site analysis
Γράφει ο Γιώργος Φρυγανάκης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ με αφορμή την αυριανή (12 Μαΐου) Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας
«Δεν επρολάβαινε ο Θεός /όλους να μας φροντίζει
κι έτσι τη μάνα έκανε /που πάντα μας στηρίζει»
Η μάνα κατέχει εξέχουσα θέση στο μύθο και στη ιστορία, στη λαϊκή παράδοση και στην τέχνη, ειδικότερα στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση σε όλες της τις μορφές και όλες της τις εποχές. Και η ελληνική ποίηση και ειδικότερα η νεοελληνική, για να περιοριστούμε σ’ αυτή, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στην παροχή της εξαίρετης αυτής θέσης. Κάθε άλλο μάλιστα.
Σπεύδω να δηλώσω εξαρχής ότι έχω πλήρη επίγνωση της μερικής κάλυψης του τεράστιου αυτού θέματος και λόγω των πολλών πτυχών του, μια και η εικόνα της Μάνας είναι πολύμορφη, αλλά και λόγω της ποσότητας του ποιητικού υλικού, μια και δεν υπάρχει ποιητής που να μην εμπνεύστηκε από τη μητρική προσφορά και να μην κατέθεσε το δικό του ποιητικό πρόσφορο.
Ως προς το πρώτο θα δώσω έμφαση σε μερικά βασικά σημασιακά πεδία, ενώ ως προς το δεύτερο θα αναφερθώ σε ορισμένους ποιητές που καλύπτουν με τα αποσπάσματά τους τα πεδία αυτά. Και όλα αυτά πάνω σε ένα άξονα θεματολογικό και όχι χρονολογικό ούτε ειδολογικό. Η μίξη άλλωστε ομοθεματικών αποσπασμάτων από δημοτικά τραγούδια, παραδοσιακή και νεοτερική ποίηση, λαϊκά τραγούδια ή ακόμη και μαντινάδες, όπως και της νεοελληνικής κοινής γλώσσας με διαλέκτους της κατά κάποιο τρόπο αντανακλά την πολυμορφία της Μάνας
* * *
Έχοντας δώσει προεξαγγελτικά και προϊδεαστικά με τη δάνεια κρητική μαντινάδα το στίγμα μου, προχωρώ στην περιπλάνησή μου στον -άμεσα ή έμμεσα- υμνητικό/εγκωμιαστικό για την μάνα ποιητικό λόγο.
Ο Κωστής Παλαμάς χαρακτηρίζει τη μάνα του:
«γλύκα του κεχριμπαριού / και χάρη του μαγνήτη(…),
ομορφιά τ’ αυγερινού / και φως του αποσπερίτη.
…Μητέρα της ζωής / γεννήτρα και τεχνίτρα» ( «Τάφος» )
Για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη είναι η «άγκυρα» σωτηρίας του:
’Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ άποδαρμένη
μέσα στο πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσα αφρισμένη
Παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη. «Στην Μητέρα μου»
Ο Γεράσιμος Μαρκοράς αναφωνεί:
Μάνα! Δεν βρίσκεται λέξη καμία / να’ χει στον ήχο της τόση αρμονία.
Σαν ποιός να σ’ άκουσε με στήθος κρύο,/όνομα θείο; («Μάνα»)
Για το Γεώργιο Βιζυηνό είναι μοναδική παρηγοριά. Στην μπαλάντα του την αφιερωμένη «Στην αγιασμένη της μανούλας του αγκαλιά» λέει:
Για ευτυχία μπήκα, για ζωής χαρά,
κι εγώ σ’ αυτήν την Πλάση, καθώς άλλοι (…)
Κ ι αν ευτυχή κανένας δέν μ’ έκάλει
χαρά το είχα και το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μανούλας μου αγκαλιά.
Στα ίδια χνάρια αλλά με πιο… αγγελικά βήματα κινείται και ο Άγγελος Σικελιανός:
Ω μάνα μου, εφταπάρθενη / βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!(…)
Πάντα θα ’ρτω να χαϊδευτώ / στα γόνατά σου απ’ τ’ αχνό
της ευλογίας το χέρι, / να πω τον λόγο τον παλιό:
“Μάνα, φωτιά με βύζαξες / κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;”» («Της μάνας μου»)
Για το Γιώργο Θέμελη η μάνα είναι:
Ένας σκυφτός καθρέφτης, π’ αγρυπνεί,
Να μη ματώσει η όψη, να μη λερωθεί.
Μην το ματιάξει η θλίψη και χλωμιάσει. («Γενεαλογία του προσώπου»)
* * *
Ο Κ.Χ. Μύρης (Κώστας Γεωργουσόπουλος) στο ποίημά του «Μάνα» αναθυμάται την έγνοια και φροντίδα της μάνας για τα πάντα (Μελοποίηση: Γιάννης Μαρκόπουλος, τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης, 1972):
Κι όταν στην έρμη ρεματιά φυτρώνουν οι μικρές ελιές
κι όταν μαζεύαμε καρπό σε ερωτικά νυχτέρια
κι όταν πιθάρια πήλινα το σώμα τρώγαν του λαδιού,
μάνα καλή το ξέραμε πως φύλαγες το πιο καλό
στην πιο κρυφή και σκοτεινή βενέτικη κασέλα.
Λίγο για τα βαφτιστικά, λίγο για τα στερνά στερνά,
λίγο για την αβασκανιά και την κακή την ώρα.
Ο Νίκος Γκάτσος βάζει στο στόμα «Ενός ευαίσθητου ληστή», όπως είναι ο τίτλος ενός ποιήματός του, λόγια για τη μοναδικότητα της μάνας. (Μελοποίηση: Μάνος Χατζιδάκις. Μεταξύ των εκτελεστών και ο Πασχάλης Τερζής με τον τίτλο «Μανούλα μου», 1966)
Αν με πηγαίναν αύριο στην κρεμάλα
μανούλα μου μανούλα δόλια μάνα
ξέρω ποιανού το δάκρυ στάλα στάλα
θα ’πεφτε από τα μάτια τα μεγάλα
μανούλα μου μανούλα δόλια μάνα.
* * *
Συχνά ο ποιητής εγκωμιάζοντας τη μάνας οδηγείται στην υπερβολή:
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, σε μια στιγμή μεγάλης έμπνευσης και με ύφος διθυραμβικό γράφει μεταξύ άλλων:
Την πλάση αδειάστε! φέρνω τη μητέρα μου
κι ο θεός για λίγο απέξω ας περιμένει
την κούραση της να χωρέσει η μέρα μου.
Ανοίχτε! Ανοίχτε! Φερνω τη μητερα μου
μ’ όλο το σύμπαν του εαυτού μου αγκαλιασμένη.
Ο Τάσος Λειβαδίτης ονειρευόταν συχνά τη νεκρή μητέρα του… δίπλή:
Δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα
Λες κι η απέραντη πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μη χωρούσε τώρα μόνο σε ένα θάνατο. («Μητρότητα»)
Ο Οδυσσέας. Ελύτης κάνει ένα ποσοτικό υπολογισμό:
Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές,
και πάλι κάτι θα περισσέψει,
που να το ανακράξεις
σε στιγμή μεγάλου κινδύνου. («Εκ του πλησίον»)
* * *
Η απόσταση χρόνου συχνά απογυμνώνει «πρόσωπα και πράγματα» του παρελθόντος από τον απλό και ταπεινό τους χαρακτήρα και τα ντύνει με το μανδύα της εξιδανίκευσης. Έτσι, η Βικτώρια Θεοδώρου στο «Εγκώμιό» της θυμάται τον αγώνα που έκανε η μάνα της, δουλεύοντας ως επιστάτρια, να τη σπουδάσει και τη συμπαράστασή της όταν ήταν στη φυλακή και την τοποθετεί ισάξια δίπλα στους γενναίους και τους ήρωες:
Οι γενναίοι δοξαστήκανε κι οι ήρωες,
όσοι κρατήσαν τη Ζωή και φύλαξαν τo Δίκιο.
Τώρα περνάς εσύ με το δειλό περπάτημα,
το κουρασμένο,
και μπαίνει η Ταπεινότη σου στο Ηρώο.
Φόριε τα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι,
βάστα και το ταγάρι σου με το φαΐ της φυλακής
-με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουμε να μπεις
στης αιωνιότητας τη δόξα!
* * *
Το μεγαλείο της μάνας καθρεφτίζεται στο μέγεθος της μακροθυμίας της, της υπομονής και ανεκτικότητας απέναντι στα σφάλματα και ελαττώματα των παιδιών της, που καταλήγει πάντα στη συγχώρεση . Η μάνα δεν είναι δικαστής για να δικάζει. Είναι για να συμβουλεύει και να συγχωρεί το παιδί της όσο κι αν την πικραίνει. Το συγχωρεί ακόμα κι όταν την σκοτώνει!
Αυτό αποτυπώνεται δραματικά στη μπαλάντα του Άγγελου Βλάχου: «Η καρδιά της μάνας» (Για την ακρίβεια πρόκειται για τη μετάφραση του ποιήματος του Ζαν Ρισπέν, που φιλοτέχνησε ο Έλληνας ποιητής). Η καρδιά της μάνας, που μεταφέρει ο μοναχογιός και μητροκτόνος κατ’ απαίτηση της κοπέλας που τον μάγεψε, όταν αυτός σκοντάφτει και πέφτει, αντιδρά συγκλονιστικά:
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!
Στο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη «Η Μάνα», η μάνα μέσα στην ιερή αγανάκτησή της καταριέται το γιο της το Δήμο, που με χέρια «αφορεσμένα» τη δέρνει αλύπητα, να τον πάρει ο χάρος, μα όταν αυτός εμφανίζεται, ακολουθεί ο διάλογος:
– Κυρά, το Χάρο εφώναξες; / Εμένα λένε Χάρο.
Πού ’ναι τον, μάννα, πού ’ναι τον / το γυιο σου να τον πάρω;
-Παράκουσες, κυρ Χάροντα,/μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,/όχι για το παιδί μου!
Το θέμα της συγχωρητικότητας προβάλλεται και στο ποίημα του ίδιου ποιητή «Ο αποχαιρετισμός της μάνας», αλλά με μια εξαίρεση αυτή τη φορά:
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ’σαι…
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ’ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.
Εδώ προφανώς προβάλλεται το ηρωικό -πατριωτικό ιδεώδες της εποχής.
Την ίδια υπέρβαση του μητρικού ενστίκτου εντοπίζουμε και στο ποίημα του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού «Η Ελληνίδα μητέρα», που παραπέμπει στο «Ή ταν ή επί τας» τη αρχαίας Σπαρτιάτισσας μάνας:
-Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη (…)
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη!(…)
Πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει…
* * *
Ο πόνος για την αμείλικτη ροή του χρόνου και την επικείμενη απώλεια της μάνας μετασχηματίζεται σε αγωνία και εγκώμιο μαζί, αλλά και σε απέλπιδες προθέσεις.
Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) στο ποίημά της «Μανούλα» απευθυνόμενη προς τη μάνα της λέει:
Τρέμω, μανούλα! Τ’ άρρωστό σου βήμα
μέρα τη μέρα πιο βαρύ αγρικιέται.
της αγιασμένης σου ζωής το νήμα
ωιμένανε! αρχίζει και μετριέται!
Αχ! Να σε κρύψω θέλω από τη Μοίρα!
Ο Τάκης Δόξας στο ποίημά του «Η άρρωστη Μητέρα», της εκφράζει την ευγνωμοσύνη του αλλά και τη λαχτάρα να μπορούσε μέσα από την αντιπροσφορά του να της φέρει τη γιατρειά της.
Κοιμήσου, πόσο θα ’θελα / στις άρρωστες στιγμές σου,
απ’ όσο μου ’δωσες χυμό / ξανά να σου γυρίσω
το φως, το πνεύμα, τη φωνή, / και κάθε τι δικό σου,
να δω στα χείλη σου τ’ αχνά / το γέλιο πάλι να αρχινά
γλυκά να σε φωτίζει….
Η Κική Δημουλά στο ποίημά της «Βιογραφικός πίνακας» με πίκρα ανακαλεί στη μνήμη της την εικόνα της άρρωστης και άσημης μάνας της που σημάδεψε τη ζωή της:
Σ’ αυτό το μπαλκόνι / σ’ αυτό το χαμόγελό
τ’ απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο / εκθέτει.
Ο χρόνος το συνέγραψε / χωρίς έξαρση
από τη νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας / κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.
* * *
Η μάνα προβάλλεται και μέσα από τα συναισθήματα που προκαλεί η απώλειά της ως ανεπούλωτη τραυματική εμπειρία του παρελθόντος που, κουβαλάει κανείς στο παρόν ως μνησιπήμονα μνήμη (:«μνήμη που πονά», για να θυμηθούμε το Σοφοκλή).
Αυτό εκφράζεται έντονα στο ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη, «Αφιέρωσις»:
Μάνα μου! Έζης κι όλος μου χρυσός ήταν ο βίος.
Απέθανες, σκοτείνιασεν, έγινε μαύρος, κρύος(…)
Τι με ωφελούν τόσ’ αγαθά του κόσμου,
όταν με λείπει η στοργή κι η μητρική καρδιά!…
Επίσης στο ποίημα «Τραγούδι της μητέρας» του Γεωργίου Δροσίνη:
Εκεί που τώρα εσύ κοιμάσαι αξύπνητη
τα γόνατά μου σέρνω αποσταμένα,
να κοιμηθώ κοντά σου: Ετέλειωσε
το παραμύθι της ζωής για μένα.
Συχνά, το αίσθημα της απώλειας είναι τόσο βασανιστικό, που αντανακλάται στα πράγματα ή συνδέεται με το τοπίο, όπως στο ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα «Δάκρυα πραγμάτων»:
Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσε
από την ομορφιά σου τη θλιμμένη.
Στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σαν μόσκου μυρωδιά κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει (…)
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο ποίημα του με τίτλο «Δάκρυα» απευθυνόμενος στη νεκρή μητέρα του, αναπολεί το «παραδεισένιο» σπίτι τους και καταλήγει:
Δεν είναι τίποτα στο σπίτι, Μάνα μου,
να μη Σε φέρνει ολάκερη στη σκέψη,
και μήτε τίποτα στη ζωή μου, Μάνα μου,
που να μη το ’χεις κάπως σημαδέψει.(…)
Κι όχι τα μέρη εκείνα, μόνο, Μάνα μου,
κάτι, για μένα, έχουν του Παραδείσου,
μα ως και τον ίδιο τον εαυτό μου, Μάνα μου,
τον αγαπώ, γιατί ήτανε παιδί Σου…
(Φαίνεται όμως ότι κάποτε το ξέχασε αυτό και αυτοκτόνησε)
* * *
Το εγκώμιο της μάνας γίνεται και μέσα από την έλλειψή της στις δύσκολες στιγμές μας και προπαντός τις στερνές.
Η Μαρία Πολυδούρη στο «Μητέρα μου» θρηνολογεί:
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνει
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει…
Αχ, πώς μου λείπεις σε μια τέτοιαν ώρα…
Ο μεταπολεμικός ποιητής Άρης Αλεξάνδρου μέσα από τη φυλακή απευθύνεται στη νεκρή μητέρα του με το ποίημά του «Με τι μάτια τώρα πια» (Μελοποίηση: Μιχάλης Γρηγορίου, τραγούδι: Σάκης Μπουλάς και Αφροδίτη Μάνου, 1997)
Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από (το) φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί, έλειπα κι εγώ στην εξορία(…)
Όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να ’ρθεις και να μ’ αγγίξεις μέσ’ από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που ’χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής!
* * *
Ο αποχωρισμός, όμως, και της μάνας από το παιδί της είναι πληγή που δεν κλείνει. Το φαρμάκι της ξενιτιάς λογιζόταν χωρίς φάρμακο, καθώς δεν υπήρχαν οι σημερινοί τρόποι επικοινωνίας: «Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», κατά το δημοτικό τραγούδι.
Σπαραχτικά τα λόγια της μάνας (συνήθως Ηπειρώτισσας) του δημοτικού τραγουδιού προς το ξενιτεμένο παιδί της:
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, μάτια μου, τι να σου προβοδήσω;(…)
Να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι;
Το δάκρυ μου είναι καφτερό και καίει το μαντήλι.
Συγκινητική και η προσπάθεια της μάνας, σε άλλο δημοτικό, να αποτρέψει έστω και την τελευταία στιγμή τον ξενιτεμό του γιου της:
Με πόνους βάνει το νερό, με δάκρυα τ’ αλεύρι
και με τους αναστεναγμούς φωτιά βάνει στο φούρνο.
– Φούρνε μ’, μην κάψεις το ψωμί, στην ώρα μην το βγάλεις,
για να περάσει ο κερατζής1, να μείν’ ο γιος μου πίσω»
(1. ο αγωγιάτης. Συνήθως για μεγάλες αποστάσεις)
Ο πόνος και η έγνοια της μάνας για το ξενιτεμένο παιδί της καθρεφτίζεται στα λόγια της μάνας του ναυτικού σε μια… ασύρματη επικοινωνία στο ποίημα της Μελισσάνθης (ψευδώνυμο της Ήβης Κούγια-Σκανδαλάκη) «Η μπαλάντα της μάνας»:
– Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή;
Που απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει:
«Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι
νάνι, κανένας μη μου το ξυπνάει
γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί».
* * *
Εκεί που ξεχειλίζει η μητρική οδύνη και φτάνει στο απόγειό της είναι στο θάνατο του παιδιού.
Στα μοιρολόγια ξεχύνεται ολάκερος ο ψυχικός πόνος της μάνας:
Εσύ, παιδί μου, κίνησες να πας στον κάτω κόσμο,
κι αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;
Πονάει και θρηνεί η μάνα περισσότερο από κάθε άλλον, όπως λέει και το δημοτικό τραγούδι.
Αν δε φουσκώσει η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει.
Αν δε σε κλάψει η μάνα σου, ο κόσμος δε δακρύζει.
Η Μυρτιώτισσα στο ποίημα «Στο γιο μου» απευθύνεται στο γιό της (το διάσημο ηθοποιό της εποχής Γιώργο Παππά, που απεβίωσε δέκα χρόνια πριν από αυτήν.):
Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στη καρδιά μου.
Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να ’ρχεται βαριά και να με ζώνει…
Ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης στο ποίημά του «Τουρκική εισβολή – ο αγνοούμενος 21» αναφέρεται στην τραγική μάνα που μοναδική συντροφιά της έχει τη την απολιθωμένη χρονικά σε μια φωτογραφία μορφή του αγνοουμένου γιου της. Μια μορφή απρόσβλητη από το δικό της πόνο, αλλά που εισβάλλει σαν μαχαίρι στην καρδιά της μάνας, που βιώνει το αβίωτο δράμα της παρατεταμένης αβεβαιότητας:
Αυτή τη γελαστή φωτογραφία / με το στραβό σκουφί
και τη χρωματιστή γραβάτα
που ’χει καρφιτσωμένη στο στήθος της η μάνα του
δε θα την έβγανε εκείνος, βέβαια, / αν ήξερε πως μια μέρα
το γέλιο του και το στραβό σκουφί / κι η χρωματιστή γραβάτα
θα κάρφωναν πιο βαθιά το μαχαίρι στην καρδιά της.
Η τραγικότητα της μάνας προβάλλεται και μέσα από την τραγική ειρωνεία του ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη «Δέησις»:
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος , για να ’ρθουμε στην εποχή μας, στο ποίημά του «Η μάνα» (Μελοποίηση: Νίκος Αντύπας. Πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου, 1994) βάζει στο στόμα της μάνας που έχασε το παιδί της τα λόγια:
Δεν είμαι πια γυναίκα, γιε μου, / είμαι ένα δέντρο που ξερίζωσαν,
είμαι ένα βογκητό του ανέμου / μέσα στη νύχτα του χιονιά.
Όπου γυρνάω, για σένα μιλώ, / Μάη μου παιδί μου,
ήλιε μου εσύ, μοναξιά μου χρυσή, / ψίχα απ’ την ψυχή μου,/
χαρά που έχασα.
* * *
Ο πόνος της μάνας για την απώλεια των παιδιών της φτάνει μέχρι και την παραφροσύνη, όπως αποτυπώνεται στο κλέφτικο «Τραγούδι του Γυφτάκη»:
Άρα το τι να γένηκεν, η μάνα του Γυφτάκη,
που έχασε τα δυο παιδιά, τον αδερφό της τρία,
και τώρα παλαβώθηκε και περπατεί και κλαίει;
Η σύζευξη πένθους και παραλογισμού επαναλαμβάνεται συχνά στην ποίηση, όπως στο ποίημα του Διονύσιου Σολωμόύ «Η τρελή μάνα» ή το κοιμητήριο»:
Δύο αδέλφια δύστυχα κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον ύπνο θανάτου
κι έχασε η μάνα τους τα λογικά.
* * *
Ανοίγω παρένθεση εδώ για να αναφερθώ σε ένα δημοτικό τραγούδι με τον τίτλο «Πέρδικα» (Μελοποίηση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου με τον τίτλο: « Μια μάνα που ’χε ένα γιο». Τραγούδι: α) Μελίνα Κανά β) Γιάννης Χαρούλης), όπου μια μάνα «λωλοπαρμένη» πήγαινε να ρίξει το παιδί της στο ρέμα. γεγονός αφύσικο, που προκάλεσε την επέμβαση της Φύσης, η οποία με τη μορφή μιας πέρδικας τη συνεφέρνει (λέγοντάς της ότι η ίδια έχει να θρέψει δεκαοκτώ πουλιά), αλλά και κερδίζει την ευγνωμοσύνη της:
Και στην ποδιά της το ’βαλε, /στο σπίτι της πηγαίνει
το έβαλε στην κούνια του, /το τραγουδά και λέει:
-Γιε μου σαν γίνεις κυνηγός, /σαν γίνεις παλικάρι,
σαν ανταμώσεις πέρδικα, /να μην τήνε σκοτώσεις.
Η πέρδικα είναι η μάνα σου κι εγώ η μητριά σου.
Και με την ευκαιρία, να θυμηθούμε ότι ακόμη και η μάνα του Χάρου παρεμβαίνει προσωπικά στο άχαρο έργο του γιου της, παρακαλώντας τον να μην κουρσέψει μάνες με παιδιά:
-Ακούστε τι διαλάλησε του Πικροχάρου η μάνα:
-«Πώ ’χουν παιδιά ας τα κρύψουνε, παιδιά κι ας τα φυλάξουν
τι ο Χάρος συγυρίζεται, για να ’βγει να κουρσέψει»
Εκείνος όμως παραμένει αμετάπειστος, σκληρός και αδυσώπητος.
* * *
Ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημά του «Η μάνα του Χριστού» παρουσιάζει ακόμη και τη Μεγάλη Μάνα Παναγία να «παραλογίζεται», έστω και προσωρινά, μες στο μεγάλο της πόνο:
Α! πώς είχα σα μάνα κι᾿ εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι᾿ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ᾿ άλλα σου αδέλφια να σ᾿ είχα γεννήσει
κι᾿ από δόξες αλάργα κι᾿ αλάργα από μίση! …
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι᾿ ακόμα
σα ρωτήσανε: «Ποιος ὁ Χριστός;» τι ’πες «Νά με!»
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ᾿ έμαθ᾿ ακόμα!
Η ίδια αυτή «υπολογιστική» στάση (ή αλλιώς η υπερίσχυση του μητρικού ενστίκτου) χαρακτηρίζει και τη μάνα του Βασίλη του κλέφτικου τραγουδιού:
-Βασίλη μ’, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης
και ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες.
– Εγώ μάνα δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλλι των γερόντων
Θα πάρω το ντουφέκι μου, θα ζώσω το σπαθί μου
και θα ’βγω δίπλα τα βουνά να πάω να βρω τους κλέφτες…
Η παράκληση της μάνας δείχνει την αγωνία της μάνας για το γιο της, για τον οποίο προτιμά τη σίγουρη ζωή του σκλάβου από τη ριψοκίνδυνη ζωή του κλέφτη. Ο ίδιος όμως αποφασίζει να βγει κλέφτης στα βουνά προκρίνοντας το αγώνα της εθνικής αποκατάστασης και της κοινωνικής δικαιοσύνης)
* * *
Αντίθετα αλλά όχι αντιφατικά κινείται ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο ποίημά του «Μάνα και Γιος» (Γυναίκες της Πίνδου), που γράφτηκε κατά την πρώτη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και είναι μείγμα ρεαλισμού και σουρεαλισμού:
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της(…)
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν(…)
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.
(Γράφτηκε κατά την πρώτη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940)
Το ποίημα αυτό παραπέμπει αναδρομικά στο δημοτικό Του Κίτσου η μάνα, που λαχταρά να πάει στα κλέφτικα λημέρια να δει το γιο της και τα βάζει με τα στοιχεία της φύσης που δεν της το επιτρέπουν.
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν, στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
– Ποτάμι, ολιγόστεψε, ποτάμι, στρέψ’ οπίσω,
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια…
* * *
Η αναμόχλευση του παρελθόντος προσδίδει ακόμη και στις πιο απλές καθημερινές στιγμές της συνύπαρξης του παιδιού με τη μάνα του μια μοναδικότητα.
Με τρυφερότητα και νοσταλγία ανακαλεί στη μνήμη του ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημά του [Η μητέρα μου] (απόσπασμα από το «Ορέστης, Τέταρτη διάσταση») την εικόνα της μάνας του σε συγκεκριμένες τέτοιες στιγμές, όπως
«όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση
της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ’βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη…»
Θα κλείσω την ενότητα με ένα απόσπασμα από το διαλεκτικό ποίημα «Ας είχε ν-έζιες Μάνα μου» ενός από τους πρωτομάστορες της κρητικής μας ποίησης, του Μιχάλη Καύκαλά, για τους «κοινούς τόπους» που ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη εκείνων που αύριο θα γιορτάσουν τη νοερά παρούσα Μητέρα τους.
Ας είχε ν-έζιες, Μάνα μου, κι είντα καλό στο γ-κόσμο,
να σ’ ανεμίζω ζωντανή και έγνοια γλυκιά να σ’ έχω.(…)
Να μπαινοβγώ στο σπίτι μας, να ιδώ νοικοκεράτα
και να φραθώ τσι μυρωδιές κανέλας και βαρσάμου,
μόσκους από τα φούλια σου και τα γαρέφαλά σου
και να γευτώ τσι κόπους σου, χίλια καλολοείδια.
Να θέσω στα σεντόνια σου απούναι σα ν-τα χιόνια
ολάσπρα και εφτακάθαρα, διπλομπουγαδιασμένα,
στο μαξελάρι, Μάνα μου, το ψιλοκεντημένο,
στο στρώμα με τα πούπουλα τ’ αναφουφουδωμένο,
να νιώσω σα ν-τον άρχοντα, τον ύπνο να χορτάσω.
Να γνώσω να σ’ ασκιάζομαι να μπαίνεις και να βγαίνεις,
κι ωσά ν-το γ-κάτη να πατείς στσι μύτες τω μ-ποδιώ σου
να ιδείς αν έμετάπνισα κι αν είμαι ξυπνημένος.
* * *
Όπως έχει γίνει αντιληπτό, τα περισσότερα ποιήματα και τραγούδια που αναφέρονται στη μάνα, είναι απότοκα μιας νοσταλγικής αναμόχλευσης του παρελθόντος, που κάποτε συνοδεύεται και με αισθήματα ενοχής. Μια σοβαρή σύσταση σχετικά μ τη στάση μας απέναντι στη μάνα όταν βρίσκεται εν ζωή περιέχεται στο νεοποντιακό τραγούδι «Η μάνα εν κρύο νερόν» (Στίχοι-Μουσική: Γιάννης Βλασταριάδης. Τραγούδι Ν. Παυλίδης, 1914).
Όταν γερά η μάνα και άλλο κε μπορεί
α τότε θελ’ βοήθειαν, α τότε θελ ζωήν
Κι όταν θα έρτε η ώρα και άλλο κι θα ζει
αμάν και φτας το χρέωσις, θα καίεται η ψυς…
(Μετάφραση: Όταν γερνάει η μάνα και άλλο δεν μπορεί, /τότε θέλει βοήθεια, τότε θέλει ζωή. /Και όταν θα ’ρθει η ώρα και πλέον δε θα ζει, /αν δεν κάνεις το χρέος σου, θα καίγεται η ψυχή σου).
* * *
Θα μου προκαλούσε αυτοδίκαια ενοχές το να έβλεπα στην ποιητική αυτή περιπλάνησή μου μόνο τις φυσικές μανάδες, τις «μανάδες της κοιλιάς» παραβλέποντας τις … υπερφυσικές «μανάδες της καρδιάς».
Στον «Ερωτόκριτο», το σημαντικότατο αυτό ερωτικό ποιητικό μυθιστόρημα που σηματοδοτεί την αυγή της νεοελληνικής λογοτεχνίας (και που το έτος που διανύουμε είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν), ό ρόλος της Νένας (παραμάνας) Φροσύνης είναι πολύ πιο σημαντικός από αυτόν της φυσικής μητέρας της Αρετούσας. Την αγαπά και της συμπαραστέκεται άνευ όρων μέχρι τέλους και υφίσταται την κοινή τιμωρία της φυλάκισης.
Eυρίσκετο, ταχιά κι αργά, πάντα στη συντροφιά τση,
κείνη οπού την εβύζασε, Φροσύνη τ’ όνομά τση.
Eτούτη χρόνους και καιρούς ήτονε στο Παλάτι·
τη Pηγοπούλα εβύζασ, κι ως Mάνα την εκράτει·
στη βλέπησή της ετουνής την είχασι δοσμένη,
γιατ’ ήτονε άξα, φρόνιμη, περίσσα τιμημένη. (Α, 429-434)Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κορνάρος Αρετούσας, στο στόμα της μάνας της Αρετούσας μόνο τέσσερις στίχους από τις χιλιάδες του ποιήματος.
* * *
Φτάνοντας στο τέλος, θα ήθελα για λόγους συναισθηματικούς και αξιοκρατικούς να θυμίσω μια στροφή ενός από τα δεκάδες τραγούδια που ερμήνευσε ο κυριότερος ερμηνευτής των τραγουδιών για τη μάνα, που δεν είναι άλλος από το Στέλιο Καζαντζίδη («Μάνα γλυκειά», 1963. Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης. Συνθέτης: Θόδωρος Δερβενιώτης)
Ούτε η δόξα, ούτε η φτώχεια, ούτε τα πλούτη
ούτε ο Χάρος, ούτ’ η αρρώστια κι η ξενιτιά
ούτε ο ήλιος και το φεγγάρι στην πλάση ετούτηδε θα με κάνουν να σε ξεχάσω, μάνα γλυκιά.
Ως κατακλείδα άφησα μια πολύ επίκαιρη μαντινάδα:
Στη μάνα αφιερώνουμε μία ημέρα μόνο
που αξίζει να γιορτάζεται ολόκληρο το χρόνο.