Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Λευκαδίτισσα γυναίκα! Η αγέραστη Ρήγαινα και δασκάλα της ζωής μας!


Lefkaditissa_gynaika

Γράφει
Ο Θοδωρής Γεωργάκης
thodoris_georgakis

Το συναίσθημα πάντα στην ζωή του ανθρώπου προπορεύεται της σκέψης, ταυτίζεται ουσιαστικά με την πρώτη μας ανάσα και χτιέται απ’ το πρώτο μας χαμόγελο προς την αφέντρα της ζωής μας, την μάνα, η οποία θα ενδυθεί τον ρόλο και της πρώτης μας δασκάλας, που πέρα απ’ το συναίσθημα θα μας οδηγήσει και στην γνώση της ζωής, θα μας μάθει το πρώτιστο και κορυφαίο πρόταγμα, πως σε αυτή την διαδρομή είμαστε σημαντικοί!

Τόσο αισθηματικότερα, τόσο διαισθητικότερα και άλλο τόσο ειλικρινέστερα θα μας οδηγήσει στο βασίλειο της πίστης, σαν γνώση, πως με αυτήν οδηγήτρα στα σωθικά μας μπορούμε να πορευθούμε στο «Ημερόφαντο όναρ», κατά τον Αισχύλο, που είναι οι εκφάνσεις της ζωής. Χίλιες δυο κατευθύνσεις θα λάβει αυτή η ζωή, θα περικυκλωθεί από χαρμόσυνες μα και τυραννικές ιεροτελεστίες, αλλά πάντα ο πρωτόλειος δρόμος της μάνας θα υψώνεται σαν άρτια και αποκλειστικού τύπου επιταγή! Όπως το Ευαγγέλιο είναι για τον άμβωνα, οι δικές της αρετόστροφες διδαχές είναι για λυχνόφωτα στον αγώνα της βιωτής. Οι ήχοι των διδαχών της φτάνουν στ’ αυτιά μας σαν μουσική, που την γνωριμία της την έχομε κάνει απ’ τον βρεφικό κόσμο, ενώ αποτελούν τούτες οι διδαχές το απαρασάλευτο λειτουργικό μας βιβλίο, το αμετάβλητο σε όλα τριγύρω μας τα σημειούμενα αλλάγματα και οδηγεί στην ΟΡΘΗ ΣΚΕΨΗ, απ’ την οποία απορρέει, τελικά, η θεία συγκίνηση με τους αχαλίνωτους αναβάτες που μας εμφύσησε στα σωθικά!

1_lefkaditissa_gynaikaΒαυκερή. Όπως η όρνιθα συνάζει και σκεπάζει τα παιδιά της! (Απ’ την ηλεκτρονική σελίδα του χωριού. Αρχείο Μιχάλη Θερμού).

Πρόθυμοι για το καβαλίκεμα κάθε αντιξοότητας, ανυπέρβλητοι στην ποικιλομορφία των δράσεών μας, ακατάβλητοι στον μόχθο της μάθησης και της εμπειρίας, παράτολμοι στην πρόκληση της τύχης, ανθρωποκεντρικοί μπροστά στην θέα της κοινωνίας, είναι τα κυρίαρχα κεντίδια που η Μάνα σμίλεψε στις καρδιές μας, μυστικολάτρισσα και φυσιοκρατική Δασκάλα της ολιστικής ευωχίας, πάνω στο στημόνι που λέγεται Σέβας και Αγάπη!

Η Λευκαδίτισσα Μάνα πρώτη δασκάλα στη ζωή μας! Με μια Φειδιακή γαλήνη στο πρόσωπο, θα σμιλέψει ψηφίδα την ψηφίδα τον χαρακτήρα μας δίνοντάς του μια ολοκληρωμένη ψυχοσωματική υπόσταση, καταυγασμένη απ’ τον δικό της παλμό της αφοσιωμένης αγάπης και της προφητικής αισιοδοξίας! Και τούτα τα λόγια αρμαθιασμένα στα μαγικά σήματα του γραπτού λόγου παραστέκουν δίπλα στη μνήμη της σαν αιώνιο τυλιγάδι ζωής και λατρείας που της πρέπει… Γιατί, στο λατρεμένο της πρόσωπο βλέπεις να φωλιάζει το φως, που σε κύματα παραχύνεται παντού! Ο άγιος μόχθος της όμοια κορώνα την ανυψώνει τεράστια στα μάτια μας! Είναι η απαράμιλλη ΡΗΓΑΙΝΑ και ΔΑΣΚΑΛΑ της ζωής μας, που μια χειμαρρολογία ύμνων και επαίνων δεν αρκεί να εκφράσει το μέγεθος της προσφοράς και του μεγαλείου της, σαν βλέπεις την αλήθεια να ξεφυτρώνει, όμοια βλαστός από τη γη, μέσα απ’ τα μάτια της και αυτή η αλήθεια να μεταποιείται σε χέρι που μας δείχνει τον δρόμο… Κι ότι κι αν μας έδειξε αυτό το χέρι δεν ξεστόχισε, αλλά καρποφόρησε!

Η Μάνα η Λευκαδίτισσα πρώτη δασκάλα στη ζωή μας! Τα άδυτα των αδύτων της ψυχής μας! Όλα τα μεγάλα ιδανικά μεταφρασμένα σε μυστήριο και θρησκεία, που ιερόπρεπα αγιοκατατάχτηκαν στο είναι μας και διαμόρφωσαν τη βιωτή μας, ώστε να ορέγεται τα μεγάλα, να θηρεύει τα αγαθά, να βαδίζει σε δρόμους λαξευτούς, μα, αναθρώσκοντας πάντα προς τον θόλο τ’ ουρανού! Απ’ την ομορφιά που σκόρπισε στις ζωές μας, μια ακαταδάμαστη θέληση ξεπηδά, αυτή που σαν στέρνα στο μεσοστράτι της ζωής μας επιτακτικά γνέφει το ΕΥΓΕ σε όλους τους ήχους και σε όλους τους ψαλμούς!

2_lefkaditissa_gynaikaΠηγαδισάνοι! Η πρώτη μας Δασκάλα και Αρχόντισσα! (Αρχείο Τέλη Χαλικιόπουλου).

H Λευκαδίτισσα γυναίκα και Μάνα είναι αγράμματη… Έχει ζήσει στο νησί μια σκοταδιστική τουρκοκρατία (1479-1684), εξ ίσου μια απροσπέλαστη σχολικά Ενετοκρατία (1684-1797), για να ακολουθήσει το ίδιο σκοταδιστικά για την Λευκαδίτισσα και η Αγγλοκρατία (1810-1864), ενώ στην ίδια απαίδευτη ζωή, από άποψη μόρφωσης θα μπει και στον εικοστό αιώνα, στον οποίο θα γνωρίσει με σφοδρότητα την εξαθλίωση της Κατοχής, αλλά και τα δεινά του εμφύλιου πολέμου… Τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και αφετηριακά απ’ το 1950 και εφεξής ανοίγουν οι ορίζοντες της μόρφωσης για τις Λευκαδίτισσες γυναίκες, όταν και καθιερώνεται η υποχρεωτικότητα τουλάχιστον στην στοιχειώδη εκπαίδευση όλων των Ελληνοπαίδων ανεξαρτήτως φύλου, με αποτέλεσμα να ανοίξουν οι γυναικείοι ορίζοντες φτάνοντας στις μέρες μας θριαμβευτικά! Ενθυμούμαι χαρακτηριστικά τα σχολειά δεύτερης ευκαιρίας της δεκαετίας του 1960, όταν είχαν θεσπισθεί, και μεγάλα κορίτσια της παντρειάς πήγαιναν τα βράδια στο δημοτικό σχολείο του χωριού για να μάθουν τουλάχιστον ανάγνωση και γραφή…

Αυτούς του δύσκολους αιώνες μοναδικό σχολειό και παιδευτήριο για την Λευκαδίτισσα ήταν το μητρικό ένστικτο, η αυτοθυσιαστική αγάπη, η ανιδιοτελής προσφορά, η απόλυτη θήρευση της αρετής, κοντολογίς, και ας το αγνοούσε, μέσα από αυτό το μπουκέτο των αρετών, οι οποίες είχαν σαν βασικό πυλώνα και αξιακό κώδικα την παράδοση! Εξελίχθηκε, έτσι, η Λευκαδίτισσα σε έναν άτυπο «παραδοσιακό ιστορικό αφηγητή», που σαν δόκιμος και καλός αγωγός μεταφέρει την παράδοση από γενιά σε γενιά, κάτι σαν σχολείο «Ντελικάτων Εραστών»! Και σε τούτο ακριβώς οφείλομε άπειρες ευχαριστίες και ευαρέσκειες στην Λευκαδίτισσα γυναίκα και μάνα, που μας διέσωσε σαν καλός Μωυσής τον Δεκάλογο του Λευκαδίτικου Λαϊκού μας Πολιτισμού! Χωρίς της τα πάντα θα είχαν χαθεί. Η γυναίκα είναι που με θρησκευτική ευλάβεια τηρεί τα ήθη και τα έθιμα, που ζωντανεύει την παράδοση στα μάτια των παιδιών της, που δεν ξεφεύγει σπιθαμή απ’ τις παραδοσιακές επιταγές της δικής της μάνας και που φροντίζει σαν καλός αγωγός, την μετάβαση στην κοινωνία της συνέχειας και της συνοχής.

Είναι, ως εκ τούτου η Λευκαδίτισσα Μάνα και γυναίκα η θεόρατη τρισχαρά, που μας κέντησε τα στήθη, είναι το φως του ήλιου που με γοργάδα πέρασε στο ανοιχτό παράθυρο της καρδιάς μας, είναι η δια βίου δασκάλα στις ζωές χιλιάδων Λευκαδίων, που πάτησαν τούτα τα ευλογημένα χώματα και γνώρισαν τα πρώτα θωπευτικά της σκιρτήματα. Αιώνια ευγνωμοσύνη! Αιώνιο μνημόσυνο σε καρδιές που δεν πάλεψαν παρά για την προκοπή και το αυγάτεμα των παιδιών τους, της Λευκαδίτικης κοινωνίας μας και του Λαϊκού μας Πολιτισμού, τελικά…

3_lefkaditissa_gynaikaΛευκαδίτισσα ξωμάχα στα 1958! Σηκώνοντας τα βάρη της φαμελιάς! (Φωτο Δημήτρη Χαρισιάδη).

«ΜΑ, ΔΕΝ ΑΠΟΣΤΑΣΑ ΠΟΤΕ ΜΟΥ!!!»

Αν στρέψομε τα μάτια προς το πυκνοφυτεμένο περβόλι της προγονικής αλυσίδας, όσοι από εμάς είχαμε την απορία και την έγνοια και την δίψα να πληροφορηθούμε απ’ τους παππούδες μας, κυρίως, ποιοί ήταν αυτοί οι πρόγονοί μας, που απ’ τα βάθη των χρόνων μας έστρωσαν τη στράτα της ζωής, πληροφορηθήκαμε ολόσωστα πως, πέραν των σπορέων γεννητόρων μας, υπήρξαν εκείνες οι γυναίκες μανάδες μας ουσιαστικά, που στέριωσαν τις φαμελιές και έδωκαν στο όνειρο πνοή… Γιατί έζησαν σε δύσκολα χρόνια, όπου οι καιροί δεν χοράτευαν και δεν στέκονταν, όπως σήμερα, ικετευτικά στον πλούτο και στην δόξα, αλλά επεδίωκαν μόνο την επιβίωση… Και σε αυτόν τον αγώνα της επιβίωσης αυτές οι γυναίκες ήταν οι κολώνες του σπιτιού!

Προσωπικά, και αντιπροσωπευτικά θα έλεγα, έζησα το μεγαλείο αυτών των γυναικών προπατόρων, στο πρόσωπο της μάνας μου της Πολυξένης, της Θειά – Ξένης, όπως την γνώριζε όλο το χωριό, αφού η δεκαετία στην οποία αναφέρομαι και αντλώ τα βιώματά μου, αυτή του 1960, σχεδόν πανομοιότυπη είναι και έχει πολλά ίδια χαρακτηριστικά, σε ότι αφορούσε τη διαβίωση, με τις προπολεμικές δεκαετίες των ελλείψεων και των στερήσεων. Ως εκ τούτου, φρονώ πως αν καταπιαστώ και παρουσιάσω την βιογραφική ξωμάχικη ζωή της Μητέρας μου, έτσι όπως τακτικά μου την διηγούνταν και την προσλάμβανα κοντά της φυσικά, αλλά και συμπερασματικά μου διηγήθηκε, σαν ένα ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ, ακόμη και στα στερνά της στο κρεβάτι του πόνου στο νοσοκομείο, σίγουρα θαρρώ πως αντιπροσωπευτικά, όσο και διαχρονικά, κινούμαι για όλες τις Λευκαδίτισσες μάνες… Όλες, μα όλες την ίδια στράτα βάδισαν της ξωμαχιάς αγόγγυστα για το ανάσταιμα των παιδιών τους!

4_lefkaditissa_gynaikaΝικολής! Άτλαντας για όλα τα βάρη της ζωής μας!!! (Φωτο Judith Aσπασία Koning).

«Απ’ την στιγμή που θυμάμαι την ζωή μου, μου διηγούνταν η μάνα μου, από μικρό παιδί, δουλεύω! Σχολείο πήγα μόνο στην πρώτη τάξη και έμαθα να διαβάζω μοναχά… Από εφτά – οχτώ χρονώνε, παιδάκι ακόμα, ακολουθούσα τον πατέρα μου και την μάνα μου σε όλες τις αγροτικές δουλειές, γιατί ήμουνα και η πρώτη από όλα τους τα παιδιά. Βοηθούσα τη μάνα μου στο φούρνο το Μτζίτικο που είχε και έψενε το ψωμί το χωριό ολόκληρο! Πήγαινα οχτώ δέκα χρονώνε παιδί και φόρτωνα έξι δεμάτια μάζες το άλογο για να έχει η βαβά σου να κολλάει τον φούρνο!

Έσκαβα δίπλα – δίπλα με τον πατέρα μου κλούμια τα αμπέλια, τίναζα και μάζωνα τις ελιές, ακολουθούσα το ζευγάρι που σπέρναμε τα χωράφια και έσκαβα τις άκρες που δεν πήγαινε το αλέτρι, τρύγαγα τα αμπέλια και πάταγα και τα σταφύλια στην πατήρα, φύλαγα τις γίδες και τις προβατίνες! Μια φορά θυμάμαι, δεκαπέντε χρονώνε θα ήμουνα, όταν αλικοτίστηκε μια γίδα που έβοσκα στην Ακόνη που είμαστε και την έσφαξε ο παπούλης σου, έπειτα μου την φόρτωσε στο κεφάλι και πήγαμε απ’ την Ακόνη, μέσα απ’ την Μαντόνα, την Βράχα, το παλιό χωριό του Καρυώτη και τον Κούλμο στη Χώρα για να την πουλήσουμε στον χασάπη!!! Άλλη πάλι κακοτυχιά μου έγινε με το γέρικο άλογο που είχα όταν γυρνούσα στο χωριό φορτωμένο απ’ την Ακόνη και μου έπεσε και ψόφησε, όπως ήταν φορτωμένο στον Άϊ Θωμά… Η στενοχώρια μου ήταν αβάσταχτη για χρόνια… Ακόμη και τώρα στα γεράματα αυτή η σκηνή, όταν τη θυμάμαι, με συντρίβει…

Τα πάντα έκανα από μικρό παιδί! Ακόμη και στην Πούντα με έστελνε ο παππούλης σου το Μάη μήνα με τα πολλά χορτάρια, να καθίσω στην αχυροκαλύβα που είχαμε εκεί, δίπλα από κάτι Καρσάνικες και Καβαλισάνικες, και να βοσκήσω το άλογο να συνέλθει απ’ τις πολλές δουλειές που έκανε το χειμώνα! Ακόμη και την βοηθό της μαμής της Καρφάκως έκανα και ξεγενούσαμε τις γυναίκες!!! Σαν χειροδύναμη που ήμουνα με έβαζε και κράταγα τις γυναίκες απ’ τις μασχάλες για να της πάρει το παιδί! Και ενέσεις με έμαθε να κάνω, γι αυτό μέχρι τα γεράματά μου έκανα τις ενέσεις σε όλο το χωριό! Ούτε και όταν παντρεύτηκα τον πατέρα σου, σε ηλικία εικοσιδύο χρονώνε μπόρεσα να καθίσω στο σπίτι σαν νιόπαντρη έστω… Πήγα στο νέο μου σπίτι και βρήκα τρεις ακόμη κουνιάδους και δυο κουνιάδες, όλοι τους ανύπαντροι!!! Οι κουνιάδοι μεγάλα παιδιά και δεν είχαν εσώρουχο να φορέσουνε γυρνάγανε νύχτα μέρα με ένα τριτσωμένο παντελόνι… Πήγα στη Χώρα και πήρα δέκα μέτρα αλατζά και κάθισα και τους έφτιαξα! Έπειτα έπρεπε να φτιάξω δυο προίκες για τις κουνιάδες που ήταν της παντρειάς, αλλά και να κάνω συγχρόνως και όλες τις αγροτικές δουλειές… Και τις έφτιαξα μόνη μου κάνοντας όλες τις δουλειές απ’ το διασίδι μέχρι τον αργαλειό και το γήκο…

5_lefkaditissa_gynaikaAλυκές Αλέξανδρου. Ξυπόλητη δούλεψα και στο ματωμένο αγόϊ τ’ αλατιού!!! (Φωτογραφικό Λεύκωμα Τσιρίμπαση).

Όταν έκαμα εσάς τα έξι παιδιά μου τότε μπήκα ακόμη βαθύτερα στον όργο της δουλειάς! Έπρεπε να σας μεγαλώσω και όσο μπορούσα να μην σας λείψει τίποτα, όσα μπορούσε εκείνη την εποχή να προσφέρει κάθε γονιός. Να έχετε παπούτσια και ρούχα καθαρά για το σχολειό, σας έπλεγα στα χέρια μου ζελέδες, πήγαινα στην Κασιανή τη μοδίστρα και σας έφτιαχνα παντελονάκια για σας τα αγόρια και φουστανάκια για τα κορίτσια, πήγαινα στη χώρα και σας έπαιρνα ότι ρουχαλάκια άλλα χρειαζόσαστε με χίλιες οικονομίες για να μη σας λείψει τίποτα και να μην περάστε όσο στερημένα πέρασα εγώ σαν παιδί…

Αναγκάστηκα και έφτιαξα και εγώ φούρνο Μτζίτκο, όπως η βαβά σας, για να ψένει το ψωμί του όλο το χωριό και να παίρνω ξάϊ ένα καρβέλι από κάθε νοικοκυρά, για να είναι πάντα η μαλάθα μας γιομάτη καρβέλια και να έχετε ψωμί, γιατί το ψωμί με ζάχαρη και λάδι ήταν και το κολατσό σας και το δειλινό σας, αλλά και η αργανάδα σας για το καλοκαίρι με την ξεροσαρδέλα. Σηκωνόμουν πάντα θαμπά, το πρωί, χειμώνα και καλοκαίρι και έμπαινα μια δυο ώρες στον αργαλειό για να φτιάξω τα προικιά των τεσσάρων κοριτσιών μου τώρα, έφτιασα έξι προίκες με τούτα τα χέρια, δύο για τις κουνιάδες και τέσσαρες για τις κοπέλες μου! Έπειτα απ’ τον αργαλειό ξεκινούσα το άναμμα του φούρνου! Έξι ψησές την ημέρα έκανα και τον άναβα και τις έξι φορές!!!Και σαν τέλειωνα με το φούρνο έτρεχα στα κοντινά κτήματα στο χωριό και μάζωνα τις ελιές ή έσκαβα, τιάφιζα, ράντιζα, στρολόγαγα τ’ αμπέλια και έκοβα το Μάη μήνα με το κλαδευτήρι και με τη κοσά τα χορτάρια για να τα τεκιάσομε σανό.

Μαζί με την φουρνάρισσα έκανα και όλες τις αγροτικές δουλειές, όπως βλέπεις… Μια φορά φορτώθηκα στο κεφάλι την κάδη μέχρι την μέση χαλκό για να ραντίσομε τα αμπέλια και την γύριζα από αμπέλι σε αμπέλι φορτωμένη! Ακόμη φορτωνόμουνα εγώ την κάδη και η αδερφή μου, η θειά σου η Νικολέτα, την πατήρα και τις πηγαίναμε μια ώρα δρόμο στα αμπέλια, γιατί τότε δεν είχαν κοφίνια να κουβαλήσουν τα σταφύλια στο σπίτι, αλλά τα συγκεντρώναμε στο σταφλοκράτη στο αμπέλι και τα πατούσαμε εκεί και μεταφέρναμε τον μούστο στα άλογα μέσα σε ασκιά!

Άλλη μια φορά θυμάμαι που δεν είχαμε νερό και πηγαίναμε πίσω στην πηγή της Αρκολιάς να πλύνομε τα ρούχα όλων του σπιτιού, ή πηγαίναμε στον μεγάλο λόμπο με το τρεχούμενο νερό στο λαγγάδι της Δαφνοπαναγιάς στα Ασρπογερακάτα, που κατεβαίνει απ’ τον Κόντρο, τότε φορτωμένη με τον μεγάλο ξύλινο μαστέλο στο κεφάλι και με μουσκεμένα και ξεβγαλμένα στο σπίτι τα ρούχα, πήγα τόσο δρόμο στην Δαφνοπαναγιά και όταν έφτασα δεν είχα το κουράγιο ούτε να ξεφορτώσω τον μαστέλο και τον πέταξα, όπως ήτανε μαζί με τα ρούχα μέσα στον λόμπο… Άσε τα πλυσταριά το Πάσχα… Όλα τα χοντροσκούτια που σκεπαζόμαστε το χειμώνα, τα τσόλια που στρώναμε μπροστά στην γωνιά έπρεπε να τα πλύνομε. Πηγαίναμε τότε στην Κακαβούλα στο ποτάμι που έσπαγε κάτω απ’ το χωριό μας και έτρεχε τον Απρίλη μήνα και κάναμε ατελείωτες μπουγάδες, βράζαμε τις αλυσίβες και βάναμε μέσα και σμυρτιά για να μοσκοβολάνε τα ρούχα!

6_lefkaditissa_gynaikaΝυδρί. Με τα καρβέλια στο κεφάλι! Το ψωμί της φαμελιάς! (Αρχείο Ελένης Κονιδάρη).

Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ την τυραγνισμένη ζωή μου… Εκείνα τα ατελείωτα διασίδια το καλοκαίρι; Γνώριζα καλά την τέχνη του διασιδιού και του αργαλειού, μου τα είχε μάθει η μάνα μου, και έρχονταν σχεδόν όλες οι γυναίκες του χωριού και τους έφτιαχνα τα διασίδια και τα μπελονιάζαμε στα μτάρια και μετά πήγαινα και στα σπίτια τους και τους τα έστηνα στον αργαλειό! Αμ εκείνο το σπ(υ)ροδιάλεγμα τις ελιές; Πέρα απ’ το ότι μαζώναμε τις δικές μας τις ελιές όλο το χειμώνα μέσα στο κρύο και στη βροχή, περιμέναμε το Φλεβάρη πότε θα τελειώσουν το μάζεμα των ελιών τους οι μεγαλονυκοκυραίοι, όπως οι Καραπαναίοι απ’την Κατούνα και τρέχαμε στον Όμπολο και στη Βράχα για να μαζέψομε τα αργιολόγια, τις ελιές που ξέμεναν απ’ τις εργάτριές τους, ή πετιόνταν μακριά με το τίναγμα… Τις μαζεύαμε και κάναμε λίγο λαδάκι, που δεν έμπαινε στο οικογενειακό δεπόζιτο αλλά το πουλάγαμε στους εμπόρους και παίρναμε μια λύτρα γνέμα για τα προικιά των κοπελλώνε!

Και να σ’ πω κάτι, θυμάμαι χαρακτηριστικά τότε τα μάτια της, παρά τον πόνο, να θεριεύουν, να παίρνουν ύφος θριαμβευτικό, να ανοίγουν διάπλατα και με στεντόρεια φωνή να μου λέει: «Έκαμα τόσες δούλεψες στη ζωή μου… Δούλεψα όσο δέκα άντρες μέρα και νύχτα και, μα στο λέω βάνοντας το μεγαλύτερο όρκο «στη ζωή σας», πως ΔΕΝ απόστασα ποτέ μου…»

Τι να πει και τι να μολογήσει κανείς μπροστά σε ένα τέτοιο μεγαλείο ψυχής!!! «ΔΕΝ ΑΠΟΣΤΑΣΑ ΠΟΤΕ ΜΟΥ…»!!! Και πώς να αποστάσεις, ρε μάνα, αφού έκανες τα πάντα με την καρδιά σου, με τόση χαρά δόθηκες στην οικογένειά σου, με τέτοιο πάθος υπεράσπισες τα παιδιά σου! Όλα, μα όλα σου τα έργα ένα ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΕΙΤΩ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥ σώκλειναν στα σωθικά τους! Μια τέλεια παράσταση της ψυχής και της καρδιάς σου! Και στη μνήμη σου και στην μνήμη τόσων μανάδων μας, που βαδίσατε στα ίδια βήματα της ξωμαχιάς, του μόχθου, του ιδρώτα και της προκοπής ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ…

7_lefkaditissa_gynaikaΚομηλιό! Στον όργο της δουλειάς μέχρι τα βαθιά γεράματα… Και ποτέ μου δεν απόστασα… (Φωτο Fritz Berger).

(H δημοσίευση είναι απόσπασμα απ’ το υπό δημιουργία βιβλίο μου με τίτλο «Η ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΣΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ…»).

http://www.kolivas.de/

 

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

Η παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας και η μνήμη της δολοφονημένης Ελληνίδας: Ζάλογγο-Νάουσα-Πάφρα-Σμύρνη-Δίστομο- Καλάβρυτα- Κύπρος.


 

Γράφει ο Θεοφάνης Μαλκίδης
 
Σαν σήμερα το  1921 στην Πάφρα  του Πόντου γράφεται μία ακόμη σελίδα δολοφονίας των Ελληνίδων  (και των παιδιών τους) που έχει  επαναληφθεί κατά καιρούς κατά τη διάρκεια της ελληνικής ιστορικής πορείας αντίστασης και επιβίωσης.

Το ολοκαύτωμα των γυναικών της Πάφρας στο κάστρο της γυναίκας (Κιζ Καλεσί) θυμίζει Ζάλογγο, Νάουσα, Σμύρνη, Καλάβρυτα, Δίστομο, Κύπρος, Μαριούπολη. Είναι η επανάληψη της ίδιας σφαγής που έζησε η Πάφρα το 1680 και το 1917.  
Ενώ ο χορός «Θανατί Λάγγεμαν» (Κιζλάρ Χοπλαμασί),  το «Πήδημα Κοριτσιών» («Κιζλάρ Καϊτεσί») που χορεύεται από τις Ελληνίδες,  είναι προς τιμήν των γυναικών   που προτίμησαν να πέσουν σε γκρεμό ύψους 150 μέτρων και  αναπαριστά την κίνηση της κοπέλας καθώς πηδούσε στο κενό. 
 
Μέσα στη  Γενοκτονία των Ελλήνων  που δολοφονήθηκαν από το σχέδιο  των δασκάλων του Χίτλερ, Ενβέρ, Ταλαάτ, Τζεμάλ, Κεμάλ πασά, Τοπάλ Οσμάν, υπήρξε και μία παράλληλη  δολοφονία, αυτή των γυναικών και των παιδιών που στοιχειοθετεί στην ουσία και στο πνεύμα της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Γενοκτονία, το μαζικό έγκλημα ενάντια στον ελληνικό λαό. 

Και αυτή η παράλληλη δολοφονία ήταν η Γυναικοκτονία και η Παιδοκτονία, η δολοφονία των Ελληνίδων και των παιδιών τους.
Τόσο από τους Νεότουρκους, όσο και από του Κεμαλικούς, από την Πάφρα μέχρι τη Σάντα και από την Κερασούντα μέχρι τη Σμύρνη, οργανώθηκε, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε η μαζική δολοφονία γυναικών και παιδιών, η μεταφορά τους στην τουρκική ομάδα, οι μαζικοί βιασμοί ακόμη και εγκύων γυναικών και κοριτσιών και η δολοφονία τους, κλείσιμο σε εκκλησίες και εμπρησμό τους και εκατοντάδες παρόμοια εγκλήματα. 

Είναι η συνέχεια των σφαγών στη Χίο και στη Σαμοθράκη, η πράξη σωτηρίας στο Ζάλογγο και στην Νάουσα, είναι ο ενδιάμεσος σταθμός πριν οι μαθητές Ναζί ακολουθήσουν το παράδειγμα των δασκάλων Κεμαλικών στα Καλάβρυτα και το Δίστομο και τους άλλους μαρτυρικούς τόπους, είναι η εξέλιξη στην Κύπρο το 1974, στη Μαριούπολη σήμερα.

Η προσπάθειά μας  έχει ως στόχο την ανάδειξη της δολοφονίας των γυναικών και των παιδιών, της Γυναικοκτονίας και της Παιδοκτονίας, στόχος που αποτελεί ένα προφανές αίτημα για αναρίθμητους λόγους.

Όσα είναι τα θύματα των ολοκαυτωμάτων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, της Γενοκτονίας των Ελλήνων από τη Θράκη και την Ιωνία και από τον Πόντο μέχρι την Καππαδοκία, των σφαγών κατά τη διάρκεια της κατοχής 1941-1944, της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, όσα είναι τα ορφανά, οι αγνοούμενοι, οι βιασμένες γυναίκες και τα κορίτσια, οι γυναίκες που προτίμησαν να πέσουν μαζί με τα παιδιά τους σε  γκρεμούς και ποτάμια, προτιμώντας το θάνατο από την ατίμωση. 

Η σημερινή παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας οφείλει να αφιερωθεί στα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα του σχεδίου εξόντωσης από το Ζάλογγο μέχρι την Πάφρα, τη Σμύρνη, τα Καλάβρυτα,  το Δίστομο, την Κύπρο, σχέδιο το οποίο  επειδή δεν τιμωρήθηκε, επαναλήφθηκε και επαναλαμβάνεται. Μόνο η ανάδειξη και η τιμωρία της Γυναικοκτονίας μπορεί να αποτρέψει παρόμοια εγκλήματα, αποτελώντας ουσιαστική πράξη έναντι των θυμάτων του Ελληνικού Ολοκαυτώματος και ειδικότερα των γυναικών και των παιδιών.

  Η παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας και η Γυναικοκτονία αφορά και τη δολοφονημένη Ελληνίδα. Τη μνήμη της και την διεκδίκηση της δικαιοσύνης. Για  την τιμωρία των ενόχων, για την μη επανάληψη των εγκλημάτων, για την επιβίωση του Ελληνισμού .


Υ. Γ . Σήμερα στην ημέρα της Γυναίκας, στην ημικατεχόμενη Κύπρο, στην ημικατεχόμενη Λευκωσία, σε μία συνάντηση με τη ζωντανή ιστορία, σε μία συνάντηση με  τρεις σπουδαίες  γυναίκες, με τρεις κορυφαίες Ελληνίδες

με τη Χαρίτα Μάντολες, τη μητέρα, τη σύζυγο με τους δώδεκα αγνοούμενους συγγενείς της μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974,

με τη Θία Χάλο, την αγωνίστρια για την αναγνώριση της Γενοκτονίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου,

με την Ελένη Φωκά, τη δασκάλα των παιδιών στα κατεχόμενα της Κύπρου.

Τρεις γυναίκες της επώδυνης διαδρομής του Ελληνισμού, Ζάλογγο, Νάουσα, Πάφρα, Σμύρνη, Δίστομο, Καλάβρυτα, Κύπρος και ενός εγκλήματος το οποίο επειδή δεν τιμωρήθηκε επαναλήφθηκε και επαναλαμβάνεται.



Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Τη Β΄ (2α) Μαρτίου, της Αγίας Παρθενομάρτυρος ΕΥΘΑΛΙΑΣ ξίφει τελειωθείσης.


Ευθαλία η Αγία Παρθενομάρτυς του Χριστού έζη εν Σικελία έχουσα μητέρα αιμορροούσαν, καλουμένην και αυτήν Ευθαλίαν και ιατρευθείσαν εκ της ασθενείας ταύτης 

υπό των Αγίων Μαρτύρων Αλφειού, Φιλαδέλφου και Κυπρίνου, ων η μνήμη εορτάζεται κατά την ι΄ (10ην) του Μαϊου και οίτινες φανέντες εις αυτήν κατ’ όναρ της είπον· 

«Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, ασφαλώς θέλεις ιατρευθή και σωθή, εάν δε δεν πιστεύσης, φεύγε μακράν ημών». 

Εξυπνήσασα δε η Ευθαλία επείσθη εις τους λόγους των Αγίων Μαρτύρων και πιστεύσασα εις τον Χριστόν εβαπτίσθη μετά της συνωνύμου θυγατρός της. Είχε δε αύτη υιόν ονομαζόμενον Σερμιλιανόν, υπό του οποίου βιαζομένη η μακαρία ολίγον έλειψε να πνιγή υπ’ αυτού, διότι επίστευσεν εις τον Χριστόν.

Αλλά λυτρωθείσα από των χειρών του δια της βοηθείας μιας υπηρετρίας της, έφυγεν. 
Η δε θυγάτηρ αυτής, η σήμερον δηλαδή εορταζομένη Αγία Μάρτυς Ευθαλία, ήλεγξε πολύ τον αδελφόν της, διότι ηθέλησε να θανατώση την μητέρα των, εκείνος δε είπε προς αυτήν· «Μήπως και συ είσαι Χριστιανή»; Η Αγία απεκρίθη· «Ναι, Χριστιανή είμαι και δια τον Χριστόν είμαι ετοίμη να αποθάνω προθύμως». 
Τότε ο μιαρός και αλιτήριος αδελφός εγύμνωσεν αυτήν και την έδειρε δυνατά, είτα δε την παρέδωκεν εις τινα δούλοντου, ίνα την ατιμάση. Προσευξαμένη τότε η Αγία ετύφλωσε τον δούλον, ο δε αδελφός της, ιδών το γεγονός, ηγέρθη ως δεύτερος Κάϊν και απέκοψε την αγίαν αυτής κεφαλήν, ούτω δε έλαβεν, η μακαρία, του Μαρτυρίου τον στέφανον.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Τη Α΄ (1η) Μαρτίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΕΥΔΟΚΙΑΣ της από Σαμαρειτών.



Ευδοκία, η Αγία του Χριστού Οσιομάρτυς η από Σαμαρειτών, εγεννήθη εις Ηλιούπολιν της Λιβανησίας της Φοινίκης κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98 – 117 μ.Χ. Ήτο δε η μακαρία τόσον ωραία και πάγκαλος, ώστε ούτε ζωγράφος δεν ηδύνατο να ιστορήση ωραιοτέραν καλλονήν. Τούτου ένεκεν και λόγω αφ’ ενός μεν των κολακειών και εξωθήσεων των διαφόρων θαυμαστών της, αφ’ ετέρου δε της ελλείψεως οιασδήποτε χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας εξέκλινεν εις την επάρατον αμαρτίαν της πορνείας, επειδή σπανίως ευρίσκομεν να συγκατοικούν ομού σωφροσύνη, ωραιότης και αγνότης.

Έστησε λοιπόν, προς χαράν του διαβόλου, εργαστήριον και εδέχετο μετά χαράς πάντας τους επιθυμούντας αυτήν εις την πράξιν της αμαρτίας. Καθ’ εκάστην λοιπόν μετέβαινον πολλοί προς αυτήν και της έδιδον όσα τους εζήτει, δια να τελέσουν την επιθυμίαν των. Όχι δε μόνον από την χώραν εκείνην ήρχοντο προς αυτήν, αλλά και από άλλας πολλάς πόλεις ονομαστάς, ακούοντες το κάλλος αυτής πολλοί δυνάσται και άρχοντες πλούσιοι συνηθροίζοντο εις τον οίκον της και εξώδευαν πολλά χρήματα προς χάριν της, προδίδοντες, φεύ! τον πλούτον και την ψυχήν των εις απώλειαν, δια να απολαύσουν τα κάλλη αυτής. Τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγους χρόνους η Ευδοκία συνήθροισε παρ’ εαυτή όλον σχεδόν τον πλούτον των θαυμαστών της και διήγε βίον άσωτον, ουδόλως φροντίζουσα δια την μέλλουσαν Κρίσιν και ανταπόδοσιν.
 Επειδή όμως ο πολύς πλούτος της ανομίας εχρειάζετο και πολλής θεραπείας, ουχί εξ ανθρωπίνης χειρός αλλά θείας, δια να κατορθωθή να διαμοιρασθή ούτος εις ασθενείς και αδυνάτους πένητας από τους ισχυρούς και δυνάστας, οι οποίοι κατείχον αυτόν πρότερον, έφθασε και δια την Ευδοκίαν ο καιρός της ιατρείας εκ θείας όντως οικονομίας. Διότι ο καλός βοσκός, εξελθών εις αναζήτησιν, ανεύρε το απολεσθέν πρόβατον· ο αγαθός κεραμεύς το συντετριμμένον αγγείον ανέπλασεν· ο γνήσιος οικονόμος εσύναξε τους καρπούς του αμπελώνος, τους οποίους έμελλε να αρπάση ο εχθρός και επίβουλος· ο δεσπότης των ουρανίων θησαυρών τον επίγειον πλούτον εις μονάς αιωνίους εφύλαξεν. Ο Δεσπότης Χριστός, η ελπίς των απηλπισμένων, την απηλπισμένην ταύτην δεν εβδελύχθη, ως ελεήμων και πανάγαθος, αλλά απέπεμψε κενόν και άπρακτον τον πλουτοδότην αυτής διάβολον και έγινεν η πρώην τω βορβόρω βεβυθισμένη, ευωδίας αλάβαστρον και η πολλών απωλείας αίτιος, πολλών σωτηρίας πρόξενος· έχει δε ο τρόπος της μετανοίας της ως εξής.
Μοναχός τις, Γερμανός ονόματι, ευσεβής και ενάρετος, μεταβαίνων από ξένον και μακρυνόν τόπον εις την πατρίδα του, διήλθεν από την Ηλιούπολιν και έμεινεν εις οικίαν τινά πλησίον της οικίας της Ευδοκίας. Όταν δε ο Μοναχός εκείνος ανέγνωσε την ακολουθίαν του έκαμεν ανάγνωσιν από εν ωραιότατον βιβλίον, το οποίον είχε μαζί του και το οποίον έγραφε περί της ημέρας της Κρίσεως φοβερά πράγματα. Έγραφε δια την κόλασιν των αμαρτωλών και την ανταπόδοσιν των δικαίων και πολλά άλλα. Ταύτα δε ανεγίνωσκεν ο Μοναχός εκείνος μεγαλοφώνως δια να ακούουν και οι οικοδεσπόται του οίκου εις τον οποίον έμενε. Συνέπεσε δε τότε, Θεού ευδοκία, να αγρυπνή η Ευδοκία και ήκουε την ανάγνωσιν καθ’ όλην την νύκτα, από ένα παράθυρον, τόσον δε κατενύχθη, ώστε έτρεχαν ως ποταμός τα δάκρυά της ενθυμουμένης τας ανομίας της. 
Όταν λοιπόν εξημέρωσε, προσεκάλεσε τον Μοναχόν και τον ηρώτησε· «Πόθεν είσαι; Ειπέ μοι, σε παρακαλώ, τι ήσαν εκείνα, τα οποία ανεγίνωσκες την νύκτα, τα οποία άλλην φοράν δεν ήκουσα εις την πατρίδα μου; Ειπέ μου, παρακαλώ, την αλήθειαν, διότι εάν πρόκειται να κολασθούν όσοι αμαρτάνουν, τότε κανείς δεν σώζεται. Μάλιστα δε όταν είπες ότι και οι πλούσιοι κολάζονται περισσότερον ελυπήθην, διότι είμαι από τας πλουσιωτέρας του κόσμου, αλλά και περισσότερον αμαρτωλή». 
Ο Γερμανός τότε την ηρώτησεν εάν είχεν άνδρα, ποίαν θρησκείαν εσέβετο και πως τόσον πλούτον απέκτησεν· η δε Ευδοκία απεκρίθη· «Σαμαρείτις είμαι και άνδρα νόμιμον δεν έχω, υποδέχομαι όμως παρανόμως όσους έλθουν προς εμέ· από τούτους και τον πλούτον απέκτησα. Δίδαξόν με όμως κατά ποίον τρόπον δύναμαι να σωθώ με τον πλούτον μου, επειδή, καθώς νομίζω, εάν ο πλούτος ήτο κακός, ο Θεός δεν θα τον έδιδε». 
Δραξάμενος τότε της ευκαιρίας ο Μοναχός Γερμανός λέγει προς την Ευδοκίαν· «Όστις πλουτήση κατά Θεόν δικαίως, από τους γονείς του ή από τον κόπον του, δεν έχει κατάκρισιν· όστις όμως θησαυρίζει εξ αδικιών και δεν ελεεί τους πένητας, εκείνος κολάζεται». Τότε η γυνή τον ηρώτησε και πάλιν· «Άραγε άδικος είναι ο πλούτος μου, αφού μάλιστα και πολλούς πτωχούς ευηργέτησα πλουσίως και πολύ χρυσίον εχάρισα»;
 Απεκρίθη ο Γερμανός· «Ο πλούτος σου είναι αισχρός και άδικος δι’ αυτό δεν αποδέχεται ο αμόλυντος Θεός την μεμολυσμένην ελεημοσύνην σου, εν όσω ευρίσκεσαι εις τον βόρβορον της πορνείας από την οποίαν επλούτησες και δεν σου αναγνωρίζει καμμίαν χάριν ο Κύριος. Τότε μόνον θα επιβλέψη επί σε ο Θεός, όταν αποφύγης την αμαρτίαν και κάμης την πρέπουσαν μετάνοιαν». Εάν όμως θέλης να με ακούσης, συνέχισε λέγων ο Μοναχός Γερμανός, ημπορείς να σωθής και να δοξασθής αιωνίως, να κληρονομήσης απόλαυσιν άρρητον, ηδονήν ανεκλάλητον και ζωήν αθάνατον μετά θάνατον. Εάν θέλης να σωθής, δύο πράγματα πρέπει να κάμης, δια να εύρης σωτηρίαν και παρρησίαν προς Κύριον· πρώτον να λάβης το Άγιον Βάπτισμα, το οποίον καθαρίζει όλους τους ρύπους και τους μολυσμούς των αμαρτιών και δεύτερον να σκορπίσης καλώς τον πλούτον, τον οποίον κακώς απέκτησες. Να διαμοιράσης αυτόν μετά χαράς εις πτωχούς και πένηταςκαι τότε θέλει σου δώσει ο Δεσπότης Χριστός, ως Βασιλεύς πλουσιόδωρος, αντί του βίουτούτου του φθειρομένου και ρέοντος, πλούτον άσυλον και βίον αεί διαμένοντα, θέλει σε συναριθμήσει μετά των Αγίων Παρθένων και θέλεις συμβασιλεύει μετά του Χριστού εις τον αιώνα.
 Τους λόγους τούτους του Οσίου Γερμανού ακούσασα η Ευδοκία και περιδεής γενομένη είπε προς αυτόν· «Πως θα ζήσω ύστερον, όταν σκορπίσω τον πλούτον μου, εφ’ όσον είμαι καλομαθημένη και δεν ημπορώ να στενοχωρηθώ; Ποίος θα έχη την φροντίδα μου; Αλλά και πως θα βεβαιωθώ, ότι όσα μου είπες είναι αληθινά, τα αγαθά δηλαδή, τα οποία κληρονομούν εις τον Παράδεισον, όσοι καταφρονήσουν τα πρόσκαιρα, δια να έλθω και εγώ προθύμως εις τον Χριστόν, να του δουλεύω όλας τας ημέρας της ζωής μου γινομένη εις πολλούς αμαρτωλούς μετανοίας υπόδειγμα»;
 Απεκρίθη ο Γερμανός· «Μη έχης διαλογισμούς εις τον νουν σου, διότι ο διάβολος είναι πονηρός και εάν ίδη ότι αμφιβάλλεις, διαστρέφει την καρδίαν σου, δια να μη δυνηθής να φύγης από την υποταγήν του και δια να επιτύχη να σε ρίψη εν τέλει εις το πυρ το άσβεστον, να φλογίζεσαι μετ’ αυτού αιωνίως. Εάν δε θέλης να βεβαιωθής δια την αλήθειαν, εκδύσου αυτά τα πλούσια φορέματα και όλα τα στολίδια, τα οποία φορείς, και ενδύσου πτωχικά και καταφρονεμένα ιμάτια, κλείσου μίαν εβδομάδα εις τον κοιτώνα σου και προσεύχου προς τον Θεόν νήστις μετά δακρύων. Τότε ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, θέλει σου δείξει οπτασίαν τινά κατά τον πόθον σου· και ό,τι σου φανερώση, προθύμως ποίησον». 
Τότε η Ευδοκία υπεσχέθη να πράξη καθώς την συνεβούλευσεν ο Μοναχός· παρεκάλεσε δε τούτον να παραμείνη και αυτός εις τον οίκον, όπου έμενε και να προσεύχεται δι’ αυτήν, έως ότου παρέλθη η εβδομάς δια να ίδουν το αποβησόμενον· έδωσε δε εις αυτόν και χρήματα δια τα έξοδα. Προσηύχετο δε ο Γερμανός προς τον Θεόν δια την Ευδοκίαν, εις το τέλος δε της προσευχής του προσέθεσε και ταύτα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ όστις εδικαίωσας τον Τελώνην και έσωσας την πόρνην, σώσον και ταύτην την αχρείαν δούλην σου, όπως ποιήση ακουστόν το Όνομά σου εις του κόσμου τα πέρατα». Ταύτα ευξάμενος ο Γερμανός απήλθεν, η δε Ευδοκία δεν ημέλησε καθόλου εις όσα την συνεβούλευσεν. Επρόσταξε δε τας δούλας της να μη ανοίξουν εις ουδένα κατ’ εκείνας τας επτά ημέρας. Ακόμη προσέταξεν αυτάς να μη κάμωσι καμμίαν εργασίαν κατά τας ημέρας αυτάς, αλλά να προσεύχωνται· αυτή δε εκλείσθη εις κουβούκλιον και προσηύχετο καθ’ όλην την εβδομάδα κλαίουσα. Αφού λοιπόν συνεπληρώθη η εβδομάς, ελθών ο Γερμανός επρόσταξεν την Ευδοκίαν να εξέλθη από το κουβούκλιον, τούτου δε γενομένου την ηρώτησεν εάν είδεν οπτασίαν τινά. 
Εκείνη δε απεκρίθη· «Καθώς προσηυχόμην μετά δακρύων ενθυμουμένη τας αμαρτίας μου, είδον σήμερον πριν εξημερώση φως μέγα υπέρ τον ήλιον, νέος δε τις αστραπόμορφος, εμφανισθείς κατ’ εκείνην την ώραν, με ήρπασεν από την δεξιάν και με ανεβίβασεν εις τον ουρανόν. Εκείείδα άνδρας αναριθμήτους λευκοφόρους εξαστράπτοντας, οι οποίοι με υπεδέχθησαν χαίροντες. Καθώς δε εισηρχόμην εις το φως εκείνο το ανεκλάλητον, εφάνη έξωτης θύρας μαύρος τις και δυσειδέστατος γίγας, όστις τρίζων κατ’ εμού τους οδόντας εφώναζε τόσον δυνατά, ώστε εσείετο από τας φωνάς του όλος ο τόπος εκείνος. 
Φιλονικών δε ο απαίσιος εκείνος μαύρος μετά του οδηγού μου, έλεγε προς αυτόν διαμαρτυρόμενος· «Αδικείς με, Aρχιστράτηγε· εάν αυτήν σώσης, την άσωτον, η οποία εμίανεν τόσους ανθρώπους και επλήρωσε πάσαν την γην με τας ανομίας της, πάρε τότε και όλον τον κόσμον και πάντας τους ανόμους αδίκως δικαίωσον. Εγώ δια μικράν παρακοήν εξωρίσθην από τον Παράδεισον και συ εισάγεις εις αυτόν ψυχήν άσωτον και παμβέβηλον»; Ενώ όμως τοιαύτα και έτερα πλείονα εφλυάρει ο δυσειδέστατος εκείνος μαύρος, ηκούσθη εξ ουρανού φωνή γλυκυτάτη λέγουσα· «Ούτως ηυδόκησεν ο Θεός δια τους υιούς των ανθρώπων. Υποδέχεται τους εξ αυτών μετανοούντας ως εύσπλαγχνος». Και λέγει πάλιν η θεία εκείνη φωνή προς τον οδηγούντα με: «Λάβε αυτήν, Μιχαήλ, και οδήγησέ την εις την οικίαν της, να αγωνισθή, δια να συγχωρήσω τας αμαρτίας της, εγώ δε θέλω ενδυναμώνει και διαφυλάττει αυτήν ως τέκνον μου γνήσιον, δια να μη δυνηθούν να την βλάψουν οι δαίμονες». 
Παρευθύς τότε με έφερεν εδώ ο Άγγελος, λέγων· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού Ευδοκία· ανδρίζου και ενδυναμού, ότι η Χάρις του Θεού θέλει είναι μετά σου πάντοτε». Τότε εγώ ηρώτησα τον φανέντα μοι· «Αποκάλυψόν μου τις είσαι, κύριε»; Ο δε είπε μοι· «Εγώ του αληθινού Θεού ο Πρωτάγγελος είμαι εκείνου Όστις δέχεται όσους μετανοήσουν δια τας αμαρτίας των. Τούτους κατ’ εντολήν του Θεού οδηγώ εις ζωήν αιώνιον και τότε κάμνουν οι Άγγελοι χαράν μεγάλην δια τον μετανοούντα αμαρτωλόν, ότι εσώθη. Διότι ο ελεήμων και πανάγαθος Θεός δεν θέλει την απώλειαν ουδενός αλλά την των πάντων επιστροφήν και μετάνοιαν». Ταύτα ειπών ο Άγγελος με εσφράγισε τρεις φοράς και απήλθεν εις τα ουράνια. Χαίρων τότε ο Όσιος εκείνος Μοναχός Γερμανός λέγει προς την μακαρίαν Ευδοκίαν· «Επίστευσας τώρα, ότι υπάρχει Θεός αγαθός και εύσπλαγχνος, όστις δέχεται τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν; Εγνώρισας πόσην μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ του ολίγου τούτου φωτός και του λαμπροτάτου εκείνου; Πως σου φαίνεται τώρα; Πιστεύεις εις τον Χριστόν τον αληθή Θεόν, τον αγαθόν και παντελεήμονα, ή ακόμη έχεις δισταγμόν εις την καρδίαν σου»; Η ευλογημένη Ευδοκία απεκρίθη· «Εγώ επίστευσα και πιστεύω, ότι άλλος Θεός δεν υπάρχει ει μη μόνον εκείνος, όστις σώζει τους αμαρτάνοντας, του οποίου μέρος του αμέτρου φωτός ηξιώθην να απολαύσω δι’ ολίγην ώραν εις τον Παράδεισον». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Γερμανός· «Λοιπόν, εάν ο τόπος σου ήρεσε, κάμε τρόπον να τον απολαύσης αιωνίως· δηλαδή, μετανόησον ικανώς, κατά τας αμαρτίας σου, και θρήνησον τόσον, ώστε να πλύνης τους ρύπους της ψυχής δια των δακρύων σου και τότε γίνεσαι νύμφη αμόλυντος του Χριστού. Λησμόνησε την προτέραν σου διαγωγήν και μίσησον πάσαν σαρκικήν απόλαυσιν· πόθησον την σωφροσύνην και αντί των επιγείων τα επουράνια». Ενδυναμωθείσα τότε τω πνεύματι η μακαρία Ευδοκία λέγει προς τον Γερμανόν· «Ετοίμη είμαι να κάμω όσα με προστάξης, Πάτερ τίμιε». Ο δε Γερμανός είπε προς αυτήν· «Εγώ μεν υπάγω εις το Μοναστήριόν μου και πάλιν μεθ’ ημέρας τινάς έρχομαι να ίδω πως ευρίσκεσαι· συ δε λάβε το Άγιον Βάπτισμα, το οποίον θέλει σε φυλάττει αβλαβή πάντοτε και πορεύου, καθώς σου είπον, καθαρά και αμόλυντος». Εδέετο τότε προς αυτόν η Ευδοκία με δάκρυα λέγουσα· «Μη με αφήσης, κύριέ μου, ατελείωτον, ίνα μη με εύρη ο εχθρός εστερημένην βοηθείας και με σύρη πάλιν εις την μιαράν επιθυμίαν. Εγώ έχω δούλους πολλούς και χρυσίον αναρίθμητον, λίθους πολυτίμους και άλλα πολυτιμότερα πράγματα και των χρημάτων χρησιμώτερα και αν ορίζης, να με δεχθής εις το Μοναστήριόν σου και να με κυβερνήσης να σωθώ δια μέσου σου». Απεκρίθη προς αυτήν ο Όσιος· «Υπόμεινον ολίγας ημέρας να βαπτισθής, μοίρασε εις τους πτωχούς τον άδικον πλούτον σου και τότε θα έλθω να σε πάρω, ίνα σε οδηγήσω εις τι Μοναστήριον». Έμεινε λοιπόν η μακαρία εις τον οίκον αυτής προσευχομένη, κλαίουσα και νηστεύουσα και ουδέν έτερον έτρωγεν ειμή μόνον ολίγον άρτον και ύδωρ σύμμετρον. Έπειτα μετέβη εις τον Επίσκοπον της πόλεως εκείνης, καλούμενον Θεόδοτον, και την εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος. Είπε δε τότε η μακαρία προς τον Επίσκοπον· «Παρακαλώ την αγιωσύνην σου, Άγιε Δέσποτα, να διαμοιράσης όλον τον πλούτον μου εις θλιβομένους και πτωχούς, εις χήρας και ορφανά και πένητας, επειδή, ως έμαθον, άδικα τον απέκτησα. Να διαμοιρασθή δε καλώς, ίνα εύρω έλεος από τον Θεόν δια τας ανομίας μου». Ιδών λοιπόν ο Αρχιερεύς την καλήν γνώμην και την αγαθήν αυτής προαίρεσιν, την ηυλόγησεν εξ όλης ψυχής, γνωρίσας την μέλλουσαν προκοπήν αυτής και της λέγει· «Εύχου δι’ ημάς, αδελφή, ότι σήμερον έγινες όντως νύμφη Χριστού και των Αγγέλων συνόμιλος· μακαρία συ και καλότυχος, όπου έδωσες όλον τον πλούτον σου και απέκτησες τον πολύτιμον Μαργαρίτην· δια δε τα φθαρτά ταύτα και ηδέα, τα οποία εμίσησας πανσόφως και φρονίμως, υπάγεις να απολαύσης τα αϊδια και αιώνια, να συναγάλλεσαι με τον Νυμφίον σου Χριστόν πάντοτε, εις την Βασιλείαν Αυτού την ουράνιον». Αυτά και άλλα περισσότερα ειπών με δάκρυα κατανύξεως προς την μακαρίαν ο αγιώτατος Επίσκοπος, προσεκάλεσεν ένα από τους Ιερομονάχους του, άνθρωπον ενάρετον, ξενοδόχον της Επισκοπής και του λέγει· «Επειδή σε γνωρίζω ευλαβή και θεοφοβούμενον, παραδίδω εις τας χείρας σου την ψυχήν της γυναικός ταύτης. Φρόντισε δε να διαμοιράσης εις πτωχούς τον πλούτον της και μη κρατήσης δι’ ημάς ούτε εν αργύριον, αλλά καθώς συ έδωσες την πατρικήν σου κληρονομίαν ελεημοσύνην, ούτω και όλα εκείνα τα οποία θα παραδώση εις τας χείρας σου να τα οικονομήσης καλώς και θεαρέστως». Απήλθον λοιπόν ο Ιερομόναχος με την Ευδοκίαν εις την οικίαν της και συναθροίσασα η μακαρία όλον τον πλούτον αυτής παρέδωσε τα πάντα εις την εξουσίαν αυτού με χαρούμενον πρόσωπον. Ήσαν δε ταύτα τόσον πολλά, ώστε ήθελε φανή εις τινας πράγμα υπερβολικόν και απίστευτον, αλλά εγώ καθώς τα εύρον εις το Ελληνικόν τα γράφω εις κοινήν φράσιν, χωρίς να αυξήσω, μάρτυς μου ο Κύριος, τίποτε, αλλά μόνον την αλήθειαν και τούτο προς δόξαν Θεού και παράδειγμα ιδικόν μας, δια να κατανυχθούν και άλλαι ψυχαί, να μιμηθούν αυτήν την αείμνηστον και πάνσοφον Ευδοκίαν. Ήτο λοιπόν η ποσότης των χρημάτων της μακαρίας Ευδοκίας χρυσίον μεν λίτραι μύριαι· μαργαριτάρια βασιλικά και λίθοι πολύτιμοι αναρίθμητοι· σκεύη αργυρά, ήτοι αγγεία ασημικά, οκτώ χιλιάδες λίτραι· στολίδια άλλα διάφορα χρυσά και αργυρά πολλά· βαρέα μεταξωτά ιμάτια διακόσια εβδομήκοντα πέντε· νήμα μεταξωτόν αρκετόν· μόσχου δοχεία πολύτιμα δώδεκα· από τας Ινδίας κυτία τριάκοντα τρία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και στολαί χρυσοϋφαντοι αναρίθμητοι με λίθους πολυτίμους και μαργαρίτας. Ομοίως και αγροί, αμπελώνες και άλλα ακίνητα πράγματα, τα οποία της έδιδαν ως εισόδημα τρεις χιλιάδας νομίσματα τον χρόνον. Αυτά όλα και άλλα περισσότερα έδωκεν η πάνσεμνος εις τον Ιερέα, τους δε δούλους αυτής ηλευθέρωσε και τους εχάρισε τον οίκον της καθώς ευρίσκετο. Ακόμη δε και δύο χιλιάδας χρυσά φλωρία τους έδωσε λέγουσα· «Εγώ μεν σας ηλευθέρωσα από την δουλείαν αυτήν την πρόσκαιρον, εάν δε σεις θέλετε να λάβετε και την πραγματικήν ελευθερίαν, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, τον αγαθόν και παντελεήμονα, να σας αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Όταν λοιπόν ετακτοποίησεν η μακαρία καλώς την περιουσίαν της και ελυτρώθη από πάσαν φροντίδα και μέριμναν, τότε ήλθε και ο Γερμανός, ο ευλαβής και θεοσέβαστος, και την ωδήγησεν εις το γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχε μακράν από τους Μοναχούς δέκα στάδια. Ήσαν δε οι άνδρες εις το ανδρικόν Μοναστήριον εβδομήκοντα, αι δε γυναίκες του γυναικείου Μοναστηρίου τριάκοντα, με αυτάς δε έμεινε και η θαυμασία Ευδοκία, αγωνιζομένη από τας άλλας περισσότερον. Εφόρει δε πάντοτε η μακαρία το ιμάτιον, με το οποίον την ενέδυσεν ο Επίσκοπος όταν την εβάπτισε και ουδέποτε το εξεδύθη. Μόνον όταν ήτο ψύχος πολύ τον χειμώνα, επάνω από το ιμάτιον εφόρει ένα ράσον τρίχινον. Έμαθε δε και το Ψαλτήριον και πάσαν την Γραφήν και την ανεγίνωσκε μετά προθυμίας. Μετά πάροδον ολίγων ετών εκοιμήθη η Προεστώσα των παρθένων και με θείαν νεύσιν και ευδοκίαν εψήφισαν την Ευδοκίαν, ως θαυμασίαν και δόκιμον και τόσον ευάρεστος εφάνη εις τον Θεόν και εις πάσαν την αδελφότητα, ώστε δια την αγίαν της πολιτείαν, μετά την θαυμασίαν αυτής αλλοίωσιν, της έδωκεν εξουσίαν ο πλουσιόδωρος Κύριος να κάμνη θαυμάσια, από τα οποία θα γράψωμεν ολίγα εις δόξαν Αυτού και εις υπόδειγμα εκείνων όπου ηνόμησαν. Εις από τους πρώην εραστάς αυτής, ονόματι Φιλόστρατος, όταν ήκουσε την επιστροφήν της εις Χριστόν, ελυπήθη υπερβαλλόντως· έχων δε πόθον διάπυρον να την ίδη και να συνομιλήσωσιν, ενεδύθη ράσα μοναχικά ο αναίσχυντος, δια να μη τον εμποδίσωσι και επροφασίσθη ότι ήθελε να της ομιλήση δια ψυχικήν της ωφέλειαν. Πιστεύσας δε ο απονήρευτος Γερμανός τους δολίους και ψευδοπλάστους του Φιλοστράτου λόγους τον αφήκε να συνομιλήση με την Οσίαν. Βλέπων δε ταύτην, ο ανόσιος, ούτω τεταπεινωμένην και αδύνατον από την εγκράτειαν, την εκοίταξε με βλέμμα άγριον και λέγει προς αυτήν· «Τις σε κατέπεισεν, Ευδοκία, να έλθης εις τόσην αγνωσίαν; Να αφήσης τόσον πλούτον και τοιαύτην μακαριότητα όπου είχες και πάσαν απόλαυσιν, ίνα έλθης εις τοσαύτην στενοχωρίαν και απορίαν των αναγκαίων πραγμάτων και να είσαι πλέον νεκρά δια τον κόσμον ματαίως και ανωφελώς και κλαίει και θρηνεί δια την αγάπην σου η πόλις όλη; Αλλά άκουσόν μου, κυρία μου· ελθέ να υπάγωμεν εις την προτέραν απόλαυσιν και μη μαραίνης το κάλλος σου με την αδιάκριτον νηστείαν. Συ ήσουν ωραία και πάγκαλος ως θεά, τώρα δε κατάντησες άσχημος και δύσμορφος. Ποίος άλλος υπέπεσεν εις τόσην αγνωσίαν, να χαρίση όλον τον πλούτον του δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης μακαριότητος, της οποίας δεν γνωρίζεις το βέβαιον; Λοιπόν, πριν αφανισθή τελείως η καλλονή σου και γίνη άχρηστον το βασιλικόν σου πρόσωπον, ακολούθησόν με δια να χαρώμεν τον κόσμον προτού γηράσωμεν». Τοιαύτα και έτερα όμοια φλυαρούντος του αθλίου εκείνου, ωργίσθη κατ’ αυτού η Αγία και τον εφύσησε μετά θυμού εις το πρόσωπον λέγουσα· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής, του οποίου έγινα δούλη, η αναξία και βέβηλος, να σε επιτιμήση να μη εξέλθης καλώς απ’ εδώ, επειδή είσαι τέκνον του διαβόλου και συμβουλεύεις εκείνα τα οποία επιθυμεί». Ταύτα ειπούσης της Οσίας έπεσεν ευθύς ο Φιλόστρατος και εξεψύχησεν. Βλέπουσαι αι μονάζουσαι τοιούτον έργον της Οσίας θαυμάσιον, εθαύμαζον δια την παρρησίαν, την οποίαν είχε προς Κύριον, πλην όμως ησύχαζον και ανέμενον να ίδουν το αποβησόμενον. Το μεσονύκτιον είδεν εις οπτασίαν η Οσία τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις της έλεγεν· «Ευδοκία, εγείρου και κάμε προσευχήν να αναστηθή ο νεκρός, δια να γνωρίσης την δύναμίν μου και τότε να σε αξιώσω μεγαλυτέρου χαρίσματος, επειδή επίστευσες εις εμέ και απηρνήθης την κοσμικήν ματαιότητα». Εγερθείσα τότε η Οσία ανέστησε δια της προσευχής της τον Φιλόστρατον, όστις εγερθείς έπεσεν εις τους πόδας αυτής, λέγων· «Παρακαλώ σε, Ευδοκία, δικαία δούλη του μεγάλου Θεού, να με συγχωρήσης δια τους ανοσίους λόγους τους οποίους σου είπον, διότι τώρα εγνώρισα του Θεού σου την δύναμιν». Τότε η Οσία τον συνεχώρησε και του είπε· «Πορεύου εις ειρήνην και πίστευε εις τον παντοδύναμον Θεόν, όστις σε επεσκέφθη δια την άπειρον ευσπλαγχνίαν του». Κατά τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν εκεί άλλος βασιλεύς· τινές δε εκ των πρώην εραστών της Ευδοκίας, ακούσαντες ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και εμόνασε, παρακινούμενοι υπό του διαβόλου απεφάσισαν να την καταγγείλουν εις τον βασιλέα. Έστειλαν λοιπόν αναφοράν προς αυτόν, εις την οποίαν έλεγον, ότι λαβούσα αργύρια από την πόλιν τα μετέφερεν εις την έρημον με τον σκοπόν να κτίζη κελλία και Μοναστήρια, εζήτουν δε να τους δώση εξουσίαν να της αρπάσουν τα χρήματα και να την απομακρύνουν από εκεί, επειδή εβλασφήμει τους θεούς και προσεκύνει τον υπό των Εβραίων σταυρωθέντα. Ταύτα αναγνώσας ο βασιλεύς και πληρωθείς θυμού απέστειλεν άρχοντα τινά μετά τριακοσίων στρατιωτών να την πάρουν από την Μονήν βιαίως με όλα τα χρήματα και να την οδηγήσουν εις τα βασίλεια. Ταύτα ο Κύριος εφανέρωσε δι’ οπτασίας εις την Οσίαν, ειπών προς αυτήν· «Οργή του βασιλέως έρχεται κατά σου, αλλά μη φοβηθής, διότι εγώ είμαι μαζί σου πάντοτε». Όταν λοιπόν έφθασαν οι στρατιώται εις το ασκητήριον, έβλεπον μεν τούτο, αλλά να εισέλθουν εντός αυτού δεν ηδύναντο, εμποδιζόμενοι υπό της θείας δυνάμεως. Περιετριγύριζον λοιπόν πέριξ αυτού ματαίως κοπιάζοντες επί τρία ημερονύκτια. Βλέπων ο δίκαιος Θεός, ότι οι στρατιώται, ως ασύνετοι, δεν ηννόησαν την θείαν Αυτού και υπερθαύμαστον δύναμιν, ώστε να επιστρέψουν εις τα οπίσω, μετανοούντες δια την ανομίαν των, αλλά συνέχιζον προσπαθούντες να εκτελέσουν του επιγείου βασιλέως την παράνομον προσταγήν, επαίδευσεν αυτούς δικαίως ως αδίκους. Όθεν ελθούσης θανασίμου βιαίας πνοής εθανατώθησαν οι άθλιοι, οίτινες πεσόντες αίφνης άπαντες εις την γην απέθανον. Μόνον ο άρχων μετά τριών άλλων στρατιωτών δεν εθανατώθησαν, ίσως δια να φέρουν εις τον βασιλέα το μήνυμα, όστις ακούσας ταύτα περισσότερον εθύμωσε και συγκαλέσας όλην την σύγκλητον είπε προς αυτούς οργιζόμενος· «Βλέπετε πως μία πόρνη καταφρονημένη και άτιμος τόσους δυνατούς στρατιώτας απώλεσε με τας μαγείας και κακουργίας της; Τι λοιπόν με συμβουλεύετε να κάμω, δια να μη προξενήση αύτη και άλλα χειρότερα εις ημάς»; Τότε ο υιός του βασιλέως εκαυχήθη ότι δύναται να υπάγη να καταστρέψη το Μοναστήριον. Ματαίως όμως και κενά εμελέτησε, διότι, καθώς επορεύετο έφιππος, έπεσεν ο ίππος του, εκ της πτώσεως δε ταύτης συνετρίβη ο εις εκ των ποδών του. Μετέφερον τότε αυτόν οι στρατιώται εις τα βασίλεια, εντός ολίγου δε βασανιζόμενος από πόνους φρικτούς απέθανεν. Ενώ λοιπόν ο βασιλεύς έκλαιε και ωδύρετο δια τον θάνατον του υιού του, τον συνεβούλευσεν ο Φιλόστρατος, ειπών προς αυτόν· «Γίγνωσκε, βασιλεύ, ότι η μακαρία Ευδοκία είναι δούλη του αληθινού Θεού και δια τούτο άνθρωπος δεν δύναται να την κακοποιήση, επειδή φυλάττει αυτήν θεία δύναμις. Εάν λοιπόν θέλης να αναζήση ο υιός σου, στείλε γράμμα έντιμον προς αυτήν και παρακάλεσον περί τούτου με πολλήν ταπείνωσιν». Τότε ο βασιλεύς απέστειλε προς την Αγίαν γράμματα ικετευτικά δια τινος δικαστού ονόματι Βαβύλα, όστις διηυθύνθη προς το Μοναστήριον, προσκυνήσας δε την Αγίαν της έδωσε τα γράμματα· έπειτα εξελθών εκάθισεν έξω του Μοναστηρίου και ανέμενεν απόκρισιν. Ενώ λοιπόν εκάθητο εις πέτραν τινά απεκοιμήθη, βλέπει δε εις τον ύπνον του Άγγελον Κυρίου αστραπόμορφον, όστις τον εκέντησε με ράβδον εις την πλευράν και του λέγει· «Ο νεκρός σε αναμένει, Βαβύλα». Εκείνος δε ηγέρθη παρευθύς και πορευθείς προς την Οσίαν της εφανέρωσε την οπτασίαν, ζητών απόκρισιν. Τότε η Αγία πρώτον μεν προσηυχήθη εις τον Θεόν να την φωτίση να κάμη το συμφερώτερον· έπειτα λαβούσα συγχώρησιν από τας αδελφάς, έγραψε τα εξής προς τον βασιλέα με πολλήν ταπεινοφροσύνην και μετριότητα· «Εγώ μεν είμαι ευτελής και αθλία, βεβαρημένη υπό πλήθους ανομιών ως άσωτος, δεν είμαι δε αξία να κάμω δέησιν προς τον Δεσπότην Χριστόν δια τον υιόν σου, πλην, εάν εις Αυτόν ολοψύχως πιστεύσης, θέλεις ίδει την μεγάλην του δύναμιν, ώστε να μετατραπή η πολλή θλίψις σου εις αγαλλίασιν». Ταύτα αφού έγραψεν η Αγία έκαμε και τρεις σταυρούς εις την επιστολήν και την έδωκεν εις τον δικαστήν, όστις λαβών ταύτην απήλθε δρομαίως και φθάσας εις τον νεκρόν ευθύς ως έβαλε την επιστολήν επάνω αυτού, ω του θαύματος, ανεστήθη. Τότε όχι μόνον αυτός ο νεκρέγερτος, αλλά και πάντες οι παρόντες, βλέποντες τοιούτον φρικτόν τερατούργημα, ακόμη δε και αυτός ο βασιλεύς, εβόησαν άπαντες· «Μέγας ο Θεός της Χριστιανής Ευδοκίας, όστις κάμνει τοιαύτα θαυμάσια». Έκαμε λοιπόν ο βασιλεύς δια την χαράν του υιού του μεγάλην τράπεζαν και διεμοίρασε πολλήν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Έπειτα, προσκαλέσας τον Αρχιερέα της πόλεως εβαπτίσθη με όλους τους συγγενείς και δούλους του και απέστειλε προς την Αγίαν πλήθος χρυσίου δια να το εξοδεύση εις το Μοναστήριον, πολλάκις δε της έστειλε γράμματα και δώρα βασιλικά. Εις ολίγον καιρόν ο βασιλεύς και η σύζυγός του καλώς ετελεύτησαν, ο δε υιός αυτού ο νεκρέγερτος εχειροτονήθη Διάκονος και όταν ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς της πόλεως, εχειροτόνησαν αυτόν ως άξιον. Ούτος είχε και αδελφήν, Γελασίαν ονόματι, ήτις αφού παρέλαβε την ανήκουσαν εις αυτήν κληρονομίαν απήλθε μετά δύο ευνούχων αυτής εις την Μονήν της Οσίας και εμόνασεν. Επίσης και οι ευνούχοι μεταβάντες εις την ανδρικήν Μονήν εμόνασαν εν αυτή και εκεί ετελείωσαν τον βίον αυτών θεαρέστως. Μετά δε τον θάνατον του βασιλέως έγινεν άλλος βασιλεύς ειδωλολάτρης, όστις εψήφισεν ηγεμόνα εις την Ηλιούπολιν σκληρόν τινα και απάνθρωπον, Διογένην ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο μεμνηστευμένος με την Γελασίαν την θυγατέρα του βασιλέως. Επειδή δε ούτος δεν ηθέλησε να βαπτισθή, δεν του την έδωσεν ο βασιλεύς δια γυναίκα του. Αυτός δε, εν όσω έζη ο βασιλεύς, είχεν υπομονήν· κατόπιν όμως, όταν έλαβε την ηγεμονίαν, επειδή η μακαρία Γελασία απήλθε προς τον Νυμφίον αυτής τον ουράνιον, εσκέφθη να κακοποιήση αντ’ αυτής την Οσίαν, η οποία την εκούρευσε Μοναχήν. Παρευθύς λοιπόν στέλλει πεντήκοντα στρατιώτας, ίνα οδηγήσωσι την Αγίαν έμπροσθέν του. τότε πάλιν εφάνη εις αυτήν ο Δεσπότης Χριστός εν οράματι και της λέγει· «Αγρύπνα, Ευδοκία, και αγωνίζου δια την αληθινήν Πίστιν, ίνα λάβης τον στέφανον, διότι ήλθεν ο καιρός του Μαρτυρίου σου. Και ιδού έρχονται κατά σου αλλόφυλοι και θηρία άγρια· αλλά μη δειλιάσης ουδόλως εις τα κολαστήρια, διότι εγώ είμαι μαζί σου εις όλας τας θλίψεις σου». Όταν δε έφθασαν οι στρατιώται εις το Μοναστήριόν της εισήλθεν η Αγία εις το Άγιον Βήμα, και λαβούσα εκ του ιερού της Αγίας Τραπέζης κιβωτίου μικράν μερίδα από το τίμιον Σώμα του Χριστού το εβάστα επάνω της εις κυτίον μικρότατον, ίνα έχη τούτο εις σκέπην αυτής και βοήθειαν. Συλλαβόντες λοιπόν οι στρατιώται την Αγίαν την ωδήγουν εις τον ηγεμόνα χαίροντες χαίρουσαν και δια να φθάσουν ταχέως περιεπάτουν όλην την νύκτα κατά την προσταγήν. Αλλά ο θείος Άγγελος, ο φύλαξ αυτής, επροπορεύετο κρατών λαμπάδα ανημμένην, δια της οποίας εφώτιζεν αοράτως την οδόν χωρίς να βλέπωσιν οι στρατιώται τούτο το θαυμάσιον. Όταν έφθασαν εις την πόλιν, επρόσταξεν ο ηγεμών να την ρίψουν εις την φυλακήν, να μη τολμήση δε κανείς να της δώση άρτον ή ύδωρ ή άλλην τροφήν ουδόλως. Την τετάρτην ημέραν την έφεραν εις το κριτήριον με κεκαλυμμένον το πρόσωπον, όταν δε απεκάλυψαν τούτο, εξήλθεν εξ αυτού λάμψις τις ως αστραπή και πάντες εξέστησαν, περισσότερον δε ο ηγεμών. Εκάλεσε δε ούτος την Αγίαν να είπη την καταγωγήν, την Πίστιν και την επωνυμίαν της. Ατενίσασα τότε προς τον ηγεμόνα η Αγία απεκρίθη προς αυτόν μετά θάρρους· «Το μεν όνομά μου λέγεται Ευδοκία· είμαι δε Χριστιανή και ηξιώθην να ονομάζωμαι δούλη Αυτού του μόνου αγαθού και ευσπλάγχνου Θεού, εις τον οποίον επίστευσα εξ όλης καρδίας μου τόσον, ώστε δεν δύναται κανέν πράγμα να με χωρίση από την αγάπην του.  Μη λοιπόν δαπανάς τον καιρόν σου ερωτών με άλλο τίποτε, μόνον πράττε ό,τι σκέπτεσαι, δια να απαλλαγής από ταύτην την φροντίδα το συντομώτερον». Λέγει τότε προς αυτήν ο ηγεμών· «Διατί αφήκες την πόλιν σου και επήγες εις τόπον έρημον και εξώδευσες ματαίως τόσην βασιλικήν περιουσίαν»; Απεκρίθη η Αγία· «Ας έλθουν οι συκοφάνται εις το μέσον να τους ελέγξω· διότι εγώ ουδόλως και παρ’ ουδενός έλαβον δημόσια χρήματα. Εάν λοιπόν έχης να ομιλήσης δι’ άλλην υπόθεσιν, ειπέ ό,τι νομίζεις». Αποκαλύψας τότε ο ηγεμών την αιτίαν της προσαγωγής της Αγίας εις το κριτήριον, λέγει προς αυτήν· «Οι προεστοί της πόλεως ταύτης σε ενεκάλεσαν κατηγορούντες σε, ότι αφήκες τους παλαιούς θεούς και προσκυνείς άλλον νεώτερον και ότι εις τον Ναόν τούτου εξώδευσας όλα τα χρήματα, τα οποία ανήκουν εις το βασιλικόν ταμείον. Λοιπόν, χωρίς περιττολογίαν, κάμε ένα από αυτά τα τρία· ή τους θεούς προσκύνησον, ή επίστρεψε πάλιν εις την προτέραν σου πολιτείαν ή, τουλάχιστον, δώσε εις ημάς τα χρήματα να τα βάλωμεν εις το δημόσιον ταμείον, πριν το μάθη ο βασιλεύς και θυμωθή κατ’ εμού». Απεκρίθη η Αγία· «Εγώ αργύρια βασιλικά ουδόλως έλαβον, αυτοί δε από τον φθόνον των και μόνον με ενεκάλεσαν. Αλλά μήτε τους ψευδωνύμους θεούς σας προσκυνώ ποτέ, αφού ηξιώθην να γίνω δούλη του αληθινού και παντελεήμονος Θεού, τον οποίον δεν απαρνούμαι έστω και αν με υποβάλης εις μύρια παιδευτήρια». Βλέπων λοιπόν ο ηγεμών το αμετάθετον της Αγίας επρόσταξε να την εκδύσουν έως την μέσην και να ξεσχίσωσι τας πλευράς αυτής τέσσαρες άνδρες, έως ότου φανώσι τα σπλάγχνα της. Κατ’ αυτόν δε τον τρόπον εβασάνιζαν την Αγίαν επί δύο ώρας προξενούντες εις αυτήν δριμυτάτους πόνους με εκείνα τα δεινά κολαστήρια, οι ακόλαστοι. Τότε λέγει πάλιν προς αυτήν ο ηγεμών· «Λυπήσου, γύναι, τα κάλλη σου. Θυσίασον τοις θεοίς, ίνα μη απολεσθή κακώς η ωραιότης σου». Αποκρίνεται η Αγία· «Εάν ήσουν άνθρωπος γνωστικός και έκρινες δικαίως, ήθελες γνωρίσει και συ το συμφέρον σου και θα επίστευες εις τον αληθινόν Θεόν δια να συγχωρήση τας ανομίας σου, ως εύσπλαγχνος· αλλ’ επειδή η συνείδησίς σου σε κατακρίνει εις θάνατον, σε αναμένει του αιωνίου πυρός η απόλαυσις». Θυμωθείς τότε ο ηγεμών περισσότερον επρόσταξε να εκδύσουν εντελώς την Αγίαν και ούτω γυμνήν να την κρεμάσουν εις το ξύλον και να την δέρωσιν ισχυρότερον. Ενώ δε οι στρατιώται επεχείρουννα την γυμνώσουν, εύρον το κυτίον, εις το οποίον είχε τον Άγιον Άρτον και λαβόντες αυτό το έδωσαν εις τον ηγεμόνα, όστις ενώ επεχείρει να το ανοίξη, παρευθύς εξήλθεν εξ αυτού φλοξ, ήτις κατέκαυσε τους περιεστώτας, έπληξε δε και ολόκληρον το αριστερόν μέρος του ηγεμόνος και τον κατέστησεν ημίξηρον, δηλαδή ημιπαράλυτον. Πεσών τότε ούτος εις την γην ωδύρετο δεινώς και εβόα λέγων· «Ιάτρευσόν με, θεέ ήλιε, και βοήθησόν με να κατακαύσω την μάγισσαν ταύτην». Ταύτα ειπών ήλθεν ευθύς αστραπή εκ του ουρανού και τον κατέκαυσεν. Όθεν έπεσε νεκρός δικαίως ο άδικος. Συνήχθη τότε όλη η πόλις και όλοι έκλαιον του ηγεμόνος τον θάνατον. Τότε εις εκ των στρατιωτών είδε νέον τινά αστραπόμορφον ενδεδυμένον ενδύματα λευκά, όστις συνωμίλει μετά της Αγίας και την εσκέπαζε δια λεπτού και ωραίου μανδηλίου, ώστε να μη φαίνωνται αι σάρκες της. Ταύτα βλέπων ο στρατιώτης προσεκύνησε την Αγίαν λέγων· «Δέξαι με μετανοούντα, δούλη του αληθινού Θεού, ότι εις αυτόν πιστεύω και εγώ ο ανάξιος και σε παρακαλώ ευσπλαγχνίσου τον ηγεμόνα και ανάστησον αυτόν, δια να πιστεύσουν και άλλοι πολλοί εις τον Δεσπότην Χριστόν δια μέσου σου». Ταύτα δε ειπών έλυσεν αυτήν από του ξύλου και την κατεβίβασε μετ’ ευλαβείας. Προσευχήθη τότε η Αγία επί ώραν πολλήν εις τον Χριστόν κατ’ ιδίαν και κατόπιν μεγαλοφώνως εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Συ όστις γνωρίζεις τα κρύφια των καρδιών ημών και έκαμες τον κόσμον με την σοφίαν Σου, πρόσταξον να αναστηθούν όλοι αυτοί, οίτινες υπό του πυρός κατεκαύθησαν, ίνα βλέποντες οι πολλοί τα θαυμάσιά σου δοξάσουν το όνομά Σου το Άγιον». Ταύτα μεν προς τον Θεόν εδέετο η Αγία, κατόπιν δε στραφείσα προς τους νεκρούς ήγγιζε δια της αγίας αυτής δεξιάς ένα έκαστον εκ των νεκρών λέγουσα· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, εγέρθητι» και παρευθύς, ω εξαισίου θαυματουργήματος! Όλοι, ως εξ ύπνου, ανέστησαν υγιείς. Τούτο το θαυμάσιον ιδόντες οι άνθρωποι της πόλεως ταύτης επίστευσαν εις τον Χριστόν οι περισσότεροι εξ αυτών. Τούτων ούτω γενομέμων, ήλθεν είδησις εις τον άρχοντα Διόδωρον, ότι η γυνή του ευρισκομένη εις το λουτρόν κατελήφθη υπό λιποθυμίας και απέθανε. Ταύτα ακούσας ο Διόδωρος εξέσχισεν εκ της λύπης την χλαμύδα του και έδραμε μετά τινος άλλου άρχοντος εις την νεκράν. Ιδόντες δε αυτήν πραγματικώς αποθαμμένην επέστρεψαν εις την Αγίαν και λέγει προς αυτήν ο Διόδωρος· «Επ’ αληθείας πιστεύω, ότι δυνατώτερος και μεγαλύτερος είναι ο Θεός σου από τους ιδικούς μας θεούς. Επειδή όμως ακόμη μικροψυχώ, ανάστησον την γυναίκα μου και να βαπτισθώ με όλον τον οίκον μου». Απεκρίθη τότε προς αυτόν η Μάρτυς· «Ο Κύριός μου θέλει κάμει και αυτό το θαυμάσιον, ως εύσπλαγχνος, δια να πιστεύσουν εις αυτόν και άλλοι περισσότεροι». Απελθούσα τότε η Μάρτυς εις την νεκράν με όλον τον όχλον, έπεσεν εις την γην και προσηύχετο επί ώραν πολλήν. Κατόπιν εγερθείσα είπε ταύτα μεγαλοφώνως δια να την ακούωσιν άπαντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Υιός και Λόγος του Πατρός, όστις ανιστάς τους νεκρούς ως Θεός παντοδύναμος, ανάστησον και την Φηρμίναν, δια να πιστεύση αύτη και έτεροι εις Σε τον ζώντα Θεόν τον αγαθόν και αιώνιον». Ταύτα ευξαμένης της Αγίας ευθύς η νεκρά ηγέρθη από της κλίνης, οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον θαύμα τεράστιον, εβόησαν όλοι ως εξ ενός στόματος· «Όντως ο Θεός σου είναι αληθινός και δίκαιος, εις αυτόν δε και ημείς χωρίς αμφιβολίαν πιστεύομεν». Εβαπτίσθησαν τότε όχλος πολύς, καθώς και ο ηγεμών Διογένης μετά του άρχοντος Διοδώρου μεθ’ όλης της συγγενείας αυτών, η δε Αγία έμεινε εις την οικίαν της Φηρμίνας διδάσκουσα. Εκεί δε πλησίον, εις τον κήπον της οικίας εκείνης, ενεφώλευε δράκων τις φοβερός, όστις εφόνευσε δια του φυσήματος αυτού το τέκνον χήρας τινός, ήτις έκλαιεν, ως μήτηρ, τον υιόν της απαρηγόρητα. Ακούσασα δε η Αγία τους θρήνους αυτής απήλθε προς τον νεκρόν μετά του Διοδώρου, προς τον οποίον είπεν η Αγία· «Κάμε προσευχήν δια τον νεκρόν να τον αναστήση ο Κύριος». Ο Διόδωρος όμως εδίσταζε και έλεγε προς την Αγίαν ότι δεν ήτο άξιος να ζητήση παρά του Θεού τοιούτον χάρισμα. Λέγει τότε προς αυτόν η Μάρτυς· «Εγώ πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι επειδή αδιστάκτως επίστευσας εις Αυτόν, θέλει εισακούσει την δέησίν σου, μόνον επικαλέσου Αυτόν ολοψύχως δια να ίδης την άμετρον ευσπλαγχνίαν του». Κλίνας τότε ο Διόδωρος εις την γην την κεφαλήν προσηύχετο κτυπών το στήθος του και χύνων θερμότατα δάκρυα έλεγε· «Κύριε ο Θεός ημών, όστις κατηξίωσες και εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον να σε γνωρίσω δια μέσου ταύτης της Αγίας δούλης σου, την οποίαν εξαπέστειλες ίνα λυτρώση ημάς από τας χείρας του δαίμονος, πρόσδεξαι την δέησίν μου, επειδή γνωρίζεις, ότι η προς Σε πίστις μου είναι αμετάθετος και ανάστησον τούτον τον νεκρόν εις δόξαν του παντοδυνάμου ονόματός Σου». Ταύτα προσευξάμενος ο Διόδωρος είπε προς τον νεκρόν· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, Ζήνων, ανάστηθι». Παρευθύς τότε ηγέρθη ο νεκρός, η δε Αγία πάλιν εδεήθη προς τον Δεσπότην Χριστόν ταύτα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός μου, επάκουσον και εμού της ταπεινής και πρόσταξε τον εχθρόν και επίβουλον δράκοντα να έλθη εδώ έμπροσθεν του όχλου να διαρραγή, δια να μη θανατώση και άλλους δούλους Σου». Ταύτα ειπούσης της Αγίας παρευθύς ήλθεν ο δεινός εκείνος δράκων, ως υπό πυρός διωκόμενος, πεσών δε εις την γην εξέπνευσεν, οι δε παρόντες ιδόντες τοιαύτα τερατουργήματα επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν άπαντες. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ετελεύτησεν ο ηγεμών Διογένης θεαρέστως, ανήλθε δε εις το αξίωμα του ηγεμόνος άλλος άρχων, ονόματι Βικέντιος, δεινός και απάνθρωπος διώκτης των Χριστιανών, όστις ακούσας τα κατορθώματα της Αγίας και γνωρίζων ότι δι’ άλλου τρόπου δεν ήθελε δυνηθή να την θανατώση, απέστειλε στρατιώτας, οίτινες απέκοψαν την οσίαν αυτήςκεφαλήν, την πρώτην του πρώτου μηνός, όστις από τους Ρωμαίους λέγεται Μάρτιος. Και ούτως, αφού επλήρωσε τον δρόμον του Μαρτυρίου, το μεν πνεύμα αυτής απήλθεν εις τα ουράνια, το δε τίμιον και πάνσεπτον αυτής Λείψανον έμεινεν εις την γην πηγάζων πλούσια μετά θάνατον θαύματα, Χάριν την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, δια την θερμοτάτην αυτής μετάνοιαν· ης αξιωθείημεν και ημείς εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΧΕΙΜΑΡΙΩΤΟΥ: ΜΙΑ ΑΡΤΙΝΗ, Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΝΣΤΟΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Mνήμη της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΩΤΕΙΝΗΣ της Σαμαρείτιδος.(26 Φεβρουαρίου)

Τη ΚΣΤ΄ (26η) Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΩΤΕΙΝΗΣ της Σαμαρείτιδος, εις την οποίαν ωμίλησεν ο Χριστός εν τω φρέατι, και των συν αυτή (ήτοι των πέντε αυτής αδελφών και των δύο αυτής υιών, και Σεβαστιανού του Δουκός).

Φωτεινή η Αγία του Χριστού Μεγαλομάρτυς είναι η Σαμαρείτις εκείνη περί της οποίας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος εις το Ιερόν αυτού Ευαγγέλιον, ότι συνωμίλησε με τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις το φρέαρ του Πατριάρχου Ιακώβ και επίστευσεν εις αυτόν. Αύτη η μακαρία, μετά την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου και την του Αγίου Πνεύματος κατάβασιν εις τους θείους Αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εβαπτίσθη υπό των Αποστόλων μετά των δύο υιών της και των πέντε αδελφών αυτής, οίτινες, όλοι ομού, αφού ηκολούθησαν τους Αγίους Αποστόλους, εκήρυττον την πίστιν του Χριστού από τόπου εις τόπον και από χώρας εις χώραν, επιστρέψαντες πολλούς ειδωλολάτρας από την ασέβειαν εις την Ορθόδοξον του Χριστού Πίστιν.

Κατά δε τας ημέρας του ασεβεστάτου βασιλέως της Ρώμης Νέρωνος (54-68) εκινήθη μέγας διωγμός εναντίον των Χριστιανών και μετά το Μαρτύριον των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εζητούσαν οι διώκται τους μαθητάς των και όλους εκείνους οι οποίοι επίστευον εις τον Χριστόν, αγωνιζόμενοι, οι μάταιοι, να εξαλείψουν από τον κόσμον το όνομα του Χριστού. Δεν ήξευραν όμως, οι ανόητοι, ότι όσον εκείνοι κατέτρεχον την πίστιν του Χριστού, τόσον περισσότερον εστερεώνετο και επλατύνετο, διότι είπεν ο Κύριος· «Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 18). 
Κατ’ εκείνον τον καιρόν η Αγία Φωτεινή μαζί με τον Ιωσήν, τον μικρότερον υιόν της, ήτο εις την Καρθαγένην, πόλιν της Αφρικής και εκήρυττε μετά παρρησίας το Ευαγγέλιον του Χριστού. Ο δε Βίκτωρ, ο μεγαλύτερος υιός της, ήτο στρατιώτης εις το στράτευμα των Ρωμαίων και επειδή έκαμνε μεγάλας ανδραγαθίας και νίκας εις τον πόλεμον, τον οποίον είχον οι Ρωμαίοι εναντίον των Αβάρων, οι οποίοι κατέτρεχον τους τόπους των, ο βασιλεύς Νέρων τον έκαμε στρατηλάτην και μη γνωρίζων, ότι ήτο Χριστιανός, τον έστειλεν εις την Ιταλίαν δια να τιμωρή όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς.  
Ο δε Σεβαστιανός, ο δούξ της Ιταλίας, ακούσας ταύτα, είπεν εις τον Βίκτωρα· «Εγώ γνωρίζω πολύ καλά, στρατηλάτα, ότι συ είσαι Χριστιανός· ομοίως η μήτηρ σου και ο αδελφός σου Ιωσής είναι Χριστιανοί και ακόλουθοι του Αποστόλου Πέτρου· σε συμβουλεύω όμως, δια να μη κινδυνεύση η ζωή σου, να κάμης εκείνο όπου σε επρόσταξεν ο βασιλεύς, δηλαδή να τιμωρής τους Χριστιανούς». 
Ο στρατηλάτης Βίκτωρ τότε του απεκρίθη· «Εγώ θέλω κάμει το θέλημα του επουρανίου και αθανάτου Βασιλέως Χριστού, του αληθινού Θεού· την δε προσταγήν την οποίαν μου έδωκεν ο βασιλεύς Νέρων, να τιμωρώ τους Χριστιανούς, ούτε καν να την ακούσω θέλω τελείως, όχι να την εκτελέσω». 
Εις τους λόγους τούτους του Βίκτωρος απήντησεν ο δούξ· «Εγώ σε συμβουλεύω, ως φίλον μου αληθινόν, εκείνο όπου σε συμφέρει· διότι, εάν καθήσης εις το κριτήριον και εξετάσης να εύρης τους Χριστιανούς και τους τιμωρήσης, και τον βασιλέα θέλεις ευχαριστήσει και τα χρήματα των Χριστιανών θέλεις κερδήσει. Προς τούτοις δε σε συμβουλεύω να διαμηνύσης εις την μητέρα σου και τον αδελφόν σου, να μη κηρύττουν παρρησία τον Χριστόν και να μη διδάσκουν τους Έλληνας να αρνούνται την πάτριον θρησκείαν των, δια να μη τύχη να κινδυνεύσης συ, εξ αιτίας εκείνων».
 Ο Βίκτωρ απήντησε· «Μη γένοιτο εις εμέ να κάμω αυτά τα οποία μου λέγεις, να τιμωρήσω δηλαδή Χριστιανόν ή να πάρω τίποτε από αυτόν, ή να συμβουλεύσω την μητέρα μου, ή τον αδελφόν μου να μη κηρύττουν, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, αλλά και εγώ μάλιστα Χριστιανός είμαι και θέλω γίνει κήρυξ του Χριστού, καθώς είναι και εκείνοι, και ας ίδωμεν τι κακόν μέλλει να γίνη». 
Ο δε δούξ είπεν· «Εγώ, αδελφέ, σε συμβουλεύω εκείνα τα οποία σε συμφέρουν και συ στοχάσου τι πρόκειται να κάμης». 
Μόλις είπε ταύτα ο δουξ παρευθύς ετυφλώθη και πεσών κάτω εις την γην έμεινεν άφωνος από τους σφοδρούς και δεινούς πόνους των οφθαλμών του. Εγείραντες δε αυτόν οι εκεί παρεστώτες τον έβαλαν εις μίαν κλίνην εις την οποίαν έμεινε τρεις ημέρας άφωνος, χωρίς να δύναται καθόλου να ομιλήση, την δε τετάρτην ημέραν εφώναξε μεγαλοφώνως, λέγων· «Εις είναι ο Θεός, ο Θεός των Χριστιανών». 
Ελθών δε πλησίον του ο Βίκτωρ του είπε· «Διατί ούτω έξαφνα ήλλαξες την γνώμην σου, Σεβαστιανέ;» Και ο δουξ του απήντησε: «Διότι με προσκαλεί ο Χριστός, γλυκύτατέ μου Βίκτωρ». Ευθύς τότε ο Σεβαστιανός κατηχήθη από τον Βίκτωρα εις την πίστιν του Χριστού και εβαπτίσθη, μόλις δε εβγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, πάραυτα έλαβε το φως των οφθαλμών του και εδόξασε τον Θεόν. Βλέποντες δε οι άλλοι ειδωλολάτραι το παράδοξον εκείνο θαύμα, εφοβήθησαν μήπως επειδή δεν πιστεύουν πάθουν εκείνο το οποίον έπαθεν ο δουξ και προσέτρεξαν όλοι εις τον Βίκτωρα, από τον οποίον, κατηχηθέντες την πίστιν του Χριστού, εβαπτίσθησαν. 
Αφ’ ου επέρασεν ολίγος καιρός, ηκούσθη τούτο εις την Ρώμην και έφθασεν εις τας ακοάς του Νέρωνος, ότι ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης της Ιταλίας και ο δουξ Σεβαστιανός κηρύττουν το κήρυγμα του Πέτρου και του Παύλου και των λοιπών Αποστόλων και οδηγούν πολλούς Έλληνας εις την πίστιν του Χριστού, η δε μήτηρ του στρατηλάτου Βίκτωρος Φωτεινή, ομού με τον έτερον υιόν της Ιωσήν, αποσταλέντες από τους Αποστόλους εις την Καρθαγένην, κάμνουν και αυτοί εκεί τα ίδια. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ήναψεν όλος από θυμόν και έστειλεν ευθύς στρατιώτας εις την Ιταλίαν, δια να φέρουν εις την Ρώμην όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς άνδρας και γυναίκας· αλλ’ εις τούτους εφάνη πρωτύτερα ο Κύριος, ειπών· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Μη φοβείσθε, διότι εγώ είμαι μαζί σας και θέλει νικηθή ο Νέρων ομού με τους συντρόφους του». Έπειτα είπε προς τον Βίκτωρα· «Από τώρα και εις το εξής το όνομά σου θα είναι Φωτεινός· διότι δια σου θέλουν φωτισθή πολλοί και θέλουν πιστεύσει εις εμέ· τον δε Σεβαστιανόν να τον ενδυναμώσης εις το Μαρτύριον με τους λόγους σου και θέλει είναι μακάριος και καλότυχος εκείνος ο οποίος θα αγωνισθή έως τέλους». Ταύτα αφού είπεν ο Κύριος, ανέβη εις τους ουρανούς. 
Απεκαλύφθησαν δε και εις την Αγίαν Φωτεινήν όλα εκείνα τα οποία έμελλον να συνβώσιν εις αυτήν· όθεν εκίνησεν από την Καρθαγένην ομού με πλήθος Χριστιανών και επήγεν εις την Ρώμην· τότε εταράχθη όλη η πόλις της Ρώμης, διηρωτώντο δε οι Ρωμαίοι λέγοντες· «Ποία είναι αυτή η οποία ήλθεν εδώ με τόσον πλήθος»; Αλλ’ η Αγία Φωτεινή εκήρυττε με μεγάλην παρρησίαν τον Χριστόν. Ήλθον δε τότε εις την Ρώμην και ο υιός της Αγίας Φωτεινός μαζί με τον δούκα Σεβαστιανόν, συνοδευόμενοι από τους στρατιώτας τους οποίους είχε στείλει ο βασιλεύς. Προλαβούσα δε η Αγία επήγεν εμπρός εις τον Νέρωνα μαζί με τον υιόν της Ιωσήν και τους λοιπούς, τους οποίους βλέπων ο Νέρων τους ηρώτησε· «Δια ποίαν αιτίαν ήλθετε προς ημάς»;
 Απεκρίθη η Αγία· «Ήλθαμεν δια να σε διδάξωμεν να πιστεύσης εις τον Χριστόν». 
Κατ’ εκείνην την ώραν ανήγγειλαν οι υπηρέται εις τον βασιλέα ότι ο δουξ Σεβαστιανός και ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης ήλθον από την Ιταλίαν· 
ο δε Νέρων είπε· «Ας έλθουν μέσα». 
Ότε δε εκείνοι παρουσιάσθησαν εμπρός του, τους λέγει· «Τι ήκουσα δια σας»; 
Οι Άγιοι του απήντησαν· «Όσα ήκουσας δι’ ημάς, ω βασιλεύ, όλα είναι αληθινά». 
Τότε ο Νέρων, παρατηρών τους Μάρτυρας με βλέμμα άγριον, λέγει προς αυτούς: «Αρνείσθε τον Χριστόν, ή θέλετε να αποθάνετε με κακόν θάνατον»; 
Οι δε Άγιοι υψώσαντες τους οφθαλμούς των εις τον ουρανόν, είπον· «Μη γένοιτο ποτέ, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθώμεν και να αποχωρισθώμεν από την πίστιν σου και την αγάπην σου». Ο Νέρων τους ηρώτησε· «Πως ονομάζεσθε»; 
Τότε απεκρίθη προς αυτόν η Αγία: «Εγώ ωνομάσθην από τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν μου, Φωτεινή· αι δε αδελφαί μου, η πρώτη, η οποία εγεννήθη ύστερον από εμέ, καλείται Ανατολή· η Δευτέρα Φωτώ· η Τρίτη Φωτίς· η Τετάρτη Παρασκευή και η Πέμπτη Κυριακή· εκ δε των υιών μου, ο μεν πρώτος καλείται Βίκτωρ, επονομασθείς από τον Κύριόν μου Φωτεινός· ο δε δεύτερος όστις είναι μαζί μου λέγεται Ιωσής». 
Και ο Νέρων τους λέγει: «Όλοι σας συνεφωνήσατε να τιμωρηθήτε δια τον Ναζωραίον και να αποθάνετε δι’ αυτόν»; 
Απεκρίθη τότε η Αγία Φωτεινή: «Ναι· όλοι μας, χαίροντες και αγαλλόμενοι, αποθνήσκομεν δια την αγάπην του Κυρίου μας». Τότε επρόσταξεν ο τύραννος να κατασυντριβούν οι αρμοί των χειρών των με σφαίρας σιδηράς. Αρπάσαντες δε τους Αγίους οι υπηρέται του Νέρωνος τους έφεραν εις τον τόπον της βασάνου, εκεί δε, αφού έβαλαν οι Άγιοι τας χείρας των επάνω εις το αμόνι, ήρχισαν οι φονείς εκείνοι να τας κτυπούν με τας σφαίρας. 
Από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την έκτην ώραν ηλλάχθησαν τρεις φοράς εκείνοι οι οποίοι τους εκτύπων. Οι Μάρτυρες όμως ουδόλως ησθάνοντο την τιμωρίαν των, ούτε αι χείρες των συνετρίβησαν καθόλου. Τούτο ακούσας ο Νέρων εταράχθη δια το παράδοξον του θαύματος και επρόσταξε να κοπούν αι χείρες των. 
Παρευθύς οι υπηρέται, αρπάσαντες την Αγίαν Φωτεινήν και δέσαντες τας χείρας της, τας έβαλαν επάνω εις το αμόνι και λαβόντες τας μαχαίρας των εκτυπούσαν με αυτάς πολλάκις επάνω εις τας χείρας της, δεν κατώρθωσαν όμως τίποτε, ενώ παρελύθησαν εκείνοι οι οποίοι εκτύπων και έπεσαν κάτω ως νεκροί, η δε Αγία διεφυλάχθη αβλαβής και ηυχαρίστει τον Θεόν, λέγουσα· «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος» (Ψαλμ. ριζ:6). Ήρχισε λοιπόν ο βασιλεύς να απορή και να διαλογίζηται τι να πράξη δια να νικήση τους Μάρτυρας και να τους φέρη εις την γνώμην του· και τους μεν άνδρας προστάζει να βάλουν μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, την δε Αγίαν Φωτεινήν ομού με τας πέντε αδελφάς αυτής, να τας φέρουν μέσα εις το χρυσόν κουβούκλιον, να ετοιμάσουν δε χρυσήν τράπεζαν και επτά θρόνους χρυσούς και χρώματα πολλά και στολίδια χρυσά και φορέματα και ζώνας χρυσάς· έπειτα επρόσταξε και την θυγατέρα του Δομνίναν να υπάγη και εκείνη εις το κουβούκλιον με όλας τας δουλευτρίας της και να είναι μαζί με τας Αγίας, νομίζων, ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δελεάσματα θέλει μεταστρέψει την γνώμην αυτών· υπεσχέθη δε εις τας Αγίας ότι, εάν αρνηθώσι τον Χριστόν, θέλει έχει αυτάς εις τοιαύτην περιποίησιν και εύνοιαν πάντοτε και θέλει χαρίσει εις αυτάς όλα εκείνα, τα οποία ευρίσκοντο εκεί μέσα και άλλα περισσότερα, θέλει δε τας αξιώσει μεγάλης δόξης και τιμής. Αλλ’ επλανήθη ο δόλιος, διότι αι Άγιαι, ως ουρανόφρονες, κατεφρόνησαν όλα εκείνα ωσάν σκύβαλα και δεν ήθελαν ούτε καν να τα βλέπουν. 
Όταν λοιπόν η Αγία Φωτεινή είδε την Δομνίναν της είπε· «Χαίρε, η νύμφη του Κυρίου μου». Η δε Δομνίνα της απήντησε· «Χαίροις και συ, κυρία μου, η λαμπάς του Χριστού». Ακούσασα η Αγία Φωτεινή την Δομνίναν όπου είπε το όνομα του Χριστού, εχάρη πολύ και ευχαριστήσασα τον Κύριον ενηγκαλίσθη αυτήν και την εφίλησεν· έπειτα την κατήχησεν εις την πίστιν του Χριστού ομού με τας εκατόν δουλευτρίας της, και τας εβάπτισεν όλας, ωνόμασε δε την Δομνίναν, Ανθούσαν· η δε μακαρία Ανθούσα επρόσταξε την μεγαλυτέραν από τας εκατόν δουλευτρίας της Στεφανίδα να δώση εις τους πτωχούς όλα τα χρυσά στολίδια και τα χρήματα, τα οποία ήσαν μέσα εις το χρυσόν κουβούκλιον. 
Μαθών ταύτα ο Νέρων ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας και πολύ θυμωθείς επρόσταξεν ευθύς να καύσουν μίαν κάμινον επί επτά ημέρας και να βάλουν μέσα εις αυτήν την μακαρίαν Φωτεινήν με όλους τους συντρόφους της άνδρας και γυναίκας και να τους αφήσουν μέσα εις αυτήν τρεις ημέρας. Αφού δε παρήλθον αι τρεις ημέραι, νομίζων ο τύραννος, ότι κατεκάησαν οι Άγιοι από το πυρ, επρόσταξε να ανοίξουν την κάμινον και εάν εύρουν εκεί τα οστά των Μαρτύρων να τα ρίψουν εις τον ποταμόν. Ανοίξαντες δε οι στρατιώται την κάμινον εύρον όλους τους Αγίους σώους και αβλαβείς, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Θεόν. Τούτο το εξαίσιον ιδόντες εκείνοι έμειναν εκστατικοί, θαυμάζοντες πως δεν τους ήγγισε καθόλου το πυρ· καθώς δε ήκουσαν και είδαν τούτο το παράδοξον θαύμα όλοι οι κάτοικοι της Ρώμης εθαύμασαν, δοξάζοντες και αυτοί τον Θεόν. Ακούσας ο τύραννος και τούτο το θαύμα, επρόσταξε να ποτίσουν τους Αγίους θανατηφόρα δηλητήρια, προσεκλήθη δε προς τούτο ο μάγος Λαμπάδιος, όστις κατεσκεύαζε τοιαύτα. 
Πρώτον λοιπόν έδωκεν εκείνος το δηλητήριον εις την μακαρίαν Φωτεινήν· η οποία λαβούσα εις τας χείρας της το δηλητηριώδες ποτόν, είπεν εις τον μάγον· «Δεν έπρεπεν ημείς να κρατήσωμεν ουδόλως εις τας χείρας μας το παρασκεύασμά σου αυτό ούτε να το πίωμεν, επειδή συ είσαι ακάθαρτος· αλλά δια να γνωρίσης συ, βασιλεύ, και αυτός ο μάγος την δύναμιν του Χριστού μου, ιδού εγώ πρωτύτερα από τους άλλους πίνω τούτο, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού ημών, ύστερα δε ας το πίουν και όλοι όσοι είναι μαζί με εμέ». 
Έπιον λοιπόν το δηλητήριον εκείνο όλοι οι Μάρτυρες, με την βοήθειαν όμως του Χριστού έμειναν πάντες αβλαβείς, ωσάν να μην είχον πίει τίποτε.
 Βλέπων τούτο ο μάγος εξεπλάγη και στραφείς προς την Αγίαν Φωτεινήν είπεν· «Έχω κατεσκευασμένον και ένα άλλο δηλητήριον πολύ δυνατώτερον και εάν πίετε και αυτό και δεν αποθάνετε παρευθύς, τότε θα πιστεύσω και εγώ εις τον Θεόν σας». Αφού δε έφεραν αυτό, το έδωκεν εις τους Μάρτυρας και αν και το έπιον όλοι, όμως δεν έπαθεν ουδείς ουδέν κακόν. Τούτο βλέπων ο μάγος έμεινεν εκστατικός και συνάξας ευθύς όλα τα μαγικά βιβλία του τα έρριψεν εις το πυρ και τα έκαυσε, πιστεύσας δε εις τον Χριστόν εβαπτίσθη, μετονομασθείς Θεόκλητος. 
Μαθών τούτο ο βασιλεύς επρόσταξε τους στρατιώτας να τον συλλάβωσιν, αρπάσαντες δε εκείνοι αυτόν εκ μέσου των Αγίων τον ωδήγησαν έξω από τα τείχη της Ρώμης, και εκεί του έκοψαν την κεφαλήν με το ξίφος· ούτως έλαβε πριν από τους άλλους τον στέφανον του Μαρτυρίου ο μακάριος Θεόκλητος.
Τότε ο παράνομος Νέρων επρόσταξε να κόψουν τα νεύρα όλων των Αγίων, αρχήν ποιούντες από της Μεγαλομάρτυρος Φωτεινής. Καθ’ ον δε χρόνον οι στρατιώται έκοπταν τα νεύρα των Μαρτύρων, εκείνοι εμυκτήριζαν και περιεγέλων τον βασιλέα και τους θεούς του, ως αδυνάτους. Βλέπων δε ο τύραννος τους Μάρτυρας ότι δεν υπελόγιζαν παντελώς τα βάσανα ταύτα, επρόσταξε να λυώσουν μολύβι και να το ανακατεύσωσιν ομού με θειάφι και όταν κοχλάση να το χύσουν εντός του στόματος της πολυάθλου Φωτεινής και εις τα νώτα των λοιπών Αγίων. Όταν δε οι υπηρέται εξετέλουν την προσταγήν του βασιλέως και έχυναν εις τους Μάρτυρας το μολύβι, τότε οι Άγιοι, όλοι ομού, ως εξ ενός στόματος εφώναξαν· «Ευχαριστούμεν σοι, Χριστέ ο Θεός ημών, ότι με τον κοχλασμένον μόλυβδον εδρόσισας τας καρδίας μας, ωσάν να ήσαν διψασμέναι από μεγάλην καύσιν».
 Ακούσας τούτο ο Νέρων εξεπλάγη και επρόσταξε να κρεμάσωσι τους Αγίους και να τους ξέωσιν αλύπητα εις όλον το σώμα των, να τους καίωσι δε με λαμπάδας αναμμένας· όσον όμως περισσότερον εβασανίζοντο οι Άγιοι, τόσον περισσότερον ενεδυναμούντο από την θείαν Χάριν και εδόξαζον οι μακάριοι τον Θεόν. Ο δε δείλαιος και μάταιος Νέρων, νομίζων ότι θα δυνηθή να νικήση τους Μάρτυρας με τα βάσανα, επρόσταξε και ανέμιξαν στάκτην με όξος δριμύτατον και το έχυσαν μέσα εις τους ρώθωνας των Μαρτύρων. Ούτοι δε οι μακάριοι έλεγον ότι το αισθάνονται γλυκύτερον μέλιτος και κηρίου. 
Εθυμώθη τότε πολύ ο τύραννος και επρόσταξε να τους τυφλώσουν, και να τους κλείσουν εις σκοτεινήν και βρωμεράν φυλακήν, γεμάτην από δηλητηριώδεις όφεις. Τούτων δε ούτω γενομένων οι Άγιοι ύμνουν και εδόξαζον τον Θεόν, τα δε δηλητηριώδη θηρία, τα οποία ήσαν εις την φυλακήν, απενεκρώθησαν, η δυσωδία μετεβλήθη εις ευωδίαν ανείκαστον, το σκότος έγινε φως υπέρλαμπρον και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, σταθείς εις το μέσον των Αγίων, είπε προς αυτούς· «Ειρήνη υμίν». Έπειτα, κρατήσας από την χείρα την μακαρίαν Φωτεινήν, την εσήκωσεν επάνω και είπε· «Χαίρετε πάντοτε, ότι εγώ είμαι μαζί σας όλας τας ημέρας της ζωής σας». Παρευθύς δε με τον λόγον του Κυρίου ανέβλεψαν και οι οφθαλμοί των Μαρτύρων, οίτινες ιδόντες τον Κύριον Τον επροσκύνησαν, ευλογών δε ο Κύριος αυτούς είπεν· «Ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε». Έπειτα ανέβη εις τους ουρανούς, ενώ από τα σώματα των Αγίων έπεσαν αι πληγαί ωσάν λέπια και ιατρεύθησαν καθώς ήσαν και πρότερον. Ο δε θεόργιστος Νέρων επρόσταξε να μείνουν οι Άγιοι μέσα εις την φυλακήν τρεις χρόνους, δια να ταλαιπωρηθούν και να κακοπαθήσουν εκεί μέσα με κάθε είδους κακοπάθειαν, ούτως ώστε να αποθάνουν με θάνατον φρικτόν. Μετά τους τρεις χρόνους, έχων ο βασιλεύς κλεισμένον μέσα εις εκείνην την φυλακήν ένα υπηρέτην του, έστειλεν ανθρώπους του δια να τον αποφυλακίσουν· όταν όμως επήγαν οι απεσταλμένοι εις την φυλακήν δι’ αυτόν τον σκοπόν, είδαν τους Μάρτυρας ότι ήσαν υγιείς και ανέφεραν εις τον βασιλέα, ότι οι Γαλιλαίοι, οι οποίοι ετυφλώθησαν, τώρα βλέπουν και είναι υγιείς, η δε φυλακή είναι γεμάτη από φως και ευωδίαν άρρητον καταστάσα οίκος άγιος, εις τον οποίον δοξολογείται ο Θεός των Χριστιανών, συντρέχουν δε εκεί πλήθη ανθρώπων, οίτινες, πιστεύοντες εις τον Θεόν των, βαπτίζονται από αυτούς. Ταύτα ακούσας ο Νέρων έγινεν έξω φρενών και αποστείλας στρατιώτας έφερε τους Αγίους έμπροσθέν του λέγων· «Δεν σας επρόσταξα να μη κηρύττετε το όνομα του Χριστού; Πως λοιπόν κηρύττετε μέσα εις την φυλακήν; Δια τούτο έχω να σας κάμω πολλάς τιμωρίας». Οι Άγιοι του είπαν: «Ό,τι θέλεις κάμε· ημείς δεν θέλομεν παύσει από του να κηρύττωμεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως Θεόν αληθινόν και ποιητήν του παντός».  Ακούσας τούτο ο τύραννος ήναψεν από θυμόν και επρόσταξε να σταυρώσουν τους Αγίους με την κεφαλήν προς τα κάτω, να ξέουν δε τας σάρκας των τρεις ημέρας, έως ότου να διαλυθούν αι αρμονίαι των. Αφού δε έκαμα τούτο οι θηριώδεις και απάνθρωποι υπηρέται, τους άφησαν κρεμαμένους άλλας τέσσαρας ημέρας, ορίσαντες φύλακας δια να τους φυλάττουν. 
Έπειτα επήγαν να ίδουν εάν έζων ακόμη και καθώς τους είδαν κρεμαμένους, ευθύς ετυφλώθησαν. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς εξ ουρανού έλυσε τους Αγίους και ασπασάμενος αυτούς τους ιάτρευσεν από όλας τας πληγάς αυτών. Τότε η Αγία Φωτεινή, ευσπλαγχνισθείσα δια την τύφλωσιν των υπηρετών, έκαμε προσευχήν προς τον Θεόν δι’ αυτούς, ευθύς δε έλαβον πάλιν το φως των οφθαλμών των και πιστεύσαντες εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν. Ταύτα μαθών ο τύραννος επρόσταξε να εκδαρή το δέρμα της μακαρίας Φωτεινής· ενώ δε την εξέδερον έψαλλεν η Αγία το «Κύριε, εδοκίμασάς με και έγνως με» (Ψαλμ. ρλη:1). Ότε δε εξέδειραν την Αγίαν του Θεού Μεγαλομάρτυρα την έρριψαν εις εν ξηροπήγαδον, το δε δέρμα της έρριψαν εις τον ποταμόν. Τους δε λοιπούς Αγίους Μάρτυρας, τον Σεβαστιανόν, τον Φωτεινόν και τον Ιωσήν, κρατήσαντες, απέκοψαν τα παιδογόνα μόρια αυτών και τα έρριψαν εις τους σκύλους· έπειτα εξέδειραν και αυτών τα δέρματα και τα έρριψαν εις τον ποταμόν, αυτούς δε τους ησφάλισαν εντός παλαιού τινος λουτρού. Τας δε πέντε αδελφάς της Αγίας Φωτεινής, αφού παρουσιάσθησαν έμπροσθέν του, επρόσταξε και έκοψαν πρώτον τους μαστούς των, κατόπιν δε εξέδειραν τα δέρματά των. Ότε δε επήγαν οι υπηρέται να εκδάρουν και την Αγίαν Φωτίδα, δεν κατεδέχθη αυτή να κρατηθή από κανένα, αλλά μόνη εξέδερνε το δέρμα της σαρκός της με τοιαύτην γενναιότητα και ανδρείαν, ώστε εθαύμασεν ο τύραννος δια την καρτεροψυχίαν της· δια τούτο, ύστερα από αυτό το Μαρτύριον, εφεύρεν ο παγκάκιστος και άλλην πανώδυνον και ολεθρίαν κατ’ αυτής τιμωρίαν· επρόσταξε δηλαδή και έκλιναν με βίαν δύο κορυφάς δένδρων εντός του κήπου του, έδεσαν δε εις αυτάς τας δύο κορυφάς την μακαρίαν Φωτίδα και έπειτα απέλυσαν συγχρόνως αυτάς. 
Όθεν διεμοιράσθη η Αγία εις δύο μέρη, παραδώσασα ούτω την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τότε επρόσταξεν ο αλιτήριος Νέρων και απεκεφάλισαν και τους άλλους Αγίους Μάρτυρας δια ξίφους. Ακολούθως ανέσυραν την μακαρίαν Φωτεινήν από το πηγάδι και την έκλεισαν εις την φυλακήν. Αύτη δε, επειδή είχεν απομείνει μόνη και δεν εστεφανώθη με τον στέφανον του Μαρτυρίου ομού με τους λοιπούς, ελυπείτο και παρεκάλει περί τούτου τον Θεόν, όστις ενεφανίσθη εις αυτήν και σφραγίσας αυτήν με το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού τρεις φοράς, την ιάτρευσεν από όλας τας πληγάς, ύστερα δε από πολλάς ημέρας, υμνούσα και ευλογούσα τον Θεόν, αφήκεν εις χείρας Του την τιμίαν της ψυχήν. Ούτως απήλθον όλοι προς τον ποθούμενον Θεόν, απολαβόντες την ουράνιον Βασιλείαν Αυτού, ης και ημείς ταις αυτών πρεσβείαις αξιωθείημεν. Αμήν.