Η Αγία έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού καί μαρτύρησε τό έτος 303. Καταγόταν από την Χαλκηδόνα. Ήταν κόρη του πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονα και της ευσεβούς Θεοδοσιανής. Η Αγία παιδαγωγήθηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» γι' αυτό αγάπησε το Χριστό, την αγνεία και την ομολογία του Χριστού. O έπαρχος της Ανατολής Πρίσκος μαζί με τον φιλόσοφο και ιερέα του Άρη Απελιανό κήρυξε, με τη συμφωνία του Διοκλητιανού, διωγμό κατά των Χριστιανών. Κατά την εορτή του θεού Άρη ζήτησε όλοι οι κάτοικοι να προσέλθουν στη γιορτή. Όσoι δεν θα προσέρχονταν θα τιμωρούνταν με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί κρύφτηκαν άλλοι σε σπίτια και άλλοι στις ερημιές. Ή Αγία Ευφημία ήταν επικεφαλής μιας τέτοιας ομάδας στηρίζοντας τούς πιστούς με το φλογερό της λόγο.
ΣΥΛΛΗΨΗ – ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Τελικά συνελήφθη η Αγία μαζί με σαράντα εννιά άλλα άτομα. Όταν ο Πρίσκος ζήτησε νά θυσιάσουν στο είδωλο του Άρη και οι πενήντα συληφθέντες αρνήθηκαν με παρρησία. Ο Πρίσκος οργίστηκε από την άρνησή τους και έδωσε εντολή να δείρουν επί είκοσι μέρες τους Αγίους και να τους φυλακίσουν. Μετά το εικοσαήμερο αυτό δοκίμασε πάλι να πείσει τους μάρτυρες να θυσιάσουν. Μετά την νέα άρνηση, τους έδειραν τόσο πολύ, ώστε κουράστηκαν οι στρατιώτες που τους έδερναν. Τότε ο Πρίσκος αφού φυλακισε τους υπολοίπους, κάλεσε κατά μόνας την Αγία και προσπάθησε να την πείσει να θυσιάσει. Μετά τη νέα άρνηση και ομολογία της, την έβαλαν στο βασανιστικό τροχό κατακόπτοντας το σώμα της. Την ώρα του μαρτυρίου της η Αγία προσευχόταν διαρκώς. Μετά την προσευχή της και το θαυματουργό λύσιμό της από τον τροχό και τη θεραπεία των τραυμάτων της, ρίχτηκε η Αγία σε πυρακτωμένο καμίνι. Οι υπηρέτες Σωσθένης και Βίκτωρ αρνήθηκαν να την ρίξουν στο καμινι, γιατί έβλεπαν να στέκονται στο πλευρό της Αγίας δύο φοβεροί άνδρες, που απειλούσαν ότι θα σκόρπιζαν τη φωτιά. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ βλέποντας το θαύμα ομολόγησαν τον Χριστό και μαρτύρησαν. Εντέλει η Αγία ρίχτηκε στο καμίνι. Όμως, η φλόγα δεν άγγιζε την Αγία, αλλά σκορπίστηκε έξω από το καμίνι κι έκαψε πολλούς. Μετά από πολλών ειδών άλλα μαρτύρια που επακολούθησαν και αντίστοιχες θαυματουργικές διασώσεις της Αγίας, τελικά ο Πρίσκος διέταξε και την έριξαν στα θηρία, όπου και τελικά η Αγία μετά από προσευχή παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Νυμφίου της. Οι γονείς της Αγίας έθαψαv με τιμή το πάνσεπτό της λείψανο στη Χαλκηδόνα και δόξαζαν τοv Κύριο, διότι αξιώθηκαν της τιμής να έχουν τηv θυγατέρα τους Μεγαλομάρτυρα της Εκκλησίας και πρέσβειρά τους κοντά Του.
Η ΑΦΘΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΚΑΙ Η Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: O Κύριος τίμησε την καλλίνικο παρθένον και μάρτυρα Ευφημία με την δωρεά της αφθαρσίας του πολυάθλου παρθενικού της σώματος. Το 451 στη Χαλκηδόνα συνήλθαν οι 630 θεοφόροι Πατέρες που συγκροτήσαν την Τέταρτη Οικουμενικήν Σύνοδον, επί βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Η Σύνοδος αυτή καταδίκασε τον αιρετικόν Ευτυχή, που κήρυττε την πλάνη, ότι ο Χριστός έχει μόνον μίαν φύση και μία ενέργεια, αυτή της Θεότητος. Οι Άγιοι Πατέρες δογμάτισαν την πίστιv της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τέλειες φύσεις, θελήσεις και ενεργείες, την θεία και την ανθρωπίνη, σε μίαν Yπόσταση. Και αι δύο φύσεις είναι ενωμένες ατρέπτως, ασυγχύτως, αναλλοιώτως και αδιαιρέτως. Στη Σύνοδο οι Ορθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμο, ο οποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πάντοτε πίστευε και κήρυττε η Έκκλησία τσυ Χριστού. Αλλά και οι αιρετικοί Μονοφυσίτες συνέταξαν αντίστοιχο τόμο, που περιείχε τις πλάνες τους. Τότε ομόφωνα ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τεθούν και τα δύο κείμενα στο στήθος του ιερού λειψάνου της της Αγίας Ευφημίας και, αφού άνοιξαν τη λειψανοθήκη, έκαναν αυτό και την σφράγισαν πάλι. Όταν, λίγο αργότερα, άνοιξαν τη θήκη βρήκαν τον Τόμο των Ορθοδόξωv στα χέρια της ενώ αυτό των αιρετικών Μονοφυσιτών στα πόδια της. Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιο αυτό θαύμα επικύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξο Τόμο διασαλπίζοντας το Χριστολογικό δόγμα περί των δύο φύσεων του Χριστού στα πέρατα της οικουμένης αποδεικνύοντας την διδασκαλία του Ευτύχη και των οπαδών του Μονοφυσιτών πλάνη. ΠΗΓΗ.ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Μας αφηγείται σήμερα ένας ιερέας του Βελιγραδιού το ασυνήθιστο γεγονός με μία εκδιδόμενη γυναίκα στους δρόμους του Βελιγραδιού.
Μία μέρα λίγο πριν βραδιάσει βάδιζε στους δρόμους για τη «δουλειά» της. Καθώς περνούσε δίπλα σ’ έναν κήπο βλέπει έναν άνθρωπο να ετοιμάζεται να απαγχονιστεί. Έδεσε το σχοινί στο κλαδί του δέντρου και με μιας το έβαλε γύρω από το λαιμό του.
Ή γυναίκα σβέλτα πήδησε πάνω από την περίφραξη, τράβηξε το μικρό της μαχαίρι από την τσέπη κι έκοψε το σχοινί, οπότε ό άνθρωπος έπεσε στο χώμα λιπόθυμος. Του έκανε μαλάξεις ώσπου συνήλθε. Τότε της είπε ό αυτόχειρας: «Γιατί το ’κανες; Εγώ δεν μπορώ να ζήσω, δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Εξαιτίας της φτώχιας μου, ήθελα να τελειώσω μ’ αυτή τη μίζερη ζωή». Ή γυναίκα έβγαλε όσα χρήματα είχε μαζί της και του τα έδωσε, υποσχόμενη ότι θα τον βοηθά κι άλλο ώσπου να βρει δουλειά. Και συνέχισε ή γυναίκα τη δική της άπρεπη δουλειά και μέρος από τα κέρδη της άπ’ αυτή τη δουλειά, πήγαινε σ’ εκείνον φτωχό και του έδινε για να συντηρηθεί.
Όμως μετά από έξι βδομάδες ή γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστη. Της κάλεσαν τον ιερέα. Στην παρουσία του ιερέα εκείνη, ήδη ετοιμοθάνατη, άρχισε να λέει: «Ω, άγγελοι του Θεού, γιατί ήρθατε σ’ εμένα; Μα δεν ξέρετε, πόσο βρώμικη και αμαρτωλή γυναίκα είμαι εγώ;».
Λίγο μετά πάλι φώναξε: «Ώ, Κύριε Χριστέ, μα κι ΕΣΥ ήρθες σ’ εμέ να την αμαρτωλή; Για ποιο λόγο το αξιώθηκα αυτό; Μα μόνο με το ότι έσωσα εκείνον το φτωχό άπ’ το θάνατο; Αλίμονο σ’ έμενα την ανάξια! Ώ πόσο είναι μεγάλο το έλεος του Θεού!». Λέγοντας αυτό άφησε την ψυχή της, και το πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτιζόταν με κερί. Να, τι σημαίνει να σώσεις την ψυχή ενός ανθρώπου. Να, πως μία πράξη ελέους προς τον πλησίον σκεπάζει πολλές αμαρτίες!
Η ζωή ορισμένες φορές δεν είναι δίκαια σε όλους μας. Μια από τις πιο ταλαιπωρημενες γυναίκες είναι και η Ανδριάνα Μάρκου.
Ένας υπέροχος άνθρωπος στον οποίο η ζωή αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του, έδειξαν από την πιο τρυφερή ηλικία το πιο σκληρό τους πρόσωπο. Η ιστορία αυτής της γυναικάς είναι συνταραχτική και η στάση της δείχνει σε όλους μας το πόσο στιβαρός χαρακτήρας είναι.
Η κυρία Ανδριάνα Μάρκου είπε:
«Γεννήθηκα στις 4/1/1926 στον Μαραθόβουνο(κατεχόμενο χωριό της Μεσαορίας) και σήμερα ζω στο Κίτι της επαρχίας Λάρνακας. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν κάτι περισσότερο από εφιαλτικά.
Η μητέρα μου ήταν η πιο πλούσια στο χωριό αλλά αγάπησε έναν πολύ φτωχό νέο και επειδή οι γονείς της δεν τον ήθελαν, την έκλεψε. Θεώρησαν μεγάλη προσβολή αυτό που έκανε η κόρη τους και την αποκλήρωσαν. Δεν δέχτηκαν να μας δουν ποτέ στη ζωή τους, ούτε να μας βοηθήσουν.
Όταν η μητέρα μου γέννησε το τρίτο της παιδί, ο πατέρας μου αποφάσισε να πάει στην Αυστραλία. Οι γονείς της όταν το έμαθαν, βρήκαν τον πατέρα μου και του είπαν: «Θα σου δώσουμε εμείς τα χρήματα για να πας στην Αυστραλία αλλά με τον όρο να μην γυρίσεις ποτέ ξανά πίσω». Ήμουν δυο ετών τότε. Ποτέ δεν έστειλε ένα γράμμα ή χρήματα. Δεν μάθαμε ποτέ αν έκανε άλλα παιδιά, άλλη οικογένεια.
Πεινούσαμε και η μάνα μου αποφάσισε να στείλει την μεγάλη μου αδελφή (ήταν 7 ετών τότε) στην Λεμεσό ώστε να εργαστεί ως υπηρέτρια σε ένα παντρεμένο ζευγάρι. Εμένα με έστειλε στον παππού μου (πατέρα του πατέρα μου) και την μικρή μας αδελφή την πήρε μαζί της. Πήγαν στην Αμμόχωστο γιατί εκεί θα έβρισκε εύκολα δουλειά.
Τα καλά φτωχικά χρόνια της ζωής της
Κοντά στον παππού μου ζούσα καλά, φτωχικά αλλά καλά. Όταν έγινα 5 ετών, η γιαγιά μου αρρώστησε και ο παππούς μου δεν μπορούσε να φροντίζει και τις δυο, είχε όμως ήδη μεγαλώσει και δυσκολευόταν αρκετά.
Κάποια στιγμή η μητέρα μου επικοινώνησε μαζί του και του ζήτησε να με πάρει στην Αμμόχωστο για να με δει. Ο παππούς με πήρε και η μάνα μου του είπε πως αποφάσισε να με δώσει σε μια οικογένεια στη Λεμεσό. Εκείνος δεν ήθελε αλλά η μάνα μου επέμενε. Έτσι, πήγα στη Λεμεσό.
Δυστυχώς όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν μου φέρονταν καλά, μου πετούσαν ένα κομμάτι ψωμί να φάω και δεν με άφηναν να καθίσω στο τραπέζι μαζί τους αλλά έξω στην αυλή. Κοιμόμουν στο πάτωμα, πάνω σε ένα κομμάτι ρούχο. Μου φώναζαν επειδή δεν έκανα όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήμουν όμως 5 χρονών και δεν μπορούσα να καθαρίζω ολόκληρο το σπίτι. Εκεί πέρασα τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου…
Όταν έγινα 7 ετών, άρχισα να κάνω λίγη παρέα με τις υπηρέτριες των διπλανών σπιτιών. Κάθε μέρα μου έλεγαν: «Πρέπει να φύεις να γλυτώσεις. Να πάεις στην αστυνομία τζιαι να τους τα πεις ούλλα». Ένα πρωινό που έφυγαν όλοι από το σπίτι, το έσκασα…
Περπατούσα αρκετές ώρες και ρωτούσα τους περαστικούς να μου πουν που είναι το αστυνομικό τμήμα. Είπα με κάθε λεπτομέρεια στους αστυνομικούς τι περνούσα και τους ζήτησα να με στείλουν πίσω στον Μαραθόβουνο, στον παππού μου. Εκείνοι όμως, ήθελαν να με στείλουν στην μητέρα μου. Αφού την ενημέρωσαν, με έβαλαν μέσα σε ένα λεωφορείο και με έστειλαν στην Αμμόχωστο.
Όταν έφτασα, δεν ήταν εκεί η μητέρα μου και κάθισα σε μια γωνιά να την περιμένω. Λίγο πιο κάτω, καθόταν μόνο του ένα κοριτσάκι. Μετά από αρκετή ώρα, πήγα κοντά του και το ρώτησα ποιον περιμένει. Εκείνη μου απάντησε: «Καρτερώ την αλφή μου, την Ανδριάνα». Έβαλα τα κλάματα και την αγκάλιασα.
Της είπα: «Παναία μου! Εσού είσαι η αλφή μου».
Ο παππούς είχε μεγαλώσει πλέων
Έμεινα μόνο ένα βράδυ μαζί τους. Το πρωί η μητέρα μου με έστειλε στον παππού μου. Δυστυχώς όμως, ο παππούς μου μεγάλωσε και δεν μπορούσε. Ήταν διαφορετικά αυτή τη φορά…
Ο παππούς μου ζητιάνευε για να με μεγαλώσει. Έμεινα πολύ λίγο καιρό κοντά του, αναγκαστικά έπρεπε να πάω στην μητέρα μου.
Η ζωή με την μητέρα μου ήταν ακόμα πιο δύσκολη…
Κάθε μέρα πηγαίναμε μαζί της στην αποθήκη που δούλευε. Από το πρωί μέχρι να σχολάσει, την περιμέναμε έξω. Παίζαμε με την αδελφή μου αλλά και με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Μια εβδομάδα αργότερα, μια κυρία που περνούσε συχνά και μας έβλεπε, με πλησίασε και με ρώτησε γιατί ήμουν κάθε μέρα εκεί. Όταν της εξήγησα, με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί της και ζήτησε να δει τη μητέρα μου.
Είπε στην μητέρα μου πως ήθελε να με πάρει μαζί της, να μείνω στο σπίτι της. Εκείνη με έδωσε και μάλιστα με μεγάλη χαρά.
«Εκεί είδα αλλά και ένιωσα για πρώτη φορά τι θα πει πραγματική οικογένεια»
Ήταν δασκάλα και ο άντρας της ήταν φαρμακοποιός. Ζούσαν στην Λάρνακα και με φρόντιζαν σαν δικό τους παιδί. Με έβαζαν μάλιστα, να κοιμηθώ μαζί με το παιδάκι τους. Εκεί είδα αλλά και ένιωσα για πρώτη φορά τι θα πει πραγματική οικογένεια. Μακάρι να έμενα για πάντα αλλά δυστυχώς, μετά από 5 χρόνια, όταν απέκτησαν ακόμα ένα παιδάκι, έφυγα. Συνέβησαν πάρα πολλά και ήταν τότε που ξέσπασε ο παγκόσμιος πόλεμος, ήταν το 1940 και δεν θυμάμαι πως και γιατί έφυγα.
Πήγα πίσω στην μητέρα μου αλλά μετά από μερικές εβδομάδες, με έδωσε σε μια άλλη οικογένεια που είχαν ήδη δυο παιδιά. Θυμάμαι μάλιστα ότι ο άντρας εκείνης της κυρίας, που μετά την έλεγα θεία, ήταν κωμοδρόμος στο επάγγελμα.
Με είχαν καλά και ήθελα να μείνω κοντά τους αλλά όταν έγινα 14 ετών, η μητέρα μου ήρθε να με πάρει γιατί ήθελε να με παντρέψει. Είχε συμφωνήσει μαζί με τους γονείς του γαμπρού. Η θεια μου (η γυναίκα που έμενα σπίτι της) της έλεγε πως ήμουν πολύ μικρή και πως ήταν λάθος αλλά εκείνη επέμενε. Δεν ήθελα ούτε εγώ να παντρευτώ αλλά δεν τόλμησα ποτέ να της το πω.
Εκείνος ήταν 19 ετών και ήταν από την Καρπασία. Επειδή ήμουν πολύ μικρή, δεν δεχόταν ο ιερέας να με παντρέψει και η μητέρα μου έβγαλε ψεύτικο χαρτί ότι ήμουν 16 ετών. Τότε με πάντρεψαν.
Η γνωριμία με την αδερφή της
Με τον άντρα μου αποκτήσαμε 6 παιδιά, το πρώτο μου παιδί το γέννησα στα 16. Περάσαμε δύσκολα χρόνια, αν και ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα, έπρεπε να δουλεύω για να μπορέσουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Τα πρώτα χρόνια μέναμε μαζί με την μάνα μου, την αδελφή μου και τον αρραβωνιαστικό της. Η μητέρα μου το ζήτησε και σκέφτηκα ότι πιθανόν να είχε μετανιώσει και να στεναχωριόταν που πέρασα τόσο χρόνια μακριά της και μάλιστα τόσο δύσκολα. Τότε ήταν που γνώρισα και την μεγαλύτερη αδελφή μου.
Σήμερα…
Με τα παιδιά μου, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου, αισθάνομαι τόσο όμορφα και τόσο ήρεμα. Με αγαπούν όλοι τόσο πολύ και ποτέ δεν μου χαλάνε κανένα χατίρι. Μεγάλωσα με αξιοπρέπεια τα παιδιά μου και είμαι πολύ περήφανη, αυτά μου δίνουν δύναμη και γι΄αυτό είμαι ακόμα ζωντανή!
Καίγεται η ψυχή μου κάθε φορά που ακούω ότι χώρισε ένα ζευγάρι και ανάλαβε τα παιδιά τους το γραφείο ή τα άφησαν στους γονείς τους.
Σας παρακαλώ μην εγκαταλείπετε τα παιδιά σας, να σκέφτεστε πως πρώτα πρέπει να είναι αυτά καλά και μετά εσείς. Σας το λέει ένας άνθρωπος που τόσο πολύ έχει πληγωθεί και που ακόμα και τώρα, 92 χρόνια μετά, τα θυμάται έντονα και οι πληγές πονάνε ακόμα».
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είναι η πρώτη Ελληνίδα Υποναύαρχος. Ο βαθμός της απονεμήθηκε μετά θάνατον. Οι Ρώσοι της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου». Είναι η μοναδική φορά στην ιστορία τους, που απονεμήθηκε σε γυναίκα αυτός ο βαθμός.
Η ζωή της Λασκαρίνας ήταν τραγική από την ώρα που γεννήθηκε σε κελί της Τουρκιάς έως την ώρα που την σκότωσαν Έλληνες. Ανάμεσα τους έζησε διαστήματα πατριωτικής έξαρσης, ηρωικών αγώνων, εντάσεων, φιλονικιών, αντιπαραθέσεων, γάμων, χηρειών, τεκνογονιών. Ελάχιστος ήταν ο καιρός που έζησε σε οικογενειακή ατμόσφαιρα γαλήνης. Ήταν μια χαρισματική ηρωίδα μητέρα και Ελληνίδα, που η ζωή της σκλήρυνε την ψυχή για να μπορέσει να επιβιώσει και να προσφέρει τα πάντα στην ελευθερία της Πατρίδας της.
Η ίδια δεν άφησε απομνημονεύματα. Σκόρπιες είναι οι αναφορές γι’ αυτήν από τους ιστορικούς της Εποχής. Το 1993 οι εκδόσεις «Κάκτος» εξέδωσαν το ιστορικό μυθιστόρημα του πρίγκιπα Μιχαήλ (MicheldeGrece) «Μπουμπουλίνα». Πρόκειται για μιαν εξαιρετική λογοτεχνική εργασία, δοσμένη με ακριβή ιστορική προσέγγιση στα γεγονότα. Για το εγχείρημά του ο πρίγκιπας συνεργάσθηκε με έγκυρους ιστορικούς και εκλεκτούς ευπατρίδες. Από αυτήν του την εργασία αντλούμε στοιχεία, που αναδεικνύουν την προσωπικότητα της ηρωίδας.
Έγκυος, κοντά στη γέννα της Λασκαρίνας, η μητέρα της Σκευώ πούλησε τα υπάρχοντά της και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να προσπαθήσει να απελευθερώσει τον σύζυγό της Σταυριανό Πινότση. Αυτός είχε λάβει μέρος στα Ορλωφικά και τον είχαν προδώσει στους οθωμανούς. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό. Είχε πεθάνει μιαν ημέρα πριν, από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες.. Ο ισχυρός κλονισμός της Σκευώς από το θέαμα του νεκρού ανδρός της, προκάλεσε την πρόωρη γέννηση της Μπουμπουλίνας μέσα στο μπουντρούμι, το 1771.
Η μητέρα της, χήρα και νέα στην ηλικία, γύρισε με το μωρό πάμπτωχη στις Σπέτσες. Πέντε χρόνια μετά παντρεύτηκε τον πλούσιο Δημήτρη Λαζάρου και έτεκε έξι γιούς και δυο κόρες...Η Μπουμπουλίνα ήταν ξένο σώμα στη νέα οικογένεια. Η μητέρα του πατριού της ήταν δυο φορές μητριά και τα ετεροθαλή αδέλφια της την περιφρονούσαν. Η μητέρα της την υπεραγαπούσε αλλά δεν είχε χρόνο, ούτε τρόπο να την υπερασπιστεί. Η κατάστασή της χειροτέρεψε όταν πήγε να επισκεφθεί στην Ύδρα τον θείο, από την μητέρα της, Κουντουριώτη. Η σύζυγός του και η μητέρα της αδελφές. Αυτός δεν την δέχθηκε και ο γιός του, πρώτος της εξάδελφος, Γιώργος Κουντουριώτης, την έδιωξε με βίαιο τρόπο. Στη σκληρότητα που αντιμετώπιζε η ψυχική διέξοδος για την Μπουμπουλίνα ήταν η θάλασσα και ο γάμος.
Στα δέκα επτά της χρόνια, το 1788, παντρεύτηκε τον ανδρείο πλοιοκτήτη Δημήτρη Γιάνουζα. Του χάρισε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τη Μαρία. Κοντά του έμαθε να κυβερνά πλοία στη Μεσόγειο και στη Μαύρη θάλασσα και συμμετέσχε με επιτυχία στις εμπορικές του δραστηριότητες. Στα 1797, ανοικτά της Λιβύης, σε ενέδρα τούρκων ο Γιάνουζας σκοτώθηκε. Η Λασκαρίνα ήταν 26 ετών, με τρία παιδιά. Τη ζήτησε σε γάμο ο πλούσιος πλοιοκτήτης και επίσης χήρος Μπούμπουλης, που την ήθελε και πριν παντρευτεί τον Γιάνουζα. Υποχώρησε μετά από τρία χρόνια. Παντρεύτηκαν στα 1801 και του χάρισε τρία παιδιά, την Σκευώ – όνομα της μητέρας της-, την Ελένη και τον Νικόλαο. Αυτός είχε τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο. Το 1811 Αγαρηνοί σκότωσαν τον Μπούμπουλη και η Λασκαρίνα ήταν δυο φορές χήρα με εννέα παιδιά και με πολύ μεγάλη περιουσία.
Τα προγόνια της διεκδίκησαν μέρος της περιουσίας. Έφτασαν στην Πόλη και ζήτησαν από το Πατριαρχείο να την αφορίσει αν δεν τους την έδινε. Το Πατριαρχείο, το 1820, την αφόρισε μέχρις ότου δώσει στα προγόνια της όσα διεκδικούσαν. Η Λασκαρίνα δεν υπάκουσε. Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε αποφασίσει όλη η περιουσία της να πάει στον Αγώνα, όπως και πήγε. Το 1820 ναυπήγησε το πολεμικό πλοίο «Αγαμέμνων», 48 πήχεων και με δικά της χρήματα το εξόπλισε με 18 κανόνια και το επάνδρωσε με πολλούς ναυτικούς.. Οι Τούρκοι το ήξεραν... Το όνομα που έδωσε στο πλοίο δείχνει το πόσο τιμούσε την εθνική κληρονομιά της.
Στην έναρξη του Αγώνα ήταν πενήντα ετών, αλλά, όπως έγραψε ο Φιλήμων ήταν «επιβλητική καπετάνισσα, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει». Δια ξηράς και δια θαλάσσης έλαβε μέρος στην άλωση της Μονεμβασίας, της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Κατά την πρώτη, αποτυχημένη, πολιορκία του, οι Έλληνες υποχώρησαν και η Μπουμπουλίνα έσπευσε στο Άργος να τους ενθαρρύνει με χρήματα και οπλισμό. Η εμφάνιση της έφιππης Μπουμπουλίνας, που συνοδευόταν από τον γιό της Γιάννη Γιάνουζα και Σπετσιώτες άνδρες, προκάλεσε ενθουσιασμό στους κατοίκους της πόλης. Στη μάχη με τους Τούρκους σκοτώθηκε ο γιός της, για τον οποίο είπε: «Ο γιός μου είναι νεκρός, αλλά το Άργος σώθηκε...».
Στον εμφύλιο υποστήριξε τον Κολοκοτρώνη, με τον οποίο και συμπεθέρεψε. Η κόρη της Ελένη Μπούμπουλη παντρεύτηκε το 1823 τον πρωτότοκο γιό του Πάνο Κολοκοτρώνη, που σκοτώθηκε σε εμφύλια πολεμική σύγκρουση το 1824. Παρά τους καλοθελητές και ζηλόφθονους, που πήγαν να δηλητηριάσουν τον δεσμό της Μπουμπουλίνας με τον Κολοκοτρώνη, αυτός έμεινε πάντα ισχυρός. Μετά την άλωση του Ναυπλίου έμεινε εκεί σε οικία που της παραχώρησαν, αλλά κατά την εμφύλια διαμάχη διώχθηκε από αυτήν και αναγκάστηκε να επιστρέψει στις Σπέτσες μαζί με την κόρη της Ελένη.
Ο φυλακισμένος από τους κυβερνητικούς σε μοναστήρι της Ύδρας Κολοκοτρώνης απελευθερώθηκε στις 16 Μαΐου 1825. Στο διπλανό νησί, στις Σπέτσες, λίγες ημέρες μετά, στις 22 Μαΐου, η Μπουμπουλίνα σκοτώθηκε στο σπίτι του πρώτου άνδρα της Γιάννη Γιάνουζα. Ο γιός της Γιώργος Γιάνουζας έκλεψε την Ευγενία Κούτση και οι Κουτσαίοι πήγαν να την πάρουν. Πάνω στον καυγά την πυροβόλησαν στο παράθυρο όπου βρισκόταν. Ένα βόλι την πέτυχε ανάμεσα στα μάτια και την έριξε νεκρή. Ο δράστης Γιάννης Κούτσης αθωώθηκε από το δικαστήριο των Σπετσών, αλλά ο Γιώργος Γιάνουζας κράτησε γυναίκα του την Ευγενία και απέκτησαν πολλά παιδιά.
Ο «Αγαμέμνων» από τα παιδιά της Μπουμπουλίνας πουλήθηκε στο ελληνικό κράτος και τον έκαψε στον Πόρο ο Μιαούλης, μαζί με τον υπόλοιπο στόλο. Απόγονος της Μπουμπουλίνας ήταν η ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης Λέλα Καραγιάννη, πού έδωσε το επώνυμο της στην αντιστασιακή οργάνωση, που συγκρότησε το 1941.-
Οι γονείς πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους να καταλάβουν ότι δεν γίνεται να ζήσουν μακριά από τον Χριστό. Ο Χριστός είναι ο μόνος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος. Άμα μεταδώσουν αυτό στα παιδιά τους, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Αυτή είναι όλη η διαπαιδαγώγηση.
Η μάνακαλύτερα είναι να ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών, παρά να καταπιάνεται σχολαστικά με το νοικοκυριό, με τα άψυχα πράγματα. Να τους μιλάει για τον Χριστό, να τους διαβάζει βίους Αγίων. Παράλληλα να ασχολείται και με το ξεσκόνισμα της ψυχής της, για να λαμποκοπάει πνευματικά.
Η πνευματική ζωή της μητέρας θα βοηθήσει αθόρυβα και τις ψυχές των παιδιών της. Έτσι και τα παιδιά της θα ζουν χαρούμενα, και εκείνη θα είναι ευτυχισμένη, γιατί μέσα της θα έχει τον Χριστό. Αν η μάνα δεν ευκαιρεί ούτε ένα «Τρισάγιο» να πει, πώς θα αγιασθούν τα παιδιά της;
Εμένα η μητέρα μου μου έμαθε να λέω την ευχή.
Όταν σαν παιδιά κάναμε καμιά αταξία και πήγαινε να θυμώσει, την άκουγα που έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν έβαζε το ψωμί στον φούρνο, έλεγε: «Εις το όνομα του Χριστού και της Παναγίας».
Και όταν ζύμωνε και όταν μαγείρευε, πάλι έλεγε συνέχεια την ευχή. Έτσι αγιαζόταν η ίδια, αγιαζόταν και το ψωμί και το φαγητό που έκανε, αγιάζονταν και αυτοί που το έτρωγαν.
Πόσες μητέρες που είχαν αγία ζωή είχαν και αγιασμένα παιδιά! Νά, η μητέρα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη. Ακόμη και το γάλα αυτής της ευλογημένης μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ – το κατά κόσμον όνομα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη – ήταν ασκητικό!
Είχε αποκτήσει δύο παιδιά και ύστερα ζούσαν με τον σύζυγό της εν παρθενία, αγαπημένοι σαν αδέλφια. Είχε ασκητικό πνεύμα από μικρή, γιατί είχε αδελφή μοναχή, ασκήτρια, την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της.
Ο πατέρας του Γαβριήλ ήταν και αυτός ευλαβής και ασχολούνταν με το εμπόριο, γι᾿ αυτό τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στα ταξίδια.
Αυτό έδινε την ευκαιρία στην μητέρα του να ζη απλά, να μη «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά» , να τον παίρνει μαζί της και να αγρυπνεί με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκκλήσια. Γι᾿ αυτό μετά έφθασε σε τέτοια μέτρα αγιότητος .
Η ευλάβεια της μητέρας έχει μεγάλη σημασία. Αν η μητέρα έχει ταπείνωση, φόβο Θεού, τα πράγματα μέσα στο σπίτι πάνε κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες που λάμπει το πρόσωπό τους, αν και δεν έχουν από πουθενά βοήθεια. Από τα παιδιά καταλαβαίνω σε τι κατάσταση βρίσκονται οι μητέρες.
Τα μωρά είναι σε συνεχή επαφή με τον Θεό, επειδή δεν έχουν μέριμνες. Τί είπε ο Χριστός για τα μικρά παιδιά; «Οι Άγγελοι αυτών εν ουρανοίς δια παντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 18, 10). Έχουν επικοινωνία και με τον Θεό και με τον Φύλακα Άγγελό τους, που είναι συνέχεια δίπλα τους.
Στον ύπνο τους πότε γελούν, πότε κλαίνε, γιατί βλέπουν διάφορα. Άλλοτε βλέπουν τον Φύλακα Άγγελό τους και παίζουν μαζί του, τα χαϊδεύει, τα πειράζει, κουνάει τα χεράκια τους, και αυτά γελούν, άλλοτε πάλι βλέπουν καμιά σκηνή του πειρασμού και κλαίνε...
– Γέροντα, ένα αβάπτιστο παιδάκι κάνει να προσκυνήσει άγια Λείψανα;
– Γιατί να μην κάνη; Μπορεί και να το σταυρώσει κανείς με τα άγια Λείψανα.
Είδα σήμερα ένα παιδάκι, σαν αγγελουδάκι ήταν. «Που είναι τα φτερά σου;», το ρώτησα. Δεν ήξερε να μου πει!
Στο Καλύβι, όταν έρχεται η άνοιξη και ανθίζουν τα δένδρα, βάζω καραμέλες πάνω στα πουρνάρια, που είναι κοντά στην πόρτα του φράχτη, και λέω στα μικρά παιδιά που έρχονται εκεί: «Πηγαίνετε, παιδιά, να κόψετε καραμέλες από τα πουρνάρια, γιατί, αν πιάσει βροχή, θα λιώσουν και θα πάνε χαμένες!».
Μερικά έξυπνα παιδάκια καταλαβαίνουν ότι τις έβαλα εγώ και γελούν, άλλα πιστεύουν ότι φύτρωσαν, άλλα προβληματίζονται. Τα μικρά θέλουν και λίγο λιακάδα.
– Βάζετε πολλές καραμέλες, Γέροντα;
– Εμ, πώς! Τί να κάνω; Εγώ καλά γλυκά δεν δίνω στους μεγάλους· λουκούμια τους δίνω. Όταν μου φέρνουν καλά γλυκά, τα κρατώ για τα παιδιά της Σχολής [1].
Να, κι εδώ χθες βράδυ φύτεψα καραμέλες και σοκολατάκια και σήμερα... άνθισαν! Τα είδατε;
Ο καιρός ήταν καλός, το χώμα ήταν αφράτο, γιατί το είχατε σκάψει καλά, και αμέσως άνθισαν!
Να δείτε τι ανθόκηπο θα σάς κάνω εγώ! [2] Δεν θα χρειάζεται να αγοράζουμε καραμέλες και σοκολατάκια για τα παιδιά. Τι; να μην έχουμε δική μας παραγωγή;
– Γέροντα, κάποιοι προσκυνητές είδαν τα σοκολατάκια που φυτέψατε στον κήπο, επειδή το χαρτάκι τους έβγαινε πάνω από το χώμα. Παραξενεύτηκαν. «Κάποιο παιδάκι, είπαν, θα τα έβαλε».
– Δεν τους είπες ότι τα έβαλε ένα μεγάλο παιδί;
(Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Συμβουλές για τις μητέρες και τούς συζύγους)
__________
[1] Για τους μαθητές της Αθωνιάδος Σχολής.
[2] Ο Γέροντας είχε φυτέψει στο φρεσκοσκαμμένο χώμα καραμέλες και σοκολατάκια και είχε βάλει επάνω τους ανθάκια από πασχαλιά, για να φαίνονται σαν ανθισμένα.
Τετάρτη 5 Ιουνίου 1874. Βράδυ, ώρα 10 μ.μ., στο αρχοντικό της στο Ξυλόκαστρο η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά αφήνει την τελευταία της πνοή «άγουσα το 57ο έτος της ηλικίας της», όπως γράφει η εφημερίδα «Κορινθιακός Αστήρ». Η Πηνελόπη ήταν η μία από τις κόρες του αρχιστράτηγου Γεώργιου Καραϊσκάκη, σύζυγος του Ανδρέα Νοταρά και «πεπροικισμένη με πολλάς αρετάς», όπως σημειώνει στο ίδιο άρθρο ο «Κορινθιακός Αστήρ».
Ορφάνια και φτώχεια
Η Πηνελόπη γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, το 1817 (ή το 1822) και ήταν η μία από τις δύο κόρες του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Η αδελφή της ονομαζόταν Ελένη (Νίτσα) και είχαν δύο αδελφούς: τον Δημήτριο που ήταν ο πρωτότοκος και τον Σπύρο που ήταν το στερνοπούλι του Αρχιστράτηγου της Ρούμελης.
Στις 22 Απριλίου 1827 ο Καραϊσκάκης λαβώθηκε θανάσιμα στη μάχη του Φαλήρου και την επόμενη μέρα εξέπνευσε αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον Αγώνα για την ελευθερία των Ελλήνων αλλά και τα τέσσερα παιδιά του πεντάρφανα.
«Σαράντα τέσσαρες χιλ. γρόσια εις το κεμέρι του Μητρ Αγραφιώτη» γράφει ο ετοιμοθάνατος Καραϊσκάκης στη διαθήκη του, «από αυτά αι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις ταις τζούπρες (σ.σ. κόρες) μου να ταις περιλάβουν οι δυο Μήτρηδες του Σκυλοδήμου και του Αγραφιώτη». Την ώρα που παρέδιδε την ψυχή του ο μεγάλος Έλληνας στρατηγός όρισε την τύχη των κοριτσιών του, ποιος θα τις αναθρέψει ποιος θα τις φροντίσει και τι μερτικό θα πάρουν από την περιουσία του.
Δυστυχώς όμως, από ό,τι δεν φαίνεται, δεν πρέπει να έφτασε στα χέρια των κοριτσιών του Καραϊσκάκη το ορισθέν από τον πατέρα τους ποσό. Στο νησί του Κάλαμου, απέναντι από την Αιτωλοακαρνανία όπου είχαν καταφύγει, η φτώχεια τυραννούσε τα παιδικά τους χρόνια. Ισχυρό τεκμήριο για την κακή οικονομική
κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει αποτελεί μία σειρά επιστολών με αποδέκτη την ελληνική κυβέρνηση, τον Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και άλλους αξιωματούχους ώστε να τους παράσχουν οικονομική βοήθεια.
Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά (ο μεγάλος, ο Δημήτρης είχε τραβήξει ήδη το δρόμο του ως στρατιωτικός) βρίσκονταν στις αρχές του 1828 στον Κάλαμο, υπό την κηδεμονία του Μήτρου Σκυλοδήμου. Η μητέρα τους, η Γκόλφω είχε ήδη πεθάνει ένα χρόνο πριν τον Καραϊσκάκη.
Από εκεί στέλνουν επιστολή αναζητώντας βοήθεια προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον νέο κυβερνήτη της Ελλάδος. «Ο ερχομός σας στην Ελλάδα μας έδωσε μεγάλη εμψύχωση, του γράφουν. Και συνεχίζουν αναφέροντας ότι τρεις μήνες νωρίτερα από τον ερχομό του, είχαν γράψει στην Ελληνική Κυβέρνηση ζητώντας οικονομική στήριξη. Εστείλαμε επί τούτου τον εξάδελφόν μας Μήτρο Σκυλοδήμου, αναφέρουν, αλλά έως τώρα καμία εξοικονόμησιν δεν ίδαμε. Στη συνέχεια τα παιδιά αναφέρουν ότι βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και ζητούν από τον Καποδίστρια να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα τους από όλους τους πατριώτες.
Το γράμμα αυτό η Πηνελόπη, η Νίτσα και ο Σπύρος Καραϊσκάκης το στέλνουν στον Μήτρο Σκυλοδήμο και του ζητούν να το παραδώσει στον Καποδίστρια, αφού με το προηγούμενο γράμμα τους προ την Κυβέρνηση δεν κατάφεραν τίποτα!
Ο αρραβώνας με τον Νοταρά και η προίκα της Πηνελόπης
Οι αρραβώνες της Πηνελόπης και του Ανδρέα Νοταρά έγιναν στο στρατόπεδο του Πειραιά, το 1826. Παρόντες δεν ήταν ούτε βέβαια η εννιάχρονη τότε Πηνελόπη, ούτε ο 16χρονος Ανδρέας Νοταράς. Η συμφωνία των αρραβώνων έγινε μεταξύ του Καραϊσκάκη και του αδελφού του Ανδρέα, του Ιωάννη Νοταρά, του Αρχοντόπουλου της Κορινθίας.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει η εφημερίδα Αιών: «Επί του πεδίου της δόξης και του υπέρ Πατρίδος αγώνος έδιδον την υπόσχεσιν, όπως συνδεθώσι δια συγγενείας, αφ’ ενός μεν ο περίβλεπτος στρατηγός των νεωτέρων Ελλήνων, αφ’ετέρου δε ο την ύψιστην αυτόχθονα αριστοκρατίαν και την στρατιωτικήν και πολιτικήν επιρροήν αντιπροσωπεύων, Ιωάννης Νοταράς, το περιώνυμον Αρχοντόπουλον».
Λίγους μήνες αργότερα βέβαια, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Ιωάννης Νοταράς έπεσαν νεκροί στην ίδια μάχη, στο ίδιο πολεμικό πεδίο. Ωστόσο, η συμφωνία του αρραβώνος δεν διαλύθηκε.
Το 1836, όταν ο Ανδρέας ενηλικιώθηκε, οι γηραιοί άρχοντες της οικογένειάς του, Πανούτσος και Σωτήριος Νοταράς ζήτησαν το χέρι της Πηνελόπης, τιμώντας τη συμφωνία που είχε γίνει στο πεδίο της μάχης.
Είχε προηγηθεί το 1835 η προικοδότηση της Πηνελόπης και η «υιοθεσία» της μαζί με την αδελφή της από τον Όθωνα κατά τη μεταφορά των οστών του πατέρα της από τη Σαλαμίνα στο Κερατσίνι.
Συγκεκριμένα, όπως περιγράφει η εφημερίδα «Αθήνα» στις 22 Απριλίου 1835 παρουσία του βασιλιά Όθωνα, των μελών της Αντιβασιλείας, υπουργών, πρέσβεων και πλήθος κόσμου έγινε το ετήσιο μνημόσυνο του Καραϊσκάκη και η ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον τόπο που έπεσε μαχόμενος. Μαζί με τα οστά του Αρχιστράτηγου μεταφέρθηκαν και τα οστά των υπολοίπων νεκρών της μάχης του 1827, μεταξύ αυτών και του Ιωάννη Νοταρά.
Την τελετή παρακολούθησαν και οι δύο κόρες του Καραϊσκάκη, οι οποίες συνόδευσαν τα λείψανα του πατέρα τους στο μνημείο που ανεγέρθη προς τιμήν του. Με το πέρας της επιμνημόσυνης δέησης, ο Όθωνας απένειμε στον Καραϊσκάκη το μέγα Σταυρό του Σωτήρος, προς «μνημόσυνον αιώνιον των προς τον Ελληνικό Αγώνα λαμπρών κατορθωμάτων του».
Κατόπιν, ο Όθωνας στράφηκε, όπως περιγράφει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αθήνα», προς τις δύο κόρες του Καραϊσκάκη και τους ανακοίνωσε ότι «την φροντίδα την οποίαν δε αυτάς ήθελεν έχει ο πατήρ των αν εζούσε, αναδέχεται ο ίδιος», επισημοποιώντας το γεγονός ότι έθετε τις δύο νεαρές υπό την κηδεμονία του.
Ο Όθωνας ανακοίνωσε με διάταγμα που διαβάστηκε εκείνη τη στιγμή, την προίκα της Πηνελόπης: 500 στρέμματα γης στην Κόρινθο, εκατό εκ των οποίων με καλλιέργεια σταφίδας. Επίσης 6000 δραχμές ως προίκα, με σκοπό να την νυμφευθεί «ο δεύτερος υιός του Νοταρά, καθώς ζώντος του Πατρός της ήτο συμφωνημένον».
Ο γάμος του Ανδρέα Νοταρά και της Πηνελόπης Καραϊσκάκη έγινε στην Κόρινθο το 1836 και έκτοτε η κόρη του αρχιστράτηγου έζησε μεταξύ Κορίνθου, Τρικάλων και Ξυλοκάστρου. Όπως, γράφεται στις εφημερίδες της εποχής, αφοσιώθηκε πλήρως στην ανατροφή των παιδιών της, αλλά και σε κοινωνικό έργο. «Χριστιανή τελεία, μεστή αρετών πολίτιδος, όντως ευγενούς, κατέστη το υποκείμενον της λατρείας της κοινωνίας όλης, εν μέσω της οποίας εβίου», γράφει η εφημερίδα «Αιών».
Και συνεχίζει: «Η θυγάτηρ του ενδοξοτάτου των στρατηγών, ούτε αγέρωχος ην, ούτε απότομος, ούτε επιδεικτική· προσηνεστάτη τους τρόπους, γλυκείας πάντοτε λέξεις έχουσα επί των χειλέων πετώσας, απλήν φορούσα ενδυμασίαν, διευθύνουσα αυτή μόνη σχεδόν μέγαν οίκον». Η εφημερίδα τονίζει το αγαθό πνεύμα και την ευλογία της Πηνελόπης, η οποία μεγάλωσε τα παιδιά της αλλά έγινε και η προστάτιδα άγγελος της φτώχειας και των στερήσεων που ζούσε η Ελλάδα εκείνες τις εποχές.
Ταπεινή και μετριόφρων, η Πηνελόπη, έζησε στην κορινθιακή επαρχία και απέφυγε τους κύκλους των Αθηνών, παρότι ο άνδρας της ήταν υπασπιστής του Όθωνα, βουλευτής Κορινθίας και υπουργός. Αυτή η «θυγάτηρ του ενδόξου στρατηγού» προτιμούσε να ζει στο Ξυλόκαστρο και τα Τρίκαλα την ίδια στιγμή που όπως εύστοχα σημειώνει η εφημερίδα «Αιών»: «άσημα όντα, ασύνδετα προς τη δόξα του τόπου ή ανάξια να προσιδώσιν εις το ύψος της εθνικής ιδέας, απολαύουσι των τιμών της αυθεντικής Ελλάδος».
Ο θάνατός της και οι απόγονοί της
Η Πηνελόπη με τον Ανδρέα Νοταρά απέκτησαν 8 παιδιά μεταξύ των οποίων τη Μαρία και τον Σπυρίδωνα. Η μεν Μαρία παντρεύτηκε τον Αριστείδη Έσσλιν, πολιτικό μηχανικό Βαυαρικής καταγωγής, το 1871 και οι απόγονοί της ζουν σήμερα στην Αθήνα. Ο δε Σπυρίδων ήταν αξιωματικός του στρατού και εκλέχθηκε πολλάκις βουλευτής Κορινθίας.
Η Πηνελόπη Καραϊσκάκη-Νοταρά πέθανε όπως είπαμε, σαν σήμερα, 5 Ιουνίου 1874, στο Ξυλόκαστρο βυθίζοντας στο πένθος όλη την Κορινθία. Ήταν μόλις 57 ετών και δεν πρόλαβε για δύο μήνες να δει την εγγονή της, η οποία γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1874 και πήρε το όνομά της, προς τιμήν της!
Επιμέλεια-έρευνα-κείμενα: Γιώτα Χρ. Αθανασούλη
Πηγές:
Αρχείο Εφημερίδων Ελληνικής Βουλής
Γεώργιου Χαρίτου, Αρχείον Γεώργιου Καραϊσκάκη
Αλέξης Γαλανούλης, Δύο επιστολές των ορφανών παιδιών του Καραϊσκάκη προς τον Ι. Καποδίστρια και τον Μήτρο Σκυλοδήμο
Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).
Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.
Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.
Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α' Έπιστολή Πέτρου, ε' 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος.