Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Η μάρτυρας Αναστασία του Όρους των Ελαιών και ο π.Ιωακείμ



Ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Στρογγυλός (1950-2009) ασκήτευσε στα Ιεροσόλυμα, στο Άγιο Όρος των Ελαιών. Είχε κτίσει εκεί ιερά μονή και ναό, έχοντας λάβει για αυτό την ευλογία από τον Ίδιο τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όταν ήταν μικρό παιδί.
Την εντολή του Θεού την εκτέλεσε, αλλά τι του κόστισε!
Θα σας μιλήσουμε για αυτό το έργο-ανδραγάθημα του πατέρα Ιωακείμ και της θαρραλέας μητέρας του Αναστασίας. Το 2020 συμπληρώνονται 25 χρόνια από την κοίμηση της μάρτυρος Αναστασίας και 11 χρόνια από την κοίμηση του πατέρα Ιωακείμ.


Η μητέρα

Η μητέρα του πατρός Ιωακείμ – Αναστασία Παναγοπούλου-Στρογγυλού – γεννήθηκε το 1912 στην Ελλάδα και έζησε 73 χρόνια, έχοντας λάβει το μαρτυρικό στεφάνι στους Αγίους Τόπους, στα Ιεροσόλυμα, το 1995. Είχε βαθιά πίστη, ήταν ευλαβής και μορφωμένη γυναίκα (σύμφωνα με κάποια στοιχεία, η Αναστασία ήταν καθηγήτρια φυσικομαθηματικών επιστημών). Πρώτα ζούσε στο νησί της Χίου, στο Αιγαίο, όπου είχε μεγάλη υπόληψη ανάμεσα στους συντοπίτες της.

Ο πατήρ Ιωακείμ έλεγε:
«Η μητέρα μου είχε διατελέσει δήμαρχος του Βροντάδου της Χίου, λυκειάρχης και γυμνασιάρχης. Και τα περισσότερα της χρόνια είχε διατελέσει καθηγήτρια φυσικών στο Λιβάνειο Γυμνάσιο Θηλέων Χίου» .
 Το 1950 γέννησε το γιο της, τον μέλλοντα αρχιμανδρίτη Ιωακείμ. Η ζωή της κυλούσε με τους συνήθεις ρυθμούς έως το αποκαλυπτικό 1957, τότε που ο γιος της συμπλήρωνε τα 7 του χρόνια. Τότε ένα τεράστιο γεγονός σημάδεψε συνολικά τον τρόπο της ζωής τους: στο παιδί εμφανίστηκε ο Ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και του ανέθεσε ένα διακόνημα στην εκπλήρωση του οποίου αφιέρωσε όλη τη ζωή του. Και η πιστή μητέρα του έγινε άγγελος-φύλακάς του. Τα εγκατέλειψε όλα και πήγε μαζί με τον γιό της στους Αγίους Τόπους για να εκπληρώσει την εντολή του Χριστού.

Προφητικό όνειρο

Ο πατήρ Ιωακείμ λέει:
«Όταν ήμουν περίπου εφτά χρονών, είχα δει ένα παιδικό όνειρο. Είχα δει ότι έφυγα από τη Χίο, ήρθα στα Ιεροσόλυμα και ότι ανέβηκα στο Όρος των Ελαιών. Πάνω στο Όρος των Ελαιών ήταν ένας νεαρός ιερωμένος. Σύμφωνα με αυτό το όνειρο, ήταν ο Χριστός. Και μου είπε: ‟Από εδώ έφυγα για τους Ουρανούς, εδώ ξανακατεβαίνω. Ο τόπος τώρα δεν είναι δικός Μου, να Μου τον ετοιμάσεις”».

 Η μάνα μου το ήξερε από τότε… Και της μάνας μου η δύναμη ήταν το παιδικό αυτό όνειρο. Η μάνα μου μού είχε πει: 
‟Αυτό σημαίνει θάνατος, αφού ο τόπος δεν είναι Δικός Του και εσύ θα πας να Του τον ετοιμάσεις. Μόνο ένα πράγμα παρακαλώ τον Θεό: Πρώτη εγώ σαν μάνα και ύστερα εσύ. Αν πάθω πρώτη εγώ και μετά εσύ, τότε είναι όλα καλά”».«Πέρασαν τα χρόνια, αυτό δούλευε μέσα μου και με έκανε παπά. Δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτό. Και όταν ήρθα εδώ πάνω, δεν υπολόγισα κανένα κίνδυνο, ούτε το θάνατο. Ούτε τώρα τον υπολογίζω. Και τώρα, απόψε και να με σκοτώσουνε, αυτό είναι η δύναμή μου. Είμαι ζυμωμένος με το αίμα μου με αυτό το παιδικό ενύπνιο.
Αυτά τα λόγια της ήταν προφητικά, έτσι και έγινε…Εκπληρώθηκε!


Ο μικρός Ιωακείμ μεγάλωσε, εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, τελείωσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου σπούδασε θεολογία και νομική, έλαβε τη μοναχική κουρά και έγινε ιερέας.
 Το 1984, το Πάσχα, ο πατήρ Ιωακείμ σε ηλικία 34 ετών, επιτέλους, ήρθε στα Ιεροσόλυμα, μαζί με τη μητέρα του Αναστασία. Σύντομα τον δέχτηκαν στην Αγιοταφική Αδελφότητα, και στη συνέχεια έγινε καθηγητής στη Πατριαρχική Σχολή της Σιών. Λειτουργούσε κάποιο διάστημα στη Γεθσημανή, στον τάφο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

 Μια φορά τον είχε καλέσει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ. Διόδωρος (ήταν επίσης από τη Χίο)… Ο πατήρ Ιωακείμ διηγείται αυτό το γεγονός το 2007 ως εξής:

«Ο Πατριάρχης παρακαλούσε έναν-έναν τους τότε κληρικούς του Πατριαρχείου να έρθουν στο χώρο αυτό, κάποιος να έρθει… Αλλά δεν είχαν μέσα τους κάτι που να τους παρακινεί, δεν έπαιρναν την απόφαση να έρθουν να κατοικήσουν εδώ. Τελικά το είπε σε μένα. 
Μου λέει: ‟Θα σε στείλω στο Όρος των Ελαιών, θα σου δώσω το χώρο της Αναλήψεως, θα βάλεις εσύ τις οικονομίες σου τις προσωπικές, ό,τι έχεις αυτή τη στιγμή ως κληρικός, και από οικογενειακή περιουσία αν έχεις και την εξουσιάζεις, θα τα διαθέσεις και θα βάλεις μπρος. Αλλά αυτά θα είναι η μαγιά, διότι οι προσκυνητές και οι χριστιανοί δε θα μείνουν έτσι, θα συμβάλλουν μετά όσο μπορούν. Και έτσι θα ξαναποκτήσουμε το χώρο της Αναλήψεως και θα ξαναγίνει χώρος λατρείας”. Και έτσι ξεκίνησα από το μηδέν».

 Λοιπόν, το 1987, 3 χρόνια μετά τον ερχομό του στο Ισραήλ, ο Πατριάρχης ευλόγησε τον πατέρα Ιωακείμ να οργανώσει μοναστήρι στο Όρος των Ελαιών. Εκπληρώθηκε αυτό που είχε αποκαλυφθεί στο παιδί 30 χρόνια πριν!Μάλλον, ο πατήρ Ιωακείμ φύλαγε κρυφή την αποκάλυψη που του είχε δώσει ο Κύριος και περίμενε την ώρα. Αυτό δείχνει τα υπέροχα χαρακτηριστικά της ψυχής του: σεμνότητα και ταπείνωση.
Από τότε, όλη η ζωή του πατέρα Ιωακείμ ήταν αφιερωμένη στην εκπλήρωση της εντολής του Χριστού!

Η ηρωική καθημερινότητα!

 Αυτό ήταν πολύ δύσκολη, ακόμα και επικίνδυνη υπόθεση. Πολύ γρήγορα, ο πατήρ Ιωακείμ σήκωσε κι ένιωσε επάνω του όλο το βάρος του διακονήματος. Εκείνη την εποχή, ο χώρος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, στο Όρος των Ελαιών, ήταν ένα περιφραγμένο σχεδόν εγκαταλελειμμένο οικόπεδο που είχε δέντρα φυτεμένα χωρίς κανένα σχέδιο και ένα σκουπιδότοπο που είχε προκλητικά στηθεί από Άραβες (αυτό είναι το αγαπημένο τους βάσανο για τους χριστιανούς στο Ισραήλ).
 Πρέπει να πούμε ότι δεν υπήρχε τότε μεγάλη ροή προσκυνητών στους Αγίους Τόπους, πόσο μάλλον σε αυτόν τον χώρο. Ζούσαν φτωχικά, σχεδόν αποκλειστικά με τη σύνταξη της μητέρας. 

Σε μια μικρή συνέντευξη το 1992 η μητέρα του πατέρα Ιωακείμ αγαθόψυχα είχε πει:
«Ο παπάς ό,τι του αφήνουν, τα μαζεύει όλα και τα δίνει για την εκκλησία. Έχει όνειρο να κτίσει εδώ την εκκλησία. Όλα τα διαθέτει για αυτό το σκοπό».

Είχε πει επίσης ότι: «Στην αρχή, δεν ήθελα να έρθει επειδή έχω διαβάσει και έχω ακούσει ότι παπάς παπά καλό δε θέλει. Και όταν είδα την υπομονή του, τού λέω: ‟Γιέ μου, με την ευχή μου! Και σου εύχομαι να μην μετανιώσεις”. Και σταμάτησα να του μιλάω για αυτό».

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν η ζωή είναι δύσκολη εδώ, η μητέρα του πατέρα Ιωακείμ απάντησε:
«Πάρα πολύ δύσκολη επειδή βρισκόμαστε μέσα σε εχθρική περιοχή μουσουλμάνων οι οποίοι είναι όλο να ζητούν λεφτά και τα λοιπά. Και εμείς ζούμε με σαλάτες…».

Επίσης είχε πει:
 Οι δυο τους έκαναν οικονομία σε όλα, μόνο και μόνο να συνεχιστεί η οικοδομή. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, η Αναστασία αγόραζε από τους Άραβες χαλασμένα λαχανικά και μαγείρευε με αυτά. Μετά από κάποιο διάστημα, άρχισαν να φέρνουν τρόφιμα από το Πατριαρχείο. Αργότερα, και οι προσκυνητές, όταν γνώρισαν τον παππούλη, προσπαθούσαν να επισκέπτονται αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Οπότε, ήταν λίγο πιο εύκολα τα πράγματα.«Θα ήθελα να δω το γιό μου με οικογένεια και παιδιά διότι η ζωή του τώρα δεν υποφέρεται. Αλλά εφόσον τον ικανοποιεί και το θέλει ολόψυχα, δεν έχω αντίρρηση».

 Ο πατήρ Ιωακείμ έκανε τιτάνια προσπάθεια: καθάρισε τον χώρο του μοναστηριού, ανακάλυψε το σπήλαιο μέσα στο οποίο ενδέχεται να επισκέπτονταν ο Σωτήρας με τους μαθητές Του. Βρήκε ενταφιασμένους από παλαιά μοναχούς που είχαν σκοτωθεί από μουσουλμάνους. Έκτισε εκκλησάκι προς τιμήν αυτών των αγνώστων μαρτύρων και άναψε τα καντήλια στους παλαιούς τάφους. Τέλος, ο πατήρ Ιωακείμ έφτιαξε στη μονή έναν υπέροχο κήπο με ροδιές, φιστικιές, αμυγδαλιές, ελιές, καλλωπιστικούς θάμνους, φοίνικες και λουλούδια. Και το σημαντικότερο: άρχισε να κτίζει τον Ναό!

 Ο Κύριος φώτισε τον πατέρα Ιωακείμ πρώτα να κτίσει την κάτω εκκλησία ως ρεζέρβα, «σε περίπτωση που γκρεμιζόταν ο επάνω ναός». Αυτό είχε γίνει προφητικά, αφού αν δεν υπήρχε αυτός ο ναός, ίσως, δε θα υπήρχε ούτε το μοναστήρι… Έχοντας κτίσει τον κάτω ναό, ο παππούλης άρχισε να λειτουργεί, πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής Μονής της Αναλήψεως.

Πόσα σημαντικά ιστορικά γεγονότα συνέβησαν χάρη στους ακούραστους ηρωικούς κόπους του πατέρα Ιωακείμ και της θαρραλέας του μητέρας Αναστασίας η οποία του ήταν στήριγμα και αποκούμπι! Ήταν δίπλα του σε όλες τις δοκιμασίες. Έκανε το ανδραγάθημά της.
Γενικώς, στο Ισραήλ είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση επειδή επικρατεί ιστορικά μια συνεχής αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ισραηλίτες-ιουδαίους και τους Άραβες-μουσουλμάνους. Και ο παπούλης είχε βρεθεί ανάμεσα σε δύο πυρά.

Προσβολές από τη μεριά των μουσουλμάνων

 Από τη μεριά των μουσουλμάνων είχαν δεχτεί πολλές προσβολές, μια και το μοναστήρι βρίσκεται στην μουσουλμανική περιοχή των Ιεροσολύμων. Οι ισλαμιστές ενοχλούσαν τον πατέρα Ιωακείμ γιατί δυσφορούσαν με την παρουσία εδώ ορθόδοξου ιερέα. Κατά το προτελευταίο έτος της ζωής του στη γη (το 2008), ο πατήρ Ιωακείμ είχε ομολογήσει:
«Όταν ένας ορθόδοξος ιερομόναχος πηγαίνει σε έναν χώρο και ο χώρος αυτός κατοικείται από μουσουλμάνους, και θέλει να κτίσει εκκλησία, σε έναν χώρο που δεν υπάρχει ούτε υπήρχε χριστιανός, καταλαβαίνετε τι τον περιμένει. Αλλά με τη δύναμη του Θεού και με υπομονή το ξεπεράσαμε αυτό το στάδιο».

Αυτό είναι υπερβολικά σεμνό. Στην πραγματικότητα απειλούσαν τον παπούλη, κάμποσες φορές τον έδερναν, τον εκβίαζαν, συχνά τον εκβίαζαν για χρήματα, έβαζαν φωτιά στο Ναό, τον λήστευαν και του έκαναν και άλλες πολλές κακίες. Ο πατήρ Ιωακείμ είχε μιλήσει μόνο για ένα συμβάν, τότε που έβαλαν φωτιά στο Ναό:

«Μια φορά ήρθαν κι έβαλαν φωτιά στην εκκλησία αλλά εκ θαύματος πάλι σώθηκε. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα… Ξύπνησα αλλά δεν ξέρω από τι. Βλέπω ξαφνικά τη μητέρα μου εκείνη την ώρα να μου λέει: ‟Τρέξε στην εκκλησία. Πήγαινε γρήγορα”. Ήρθα εδώ πέρα. Παντού καπνοί… Εγώ νόμιζα ότι η εκκλησία είχε καεί τελείως… Ούτε καν μπορούσα να μπω μέσα. Φώναξα τους μουσουλμάνους που δούλευαν εδώ, ήρθανε, βάλανε βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο και ό,τι βρήκαν μπροστά τους, τυλίχθηκαν και μπήκαμε στο Ναό. Και με το λάστιχο σβήσαμε τη φωτιά…».

Η επίθεση από τη μεριά φανατικών Εβραίων

Κάποτε ο πατήρ Ιωακείμ είχε πει ότι κάθε βράδυ που φεύγει από τον Ναό, δεν ξέρει αν θα δει αυτόν τον Ναό το πρωί ξανά… Μόνο να φανταστούμε σε τι περιβάλλον βρίσκονταν ο πατήρ Ιωακείμ και η ηλικιωμένη του μητέρα, μας πιάνει ρίγος: κάθε νύχτα ήταν και μια δοκιμασία, είτε θα έδερναν, είτε θα σκότωναν, είτε θα κατέστρεφαν τον Ναό… Κάθε μέρα σαν σε πόλεμο, στην εμπροσθοφυλακή: να αντιμετωπίζεις συνεχώς φόβο και ένταση… Μόνο αυτοί που βρίσκονταν σε ανάλογες περιστάσεις μπορούν να το καταλάβουν. Αλλά ο πατήρ Ιωακείμ ηρωικά τα κατάφερε και άντεξε όλα τα δεινά. Τώρα για κάποιο λόγο αυτό αποσιωπάται.

Να πώς ο ίδιος ο πατήρ Ιωακείμ μιλάει για την επίθεση που δέχτηκε από φανατικούς Εβραίους:
«Μια φορά μου έγινε επίθεση στη Σιών, εκεί που βρίσκεται το σχολείο του Πατριαρχείου. Μου επιτέθηκε κάποιος φανατικός Εβραίος με μαχαίρι και μου είπε αυτά τα πολύ αξιοσημείωτα λόγια: ‟Εσείς οι Έλληνες χριστιανοί μας κρατάτε τους καλύτερους τόπους. Να το πάρετε είδηση ότι η Ελλάδα είναι για τους Έλληνες και το Ισραήλ είναι για τους Εβραίους. Και δεν έχετε θέση εδώ”. Αυτό τα λέει όλα.

 Μια άλλη φορά που συνόδευα περίπου εκατό προσκυνητές για να προσκυνήσουμε τον Πανάγιο Τάφο, με έπιασαν στο δρόμο φανατικοί Εβραίοι και με έφτυσαν στο πρόσωπο. Πριν προλάβω να συνέλθω, το είχαν βάλει στα πόδια. Τότε, αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση…

Εμένα, την ελληνική σημαία μού την έχουν τεμαχίσει με μαχαίρι 10 φορές. Σαν να μου έλεγαν ότι ‟κι εσύ θα έχεις την ίδια τύχη! Όσο μας κολλάς σημαίες μπροστά μας, με το σταυρό επάνω, θα έχεις να λογαριαστείς μαζί μας!”
Εγώ τους αγνοώ και συνεχίζω, φυσικά, να υψώνω την ελληνική σημαία και το σταυρό. Και αν κάποια μέρα λογαριαστώ μαζί τους, αυτό δε με φοβίζει».

Η καταστροφή του Ναού

 Πάνω στον κάτω Ναό ο πατήρ Ιωακείμ άρχισε να κτίζει και τον πάνω Ναό, αντίγραφο της περίφημης Νέας Μονής Χίου του 11ου αιώνα. Είχε κάνει σχέδιο και μεγάλη μεταλλική μακέτα του Ναού που ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να δει στο μοναστήρι.

  Η ανέγερση του Ναού ήταν επιπρόσθετα δύσκολη λόγω της συμπεριφοράς των Ισραηλινών Αρχών. Ο πατήρ Ιωακείμ συνέχεια τους ζητούσε άδεια για ανοικοδόμηση του Ναού. Το θέμα ήταν ότι στο ιστορικό κέντρο των Ιεροσολύμων επιτρέπεται να ανακαινίζουν μόνο παλαιά κτίρια, και απαγορεύεται να κτίζουν καινούργια, γι’ αυτό χρειάζεται ειδική άδεια για νέα οικοδομή. Οι εκπρόσωποι των Αρχών τη μια υπόσχονταν να δώσουν την άδεια την άλλη όχι. Τον περιέπαιζαν διπλωματικά, με πειράγματα και ειρωνείες. Ώσπου μια φορά τελικά έδωσαν την άδεια να κτιστεί ο Ναός, αλλά μόνο προφορικά, αλλά είχαν υποσχεθεί ότι αργότερα θα έδιναν και τα σχετικά έγγραφα για αυτό. Ισχυρίζονταν ότι επειδή είναι εκκλησία κάτι θα κάνουν για αυτό, κάπως θα διευθετηθεί το ζήτημα.

 Τώρα κυκλοφορούν ψευδείς πληροφορίες, ότι δήθεν ο πατήρ Ιωακείμ χωρίς άδεια, αυτοβούλως, άρχισε να κτίζει την εκκλησία και δικαίως ταλαιπωρήθηκε για αυτό. Αλλά αυτό είναι ψέμα. Υπάρχει διαβεβαίωση του ίδιου πατρός Ιωακείμ που έχει βιντεοσκοπηθεί

 Λοιπόν, ο πατήρ Ιωακείμ πίστεψε στις Ισραηλινές Αρχές και για αυτό ξεκίνησε την οικοδομή. Το 1992 είχε οικοδομήσει σχεδόν πλήρως το σκελετό του Ναού από μπετό. Και τότε οι Αρχές ξαφνικά αποφάσισαν να γκρεμίσουν τον Ναό. 
Τον Ιούλιο του 1992, όταν απουσίαζε ο πατήρ Ιωακείμ από το μοναστήρι, μπήκαν μέσα ισραηλινοί στρατιώτες με αστυνομία και μπουλντόζες και άρχισαν να γκρεμίζουν τον Ναό. Ο πάνω Ναός καταστράφηκε τελείως. Αλλά όταν άρχισαν να γκρεμίζουν και τον κάτω Ναό, έγινε θαύμα: όταν ο κουβάς της μπουλντόζας άρχισε να χτυπάει την οροφή του Ναού, η εικόνα του Χριστού Σωτήρος βρέθηκε μπροστά από την μπουλντόζα και το μηχάνημα ξαφνικά έπαθε βλάβη. Η εύθραυστη ξύλινη εικόνα αποδείχτηκε πιο ανθεκτική από το μέταλλο! Δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να φτιάξουν τα μηχανήματα.
 
Η θαυματουργή εικόνα του Παντοκράτορα     

  Ο πατήρ Ιωακείμ άφησε την πάνω γωνία του Ναού που είχε παραβιαστεί με την μπουλντόζα, ως υπενθύμιση της λεηλασίας που έγινε και της προστασίας του Θεού. Η εικόνα που έσωσε τον Ναό, βρίσκεται τώρα μέσα και τιμάται ως θαυματουργή.Σύμφωνα με τον πατέρα Ιωακείμ, ο ίδιος ο ναός αντιστάθηκε στην κατεδάφιση. Όλοι ήταν τόσο συγκλονισμένοι με το θαύμα που σταμάτησαν τις εργασίες κατεδάφισης και έφυγαν. Φαίνεται, αυτό άγγιξε ακόμα και τις ισραηλινές αρχές οι οποίες αποχώρησαν, έχοντας καταλάβει ότι ο Ίδιος ο Θεός τους αντιστέκεται και δεν ξαναγύρισαν. Ο Κύριος είχε σταματήσει την κατεδάφιση του Ναού.
 Είναι λυπηρό που ο πατήρ Ιωακείμ, παρά τους πραγματικά πολύ μεγάλους κόπους για το καλό της Εκκλησίας, δεν είχε καλή αντιμετώπιση από όλη την αδελφότητα των Ιεροσολύμων. Κάποιοι τον αντιπαθούσαν. Ο πατήρ Ιωακείμ ποτέ δεν παραπονιόταν, αλλά μία φορά είχε ομολογήσει με πικρία:
«Όταν γκρεμίστηκε η εκκλησία, μου έκοψαν το μισθό και το φαγητό για 2 χρόνια… Για το Πατριαρχείο υπάρχω όσο τα πράγματα πάνε όλα καλά. Όταν παρουσιαστεί έστω και το παραμικρό εμπόδιο, η παραμικρή διαμαρτυρία είτε εκ μέρους του Ισραήλ είτε εκ μέρους των Αράβων ισλαμιστών, τότε στο Πατριαρχείο κάνουν πως δε με ξέρουν…»
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ζούσε ο πατήρ Ιωακείμ.

Η μοιραία βραδιά

Το 1995, τρία χρόνια μετά το γκρέμισμα της εκκλησίας, στον αρχιμανδρίτη Ιωακείμ έγινε δολοφονική επίθεση, αλλά τον έσωσε ένας Ρώσος προσκυνητής. Ο Κύριος έσωσε τη ζωή του πατέρα Ιωακείμ, αλλά η μητέρα του η Αναστασία είχε μαρτυρικό θάνατο, καθώς πρώτη βρέθηκε στο δρόμο των κακοποιών. Έτσι εκπληρώθηκε η παράκλησή της προς τον Κύριο.

  «Η επίθεση έγινε στις 20 Ιουλίου, ξημέρωνε 21. Ήταν απόγευμα. Δεν είχε νυχτώσει, αλλά ετοιμαζόταν να σκοτεινιάσει. Συνήθως τέτοια ώρα, πάντοτε, έρχομαι για να ανάψω τα καντήλια στην εκκλησία. Η μητέρα μου προηγουμένως μού είχε κάνει τον τελευταίο καφέ, μου είχε δώσει το τελευταίο ποτήρι νερό… Και καθώς ήρθα να ανάψω τα καντήλια, σε λίγη ώρα κατέβηκε κι εκείνη κάτω, στην εκκλησία. 
 Μπήκε από την πόρτα. Κρατούσε στο ένα της χέρι ένα ξύλο, σαν μπαστούνι. Και μου λέει: ‟Ωραία την έκανες την εκκλησία! Σου τα γκρέμισαν, σε εμπόδισαν, σε σταμάτησαν, αλλά εσύ την εκκλησία την έκανες! Και έκανες πολύ ωραίες τοιχογραφίες. Έβαλες πολύ ωραία μάρμαρα. Έκανες πολύ ωραίο εικονοστάσι. Αφού δε μου έκανες εγγονάκια, αυτό είναι το εγγονάκι που μου έκανες. Ικανοποιούμαι που είδα εγγονάκι με αυτόν τον τρόπο… Είναι μεγάλο πράγμα το ότι πιστεύουμε στη θρησκεία μας ότι αναλήφθηκε ο Χριστός εδώ. Και το ότι πριν από σένα δεν είχε πατήσει παππάς στον τόπο αυτό, όλους αυτούς τους αιώνες και όλο αυτό το παρελθόν. Ότι είσαι ο πρώτος παπάς που πάτησε, μετά τον Χριστό, στον τόπο αυτό για να γίνει εκκλησία. Φεύγω ευχαριστημένη”.
 Μετά με πλησιάζει και μου βάζει το χέρι της στο στόμα και μου λέει: 
‟Φίλησέ μου το χέρι”. 
Εγώ ξαφνιάστηκα γιατί δε μου το έχει κάνει άλλη φορά. Και της λέω:
 ‟Γιατί, παπάς είσαι να σου φιλήσω το χέρι;”
 Και αυτή: ‟Έλα! Εγώ να φιλήσω το χέρι το δικό σου και εσύ να φιλήσεις το χέρι το δικό μου”. Και κάπως ξαφνιάστηκα, δεν ξέρω, συγκλονίστηκα… Και μετά μου λέει: ”Φεύγω, πηγαίνω επάνω… Και θα σε περιμένω, να μην αργήσεις, να έρθεις γρήγορα”. Και βγήκε έξω. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια».
Να πώς το διηγείται ο ίδιος ο πατήρ Ιωακείμ:

Η μητέρα του πατέρα Ιωακείμ πήγε να μαρτυρήσει…

Μετά από 10 λεπτά, βγήκε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Ξαφνικά του επιτέθηκαν δύο εύσωμοι γεροδεμένοι κακοποιοί με μαύρα ρούχα με κουκούλες. Τα πρόσωπά τους ήταν πλήρως καλυμμένα, έμειναν μόνο οι τρύπες για τα μάτια τους. Ο πατήρ Ιωακείμ διηγούταν:

«Στην συμπεριφορά τους, στο ειρωνικό χαμόγελό τους διέκρινα μία δόση ειρωνείας. Δηλαδή σαν να έλεγαν: ‟Σε βρήκαμε!” Την ίδια στιγμή εγώ, χωρίς να υποψιάζομαι τον κίνδυνο, τους χτυπάω φιλικά στην πλάτη, νομίζοντας ότι είναι κάποιοι που ήρθαν για να μου κάνουν φάρσα».
 Οι κακοποιοί έριξαν στα μάτια του παπούλη σπρέι από φιάλη αερίου, αλλά με την πρώτη το αέριο δεν έπιασε. Ο παπούλης δεν έχασε την ψυχραιμία και σκέφτηκε ότι πρέπει να υποκριθεί ότι έχει χάσει τις αισθήσεις του και έπεσε κάτω. Οι κακοποιοί απομακρύνθηκαν και ο πατήρ Ιωακείμ άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Αμέσως αυτοί γύρισαν πίσω και άρχισαν να τον χτυπάνε με χέρια και με πόδια. Προσπάθησαν να του βγάλουν τα μάτια με ένα αιχμηρό αντικείμενο και να του σχίσουν το στόμα. Του έκοψαν τη γλώσσα… Μετά, με ταινία συσκευασίας, έκλεισαν το στόμα και τη μύτη για να του κόψουν την αναπνοή. Εν τω μεταξύ ένας Ρώσος προσκυνητής, ο Βλαδίμηρος, άκουσε τις φωνές και έτρεξε προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές, έδιωξε τους κακοποιούς και έσωσε τον παππούλη.

 Ο Βλαδίμηρος είναι αγιογράφος από την Αγία Πετρούπολη. Γνωριζόμασταν και μπορώ να πω ότι έμοιαζε με νεαρό Ρώσο παλληκάρι των παραμυθιών: ψηλός, όμορφος, ευγενής και θαρραλέος. Εκείνη τη μοιραία βραδιά χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού και είπε στον πατέρα Ιωακείμ ότι δεν είχε κοιμηθεί για κάμποσες νύχτες. Τη μια προσευχόταν στον Πανάγιο Τάφο, την άλλη πήγαινε στον Γολγοθά, την άλλη στη Γεθσημανή. Δεν είχε λεφτά για ξενοδοχείο. Και ζήτησε να κοιμηθεί μέσα, συμπληρώνοντας: «Ο Θεός θα πληρώσει τη φιλοξενία σου!» Ο πατήρ Ιωακείμ τον λυπήθηκε, του έδωσε δωμάτιο να κοιμηθεί και την ίδια νύχτα σώθηκε από αυτόν! Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου! Ο παπούλης έλεγε ότι ήταν θαύμα.

Τώρα, ο Βλαδίμηρος είναι μοναχός στο Άγιο Όρος, ως πατήρ Βαρσανούφιος. Και στο μοναστήρι όπου έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα, τώρα ασκητεύουν Ρωσίδες μοναχές μαζί με Ελληνίδες. Πιστεύουμε ότι αυτή η παράδοση είναι ευλογία του πατέρα Ιωακείμ από τους ουρανούς.

  Ο πατήρ Ιωακείμ είχε σπάνιο χάρισμα λόγου. Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Εβδομάδα, τη Μεγάλη Παρασκευή, ο Πατριάρχης μόνο σε αυτόν ανέθετε να κάνει το κήρυγμα στη Σταύρωση. Ο πατήρ Ιωακείμ μαζί με τον Πατριάρχη και τους δεσποτάδες των Ιεροσολύμων κάθονταν στα σκαλιά του παρεκκλησίου των Κλαπών και, κρατώντας τον Τίμιο Σταυρό, κήρυττε. Πολύς κόσμος από διάφορες χώρες τον άκουγαν, καθώς βρίσκονταν μπροστά στον Ναό του Παναγίου Τάφου. Είμαι αυτόπτης μάρτυρας: με τη συγκλονιστική του ομιλία έκλαιγαν σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί, αν και πολλοί δεν ήξεραν ελληνικά. Αλλά, η θλίψη των ματιών του και η σπαρακτική του φωνή έφταναν στα μύχια της καρδιάς…

Ίσως, γι’ αυτό οι εγκληματίες προσπαθούσαν να του αφαιρέσουν τη γλώσσα. Ο ίδιος ο σατανάς με τη μορφή δολοφόνων προσπαθούσε να κάνει κομμάτια τη Θεολάλητη γλώσσα του παππούλη, που μαλάκωνε τις καρδιές πολλών ανθρώπων και άναβε μέσα τους την Θεία αγάπη.



Λοιπόν, ο πατήρ Ιωακείμ που από θαύμα σώθηκε, όλος τραυματισμένος, με μώλωπες και αίματα, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Ήλπιζε ότι η μητέρα του θα τον περιμένει εκεί. Αλλά στο δρόμο βρήκε τη μητέρα του πεσμένη κάτω στο χώμα. Δεμένα τα χέρια της, το στόμα τυλιγμένο με ταινία, και ο λαιμός τυλιγμένος και αυτός κάμποσες φορές με ταινία. Η Αναστασία ήταν ήδη νεκρή…

Ο παπούλης έλεγε ότι, όταν δεχόταν το διακόνημα στο Όρος των Ελαιών, φανταζόταν ότι θα υπάρχουν επιθέσεις, τα είχε σκεφτεί όλα, μέχρι και που ότι μπορούν να σκοτώσουν τον ίδιον. Ήταν έτοιμος για θάνατο. Αλλά δεν μπορούσε ποτέ να υποψιαστεί ότι θα σκότωναν τη μητέρα του, μια ηλικιωμένη αδύναμη γυναίκα…
Ποιοι ήταν οι δολοφόνοι: φανατικοί ιουδαίοι ή φανατικοί ισλαμιστές; Στον παπούλη είχαν γίνει επιθέσεις και από τους μεν και από τους δε.
Τους δολοφόνους δεν τους βρήκαν τελικά.

Η μάρτυρας Αναστασία του Όρους των Ελαιών

 Πρέπει να πούμε και κάτι άλλο σημαντικό για την ηρωϊκή Αναστασία, μητέρα του αρχιμανδρίτη Ιωακείμ. Αυτή, ως μυροφόρα, ακολούθησε τον γιό της στο αποστολικό του έργο στους Αγίους Τόπους. Είναι γνωστό ότι κάποια φορά αυτή είχε διαβάσει το βίο ενός αγίου ο οποίος τόσο πολύ την είχε συγκινήσει ώστε να το εκμυστηρευτεί στο γιό της: «Θα ήμουν ευτυχισμένη αν ο Κύριος με αξίωνε και εμένα να γνωρίζω τον ερχομό του θανάτου». Και ο Σωτήρας εκπλήρωσε την επιθυμία της…



   Τρία χρόνια μετά την εκδημία της, με την ευλογία του Πατριάρχη Διόδωρου, έγινε η εκταφή των λειψάνων της: το σώμα της μάρτυρος Αναστασίας ήταν άφθαρτο και ευωδίαζε. Την ξαναέθαψαν, και μετά από επτά χρόνια, και στη δεύτερη εκταφή, βρήκαν το σώμα της και πάλι άφθαρτο. Μόνο τα δάχτυλα στο δεξί χέρι ήταν λυγισμένα για το σημείο του σταυρού.

 Σύμφωνα με παλαιά βυζαντινή παράδοση, ο πατήρ Ιωακείμ άρχισε να τιμά τη μητέρα του ως μάρτυρα του Χριστού, αμέσως, με το γεγονός του θανάτου της.Από τότε έγινε η αγιοκατάταξή της στη χορεία των τοπικών αγίων στη Χίο. Τα άφθαρτα λείψανα της Αναστασίας του Όρους των Ελαιών βρίσκονται σε ειδική λάρνακα που εφάπτεται στον κάτω Ναό.

Όπως έλεγε: «Αναμφίβολα, είναι μάρτυς. Ήταν για μένα πιο οδυνηρό και πιο σκληρό από το αν ο ίδιος θα το πλήρωνα αυτό με το θάνατό μου. Ο θάνατος της μητέρας μου είναι δύο φορές θάνατος δικός μου»

 Στο σημείο της δολοφονίας της μητέρας του, ο παπούλης έχει βάλει την Αγία Τράπεζα, με τη σκέψη μετά να κτίσει εδώ εκκλησάκι. Όμως, ο νυν εφημέριος έβγαλε την περίφραξη και τώρα αυτός ο άγιος τόπος πατιέται από τους προσκυνητές που δεν το υποψιάζονται…

 Δίπλα στην εκκλησία, ο πατήρ Ιωακείμ έκτισε ένα ειδικό χώρο όπου έβαλε τα λείψανα της μητέρας σε γυάλινη λάρνακα. Τα λείψανα ήταν ανοιχτά. Είχαν βαθύ χρώμα μελιού και μερικές φορές ανέβλυζαν πλούσια μύρο, οπότε ο πατήρ Ιωακείμ έβαζε στο βαμβάκι το μύρο και το έδινε σε όσους επιθυμούσαν. Αλλά, δυστυχώς, τώρα τα μυρόβλυτα λείψανα της μάρτυρος Αναστασίας τα έχουν βάλει στο χώμα.

 Όσο ζούσε ακόμα ο πατήρ Ιωακείμ έπαιρνε επιστολές με μαρτυρίες για τις εμφανίσεις της μάρτυρος Αναστασίας και της βοήθειάς της προς τους ανθρώπους. Είναι γνωστή η περίπτωση που εμφανίστηκε με τα αποτυπώματα πληγών στο πρόσωπό της. Είχε πει τότε ότι το αίμα της χύθηκε για την εκκλησία.

Ο λαός νιώθει την αγιότητα της νεομάρτυρος Αναστασίας. Οι Ρώσοι προσκυνητές είχαν φέρει στον πατέρα Ιωακείμ την εικόνα της μητέρας του. Επίσης, Έλληνες αγιογράφοι είχαν φιλοτεχνήσει την εικόνα της νεομάρτυρος του Όρους των Ελαιών. Ο παππούλης είχε χαρεί πολύ και οι εικόνες είχαν εκτεθεί για προσκύνημα.

Ο γιορτινός θάνατος

Στις 27 Μαΐου του 2009, 14 χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, ξαφνικά σταμάτησε και η ζωή του πατέρα Ιωακείμ. Η θερμή φιλόχριστη καρδιά του σταμάτησε την παραμονή της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου. Ήταν μόλις 59 ετών. Ο πατήρ Ιωακείμ, έχοντας τελέσει στη δική του μονή της Αναλήψεως του Κυρίου, στο Όρος των Ελαιών, την πανηγυρική ιερή ακολουθία, αποδήμησε εις Κύριον.
Τον παπούλη τον ενταφίασαν σε έναν τάφο με την αγαπημένη του μητέρα μάρτυρα. Όπως στα χρόνια της επίγειας ζωής, η μητέρα με το γιο ήταν μαζί, έτσι είναι και στην αιώνια ζωή.Οι ορθόδοξοι κατάλαβαν από αυτό ότι ο αρχιμανδρίτης Ιωακείμ ήταν εκλεκτός του Θεού.

Όμως, οι προσκυνητές πρέπει να ξέρουν ότι ο τόπος ενταφιασμού του πατέρα Ιωακείμ αναγράφεται λανθασμένα. Η ταμπέλα με το όνομά του βρίσκεται στον απέναντι τοίχο, πίσω από τον οποίον βρίσκεται η εκκλησία.

Η μονή του πατέρα Ιωακείμ σήμερα
 Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα Ιωακείμ, ο Πατριάρχης Θεόφιλος Γ’ έστειλε στο μοναστήρι τον μοναχό Αχίλλειο. Αυτός δημιούργησε μικρή αδελφότητα από εκπροσώπους διάφορων ορθόδοξων χωρών. Ο κάτω ναός που είχε ανοικοδομηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ, λειτουργεί. Κάθε μέρα εκεί τελείται πρωινός και βραδινός μοναχικός κανόνας, και τις Πέμπτες Θεία Λειτουργία. Στον τόπο του γκρεμισμένου Ναού οικοδομείται ανοιχτό εκκλησάκι. Στον τόπο του μαρτυρικού θανάτου της Αναστασίας σώζεται ανοιχτή Αγία Τράπεζα, που είχε τοποθετηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ.


 Ο παπούλης στόλιζε την αυλή της μονής με ωραία λαμπερά ψηφιδωτά από τα οποία σώζεται η Παναγία Οδηγήτρια. Δυστυχώς, δε σώθηκε ο ωραίος κήπος που είχε δημιουργηθεί από τον πατέρα Ιωακείμ, και κάποιες οικοδομές του. Έχει καταστραφεί η κολυμβήθρα όπου ο πατήρ Ιωακείμ βάφτιζε κόσμο… Σύμφωνα με μαρτυρίες, στον παπούλη έρχονταν κρυφά και μουσουλμάνοι και ιουδαίοι για να βαπτιστούν. Και αυτός κρατούσε πολύ σχολαστικά αυτό το μυστικό μέχρι το τέλος του.

Τώρα το μοναστήρι το επισκέπτονται προσκυνητές από διάφορες χώρες του κόσμου. Οι αδελφές είναι πρόθυμες να κάνουν ξενάγηση σε οποιονδήποτε προσκυνητή περνάει το κατώφλι του μοναστηριού, και σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, ρωσικά, αγγλικά, σέρβικα, ρουμάνικα.

 Ο πιστός λαός με τις απλές καθαρές καρδιές του νιώθει την αγιότητα της μάρτυρος Αναστασίας και του πατέρα Ιωακείμ. Οι Ρώσοι προσκυνητές θα ήθελαν να ξέρουν περισσότερα για αυτούς. Με την επιθυμία των αδελφών του Όρους των Ελαιών αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε τις αναμνήσεις μας για αυτούς τους ένδοξους ασκητές της πίστης. Είναι καθήκον μας να τιμήσουμε τη μνήμη τους και να μιλήσουμε για το ανδραγάθημά τους, για να μάθει όσος περισσότερος κόσμος γίνεται για αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Αυτοί είναι κληρονομιά ολόκληρης της Ορθοδοξίας της εποχής μας.

Ο πατήρ Ιωακείμ είχε αγνή καρδιά με πολλή αγάπη. Από αυτή την καρδιά μοίραζε πλουσιοπάροχα χαρά στις ψυχές των ανθρώπων. Ο αγαπημένος χαιρετισμός του παππούλη: «Καλή Ανάσταση! Καλή Ανάληψη!» ας φωτίζει με χαρά και το δικό μας δρόμο προς τον Χριστό.

Πάτερ Ιωακείμ και μάρτυρα Αναστασία του Όρους των Ελαιών, πρεσβεύσατε υπέρ ημών!

μοναχή Ιωάννα (Ροδνινά)
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβ
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Η Οσία Ξένη της Πετρουπόλεως η δια Χριστόν Σαλή


Σύντομος βίος της Οσίας:

Η Οσία Ξένη (Γκριγκόριεβνα) καταγόταν από πολύ εύπορη οικογένεια της ανώτερης ρωσικής κοινωνίας. Σε ηλικία 26 ετών, μετά το θάνατο του συζύγου της (συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού και πρωτοψάλτη της βασιλικής αυλής), μοίρασε σε πτωχούς τη μεγάλη της περιουσία. Μετά από οκταετή πνευματική προετοιμασία σε ερημητήριο, έζησε την υπόλοιπη ζωή της σε μεγάλη φτώχεια και ταπείνωση, ως ασκήτρια, στους δρόμους της Αγ. Πετρούπολης στο ρωσικό βορρά. Ήταν εντελώς ακτήμων, χωρίς σπίτι ή υλικά υπάρχοντα παρά μόνο τα λίγα ρούχα που φορούσε (κόκκινη φούστα και το σακάκι του συζύγου της), ίδια χειμώνα-καλοκαίρι, παρά το δριμύτατο ψύχος. Το φαγητό της προερχόταν από την ελεημοσύνη των συμπολιτών της. Την ημέρα περιπλανιόταν στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης εμπαιζόμενη και κακομεταχειριζόμενη από πολλούς. Το βράδυ αποσυρόταν στους αγρούς και εκεί γονατιστή προσευχόταν ως το πρωί. Ο αυστηρός ασκητικός αγώνας και η ταπείνωσή της είλκυσαν τη Χάρη του Θεού που την προίκισε με προορατικό, διορατικό και θαυματουργικό χάρισμα. Για να αποφύγει τον ανθρώπινο έπαινο και για να κρύψει τον πνευματικό της αγώνα έζησε μέσα στον κόσμο ως «δια Χριστόν σαλή», κάνοντας δηλαδή περίεργα και ανόητα πράγματα που αποφεύγουν οι συνετοί. Παριστάνοντας την τρελή έκρυβε τα πνευματικά της χαρίσματα και προκαλούσε έτσι τη χλεύη και την αποστροφή των άλλων, ασκούμενη στην ταπείνωση. Αλλά όσο ταπεινωνόταν, τόσο περισσότερο την εξύψωνε ο Θεός. Έτσι, σιγά-σιγά οι συμπολίτες της αναγνώρισαν τα θαυμαστά σημεία που επιτελούσε και παρατήρησαν τα σημάδια αγιότητας που ήταν το υπόστρωμα της φαινομενικά διαταραγμένης ζωής της. Έφτασε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ο σεβασμός και η ευλάβειά τους στην Αγία, ώστε θεωρούσαν την παρουσία της ανάμεσά τους ως ευλογία για την πόλη τους και τη ζωή τους. Εκοιμήθη το 1801 σε ηλικία 71 ετών και ετάφη στο κοιμητήριο Smolensk της Αγ. Πετρούπολης.

http://www.alopsis.gr/alopsis/xenh5.jpg

Ο τάφος της αμέσως έγινε τόπος προσκυνήματος. Με τις προσφορές των πιστών χτίστηκε πάνω στον τάφο παρεκκλήσιο, στο οποίο γίνονταν καθημερινά αγρυπνίες με πολύ μεγάλη προσέλευση του λαού.

http://www.alopsis.gr/alopsis/xenh3.jpg

Στα χρόνια του κρατικού αθεϊσμού σφραγίστηκαν τα παράθυρα και οι πόρτες του παρεκκλησίου. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τον πιστό λαό να προσέρχεται καθημερινά στον κλειστό Ναό και να δέεται στην Οσία Ξένη αιτούμενος τις πρεσβείες και τη βοήθειά της. Μετά την κατάρρευση του αθεϊσμού και την επίσημη αναγνώριση της αγιότητάς της από την Ι. Σύνοδο του Πατριαρχείου Ρωσίας το 1988, η τιμή και ο σεβασμός του λαού στην Αγία είναι αξιοθαύμαστη.

Καθημερινά περνούν από τον τάφο της να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν εκατοντάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών.

http://www.alopsis.gr/alopsis/xenh4.jpg

Πολλά θαύματαθεραπείες και εμφανίσεις της Αγίας, συμβαίνουν και σήμερα σε εκείνους που εκζητούν τις πρεσβείες της.

ΤΑΙΣ ΑΥΤΗΣ ΑΓΙΑΙΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΙΣ Ο ΘΕΟΣ ΕΛΕΗΣΟΝ ΚΑΙ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ.

Ο βίος της Οσίας Σμαράγδας(Ονιστσένκο)[+10 Ιανουαρίου 1945]


Βιντσέντσιου Ντάσκαλου-Περιοδικό ''Lumea monahilor'', nr. 113, noiembrie 2016, pp. 28-31.
Μετάφραση-επιμέλεια π.Γεώργιος Κονισπολιάτης-proskynitis.blogspot


 Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1858 στο χωριό Μαρκόβτσι,περιοχή Τσερνίχιν,στην Βόρεια Ουκρανία, στην οικογένεια του Αβραάμ και της Μαρίας Ονιστσένκο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της,και καθώς τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν φύγει σε άλλες πόλεις,η Μαρία έμεινε μόνη της με την μικρή Ουλιάνα(την μετέπειτα Αγία Σμαράγδα). 
Η σοβαρή ασθένεια της μικρής Ουλιάνας ήταν μία μεγάλη δοκιμασία για την Μαρία. Είχε ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες για την κηδεία. Ο ιερέας που ήλθε να την εξομολογήσει,ζήτησε από την Μαρία όπως όταν η μικρή Ουλιάνα γίνει καλά να την στείλει στο μοναστήρι της Υπαπαντής στο Νιζίν. Από τη στιγμή που οι ελπίδες να ζήσει ήταν ελάχιστες και είχε ήδη αρχίσει να προετοιμάζει τα της κηδείας,η Μαρία συνέναισε στα λεγόμενα του ιερέα. Ωστόσο,πιάστηκε από τα λόγια του ιερέα,και γεμάτη ελπίδα άρχισε να προσεύχεται θερμά. Η Ουλιάνα πραγματικά έγινε καλά.


Στο μοναστήρι του Νιζίν,που βρίσκεται χτισμένο στην αριστερή όχθη του ποταμού Δνείπερου,είχε πολλές μοναχές και φρόντιζαν πολλά ορφανά. Η Ουλιάνα είχε επισκεφτεί πολλές φορές,μαζί με τους γονείς της,το μοναστήρι και κάποιες φορές είχε σκεφτεί ότι και η ίδια ίσως κάποτε θα ζούσε εκεί.

Το 1876 έλαβε το μικρό μοναχικό σχήμα. Το 1914,όταν η Ρωσία μπαίνει στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο,πεθαίνει η ηγουμένη. Η αδελφότητα,λαμβάνοντας υπ'όψιν τις αρετές της,την υπακοή,την άσκησή της,ζητούν να γινέι εκείνη ηγουμένη. Αρνείται την πρόταση θεωρώντας πως δεν είναι άξια.Οι μαναχές επιμένουν.Μετά από πολυήμερες προσευχές και ακούγοντας την συμβολή του πνευματικού της,δέχεται. Το μοναστήρι αντιμετώπιζε καθημερινές προκλήσεις και οι άνθρωποι έτρεχαν να απαλύνουν τον πόνο τους εκεί. Η προσευχή είναι το στήριγμά τους. Τα γεγονότα τρέχουν γρήγορα. Η Αυστροουγγρική κατοχή,η εγκατάσταση του Κόκκινου Στρατού,το τέλος του Α'Παγκοσμίου Πολέμου,ο εμφύλιος...


Το 1922 οι αρχές συλλαμβάνουν την μοναχή Σμαράγδα,ενώ έχει αρχίσει και η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας από τους μπολσεβίκους. Ανακρίσεις,χτυπήματα,ύβρεις,εκφοβισμοί...Η ηγουμένη απαντάει με ηρεμία και αποκρούει κάθε κατηγορία.

 Την εποχή εκείνη πεθαίνει η ηγουμένη της Μονής της Αναλήψεως στο Νιζίν.Παραδίδουν το σώμα της στην αδελφότητα και μετά από προσευχές και τις φροντίδες τους την επαναφέρουν στην ζωή!
 ''Κλινικός θάνατος'',αυτή είναι η ετυμηγορία όλων.
''Θαύμα!'',είναι η απάντηση εκείνων που βλέπουν στο γεγονός την θεία επέμβαση. Και τα δύο γίνονται ουσιώδη χάρη στην παρρησία εκείνης που για δεύτερη φορά νικάει τον θάνατο και η οποία αγωνίζεται για το δικαιώματα της αδελφότητας που ποιμαίνει. Αυτό φέρνει την δεύτερη σύλληψή της,στις 13 Μαΐου 1922.Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης.Το 1925 βρίσκεται και πάλι κοντά στην αδελφότητα. Παρότι γνωρίζει ότι ο διωγμός πλησιάζει στο ζενίθ του,συνεχίζει την δραστηριότητά της. Επισκέπτεται τα κοντινά χωριά.Στηρίζει τους ιερείς των οποίων τους ναούς έκλεισαν. Φροντίζει τους φτωχούς,τις χήρες,τους γέρους,κυρίως όμως τα ορφανά.


Το 1927,οι μπολσεβίκοι κλείνουν το μοναστήρι. Συνοδεύει τις μοναχές που επιστρέφουν στα σπίτια τους και τους προσφέρει λόγο ελπίδας και ένα συμβολικό δώρο. Έπειτα,η Οσία Σμαράγδα,μαζί με άλλες 28 ηλικιωμένες μοναχές,κατευθύνεται προς το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Κόζελετς. Όπως και στο Νιζίν φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία της μονής και βοηθάει τους εμπερίστατους. Το 1930 συλλαμβάνεται ξανά.Της υπόσχονται ότι θα ανοίξουν πάλι την μονή και θα της προσφέρουν οικονομική βοήθεια εαν θα γίνει πληροφοριοδότρια. Αρνείται επειδή «ο Θεός έδωσε- σε εμένα και στην αδελφότητα-ότι είχαμε ανάγκη».

Όταν απελευθερώνεται ,την αναγκάζουν να μείνει σε ένα διαμέρισμα στο Κοζελέτς. Μετά την επίθεση του Χίτλερ,ο Στάλιν ζητάει την βοήθεια της Εκκλησίας και έτσι τα μοναστήρια ξανανοίγουν.Η Οσία Σμαράγδα βρίσκει το μοναστήρι στο Νιζίν ερειπωμένο αφού είχε μετατραπεί σε αποθήκη πυρομαχικών. Με γυμνά χέρια προσπαθούν να το συνεφέρουν.Κάποιοι την κοιτούν με έκπληξη,φόβο και ειρωνεία. Οι εβδομάδες περνούν αλλά δεν το βάζουν κάτω. Σιγά- σιγά σπεύδουν πολλοί πιστοί από τα γύρω χωριά να βοηθήσουν. Ένας ιερέας που είχε επιβιώσει από τα γκούλαγκ,τελεί καθημερινά την Θεία Λειτουργία σε μία παράγκα που είχε μετατραπεί σε παρεκκλήσι. Γίνεται μία νέα αρχή. Προσωρινά όμως.Το 1943 ξανακλείνουν το μοναστήρι. Η Οσία Σμαράγδα αποσύρεται στην Μονή της Αγίας Τριάδος στο Τσερνίχιβ. Λίγο πριν την κοίμησή της έλεγε ότι το μοναστήρι θα ξανανοίξει και εκεί θα βρεί ανάπαυση .Εκοιμήθη στις 10 Ιανουαρίου 1945.



 Το 1969 έκλεισαν το κοιμητήριο της Μονής της Αγίας Τριάδος στο Τσερνίχιβ. Kατά την εκταφή της το λείψανό της βρέθηκε άφθαρτο. Η αφθαρσία των λειψάνων της διαπιστώνεται και τον Νοέμβριο του 2011. Στις 8 Μαΐου 2012 λαμβάνει μέρος η αγιοκατάταξη της Οσίας Σμαράγδας. Στα τέλη της δεκαετίας του'90 η Μονή της Υπαπαντής στο Νιζίν ξανάνοιξε.Το λείψανό της μεταφέρθηκε στο μοναστήρι στις 3 Μαίου 2014.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.



Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.

Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Lela Koukis

Ἡ συνετή σύζυγος


Ὁ ὅσιος Παναγῆς Μπασιᾶς

Ὁ ὅσιος Παναγῆς Μπασιᾶς εἶχε βαπτίσει τὴν ἀδελφὴ τοῦ Σπύρου Μηνιάτη, ποὺ λεγόταν Ρουμπίνα. Αὐτὴ παντρεύτηκε ἕνα πολὺ σκληρὸ καὶ βάναυσο ἄνδρα, ποὺ τὴν κακομεταχειριζόταν.

Ἕνα μεσημέρι ἡ οἰκογένεια τοῦ Σπύρου καθόταν στὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγε. Ξαφνικὰ βλέπουν μπροστὰ τους ἀναπάντεχα τὸν ἅγιο, ποὺ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Σπύρο τοῦ εἶπε:

-Ἔ! Τὶ κάθεσαι... Αὐτὴ τὴν στιγμὴ τὴν ἀδελφὴ σου τὴν Ρουμπίνα τὴν δέρνει ἀπάνθρωπα ὁ ἄνδρας της. Καὶ δὲν φτάνει αὐτό, ἀλλὰ τῆς ἔσπασε καὶ τὸ χέρι της. Καὶ τὸ χειρότερο ἔκανε τὰ γαμήλια στέφανά τους κομμάτια.

Καὶ συνέχισε ἀκόμα πιὸ ἔντονα:

-Πλὴν ὅμως, ὁ πρῶτος γάμος εἶναι μυστήριο! Ἀκοῦς;
Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ἔφυγε βιαστικά.

Τὸ ἐπεισόδιο ποὺ τοὺς ἀνήγγειλε, γινόταν σ' ἕνα χωριό, σὲ μακρινὴ ἀπόστασι, ἀλλὰ ὁ Σπύρος πίστεψε τὸν ἅγιο καὶ στενοχωρήθηκε κατάκαρδα γιὰ τὴν ἀδελφὴ του. Σηκώθηκε ἀμέσως, ἑτοίμασε τὸ μουλάρι του καὶ ἔσπευσε νὰ πάη νὰ δῆ τὶ γίνεται στὸ σπίτι της.
Ὅταν ἐκείνη τὸν εἶδε, τὸν δέχτηκε μὲ χαρὰ καὶ τοῦ εἶπε:

-Πῶς, ἀδελφὲ μου, τέτοια ὥρα, μεσημέρι μ' αὐτὴ τὴν ζέστη τοῦ Ἰουλίου, ξεκίνησες γιὰ δῶ;

Ὁ Σπύρος τὴν ρώτησε:
-Ρουμπίνα, ποὺ εἶναι ὁ ἄνδρα σου;

-Ἄ Σπύρο μου, εἶχε ξενύχτι ἀπόψε στὴν δουλειά του καὶ κουράστηκε καὶ βγῆκε ἔξω νὰ συναντήση κανένα χωριανό, νὰ τοῦ περάση ἡ ὥρα.

-Καλά, τὸ χέρι σου τὶ ἔχει;

-Ἀδελφὲ μου, αὐτὲς οἱ προβατίνες, ὅταν πρόκειται νὰ βγοῦν ἔξω άπὸ τὸ μανδρί, κάνουν πολλὰ πηδήματα. Μ' ἔσπρωξαν, ἔπεσα καὶ χτύπησα. Μὰ δὲν εἶναι τίποτα... Ἔλα τώρα πᾶμε νὰ ξεκουρασθῆς καὶ τὸ ἀπόγευμα φεύγης μὲ τὴν δροσιά.

Μπαίνοντας στὸ σπίτι ὁ Σπύρος ἀμέσως κοίταξε στὰ εἰκονίσματα, γιατὶ διαρκῶς σκεπτόταν τὰ λόγια τοῦ ὁσίου Παναγῆ.

-Ρουμπίνα, ποῦ εἶναι τὰ στέφανά σου; Δὲν τὰ βλέπω.
Ἡ ἀδελφὴ του, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ διαλύση τὸν γάμο της, δικαιολογεῖται καὶ λέει:

-Σπύρο μου, μὲ τὶς δουλειὲς μου εἶχα καιρὸ νὰ ξεσκονίσω καὶ τὰ κατέβασα νὰ τὰ καθαρίσω.

Ἡ γυναίκα προσπάθησε νὰ κρύψη τὴν ἄθλια συμπεριφορὰ τοῦ συζύγου της καὶ νὰ μὴν φανερώση τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς της, ποὺ ὅλα τὰ ἤξερε μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ ὁσίου, τῆς εἶπε:

-Ἀδελφὴ μου σήκω. Σήκω νὰ φύγουμε, γιατὶ ὁ ἄνδρα σου εἶναι σκληρὸς καὶ σὲ βασανίζει. Ἐγὼ ἦρθα ἐδῶ, γιατὶ μᾶς ἀπεκάλυψε τὴν κατάστασί σου ὁ νουνὸς σου παπα-Μπασιᾶς. Ἔλα μαζὶ μου, ἡ ζωὴ σου ἐδῶ θὰ εἶναι μαρτύριο.

Ἡ Ρουμπίνα ὅμως, συνετὴ καὶ ἀνδρεία στὴν ἀντιμετώπησι τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς, γνώριζε ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ διαλύση τὸ σπιτικὸ της.

-Ἀδελφέ μου, τοῦ ἀπαντᾶ, ὅταν ὁ Θεὸς προστάζη, πρέπει νὰ τὰ ὑπομένω ὅλα.

Ἔτσι ὁ Σπύρος Μηνιάτης ἔφυγε διαπιστώνοντας ὅτι ὅλα τὰ λόγια τοῦ ὁσίου ἦταν ἀληθινά.

(Ἅγιος Παναγῆς Μπασιᾶς)

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι» 
Τόμος πρῶτος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ 

Είμαι αγράμματη, και όταν έλθει η ώρα να φύγω για τον ουρανό, φοβάμαι μήπως χαθώ εκεί πάνω…



Ενενήντα χρονών χήρα πια η γιαγιά Κατερίνα, αγράμματη αλλά πίστη γυναίκα, με συχνή Θεία Κοινωνία, υπομένει ήρεμα τον κόπο των γηρατειών της, ζώντας μέσα στον σεβασμό και στην ολόψυχη αγάπη των δικών της.

Ένα χωριό κάνουν τα 60 παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα της. Και όλα την γλυκοχαιρετουν και φιλούν το χέρι της με σεβασμό και συγκινούνται βλέποντάς την να συγκινείται κι εκείνη και να δακρύζει.

Παιδιά μου, την ευχή μου να ‘χετε, τους έλεγε και τους ξαναλεγε και σταυροκοπιοταν συνέχεια. Μην κάνετε στην ζωή σας ποτέ κάτι που θα λυπήσει τον Χριστό και την Παναγία. Και να κοινωνατε συχνά.

Ένα απόγευμα, καθώς της έκανε συντροφιά η μεγάλη της κόρη, η Αγγελική, άρχισε πρώτη αυτή τη συζήτηση.
Από που ξεκίνησα εγώ η πάμφτωχη και που με οδήγησε ο Θεός, ο Μεγαλοδυναμος!

Μου ‘φερε στο πλευρό μου έναν άντρα μάλαμα, τον Χρήστο, και κάναμε οικογένεια με τη βοήθεια του Θεού καλή δοξασμένο το όνομα του Κυρίου! Χαρήκαμε μαζί πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.

Εκείνος έφυγε, πήγε στον ουρανό. Εγώ έμεινα πίσω.
Δεν είσαι μονή σου όμως, μάνα. Είμαστε όλοι μας κοντά σου!

Σωστά, δίκιο έχεις. Και με προσέχετε σαν τα μάτια σας, και ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά γι’ αυτό. Και παρακαλώ τον θεό στην προσευχή μου να σας έχει όλους σας πολύ καλά. Άλλο θέλω να πω.

Τι, μάνα μου;
Να,πως να το πω, είμαι αγράμματη, και όταν έλθει η ώρα να φύγω για τον ουρανό, φοβάμαι μήπως χαθώ εκεί πάνω, επειδή είμαι αγράμματη. Δεν θα ξέρω που να πάω!

Μανούλα μου, μην ανησυχείς καθόλου. Ο Κύριος μας που τόσο Τον αγάπησες σ’ όλη σου τη ζωή, θα τα κανονίσει όλα. Όταν έλθει εκείνη η ευλογημένη ώρα και για σένα, θα σε πάρει ο φύλακας σου Άγγελος και θα σε ανεβάσει στον ουρανό.

Εσύ δεν θα καταλάβεις τίποτε. Θα κοιμάσαι γλυκά. Εκεί στον ουρανό υπάρχουν δυο μεγάλοι δρόμοι. Ο ένας οδηγεί στο σκοτάδι, στην Κόλαση. Ο άλλος στο φως του Παραδείσου. Ο Άγγελος σου θα σε οδηγήσει προς το φως, πολύ φως, μάνα μου!

Εκεί θα σε υποδεχτούν Άγγελοι, η προστάτιδα σου Αγία Αικατερίνη, ο πατέρας μας, οι γονείς σου και πολλοί άλλοι που τους έκανες καλοσύνες εδώ στη γη. Όλοι αυτοί θα χαίρονται που θα φτάσεις ευτυχισμένη κι εσύ κοντά τους.
Α, έτσι θα γίνει; Κι είχα μια αγωνία.

Μη φοβάσαι, μάνα μου. Ο Χριστός με την Ανάσταση Του νίκησε τον θάνατο και άνοιξε για όσους πιστεύουν σ’ Εκείνον, τον Παράδεισο. Ετοιμάσου τώρα να διαβάσουμε το Απόδειπνο.

Ναι, κόρη μου.
Πάνω στην ώρα ήρθε ο μεγάλος της γιος της γερόντισσας και αφού την ασπάστηκε και πήρε την ευχή της, ζήτησε από την αδελφή του να διαβάσει αυτός το Απόδειπνο, για να ελευθερωθεί εκείνη και να ολοκληρώσει μερικές δουλείες στην κουζίνα. Αυτό κι έγινε.
Ενώ διάβαζε ο Γιώργος το Απόδειπνο κι η γερόντισσα μάνα έκανε ποτέ-ποτέ τον σταυρό της, διέκοπτε ο γιος το διάβασμα και τη ρωτούσε:
Μ’ ακούς, μάνα μου;

Ναι, παιδί μου, συνέχισε, την ευχή μου να έχεις.

Και κρατώντας το χέρι της συνέχιζε εκείνος την ανάγνωση της Ακολουθίας του Απόδειπνου.
Όταν έφτασε η ανάγνωση στο τμήμα της ευχής για τον φύλακα Άγγελο και μάλιστα στο σημείο που λέει «κράτησον της αθλίας και παρειμένης χειρός μου, και οδήγησόν με εις οδόν σωτηρίας», η γερόντισσα τράβηξε απότομα το χέρι της από το χέρι του γιου της, το σταύρωσε με το άλλο της χέρι και πέταξε με τα φτερά του Αγγέλου της για τον ουρανό χωρίς να πει λέξη.

Ο γιος της κατάλαβε αμέσως ότι ήταν η ύστατη στιγμή της στον κόσμο αυτόν. Είδε μια χλωμάδα βιαστική να περνάει στο πρόσωπο της, που σε λίγο έγινε ολοφώτεινο και πολύ γαλήνιο.

Την ασπάστηκε με δέος και συνέχισε την ανάγνωση της Ευχής στον Φύλακα Άγγελο και της υπόλοιπης ιερής Ακολουθίας του Αποδείπνου.
Όταν τελείωσε, πήγε ήρεμος στην κουζίνα και είπε στην Αγγελική δακρυσμένος:
Μας έφυγε η μάνα μας, αδελφή μου.
Τι! Πέθανε; Πότε; Πως;

Την ώρα που διάβαζα την Ευχή του Αποδείπνου στον Άγιο Άγγελο. Ήλθε και την πήρε ο Άγγελος της, γιατί φοβόταν, όπως έλεγε συχνά, μήπως χαθεί μόνη της στον ουρανό, επειδή ήταν αγράμματη και δεν ήξερε που θα βρεθεί εκεί πάνω. Κοίταξε το πρόσωπο της, δεν μοιάζει με αγγελικό;

Κάθε μέρα που την έβλεπα, είχα την αίσθηση ότι ζούσε ένας Άγγελος ανάμεσα μας. Πρέπει όμως να ετοιμαστούμε για την κηδεία. Προσοχή, να μην ξεχάσουμε να ειδοποιήσουμε κάποιον συγγενή μας.

Όλα πρέπει να γίνουν τέλεια, όπως της αξίζει.
Κι έπεσε επάνω της με αναφιλητά.

Στην κηδεία της, που έγινε στον κατάμεστο ενοριακό Ναό, όλοι μακάριζαν τη γιαγιά Κατερίνα με τα τόσα εγγόνια και δισέγγονα. Και ο προϊστάμενος του Ναού ευχήθηκε να αγάλλεται η ψυχή της μαζί με τους αγίους Αγγέλους, τους οποίους τόσο πολύ αγαπούσε.

Η Αθηνά Χατζή και η αγάπη της προς όλους



Η Αθηνά Χατζή γεννήθηκε στα Γιάννενα από ευλαβείς και ευπόρους γονείς το έτος 1895. Παντρεύτηκε αλλά μετά από δυο χρόνια πέθανε ο σύζυγός της. Έκτοτε έζησε την κατά Θεόν αφιερωμένη ζωή.

Κατά την περίοδο του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου η Αθηνά Χατζή επέδειξε ποικίλη δράση και μεγάλη προσφορά. Βοήθησε με σπάνια αυτοθυσία στο Νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων. 

Φρόντιζε τους τραυματίες στρατιώτες μας που τους έφερναν από το μέτωπο. Δεν ωλιγόρησε ποτέ. «Και τη νύχτα να με ειδοποιήτε», έλεγε, «να βοηθήσουμε τους στρατιώτες μας, τους ήρωές μας. Αξίζει κάθε θυσία για την Πατρίδα». 

Την απεκάλεσαν «Μάννα του στρατιώτη» και της απένειμαν τιμητική πλακέτα, η οποία υπάρχει στο μοναστήρι της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα. Ακόμη και Ιταλούς και Γερμανούς στρατιώτες φρόντισε. Κάποιοι ήταν βαρειά τραυματισμένοι και από τις περιποιήσεις της γλύτωσαν από αναπηρίες ή και από θάνατο.

Κάποιοι Γερμανοί όμως, επειδή φανερά υπεστήριζε ότι άδικα εκηρύχθη αυτός ο πόλεμος κατά της Ελλάδος, απεφάσισαν να την συλλάβουν. Την παρακολούθησαν και έστειλαν κάποια ημέρα απόσπασμα στο σπίτι της για την σύλληψή της. 

Όταν κτύπησαν την πόρτα της, η Αθηνά Χατζή βγήκε και τους ρώτησε τι θέλουν. Ο επικεφαλής άλλαξε χρώμα σαν την είδε. Αναγνώρισε στο πρόσωπό της τη νοσοκόμα που τον περιποιείτο στο “Χατζηκώστα” όταν αυτός ήταν βαρειά τραυματισμένος. 

Καθόταν και τις νύχτες κοντά του προσφέροντάς του μέγιστες περιποιήσεις και έτσι σώθηκε από βέβαιο θάνατο. Όχι μόνο δεν την συνέλαβε αλλά από ευγνωμοσύνη προς την ευεργέτιδά του την πήρε παράμερα, της ανέφερε την εντολή της συλλήψεώς της και της υπέδειξε να κρυφθή για λίγες μέρες.

Κατά την δεκαετία του 1930 μαζί με άλλες ευσεβείς κυρίες των Ιωαννίνων δημιούργησαν σύλλογο με το όνομα «Παντάνασσα», στον οποίον διετέλεσε πρόεδρος μέχρι το 1975 που έγινε μοναχή. 

Ο σύλλογος είχε στόχους φιλανθρωπικούς. Βοηθούσαν πτωχές οικογένειες, πάντρευαν πτωχά κορίτσια, διέθεταν χρήματα και σπούδαζαν πτωχά παιδιά που είχαν ζήλο για μάθηση. Δεν παρέλειπαν να βοηθούν στο κτίσιμο και εξωραϊσμό ναών.

Η Αθηνά Χατζή έδειξε υπερβολικό ζήλο και εργαζόταν χωρίς να κουράζεται επί πολλές ώρες, για να έχη επιτυχή αποτελέσματα ο σύλλογος. Άλλωστε δεν ήταν δεσμευμένη με άλλες υποχρεώσεις. Διέθεσε δε για τους σκοπούς της «Παντάνασσας» μεγάλο μέρος της περιουσίας της.

Είχε μεγάλο ζήλο για τις ακολουθίες της Εκκλησίας μας και την θεία Λειτουργία. Έλεγε συχνά: «Πόση δύναμη παίρνω, ψυχή μου, (έτσι αποκαλούσε τον συνομιλητή της) από την θεία Μετάληψη! 

Όταν σκέπτωμαι ότι σε λίγες ημέρες θα κοινωνήσω, αυτό με βοηθάει να προσέχω, ώστε να μην αμαρτάνω. Τι μεγάλο δώρο του Πατέρα μας Θεού η θεία Μεταλαβή!»

Το έτος 1975 σε ηλικία 80 ετών η Αθηνά έγινε μοναχή στο μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα, με το όνομα Άννα. Εκοιμήθη το έτος 1987 σε ηλικία 92 ετών και άφησε παράδειγμα μοναχής ενάρετης με οσιακά τέλη ζωής.

Την Αθηνά Χατζή εγνώρισε και ο γέροντας Παΐσιος όταν μόναζε στο Στόμιο. Τον ωδήγησε ο Θεός στο σπίτι της στα Γιάννενα χωρίς να την γνωρίζη, για να την διδάξη την μοναχική ζωή. Διηγείτο πολλά επαινετικά και αξιοθαύμαστα γι’ αυτήν.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, σελ. 347.


Η ΜΑΝΑ ( Μια πολύ συγκινητική και αληθινή ιστορία )



Σηκωνόταν κάθε πρωί και πριν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι.
 
Έκανε τον σταυρό της, αργά, ευλαβικά.
Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε το σταυρό της.

Το άφηνε απαλά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. 
Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοπετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού.

Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού της.

Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού.
Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στην δουλειά.

Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του.

Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν.
Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι.

Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στο ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθο της ημέρας.
Μέσα στο ναό καθόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης.

Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την ευχή.
Μόλις τελείωνε ο όρθος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του.
Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.

Το απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι.
Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει.

Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει.
Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο.
Αν σήκωνε τα μάτια του έβλεπε πάντα το χαμόγελό της.
Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν.
Τελείωνε το φαγητό του.
Έκανε τον σταυρό της.

Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι.
Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπερνε ο ύπνος εκεί.
Κατα το βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν και καθώς άνοιγε την πόρτα έλεγε «μάνα, θα βγώ…».

Η φωνή της ακουγόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας «…να προσέχεις παιδί μου…».

Έμενε στην κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή. 
Μετά από λίγο γυρνούσε στο δωμάτιό της.
Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. 
Σήκωνε απαλά την φούστα της, τα γονατά της ακουμπούσαν χάμο.
Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της 
Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.

Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρόν θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της.

Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες.
Στα γόνατα.
Στο μικρό αυτό χαλάκι, στην μικρή αυτή κάμαρα.

Ποτέ της δεν έκανε κύρηγμα στο γιο της.
Ποτέ της δεν τον ρωτούσε που πήγαινε, με ποιους ήταν, τί έκανε.
Την ανησυχία της την έκανε προσευχή.

Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν.
Ήταν ο γιος της.
Γύρισε.
Έκανε τον σταυρό της.
Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμο και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του.
Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί.

Μα κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο.
Τόση ώρα στα γόνατα δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της.
Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της.
Κάποιες φορές ίσα ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.

Την επόμενη μέρα, η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. 
Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι.
Και αυτό γινόταν χρόνια.
Πάντα διακριτική. 
Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.

Ο καιρός περνούσε.
Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή.
Την αγαπούσε πολύ ο γιος της, και αυτή την αγάπησε πολύ.
Την έφερε και στο σπίτι.
Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν.

Η μάνα του σηκώθηκε έκανε στο σταυρό της, «να ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε.
Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.

Πέρασαν μερικές ημέρες.
Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε.
Μέχρι εκείνο το πρωινό.

Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του μα δεν είδε την μάνα του.
Κοντοστάθηκε.
Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.

Μα όσο πήγαινε η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα.
Άνοιξε την πόρτα.
Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι.

Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στα χέρια της.
Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού.
Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο.
Μπροστά της η εικονά της Παναγίας.

Γονάτισε δίπλα της.
Σταμάτησε να φωνάζει.
Σταμάτησε να κινείται κι αυτός.
Και οι δυο πλέον ήταν γονατιστοί.
Μάνα και γιος.
Δίπλα δίπλα.

Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νήψης που βίωνε.

Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του.
Η όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως της μάνας του.

Σηκώθηκε.
Πήγε προς το προσκυνητάρι.
Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι.
Άλλαξε το φυτιλάκι.
Έκανε το σταυρό του.

Μετά ειδοποίησε τους συγγενείς…

Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος