Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021
Μια συμπαθέστατη γιαγιά,η συντροφιά των ψυχών των κοιμητηρίων μας !!!
Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021
Αγία Φιλοθέη, το πλουσιοκόριτσο που έγινε καλόγρια.
Μοίρασε την περιουσία της και πέθανε από τα βασανιστήρια των Τούρκων…
Η Αγία Φιλοθέη είναι μαζί με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, πολιούχος της Αθήνας και γιορτάζει στις 19 Φεβρουαρίου και στις 12 Οκτωβρίου. Γεννήθηκε το 1522 στην Αθήνα και καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Μπενιζέλων. Μάλιστα, το αρχοντικό της οικογένειας που σώζεται μέχρι σήμερα στην Πλάκα, είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης. Το πλήρες κοσμικό όνομά της ήταν Παρασκευή Μπενιζέλου, αλλά τη φώναζαν χαϊδευτικά Ρηγούλα ή Ρεβούλα. Οι γονείς της φρόντισαν να λάβει τη καλύτερη δυνατή μόρφωση για τα δεδομένα της εποχής. …
Το σπίτι που μεγάλωσε η Αγία Φιλοθέη θεωρείται το παλαιότερο στην Αθήνα. Αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο δείγμα αρχοντικής κατοικίας των μεταβυζαντινών χρόνων. Η κύρια φάση του ανήκει στα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αιώνα και η παλαιότερη στον 16ο – 17ο αιώνα Advertisement Στα 14 της την ανάγκασαν να παντρευτεί με τον, κατά πολύ μεγαλύτερό της, άρχοντα των Αθηνών, Ανδρέα Χειλά, ο οποίος περιγράφεται ως τσιγκούνης, ζηλιάρης και με κακή συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγό του. Λέγεται ότι οι γονείς της , την πίεσαν να παντρευτεί παρά τη θέλησή της για να την γλιτώσουν από τους Τούρκους, που έπαιρναν τις παρθένες σκλάβες στα χαρέμια τους. Ο υποχρεωτικός γάμος της Ρεβούλας δεν κράτησε πολύ, αφού ο Χειλάς σύντομα πέθανε. Η 17χρονη πλέον χήρα ήταν πλούσια και μία από τις πιο περιζήτητες νύφες. Ωστόσο, δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί όπως τη συμβούλευαν οι δικοί της, αλλά να αφιερωθεί σε αγαθοεργίες και φιλανθρωπίες. Το πανέμορφο αρχοντικό των Μπενιζέλων, στο 96 της οδού Αδριανού στην Πλάκα. Σε αυτό το σπίτι του 16ου αιώνα γεννήθηκε και έζησε η Παρασκευή Μπενιζέλου, δηλαδή η Αγία Φιλοθέη Όταν έφυγαν και οι γονείς της από τη ζωή, η Παρασκευή, μετά από ένα όραμα με τον Άγιο Ανδρέα, έχτισε ένα μοναστήρι με ένα εκκλησάκι στο όνομά του. Είναι το εκκλησάκι που σήμερα βρίσκεται δίπλα στο Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής. Ταυτόχρονα με την ανέγερση της μονής, η Παρασκευή έγινε μοναχή με το όνομα Φιλοθέη. Στο μοναστήρι την ακολούθησαν αρχικά, οι υπηρέτριες που είχε στο πατρικό της και πολύ σύντομα, περίπου 150 κοπέλες. Παράλληλα με τη δράση στο μοναστήρι, η Φιλοθέη έκανε συνεχώς φιλανθρωπίες, ενώ ίδρυσε σχολεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και ορφανοτροφεία. Το Ψυχικό και η Καλογρέζα Στο πλαίσιο του φιλάνθρωπου της βίου, η Φιλοθέη άνοιξε ένα πηγάδι σε μια περιοχή κοντά στο κέντρο, που τότε κυκλοφορούσαν κυρίως αγρότες και βοσκοί. Το «ψυχικό» αυτό της καλόγριας, όχι μόνο εξυπηρέτησε τους ανθρώπους που υπέφεραν από την λειψυδρία, αλλά έδωσε και το όνομά του στην περιοχή, όνομα που διατηρείται μέχρι σήμερα. Είναι η περιοχή του Ψυχικού! Η Φιλοθέη είναι υπεύθυνη και για την ονομασία της περιοχής της Καλογρέζας, καθώς εκεί είχε ιδρύσει παράρτημα της Μονής, με την ονομασία «Μονή της καλόγριας». Από την παραφθορά της ονομασίας, προέκυψε η Καλογρέζα. Η Φιλοθέη δεν αλλαξοπίστησε όταν βασανίστηκε από του Τούρκους Η σύλληψη από τους Τούρκους Εκτός από τις γυναίκες που την είχαν ακολουθήσει στο μοναστήρι, η Φιλοθέη βοηθούσε και κοπέλες που είχαν πουληθεί στους Τούρκους ως σκλάβες. Όταν κάποιοι «αγοραστές» πληροφορήθηκαν ότι η Φιλοθέη φυγάδευε τις σκλάβες, πήγαν στο μοναστήρι, τη συνέλαβαν και την οδήγησαν στον Πασά. Εκείνος απείλησε ότι θα την αποκεφαλίσει αν δεν αλλαξοπιστήσει. Η Φιλοθέη απάντησε ότι είναι έτοιμη να θυσιαστεί στο όνομα του Χριστού. Τελικά σώθηκε μετά από διαμαρτυρίες χριστιανών που κατάφεραν να πείσουν τους Τούρκους να την απελευθερώσουν. Το τέλος της Αγίας Φιλοθέης Μετά την απελευθέρωσή της και την επιστροφή της στη Μονή, η Φιλοθέη έγινε ακόμα πιο αγαπητή και συγκέντρωσε στον κύκλο της περισσότερες γυναίκες. Έτσι ίδρυσε παράρτημα στα Πατήσια, στην Τζιά και την Αίγινα και διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπίες. Το 1589 (αναφέρεται και το 1588) την παραμονή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, που ήταν ο πολιούχος της Αθήνας, η Φιλοθέη βρισκόταν μαζί με άλλες μοναχές στο μοναστήρι των Πατησίων όπου έκαναν αγρυπνία. Αργά το βράδυ εισέβαλαν στο μοναστήρι εξαγριωμένοι Τούρκοι που τη χτύπησαν, τη βασάνισαν και την εγκατέλειψαν σε ημιθανή κατάσταση. Οι μοναχές που έτρεξαν να την βοηθήσουν, τη μετέφεραν σε μια κρύπτη στη Καλογρέζα , όπου στις 19 Φεβρουαρίου απεβίωσε λόγω των τραυμάτων της. Η Φιλοθέη αγιοποιήθηκε επί Οικουμενικού Πατριάρχη Ματθαίου Β’ (1595-1600). …
ΠΗΓΗ.ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Ἡ Ὁσία Ματρώνα,η διάδοχος τοῦ Ἁγίου τῆς Κροστάνδης!
Ἡ Ὁσία Ματρώνα(2/5) ἐγεννήθη τό 1881 στό Σέμπινο Ἐπιφανίσκαγια τοῦ νομοῦ τῆς Τούλα, που σήμερα ονομάζεται Κιμόφσκι. Κατήγετο από πτωχικήν οικογένειαν. Ωστόσο, οι γονείς της Δημήτριος και Ναταλία ήσαν ευλαβείς και ενάρετοι άνθρωποι και ζούσαν εργαζόμενοι τιμίως. Το ζευγάρι είχε ακόμη 3 τέκνα -τον Ιβάν, τον Μιχαήλ και την Μαρίαν- όταν η Ναταλία, σε προχωρημένην ηλικίαν, έμεινεν έγκυος εις την Ματρώναν. Εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας που αντιμετώπιζαν, η μητέρα της -πριν ακόμη γεννήσει- απεφάσισε με τον Δημήτριο να δώσουν το παιδί για υιοθεσία στο ορφανοτροφείο Γκολίτσιν, χωρίς να σκεφθοῦν ούτε για μία στιγμή να προβή σε διακοπή της κυήσεως...
Τελικώς, κατόπιν ενός θεόσταλτου ονείρου, το οποίον προμήνυε το πόσο εκλεκτό θα ήτο το παιδί που θα γεννιόταν, η Ναταλία κατέληξε στην απόφαση να κρατήσουν το μωρό και να το μεγαλώσουν οι ίδιοι όπως είχαν πράξει και με τα άλλα παιδιά.
Η Ματρώνα εγεννήθη αόμματος και προορισμένη να σηκώση από νεογέννητη –έως τέλους της ἐπιγείου ζωῆς της- τον Σταυρόν του Κυρίου. Στην βάπτισή της έλαβε το όνομα της Αγίας Ματρώνης της Κωνσταντινουπόλεως. Ο ιερεύς ο οποίος ελέγετο Βασίλειος, ήτο προορατικός και προφήτευσε για το βρέφος ὅτι σάν θα μεγάλωνε, θα ήτο αυτή που θα του φανέρωνε την ημέρα της κοιμήσεώς του! Κατά την ώρα που έβαζε την Ματρώναν εις την κολυμβήθρα, μικρή νεφέλη η οποία ευωδίαζεν, εστάθη άνωθεν του ύδατος. Το συγκλονίζον ἀποκαλυπτικό γεγονός εμαρτύρησε τόσον ο π. Βασίλειος, αλλά και πολλοί παρευρισκόμενοι!
Πολλά και θαυμαστά γεγονότα έζησαν οι γονείς του εκλεκτού αυτού σκεύους εκλογής του Θεού! Όταν η Ματρώνα ήτο έξι ετών, έβγαλε τον σταυρόν ο οποίος εκκρέμετο από τον λαιμό της και καθώς η Ναταλία την μάλωσε, εκείνη της είπε με παράπονο: «Μα γιατί με μαλώνεις; Αφού εγώ έχω τον δικό μου σταυρό!» Πράγματι! Η μικρή Ματρώνα είχεν στο στέρνο της, δίκην σταυρού, ένα μικρόν εξόγκωμα.
Ως παιδί, η Αγία, παρά το ότι ήτο τυφλή, έπαιζε με τα άλλα παιδιά. Όμως αλίμονο, πόσες πικρίες και ταπεινώσεις εδέχθη για την αναπηρία της, εις αυτά τα παιδικά παιχνίδια. Με τον καιρό, το μικρό κορίτσι έπαυσε να βγαίνη εκτός οικίας κι ο μόνος τόπος που επισκεπτόταν ήταν ὁ ναός. Από μικρή, 6-7 ετών, επροικίσθη από τον Θεό με το χάρισμα της αδιαλλείπτου προσευχής, το διορατικό και το προορατικό. Προγνώριζε τί θα συνέβαινε εις τους ανθρώπους που την επισκεπτόταν, τις ασθένειές τους και την θεραπεία τους. Ο κόσμος που προσήρχετο να δη την Ματρώνα, έφερνε και τρόφιμα ή άλλα χρήσιμα είδη κι έτσι, το κοριτσάκι που κάποτε ίσως εθεωρήθη βάρος, τώρα ήτο πηγή βοηθείας για την οικογένειά της!
Η μητέρα της συχνά την λυπόταν και της έλεγε: "Κακομοίρα μου, παιδάκι μου...», άλλ' όμως η Ματρώνα απαντούσε: "Δέν είμαι εγώ η κακομοίρα, άλλα τ' άλλα δύο σου παιδιά είναι κακόμοιρα, ο Ιβάν και ο Μιχαήλ".
Κάποιο φθινόπωρο που η Ματρώνα εκάθητο στην αυλήν, η μητέρα της είπε:
- Πέρνα μέσα παιδί μου, κάνει κρύο.
- Μητέρα, δεν μπορώ μέσα, γιατί μου βάζουν φωτιά...
- Ποιος σου βάζει φωτιά;
- Δεν κατάλαβες, μητέρα, έρχονται οι δαίμονες και όχι μόνο με πειράζουν, άλλα και με τρυπάνε με τις πηρούνες.
Η Ματρώνα επισκέφθηκε πολλά προσκυνήματα σε ολόκληρη την Ρωσία, μαζί με μία πλούσια γυναίκα. Κάποια φοράν, από τα προσκυνήματα που πήγαιναν, βρέθηκαν και στον Άγιον Ιωάννη της Κροστάνδης, που τότε ζούσε ακόμη. Χωρίς να δη την Ματρώνα, όταν μπήκαν στον ναόν, είπε ν' ανοίξουν χώρο και φώναξε: "Ματρωνούσκα, έλα εδώ!", χωρίς νά την γνωρίζη ποιά είναι. Εκείνη ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών. Ὁ Ἁγιος Ιωάννης εἶπε σέ ὅλους: "Αυτή θα είναι η διάδοχός μου. Αυτή είναι ο όγδοος στύλος της Ρωσίας". Κανείς δεν κατάλαβε αυτά τα λόγια, όμως ο Άγιος Ιωάννης ήξερε ότι η Ματρώνα θα ήτο βοηθός στους ανθρώπους, στους δύσκολους καιρούς που έρχονταν...
Στην ηλικία των 17 ετών η Ματρώνα εκτός της τυφλότητος, σήκωσε και τον σταυρόν της παραλύσεως… Έμεινε καθηλωμένη στο κρεβάτι για τα υπόλοιπα 50 έτη της ζωής της... Παρά τα δεινά που την βρήκαν, ποτέ δεν εγόγγυσε και πάντοτε δοξολογούσε τον Θεόν! Έκανε τόσο συχνά τον σταυρό της, βραδέως και με θέρμη, που από τα δακτυλάκια της στο μέτωπό της είχε σχηματισθή λακκούβα!
Όταν μετακόμισε το 1925 στην Μόσχα, χωρίς μάλιστα διαβατήριο και άδεια παραμονής, το καθεστώς επανειλημμένως προσπάθησε να την συλλάβη. Τους ξέφευγε την τελευταία στιγμήν ειδοποιημένη από τον Θεό με διαφόρους τρόπους. Μόλις αυτή έφευγε, κατέφθαναν να την συλλαβουν , αλλά ήτο αργά!
Ή Άννα Βιμπορνόβα θυμάται το παρακάτω περιστατικόν: « Ήλθε μια φοράν ένας αστυνομικός να συλλάβη την Ματρώνα και εκείνη του λέει “Φύγε, φύγε γρήγορα, έχεις συμφορά στο σπίτι σου. Ή τυφλή δεν φεύγει από σένα, εδώ στο κρεβάτι κάθομαι, δεν πάω πουθενά...” Την άκουσε ο αστυνομικός, πήγε σπίτι του και βρήκε την σύζυγό του καμένη από την γκαζιέρα. Πρόλαβε και την μετέφερε στο Νοσοκομείον. Όταν την άλλη μέρα πήγε στην υπηρεσία, τον ρώτησαν, “Τήν συνέλαβες την τυφλή;” “ Την τυφλή, τους είπε, δεν θα την συλλάβω ποτέ. Χάρη στην τυφλή πρόλαβα να πάω την γυναίκα μου στο Νοσοκομείον, άμα δεν μου το έλεγε θα την έχανα...”».
Εδίδασκε η Αγία να μη κατακρίνη κανείς τον πλησίον του λέγοντας τα εξής: «Γιατί να κατακρίνουμε τους άλλους;». «Να σκέφτεσαι πιο πολύ τον εαυτό σου. Κάθε προβατάκι θα κρεμασθή απ’ τη δική του ουρίτσα. Με τις ξένες ουρίτσες τί δουλειά έχεις;».
Ο Πανάγαθος Κύριος πληροφόρησε την ηγαπημένη Του Ματρώνα και για την ημέρα της κοιμήσεώς της. Έτσι, τρεις ημέρες πριν την έξοδόν της (1952), έδωσε τις οδηγίες για τον ενταφιασμό της. Εκοιμήθη εν οσιότητι και ενταφιάσθη εις το κοιμητήριο της μονής του Δανιήλ.
Ἦχος πλ. α΄.
Ἀδιάσειστον στῦλον Ῥωσίας ὄγδοον, τὴν στερουμένην ὀμμάτων ἐκ γενετῆς, εὐλαβῶς ἀνυμνήσωμεν Ματρώναν τὴν ἀοίδιμον, ὡς σκεῦος θείων δωρεῶν καὶ ἀγάπης ἀκραιφνοῦς πρὸς πάντας ἐμπεριστάτους βοῶντες σκέδασον ζόφον παθῶν ἡμῶν φωτὶ σῆς χάριτος.
M α ν ώ λ η ς M ε λ ι ν ό ς
Θα βάλουν μπροστά σας τον ΣΤΑΥΡΟ και το ΨΩΜΙ και θα σας πουν να διαλέξετε”
Η Άννα Βιμπόρνοβα θυμάται… «Επισκέφθηκα την Αγία Ματρώνα τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής, λίγο πριν πεθάνει.
– Μη φοβάσαι μου λέει, δεν θα ξαναγίνει σύντομα πόλεμος. Θα ξαπλώσουμε έτσι, και θα σηκωθούμε «αλλιώς»…
– Πως αλλιώς; την ρωτάω.
– Να,-μου λέει- θα γυρίσουμε στο «ξύλινο»…
– Μάτουσκα, της λέω, τι σημαίνει το «ξύλινο»;
– Ξύλινο αλέτρι μου λέει, με αυτό θα δουλεύουμε τότε…
– Καί που θα πάνε τα τρακτέρ που τώρα έχουμε;…»
– Ω, λέει, άσε τα τρακτέρ… Θα δουλεύει τότε το αλέτρι το ξύλινο, και η ζωή θα είναι καλή.
Όμως, ακόμη δεν φτάσαμε μέχρι αυτούς τους καιρούς. Εσύ όμως, δεν θα πεθάνεις μέχρι τότε, και θα τα δείς όλα αυτά.
Η επαναφορά του ξύλινου αρότρου στην ζωή μας (και εφ΄ όσον βρεθούνε ζώα να τα σύρουν), θα ισοπεδώσει την ανθρώπινη αλαζονεία της εποχής μας…
Εάν δεν βρεθούνε ζωντανά πολύ φοβάμαι ότι θα τα σύρουμε εμείς για να μη πεθάνουμε από την πείνα.
Πόλεμος (συμπλήρωσε) δεν θα ξαναγίνει (με τον τρόπο που μέχρι τώρα ξέρουμε…) Χωρίς… πόλεμο θα πεθάνετε όλοι.
Θα πέσουν πολλά θύματα. Όλοι οι νεκροί, θα ξαπλώσετε επάνω στην γη….
Θα σας πω και κάτι άλλο, Αποβραδίς, όλα θα είναι (όρθια και καλά) πάνω στην γη, και όταν θα σηκωθείτε το άλλο πρωι, όλα θα μπούν (θα ταφούν) μέσα στην γη. Χωρίς «πόλεμο».
«Πως σας λυπάμαι, όσους τους έσχατους καιρούς θα ζήσετε. Η ζωή θα γίνεται όλο χειρότερη. Τελικά θα έλθει καιρός που θα βάλουν μπροστά σας τον ΣΤΑΥΡΟ και το ΨΩΜΙ και θα σας πούν «Διαλέξετε!».
Θα διαλέξουμε τον Σταυρό, της έλεγαν, αλλά πως θα μπορέσουμε να ζήσουμε;
-«Ε, θα κάνουμε προσευχή, θα πλάσουμε βώλους λίγο χωματάκι, θα προσευχηθούμε στον Θεό, θα φάμε και θα χορτάσουμε! » αποκρινόταν προφητικά η Αγία Ματρώνα, ενώ αλλού έλεγε:
«Θα πάρετε χώμα, θα κάνετε κουλουράκια, θα τα σταυρώνετε, και θα είναι σαν ψωμί!»
Αγία Ματρώνα-προφητείες
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021
Ο ιερομάρτυς Ηλίας Τσετβερούχιν (†16 Φεβρ. 1934) και η πρεσβυτέρα του Ευγενία
Μάρτυρες του 20ού αιώνα (οι πραγματικοί «αναρχικοί» σ’ έναν κόσμο υποταγμένο σε νέα είδωλα)
Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύγου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνει μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρνάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γονείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γιό τους επειδή ήταν ένας λαμπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχισαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική καριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινάριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.
Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μητέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχει και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία τού συνέστησε να πάει στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέροντα.
Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγένεια, τον έβαλε να καθίσει, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιει τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι: «Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!». Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγει.
Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρει έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθεί όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξη άκουσε να μνημονεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγματικά η έκπληξή του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Ταραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.
Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλήρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστη ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδαστές του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακριά από τη Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέροντας τούς υποδέχθηκε εγκάρδια και σύντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, αναφώνησε: «Τί ψηλός που είναι αυτός, και τί μικρούλα αυτή!». Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγματικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συναντιούνταν δυο φορές το μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφει ένα γράμμα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζει προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια… Ο Ηλίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζει στη Θεολογική Ακαδημία.
Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα, κατά την αντίληψη της εποχής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτητές της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση ενός Γέροντος στη Μόσχα, ο οποίος συνέστησε επίσπευση του γάμου τους. Ο Ηλίας υπακούοντας στον Γέροντα πήγε στους γονείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρουσιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: Ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατηγορηματικά να του τη δώσει για σύζυγο, επειδή δεν είχε δυνατότητα να τη συντηρήσει. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα τής Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήσει πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίσει επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δικά τους μέσα, αν και στην πράξη όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παραδίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλογία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκαναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξίδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.
Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πήγαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζωσιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κάποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν αποκάλυψε την εξήγηση του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.
—Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!
—Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.
Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.
Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υποσχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ’ όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.
Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνει στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνει το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή της Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννηση του παιδιού πριν πάρει το τηλεγράφημα!
—Μα πώς: τη ρώτησαν.
—Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρείς! Έχουν γιό και το όνομά του είναι Σέργιος». Πράγματι ονόμασαν τον πρώτο τους γιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.
Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάσει η επανάσταση (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψή του το 1932.
Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιερεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολουθίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συχνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ’ εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπασμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί: «Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από καθαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!». Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στον Θεό.
Κάποτε, την ημέρα της εορτής του αγίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν άδεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυτός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τί ωραία που θα ήταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια. Θα αγόραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.
Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστεί λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πανιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να βρεθούν παπούτσια, και μ’ αυτή την υπόδηση πηδούσε πάνω από τα λασπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυο προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομίσματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυο μικρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου:«Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζει ένα λιτό γεύμα.
Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας αποφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτει τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρκούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφαση να ξεκινήσουν για το προσκύνημα, και πήγε σ’ έναν ηλικιωμένο αναγνώστη να τον παρακαλέσει, αν μπορούσε, να προσέχει τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επαναλάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: Τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι’ αυτήν ήταν λόγοι ολοζώντανοι και αληθινοί.
Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ’ ένα λινό σάκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχει. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικείμενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήσει τον φόβο και να επιστρέψει. Με τη σκέψη ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκαταλείψει, κοίταξε μέσα στο σάκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λάδι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για το ταξίδι τους! Πιθανόν κάποιος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήσει στην πόλη, αλλά φοβήθηκε την εθνοφυλακή και έριξε το σάκο στην άκρη του δρόμου.
Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξη για την πρεσβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορση. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήσει μια τσάντα γεμάτη με λαχανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένει και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρει τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάει η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δει ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίσει στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογιζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθεί κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάντως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:
—Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχηθούμε! «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Μας έκλεψαν!
Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασήμαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυτέρας όταν ο μικρότερος γιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύτερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχει συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγγίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της… Όλες μαζί οι συμφορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφόρος αρρώστια του γιού της, το σπασμένο χέρι της, η πείνα… Αλλά αυτή κατάφερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.
Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του: «Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;». Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί, αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανάλογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρετούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε: «Αγαπητή μου πρεσβυτέρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γιό στον Παράδεισο!»
Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέει: «Είχα πέντε παιδιά». Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσθετε: «Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μού πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα».
Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μόνο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένειά του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κατά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπει ή να συντομεύει τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.
Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορεί ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσιαζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχει σηκωθεί (οι περισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε: «Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον «κλήρο»[2] για συνομιλία.
Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία): «Ο παπάς σου ήταν το πρότυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα».
Σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψη της εκκλησίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιερέα τους να λειτουργεί με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέρασε πίσω από τον «κλήρο», η πρεσβυτέρα του ψιθύρισε: «Το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν» (από το απολυτίκιο του αγίου).
Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γίνονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθόλου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθούσαν να τον βάλουν σε μια καλή θέση στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τί να κάνη, ο π. Ηλίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβυτέρα τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.
Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορτή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέπτες. Ο πατερούλης είχε βρει πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυνομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κορίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε πού μένουν οι Τσετβερούχιν. Η πρεσβυτέρα τούς έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι. «Παπά, ήρθαν για σένα!» είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Αλεξίου και διάβασε την «ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου». Δεν πρόλαβε να πει τις τελευταίες λέξεις και ακούστηκε ένα τραχύ χτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τούς υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση:
— Περάστε.
Φαίνονταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:
—Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο:
—Ναι.
—Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.
Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βιαστικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκαναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:
—Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].
—Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.
Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευχή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως αποκοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφραστα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:
—Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθει τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι’ αυτόν.
—Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέσα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.
—Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθει τίποτε στη φυλακή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία! Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: Γιατί η Θεοτόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διάβασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διαπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς, ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της προς αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλαβε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ’ αυτούς τους αγίους.
Μετά τη σύλληψη του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογένεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ήταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησή της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτηση: —Ποιος είναι;
—Η αμαρτωλή Ευγενία.
—Είσαι μόνη σου;
—Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!
Πλησιάζοντας για να πάρει την ευχή του, ρώτησε:
—Πάτερ, τί θα κάνω;
—Κόρη, μόνο που θα πρέπει να της ράψεις νυφικό.
—Μα φυσικά, αν έχει κανείς κορίτσι θα πρέπει να του ράψει το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα. Μόνο μετά τον θάνατο της Μάσενκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα – ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.
Η κόρη της πέθανε από μια συνηθισμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσει συγχρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μόνο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επαναλάμβανε ακατάπαυστα: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρεσβυτέρα να πάει στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάει σ’ αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της άνοιξης οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προορισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:
—Τί είναι αυτό;
—Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώσει.
Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατάλαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε: «Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη». Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντηση κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πει τα πάντα.
Μετά τη σύλληψή του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα «ειδικό κελλί». Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινόταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά κάποιος του φώναξε: «Χώσου κάτω από τα κρεβάτια!». Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι’ αυτόν που ήταν τόσο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθεί κάτω από τα ξύλινα κρεβάτια και να ξαπλώσει στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.
Ήταν αδύνατο να κοιμηθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλωστε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακούγονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσναγια Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπατούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πάγου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε: «Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ» και έκανε μια απειλητική χειρονομία με τη γροθιά του προς το δάσος. Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάει ή πιει τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμένοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.
Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα ένας αναστεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του: «Ω Κύριε, γιατί με εγκατέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθιστο Ύμνο και τους Κανόνες. Με πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία! Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τόσο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψη, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια παρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του καιάναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12, 4).
Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρωπος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθεί «εν πυρί» (Ματθ. 3, 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζει μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα: «Και αν ακόμα μ’ αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει». Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζει είχε εξαφανιστεί για πάντα γι’ αυτόν, επειδή είχε χαριστεί σ’ αυτόν μια υπερκόσμια εμπειρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως είχε υποσχεθεί στην πρεσβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να υποχωρήσει και να γίνει ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνει εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτητα του χαρακτήρα του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να «άρη τον ζυγόν» της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωση με τον Ζωοδότη Χριστό, τον Κύριό μας!
Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε: «Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να καταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι’ Αυτόν!» Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι της επιστροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: Στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του – Ηλίας σημαίνει ακριβώς «πύρινος»!
Μετά τον τραγικό θάνατό του π. Ηλία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά της. Εκείνο τον καιρό είδε ένα όνειρο: Εμφανίστηκε σ’ αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθεί μερικά χρόνια πριν), και της είπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μαζί: Άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!». Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικογένειά της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τίποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φεβρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμένος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους «πυρί ετελειώθησαν»!
Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλει και να διευθύνει τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρηση του Τυπικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακολουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγει έξω «για λίγα λεπτά» είπε στην πρεσβυτέρα: «Αν δεν γυρίσω σε δεκαπέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα». Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!
H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήση είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.
Όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γιός της συνελήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχει αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πιστούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγματικά είχε έλθει το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ’ αυτές τις σκέψεις έπεσε να κοιμηθεί και είδε ένα όνειρο. Η Θεοτόκος της είπε: «Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχει». Η πρεσβυτέρα εξακολουθούσε να αμφιβάλλει και γι’ αυτό προσευχήθηκε: «Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά». Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρεσβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτει: «Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!».
Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστη, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπιτιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέρα ήθελε να τα επισκευάσει πριν έρθει ο γιός της. Γι’ αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρούβλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξη, παίρνοντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη τής εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε: «Θέλεις να δώσεις στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;». Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.
Προς το τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνερα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πήγαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαιδα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήσει, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε: «Νικόλαος και Σέργιος». Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξει τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντηση ήταν: «Νικόλαος και Σέργιος!».
Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρηση, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ’ όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάσει την πίστη της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξει και να δείξει σ’ έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρόνια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μύες έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέχρι τον θάνατό της δεν μπόρεσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότηση πολλών. Στα ενενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε «κατάκλιση» (πληγές λόγω συνεχούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγινε τόσο σαθρό, ώστε αυτοί που φρόντιζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στήλης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:
—Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;
—«Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. 3, 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.
—Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;
Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:
—Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθεί τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζει ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσεως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε: «Και θα πεθάνω όταν θα γίνει μια αναγνώριση». Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθεί, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε: «Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέτρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους – όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες». Και με ιδιαίτερη έμφαση επανέλαβε: «Άγιοι Μάρτυρες!».
Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώσει την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα, η οποία στην πράξη ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε: «Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τί ευτυχία!».Ο ιερεύς γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι της και την παρακάλεσε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συναντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα τον αμαρτωλό!».
Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδεί ποτέ άλλοτε, ούτε πρόκειται να το δούμε άλλη φορά: το πρόσωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολόλαμπρη γυναίκα. Ένας γιός της ψιθύρισε: «Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!». Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[5].
Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μακρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδασκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Ναταλία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και «ετελειώθη εν ειρήνη», έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον «μαρτυρικώς τελειωθέντα» σύζυγό της πατέρα Ηλία.
Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα
Πηγή: Αγιορείτικη Μαρτυρία,Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου,
τεύχος 18, Απρίλιος 1995.
Σχόλιο π. Δ. Μ.: Ο σημερινός βολεμένος Χριστιανός (κληρικός ή λαϊκός) για ποιο μαρτύριο και για ποια μαρτυρία «έμπροσθεν των ανθρώπων» θα έχει να καυχηθεί, όταν κληθεί να δώσει λόγο ενώπιον του Θεού;
1. RUSSIA’S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
2. «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορωδία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.
3. NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονόματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.
4. Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.
5. Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.