Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Η λειψανοθήκη και η θεραπεία της χανούμισσας!

Μία ιστορία από την σφαγή! 



Ο παπά Αντώνιος Μηνάς ή Ροβυθης κατάγονταν από την Μονεμβασιά. Ήταν γιός του Μηνά Γεώργ. Ροβύθη ο οποίος κατοικούσε στον Βροντάδο, στη συνοικία Καριώτος,της ενορίας Αγίου Μάρκου.
Κατά τις μέρες της Σφαγής, ο παπά Αντωνης, πήρε την πρεσβυτέρα του,Κυριακή και τα πέντε του παιδιά, Μαθιό,Μιχάλη και Επαμεινώνδα, Δροσιά και Μαριγω κι έφυγαν για να σωθούν στο Κάβο Μελανιό.
Καθώς ανέβαιναν το Αιπος, τους πρόλαβαν οι Τούρκοι κι άρχισαν να τους καταδιώκουν. Προσπαθούσαν να πιάσουν τον μικρό Επαμεινώνδα ο οποίος λόγω της μικρής του ηλικίας έμενε πίσω. Μόλις ο παπά Αντωνης κι η πρεσβυτέρα του το αντιλήφθηκαν, στάθηκαν στην κορυφογραμμή κι άρχισαν να ρίχνουν μεγάλες πέτρες και να κυλούν ογκόλιθους καταπάνω στους Τούρκους κι έτσι κατάφεραν να τους καθυστερήσουν και να σώσουν το μικρό παιδί. Μετά από πολύωρη και κοπιωδη πορεία έφθασαν στο Μελανιός κι εκεί ο παπάς επεβιβασε την οικογένειά του σε κάποιο καΐκι Ψαριανό. Ο ίδιος έμεινε πίσω περιμένοντας άλλο πλοίο για να φύγει.
Πρίν όμως καταφέρει να βρει πλοιάριο ( ήταν απεριγραπτος ο συνωστισμός και η αγωνία) κατέφθασαν τα μπουλουκια των Τούρκων κι άρχισαν άγρια σφαγή. Τα αίματα των αθώων ανθρώπων πότισαν την γη και πορφυρωσαν τη θάλασσα του Μελανιους.
Απελπισμένος κι έντρομος ο παπά Αντωνης κυλιέται μες στα αίματα και προσποιείται ανάμεσα στους σφαγμενους, το νεκρό. Οι Τούρκοι δεν του έδωσαν προσοχή γιατί τον θεώρησαν πεθαμένο.

Όταν έπαψε η σφαγή και τα ταγκαλάκια απομακρύνθηκαν ο παπάς κατάφερε να βρει καράβι,να περασει στα Ψαρά και να σμίξει με τους δικούς του. Όμως το 1824 με την καταστροφή των Ψαρών νέες περιπέτειες ξεκινούν ,αφού αιχμαλωτιζονται η πρεσβυτέρα του,η έγκυος κόρη του Δροσιά κι ο επτάχρονος γιός του,Μιχάλης. Ο ταλαίπωρος ιερέας καταφεύγει με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στην Τήνο. Εκεί άρχισε μέρα νύχτα να ερευνά και να αναζητεί την πρεσβυτέρα και τα παιδιά του .
Κάποια στιγμή πληροφορείται ότι η μεν πρεσβυτέρα του βρίσκεται στη Σμύρνη, στο σπίτι ενός πλούσιου Αγά,η δε κόρη του Δροσιά με το τρίχρονο πλέον κοριτσάκι της, στο Νυμφαίο, αιχμάλωτη του Καδή Εσείντ Μεχμέτ Εμήν.
Αναχωρεί λοιπόν για τη Σμύρνη, πηγαίνει στην μητρόπολη και με την βοήθεια και τις έρευνες του Μητροπολίτη ανακαλύπτει κι εξαγοράζει την πρεσβυτέρα του για τρεις χιλιάδες γρόσια. Στη συνέχεια πηγαίνει στο Νυμφαίο όπου αντιμετωπίζει την άρνηση του Καδή. Επ' ουδενί δεχόταν να απελευθερώσει την Δροσιά και το παιδί της. Μετά από πολλές παρακλήσεις και ικεσίες ο Καδής ζήτησε από τον παπά χίλια γρόσια κι έναν αγιασμό για χάρη της βαρεια άρρωστης χανούμισάς του. Ή χανουμισα ήταν παραλυτη και στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας της.

Ο παπά Αντωνης μπροστά σ αυτό το δίλημμα επέστρεψε στην Σμύρνη και συμβουλευτηκε τον μητροπολίτη (άν ήταν επιτρεπτό να κάνει αγιασμό σε αλλοθρησκο).Ο Μητροπολίτης του λέει: Να πάς και να τής κάμεις οχι ένα αγιασμό, αλλά δύο και τρεις, με την καρδιά σου ,για χάρη της απελευθέρωσης των παιδιών σου.
Γεμάτος χαρά ο αγαθός ιερέας επιστρέφει στο Νυμφαίο για να ψάλλει τον αγιασμό και τότε βλέπει την κόρη του να βγάζει από μία θυρίδα του σπιτιού, μια λειψανοθηκη. Αυτήν την λειψανοθηκη είχε εντολή από τον Καδή να θυμιαζει καθημερινά και να ανάβει μπροστά της ακοιμητη κανδήλα σύμφωνα με την πίστη της!!!
Μετά τον αγιασμό ,που τελέσθηκε εν απουσία του Καδή, (αυτός βρισκόταν στο ιεροδικειο) η χανουμισα ανέρρωσε θαυματουργικά, σηκώθηκε, περπατούσε δοξαζοντας τον Θεό κι όταν το μεσημέρι επέστρεψε ο σύζυγός της, η ίδια κατέβηκε και τον υποδέχθηκε στη θύρα του σπιτιού. Ο Καδής συγκινημένος άρχισε να κατασπαζεται το χέρι του παπά Αντωνη και να τον ευχαριστεί. Αμέσως δε, εχαρισε την ελευθερία στην κόρη του Δροσιά και στο τριετές κοριτσάκι της και εδωρησε την θαυματόβρυττη λειψανοθηκη στον ιερέα.
Περιχαρής επέστρεψε με τα σκλαβωμένα μέλη της οικογένειάς του στην Τήνο και λίγα χρόνια αργότερα στην! ματοβαμενη Χίο.
Διετέλεσε, έκτοτε εφημέριος του Αγίου Μάρκου Βροντάδου, όπου κι εναπεθεσε την λειψανοθηκη.
Το κιβώτιο αυτό έχει εξωτερικως σχήμα και μορφή βιβλίου, του οποίου το εξώφυλλο είναι και καπάκι. Εσωτερικώς έχει εζωγραφισμενες τις μορφές Αγίων,των οποίων λείψανα είναι τοποθετημένα κάτω απο διακοσμημένο ασημένιο κάλυμμα.
Είναι δε τα λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, των Αγίων πατέρων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ, κτητορων της Νέας Μονής, της Αγίας Ματρωνης και εκ των Αγίων Δισμυρίων των εν Νικομηδεία.
Η θαυμαστή αυτή ιστορία κατεγράφη και δημοσιεύθηκε στα Χιακα Εκκλησιαστικά Χρονικά από τον αείμνηστο παπά Μάρκο Αγ.Βασιλάκη.
Ας έχουμε όλων την ευχή!!
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΝΑ Η ΕΚ ΤΩΝ ΚΟΥΡΔΩΝ

ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΝΑ Η ΕΚ ΤΩΝ ΚΟΥΡΔΩΝ (+ 4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013)

Η Άννα Βερντεντόνσκαγια Καλογιάν είναι μία νεομάρτυς του χορού των νέων μαρτύρων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, των ανθρώπων αυτών που υπέφεραν για τον Χριστό στη νεώτερη, μετασοβιετική εποχή. Η Άννα Καλογιάν γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1987 μέσα σε μία οικογένεια Κούρδων Yezidi. Οι Yezidi είναι μία κουρδική εθνο - θρησκευτική ομάδα που μιλά την κουρδική διάλεκτο της Kurmanji και σαν επίσημη θρησκεία έχουν τον Ζωροαστρισμό.
Ζούσε στο χωριό Bazkovskaya Sholokhov στην περιοχή του Rostov, με την οικογένειά της και τα αδέλφια της.

Το φθινόπωρο του 2012, το κορίτσι γνώρισε την Ορθόδοξη Πίστη, πίστεψε στον Χριστό και ασπάστηκε την Ορθόδοξία. Το μυστήριο του βαπτίσματος έλαβε χώρα στο ναό Sretensky του χωριού Bazkovskaya και τελέσθηκε από τον ιερέα της εκκλησίας, Πρωτοπρεσβύτερο Valery Kharitonov. Η Άννα γίνεται αμέσως ενεργή ενορίτισσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Παρά τις απειλές των συγγενών της και της κοινότητας των Yezidi, περνάει όλο τον ελεύθερο χρόνο της στην εκκλησία προσπαθώντας να βοηθήσει, αναλαμβάνοντας οποιαδήποτε εργασία στο ναό. Οι γονείς της, η οικογένειά της και η κοινότητα των Yezidi προσπαθούν να μεταπείσουν την Άννα να αποκηρύξει τον Χριστό και να επιστρέψει στον Ζωροαστρισμό, αλλά όλες οι προσπάθειες, οι οποίες συνοδεύονταν από βασανιστήρια με ηλεκτρικό ρεύμα, ξυλοδαρμούς και μυριάδες απειλών είναι ανεπιτυχείς.

Πλησιάζει η Γέννηση του Χριστού και η Άννα συμμετέχει όσο πιο συχνά στα Μυστήρια της Εξομολόγησης και της Θείας Κοινωνίας προετοιμάζοντας έτσι τον εαυτό της για τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων. Ωστόσο, δεν ήταν προορισμένη η Αγία να γιορτάσει τα Χριστούγεννα αυτά.

Τη νύχτα της 22ας Δεκεμβρίου / 4ης Ιανουαρίου 2013 το κορίτσι βασανίστηκε μέχρι θανάτου από τους γονείς της και τα αδέλφια της. Για αρχή της έσπασαν και τα δύο πόδια έτσι ώστε να μην μπορεί να ξεφύγει. Τότε ο πατέρας της άρχισε να την χτυπά με ένα όπλο σε όλο το σώμα της και η μητέρα της με ένα κούτσουρο στο κεφάλι. Κάθε χτύπημα συνοδευόταν και από μια απαίτηση της οικογένειάς της να αποκηρύξει τον Χριστό, όμως η Μάρτυς του Χριστού απαντούσε με ένα βροντερό ΟΧΙ.


Επιπλέον οι αδελφοί της Άννας είχαν επίσης προηγουμένως αποπειραθεί να σκοτώσουν την αδελφή τους, πνίγοντάς την στο ποταμό Ντον, αλλά η Μάρτυς κατάφερε να δραπετεύσει. Έτσι, στο οικογενειακό συμβούλιο αποφασίστηκε να σκοτώσουν την Άννα, αρχικώς σπάζοντας και τα δύο πόδια της ώστε να μην μπορέσει η Μάρτυς να δραπετεύσει ξανά (Αρχιερέας Vasiliy Hadykin).
Έτσι, την ημέρα που η Αγία μας Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, που μαρτύρησε για τον Χριστό από τα χέρια των δικών της γονέων, μαρτύρησε και η Άννα Καλογιάν από τα χέρια της δικής της οικογένειας. Ο πατέρας της μάρτυρος ανέλαβε όλη την ευθύνη για τη δολοφονία της κόρης του και καταδικάστηκε σε 7 χρόνια. Η μάρτυρας θάφτηκε στο νεκροταφείο των Yezidi κοντά στο χωριό Verkhnetokinsky, μακριά όμως από τους τάφους των Yezidi. Ο τάφος της μάρτυρος Άννας αποτελεί προσκυνηματικό τόπο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς.

Ο Αρχιεπίσκοπος Vasily Khadykin, αναφέρει ότι η Αγία Μάρτυς Άννα Καλογιάν τιμάται ήδη στο Ντον ως μάρτυς και ως πρόεδρος της Επιτροπής για την Αγιοκατάταξη των Τοπικών Αγίων, ο Αρχιεπίσκοπος Vasily Khadykin συλλέγει υλικό για την Μάρτυρα Άννα Καλογιάν προκειμένου η Εκκλησία να προχωρήσει στην επίσημη αγιοκατάταξη της νέας αυτής Μάρτυρος του Χριστού της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
ΠΗΓΗ.ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΣΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟ ΑΥΤΙ!


Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο


Κροσσωτὰ χρυσᾶ Πιαμοὺν μελαμφόρος, τὰς ἀρετὰς ἄπεισιν ἠμφιεσμένη.
 
Σέ χωριό τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, τόν 4ον αἰώνα, ζοῦσε νεαρή παρθένος, μέ τήν μητέρα της, ἡ Ἁγία Πιαμούν (3/3). Η ευσεβής κόρη, ορφανή από πατέρα, νηστεύουσα και προσευχομένη, προσέφερε τον εαυτό της εξ ολοκλήρου στον Θεόν. Η χριστιανή μητέρα της, όταν ἐχήρευσεν, ανέλαβε τον δύσκολο ρόλο να την διαπαιδαγωγήσῃ εν Χριστώ. Όσο ζούσε η μητέρα της, ἐφρόντιζαν συνανθρώπους, δἱδοντας ελεημοσύνην από το υστέρημα τους. Η Αγία έχοντας δεχθεῖ θεάρεστη παιδείαν, όταν ἐκοιμήθη η μητέρα της, συνέχισε να θυσιάζῃ την ζωή της στην διακονία των αδελφών. Ὁ Κύριος αναπαυμένος από την εναρετη βιωτή της, την ἐπροίκισεν, ανταμείβοντας τις αρετές της με το χάρισμα της προφητείας!
Στην περιοχήν ὅπου ζούσε, κοντά στον ποταμόν Νείλον, μεταξύ των παραποταμίων χωριών προέκυψε σοβαρό πρόβλημα, που αφορούσε στον τρόπο διανομής του νερού. Οι κάτοικοι γειτονικού χωριού, έχοντας εχθρική διάθεσιν, εξοπλίσθηκαν με ρόπαλα και κοντάρια για να επιτεθούν. Ο Θεός έστειλε στην δούλη Του Άγγελο να της προαναγγείλῃ την επίθεσιν. Αμέσως, εκείνη, απευθύνθηκε στους πρεσβυτέρους, ζητώντας να λάβουν πρωτοβουλία και να τους ειρηνεύσουν, πριν ακόμη εισέλθουν στο χωριόν. Όμως εκείνοι φοβήθηκαν καί ομολόγησαν την αδυναμία τους, παρακαλώντας να αναλάβῃ εκείνη τόν ρόλον αυτόν. Η Αγία, έχουσα γνώση του ισχυροτάτου όπλου της προσευχής καί μη έχουσα άλλη λύση, απεσύρθη στον χώρον ὅπου προσηύχετο κι εξέπεμπε ολονύκτιες δεήσεις προς τον Σωτήρα Χριστόν. Εκεί, γονατιστή, ζητούσε το έλεος και την Θείαν παρέμβασή Του, Να μη επιτρέψῃ να λάβῃ χώρα σύρραξη και να επικρατήσῃ η ειρήνη και η ομόνοια. Ο Θεός παρενέβη και τους ἐσταμάτησε. Δεν μπορούσαν από ένα σημείο και μετά να κάνουν ούτε ένα βήμα. Ταχύτατα διεδόθη στους εισβολείς ότι το μεγάλο θαύμα το προεκάλεσε η θερμή προσευχή της κόρης προς τον Κύριον. Έστειλαν στο χωριό εκπρόσωπο για να υπάρξη ειρηνική επίλυση του προβλήματος, συστήνοντας ότι "Θα πρέπει να ευχαριστῆτε την Πιαμούν, που με την προσευχή της έγινε αιτία να σταματήσουμε λίγο πριν εισέλθουμε στο χωριό σας."
 
-Νά πρεσβεύῃ γιά μᾶς, νά εἰρηνεύουμε!..
 
Ἐ μ μ α ν ο υ ή λ Μ ε λ ι ν ό ς
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Αγία Οσιομάρτυς Ευδοκία: Η αγία της μεγάλης μετανοίας…(1 Μαρτίου)

 

~ Κατά τους χρόνους του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), έζησε στην Ηλιούπολη, στην επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης, η Ευδοκία, Σαμαρείτιδα κατά το γένος. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα.

Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο:

Ένας μοναχός ευσεβής, πηγαίνοντας προς την πατρίδα του, έμεινε σε κάποιο σπίτι κοντά στης Ευδοκίας. Κάνοντας λοιπόν την καθημερινή του βραδυνή μελέτη, και διαβάζοντας τα σχετικά με την Κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών, και την ανταπόδωση των δικαίων, έτυχε και τα άκουσε η Ευδοκία όλα τη νύχτα, από ένα παράθυρο και τόσο πολύ ηρθε σε κατάνυξη, πού έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυά της, σκεπτόμενη τις αμαρτίες της. Όταν ξημέρωσε, προσκάλεσε τον μοναχό να της εξηγήσει όλα αυτά τα όποια άκουγε να διαβάζει όλο το βράδυ. Ο μοναχός την παρότρυνε να βαπτιστεί χριστιανή και να σκορπίσει σωστά, εκείνον τον πλούτο τον οποίο κακώς απέκτησε, να τον μοιράσει μετά χαράς σε φτωχούς και τότε ο Πανάγαθος Θεός θα την ανταμείψει, αντί γι’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με πλούτο άϋλο και αιώνια ζωή… το μόνο στο οποίο είχε ενδοιασμούς η Αγία είναι στο ότι ηταν πολύ καλομαθημένη, χρειαζόταν κάποιο πνευματικό οδηγό και βασικά ήθελε να βεβαιωθεί για το αν αυτά πού της είπε ο μοναχός ήταν αληθινά. Ο μοναχός τη συμβούλευσε να προσευχηθεί στο Θεό για μία εβδομάδα με νηστεία, για να της δείξει το θέλημά Του.

Η Ευδοκία ακολούθησε πιστά τις εντολές του μοναχού. Αφού πέρασε μία εβδομάδα και βγήκε από το κελλί, τη ρώτησε ο μοναχός εάν ο Θεός της έδειξε κάποιο σημείο Του. Αυτή τότε του απάντησε, ότι καθώς προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια, ενθυμούμενη τις αμαρτίες της, είδε πριν ξημερώσει, φως τεράστιο πάνω από τον ήλιο και έναν λαμπερό νέο, ο οποίος την άρπαξε και την ανέβασε στον ουρανό. Εκεί είδε άπειρους λευκοφόρους με την ίδια αστραφτερή μορφή, οι οποίοι την υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Καθώς έμπαινε σ’ αυτό το απερίγραπτο φως, φάνηκε έξω από την πόρτα ενας μεγάλος και άσχημος γίγαντας, ο οποίος αφού της έτριξε τα δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, ώστε όλος ο τόπος σειόταν. Άρχισε λοιπόν σε κάποια στιγμή να φιλονικεί με τον οδηγό της, τον αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι εάν σώσει αυτή, η οποία μίανε τόσους ανθρώπους με τις ασωτίες της, θα πρέπει να σωθούν και όλοι αυτοί οι οποίοι έχουν κάνει άσχημες και άδικες πράξεις. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε γλυκειά φωνή εξ’ ουρανού, η οποία έλεγε: «Έτσι θέλησε ο Θεός για τους υιούς των ανθρώπων, να υποδέχεται τους μετανοημένους σαν εύσπλαχνος πού είναι και να τους οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Αυτά είπε ο Άγγελος, την σφράγισε τρεις φορές και έφυγε προς τον ουρανό.

Ο μοναχός αφού άκουσε όλα αυτά τα θαυμαστά, την διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν σημάδι από τον Θεό. Της έδωσε κουράγιο, την προέτρεψε να πενθήσει για τις αμαρτίες της, την βοήθησε να μοιράσει την άπειρη περιουσία της, την έστειλε στον Επίσκοπο της πόλης για να την βαπτίσει και στο τέλος την οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι, το οποίο είχε υπό την επίβλεψή του. Η Ευδοκία αγωνιζόταν τον καλόν αγώνα περισσότερο από τις υπόλοιπες μοναχές. Έτσι, όταν κοιμήθηκε η Γερόντισσα της Μονής, με θεία υπόδειξη, όλες ψήφισαν την Ευδοκία για Γερόντισσα, η οποία με την αγία πολιτεία της είχε υποστεί πραγματικά «θεία αλλοίωση». Έτσι διήλθε τον επίγειο βίο της, τελώντας άπειρα θαύματα ακόμα και όταν ήταν στη ζωή.

Όταν ηγεμόνας ήταν στην Ηλιούπολη ο Αυρηλιανός κάποιοι από τους παλαιούς εραστές της Ευδοκίας πού άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και μονάζει σε μοναστήρι, έστειλαν μια ψευδή αναφορά στον βασιλέα και την κατηγόρησαν, ότι έκλεψε βασιλικά χρήματα και με αυτά χτίζει μοναστήρια στην έρημο. Ο ηγεμόνας τότε κίνησε διωγμό και έστειλε τριακόσιους στρατιώτες μ’ έναν άρχοντα για να την πάρουν από τη Μονή βιαίως μαζί με τα χρήματα. Επί τρία ημερόνυχτα προσπαθούσαν να μπουν στη Μονή, αλλά μία αόρατη δύναμη τους εμπόδιζε και τρεις ημέρες μετά, κάποια αόρατη θανάσιμη πνοή τους εθανάτωσε και ξεψύχησαν όλοι, εκτός από τον άρχοντα και τρεις στρατιώτες, πού έφεραν και το μήνυμα στο βασιλέα για το γεγονός. Τότε, ο ίδιος ο γιος του βασιλιά, κίνησε εναντίον της αγίας, αλλά καθώς πήγαινε έφιππος στο Μοναστήρι, έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Τότε ο βασιλιάς έστειλε γράμμα στην αγία, η οποία μετά από προσευχή ανέστησε, όχι μόνο το γιό του βασιλιά, αλλά και όλους τους στρατιώτες πού είχαν αιφνίδια πεθάνει ενώ πήγαιναν να συλλάβουν την αγία. Τότε όλοι οι παρόντες, μαζί και ο βασιλιάς πίστεψαν ότι ο Θεός της χριστιανης Ευδοκίας είναι Μέγας και Αληθινός.

Κατόπιν, στην Ηλιούπολη, έγινε ηγεμόνας ένας ειδωλολάτρης ονόματι Διογένης, ο οποίος βασάνισε την αγία, αλλά κατά τα βασανιστήρια έγιναν τόσα πολλά θαύματα πού και αυτός τελικά πίστεψε στον αληθινό Θεό. Αφού έζησε ο ηγεμόνας θεάρεστη ζωή, ανέβηκε στο αξίωμα κάποιος Βικέντιος, πολύ σκληρός με τους Χριστιανούς. Αυτός, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να σταματήσει την Αγία με άλλον τρόπο, έστειλε στρατιώτες και έκοψαν την οσία της κεφαλή, την 1η του μηνός Μαρτίου.

Έτσι, η Αγία, αφού τελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου της, το μεν πνεύμα της απήλθε στα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανό της έμεινε στην γη, τελώντας τα μετά θάνατον θαύματα, χάρη την οποία έλαβε από τον Θεό, για τη θερμή της μετάνοια. Ας αξιωθούμε και εμείς τέτοιας ειλικρινούς και μεγάλης μετάνοιας με τις πρεσβείες της. Αμήν.

 Πηγή: Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Τ. 1, Μάρτιος-Απρίλιος 2004

 Πηγὴ ἐδῶ.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Αγία Κυράννα, η ηρωική νεομάρτυς του Χριστού


site analysis


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ (Θεολόγου – Καθηγητού)

Η χορεία των Νεομαρτύρων λαμπρύνει και αυτή με τον δικό της τρόπο το αγιολόγιο τη Εκκλησίας μας. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, γέροντες, νέοι, ακόμα και μικρά έδωσαν την ομολογία της πίστεώς τους στον Χριστό και την επισφράγισαν με το αίμα τους και τη ζωή τους.

Η αγία Νεομάρτυς Κυράννα είναι μια από αυτούς. Έζησε σε χρόνους χαλεπούς για την Εκκλησία και το Γένος μας, στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου οι βάρβαροι ασιάτες ασκούσαν εξουσία ζωής και θανάτου στους υποδούλους Χριστιανούς και εφάρμοζαν το «νόμο της σπάθας»! Γεννήθηκε στην Αβυσσάκα της Θεσσαλονίκης, τη σημερινή Όσσα Λαγκαδά. Είχε προικιστεί από τον Θεό με θαυμαστή εξωτερική ομορφιά και σπάνιο ψυχικό μεγαλείο. Διακρίνονταν από όλα τα άλλα κορίτσια του χωριού για τη σεμνότητά της και την σωφροσύνη της.

Όλοι την αγαπούσαν και τη σέβονταν, εκτός από τον μισόκαλο διάβολο, ο οποίος φθόνησε την αγνότητά της. Επειδή δε μπόρεσε να παρασύρει την ίδια σε αισχρούς λογισμούς και αμαρτωλές επιλογές, έγειρε σε κάποιο τοπικό τούρκο διοικητή αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορα των φόρων, γενίτσαρο, σφοδρό ερωτικό πάθος για τη σεμνή και όμορφη Χριστιανή νέα. Προσπαθούσε με διάφορες κολακείες να την κατακτήσει. Της έταζε χρήματα, κοσμήματα, φορέματα και αξιώματα, χωρίς αποτέλεσμα. Μεταχειρίστηκε κατόπιν απειλές για σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια, ακόμα και τον θάνατο, μα εκείνη έμεινε αμετάπειστη και απωθούσε τον έκφυλο τούρκο.

Όσο η Κυράννα αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις του γενίτσαρου, τόσο μεγάλωνε το αμαρτωλό του πάθος για εκείνη. Απογοητευμένος όμως από την άρνηση της κόρης, γεννήθηκε μέσα του φοβερό μίσος για εκείνη, το οποίο έφτανε ως την καταστροφή της. Έβαλε άλλους γενίτσαρους, την οποία συνέλαβαν και την οδήγησαν στη Θεσσαλονίκη να δικαστεί, ότι δήθεν αθέτησε την υπόσχεσή της να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει. Την ακολούθησαν και οι γονείς της με δάκρυα και προσευχές για το άδικο πάθος του παιδιού τους. Οι ανακριτές την μεταχειρίστηκαν κατ’ αρχήν με την προσφιλή τους τακτική, των κολακειών και κατόπιν τις φοβέρες και τις απειλές. Όμως η Κυράννα έμεινε ηρωικά τολμηρή και ατάραχη μπροστά τους. Ομολόγησε με θάρρος πως είναι Χριστιανή, ότι έχει ως νυμφίο της τον Χριστό, στον οποίο ανήκει το σώμα και η ψυχή της. Για την αγάπη Του ήταν διατεθειμένη να χύσει το αίμα της και να δώσει τη ζωή της. Πως οι κολακείες τους, πολλώ δε μάλλον τα βασανιστήρια, δεν θα στέκονταν εμπόδιο για την αγάπη της για τον Χριστό, τον αληθινό Θεό. Μετά τη θαρραλέα ομολογία της σώπασε έσκυψε το κεφάλι της και με σεμνότητα  άρχισε να προσεύχεται νοερά στον Κύριο, να την ενδυναμώσει στη μεγάλη δοκιμασία που πρόσμενε.

Οι τούρκοι ανακριτές βλέποντας τον ηρωισμό και την αμετακίνητη γνώμη της, ένοιωσαν ντροπιασμένοι και έγιναν θηρία από τον θυμό τους. Την έριξαν στο πιο σκοτεινό και υγρό κελί της φυλακής. Ο ερωτύλος γενίτσαρος έλαβε την άδεια από τον διευθυντή της φυλακής να μπαίνει ότι ώρα ήθελε στο κελί της για να τη βασανίζει. Μαζί του έμπαιναν και άλλοι γενίτσαροι, οι οποίοι ξεσπούσαν επάνω της με ιδιαίτερη αγριότητα. Την έδερναν, την κλωτσούσαν, την κρεμούσαν από τα πλούσια μαλλιά της για ώρες στο ταβάνι του κελιού, μέχρι λιποθυμίας. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες όλη τη νύχτα, στο χειμωνιάτικο κρύο ώστε να μη μπορεί να κοιμηθεί. Όμως εκείνη, όχι μόνο υπέμεινε, με πρωτοφανή καρτερία το μαρτύριο, αλλά φαινόταν να το αντιμετωπίζει με χαρά και ικανοποίηση για χάρη του Χριστού!

Αλλά στην ίδια φυλακή υπήρχαν και άλλοι κρατούμενοι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, και μαζί τους και κάποιες τουρκάλες, οι οποίοι έβλεπαν το μαρτύριο της Κυράννας και ήλεγξαν τον απάνθρωπο δεσμοφύλακα, ότι δε φοβάται τον Θεό και βασανίζει μια αθώα. Αλλά εκείνος έγινε αγριότερος και τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα.

Την επομένη ημέρα ο δεσμοφύλακας έγινε πιο επιθετικός και άγριος. Άρπαξε την Κυράννα, την κρέμασε με αλυσίδες και άρχισε να τη χτυπά αλύπητα με μια σανίδα. Οι άλλοι φυλακισμένοι άρχισαν να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται, μαζί τους και οι τουρκάλες κρατούμενες. Ο δεσμοφύλακας άρχισε να τρέμει ολόκληρος και έπεσε στο έδαφος μπρούμυτα να κλαίει γοερά.

Όμως την ίδια στιγμή η αγία ξεψύχησε, παραδίδοντας την ψυχή της στον Χριστό, τον Οποίο τόσο αγάπησε και Του χάρισε τη ζωή της, όπως ήταν κρεμασμένη, χωρίς να το καταλάβει κανείς.  Σιμά τα χαράματα ένα εκτυφλωτικό φως κατέβηκε από τη στέγη της φυλακής και έλουσε το σώμα της αγίας, φωτίζοντας όλη τη φυλακή. Οι φυλακισμένοι ξύπνησαν έντρομοι και άρχισαν να φωνάζουν και να προσεύχονται! Οι τουρκάλες και κάποιοι Εβραίοι κρατούμενοι φώναζαν πως «το κρίμα της φτωχής Ρωμιάς θα μας κάψει»! έφτασε και ο δεσμοφύλακας, ο οποίος τρέμοντας κατέβασε το σώμα της από την κρεμάλα και διαπίστωσε το θάνατό της. Το φως άρχισε να ελαττώνεται και μια υπερκόσμια ευωδία πλημμύρισε τη φυλακή. Ο φύλακας σκέπασε το τίμιο λείψανο με σεβασμό και δόξασε τον Θεό, που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά γεγονότα. Προφανώς μετάνιωσε και έγινε Χριστιανός, πιθανότατα «κρυπτοχριστιανός».

Όταν ξημέρωσε διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η τελείωση της αγίας και η έκλαμψη του θαυμαστού φωτός.  Οι τούρκοι ένιωσαν ντροπιασμένοι και έδωσαν την άδεια στους Ρωμιούς να παραλάβουν το σώμα της αγίας και να το ενταφιάσουν με τις δικές τους συνήθειες. Το έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, αφού μοίρασαν για ευλογία και αγιασμό, σε τεμάχια, τα ματωμένα ενδύματά της. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751. Την ημέρα αυτή η Εκκλησία μας τιμά την ιερή της μνήμη. Ιδού λοιπόν και ο ηρωισμός των αγίων γυναικών της Εκκλησίας μας, εφάμιλλος των αγίων ανδρών!    

------------------------------

Κυράννα – Κυρία των παθών της και των βασάνων της(Αγία Νεομάρτυς Κυράννα)

 

«Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

 Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα τον δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας, δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

 Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καί τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τά λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής»[1].

 Ο πασίγνωστος μακαριστός υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης μπροστά στο φαινόμενο Κυράννα, μπροστά δηλαδή σε μία απλή παρθένο κόρη που αναδεικνύεται σε γίγαντα αρετής με ατσαλένια θέληση που θα τη ζήλευαν και οι πιο σκληροτράχηλοι ήρωες, επισημαίνει με θαυμασμό, πρώτα από όλα, τι κρυβόταν πίσω από την απαλότητα[2] του σαρκίου της και τη νεανικότητά της: μία καρδιά που «ολικώς»[3] ήταν στραμμένη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ό,τι δηλαδή επισημαίνουμε σε όλους τους μεγάλους αγίους: τη φλεγόμενη από έρωτα Θεού καρδιά τους, το ίδιο επισημαίνουμε και στην αγία νεομάρτυρα Κυράννα[4]. Και τι λέει στηρίζοντας αγιογραφικά την περίπτωσή της; Η Κυράννα ανήκει σε εκείνους τους πιστούς που λόγω της ετοιμότητάς της αποδέχτηκε τη φωτιά που ήλθε ο Χριστός να βάλει. «Είχες ως πλούτο της ψυχής σου το πυρ της θείας αγάπης, το οποίο ήλθε ο Χριστός να βάλει στη γη»[5] (δοξ. αποστ.) σημειώνει συγκεκριμένα. Ο Χριστός δηλαδή, αποκαλύπτει ο Ευαγγελικός λόγος, δεν ήλθε ως ένας απλός δάσκαλος, ξερός και αυστηρός για να υποδείξει έναν δρόμο στη ζωή. Είναι ο ίδιος ο Θεός, που «ως πυρ» έρχεται να ανάψει φωτιές. Και το αποκαλύπτει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί της της και τι θέλω ει ήδη ανήφθη»[6].

 Με το ερμηνευτικό αυτό κλειδί εξηγεί ο άγιος υμνογράφος το ακατανόητο για τα ανθρώπινα δεδομένα μαρτύριό της: και όλες τις σκληραγωγίες που υπέστη – σε βαθμό που αντιδρούσαν και οι αλλόπιστοι – αλλά και το υπερφυές φως που παρουσιάστηκε την ώρα της εκπνοής της. Δεν ήταν μόνο το φως του Χριστού που ενισχύει γενικά τους μάρτυρες την ώρα των βασάνων τους. Ήταν το λαμπρό φως Του που την ώρα της εκπνοής της μάρτυρος φανέρωνε τη θριαμβευτική είσοδό της στη Βασιλεία του Θεού. Ο υμνογράφος θεωρεί το γεγονός πράγματι ιδιαίτερο, γι’ αυτό και πολλές φορές το επισημαίνει.

Ενδεικτικά: «Καλλιπάρθενε μάρτυς, έλαμψε ουράνιο φως στη φυλακή και κατεκάλυψε το θείο σώμα σου, όταν έδινες πίσω το πνεύμα σου στα χέρια του Δημιουργού σου, το πνεύμα που έγινε λαμπρό από τη άθληση του μαρτυρίου»[7] (στιχ. εσπ.). «Αφού έγινες λαμπρή σαν το χρυσάφι και έλαμψες παραπάνω και από τον ήλιο, ανήλθες κρατώντας λαμπάδα στον ουράνιο θάλαμο»[8] (Λιτή).

 Αφήνοντας κατά μέρος ωραίες «πινελιές» για την αγία του μακαριστού υμνογράφου, όπως ότι χρησιμοποιεί το όνομά της για να δηλώσει ότι με τη ζωή και το μαρτύριό της επιβεβαίωσε την αλήθεια του: Κυράννα – Κυρία των παθών της και των βασάνων της[9], στεκόμαστε ξεχωριστά σ’ έναν ύμνο από τη λιτή (ήχος β΄) που νομίζουμε ότι έχει ευρύτερη σημασία για την εν γένει πνευματική ζωή. «Καθώς σου επιτέθηκε ο εχθρός με βάσκανο μάτι, προσπαθούσε να διασκορπίσει τον πλούτο της ψυχής σου, Κυράννα νύμφη του Θεού. Εσύ όμως επειδή ατένιζες προς τον Χριστό με τα μάτια του νου, καθόλου δεν σαλεύτηκες από την ανώτερη στάση σου, και με ανδρεία γνώμη διαπέρασες το στάδιο των Μαρτύρων»[10].

 Τι επισημαίνει ο ποιητής μας και δι’ αυτού η Εκκλησία; Ότι ο χριστιανός έχει να αντιμετωπίσει τις πνευματικές επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος δίνει κάποιο δικαίωμα σ’ αυτό – σαν την αγία που βρισκόταν διαρκώς σε πορεία σεμνότητας και ανεπίληπτου ήθους. Όμως ο Πονηρός πάντοτε καραδοκεί, διότι του δίνει το δικαίωμα βεβαίως ο Κύριος, προκειμένου διά των επιθέσεών του να γίνει ο πιστός περισσότερο δόκιμος και να λάβει αυξημένα πνευματικά στεφάνια. 
Το επισημαίνει, όπως γνωρίζουμε, η Γραφή διά του αποστόλου Πέτρου: «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»[11]. Είναι δεδομένη λοιπόν η αντίθεση και η επίθεση του Πονηρού κατά του χριστιανού.
 Υπάρχει όμως και ο τρόπος άμυνας, που συνιστά και τη σπουδαιότερη επίθεση, κι αυτόν τον τρόπο επισημαίνει ο υμνογράφος μέσα από το παράδειγμα της αγίας. Τι έκανε η αγία[12]; Μπορεί να επιχειρούσε ο εχθρός γενίτσαρος να την φέρει στα νερά του, όπως λέμε, και μάλιστα με βάσκανο βλέμμα, ἄρα γενόμενος υποχείριο του διαβόλου – αυτό δεν είναι η βασκανία[13]; Η ενέργεια του πονηρού μέσα από ανθρώπους που τους χρησιμοποιεί ως όργανά του: είτε με την όραση είτε με τα λόγια είτε με μαγείες κλπ. – όμως η αγία ουδόλως πτοήθηκε και παρασαλεύτηκε, γιατί το δικό της βλέμμα, ο εσωτερικός της οφθαλμός, δηλαδή ο νους της, ήταν αδιάκοπα προσηλωμένος με προσοχή και ένταση στον Ιησού Χριστό.

 Οι άγιοι Πατέρες μάς αποκαλύπτουν και τις μεθοδείες του διαβόλου αλλά κυρίως τη δική μας μέθοδο αποφυγής των παγίδων του. Και ναι μεν λένε πως υπάρχει η δυνατότητα του αντιρρητικού πολέμου – να πολεμά κανείς με τη λογική, με την Αγία Γραφή ό,τι υποβάλλει εκείνος – μπορεί να αποδύεται κανείς σε ασκητικά μέσα σκληρά, όπως τις νηστείες, τις σκληραγωγίες κλπ., όμως το σημαντικότερο και το σπουδαιότερο εξ όλων των μεθόδων είναι η περιφρόνηση του πονηρού με τον μοναδικό τρόπο που κατακαίεται: τη στροφή της προσοχής στον Κύριο. Αυτό δεν έλεγε, για να θυμηθούμε μόνο έναν από τους τελευταίους Πατέρες και αγίους, και ο άγιος Πορφύριος; Στο σκοτάδι το μόνο που κάνουμε είναι να ανάβουμε το φως[14].

Η αγία Κυράννα, στην οποία υποκλινόμαστε μαζί με την ιδιαίτερη πατρίδα της την Όσσα
[15], μας καθοδηγεί με τη ζωή της. Και με την παρρησία που έχει ενώπιον του Κυρίου ως καλή Του νύμφη, την παρακαλούμε να εύχεται και για εμάς.


[1] Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής.
[2] «Τοῦ Κυρίου τὰ στίγματα ἔφερες τῷ ἁπαλῷ σου σώματι» (Δόξα Λιτής).
[3] «τὸν γὰρ Κύριον τῶν κυρίων, ὁλικῶς Χριστὸν ἀγαπήσασα» (Λιτή ήχ. α΄).
[4] Βλ. για παράδειγμα: «Χαίροις Παρθενομάρτυς Χριστοῦ, ἡ τοῦ Σωτῆρος πτερωθεῖσα τῷ ἔρωτι» (απ. εσπ.).
[5] «Τῆς θείας ἀγάπης, ἐν τῇ ψυχῇ τὸ πῦρ πλουτήσασα, ὃ βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐλήλυθε Χριστός».
[6] Λουκ. 12, 49.
[7]«Φῶς οὐράνιον ἔλαμψεν, ἐν εἱρκτῇ καλλιπάρθενε, καὶ τὸ θεῖον σῶμά σου κατεκάλυψεν, ὅτε εἰς χεῖρας τοῦ κτίστου σου, ἀπέδως τὸ πνεῦμά σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρυνθέν».
[8] «Ως χρυσὸς λαμπρυνθεῖσα, καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμψασα, λαμπαδοφόρος ἀνῆλθες, εἰς τὸν οὐράνιον θάλαμον».
[9] Στίχοι συναξαρίου. Βλ. και Δοξαστικό στιχ. εσπ.: «χαίροις ἡ τὴν κλῆσιν τῇ πράξει σφραγίσασα» κ.α.
[10] «Βασκάνῳ ὄμματι, ἐπελθών σοι ὁ ἐχθρός, τὸν τῆς ψυχῆς σου πλοῦτον, ἐπειρᾶτο συλᾶν, Κυράννα θεόνυμφε· σὺ δὲ Χριστῷ ἀτενίζουσα, ὄμμασι νοός, οὐδαμῶς σεσάλευσαι, τῆς κρείττονος στάσεως, καὶ ἀνδρείᾳ γνώμῃ, τὸ τῶν Μαρτύρων ὑπῆλθες στάδιον».
[11] Α΄Πέτρ. 5, 8.
[12] «ταῖς τοῦ ἐχθροῦ γὰρ μεθοδείαις, ἐν συνέσει πολλῇ, καὶ ἀνδρείᾳ φρενῶν ἀντικατέστη» (αντιπαραβλήθηκε στις μεθόδους του εχθρού με πολλή σύνεση και ανδρεία φρενών) (Δοξ. αίνων).
[13] Βλ. ευχή βασκανίας από το Ευχολόγιο της Εκκλησίας.
[14] «Άφησε τον αυτόν, μου έλεγε ο π. Πορφύριος για το διάβολο. Μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σε πλησιάζει. Αν θέλεις να τον διώξεις, να τον απομακρύνεις από κοντά σου, πάψε να του δίνεις σημασία. Περιφρόνησέ τον. Μόνο η περιφρόνηση του αξίζει. Από τη στιγμή που θα αρχίσει να την εισπράττει, θα αρχίσει και θα υποχωρεί. Μέχρι που, τελικά, θα τραπεί σε φυγή. Η περιφρόνηση αποτελεί το δεύτερο όπλο,μετά τον Τίμιο Σταυρό, κατά του διαβόλου! Και τον μεν Τίμιο Σταυρό τον φοβάται και, κυριολεκτικά, τον τρέμει και τρέπεται σε άτακτη φυγή.Την δε περιφρόνηση δεν την αντέχει. Γιατί είναι υπερόπτης και σκάει από το κακό του! Εξάλλου, αυτή η υπεροψία ήταν αιτία να εκπέσει και να γίνει αυτό που έγινε.Εισέπραξε την τιμωρία του…» (Ανθολόγιο Συμβουλών).
[15] «Χαῖρε και σκίρτα η ῎Οσσα ἐν θείῳ Πνεύματι· ἐκ σοῦ γὰρ ὡς εὐῶδες, ἀνεβλάστησε κρίνον, Κυράννα ἡ ἐν Μάρτυσι θαυμαστή, τοὺς πιστοὺς κατευφραίνουσα, καὶ τὴν σεπτὴν αὐτῆς μνήμην ἄγε λαμπρῶς, τὸν Σωτῆρα μεγαλύνουσα»(Αίνοι). «Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου. Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα» (Από το ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Για τη μητέρα του Κατουνακιώτη που ευωδίασε αυτοστιγμεί


site analysis




Η κυρία Βικτωρία, με το πέρασμα του χρόνου, απέκτησε πρόβλημα στην καρδιά της.

«Η μητέρα μου ήταν καρδιακή» έλεγε ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, «και όταν πέθανε η αδερφή της, πολύ στεναχωρήθηκε και τη χτύπησε περισσότερο η καρδιά και την πήγε ο αδερφός μου, ο αξιωματικός, ο Χαράλαμπος, στο νοσοκομείο». Λίγες μέρες μετά, η Βικτωρία εκοιμήθη.

 Η μητέρα του Αγίου είχε την επιθυμία, σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της ζωής της, να κουρευτεί μοναχή. Η συνεννόηση ήταν ότι θα την κάνουν μοναχή όταν θα κοπιάσει η τελευταία ώρα της, λίγο πριν φύγει από τον κόσμο. Όταν πλησίαζε το τέλος της κυρίας Βικτωρίας, λόγω της καρδιάς της και της αναγκαστικής μεταφοράς της στο νοσοκομείο, ο αδερφός του παπά Εφραίμ, ο Χαράλαμπος, είπε στη μητέρα του: 
«Μητέρα, θέλεις να σε κάνουμε καλόγρια;». 
«Θέλω, παιδί μου».
 Έστειλε, μάλιστα, ο παπά Εφραίμ από το Άγιον Όρος το σχήμα και το πολυσταύρι. Δύο μέρες πριν κλείσει τα μάτια της, την κούρεψαν καλόγρια. Από Βικτωρία, την είπανε Μαρία.

 Στο μεταξύ, ο Άγιος των Κατουνακίων, εκεί μακριά από το Όρος, ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η μητέρα του θα φύγει από τη ζωή. «Μην τη βασανίζετε» είπε, προφητεύοντας την κοίμηση της, «διότι δε θα βγει από το νοσοκομείο ζωντανή». Ο Γέροντας έπεσε μέσα. Πάντοτε έπεφτε μέσα. Τη Μεγάλη Πέμπτη μπήκε η μητέρα του σε κώμα και εφτά η ώρα το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής του 1963, έφυγε πια για τους ουρανούς.

 Φεύγοντας η ψυχή της μοναχής Μαρίας, της πρώην κυρίας Βικτωρίας, θέλησαν η κόρη της η Ελένη, μαζί με τη Γερόντισσα που είχε αναλάβει τη γιαγιά, να της κάνουν την αναγκαία καθαριότητα, προκειμένου να τακτοποιηθεί η κεκοιμημένη για τα περαιτέρω της κηδείας.

 «Χαράλαμπε, βγες έξω» παρακάλεσαν τον γιο της, τον αξιωματικό. «Θέλουμε να την αλλάξουμε». Αμέσως, με το που άρχισαν το άλλαγμα, η Ελένη και η Γερόντισσα αισθάνθηκαν έντονη ευωδία, αλλά δε μίλησαν η μία στην άλλη, αφήνοντας με διάκριση να δουν το πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο.

 «Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;» είπε με απορία η Ελένη.

«Όχι, κυρία Ελένη» είπε η Γερόντισσα, «δε βάζουμε αρώματα, αυτό που ευωδιάζει εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα που την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητος. Είναι σημάδι ότι σώθηκε η μητέρα σας».

Φέρανε τον άνδρα της Ελένης κι απόρησε κι εκείνος το πόσο πολύ ευωδίαζε η γιαγιά. Ύστερα, ήρθαν και κάποιες ανιψιές της κεκοιμημένης, της αδερφής της οι κόρες. 
Λένε οι ανηψιές: «Τόσο άρωμα της ρίξατε;».
«Δεν της ρίξαμε τίποτα» είπαν η Ελένη και η Γερόντισσα.
 «Εδώ, η θεία, η γιαγιά ευωδιάζει!» είπαν ξανά οι ανηψιές.

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και την πήγανε κατόπιν στο μοναστήρι όπου θα ελάμβανε χώρα η Εξόδιος Ακολουθία. «Οι καλόγριες» διηγούνταν ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης περί της κοιμήσεως της μητέρας του, «είχαν κάνει τότες τον Επιτάφιο και μού λέει ο ίδιος ο Χαράλαμπος: Τι να σου πω, Εφραίμ! Περισσότερο ευωδίαζε η μητέρα μας, παρά ο Επιτάφιος που είχαν κάνει οι καλογριούλες!».

Όταν έμαθε ότι πλέον κοιμήθηκε η μητέρα του, έσπευσε ο παπά Εφραίμ στο Άγιον Όρος να προσευχηθεί για την ψυχή της. Ήταν, όμως, αχρείαστο, όπως ο ίδιος εξομολογούνταν. 
«Τι να πω και τι να ομολογήσω!» έλεγε με θαυμασμό. Πήγε να προσευχηθεί για την ψυχή της μητέρας του, αλλά η Χάρις τον πληροφορούσε κάτι το παράδοξο, όπως, ας πούμε, είναι παράδοξο να κάνεις προσευχή για την ψυχή ενός γνωστού Αγίου. «Όταν προσεύχομαι για τη μητέρα μου, παίρνω, δε δίνω!».

Περιέγραφε το θέμα της μητέρας του, έτσι χαριτωμένα:

«Κι άρχισα και μνησικάκησα κάποια στιγμή προς τη μητέρα μου. Έλεγα στον πάτερ Προκόπη: 
Βρε, πάτερ Προκόπη, τι να σου πω, αρχίζω και μνησικακώ με αυτήν τη γυναίκα, τη μητέρα μου. Μέσα στον κόσμο έζησε, δεν ήξερε ούτε την υπογραφή της να βάλει – Βικτωρία, να πούμε – και έφτασε, πίστεψε με, στα μέτρα του Γέροντος Ιωσήφ! [σημ. εννοούσε τον Άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή]».



Κώστας Παναγόπουλος – Πρακτορείο «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ»

Η μνήμη του Αγίου Εφραίμ του Κατουνακιώτου τιμάται από την Εκκλησία μας κατά την 27η Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Προτεινόμενη κύρια πηγή περί του Βίου του Αγίου:

«Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου Άγιος Εφραίμ, Κατουνάκια Αγίου Όρους, Α’ Έκδοση, 2000».

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Μητέρα Θεανώ: Ο άγγελος των φτωχών

mitera theano keimeno 1

Του Αρχιμ. Κοσμά Θασίτη, Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Κατάγκας | Romfea.gr


Σιγή ανείπωτη. Ένα αεράκι δροσερό φύσηξε τα ξημερώματα της 3ης Μαρτίου 2020, στις 03:30’π.μ., στο Νοσοκομείο της Ορθόδοξης Ιεραποστολής των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, στο Κολουέζι του Κονγκό.

Ήταν η στιγμή που η ψυχή της μακαριστής Μητέρας Θεανώς Μουσδελεκίδου πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, για να συναντήσει τον Δημιουργό της. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Μία καρδιά γεμάτη αγάπη, που χτυπούσε μέσα στις καρδιές των ανθρώπων σαν τάλαντο, για να ακούνε τον ήχο της αγάπης της και να δοξολογούν ακατάπαυστα το Θεό.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κάποιος τη ζωή ενός ανθρώπου, όταν αυτός έχει χαράξει μία πορεία τριάντα δύο ετών με πόνο και θυσίες, για να στερεωθεί ένα μέρος της Αλήθειας. Όμως, επιβάλλεται να μεταφέρουμε στους αγαπητούς και σεβαστούς αδελφούς μας την πολυτάλαντη προσωπικότητα αυτής της γυναίκας, για να διδαχθούμε από το παράδειγμά της, να ευαισθητοποιηθούμε σαν μέλη της κοινωνίας, και να μεταφέρουμε στις επόμενες γενεές το παράδειγμα και τον ηρωϊσμό της Μητέρας Θεανώς.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, διαβάζοντας ένα ιεραποστολικό περιοδικό ή βλέποντας ένα βίντεο ή ένα ντοκυμναντέρ της ζωής των ανθρώπων που διακονούν στον Αμπελώνα της Αφρικανικής γης, δημιουργούν μέσα στο μυαλό τους συναισθηματικό περιεχόμενο με ενθουσιαστικές τάσεις προσφοράς, οι οποίες κρατάνε μικρό χρονικό διάστημα.

Αυτό, όμως, δεν ισχύει στην περίπτωση της Μητέρας Θεανώς και σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος διακονεί στην Εξωτερική Ιεραποστολή. Άφησε πίσω της την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, την Έδεσσα της Μακεδονίας και σε ηλικία εξήντα πέντε ετών, μετά τον θάνατο του συζύγου της έκανε καινούργια της πατρίδα το Κολουέζι του Κονγκό, παρόλο που ήταν οικονομικά ευκατάστατη.

Πριν, όμως, έρθει στο Κονγκό, προετοίμασε τον εαυτό της γι’ αυτό το μεγάλο έργο και γεγονός της ζωής της. Μαθήτευσε δίπλα στον σύγχρονο Άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, στον Άγιο Καλλίνικο, Μητροπολίτη Εδέσσης, και σε άλλους μεγάλους Πατέρες, κοντά στους οποίους διδάχθηκε, μέσα από τα Κατηχητικά και τους Κύκλους Μελέτης Αγίας Γραφής, την αγάπη για την Ιεραποστολή, ιδιαιτέρως, όμως, την Εξωτερική Ιεραποστολή.

Έτσι, τοποθετήθηκε ο σπόρος του λόγου του Θεού σε ένα ξεχωριστό και καθάριο μέρος της καρδιάς της. Αυτός ο σπόρος ωρίμασε και ήταν πλέον έτοιμος να φυτευτεί και να ευδοκιμήσει και σε άλλες ακαλλιέργητες ψυχές που είχαν μεγάλη ανάγκη.

Αφού ήταν έτοιμη πλέον ψυχικά και σωματικά η Μητέρα Θεανώ, το 1987, κάνει τα πρώτα της βήματα στη νέα της Ιεραποστολική πορεία με συνοδοιπόρους το Χριστό και την αγάπη. «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων την ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. 10,15).

«Πρωτοπήγα για τρεις μήνες το 1987, Ιούλιο –Αύγουστο -Σεπτέμβριο. Τότε γνώρισα τον μακαριστό παπά-Κοσμά. Έζησα στη σκιά αυτού του ανθρώπου, που όντως ήταν πολύ χαρισματούχος. Μαζί με τους εκλεκτούς συνεργάτες του, την αδελφή Ξένη και το μοναχό Κύριλλο , καθώς και με ντόπιους επιτελούσαν τεράστιο έργο ευαγγελισμού των Αφρικανών αδελφών μας», αναφέρει η ίδια σε μία συνέντευξή της.

Παίρνοντας μία γεύση από τον τρόπο ζωής των ανθρώπων εκεί, αλλά και τον μεγάλο αγώνα των Ιεραποστόλων, ο πόθος της συνεχώς αυξάνεται για τον Ευαγγελισμό των Αφρικανών αδελφών μας.

Έτσι, λοιπόν, το 1990, κλείνοντας τη ΄΄Μαθητική Στέγη΄΄ που διατηρούσε στο σπίτι της στην Έδεσσα, ακούει τη φωνή του Χριστού μέσα της και εγκαταλείπει ότι είχε ως προσκόλληση στην καρδιά της και

Τον ακολουθεί. Αναμορφώνει το παρόν της και αγωνίζεται, για να ακουστεί το μήνυμα του Ευαγγελίου στο παρόν των ανθρώπων. Και κρατά ζωντανή τη χαρά της πίστης στη ζωή και τον θάνατο, στις ταλαιπωρίες και τις επιτυχίες. Στην μοναξιά και στην κοινωνικότητα. Σε κάθε στιγμή της ζωής της.

Με τις ευχές του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κεντρώας Αφρικής, κυρού Τιμοθέου, ξεκινάει το Ιεραποστολικό της έργο. Άνθρωπος δοτικός, προσφοράς και συμπόνιας προς τον συνάνθρωπο, δόθηκε θυσιαστικά για το έργο της Ιεραποστολής, αψηφώντας κινδύνους, προβλήματα και δοκιμασίες.

Όπως αναφέρει και η ίδια: Βέβαια, σε όλη αυτή την πορεία είχαμε, όπως είναι επόμενο, ποικίλα προβλήματα, διανυκτερεύσεις στο δάσος, χαμένοι στη ζούγκλα, βουτηγμένοι στους βάλτους, πεζοπορίες. Όλα προς δόξαν Θεού! Ταπεινά τα αποδεχόμαστε.

Πορεύθηκε με γνώμονα το Ευαγγέλιο, βοηθώντας να αναγεννηθούν οι άνθρωποι πνευματικά και να αλλάξει η ζωή τους, αφήνοντας πίσω τους την ειδωλολατρία και τα μάγια. Ήταν αφιλοχρήματη, αεικίνητη και συμπονετική.

Ζούσε και ανέπνεε γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Τους έδινε ζωή από την ζωή της. Έκανε πράξη το λόγο του Απ. Παύλου: είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη (Ά Κορ. 10, 26).

Συμπονούσε και συμμετείχε με αυταπάρνηση στα προβλήματα των ανθρώπων. Βλέποντας τις δυσκολίες που περνούσαν λόγω της φτώχειας, της ανεργίας, της εξαθλίωσης και των πολλών ασθενειών προσπαθούσε να βρει τρόπους, για να τους εξασφαλίσει τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια, χρήματα και φάρμακα, για να τους ανακουφίσει έστω και για λίγο από τα προβλήματά τους.

Εκτελούσε χρέη οικονόμου. Επισκεπτόταν τις φυλακές και τα νοσοκομεία. Έκανε κατήχηση σε γυναίκες και κορίτσια. Κάθε μήνα πήγαινε μαζί με άλλες γυναίκες της Επιτροπής του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου στα κωφάλαλα παιδιά. Ιδιαιτέρως, ο μεγάλος της πόνος ήταν οι φυλακές. Τόνιζε πάντοτε: Πολύ λυπάμαι τους φυλακισμένους. Δεν έχουν φαγητό και είναι αδύνατοι και εγκαταλειμμένοι.

Αγοράζουμε σαπούνια, λίγο κρέας, αλεύρι και τους τα προσφέρουμε. Όσο βαστούν τα πόδια μου, θα πηγαίνω. Με περιμένουν.

Η Μητέρα Θεανώ ήταν η ψυχή της Ιεραποστολής. Το πέρασμά της ήταν μια προσευχητική διαδρομή αγάπης τριάντα δύο ετών, αφήνοντας τα ίχνη της παρουσίας της. Επάνω σε αυτά τα ίχνη πατάμε εμείς, οι μεταγενέστεροι Ιεραπόστολοι, ακολουθώντας τα βήματά της, έχοντας μπροστά μας ως οδηγό το πολύπλευρο έργο της.

Ήταν ένα πραγματικό στολίδι που εξέπεμπε Φως. Όλοι οι άνθρωποι έχουν να πουν ένα καλό λόγο για την Μητέρα Θεανώ. Τα έργα της μαρτυρούν την μεγάλη αγάπη που είχε για τον Θεό και για τον άνθρωπο. Παρόλο που η ηλικία της ήταν προχωρημένη, το παράδειγμά της ομολογούσε πίστη, ηρωϊσμό και γενναίο φρόνημα, που δεν συναντάς εύκολα σε ανθρώπους σήμερα.

Ο ηρωϊσμός της για την Ιεραποστολή θα πρέπει να μας προβληματίζει όλους. Να εμπνευστούμε από την ζωή της και κάποιοι να ακολουθήσουν την ιεραποστολική της πορεία. Μας καλεί να ακούσουμε την φωνή του Θεού: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη (Ματθ. 28, 19).

Ο λόγος αυτός του Χριστού δεν είναι μόνο για κάποια ομάδα ανθρώπων, αλλά για όλους του Ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς. Καλούμαστε να μεταφέρουμε το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη.

Γι’ αυτό και πολύ εύστοχα μας υπενθυμίζει αυτή την αλήθεια ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, κ. Αναστάσιος: Αποτελεί, λοιπόν, φοβερή αντινομία, από τη μιά πλευρά εμείς οι Ορθόδοξοι να επιμένουμε ότι είμαστε η κατεξοχήν Εκκλησία της Αναστάσεως και της Πεντηκοστής και από την άλλη να παραμένουμε κλεισμένοι στα δώματα των φόβων και των δισταγμών μας για την οικουμενική μας ευθύνη και να υιοθετούμε στην πράξη μία τοπικιστική τακτική…Η Ιεραποστολή δεν είναι μια απλή δραστηριότητα εξωτερική, αλλά μία ορθή στάση εσωτερική, για να βιώσουμε ουσιαστικά την Ορθοδοξία μας στις πραγματικές της διαστάσεις. Οφείλουμε δε να την αντιμετωπίσουμε όχι ως υποχρέωση ορισμένων μόνον τοπικών Εκκλησιών, αλλά και ως πανορθόδοξο έργο.

Η Μητέρα Θεανώ έδωσε άνιση μάχη με μία κοινωνία πολιτιστικών και θρησκευτικών αντιθέσεων και αντιφάσεων, χωρίς να επηρεασθεί από το ρεύμα της κοινωνίας. Το κενό που κάλυψε τη γη της Αφρικής με τον θάνατό της, καλύφθηκε από το θεάρεστο έργο της.

Το Κονγκό αγκάλιασε μέσα του το άψυχο και κουρασμένο σώμα της από τους κόπους και τα βάσανα αυτής της ζωής, το οποίο αναπαύεται στην Ιερά Μονή Αγίου Νεκταρίου Κολουέζι, και το τοποθέτησε στη θέση που έπρεπε. Στις καρδιές των Αφρικανών αδελφών μας.

Ας είναι αιωνία της η μνήμη!

ΠΗΓΗ.ΡΟΜΦΕΑ

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Το βλέμμα της μάνας.. Πραγματική ιστορία που ραγίζει καρδιές.


Γράφει ο Στάμος Γαλούνης


Εκείνο τό γλυκό απόβραδο του Ιούνη, σ΄ένα ημιορεινό χωριό -Αρχοντοχώρι( Ζάβιτσα)- της Ακαρνανίας, σε χρόνο πριν μισό αιώνα, σ’ένα πέτρινο σπίτι, μόλις οι γονείς κατάκοποι επέστρεψαν από το θερισμό, ακούστηκε το ουρλιαχτό του μικρού τους γιού, πού έπαιζε στην αυλή.

Τον είχε τσιμπήσει στό χέρι σκορπιός.

Τον πρόλαβε ο πατέρας, πρίν χαθεί στις πέτρες, τόν πάτησε και τον σκότωσε.

Μαζεύτηκε όλο το χωριό, η μάνα έτρεμε, κρατούσε σφιχτά αγκαλιά το σπλάχνο της πού σπαραζε και βογκούσε, τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια έκλαιγαν και φοβόντουσαν κι' ο πατέρας απελπισμένος ρωτούσε τους συγγενείς καί μονολογούσε με απόγνωση... τι νά κάνουμε τώρα; Πώς να σώσουμε τό παιδί μας;

Σ΄εκείνο τόν σκληρό άγονο τόπο, που ζούσαν πάνω από 1200 σκληραγωγημένες στερημένες ψυχές, δεν υπήρχε γιατρός,φαρμακείο, νοσοκόμα, δεν έρχονταν εκεί ασθενοφόρο, ούτε υπήρχε κανένα αυτοκίνητο διαθέσιμο να τον πάει στο Αγρίνιο.

Τό ένα καί μοναδικό μικρό “λεωφορείο” με την μεγάλη σκουροπράσινη μούρη – μετατροπή παλιού φορτηγού- του καλού, δοτικού καί πάντα διαθέσιμου ανθρώπου Δημητράκη Μπαλώσου, πού άντεχε στούς επικίνδυνους εκείνους κακοτράχαλους χωμάτινους δρόμους, βρισκόταν στο Μεσολόγγι.

Ακόμα κι΄ ο θεός άμα περνούσε καβαλάρης από κείνα τα άγρια μέρη, σπάνια ξεπέζευε για να δεί καί να μάθει πως ζούν ετούτοι θνητοί, οι ριζωμένοι σέ λιθάρια , αγραπιδιές, φρύγανα κι’ ασφάκες.

Καί έτσι αναγκαστικά την τύχη του μικρού, καθόριζαν πλέον οι αντοχές των κυττάρων του, οι μοίρες, οι άγιοι κι η ποσότητα του δηλητηρίου.

Η πρακτική μαμή, καθησύχαζε η φουκαριάρα, όσο μπορούσε, λέγοντας ότι <<ήταν μικρός ο σκορπιός και το παιδί -κι’ας είναι αδυνατούλη- μάλλον δεν θα πεθάνει.>>

Η θειά Γιαννούλα, η γειτόνισσα, πού τ’ αγαπούσε πολύ τούτο το παιδί καί το’χε πολλές φορές βυζάξει όταν η μάνα του δεν είχε γάλα, ψιθυριστά προσευχόταν γονατιστή,ακουμπώντας στην γέρικη αμυγδαλιά, στην άκρη της μεγάλης χωμάτινης αυλής.

Η γριά Μέλπω, με την μαγκουρα καρυδιας, μια κυνική γυναίκα, πού συχνά μονολογούσε <<‘αντε να βγάλω κι’ εγώ την σειρά μου, πολύ αργοπορώ΄’> με σκληρές αλήθειες, πούχαν δει πολλά τα μάτια της, με ζωές να χάνονται καί να πέφτουν σαν τα φύλλα των δένδρων, είχε μια παράξενη ακατανοησία τού ανθρώπινου τέλους καί δεν φοβόταν την ανυπαρξία, ...΄έλεγε με παρηγορητική φωνή εκεί στην αυλή‘< Ευτυχώς δεν λέτε ..που η Αλεξάνδρα έχει κ’άλλα τέσσερα παιδιά!>

Εκείνη την νύχτα του χαμού,με το ολόγιωμο φεγγάρι να φωτίζει τα κουρασμένα θλιμμένα πρόσωπα τών ανθρώπων στή αυλή, τό ψυχικό άυλο ολόσωμα του μικρούλη, επαιζε κρυφτό με τόν δρεπανηφόρο αρματηλάτη, κρυβόταν στούς θάμνους καί στούς μεγάλους βράχους, έξω από την μεγάλη τοξωτή πύλη τού άλλου κόσμου καί φώναζε στόν θυρωρό τόν Πέτρο,να βάλει διπλά τα μάνταλα, να μήν ανοίξει η πόρτα.

Στήν μέση του σπιτιού να τό φωτίζει ισχνά μιά λάμπα πετρελαίου, στην αγκαλιά τής λιπόσαρκης, ανθεκτικής μάνας- καί γύρω γύρω οι γυναίκες συγγενείς με τα γιατροσόφια- (γάλα σύκου στην δαγκωματιά, ζουμί να πιει από βρασμένο αμάραντο,τσουκνίδα καί βασιλικό, για να φύγει τό κακό) ο μικρούλης βογκούσε, ούρλιαζε από τους αφόρητους πόνους, έκλαιγε, ίδρωνε, δυσκολανάσαινε καί συνέχεια φώναζε, έλεγε, μουρμούριζε, εκλιπαρούσε .. Μάνα πονάω! Μάνα σταμάτα τό πόνο!

Κι΄εκείνη η έρμη, σε άλλη απόκοσμη διάσταση οδύνης, το φιλούσε,το έλουζε αθελά της με τα δακρυά της, το χάιδευε και ικετευτικά παρακαλούσε την Παναγιά, να μην αφήσει τό σπλάχνο της να περάσει την χαρακιά.

<Πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μην σε βρεί ο χάρος!>> αυτή η βασανιστική έγνοια, ήταν τό σύμπαν όλο.

Και κάπου το ξημέρωμα, τήν ώρα πού βγαίνει ο αυγερινός…...κατέβηκε ο μικρούλης απ’ τόν Γολγοθά, ο σταυρωτής ξέμεινε από καρφιά, ,ο πόνος λιγόστεψε κι’ έγινε ήσυχος αναστεναγμός, …..πέρασε το δηλητήριο, επέζησε το παιδί και με ήρεμη ανάσα, αγγελικά αποκοιμήθηκε ,..κουρνιάζοντας στη αγκαλιά της, στ’ απάνεμο αυτό λιμάνι, που δένουν άφοβα τα χρωματιστά όνειρα,και γεμίζουν οι καρδιές συμπυκνωμένα συναισθήματα, εκεί που ευωδιάζουν αρώματα, από στάχια σιταριού, προζύμι, δάκρυα καί ηλιοκαμένο χώμα.

Στό ηλιόλουστο πρωινό ,μές την απόλυτη σιωπή –όλοι οί άλλοι, μικροί μεγάλοι -αν καί άγρυπνοι, αλλά ήσυχοι πιά- έφυγαν για τα σπαρτά, τ’ αλώνια καί τίς θυμωνιές.- άκουγε η μάνα τούς μουσικούς χτύπους της καρδιάς τού μελαχρινού αγοριού, μέ τα λεπτά χεράκια καί τα πεταχτά αυτιά καί χόρευε από χαρά η ψυχή της, ανάσανε τό παιδί καί μύρωνε με αγίασμα η ύπαρξή της.

Ξύπνησε μετά από ώρες ο μικρός ,αργά το απόγευμα, όταν ο ήλιος πήγαινε να δύσει πέρα απ τήν Ιθάκη καί κάποιες ηλιαχτίδες πέρασαν απ’τό παραθύρι, έλουσαν τα μαλλιά καί χρύσωσαν τό προσωπό του.

Ξύπνησε εκεί ακριβώς πού αποκοιμήθηκε …στη απαλή, ασφαλή, γενναιόδωρη αγκαλιά της μάνας .

Δεν το άφησε το βλαστάρι της ούτε στιγμή, μήτε να πιεί μια σταλαγματιά νερό, ούτε για μια χαψιά ψωμί , μήτε ένα δράμι ύπνο χάρισε στόν ευατό της.

Όταν επιτέλους άνοιξε τά αθώα ματάκια του, ….αντίκρυσε το αξέχαστο συγκλονιστικό , μεθυστικό βλέμμα της μάνας, ….με την μυστική συνταγή τών ανείπωτων συναισθημάτων …με την απεριόριστη αποδοχή, χωρίς όρους ,όρια, συνθήκες, προυποθέσεις, περιορισμούς και επιταγές, χωρίς κριτήρια ομορφιάς,αξίας ή εξυπνάδας ,η απόλυτη αγάπη, το φώς της οικουμένης, η ευτυχία της μόνο και μόνο πού ζεί καί υπάρχει.

Αυτή ήταν η μάνα μου, η καρτερική, συμπονετική, η μεγαλόκαρδη, η μεγαλόψυχη, η γλυκοφιλούσα μάνα,.

πού ολημερίς κόπιαζε καί ίδρωνε να θρέψει τα παιδιά της κι΄ολονυχτίς τούς ύφαινε καί έραβε τα φτερά τους.

Η μάνα με τα δέκα χέρια καί τις πέντε τίς καρδιές, τα τρία παλιοκαιρισμένα φορέματα,

το’να ήταν μαύρο, τ’άλλο καφετί τό τρίτο τόχε γιά καλό κι ειχε χρώμα βαθύ μπλέ θαλλασινό,

ένα άσπρο μαντήλι στα μαλλιά καί τήν λάμψη τ’ουρανού, σε κάθε της ματιά.

Κι΄εγώ είμαι ο γιός της, ο τότε μικρούλης, ο πονεμένος απ τόν σκορπιό, πού εκείνη μ΄ανάστησε καί με μεγάλωσε να σεργιανήσω -με αξιοπρέπεια, τιμή καί σεβασμό - στίς γειτονιές αυτού τού κόσμου.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΥΓ: Η σημερινή χειμωνιάτικη κατάδυση στά σοκάκια της ψυχής με την πυκνή μνήμη, ο εσωτερικός λυγμός, ο κόμπος στό λαιμό, τό αφανέρωτο δάκρυ που μαρτυράει την αλήθεια καί σε δένει μέ τόν αδιάσπαστο ομφάλιο λώρο,που καταργεί το φράγμα τού χρόνου και τού χώρου, ...έρχονται την ίδια μέρα ,πού η μάνα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο της μοίρας της, την ώρα και στιγμή που καταργήθηκαν όλες οι στιγμές της, σώθηκε τό λάδι στό καντήλι καί φυγαδεύτηκε για πάντα στόν αδιανόητο, άγνωστο, αναπάντητο χρόνο.

Στο εσπερινό λιγοστό κιτρινοπό φως τής παγωμένης εκείνης μέρας του Φλεβάρη, μέσα την αραιή ομίχλη του Αχέροντα , όρθιος ο βαρκάρης με την πορφυρένια καλή του φορεσιά, νωχελικά κωπηλατούσε σιγοσφυρίζοντας μελωδικούς ψαλμούς γιά τούς θεούς.,.. λίγοι κορμοράνοι κολυμπούσαν δίπλα στη βάρκα του, λες καί συνόδευαν τό πνεύμα, ...η καμπάνα τής εκκλησιάς ψηλά στή χιονισμένη ράχη του βουνού, ηχούσε λυπητερά αναγγέλλοντας το μακρύ ταξίδι, καί ..στήν όχθη, στήν άκρη τού γλυκού νερού, δίπλα στά πλατάνια, να μοιάζουν με τα γυμνά κλαδιά τους σαν υψωμένα χέρια προσευχής,-στέκονταν, ο παππάς ,- με πετραχήλι, ευαγγέλιο καί θυμιατό-- καί σιμά , τα παιδιά της δακρυσμένα κουνούσαν άσπρα μαντίλια αποχαιρετισμού, υμνούσαν τό μεγαλείο της μάνας καί δοξολογούσαν την άφατη αγάπη της.