Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ



site analysis









Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως. Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον».




Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση. Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές.



Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα». Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.




Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο. Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς. Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ᾀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή.




Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον». Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχὴ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της. Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα της ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα».




Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον». Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.




Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τους μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.




Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν. Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα –τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες– καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό.




Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι». Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της.




Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δυὸ γονατιστοὶ «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον». Ἐπειδὴ ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα. Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.




Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει. Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία.




Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου. Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.




Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει. Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολὰς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι».




Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει. Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.




Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλόπιανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε.




«Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας. Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἡμῶν». Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων». Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πῶς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση.




Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο της σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.

Πηγή: www.imaik.gr

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.


ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ: Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
       Η περίοδος του Τριωδίου και ιδιαίτερα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι για την Αγία μας Εκκλησία η ιερότερη χρονική διάρκεια του ενιαυτού. Είναι το νοητό στάδιο όπου ο κάθε πιστός καλείται να δώσει τον προσωπικό του αγώνα για την ψυχοσωματική του κάθαρση από τους ρίπους της αμαρτίας. Να βιώσει την ορθόδοξη πνευματικότητα, η οποία ταυτίζεται με την ανάκτηση της αυθεντικής του φύσεως, από τη φθορά και την αμαρτία, «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.4,13). Η προπαρασκευή μας για τον εορτασμό του Πάσχα είναι ταυτόσημη με την πνευματική μας προαγωγή και ωρίμανση, ώστε να καταστούμε «σύμμορφοι της εικόνος του Υιού (του Θεού)» (Ρωμ.8,29).   Ολόκληρο το πνευματικό κλίμα, οι ιερές ακολουθίες, τα τιμώμενα πρόσωπα και οι μνήμες γεγονότων είναι ένα συνεχές και κραυγαλέο κάλεσμα να έρθουμε «εις εαυτόν» (Λουκ.15,17).
     Την ιερή αυτή περίοδο προβάλλονται ιδιαιτέρως ορισμένα ιερά πρόσωπα της Εκκλησίας μας, τα οποία διέπρεψαν στην αρετή, ως ζωντανά παραδείγματα για τους πιστούς. Ένα τέτοιο από αυτά τα ιερά πρόσωπα είναι και η αγία Μαρία την Αιγυπτία, η οποία κατέστη συνώνυμη με τη συντριβή και τη μετάνοια και που τιμάται την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών.

Προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως λαμπρό παράδειγμα μεταστροφής αμαρτωλού ανθρώπου, αφού με την αποφασιστική της μετάνοια και τον πνευματικό της αγώνα έφτασε σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Προβάλλεται ως πρότυπο στους πιστούς για να καταλάβουν ότι το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι τόσο η αμαρτία, όσο μεγάλη και αν είναι, αλλά η εμμονή στην αμαρτία, η αμετανοησία, την οποία η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος (Μάρκ.3,29)!        
      Το ιερό συναξάρι της αναφέρει πως έζησε τον 6ο μ.Χ αιώνα. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια  της Αιγύπτου και ασκούσε το επαίσχυντο επάγγελμα της πορνείας από τα δώδεκα κιόλας χρόνια της. Ήταν δε τόσο πωρωμένη στην αμαρτία ώστε ο επαγγελματισμός είχε δευτερεύουσα σημασία. Ασκούσε την πορνεία κυρίως για ηδονιστική απόλαυση, σε τέτοια ηθική κατάπτωση είχε περιέλθει!
      Αναζητούσε συνεχώς πορνικούς πελάτες στα μεγάλα λιμάνια και τις πολυπληθείς πόλεις. Κάποτε πληροφορήθηκε πως στην Ιερουσαλήμ συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Σκέφτηκε πως αν μετέβαινε εκεί θα έβρισκε πελάτες. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει στην Παλαιστίνη. Βρήκε κάποιο πλοίο, πλήρωσε το ναύλο με το κορμί της και έφτασε στην Ιερουσαλήμ και οδηγήθηκε στον πανίερο ναό της Αναστάσεως. Επιχείρησε να εισέλθει στον ιερό αυτό χώρο, μήπως και έβρισκε εκεί εραστές. Μέχρι εκεί είχε φτάσει ο πορνικός της παραλογισμός.
       Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στο ναό. Όσο και αν προσπαθούσε δε μπορούσε να μπει. Τέσσερις φορές απωθήθηκε μυστηριωδώς. Απόρησε και άρχισε για πρώτη φορά στη ζωή της να προβληματίζεται. Μια μυστική φωνή ακούστηκε στην ψυχή της, η οποία ξύπνησε τη ναρκωμένη από την αμαρτία συνείδησή της. Κατάλαβε πως αυτό που επιχειρούσε ήταν φρικτή ιεροσυλία και ανείπωτη ασέβεια. Προσπαθούσε να βεβηλώσει τον άγιο τόπο, που σταυρώθηκε, τάφηκε και ανέστη ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Καυτά δάκρυα μετάνοιας άρχισαν να κυλούν από τα λάγνα μάτια της.  Είναι ολοφάνερο πως εκεί την οδήγησε η θεία πρόνοια να σωθεί, διότι η ψυχή της, παρ’ όλη την πώρωσή της, ήταν δεκτική στη μετάνοια και τη σωτηρία. Εν ριπή οφθαλμού άλλαξε γνώμη. Ήθελε να εισέλθει στο ναό, όχι πια να συναντήσει πορνικούς εραστές, αλλά για να συναντήσει το Νυμφίο της ταλαίπωρης και βασανισμένης ψυχής της, το Σωτήρα Χριστό. Παρακαλούσε να παραμερισθεί το αόρατο εμπόδιο και να μπει, να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Έτσι και έγινε. Ο Θεός της επέτρεψε να μπει και να προσκυνήσει.
      Αυτή ήταν μια νέα αφετηρία για τη ζωή της. Έφυγε ευθείς για την έρημο της Ιουδαίας. Πέταξε τα προκλητικά πολυτελή ενδύματα και ντύθηκε τραχύ ασκητικό σάκο. Απαρνήθηκε τις απολαύσεις της ζωής και ακολούθησε το βίο της άσκησης. Κατόρθωσε να ανέλθει σε ύψη αγιότητας. Το πρώην αμαρτωλό σαρκίο της έγινε πλέον θεοφόρο σκήνωμα, κατοικητήριο του Θεού.
         Ο διάβολος μεταχειρίζεται μύριους τρόπους να παρασύρει και να κρατήσει τους αμαρτωλούς στην αμαρτία. Ο πιο ύπουλος τρόπος και η πιο δόλια παγίδα είναι η μη συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας από τους «πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» (Λουκ. 18, 9).  Ο πονηρός προκαλεί πνευματική αφασία στον αμαρτωλό, ώστε να μην έχει τη συναίσθηση της αμαρτίας και κατά συνέπεια να μην αισθάνεται την ανάγκη της μετάνοιας. Εκτός από τα φτηνά δέλεαρ του κόσμου για να μας παρασύρει στην αμαρτία, μεταχειρίζεται και τον δοκιμασμένο τρόπο της απογοήτευσης, υποβάλλοντας στον αμαρτωλό ότι η αμαρτία του είναι τόσο μεγάλη που δεν παίρνει μετάνοια. Η Εκκλησία μας όμως διατρανώνει το κάλεσμά Της σε κάθε άνθρωπο, με το στόμα του ιερού Χρυσοστόμου, πως «Όσον σπινθήρ προς πέλαγος, τοσούτον κακία προς την του Θεού φιλανθρωπίαν» ( Ε.Π. Migne 49, 336-337).
        Η μετάνοια αποτελεί κορυφαίο κεφάλαιο της χριστιανικής μας πίστεως, διότι μέσα στην Εκκλησία έχει  τη δυνατότητα ο πιστός να μετανοήσει και να επανέρθει στην «κατά φύσιν» ζωή του. Αποτελεί κατά τους Πατέρες τη διαρκή ανανέωση του χαρίσματος, που λαμβάνει ο νεοφώτιστος κατά το άγιο Βάπτισμα, να ανήκει ψυχοσωματικά στο μυστικό σώμα του Χριστού και να έχει τη δυνατότητα της σωτηρίας δια του Χριστού. Είναι η θεία διαδικασία η οποία μεταμορφώνει οντολογικά τον άνθρωπο σε νέα ύπαρξη.
        Αναφέρονται άπειρα παραδείγματα από την ιστορία της Εκκλησίας μας όπου άνθρωποι απόλυτα αμαρτωλοί, μεταφέροντας στο είναι τους φρικτά εγκλήματα και βορβόρους ηθικών παρεκτροπών, μεταβλήθηκαν σε  χαρισματικές και αγίες προσωπικότητες, προκαλώντας συχνά τα ειρωνικά σχόλια των εκτός της Εκκλησίας επικροτών Της. Όμως αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο, να ανασέρνει από τους δυσώδεις βόθρους της αμαρτίας πεσόντα ανθρώπινα πρόσωπα, να τα καθαρίζει από τους ψυχοσωματικούς των ρίπους και να τα καθιστά φωτεινές προσωπικότητες, αντάξιες της αξίας τους ως εικόνες του Θεού!  Αυτό είναι το άφθαστο μεγαλείο της ειλικρινούς μετάνοιας. Αυτή είναι η αήττητη δύναμη, η οποία απορρέει από την προσωπική συντριβή και τη μεταστροφή και η οποία εξυψώνει τον άνθρωπο στη σφαίρα της θεώσεως. 
     Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως οι κρουνοί του θείου ελέους και της φιλανθρωπίας είναι ακένωτοι. Φτάνει να πάρουμε τη μεγάλη και συνάμα σωτήρια απόφαση να ανορθωθούμε από το βρώμικο δεσμωτήριο της αμαρτίας, όπου βρισκόμαστε δεμένοι, επειδή το θέλουμε εμείς! Το κλειδί των χειροπεδών μας το κρατάμε εμείς, όπως κρατάμε και το κλειδί της Βασιλείας του Θεού, που είναι η μετάνοιά μας! Ο μετανοών ληστής, ο πρώτος ένοικος του Παραδείσου, μπήκε σ’ αυτόν, «βαλών κλείδα το μνήσθητί μου»!  Η άγια Μαρία η Αιγυπτία είναι ζωντανό παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας, η οποία δείχνει το δρόμο της μεταμέλειας σε κάθε πιστό. Αποδεικνύει περίτρανα πως ο κάθε άνθρωπος, όσο αμαρτωλός και αν είναι, είναι καλεσμένος για σωτηρία, φτάνει να μετανοήσει ειλικρινά. Αυτό είναι το μεγαλείο και η ειδοποιός διαφορά του Χριστιανισμού από τα άλλα θρησκεύματα. Γι’ αυτό και η σεπτή και αγία μορφή της αγίας Μαρίας προβάλλεται και τιμάται αυτή την κατ’ εξοχήν  περίοδο της μετάνοιας από την Εκκλησία μας. 

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Ύμνος στην οσία Μαρία την Αιγυπτία του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς



site analysis

 


Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, 
υπόδειγμα μετανοίας.

Εορτάζει την 1η Απριλίου 
και την Ε' Κυριακή των Νηστειών

Τον βίο της θαυμαστής όσιας έγραψε 
ο άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης 
Ιεροσολύμων (560 -11 Μαρτίου 638 μ.Χ.)

Κάποτε, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ένας ιερομόναχος, ο Γέρων Ζωσιμάς, αποσύρθηκε μέσα στην έρημο πέραν του Ιορδάνου. Οδοιπορούσε επί είκοσι ημέρες, χωρίς να δει ψυχή, όταν, ξαφνικά, μια ανθρώπινη φιγούρα με ζαρωμένο γυμνό σώμα και κατάλευκα σαν χιόνι μαλλιά πέρασε φευγαλέα από μπροστά του κι έγινε άφαντη. Ο Γέροντας έτρεχε ξοπίσω της για αρκετή ώρα, μέχρι που η φιγούρα στάθηκε σε ένα ρυάκι και τον κάλεσε με το όνομά του: «Αββά Ζωσιμά», του είπε, «συγχώρεσέ με χάριν του Κυρίου· δεν μπορώ να εμφανιστώ σε σένα, διότι είμαι μια γυναίκα γυμνή».

Ο Ζωσιμάς της πέταξε το εξώρασό του κι εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και εμφανίστηκε μπροστά του. Στο άκουσμα του ονόματός του, από το στόμα της άγνωστης γυναίκας, ο Γέροντας φοβήθηκε. Ύστερα από παρατεταμένη επιμονή του, η γυναίκα διηγήθηκε την ιστορία της.

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών άρχισε να ζει ακόλαστο βίο στην Αλεξάνδρεια επί δεκαεπτά χρόνια ακολουθούσε διεστραμμένο τρόπο ζωής. Η Μαρία, οιστρηλατημένη απ’ το σαρκικό πάθος της πορνείας, ακολούθησε κάποιους νέους και επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τα Ιεροσόλυμα. Φθάνοντας στην Αγία Πόλη, θέλησε να επισκεφθεί την εκκλησία για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στον Ναό της Αναστάσεως. Έντρομη, τότε, στήλωσε το βλέμμα της στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στον νάρθηκα και προσευχήθηκε θερμά να της επιτραπεί να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό, ομολογώντας την αμαρτωλότητά της και εμπιστευό­μενη τα βήματά της στην Πανάχραντο Θεοτόκο.

Τότε πράγματι, της επετράπη η είσοδος μέσα στην εκκλησία. Αφού προσκύνησε τον Σταυρό, επέστρεψε στον νάρθηκα γονάτισε μπροστά στην εικόνα και ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο. Την ίδια στιγμή άκουσε μια φωνή να της λέει: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη, θα βρεις την αληθινή ειρήνη!». Η Μαρία βγήκε και, αφού αγόρασε τρία καρβέλια ψωμί, ξεκίνησε για τον Ιορδάνη ποταμό.

Την επομένη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και πέρασε τον Ιορδάνη πόταμο. Παρέμεινε σαράντα οκτώ χρόνια στην έρημο ολομόναχη, υπομένοντας αγόγγυστα πολλές δοκιμασίες, με ακρότατη άσκηση, «πυκτεύουσα», παλεύοντας με τα άλογα πάθη της και τους εμπαθείς λογισμούς σαν με άγρια θηρία. Τρεφόταν μόνο με αγριόχορτα.

Αφού τελείωσε την αφήγησή της, στάθηκε όρθια σε στάση προσευχής· τότε ο Ζωσιμάς την είδε να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Η Μαρία τον παρακάλεσε να έλθει ξανά τον επόμενο χρόνο να της φέρει τη Θεία Ευχαριστία· εκεί, στις όχθες του Ιορδάνη, θα ερχόταν να τον συναντήσει για να κοινωνήσει.

ο άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης ΙεροσολύμωνΠράγματι, ένα χρόνο αργότερα, ο αββάς Ζωσιμάς κατέφθασε με τη Θεία Κοινωνία στις όχθες του Ιορδάνη· ήταν ήδη βράδυ. Έμεινε να αναρωτιέται πώς εκείνη θα διέσχιζε τον Ιορδάνη ποταμό; Τότε, μέσα στο φεγγαρόφωτο διέκρινε τη μορφή της να πλησιάζει το ποτάμι, να κάνει το σημείο του Σταυρού επάνω του και κατόπιν να βαδίζει επάνω στο νερό σαν να ήταν ξηρά! Αφού την κοινώνησε, η οσία τον παρακάλεσε να ξανάρθει μετά από ένα χρόνο στην ίδια εκείνη πηγή όπου συναντήθηκαν την πρώτη φορά.

Ο καιρός πέρασε, ο αββάς επέστρεψε σ’ εκείνο το σημείο και ανακάλυψε εκεί το άψυχο σώμα της. Πάνω απ’ το κεφάλι της ήταν γραμμένο στην άμμο:
«Αββά Ζωσιμά, θάψε εδώ το σώμα της ταπεινής Μαρίας, απόδος χουν εις χουν. Απεβίωσα την 1η Απριλίου, το ίδιο βράδυ του σωτηρίου μαρτυρίου του Χριστού, αφού κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων». 
Από την επιγραφή αυτή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ο Ζωσιμάς το όνομα της οσίας και ερμήνευσε το άλλο φοβερό θαύμα που είχε συντελεστεί: το γεγονός ότι τον προηγούμενο χρόνο, όταν της μετέδωσε τη Θεία Κοινωνία, εκείνη είχε φθάσει μέσα σε λίγες ώρες το ίδιο βράδυ στο σημείο συνάντησής τους, ενώ εκείνος πεζοπορούσε είκοσι ημέρες για να μεταβεί εκεί. Ο άγιος Ζωσιμάς* έθαψε το σώμα της μεγάλης αυτής οσίας, της Μαρίας της Αιγύπτιας. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του, διηγήθηκε όλο τον βίο της και τα θαύματα στα οποία ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς.

Έτσι δοξάζει ο Κύριός μας τους μετανοημένους αμαρτωλούς. Η οσία Μαρία μνημονεύεται επίσης την Ε' Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Εκκλησία την έχει ως υπόδειγμα μετανοίας για τους πιστούς, τις ημέρες αυτές της αγίας Νηστείας. Αναπαύθηκε περί το έτος 530 μ.Χ..

Ύμνος στην οσία Μαρία την Αιγυπτία

Η Μαρία, πρότυπο μετανοίας και αυτομεμψίας, 
έκρυβε τον εαυτό της από το πρόσωπο των ανθρώπων:

Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή, τη σκοτισμένη από τα πάθη!
Θεριά είναι τα πάθη, κατασπαράξουν την καρδιά μας· 
έρποντας σαν φίδια φωλιάζουν μέσα μας.

Οίμοι, εμέ την αμαρτωλή,
την καταποθείσα από τα πάθη!

Εκουσίως έπαθες, Χριστέ μου,
για να σώσεις τους αμαρτωλούς. 
Μη βδελύξεις εμέ την ακάθαρτη!

Εισάκουσε την κραυγή της Μαρίας, Κύριε,
της πιο αχρείας αμαρτωλής!

Ο Κύριος έδειξε την ευσπλαχνία Του. 
θεράπευσε τη Μαρία· τη σκοτισμένη ψυχή της 
Εκείνος σαν χιόνι τη λευκανε. 
Ευχαριστώ Σε Πανάγαθε, παμπόθητε Κύριε!

Συ κατελάμπρυνες ένα σκεύος ακάθαρτο.
με χρυσάφι το κατακόσμησες·

Συ το υπερχείλισες με την Χάρη Σου.
Ιδού το έλεος το αληθινό!
Σοι δόξα πρέπει. Κύριε!

Η Μαρία διέλαμψε διά του Πνεύματος 
περισωσμένη δύναμιν, ως άγγελος Θεού. 
χάρις στη Δύναμή Σου, Χριστέ, 
χάρις στο Έλεός Σου. Πάναγνε!

Τί είναι αυτή η ευωδία που απλώνεται στη φοβερή έρημο,
σαν πυρίπνου θυμίαμα σε μυροδοχείο;

Η Μαρία ευωδιάζει, η αγιότητα της μυροβλύζει!

Απόσπασμα από το βιβλίο του 
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, 
«Πρόλογος της Αχρίδος» 
Απρίλιος, εκδόσεις Ἀθως. 
ΠΗΓΗ- Αέναη επΑνάσταση

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Τη ΚΖ΄ (27η) Μαρτίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΜΑΤΡΩΝΗΣ της εν Θεσσαλονίκη.



site analysis

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ PDF ΔΩΡΕΑΝ Λήψη

Ματρώνα η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήτο υπηρέτρια Εβραίας τινός, Παντίλλης ονομαζομένης, η οποία ήτο σύζυγος του τότε αρχιστρατήγου της πόλεως Θεσσαλονίκης. Όταν δε η κυρία της μετέβαινεν εις την Συναγωγήν των Εβραίων, ηκολούθει μεν αυτήν και η Ματρώνα, δεν εισήρχετο όμως εν τη Συναγωγή, αλλ’ επιστρέφουσα μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών. Επειδή δε αντελήφθη τούτο η κυρία της, έδειρε ταύτην την μακαρίαν ανηλεώς και την έκλεισεν εις την φυλακήν.
Εξαγαγούσα μετά ταύτα αυτήν και μη δυναμένη και πάλιν να μεταπείση αυτήν, την έδειρεν εκ νέου και είτα την έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Εκεί δε διανύσασα ημέρας πολλάς, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Λέγεται δε, ότι το άγιον αυτής Λείψανον ενεταφιάσθη εντίμως· η δε κυρία της Παντίλλα ωλίσθησεν εις εν τείχος και έπεσε κάτω εις εν υπολήνιον, ήτοι εις το κοινώς λεγόμενον πατητήρι, εις το οποίον χύνεται το γλεύκος και εκεί κατέστρεψε την ζωήν λαβούσα κατά το παρόν την αξίαν καταδίκην παρά Θεού.

* Όλου του κόσμου τα παιδιά και τελευταία τα δικά μου!


 site analysis

Είναι εύκολο να ξερριζωθείς από το σπίτι σου, από τη βολή σου, με γυναίκα και τρία κουτσούβελα και να πας σ’ έναν ξένο τόπο για ένα χρόνο (τουλάχιστον!) άγνωστος μεταξύ αγνώστων; 

Ας είναι καλά το Υπουργείο Παιδείας που εκπονεί -για εμάς χωρίς εμάς!- το «πρόγραμμα» Γνωρίζω την Ελλάδα για αναπληρωτές και ωρομίσθιους καθηγητές. Τη μια χρονιά βρίσκεσαι στη Θηρασιά. Εσείς την έχετε ματακούσει; Ούτε κι εγώ μέχρι που πήγα εκεί για να μαζέψω μόρια, μόνος, εντελώς μόνος κι η γυναίκα μου στην Αθήνα έγκυος στο τρίτο παιδί. 

Τη δεύτερη χρονιά σε καλύτερη θέση, στη Σίφνο. Δε λέω, πέρασα πολύ ωραία, αλλά με τεράστιο τίμημα: την οικονομική αιμορραγία από το πήγαινε – έλα κάθε δυο βδομάδες. Κι η γυναίκα μου πάλι μόνη της με τρία πλέον παιδιά.

Την τρίτη χρονιά μού έκατσε το Τζόκερ των αναπληρωτών: για πρώτη φορά διορίστηκα σε στεριά. Τώρα θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι μαζί. Με απόσπαση 
-λόγω συνυπηρέτησης- η γυναίκα μου που ήταν δημόσιος υπάλληλος, κι από κοντά και τα παιδιά. Η χαρά μου μετριάστηκε όταν με τοποθέτησαν στα «άγια χώματα»: όποιος, λέει, άκουγε το όνομα της περιοχής έκανε το σταυρό του.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι -έχοντας μεγάλη χρονική απόσταση, που με κάνει να βλέπω πιο καθαρά όλα όσα έζησα εκεί- μπορώ να πω σχεδόν με βεβαιότητα ότι δεν ζούσα κάτι διαφορετικό από ό,τι έζησα σε άλλες επαρχίες. Παντού η κλειστή κοινωνία με τα καλά και τ’ άσχημά της. Μακριά από το καλό και ταυτόχρονα μακριά από το κακό.

Με τους συναδέλφους και το υπόλοιπο προσωπικό του σχολείου δεν είχα πολλά – πολλά. Ούτε ήθελα, μα ήταν κι ανώφελο να χτίζεις μια φιλία με deadline. Απέφευγα να παίρνω μέρος σε συζητήσεις που γίνονταν στο γραφείο την ώρα των διαλειμμάτων. Παράλληλοι μονόλογοι, που ο καθένας προσπαθούσε να μεταβάλλει τους άλλους σε ακροατήριο. Ιδιαίτερα όταν ερχόταν η συζήτηση για θέματα που απαιτούσαν βαθιά γνώση κι όχι επιπόλαιη αντιμετώπιση καφενειακού τύπου, τότε προτιμούσα να μη μιλώ καθόλου. Έφευγα διακριτικά από το γραφείο ή έκανα πως ήμουν απασχολημένος με κάτι. Γενικά δεν είμαι των αντιπαραθέσεων, είμαι low profile όπως λένε οι μαθητές. Τώρα, μετά από χρόνια αναρωτιέμαι πού σταματούσε η σύνεση και πού ξεκινούσε η δειλία μου στο να αντιμετωπίσω ιδεοληψίες και βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις για πράγματα που αγγίζουν κοσμοθεωρίες και θρησκευτικά πιστεύω. Φοβάμαι πως δεν θα βρω την απάντηση...

Έκανα εξαίρεση και μίλησα για πρώτη φορά όταν συζητήσαμε στο μεγάλο διάλειμμα για το πώς θα γιορτάζαμε την 25η Μαρτίου, αν θα πηγαίναμε τα παιδιά για εκκλησιασμό και διάφορα άλλα. Τότε λοιπόν, πήρα το λόγο εντελώς αυθόρμητα. Δεν τους είπα τσιτάτα ούτε χιλιοειπωμένα συνθήματα. Μίλησα απλά, για το πώς το αισθάνομαι και πώς σκέφτομαι, χωρίς να «κουνάω το δάχτυλο» σε κανέναν. Παραξενεύτηκα όταν κανείς δεν αντέδρασε, τουλάχιστον φανερά. Η απόφαση που πάρθηκε με -όχι απλά πλειοψηφία, αλλά ομόφωνα- δεν με ικανοποίησε μόνο, με ενθουσίασε.

Την άλλη μέρα στο διάλειμμα με πλησίασε σχεδόν συνωμοτικά, η Μαριάνθη, η καθαρίστρια του σχολείου μας. «Κυρ Σωτήρη, να σου πω! Ποιο από τα δύο βιβλιαράκια διαβάζουνε τώρα στους Χαιρετισμούς;» Και πάλι συνωμοτικά, έβγαλε από μια σακούλα το βιβλιαράκι του Ακαθίστου Ύμνου κι ένα βιβλιαράκι με την Παράκληση. «Όλο τα μπερδεύω» συνέχισε ντροπαλά. 


«Κι εγώ τα μπέρδευα» της είπα ενθαρρυντικά και της έδειξα το βιβλιαράκι με τον Ακάθιστο Ύμνο. «Δεν λένε από λίγο κάθε φορά, ε; Βάλε μου σημάδι τι θα πούνε τώρα στους πρώτους Χαιρετισμούς» είπε χωρίς να πάρει αναπνοή η Μαριάνθη. Της έβαλα ένα συνδετήρα στην Α΄ στάση κι άλλον έναν στο τέλος της Δ΄ στάσης για να ξέρει τι θα πει ο ψάλτης μετά.

Με τη Μαριάνθη ένιωθα πιο κοντά από όσο με τους συναδέλφους μου. Όχι γιατί μια ζωή είμαι πάντα «με την ομάδα που χάνει», μια ζωή κόντρα στις ταξικότητες και στη διανοητική νομενκλατούρα. Αλλά να, γιατί αυτή η γυναίκα, που μιλούσε σε όλους στον ενικό («κυρ Βασίλη μου, κυρα Τασία μου» κι ας ήταν απέναντί της ο Διευθυντής ή η υποδιευθύντρια), είχε μια αυθεντικότητα σπάνια και μια καλοσύνη έμφυτη.

Από τότε λέγαμε δυο - τρεις κουβέντες παραπάνω με τη Μαριάνθη. Και κάθε μέρα που περνούσε, την εκτιμούσα όλο και περισσότερο. Μια φορά κάναμε λόγο για τα παιδιά. Εκείνη είχε καταφέρει μετά από πάρα πολλά χρόνια να κάνει δίδυμα. Μιλούσε γι’ αυτά και γελούσε ολόκληρη. «Να σου ζήσουν, Μαριάνθη!» της είπα. 

«Όλου του κόσμου τα παιδιά!» μου απάντησε σχεδόν ... ένοχα.

Αργότερα παρατήρησα πως κάθε φορά που κάποιος της ευχόταν κάτι για τα παιδιά της, η απάντηση ήταν ίδια κι απαράλλαχτη: 

«Όλου του κόσμου τα παιδιά!». 
Ίδιος ήταν πάντα κι ο τόνος της φωνής της. 
Σαν να αισθανόταν άσχημα αν ευτυχίσουν μόνο τα δικά της παιδιά κι όχι μαζί με κείνα κι όλου του κόσμου τα παιδιά.

Η έκπληξή μου κι ο θαυμασμός μου για την Μαριάνθη μεγάλωσαν, όταν εντελώς τυχαία έμαθα από έναν συνάδελφο πως πολλές, πάμπολλες μανάδες του τόπου είχαν την ίδια απάντηση όταν κάποιος τους ευχόταν κάτι για τα παιδιά τους. 

«Η καθαρίστρια του σχολείου σας δεν τη λέει ολόκληρη την απάντηση» μου είπε με νόημα. 
Και συνέχισε «όλου του κόσμου τα παιδιά και τελευταία τα δικά μου, έλεγε η μάνα μου η συγχωρεμένη».

«Ναι, αλλά το λένε με την καρδιά τους ή μιμούνται αυτούς που επικαλούνται την Παναγία όταν φρενάρει απότομα το λεωφορείο και την επόμενη στιγμή βλαστημούν τη Μεγάλη Μάνα;» σκέφτηκα κι ευθύς έδωσα την απάντηση μόνος μου: «ας το έλεγα κι εγώ κι ας μην το εννοούσα».
 

«Όταν θέλεις ν’ αποκτήσεις κάτι, να κάνεις παρέα με ανθρώπους που το έχουν» έλεγε ο άγιος Πορφύριος. Είχα ελπίδα δηλαδή, εγώ που έκανα παρέα με τη Μαριάνθη.  

«Και τελευταία τα δικά μου»! Ένιωθα τόσο ντροπή. Δεν το είχα ποτέ ζητήσει από το Θεό. Δεν το είχα ποτέ σκεφτεί. Εγώ που ήξερα απίστευτες λεπτομέρειες από τη ζωή κάθε αγίου. Εγώ που έλεγα απέξω ολόκληρα χωρία από το Ευαγγέλιο. Εγώ που μπορούσα να κάνω κύκλο μελέτης Αγίας Γραφής απροετοίμαστος (έτσι μου ‘χε πει κάποτε κάποιος και είχα καμαρώσει ο ταλαίπωρος!). Είμαι κι εγώ ανάμεσα σ' αυτούς που αναφέρει ο ποιητής 
«Ίσως πρέπει κάποτε να κλαις
ποιητές, εκδότες, ιεροκήρυκες ...
αδιάβροχους σαν τα πιθάρια,
που μέσα τους κρασί περνάει χιλιόχρονο
κι αυτά μένουνε πάντα αμέθυστα
». 
Βρέθηκε μια Μαριάνθη από τα «άγια χώματα» να με προσγειώσει. Γιατί εγώ ήξερα το Ευαγγέλιο στα λόγια κι εκείνη το ήξερε στην πράξη.

«Μαριάνθη, μισή τη λες τη φράση» της είπα την άλλη μέρα γελώντας. 
«Δεν τη λέω μισή, τη λέω από μέσα μου» είπε σχεδόν απολογητικά και μετά χαμογέλασε.

Με τη Μαριάνθη χαθήκαμε όταν την άλλη χρονιά διορίστηκα αλλού. Όταν χαιρετηθήκαμε, ανταλλάξαμε ενθύμια σαν να ήμασταν έφηβοι. Εκείνη κράτησε τρισευτυχισμένη όλα τα θρησκευτικά βιβλία που είχα κουβαλήσει εκείνη τη χρονιά μαζί μου. Εγώ κράτησα ένα πλεχτό σεμεδάκι που κοσμεί από τότε το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου.

Μάρτης του 2020. Με ανάμικτα αισθήματα δέχθηκα να συνοδεύσω τη γυναίκα μου που συμμετείχε σε μια επιτροπή για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Θα πήγαινε στα «άγια χώματα». Εκεί που ζήσαμε πριν από 27 χρόνια μαζί με τα τρία από τα πέντε παιδιά μας για μερικούς μήνες. 

Εκεί που έμαθα το Ευαγγέλιο στην πράξη από μια καθαρίστρια που μπέρδευε τον Ακάθιστο Ύμνο με την Παράκληση.

Η τύχη μού χαμογέλασε σχεδόν προκλητικά. Με το που πρωτομπήκαμε στο ξενοδοχείο όπου θα μέναμε, τον πρώτο άνθρωπο που αντικρύσαμε ήταν η Μαριάνθη. Ακολούθησαν αγκαλιές, σφιχτές αγκαλιές και δάκρυα αυθόρμητα. Είχε πιάσει πλέον μόνιμη δουλειά σε ξενοδοχείο, αφού στο σχολείο δεν της ανανέωσαν τη σύμβαση.

«Τι κάνουν τα παιδιά σας;» ρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον.

«Δόξα τω Θεώ! Έχουμε πέντε παιδιά πια. Όλα έχουν δικές τους οικογένειες.»

«Να ‘ναι καλά, όπου να ‘ναι»

«Όλου του κόσμου τα παιδιά Μαριάνθη!» της απάντησα. Τόσα χρόνια μετά, σχεδόν συνήθισα να το λέω και ... προσπαθώ να το εννοώ.

«Και τα δικά μας τελευταία» συμπλήρωσε η Μαριάνθη, με νόημα.

«Αλήθεια, τα δικά σου είναι εδώ; Θα τα δούμε;» ρώτησα.

«Όχι. Το κορίτσι τέλειωσε την Ιατρική και κάνει ένα μεταπτυχιακό. Ο γιος τέλειωσε Πολιτικό της Νομικής, έκανε και κάτι ... να δεις πώς το λένε ... που μπορείς να διδάξεις μετά ... και τώρα κάνει το στρατιωτικό του». Μας είπε κι άλλα που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει. Πως εδώ και πολλά χρόνια πάει σ’ ένα πνευματικό κι αναπαύεται πολύ. Πριν φύγουμε ανταλλάξαμε τηλέφωνα για να μην χαθούμε ξανά.

Την επόμενη μέρα συνοδεύσαμε ένα ζευγάρι μέχρι το ΚΤΕΛ. Κουβέντα στην κουβέντα είπαμε για τη Μαριάνθη. 

«Η καημένη ...» είπε ο άντρας. 
«Μας είπε η κυρία στη ρεσεψιόν, πως η κόρη της είναι εγκλωβισμένη στην Ιταλία σ’ ένα νοσοκομείο με άρρωστους από τον ιό. Κι ο γιος της είναι στα σύνορα, στον Έβρο. Δύσκολα, πολύ δύσκολα και για τα δύο παιδιά. Όλοι θαυμάζουν το κουράγιο της. Η μόνη φορά που λύγισε ήταν όταν έδειξε στην τηλεόραση ένα παλικάρι αποκαμωμένο, να είναι σωριασμένο σ’ ένα κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου. Μόνο τότε δάκρυσε και είπε ‘η ευχή της μανούλας του να τον σκεπάζει’».

Δεν μπόρεσα ούτε μια λέξη να αρθρώσω στο άκουσμα των νέων που μάθαμε. Δεν είχα το κουράγιο ούτε όταν γυρίσαμε στην Αθήνα να σηκώσω το τηλέφωνο και να της πω δυο λόγια. Δεν ήξερα τι να της πω.

Διπλή γιορτή σήμερα. Της Παναγίας και της πατρίδας. Μα όχι σαν άλλες χρονιές. Κλεισμένος και αποκλεισμένος σ’ ένα διαμέρισμα 52 τ.μ, βλέπω από τον υπολογιστή τη Λειτουργία και με πιάνει το παράπονο. Στην οθόνη διακρίνω τον ιερέα να θυμιατίζει το στασιδάκι που καθόμουν πριν από μερικές μέρες, το βράδυ της Β΄ Κυριακής των Νηστειών στον Κατανυκτικό Εσπερινό. Ποιος να μου έλεγε πως θα ήτανε ο τελευταίος για φέτος στο σπίτι του Πατέρα ...

Αναρωτιέμαι πότε θα ξανανοίξει η αυλόπορτα του μοναστηριού για να ζήσουμε όλα αυτά που μέχρι πριν από μερικές μέρες ζούσαμε και που δεν υποψιαζόμασταν πόσο πλούσιοι ήμασταν.


Μοναδική ελπίδα μας είναι τώρα πως εκεί, στην αριστερή κόγχη του ιερού ο Γέροντας θα βγάλει από το πρόσφορο ένα ψιχουλάκι για τον καθένα από μας. Για να «ακουμπήσουμε» στο Χριστό, στην Παναγία μας, στους αγγέλους, στους αγίους, όλοι οι αδελφοί της στρατευομένης και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Όλοι μαζί πάνω στο άγιο δισκάριο.

Με γαληνεύει που να, τώρα που θα τελειώσει η Λειτουργία, ο Γέροντας θα ενώσει τις μερίδες μας στο άγιο Ποτήριο και θα ικετεύσει «Ἀπόπλυνον Κύριε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων Σου τῷ αἵματί Σου τῷ ἁγίω».

Δεν μπορώ να κάνω κάτι για τις ψυχούλες που παλεύουν με το θάνατο σε κάποια ΜΕΘ. Ούτε για τους ήρωες με τις λευκές στολές. Ούτε ... ούτε ... ούτε...

Αυτό που μπορώ να κάνω είναι κάθε βράδυ στις 10 να γονατίζω και να λέω με λαχτάρα 

«Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον τὸν κόσμον», όπως μας προέτρεψαν εκείνοι που ‘χουν την ευθύνη των αποφάσεων σε τούτες τις δύσκολες ώρες. 
Και θα συμπληρώνω από μόνος μου «Παναγιά μου, και τα παιδιά της Μαριάνθης, όλα τα παιδιά του κόσμου ... και τελευταία τα δικά μου!».
Κρ.Π.
ΥΓ.

Στη φωτογραφία εικονίζεται ο γιατρός Jiang Wenyang, ξαπλωμένος σε ένα άδειο κρεβάτι με προστατευτικό κοστούμι και γυαλιά.  Ήταν ήταν η τελευταία νυχτερινή βάρδια γι' αυτόν στο Wuchang Temporary Hospital, το οποίο προσέφερε θεραπεία για COVID19 σε ασθενείς με ήπια συμπτώματα. Το προσωρινό νοσοκομείο Wuchang είναι το τελευταίο από τα 14 προσωρινά νοσοκομεία που έκλεισαν στο Wuhan. “Δεν πετάτε, αλλά είστε ο υπερήρωάς μου", σχολίασε κάποιος κάτω από τη φωτογραφία.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Ήταν μια αρχοντογυναίκα. Τήν επισκέφτηκε μια μέρα ένας πιστός. Ήταν βαρειά άρρωστη.



site analysis







 «Ήταν μια αρχοντογυναίκα. Τήν επισκέφτηκε μια μέρα ένας πιστός. Ήταν βαρειά άρρωστη.Ήξερε ότι κινδύνευε νά πεθάνη.Θέλω νά σάς ρωτήσω κάτι, είπε στόν έπισκέπτη. Τώρα πού πρόκειται νά πεθάνω, θά ήθελα να μάθω άν στόν ουρανό υπάρχουν δύο χωριστά διαμερίσματα, ένα γιά τούς άρχοντες, τούς φημισμένους και ανεπτυγμένους κι ένα γιά τούς υπηρέτες, τούς αγραμμάτους, τούς άξεστους. 

’Άν μόνο ένα διαμέρισμα υπάρχει, δεν ξέρω πώς θά τα καταφέρω να ανεχθώ νά ζήσω μέ τήν υπηρέτρια μου, πού είναι τόσο άξεστη.


Μή στενοχωρήστε, της λέει ό πιστός. Δεν υπάρχει φόβος συνυπάρξεως. ’Άν πρώτα δεν απαλλαχτείτε από τήν καταραμένη υπερηφάνειά σας, δεν πρόκειται να πάτε στον ουρανό καθόλου! »




Μικρές αλήθειες: «Μη λες πάντοτε όσα γνωρίζεις .Γνώριζε, όμως, πάντοτε όσα λες»
Ό Χριστιανισμός εκπολιτίζει, αλλά ό πολιτισμός δεν εκχριστιανίζει»
«Το σπουδαιότερο μέρος του βιβλίου της ζωής, είναι ό επίλογος. "Τα στερνά τιμούν τα πρώτα", λέει  λαός»
«Είχε οράματα αετού αλλά δεν διέθετε παρά φτερά πεταλούδας. Γι’ αυτό μια ολόκληρη ζωή παράδερνε . Κι ονειροβατούσε»

Θεανώ Μουσδελεκίδου, μιά θαυμαστή Ἱεραπόστολος



site analysis

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὅπως πληροφορηθήκαμε, τά ξημερώματα τῆς 3ης Μαρτίου 2020 κοιμήθηκε στό Κολουέζι τοῦ Κονγκό ἡ Ἱεραπόστολος «μητέρα» Θεανώ Μουσδελεκίδου, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἔδεσσα καί τήν γνώριζα ἀπό τά χρόνια ἐκεῖνα πού διακονοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.
Ἡ Ἔδεσσα εἶναι ἡ πόλη πού γαλούχησε μεγάλους Ἱεραποστόλους. Πρῶτος ἦταν ὁ Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος, τόν ὁποῖον ἔφερε στήν Ἔδεσσα ὁ τότε Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, καί μάλιστα ἔμεινε μαζί του στό Μητροπολιτικό Οἴκημα. Δεύτερος ἦταν ὁ Ἀρχιμ. Χαρίτων Πνευματικάκης, Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης. Ἐκεῖ γνωρίσθηκαν μέ τόν π. Χρυσόστομο καί ἀργότερα τόν ἀκολούθησε στήν Ἀφρική. Τρίτος ἦταν ὁ Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Μαδενλίδης, ἀργότερα Μητροπολίτης Πενταπόλεως, πού γνώρισε καί τούς δύο στήν Ἔδεσσα καί ἀργότερα ἀκολούθησε τόν Πνευματικό του π. Χαρίτωνα στήν Ἱεραποστολή. Καί τέταρτη ἦταν ἡ Ἐδεσσαία Θεανώ Μουσδελεκίδου, πού ἀκολούθησε τούς προηγουμένους στήν Ἱεραποστολή.
Θεανώ Μουσδελεκίδου, μιά θαυμαστή ἹεραπόστολοςὍταν δῆ κανείς τήν ζωή τῶν τεσσάρων αὐτῶν Ἱεραποστόλων, θά διαπιστώση ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἐσωτερικός σύνδεσμος, μιά ἐσωτερική μυστική ἑνότητα μέ κέντρο τήν Ἔδεσσα, ἡ ὁποία πράγματι ἀναδείχθηκε ὡς μιά πόλη μεγάλων Ἱεραποστόλων τῆς Ἀφρικῆς. Καί ὅπως ἡ Ἔδεσσα εἶναι κατά τήν ὀνομασία της πόλη «πολλῶν ὑδάτων» καί φημίζεται γιά τόν θαυμαστό καταρράκτη της, ἔτσι τώρα θά φημίζεται καί γιά τούς μεγάλους Ἱεραποστόλους πού ἀνέδειξε καί ἔγινε πόλη τῶν καταρρακτῶν τῆς Ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική.
Ἡ ἴδια διηγεῖται: «Στά δύσκολα χρόνια τῆς Κατοχῆς εἴχαμε τή μεγάλη εὐλογία νά ἔχουμε καλό ποιμένα, τόν Μητροπολίτη Ἐδέσσης καί Πέλλης, τόν μακαριστό Παντελεήμονα (μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης) καί τούς ἀξιόλογους πνευματικούς συνεργάτες του, τόν π. Χρυσόστομο (Παπασαραντόπουλο), τόν παππούλη καί ἐξομολόγο μας, ὡς παιδιά τῶν κατηχητικῶν τότε ἐμεῖς, καθώς ἐπίσης καί τόν π. Χαρίτωνα (Πνευματικάκη), ὁ ὁποῖος, μέ τήν ἀκάματη δραστηριότητά του καί μέ τά πύρινα κηρύγματά του, ἀγκάλιασε ὅλους τούς νέους τῆς ἐποχῆς καί τούς χάραξε πορεία ζωῆς. Τά κατηχητικά, οἱ κύκλοι Ἁγίας Γραφῆς, ὁ λόγος του ἔγινε βίωμα ζωῆς» (tastv.gr).
Γνώριζα ἀπό παλαιά πολύ καλά τήν Θεανώ Μουσδελεκίδου. Κατ' ἀρχάς τήν ἔβλεπα νά βοηθᾶ τόν σύζυγό της στό παντοπωλεῖο καί φαινόταν ὡς μιά ἀξιοπρεπής, εὐγενής, σοβαρή καί ἐξυπηρετική κυρία, μέ ἐξαιρετική ἐξωτερική ἐμφάνιση. Τήν συναντοῦσα καί στόν κεντρικό δρόμο πού ὁδηγεῖ ἀπό τόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης πρός τόν Μητροπολτικό Οἶκο ὅπου ἔμενα, ὅταν πήγαινε νά δῆ τήν εὐγενέστατη καί ἀρχόντισσα μητέρα της Ἑλένη Ἀντωνιάδου, πού ἔμενε μέ τόν καθηγητή υἱό της καί τήν οἰκογένειά του ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη. Ἡ σοβαρότητά της ἦταν στενά συνδεδεμένη μέ τήν εὐγένειά της καί τήν χαρούμενη ὄψη τοῦ προσώπου της, διέκρινα μέσα της μιά ὁρμή.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ σύζυγός της, ἐπειδή δέν εἶχαν παιδιά, ἄρχισε νά προβληματίζεται γιά τό τί θά κάνη στό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Δέν τήν ἱκανοποιοῦσε τό νά διατηρήση τό παντοπωλεῖο καί ἤθελε νά προσφέρη τίς δυνάμεις της στήν κοινωνία καί τήν Ἐκκλησία.
Τότε ἦταν πού τήν γνώρισα καλύτερα, διότι μέ πλησίασε γιά νά μέ ἐνημερώση γιά κάποια σχέδιά της. Σκέφθηκε καί ἀποφάσισε νά μετατρέψη τήν εὐρύχωρη οἰκία της σέ χῶρο, ὅπου θά ἔμεναν μαθήτριες πού προέρχονται ἀπό τά πέριξ τῆς Ἐδέσσης χωριά καί πήγαιναν στά Γυμνάσια καί τά Λύκεια τῆς πόλεως, παρακινούμενη ἀπό τό ἴδιο πού ἔπραξε ἡ Μαρία Ἀρτοπούλου.
Σχεδιάσαμε καί προχωρήσαμε μαζί τήν λειτουργία ἐνός ἀτύπου Οἰκοτροφείου, μιᾶς «Μαθητικῆς Στέγης». Στήν πραγματικότητα δέν ἦταν Οἰκοτροφεῖο, ἀλλά μιά μεγάλη οἰκογένεια μέ πολλές μαθήτριες, πού ἔμεναν μαζί, σάν νά τίς φιλοξενοῦσε ἐκείνη, καί ἡ ἴδια φρόντιζε γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ φαγητοῦ καί εἶχε τήν γενική ἐπίβλεψή τους. Ἦταν πραγματικά μιά πνευματική οἰκογένεια.
Ἐκείνη ἦταν πολύ χαρούμενη γιά τό νέο αὐτό ἔργο, πού τῆς ἔδωσε μεγάλη ἔμπνευση, τό ἀσκοῦσε μέ ὑπευθυνότητα καί ἀναπλήρωσε τήν ἔλλειψη τῆς οἰκογένειάς της. Ἔτσι ἔβλεπε ὅλες τίς μαθήτριες ὡς δικά της παιδιά καί ἀνταποκρινόταν σέ αὐτές ὡς μητέρα τους. Αὐτό ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατί ἦταν ἕνα στάδιο προετοιμασίας της γιά τήν ἱεραποστολή στήν Ἀφρική.
Μέ τήν ἐπικοινωνία πού εἴχαμε μέ καλοῦσε συχνά τά βράδυα στήν «Μαθητική Στέγη» γιά νά συζητῶ μέ τίς μαθήτριες, τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Μητροπολίτης Καλλίνικος. Θαυμάζαμε ὅλοι τόν ἱεραποστολικό ζῆλο τῆς κ. Θεανοῦς.
Ἡ ἴδια διηγεῖται: «Τό 1980, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ μου καί ἐπί μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης καί Πέλλης κ. Καλλινίκου, μετατρέπω τό σπίτι μας σέ μαθητική στέγη καί ἐπί 10 χρόνια φιλοξενῶ κοπέλες ἀπό τήν γύρω περιοχή, πού ἐπιθυμοῦσαν νά φοιτήσουν στό Γυμνάσιο. Τό σπίτι λειτουργοῦσε σάν μία μεγάλη οἰκογένεια, μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Μητροπολίτη μας καί μέ πνευματικό τότε τόν π. Ἱερόθεον, Μητροπολίτη Ναυπάκτου σήμερα» (tastv.gr).
Ἀργότερα ὁ νέος Μητροπολίτης Ἐδέσσης Χρυσόστομος εἶχε τίς δικές του ἀπόψεις καί ἐκείνη ἐξαναγκάσθηκε νά κλείση τήν «Μαθητική στέγη», ἐκφράζοντας ἔτσι τό ἐκκλησιαστικό της φρόνημα καί τόν σεβασμό της στούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς.
Ὅμως, εἶχε πολλές δυνάμεις, μεγάλη ὄρεξη νά προσφέρη στόν ἱεραποστολικό τομέα. Θυμᾶμαι ὅτι συζητήσαμε ἐκτενῶς τό θέμα αὐτό καί ἐκείνη συμβουλεύθηκε τόν ἐξ Ἐδέσσης Ἀρχιμ. Ἰγνάτιο Μαδενλίδη καί τελικά ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά μεταβῆ στήν Ἱεραποστολή στό Κολουέζι τοῦ Κονγκό, στήν Ἱερά Μητρόπολη Κατάνγκας, στήν ἀρχή δοκιμαστικά καί ἔπειτα μόνιμα.
Μετέβη ἐκεῖ καί ἄρχισε μέ ζῆλο τό ἱεραποστολικό της ἔργο. Κατά καιρούς μοῦ τηλεφωνοῦσε καί ἐρχόταν στήν Ναύπακτο σέ ἑορταστικές ἡμέρες. Μάλιστα ἔδωσε σέ ἕνα «μαυράκι» τό ὄνομά μου γιά νά θυμᾶται τήν συνεργασία μας στήν Ἔδεσσα.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 2007 ἡ μητέρα Θεανώ ἦλθε στήν Ναύπακτο γιά νά μοῦ εὐχηθῆ γιά τήν ὀνομαστική μου ἑορτή. Τότε ὁ Ἀρχιμ. π. Καλλίνικος Γεωργᾶτος, πού ἡ μητέρα του ἦταν φίλη τῆς κ. Θεανοῦς, τῆς πῆρε συνέντευξη ἀπό τήν ὁποία, μεταξύ τῶν ἄλλων, προῆλθε καί τό κατωτέρω κείμενο, τό ὁποῖο δείχνει τόν τρόπο πού ἐργαζόταν ἡ Ἱεραποστολή καί τό ἔργο τῆς μητέρας Θεανοῦς.
«Στό κέ­ντρο τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς δρά­σης βρί­σκε­ται ὁ Ἱ­ε­ρός Να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στό Κο­λου­έ­ζι. Εἶ­ναι τό κέ­ντρο τῆς λα­τρευ­τι­κῆς καί μυ­στη­ρια­κῆς ζω­ῆς τῶν ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων, τῶν συ­νερ­γα­τῶν τους καί τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ τοῦ Κο­λου­έ­ζι. Κτί­σθη­κε τό 1950 ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­θοῦ­σε τόν και­ρό ἐ­κεῖ­νο. Τώ­ρα ἑλ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες ὑ­πάρ­χουν στήν πρω­τεύ­ου­σα Κιν­σά­σα καί τήν συ­μπρω­τεύ­ου­σα Λου­μπου­μπάσ­σι.
Δί­πλα στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου εἶ­ναι τά Γρα­φεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί οἱ ἀ­πο­θῆ­κες μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ἐ­κεῖ­να σκεύ­η καί ἀ­γα­θά γιά τήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή.
Κά­θε ἡ­μέ­ρα στίς 5:30 τό πρω­ΐ ση­μαί­νει τό ἐ­γερ­τή­ριο, καί ἀρ­χί­ζει νά βου­ΐ­ζει σι­γά-σι­γά ἡ ζω­ή στήν Κο­μιτ­τέ (Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή). Στίς 6:00 ἀρ­χί­ζει ὁ Ὄρ­θρος στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί ἐ­άν εἶ­ναι κά­ποια ἑ­ορ­τή ἀ­κο­λου­θεῖ θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Στίς 7:30 ἔ­χει τε­λει­ώ­σει ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α. Στίς 7:00 μέ 7:30 ἀ­νοί­γουν τά Γρα­φεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς π. Με­λέ­τιος πα­ρα­δί­δει τά κλει­διά στούς ὑ­πευ­θύ­νους, πα­ρου­σιά­ζει τό πρό­γραμ­μα τῆς ἡ­μέ­ρας καί μοι­ρά­ζει τίς ἐρ­γα­σί­ες στούς ἑ­κα­τόν πε­νή­ντα (150) ἐρ­γα­ζο­μέ­νους, Ἱ­ε­ρεῖς, δα­σκά­λους, ἐρ­γά­τες, ὁ­δη­γούς κλπ. Ὅ­λοι αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι μι­σθο­δο­τοῦ­νται ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή μέ μι­σθό πού κυ­μαί­νε­ται ἀ­πό 40 ἕ­ως 100 δολ. τόν μή­να, ἀ­νά­λο­γα μέ τήν προ­ϋ­πη­ρε­σί­α καί τήν οἰ­κο­γε­νεια­κή κα­τά­στα­ση. Τά χρή­μα­τα αὐ­τά προ­έρ­χο­νται ἀ­πό δω­ρε­ές ἀ­πό ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ἀ­πό Μη­τρο­πό­λεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­πό τήν Ἀ­πο­στο­λι­κή Δια­κο­νί­α, ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους καί ἄλ­λες Ἱ­ε­ρές Μο­νές, ἀ­πό τόν Σύλ­λο­γο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης «Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός» μέ πρό­ε­δρο τόν κ. Ἀσ­λα­νί­δη, ἀ­πό διά­φο­ρους Συλ­λό­γους καί ἰ­δι­ῶ­τες πού ἐν­δια­φέ­ρο­νται καί βο­η­θοῦν τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο. Στήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή ἀ­νή­κει καί ἕ­να ἀ­γρό­κτη­μα μέ κα­λα­μπό­κι, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἕ­να μι­κρό ἔ­σο­δο. Στούς ἐρ­γα­ζο­μέ­νους στήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή χο­ρη­γεῖ­ται καί ἀ­λεύ­ρι ὡς συ­μπλή­ρω­μα στόν μι­σθό τους.
Τόν π. Με­λέ­τιο βο­η­θοῦν στό ἔρ­γο τῆς διοί­κη­σης τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί ὁ Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κός Ἐ­πί­τρο­πος π. Θε­ό­φι­λος, «τό μά­τι καί τό αὐ­τί», ἡ κ. Θε­α­νώ πού εἶ­ναι ἡ «μητέρα»τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί τό Ἐκ­κλη­σια­στι­κό Συμ­βού­λιο (Κο­μι­τέ).
Ὑ­πό τήν ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί τοῦ ἐ­πι­κε­φα­λῆς της π. Με­λε­τί­ου εἶ­ναι ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν νέ­ων Ἐ­νο­ρι­ῶν, τοῦ κτι­σί­μα­τος τῶν νέ­ων Ἐ­νο­ρια­κῶν Να­ῶν, ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν νέ­ων Πρε­σβυ­τέ­ρων, τῶν Σχο­λεί­ων καί Ἰ­α­τρεί­ων πού πλαι­σι­ώ­νουν κά­θε Ἐ­νο­ρί­α.
Στήν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή γί­νε­ται τα­κτι­κά ἡ κα­τή­χη­ση, μέ κέ­ντρο τόν Ἱ­ε­ρό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ἀ­πό τόν π. Με­λέ­τιο κά­θε Κυ­ρια­κή γί­νε­ται τό θεῖ­ο Κή­ρυγ­μα, κά­θε Πέ­μπτη ἡ ὁ­μι­λί­α γιά τούς ἄν­δρες, συ­νά­ξεις Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, καί σέ ὅ­λες τίς Ἐ­νο­ρί­ες ἀ­πό τούς κα­τά τό­πους Ἱ­ε­ρεῖς τους. Ἡ κ. Θε­α­νώ ἔ­χει ὑ­πό τήν ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τά της τήν ὁ­μι­λί­α στίς νέ­ες μη­τέ­ρες (50-60 μη­τέ­ρες), κά­θε Τε­τάρ­τη, τήν ὁ­μι­λί­α στήν Σχο­λή Οἰ­κο­κυ­ρι­κῶν καί Ἀ­ναλ­φά­βη­των (250-300 κο­ρί­τσια) κά­θε Πα­ρα­σκευ­ή, καί τήν ὁ­μι­λί­α στίς ὑ­πο­ψή­φι­ες δα­σκά­λες (100 πε­ρί­που) κά­θε Σάβ­βα­το.
Στίς ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νες Ἐ­νο­ρί­ες δη­μιουρ­γεῖ­ται τό με­γά­λο πρό­βλη­μα μέ τίς με­τα­κι­νή­σεις. Ξε­κι­νᾶ τό Κλι­μά­κιο τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς ἀ­πό τό κέ­ντρο μέ ὅ­λα τά χρει­ώ­δη καί δέν ξέ­ρου­ν πό­τε θά φτά­ση, πό­τε καί πῶς θά ἐ­πι­στρέ­ψη».
Ἐπίσης, ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ Ἱερομονάχου Ἱεραποστόλου π. Νικολάου Γρηγοριάτη («Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», τεῦχος 151, Φεβ. 2009) μαθαίνουμε τό ἑξῆς γιά τήν μητέρα Θεανώ:
«Ση­μα­ντι­κή εἶ­ναι ἡ προ­σφο­ρά τῆς κ. Θε­α­νῶς Μουσ­δε­λε­κί­δου ἀ­πό τήν Ἔ­δεσ­σα, γνω­στῆς ὡς "Μη­τέ­ρα Θε­α­νώ". ... Ἡ κυ­ρί­α Θε­α­νώ Μουσ­δε­λε­κί­δου εἶ­ναι πο­λύ­τι­μος συ­νερ­γά­της τοῦ Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κοῦ Κλι­μα­κί­ου Κο­λου­έ­ζι ἐ­πί μί­α 20ετία. Εἶ­ναι οἰ­κο­νό­μος τῆς Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς ἐ­κεῖ κα­θώς καί κα­τη­χή­τρια στίς μα­θή­τρι­ες τῶν Ἐκ­παι­δευ­τη­ρί­ων. Συ­νά­ζει τίς γυ­ναῖ­κες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας καί κά­νουν ἐ­ξορ­μή­σεις στίς φυ­λα­κές, στά Νο­σο­κο­μεῖ­α καί ὅ­που ἀλ­λοῦ χρειά­ζε­ται, δια­νέ­μο­ντας τρό­φι­μα, ρου­χι­σμό καί γε­νι­κά κά­νο­ντας φι­λαν­θρω­πί­α. Δι­καί­ως τῆς ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θῆ ὁ τίτ­λος "Μη­τέ­ρα Θε­α­νώ" ἤ "Μά­μα Θε­α­νώ", ὅ­πως τήν ἀ­πο­κα­λοῦν οἱ ντό­πιοι». 
Οἱ δυσκολίες τῆς ἱεραποστολικῆς της προσπάθειας ἦταν πολλές. Ἡ ἴδια διηγεῖται μιά ἀπό αὐτές:
«Στίς 5 Νοεμβρίου 1990, σέ μιά ἐξόρμηση τοῦ Κλιμακίου πηγαίνοντας πρός τό Λικάσι, στήν ἐπιστροφή πρός Κολουέζι, σέ μια στροφή, τουμπάρει τό ἁμάξι καί παίρνει ἀρκετές στροφές. Ὁ π. Μελέτιος καί ὁ ὁδηγός φοροῦσαν τίς ἀσφαλιστικές ζῶνες καί δέν πάθανε τίποτε, βγήκανε ἀπό τό ἁμάξι. Ἐγώ καί ἡ ἀδελφή Ξένη βρισκόμασταν στά πίσω καθίσματα. Ἡ Ξένη ἐπίσης βγαίνει καλά, ἐγώ καταπλακωμένη, τραυματισμένη στό κεφάλι καί στήν πλάτη, περιμένοντας νά πεθάνω. Ξαφνικά μέ τραβᾶνε ἔξω, πάλι στή ζωή. Νά! καί περνᾶ ἕνα φορτηγό αὐτοκίνητο και μέ πηγαίνουν κατ’ εὐθείαν στό Νοσοκομεῖο, στό Λικάσι. Μένω στήν "Ἐντατική", ξένη στούς ξένους, μέ τόν ἄγγελο φύλακά μου. Ἦταν θέλημα Θεοῦ, ἀφοῦ μαρτύρησα καί ἔχυσα τό αἷμα μου. Ἡ ραφή πού ἔγινε στό μέτωπό μου ἦταν σάν νά φοροῦσα ἀκάνθινο στεφάνι...» (tastv.gr).
Ἡ Ἱεραποστολή ἔχει πολλές θυσίες. Κατά τήν διήγησή της «εἴχαμε, ὅπως εἶναι ἑπόμενο, ποικίλα προβλήματα· διανυκτερεύσεις στό δάσος, χαμένοι στή ζούγκλα, βουτηγμένοι στούς βάλτους, πεζοπορίες, κατεστραμμένες γέφυρες. Ὅλα πρός δόξαν Θεοῦ! Ταπεινά τά ἀποδεχόμαστε» (tastv.gr). 
Ἡ «μητέρα» Θεανώ Μουσδελεκίδου-Ἀντωνιάδου ἔγραψε πράγματι μιά θαυμάσια ἱστορία στό ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική. Δέν ὑπολόγισε ἀσθένειες, πολέμους, δυσκολίες καί αὐτόν τόν θάνατο. Τήν δραστηριότητα καί τό ἔργο της τό γνωρίζει καλύτερα ἀπό ὅλους ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κατάνγκα-Κονγκό κ. Μελέτιος καί ἀσφαλῶς θά γραφοῦν πολλά γιά τό ἔργο αὐτό. 
Ὅταν ἤμουν στήν Ἔδεσσα καί συνεργαζόμουν μαζί της, δέν μποροῦσα νά διανοηθῶ τό θάρρος της καί τήν ἀποφασιστικότητά της νά φύγη ἀπό τήν Ἑλλάδα καί νά μεταβῆ στήν Ἀφρική, νά ἀφήση τούς συγγενεῖς της, τό γνώριμο περιβάλλον της, τήν ὄμορφη Ἔδεσσα, ὅπου μεγάλωσε, καί νά πετάξη στό ἄγνωστο μέ τίς πολλές δυσκολίες, καί τελικά νά κοιμηθῆ καί νά ἐνταφιασθῆ στήν Ἀφρική, ἀναμένοντας τήν μελλοντική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν γιά νά λάβη τόν στέφανο τῆς ζωῆς. Ὁ ἀείμνηστος π. Κοσμᾶς Γρηγοριάτης, θέτοντας τό ἐρώτημα «τί σημαίνει Ἱεραποστολή;», ἀπαντοῦσε: «Νά πεθάνης στήν Ἀφρική». Αὐτό ἐνέπνεε καί ἐκείνη καί αὐτό ἔγινε στήν ζωή της.
Τήν θαύμαζα τήν «μητέρα», τήν «μάμα», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν «τά μαυράκια της», Θεανώ Μουσδελεκίδου καί τήν ζήλευα, καί ἀκόμη τήν ζηλεύω, πού ἀκολούθησε αὐτό τό δύσκολο ἔργο μέ ἐνθουσιασμό μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της καί εἰσῆλθε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μνήμη της θά εἶναι αἰώνια, θά τήν ἀγαποῦν καί τά «μαυράκια» της καί οἱ λευκοί οὐράνιοι ἄγγελοι, ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς πού τήν γνωρίσαμε καί συμμετείχαμε σέ ἕναν βαθμό στούς εὐγενεῖς πόθους της.