La Madonna Candellora,- dall’ Inverno semo fora; Ma se piove, o se fa vento,- nell’ Inverno semo dentro. Ήρθε πάλι η Υπαπαντή, συλλογιέμαι κατά μόνας, όξω απ’ άνεμο η βροχή, πάει πια ο άγριος χειμώνας. Αλλ’ αν βρέξει ή αν φυσήξει, τότες πάλι αλλοίμονο: αύριο τι θα φέξει η μέρα, τούτο μόνο θα το δείξει, η Γριούλα αν θα λουφάξει, για η Γριούλα αν θα πηδήξει: κούτσουρο θα ν’ αναφτεί, κούτσουρο θα να σβηστεί κάρβουνα και ροκανίδια, σάρωμα στ’ αποκαΐδια. Ένα μόνο είναι γνωστό, θα σημάνει αύριο η καμπάνα και θα μεραστούν κεριά, απ’ τον ίδιο τον Παπά. Κι ύστερα θ’ ακολουθήσει μια σπουδαία Λιτανεία· οι Γριούλες από πίσω θα συρθούνε μία μία· τα κεριά θα τα φουντώσουν και θα ψάλουν ψαλμωδία βραχνιασμένες, γερασμένες, όλες για την Παναγία. Και γυρνώντας στο σπιτάκι, καθώς θα μεσημεριάζει, θα λογιάξουν πια στ’ αλήθεια, αν σωστά καλοκαιριάζει.
ΤΡΙΑ ΡΟΔΑ
Sive rosae tres Rosarii mei fidelis
in honore Purificationis Beatae
Mariae Virginis, die II Februarii.
CUM AUTEM το Παιδίον είχε ως Κρίνον
αυξήσει πια πολύ, κι' είχε πια γίνει
ημερών τεσσαράκοντα, αφήνον
το παρελθόν στη βρεφική Του κλίνη,
-πηγαίνει Το αγκαλιάν η Παναγία,
κάποιο πρωί ευλογητού χειμώνα,
να μπει πρώτη φορά στην Εκκλησία,
να μπει ο Νυμφίος το πρώτο στο Νυμφώνα.
Τα τρία Σκαλούνια τότε κατεβαίνει
(τον θαμβώνει τόση λάμψη και γαλήνη)
ο Συμεώνας. Τρέμοντας ανασαίνει:
"Νυν απολύεις τον δούλον Σου εν ειρήνη!"
Θεοφρούρητος, Θεοφόρος, περιφέρει
το Γιό του Ανθρώπου στ' άγια εκείνα Μέρη.
Αλλ’ έξωθεν, ως δέεται η Αγία,
ένας Καημός γλυκύς Τη συντυχαίνει,
και μια Πίκρια μαβιά, σα νοσταλγία
την άγια Υπαπαντή Της πώς πικραίνει!
Μαδάει, μαδάει κάποιο ένα Χειμωνάνθι
μαργαριτοφανές, μαδάει τα φύλλα,
και ό,τι απόμεινε ως γύρη σαν τ’ οσφράνθη,
αιστάνθη δάκρυον άγιο, έτσι, ως να εκύλα.
Τη δε Ιερή Καρδιάν, είχε καλύψει
μιαν Ομίχλη, το Πέπλο του Αοράτου·
Κι’ έγινε ευώδης Κήπος όλη η Θλίψη:
Που ανίδεος ο Συμεώνας παραδίνει
το Θεόν, ερμώνοντας την αγκαλιά του,
μη νιώθοντας τη θεία Της σκοτοδίνη.
Αλλά πιον έξω, ο χιονισμένος Δρόμος,
το Καλτερίμι μάλλον, το Δρομάκι,
μολονότι σκληρό, όλο πέτραν, -όμως
έγινεν απαλόν, όλο μπαμπάκι·
όλο Ρόδα πολύφυλλα και Κρίνα
ραίναν, Βροχή πολλή σταλτή ουρανόθε,
τη Μητέρα, που ο Θεός Την εσυγκίνα
με το Ραφαήλ, ως Θλίψη ελθόντα εδώθε.
Μακάριες οι Γυναίκες, ως ξυπνούσαν
και άνοιγαν τα πρωινά τους παραθύρια,
να ιδούν τη Χαραυγή τους τόσο πλούσιαν!
Veniunt de Tharsis Magi et de Syria,
αλλά που! δεν εθεάθησαν τέτοιο Ήλιο:
MATREM IN VIA, DOLENTEM CUM FILIO!
_________________
Σημειώσεις για τις λατινικές φράσεις:
~ CUM AUTEM = Όταν όμως
~ Veniunt de Tharsis Magi et de Syria = Έρχονται οι Μάγοι από Θαρσείς και Συρία
~ Matrem in via, dolentem cun filio = μητέρα εν τη οδώ, με τον γιό της, θλιμμένη.
Με αφορμή την εορτή της Υπαπαντής ας ακούσουμε το στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της εορτής "Λέγε Συμεών..." σε ήχο α', από τον μακαριστόδιακο - Διονύσιο Φιρφιρή, αλλά και το Δοξαστικό των Αίνων «Ο εν χερσί πρεσβυτικαίς...», σε ήχο πλάγιο του β΄, στο μέλος του Ιακώβου Πρωτοψάλτου, από την ηχογράφηση του Δοξασταρίου του Ιακώβου (cd14), που εκδόθηκε από το Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων σε επιμέλεια του Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή.
Γράφει ο Μανόλης Χατζηγιακουμής για την ερμηνεία του π. Διονυσίου Φιρφιρή στο Δοξαστικό των Αίνων της Υπαπαντής του Κυρίου:
Ένα μέλος λαμπρό από κάθε άποψη, ρυθμικά, ηχοχρωματικά, ποικιλματικά, σε μια εξίσου λαμπρή και ανεπανάληπτη όντως ερμηνεία, με οίστρο, με μέθεξη, με απαράμιλλη εκφραστικότητα. Από τα πρώτα που έχει εκτελέσει ο πατήρ Διονύσιος (Μάιος 1984). Τέτοιες ερμηνείες είναι απαύγασμα της ψυχής και του νου, μιας διαρκούς έμπρακτης και βιωματικής οικείωσης, γι’ αυτό και μπορούν να ειπωθούν με τέτοια δύναμη και ένταση, ακόμα και στον «νεκρό» χώρο μιας ηχοληπτικής αίθουσας. «Ο εν χερσί πρεσβυτικαίς, την σήμερον ημέραν, ως εφ' άρματος Χερουβίμ, ανακλιθήναι ευδοκήσας Χριστέ ο Θεός, και ημάς τους υμνούντάς σε, της των παθών τυραννίδος, ανακαλούμενος ρύσαι, και σώσον τας ψυχάς ημών.»
Υπάρχει μια μάνα που μπορεί είναι περήφανη για τις τρεις λιλιπούτιες αγωνίστριες θυγατέρες της.
Υπάρχει μια μάνα που νιώθει τις φτερούγες των τριών αγγέλων της στην αγκαλιά της.
Υπάρχει μια μάνα που έχει τρεις κόρες μέσα στην αγκαλιά του Θεού.
Είναι η μάνα που τις έφερε στη ζωή με τόσες θυσίες και κόπους.
Είναι η μάνα που στάθηκε μέρα-νύχτα στο προσκεφάλι τους.
Είναι η μάνα που κατέκτησε μαζί τους τρία χρυσά μετάλλια, ολόχρυσα!
Κι όμως, αυτή η μάνα … πονάει αβάσταχτα σήμερα. Ψάχνει το βλέμμα τους, το χαμόγελό τους, το άγγιγμά τους, τη μυρωδιά τους, την ανάσα τους. Πουθενά …
Αν περιμένετε λόγια παρηγοριάς, … δεν υπάρχουν. Κανείς, μα κανείς, δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο αυτής της μάνας. Μην της ζητάμε να κάνει υπομονή, κουράγιο… Ας μην πούμε τίποτα. Μόνο να σταθούμε πλάι της με σεβασμό. Να ακούσουμε τον βουβό πόνο της και να νιώσει ότι μπορεί να ακουμπήσει πάνω μας όποτε το χρειαστεί.
Και ό,τι θα θέλαμε να πούμε, να το πούμε σε Αυτήν που μπορεί να την νιώσει, σε Αυτήν που ξέρει τι σημαίνει πόνος, σε Αυτήν που είδε τον μονάκριβο γιο της πάνω στο Σταυρό αδίκως. Να την παρακαλέσουμε να βοηθήσει αυτή τη μάνα να ανέβει τον προσωπικό της Γολγοθά, να την βοηθήσει να σηκώσει τον δικό της Σταυρό, να την φωτίσει να δει την προοπτική του ουρανού για να αντέξει.
Ανήμερα της Υπαπαντής, το στερνό αντίο στο στερνό παιδί. Η «ρομφαία» πλήγωσε βαθειά την καρδιά κι αυτής της πονεμένης μάνας.
Τη ΛΑ΄ (31η) Ιανουαρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΤΡΥΦΑΙΝΗΣ.
Τρύφαινα η Αγία Μάρτυς κατήγετο από την Κύζικον την ευρισκομένην εις τον Ελλήσποντον, θυγάτηρ Αναστασίου τινός συγκλητικού και μητρός Σωκρατίας Χριστιανής. Εμαρτύρησε δε, όχι φερθείσα υπό των άλλων εις τους ειδωλολάτρας, αλλά αύτη αυθορμήτως επήγε και ενέπαιζε τα είδωλά των και κατηγόρει τας αισχράς των πράξεις, δι’ ων ενόμιζον οι άφρονες ότι τιμώσι τους ψευδωνύμους θεούς των. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εδίδασκεν αυτούς να αφήδωσι μεν την θρησκείαν των ματαίων ειδώλων, να επιστραφώσι δε εις την του Χριστού πίστιν.
Όθεν, κατά προσταγήν Καισαρίου του ηγεμόνος, έβαλον την Αγίαν εις κάμινον ανημμένην· επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής εν αυτή υπό της του Χριστού χάριτος, εκρεμάσθη υψηλά· είτα αφεθείσα, έπεσε κάτω εις καρφία, τα οποία είχον υπό κάτω και εκαρφώθη. Έπειτα εδόθη εις τα θηρία δια να την φάγωσι· και τα μεν άλλα θηρία δεν την ήγγισαν, εις δε ταύρος άγριος ορμήσας εναντίον αυτής έσχισε την Αγίαν δια των κεράτων του και ούτως απέλαβεν η μακαρία τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Λέγουσι δε, ότι εις τον τόπον εκείνον εις τον οποίον εχύθη το άγιον αίμα της Μάρτυρος ανεφάνη μία πηγή ύδατος καθαρού, από του οποίου πίνουσιν αι γυναίκες, όσαι δεν έχουσι γάλα μετά τον τοκετόν και ευθύς κάμνουσιν· όχι δε μόνον αι γυναίκες, αλλά και τα θηλυκά άλλα ζώα, όσα δεν έχουσι γάλα, και αυτά, λέγω, πίνοντα από του ύδατος εκείνου, την ιδίαν χάριν λαμβάνουσιν.
Το χιονόνερο που έπεφτε ήταν εκνευριστικό. Ο δυνατός βοριάς δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο. Ο Μάρκος τυλίχθηκε με μία κουβέρτα και ζάρωσε πάνω στα πρόχειρα χαρτόκουτα που είχε στρώσει. Αναστέναξε βαριά. Ήπιε μία γουλιά νερό από το μπουκάλι. Όλα τα στοιχεία έδειχναν πως η νύκτα που θα ακολουθούσε θα ήταν εφιαλτική.
Αναρωτιόταν αν θα ξημέρωνε ζωντανός η αν θα πάγωνε. Κοιτούσε δεξιά -αριστερά μη τυχόν και περάσει κάποιος περαστικός και ανοίξει κουβέντα. Το εμπορικό Κέντρο δίπλα του είχε σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα κοίταξε τον ουρανό. «Γιατί Θεέ μου έφθασα σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί με τιμωρείς τόσο σκληρά;» ψέλλισε! Κοιτούσε σαν να προσδοκούσε μία απάντηση. Μάταια όμως περίμενε. Το ρολόι που ήταν αναρτημένο στο εμπορικό κέντρο έδειχνε 1:45 π.μ.
Κοίταξε τις απέναντι πολυκατοικίες. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα κλειστά. Μόνο ένα εξ αυτών ήταν ανοικτό. Κάποιος άρρωστος η κανένα μωρό θα τους κρατά ξάγρυπνους, σκέφτηκε. Τουλάχιστον είναι στα ζεστά και θα έχουν κάποιον να τους φροντίσει. Ξαφνικά βλέπει μία μπλε ακτίνα φωτός να φεύγει από τον ουρανό και να εισέρχεται μέσα από την μπαλκονόπορτα στο διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκε! Τρόμαξε. Άρχισε να τρίβει τα μάτια του μη τυχόν και έχει παραισθήσεις.
«Βρε τι ζημιά μπορείς να πάθεις από μία μπύρα!» σκεφτόταν. Προσπάθησε να σκεφθεί κάτι άλλο για να ξεφύγει από την παραίσθηση. Τα μάτια του όμως δεν τα όριζε. Ήταν καρφωμένα σ’ αυτό το περίεργο μπλε φως που κατέληγε στο διαμέρισμα. Άρχισε να τσιμπιέται μη τυχόν και κοιμόταν. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Αποφάσισε να σηκωθεί λίγο και να περπατήσει. Έτσι πίστευε πως θα ξέφευγε από τις παραισθήσεις. «Λες να είχε κανένα περίεργο χόρτο το σουβλάκι που έφαγα και μου έφερε αυτή την αναστάτωση;» αναλογιζόταν καθώς προχώρησε δύο τρία βήματα. «Μήπως πάλι είναι η τελευταία μου νύκτα αυτή και ο Θεός έδωσε αυτό το σημάδι;»
Ξανακοίταξε προς την πολυκατοικία. Το φως γινόταν πιο δυνατό. «Μπορεί να πρόκειται για κάποιο λέιζερ. Μπορεί αυτός που μένει στο διαμέρισμα να δημιουργεί όλο αυτό το θέαμα και ενώ το φως φεύγει από το διαμέρισμα να πιστεύω πως έρχεται από τον ουρανό. Αυτό είναι… Με το κρύο αυτό φαίνεται χάζεψα εντελώς» μονολόγησε ο Μάρκος και επέστρεψε στη θέση του! Άδικα σηκώθηκα, έλεγε. Ξανακάθισε κάτω και τυλίχθηκε με τις κουβέρτες. Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του και έγειρε πίσω το κεφάλι του.
«Τρεις ώρες απομένουν θα περάσουν. Πες ότι κάνω γερμανικό νούμερο στο στρατό…Α! ρε μανούλα ευτυχώς που δεν ζεις, να δεις πως κατάντησε ο γιος σου. Βέβαια αν ζούσες θα ήταν όλα διαφορετικά. Δεν νομίζω να κατέληγα ζητιάνος και άστεγος. Πολλά λάθη μάνα έκανα στη ζωή μου. Την κατέστρεψα. Έχασα τα πάντα. Πίστευα πως όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από μένα. Δεν υπολόγιζα τίποτε. Πούλησα και το πατρικό μας. Και εκείνο το χωραφάκι που είχα ενθύμιο από τον πατέρα μου. Εκείνο που έλεγες πως κάποτε βρισκόταν εκεί το ξωκκλήσι της Παναγίας μας. Εκείνο που έκαψαν οι αντάρτες. Κι εκείνο το πούλησα. Τα λεφτά τα ξόδεψα στα ξενύχτια και στα χαρτιά.
Δεν σεβάστηκα ούτε την υπόσχεση που σου έδωσα παιδί ακόμη, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου ότι θα ανοικοδομήσω το σπίτι της Παναγίας και θα ανάβω το καντηλάκι της… Αχ ρε μάννα κι σ’ άκουγα θα είχα οικογένεια με τη Χρυσούλα, που μ’ αγαπούσε αληθινά. Αλλά ήθελα τη μεγάλη ζωή. Και να τώρα έγινα ένα ρεμάλι. Και το περίεργο είναι πως τα βάζω και με το Θεό. Με εκείνον δηλαδή που πολεμούσα γιατί τον έβλεπα εμπόδιο στη ζωή μου… Θυμάσαι που σου έλεγα πόσο ανόητος ήταν ο άσωτος υιός που αν και μπορούσε να περνά ζωή χαρισάμενη κοντά στο σπίτι προτίμησε και εκείνος τη μεγάλη ζωή.
Ε! μάννα πολύ πιο ανόητος από εκείνον είναι ο γιος σου. Ακολούθησα τα βήματα του ασώτου. Και να τρώω τώρα τα αποφάγια των άλλων και ζητιανεύω. Ούτε στο χωριό δεν τολμώ να πάω, τέτοιο τομάρι που είμαι». Αυτά συλλογιόταν ο Μάρκος προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην παγωμένη νύχτα.
Ασυναίσθητα κοίταξε και πάλι προς την πολυκατοικία. Το μπλε ουράνιο φως παρέμενε σταθερό. Τότε είδε μία ακτίνα φωτός να έρχεται προς το μέρος του. Όλα γύρω φωτίσθηκαν και μία ζεστασιά γέμισε τον χώρο. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον ακουμπά. Γύρισε να δει ποιος ήταν αλλά δεν είδε κανένα. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου κάποιος τον σήκωσε στα χέρια του. Λουσμένος όπως ήταν από το φως βρέθηκε πάνω στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Κοίταξε μέσα. Είδε μία νεαρή κοπέλα να έχει υψώσει τα χέρια της και να προσεύχεται. Την έβλεπε λες και ήταν δίπλα του και τα πατζούρια να έχουν εξαφανιστεί. Άγγελοι φωτεινοί στέκονταν δίπλα της.
Διάβαζε από ένα βιβλίο προσευχές. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο. Ακούμπησε το βιβλίο στην άκρη. Ψαλτήριο ήταν ο τίτλος του. Η κοπέλα στη συνέχεια άνοιξε ένα τετράδιο και άρχισε να διαβάζει διάφορα ονόματα. Ο άγγελος που έστεκε δεξιά της σημείωνε. «Κύριε, στείλε τη ζεστασιά σου και στον φτωχό άγνωστο άστεγο που στέκεται εκεί απέναντι μέσα στη βαρυχειμωνιά. Σώσε τον Χριστέ μου. Κάλεσέ τον και πάλι κοντά σου και οδήγησε τον στη μετάνοια» είπε η κοπέλα αμέσως μετά την ικεσία που έκανε για να περάσει η κρίση στην Ελλάδα.
Για την κρίση είπε: «Κύριε στείλε την Παναγία μας και τους αγίους να διαλύσουν τον εγωισμό μας και να δώσουν τέλος στην αποστασία μας. Στείλε τους αγγέλους σου να μαλακώσουν τις ψυχές και τις καρδιές μας και να επαναφέρουν την αγάπη και την αληθινή πίστη στον ελληνικό λαό. Βοήθησε την πατρίδα μου να λούζεται πάλι με το ανέσπερον αναστάσιμο φως Σου και να εκδιώξει τους δαίμονες που τη διασύρουν και τη ξευτιλίζουν. Κύριε, έλα γρήγορα και μην αργείς. Ιδού η δούλη σου Μαρία έτοιμη να θυσιαστεί για σένα…»!
– «Τέτοιες προσευχές δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Ήταν τόσο όμορφα εκεί πάνω στο μπαλκόνι. Ήταν τόσο ζεστά. Δεν ξέρω πόσο έμεινα. Ξέρω μόνο πως όταν το ίδιο χέρι που με θαυμαστά με ανέβασε στο μπαλκόνι όταν με γύρισε πίσω είχε σχεδόν ξημερώσει. Ήταν η πιο γλυκιά νύχτα της ζωής μου. Το ρολόι του εμπορικού κέντρου έδειχνε σχεδόν έξι και τα συνεργεία καθαριότητας είχαν αναλάβει εργασία. Το μπλε φως είχε εξαφανισθεί.
Αν και δεν είχα κοιμηθεί ένιωθα ξεκούραστος και δυνατός. Έτρεξα απέναντι και κάθισα σε ένα απάγκιο μέρος. Ήθελα να συναντήσω αυτή την κοπέλα, να την ευχαριστήσω για το δώρο που μου έκανε και για τις προσευχές της. Γύρω στις 9 παρά κάτι την είδα να βγαίνει από την πολυκατοικία. Έτρεξα κοντά της. Μόλις με είδε έβαλε το χέρι στη τσάντα της, πιστεύοντας ότι θα της ζητήσω βοήθεια.
– Όχι, Όχι Μαρία δεν θέλω βοήθεια. Να σε ευχαριστήσω θέλω για το μεγάλο δώρο που μου έκανες και για τις προσευχές σου.
– Πως ξέρεις το όνομά μου», είπε τότε εκείνη.
– Να άκουσα χθες το βράδυ τις προσευχές σου, ψέλλισα αμήχανος καταπίνοντας τη γλώσσα μου. Είμαι ο άστεγος ζητιάνος που ικέτευες το Θεό να τον σώσει και να τον βοηθήσει να μετανοήσει. Πες μου Μαρία τι να κάνω;
Α! κατάλαβα είσαι εσύ που έκανες το σταυρό σου, του είπε τότε εκείνη. Σε κοιτούσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Ήθελα να σε φωνάξω να έρθεις να κοιμηθείς μαζί μας αλλά δεν ήξερα πως θα αντιδράσουν οι γονείς μου γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Και επειδή δεν μπορούσα να σε βοηθήσω ζήτησα να το κάνει ο Χριστός μας για να βγάλεις τη νύχτα και να μην παγώσεις.
Ο Χριστός έκανε πάλι το θαύμα του. Περίμενε να χτυπήσω στη μάνα μου να σου φτιάξει ένα καλό πρωινό γιατί εγώ πρέπει να φύγω για διαφορετικά θα αργήσω στη δουλειά μου.
Πριν προλάβω να μιλήσω η Μαρία με έβαζε στο ασανσέρ.
– Γλυκιά μου μητερούλα θα φτιάξεις ένα ζεστό τσάι στον κύριο, γιατί πρέπει να φύγω;
– Ευχαρίστως Μαρία μου, ευχαρίστως! είπε εκείνη και μου έγνεψε να περάσω μέσα.
Ένιωσα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να μπω σε σπίτι. Κοίταξα στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας και μπροστά έκαιγε το καντηλάκι. Στο λιβανιστήρι, δίπλα στο νεροχύτι έκαιγε ακόμη το λιβάνι. Η Μαρία έφυγε λέγοντάς μου:
– Νιώσε άνετα και μην στεναχωριέσαι. Ο Χριστός σ’ αγαπά.
Σε λίγο ήρθε από το διπλανό δωμάτιο ο πατέρας της Μαρίας ο κυρ – Λάμπρος, όπως μου συστήθηκε. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. Ευτυχώς που οι άνθρωποι έχουν λιβανίσει, γιατί από τη βρώμα μου δεν θα μπορούσαν ούτε να σταθούν. Η κυρά – Ουρανία ψιθύρισε κάτι στον άνδρα της και εκείνος πήγε στο δωμάτιο και γύρισε με φρεσκοσιδερωμένα ολοκαίνουργια ρούχα.
-Μάρκο παιδί μου, πιστεύω πως αυτά θα σου κάνουν. Αν δεν σου κάνουν θα πεταχτώ απέναντι στο εμπορικό κέντρο να σου πάρω ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Μπουφάν και μπλούζες έχω πολλές και είναι στα μέτρα σου. Η Ράνιά μου έβαλε ήδη το θερμοσίφωνο να κάνεις ένα μπάνιο, μέχρι να φτιάξει κάτι να φάμε.
– Δεν είναι ανάγκη κυρ – Λάμπρο. Θα πιω ένα τσάι και θα φύγω, είπα και έσκυψα από αμηχανία και ντροπή το κεφάλι μου.
-Μην ντρέπεσαι παιδί μου οι χριστιανοί είναι αδέλφια. Έχουν τον ίδιο Πατέρα και την ίδια μάνα την Παναγία μας.
Ο κυρ – Λάμπρος την ώρα που ήμουν στο μπάνιο έτρεξε και μου πήρε δύο-τρία παντελόνια, εσώρουχα, μία ζώνη κι ένα σακβουαγιάζ. Τα ρούχα του μου έκαναν κουτί. Είχα πολλούς μήνες να φορέσω φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Άλλωστε δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγαλύτερός μου. Η κυρά Ράνια, πρόσθεσε δύο-τρεις μπλούζες, ένα τάπερ με γλυκίσματα και αρκετές κάλτσες, στο σακβουαγιάζ. Με ρώτησε αν το νούμερο των παπουτσιών που φοράω ήταν 43 και όταν απάντησα καταφατικά, μου έφερε και ένα ζευγάρι μποτάκια.
Έμεινα δύο-ώρες μαζί τους και τους εξιστόρησα με το νι και με το σίγμα τι είχα ζήσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνοι έκαναν συχνά το σταυρό τους και ευχαριστούσαν το Θεό. Όπως μου είπε η κυρά Ράνια, η Μαρία της θέλει να μοιάσει στην Αγία Παρασκευή. Να αξιωθεί όπως εκείνη να δίδει το φως του Χριστού στους ανθρώπους…
Φεύγοντας ο κυρ – Λάμπρος μου έδωσε τριακόσια ευρώ και μου πρότεινε να μεταβώ στην Πελοπόννησο, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Κόρινθο. Εκεί βρίσκεται ο τάδε γέροντας. Πες του ότι σε έστειλα εγώ και ζήτησέ του να δουλέψεις στο μοναστήρι ως εργάτης.
Το ότι συνήλθε και μπήκε πάλι σε μία σειρά είναι ένα θαύμα. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι πως υπάρχουν ακόμη οικογένειες άγιες, οικογένειες χριστιανικές, οικογένειες Ορθόδοξες, εξομολογείτο στον γέροντα ο Μάρκος. Του ζήτησε ακόμη να γίνει μοναχός και να αξιωθεί να ξαναζήσει το άκτιστο φως.
Να ξαναζήσει τη γλυκιά εκείνη ζεστή νύχτα που διέλυσε τη βαρυχειμωνιά και το παγετό της καρδιάς του. Να βιώσει το φως του Χριστού που του πρόσφεραν οι αγνές προσευχές της Μαρίας.
Ονομάζεται Λιούμποβ Σοκόλοβα.Παρότι είναι γνωστή για δευτερεύοντες κυρίως ρόλους θεωρείται μία από τις μεγάλες ηθοποιούς του σοβιετικού και ρωσικού κινηματογράφου.
Γεννήθηκε σε μία οικογένεια εργατών στο Ιβάνοβο το 1921.
Κοινωνική,γενναιόδωρη και ασυμβίβαστη,η Λιούμπον Σοκόλοβα κατάφερνε πάντα να εισάγει ακτίδες ειλικρίνειας και αλήθειας ακόμη και στις ταινίες που υπόκεινταν στους κομμουνιστικούς κανόνες.Είναι αλήθεια πως οι μεγάλοι κινηματογραφιστές της ρωσικής σχολής την υποστήριξαν στους ελιγμούς της ανάμεσα στους σκόπελους της λογοκρισίας,αποδεικνύοντας πως το ταλέντο είναι ανώτερο από τους ιδεολογικούς περιορισμούς.
Μέχρι το 2001- ημερομηνία του θανάτου της-έπαιξε σε πάνω από 370 ταινίες
Εδώ όμως δεν θα μιλήσουμε για την νίκη του ταλέντου επί της ιδεολογίας,αλλά για το πως η Θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματά της σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.Αλλά και για την ευτυχία..
Ήταν το 1941 και μόλις είχε παντρευτεί στο Λένινγκραντ.Ο σύζυγός της ήταν τόσο ερωτευμένος που την ανέβαζε αγκαλιά μέχρι τον 6ο όροφο,σε μία πολυκατοικία χωρίς ανελκυστήρα,θυμάται η Λιούμποβ.Εδώ τους βρήκε ο πόλεμος.Για να συντηρηθεί εργάζονταν σ'ένα εργοστάσιο μαζί με την πεθερά της.Η πολιορκία της πόλης δεν είχε αρχίσει αλλά υπήρχαν πολλές δυσκολίες.
Ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων της,στις 31 Ιουλίου 1941,ενώ περπατούσε στον δρόμο μαζί με την πεθερά της,την πλησίασε ένας γέρος με καστανά μάτια και κοντό μούσι και της είπε:«Θα φας τόσο ψωμί(και της έδειξε το χέρι του, εννοώντας ψίχουλα)αλλά θα ζήσεις πολύ και θα είσαι ευτυχισμένη.Εμένα με λένε Νικόλαο.Εαν θα έχεις κάποια ανάγκη να μου ζητήσεις.Ο καθένας ξέρει να σου πει που μπορείς να με βρεις.Να μάθεις όμως το ''Πάτερ Ημών''...και μερικές ακόμη λέξεις»
Μου ψιθύρισε τότε κάποιες λέξεις στα γερμανικά.'Επειτα απομακρύνθηκε και χάθηκε σαν να έλιωσε!-διηγείται η ηθοποιός στην Όλγα Σουμεάτσκαια,η οποία το 2011 επιμελήθηκε ένα ντοκυμαντέρ με θέμα την ζωή της Σοκόλοβα.
«Είσαι τυχερή Λιούμπα! Σου φανερώθηκε ο Άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός»μου είπε η πεθερά μου.Εγώ δεν ήξερα από τέτοια πράγματα,ήμουν είκοσι ετών.Την φράση στα γερμανικά όμως την συγκράτησα.Έπειτα ήλθε ο αποκλεισμός της πόλης,η πείνα.Άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους...ήταν φρικιαστικό. Κοντά στο Λένινγκραντ όμως έμεναν Γερμανοί.Όχι φασίστες.Από τους δικούς μας.Άρχισα να πηγαίνω σε αυτούς.Τους έλεγα εκείνες τις λέξεις,μου έδιναν ένα φτυάρι και εγώ έσκαβα τον κήπο τους.Σε αντάλλαγμα μου έδιναν πατάτες,κρεμμύδια,γάλα...Τα έφερνα σπίτι και η πεθερά μου έλεγε:«Λιούμπα,έσυ έγινες η τροφέας μας.»Έπειτα ο σύζυγός μου και η πεθερά μου πέθαναν από την πείνα.
Η Λιούμποβ θα είχε την ίδια τύχη αλλά ως εκ θαύματος κατάφερε να ξεφύγει από τον αποκλεισμό,πιάνοντας έναν διάδρομο εκκένωσης.Έπειτα τελείωσε τις σπουδές της στην ηθοποιία.Έκανε ντεμπούτο με την πολεμική ταινία ''Διήγηση για έναν αληθινό άνθρωπο''(1948)και ακολούθησαν προτάσεις από πολλούς μεγάλους σκηνοθέτες.
Εξαιτίας των τραυμάτων από τον πόλεμο δεν επιθυμεί να ξαναπαντρευτεί.Το 1958 γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα και παντρεύεται τον σκηνοθέτη Γκεόργκι Ντανέλια,ο οποίος βρισκόνταν στην αρχή της καριέρας του.Στα 38 της χρόνια γέννησε έναν γιό,τον Νικόλαο,ο οποίος θα γίνει και αυτός ηθοποιός.Αρνήθηκε πολλούς μεγάλους ρόλους για να αφιερωθεί στην ανατροφή του γιού της.Ο Νικόλαος πέθανε στα 26 του χρόνια κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες,αφήνοντας πίσω του την σύζυγο και δύο κόρες.Για να ξεχάσει τον πόνο της αφιερώνεται στην δουλειά της.Μετά από λίγο καιρό την εγκαταλείπει και ο σύζυγός της για μία άλλη γυναίκα.Συνέχισε να δουλεύει ασταμάτητα στο θέατρο,στο ραδιόφωνο στον κινηματογράφο.
Παρότι ήταν το αντίθετο του βεντετισμού,το κοινό ήταν το μόνο που έμεινε κοντά της πιστό.Την λάτρευε.Ποτέ δεν δέχονταν αρνητικούς ρόλους,θέλοντας να μεταδίδει μόνο αισθήματα θετικά.Οι ερμηνείες της ήταν πάντοτε συγκλονιστικές.Πολλοί θεωρούν ότι είχε μία μοίρα τραγική.Ο Άγιος Νικόλαος όμως την ονόμασε ευτυχή..