμα τη γιαγιά πλέον Λουντμίλλα. Αυτή, θέλοντας νά δώσει τόπο στην οργή και για νά μήν προκαλεί με την παρουσία της την νύμφη της, απομακρύνθηκε από το παλάτι και κατέφυγε στην πόλη Τσετίν. Όμως, η νύμφη της και βασίλισσα μή αντέχοντας νά ακούει νά μιλούν για την αγιότητα της Λουντμίλλας, έστειλε ανθρώπους της και αφού της πέρασαν σχοινί στο λαιμό, την στραγγάλισαν. Έτσι η αγία Λουντμίλλα έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου στις 16 Σεπτεμβρίου του έτους 917.
Τα λείψανα της βρίσκονται στο ναό του αγίου Γεωργίου στην Πράγα, αποτελούν πηγή απείρων θαυμάτων και δέχονται την ευλάβεια και την τιμή πλήθους πιστών.

Πηγή:
 Μηνιαία Έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου «Παρά Την Λίμνην», Περίοδος Β΄, Έτος Κ΄, Αρ. 9, Σεπτέμβριος 2010

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Την έριξαν στα θηρία ζωντανή και της ξέσχισαν το σώμα



site analysis
agia efimia
Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος στην Romfea.gr

Η Μεγαλομάρτυς Ευφημία, που εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου η μνήμη της, αποτελεί μια ακόμη τρανή απόδειξη ότι η χριστιανική ζωή είναι σταυρός, που οδηγεί στην ανάσταση.
Καθένας, που θέλει να είναι πραγματικός οπαδός του Χριστού, καλείται να βαδίσει στα ίχνη Εκείνου, του πρώτου Σταυροφόρου.
Όχι άλλος ο Αρχηγός και άλλος ο οπαδός. Όχι εκείνος μόνο παθήματα και εμείς μόνο ανέσεις.
Η Αγία Ευφημία βάδισε σταθερά στο δρόμο του Χριστού και του σταυρού. Δεν παρέκκλινε πουθενά!
Όταν διατάχθηκαν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, όπου γεννήθηκε και έζησε, να προσέλθουν σε γιορτή, προς τιμή του θεού Άρη, εκείνη και άλλοι, αρνήθηκαν να παραβρεθούν.
Τότε τη φώναξαν και προσπάθησαν να την πείσουν να αλλαξοπιστήσει. Τους δήλωσε απερίφραστα ότι θέλει να βαδίσει πιστά και σταθερά δίπλα στο Χριστό.
Εξοργίστηκαν από την απάντησή της και άρχισαν τα βασανιστήρια.
Μα φάνηκε πρόθυμη να βαστάζει γενναία και ηρωικά το σταυρό του Χριστού, που δεν τον έβλεπε ως σταυρό πόνου, αλλά ως σταυρό καθήκοντος.
Τελικά, την έριξαν ζωντανή στα θηρία, που την κατασπάραξαν, οδηγώντας την απευθείας στην αγιότητα.
Και έμεινε, με τη ζωή της και προπαντός με το θάνατό της, ως αιώνιο υπόδειγμα και αξιομίμητο πρότυπο.
Μέσα σ' ένα πλήθος παραπλανημένων, δεν δείλιασε και δεν απογοητεύτηκε, αλλά έδειξε σταθερή αφοσίωση στο Χριστό και θαρραλέα διακήρυξε την αγάπη της προς Αυτόν.
Να, λοιπόν, το αξιοθαύμαστο, το παρήγορο, το τόσο ενθαρρυντικό για όλους!
Ο πόνος, ο κόπος, το βάρος, η θυσία για το Χριστό, στεφανώνουν τον πιστό με άνθη.
Και είναι τα άνθη αυτά της αρετής τα άνθη, τα κρινολούλουδα της αγιοσύνης.
ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΜΟΝΑΧΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑΣ ΑΙΓΙΝΗΣ.



site analysis

. Είχε γυρίσει το κεφάλι προς τό παράθυρο και έβλεπε μακριά και έλεγε «Άγιε Διονύσιε, Άγιε Ιερόθεε, Άγιε... Άγιε...» και ξαφνικά φώναξε δυνατά: «Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ ημών». ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ.






Ή Μοναχή  Βασιλική Χατζηστεφάνου


 Η καταγωγή της ήταν από την Μικρά Ασία. Δεν είχε κανένα
στον κόσμο εκτός από την ηλικιωμένη μητέρα της. Συνδέθηκε πολύ νωρίς μέ την νεαρή Φωτεινή, την μετέπειτα Γερόντισσα Γλυκερία. Όταν μερικά χρόνια νεώτερη από εκείνη στην ηλικία. Ζούσαν μαζί στο δικό της προσφυγικό σπίτι στην Νίκαια.
Εργαζόταν νεωκόρος στούς Αγίους Αναργύρους και ζούσαν μέ τα χρήματα τού μισθού της.


Όσοι εκκλησιάζονταν στούς Αγίους Αναργύρους θαύμαζαν την μοναχή πού διακονούσε και προσευχόταν. Ήταν άνθρωπος, της θυσίας και της αγάπης. Πόσες ψυχές δεν ανακουφίστηκαν από τά στοργικά της λόγια, από την ελεημοσύνη της, από την συμπαράστασή της! Δυο φορές πρήσθηκε στην κατοχή γιατί προσέφερε τό λιγοστό συσσίτιό της στούς άλλους...
Είχε τό χάρισμα των δακρύων, όμως όταν μιλούσε ήταν γελαστή, ευχάριστη.
 Στην Γερόντισσα Γλυκερία έκανε υπακοή μέχρι το τέλος της ζωής της.
Έφυγε από τούς Αγίους Αναργύρους, όταν έγινε τό Μοναστήρι. Πόνεσε πού αποχωριζόταν την Εκκλησία και τους γνωστούς της. Πολύ περισσότερο δάκρυσαν εκείνοι πού την έχασαν από
κοντά τους.

Τον εαυτό της τον έβαζε πάντα στην άκρη. Γινόταν θυσία από τα μικρά, έως τα μεγάλα. Ακόμη και το όνομα τό μοναχικό πού πήρε δεν της άρεσε. Το πρότεινε για να ευχαριστήσει τον Γέροντα Ιερώνυμο πού της έκανε την κουρά διότι έτσι έλεγαν την μητέρα του.
Κόπιαζε ή ίδια για να ξεκουράσει
τούς άλλους. Ποτέ δεν έμεινε χωρίς εργασία. «Ό μοναχός δεν πρέπει, να μένει αργός» έλεγε συχνά.

Είχε φθάσει τά 65 χρόνια της όταν ένοιωσε ενοχλήσεις στην κοιλιά. Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Περίμενε να περάσουν οι άγιες ημέρες για να πάει στον γιατρό. Οι ιατρικές διαγνώσεις δεν έδειχναν κάτι ανησυχητικό. Δεν μπορούσε να φάει. Σιγά σιγά σταμάτησε το φαγητό. Αρχές Ιουλίου την έπιασε δυνατός πόνος. Σύστησαν στην Μονή κάποιον καθηγητή θρησκευόμενο, ειδικό για την περίπτωσή της. Νοσηλεύθηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο.

Ταλαιπωρήθηκε μέ τις εξετάσεις χωρίς να βρεθεί τί έχει. Αποφασίστηκε να την χειρουργήσουν. Θα ήταν μία ερευνητική επέμβαση. Στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε και οι Άγιοι Ανάργυροι πού τόσα χρόνια υπηρετούσε. βοήθησαν να αποφύγει αυτή την δοκιμασία. Είχε διάσπαρτο καρκίνο. Το σωληνάκι πού της είχαν στο στομάχι έδειχνε την δύσκολη κατάσταση πού βρισκόταν.

Της έδωσαν εξιτήριο. Ήταν στο τέλος της. Είχε προθεσμία ζωής μερικές μέρες. 'Όπως επιθυμούσε θα πέθαινε στο Μοναστήρι.
Μέσα σε σαράντα μέρες πού αρρώστησε, μια φορά πόνεσε και έφυγε για τον ουρανό.



 Άρχισε να βλέπει Αγγέλους, δαίμονες και έλεγε στις αδελφές: «Γίνεται Λειτουργία. Δεν ακούτε;» Μετά μασούσε.
«Τί τρώτε;» Την ρωτούσανε.
«Μα, Αντίδωρο», απαντούσε. Είχε ένα μήνα να φάει. Με τον όρο τρεφόταν...
’Έπαιρνε ανήσυχο ύφος και απαντούσε.
«Ψέματα. Είναι ψέματα. Από νεανικής ηλικίας». Και διάφορα άλλα. «Σε ποιόν μιλάτε;» την ρωτούσαν. Έχουν το χαρτί, μια τό δείχνουν, μια τό παίρνουν. Είναι ψέματα αυτά που γράφουν».
Ήταν αντιμέτωπη με τις αντίδικες δυνάμεις. ’Έπαιρνε το κομβοσχοίνι της και προσευχόταν έντονα...


Δύο μέρες έβλεπε διάφορα και τά έλεγε στις μοναχές. Πότε τις γνώριζε, πότε ζούσε μόνη της, με όσα έβλεπε...



Είχε μαθευτεί στα άλλα Μοναστήρια τού νησιού ότι ήταν βαρειά και έρχονταν να πάρουν την ευχή της. Αυτό ήταν μία συγκινητική και τιμητική εκδήλωση σε εκείνη πού είχε τον εαυτό της κάτω από όλους. "Ηλθε και ό Μητροπολίτης Ιερόθεος και της έκανε ευχέλαιο.
Ευλαβούνταν ιδιαίτερα τον Άγιο Νεκτάριο. Πήγαιναν όλες οι μοναχές στις αγρυπνίες, στην μνήμη του, για να έρθει να βοηθήσει την ώρα τού θανάτου. 


’Έτσι πίστευε και έλεγε στην αδελφότητα.
«Για να δούμε θα έρθει ό Άγιος;» απορούσαν οι αδελφές. Την τελευταία νύκτα ήταν δώδεκα ή ώρα, στις 10 Αύγουστου. Είχε γυρίσει το κεφάλι προς τό παράθυρο και έβλεπε μακριά και έλεγε «Άγιε Διονύσιε, Άγιε Ιερόθεε, Άγιε... Άγιε...» και ξαφνικά φώναξε δυνατά: «Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ ημών». Ήταν μία απάντηση στην δυσπιστία των αδελφών πού την περιποιούνταν. Μια μοναχή άναψε θυμιατό. «Βλέπει πράγματα πού εμείς αδυνατούμε να δούμε», βεβαίωσε ή μοναχή πού θύμιαζε...




Σε λίγο ή Μοναχή Βασιλική τραβήχτηκε στην άκρη τού κρεβατιού, στηρίχθηκε στα πλευρά της, μαρμάρωσε κυριολεκτικά και παρακολουθούσε από την πόρτα ως τό παράθυρο, τον ερχομό μιας παρουσίας πού την αλλοίωσε. Μετά από λίγα λεπτά πήρε την συνηθισμένη θέση της, τράβηξε τό σεντόνι μέχρι τό πρόσωπο, ήρεμη, ικανοποιημένη και ψιθύρισε «Ό Κύριος! Τώρα δεν έχουν τίποτα να πουν». Αναφέρθηκε στους δαίμονες πού την τρόμαζαν. Δεν ξαναμίλησε, δεν ξανακινήθηκε. ’Έμενε έτσι με άνοικτά μάτια, κάτι περίμενε. Τό απόγευμα στις 4 ή ώρα ήρθε ό Γέροντας της Μονής πατήρ Γεώργιος Κρητικός. «Έ, της φώναξε, τί κάνεις;» Τότε μίλησε, τον γνώρισε:


 «Ήρθε και ό πνευματικός!», είπε. ’Έξω από το κελί συγκεντρώθηκε ή αδελφότητα και έψαλλαν την παράκληση της Παναγίας. Στα μεγαλυνάρια, έγειρε τό κεφάλι και ή ψυχή της πέταξε σε Εκείνον πού πόθησε και διακόνησε, για να χαίρεται αιώνια.


Επειδή δεν είχε συγγενείς, έλεγε ότι όταν πεθάνω κανείς δεν θα έρθει στην κηδεία μου. Όμως ό Χριστός την τίμησε ιδιαίτερα. Ό Μητροπολίτης Ιερόθεος κάλεσε τό οικοτροφείο θηλέων που ήταν τότε στο νησί και τις κατασκηνώτριες. Ήρθαν οι μοναχές από τα άλλα μοναστήρια, πλήθη κόσμου και οι Ιερείς του τόπου. ’Έγινε τόσο μεγαλόπρεπη κηδεία που ή Γερόντισσα Γλυκερία κλαίγοντας έλεγε «Τι τελετή, τί τιμή γίνεται σήμερα για σένα παιδί μου»... Από την ενορία των Αγίων Αναργύρων πού διακονούσε έφθαναν κατά ομάδες τά πρόσωπα που είχε ευεργετήσει. Μία νέα πού θρήσκευε εντυπωσιάστηκε πολύ από την νεκρώσιμη ακολουθία και γενικά από την κηδεία της Γερόντισσας Βασιλικής που παρεκάλεσε ολόψυχα μέσα στον ναό «Θεέ μου, βοήθησε με να πεθάνω κι εγώ μοναχή». Μετά από μικρό χρονικό διάστημα πήγε μοναχή σε Μοναστήρι της Πελοποννήσου...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ