Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Γερόντισσα Γαλακτία Διδαχές.


Είναι σημαντικά αυτά που αναφέρει η αδελφή Εύα Τορνεσάκη.  Αυτή έχει και το μεγαλύτερο αρχείο από τη γιαγιά.  Χάρηκα πολύ που ξεσκέπαζε τους πλανεμένους.  Την είχα ακούσει κι εγώ να λέει, ότι πιο πολλοί πλανεμένοι θα ξεφυτρώσουν δήθεν στο όνομα του Χριστού, από τα μανιτάρια που φυτρώνουν στα βουνά της Κρήτης. 

Συνιστούσε αγάπη, σιωπή, μετάνοια και ταπείνωση!  Αυτά, έλεγε, καίνε τον διάβολο και δεν του δίνουνε δύναμη.  Διαφορετικά μπορεί να φυσήξει ο νους σου (δική της έκφραση) και να νομίζεις πως έφτασες στα μέτρα του Μεγάλου Αντωνίου επειδή κάνεις λίγη προσευχή και νηστεία…  Στα περιστατικά που αναφέρει η αδελφή Εύα, που σαν φιλόλογος τα γράφει και ωραία, ήθελα να προσθέσω τρία περιστατικά που έζησα:

 Ήρθε κάποτε μια γυναίκα να την δει.  Ήταν κατάκοιτη η γιαγιά.  Η γυναίκα ήταν οραματίστρια και έλεγε πως άκουε φωνές και της προέλεγαν πράγματα, την καθοδηγούσαν κλπ.  Φαίνεται η γυναίκα ήταν καλοπροαίρετη και ήρθε στη γιαγιά.  Ήρθε, κάθισε, δεν είπε τίποτα.  Η γιαγιά, αυθόρμητα, της είπε: «την πρώτη φορά που έκλαιγες και πονούσες για το παιδί σου, σου μίλησε η Παναγία!  Από μέσα σου (σου μίλησε)!  Και έγινε ό,τι σου είπε γιατί τση φώναζες με πόνο…  Ύστερα, τα καυχήθηκες και εδάκαρε (άρχισε) το μαϊμούνι (ο διάβολος).  Αυτό (το μαϊμούνι) μασκαρεύεται λέω καλά… δεν το παίρνουνε χαμπάρι όλοι…και σε έκαμε κόσκινο και κοσκινίζεις κι άλλους… (σε έκαμε όργανό του και εσύ πλανάς άλλους). Ετούτονα το τελευταίο ήτανε καλό γιατί σε λυπήθηκε η Παναγία…».  Η γυναίκα ξέσπασε σε θρήνο.  Όπως τα είπε η γιαγιά είχαν γίνει. Άκουε φωνές και «οδηγούσε» και άλλους.  Επειδή, όμως, ανέπτυξε μια καλή ανησυχία, άρχισε να παρακαλεί τον Θεό.  Ήθελε πληροφορία αν ήταν σε καλό δρόμο.  Της εμφανίσθηκε στον ύπνο ένας άγνωστος Γέροντας και την έστειλε σε ένα έμπειρο πνευματικό.  Αυτός, αμέσως κατάλαβε την πλάνη και της εξήγησε τί συμβαίνει.  Έπειτα, να επισκεφθεί και τη Γερόντισσα Γαλακτία.  Η γιαγιά, μόλις την είδε, τα εξιστόρησε όλα και την συγκλόνισε.  Ακόμη και το τελευταίο μοναδικό γνήσιο μήνυμα που έλαβε.  Έφυγε και έλεγε ότι δεν θα ξαναδώσει σημασία σε τέτοια πράματα…

 Ήρθε ένα απόγευμα, ένας από τα Χανιά.  Τον κάλεσε η Γερόντισσα κοντά της.  Άρχισε με το πετσετάκι της, να του τρίβει δυνατά το μέτωπο.  Ο πατήρ Αντώνιος επενέβηκε: «Τί του κάνεις εκεί»;  Της φώναζε ο πάτερ στο αυτί και κάπως τον άκουε.  Εκείνη, τον κοίταξε αυστηρά: «δε βλέπεις ήντα κάνω;  Γεμάτη είναι η κεφαλή ντου ανέφαλα (σύννεφα) και Νεφελίμ και τον έχουνε τροζαμένο!  Προσπαθώ να του τα βγάλω να ξεγιουργιάνει (ξεθολώσει) μιαολιά (λιγάκι) ο νους του να δει ένα ψιχάλι (ελάχιστο) φως…να γλυκαθεί παιδί μου…».  Αυτός, είχε πλανηθεί από κάποιο γνωστό συγγραφέα που μιλούσε για Νεφελίμ και τέτοια πράματα στην τηλεόραση. Το είπε ο ίδιος ο επισκέπτης που συγκλονίστηκε.  Έφυγε αμίλητος…

 Αυτήν που υποδέχθηκε μετά «βαΐων και κλάδων» ήταν η γνωστή κυρία Αθηνά Σιδέρη του Αγίου Πορφυρίου.  Ήρθε με συνοδεία Ρεθυμνιώτες.  Μόλις την είδε η Γερόντισσα, την αγκάλιασε και την καταφιλούσε.  Πριν προλάβει να μιλήσει η κυρία Αθηνά, της είπε η γιαγιά: «Μη κάνεις αυτό που σκέφτεσαι. Να συνεχίσεις αυτό που σου ‘πε ο Γέροντας (Πορφύριος).  Διψά ο κόσμος.  Δεν ξέρει πράμα.  Να συνεχίσεις παιδί μου…».  Συγκινημένη, φανέρωσε σε όλους μας εκεί, ότι σκεφτόταν να σταματήσει τις ομιλίες που τις ανέθεσε ο Άγιος Πορφύριος που ήταν πνευματικός της, γιατί αισθανόταν αδύναμη πια λόγω προβλημάτων υγείας.  Το έκανε θέμα προσευχής και καθώς ερχόταν, παρακαλούσε τον Θεό να της μεταφέρει η Γερόντισσα Γαλακτία το θέλημά Του.  Τώρα, που το άκουσε, συγκινήθηκε πολύ.  Έπειτα, η γιαγιά της κρατούσε το χέρι και της φανέρωσε πολλά ακόμη.  Κάποια στιγμή, της είπε: «Μη δίνεις σημασία, που σου λένε κακά λόγια, επειδή λες τα βρώμικα που σου ‘πε ο Μεγάλος Πατέρας της Αμέρικα (Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης).  Να τα λες παιδί μου με το όνομά ντος, ετσα που σου τα ‘πε να γλυτώσουνε μερκοί (μερικοί.  Εννοούσε τα παρά φύση αμαρτήματα).  Ετούτανα θα φέρουν εδα (τώρα) τση φωτιές σε όλο τον κόσμο από τις μεγάλες μπαλωθιές (υπερόπλα-πυρηνικά)».  Η κυρία Αθηνά εξήγησε ότι ο Άγιος Πορφύριος της είχε τονίσει, να επιδιώξει να πάρει την ευχή του Γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεΐτη που ήταν στην Αμερική.  Τον χαρακτήριζε πολύ μεγάλο, πολύ μεγαλύτερο από όλους και έλεγε ότι θα χτυπηθεί με λύσσα από το σατανά.  Ειδικά από τους διεφθαρμένους ρασοφόρους… Όταν τον γνώρισε τον Γέροντα Εφραίμ η κυρία Αθηνά στην Αριζόνα, της μίλησε για την πολλή μεγάλη αγιότητα του Γέροντά της Αγίου Πορφυρίου και της έδωσε παραγγελία να καυτηριάζει ονομαστικά τις ανώμαλες πράξεις που κυριαρχούν σήμερα, γιατί είναι η βασική αιτία των φοβερών καταστάσεων που έρχονται.  Η ίδια, έκανε υπακοή, και έκαμε δημοσίευση μιας σχετικής ομιλίας της στο διαδίκτυο (έχει τίτλο: «η αμαρτία θα φέρει δεινά στην Ελλάδα»).  Αυτό, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα να δεχθεί μεγάλα πυρά και φοβερές ύβρεις από πλευρά του κλήρου κυρίως… Τα ονομάζουν αυτά «εκδήλωση αγάπης» και λένε πως δεν αφορά την Εκκλησία!!!  Όμως, θυμήθηκε, μας είπε η κυρία Αθηνά, μια ρήση του Αγίου Πορφυρίου, που της έδινε δύναμη και την έκανε να προχωρεί με θάρρος.  Της είχε πει: «θα έρθει εποχή που ένα εκκλησιαστικό κομμάτι θα αγκαλιάσει το παρά φύσιν!  Τότε να αντισταθείτε.  Όταν η Εκκλησία συμβιβάζεται με παρά φύσιν καταστάσεις, χάνει τον προορισμό της!  Δεν λειτουργεί σαν Εκκλησία του Χριστού!  Γι’ αυτό, κάποιοι θα το λένε… Όχι η Εκκλησία.  Αργότερα θα συγκληθεί μια Μεγάλη Σύνοδος μετά τον πόλεμο και θα δοξάσει την Ορθοδοξία.  Αυτή θα τερματίσει και την παραφυσική αγαπολογία…».

Αφού είπε αυτά στο μεσαίο δωμάτιο η κυρία Αθηνά, την φώναξε επίμονα η γιαγιά κοντά της και της ζήτησε να βγάλει το σακάκι της και να της το δώσει.  Πάλι ο πατήρ Αντώνιος αντέδρασε.  Η κυρία Αθηνά απάντησε: «αφήστε την!  Αυτή η κίνηση κρύβει το μεγαλύτερο μυστικό μου…».  Η γιαγιά πήρε το σακάκι, που ήταν ένα γκρίζο με πυκνές μαύρες πιτσιλιές, το αγκάλιασε, το σταύρωσε, το έσφιξε στην αγκαλιά της και προσευχήθηκε ψιθυριστά κάποια ώρα…  Έπειτα το φίλησε και το έδωσε πίσω στην κυρία Αθηνά.  Η κυρία Αθηνά, με δάκρυα είπε, ότι αυτό το σακάκι το είχε ευλογήσει ο Άγιος Πορφύριος και το φορούσε σε κάθε ομιλία!  Η γιαγιά το είδε αυτό, γι’ αυτό το ζήτησε και το ευλόγησε και εκείνη.  Η κυρία Αθηνά, δεν παρέλειπε να τηλεφωνεί συχνά στη Γερόντισσα μέχρι την κοίμησή της.  Ζητούσε την ευχή της.  Η γιαγιά το καταλάβαινε και ανταποκρινόταν.  Αιωνία η μνήμη της.  Να έχουμε την ευχή της γιαγιάς μας Γαλακτίας Μοναχής!

Πηγή Άπαντα Ορθοδοξίας

Αγία Μαρία Αιγύπτια: Παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως των πειρασμών. Ελπίδα για όλους τους πεπτωκότας ανθρώπους.


Αγία Μαρία Αιγύπτια:

Παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως των πειρασμών. Ελπίδα για όλους τους πεπτωκότας ανθρώπους.

Μυργιώτης  ΠαναγιώτηςΜαθηματικός

Η Αγία μας Εκκλησία διανύουσα περίοδο νηστείας προβάλλει στους πιστούς παραδείγματα προς μίμηση. Η αναστήλωση των ιερών εικόνων, με το τέλος της εκατόχρονης και πλέον διαμάχης, η μνήμη του Γρηγορίου Παλαμά, η προσκύνηση του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του Αγίου Ιωάννου της κλίμακος και η μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας τιμώνται τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μας προετοιμάζει, με σοφό τρόπο, η εκκλησία για να εορτάσουμε τα σεπτά πάθη του Κυρίου, την Σταύρωση την ατιμωτική και την τριήμερο έγερση. Τον θρίαμβο της Ζωής επί του θανάτου, του Φωτός επί του σκότους.

Στο παρόν κείμενο θα μας απασχολήσει η Οσία Μαρία η Αιγύπτια. Η μνήμη της τιμάται την 1η Απριλίου κάθε έτους και επίσης την πέμπτη Κυριακή των νηστειών. Για να τιμάται η μνήμη της δυο φορές το χρόνο κάτι το ιδιαίτερο θα έχει και κάποιο μήνυμα θα θέλει να εκπέμψει η Αγία μας Εκκλησία. Και μάλιστα στην περίοδο της νηστείας, στην πορεία μας προς το Πάσχα.

Ας δούμε δι’ ολίγων τον βίο επί της γης της Οσίας Μαρίας. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Από την ηλικία των 12 χρόνων απώλεσε την παρθενίαν και επιδίδετο σε ζωή φιλήδονο και σαρκική. Δεν πόρνευε για να συγκεντρώσει πλούτο αλλά για να ικανοποιήσει τη φιλήδονο και αμαρτωλή σάρκα. Δεν ήταν πλούσια και για να εξοικονομήσει τα αναγκαία προς το ζειν δούλευε χειρωνακτικά γνέθοντας. Πολλούς παρέσυρε σε πράξεις ακολασίας και διαφθοράς. Όπως απεκάλυψε η ίδια στον Αββά Ζωσιμά «είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στον βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση».

Εξ αιτίας της άσωτης και αμαρτωλής ζωής της αποφάσισε να ακολουθήσει μια ομάδα ανθρώπων που θα πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Η ίδια δεν ήθελε να πάει για προσκύνηση αλλά να βρει προθύμους άνδρες να ικανοποιήσει την σάρκα της. Η ίδια αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Στην πόλη όταν έφθασαν  περιφερόταν στους δρόμους «ψυχάς νέων αγρεύουσα».

            Το ταξίδι αυτό έγινε η αιτία η Μαρία να εγκαταλείψει τον έκλυτο βίο και να αφοσιωθεί στον Θεό. Η μεταστροφή έγινε με θαυμαστό τρόπο. Η Μαρία πήγε να αλιεύσει άνδρες προς ακολασία και ο Θεός αλίευσε την Μαρία, η οποία δεν σώθηκε, μόνο, αλλά αγίασε.

            Όταν η Μαρία επιχείρησε να μπει στον ναό, όπως οι άλλοι συνταξιδιώτες, δεν τα κατάφερε. Οι άλλοι μπαίνανε αλλά την ίδια εμπόδιζε μια αόρατη δύναμη. Δεν μπορούσε να προχωρήσει όσο και να προσπαθούσε. Το ταξίδι της σωτηρίας, τώρα, αρχίζει. «Άρχισα τότε να κλαίω, να οδύρομαι και να κτυπώ το στήθος μου, βγάζοντας στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου. Ενώ δε έκλαια, είδα πάνω από το τόπο που στεκόμουνα, την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου, και είπα σ' αυτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία εικόνα Σένα της Αειπάρθενης, Σένα της Αγνής, Σένα της οποίας το σώμα και η ψυχή είναι καθαρή και αμόλυντη, εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών, αλλά είναι δίκαιο να με μισείς και να μ’ αποστρέφεσαι την άσωτη. Επειδή όμως, καθώς άκουσα, γι' αυτόν τον λόγο, ο Θεός που Τον γέννησες, έγινε άνθρωπος για να καλέσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, βοήθα με, που είμαι μόνη και δεν έχω κανένα να μου συμπαρασταθεί. Διάταξε να επιτραπεί και σε με η είσοδος στην εκκλησία για να δω το άγιο Ξύλο, πάνω στο οποίο έδωσε το αίμα του ο Γιός σου για τη δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν' ανοίξει και για με η πόρτα της Θείας προσκύνησης του Σταυρού και βάζω στο Γιό σου, σαν εγγυήτρια αξιόχρεη, Σένα. Γιατί πλέον δεν πρόκειται να λερώσω το σώμα μου μ' οποιαδήποτε αισχρή πράξη, αλλά όταν δω το ξύλο του Σταυρού του Γιού σου, θ' αποστραφώ αμέσως τον κόσμο και όλα τα κοσμικά και όταν βγω από την εκκλησία θα πάω όπου Εσύ, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με οδηγήσεις».

            Μετά μπήκε στην εκκλησία για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο. Βγήκε έξω  και ευχαρίστησε την Παναγιά. «Τότε ακούστηκε μια φωνή από μακριά που φώναζε: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη θα βρεις καλή ανάπαυση». «Εγώ τότε άκουσα αυτή τη φωνή, πίστεψα ότι σε μένα απευθυνόταν και με δάκρυα στα μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μην με εγκαταλείπεις». «Όταν δε φώναξα αυτά, βγήκα από την αυλή της εκκλησίας και άρχισα αμέσως να περπατώ».

            Έπειτα, αγόρασε 3 ψωμιά και ξεκίνησε την πορεία για την έρημο περνώντας από το μοναστήρι του Ιωάννη του Προδρόμου όπου μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε 17 ολόκληρα χρόνια με τους λογισμούς  να την προτρέπουν στην προηγούμενη ζωή τους με τα ποτά, τα φαγητά και τα πορνικά άσματα. Όταν οι πειρασμοί και λογισμοί την πολεμούσαν έπεφτε στη γη και την έλουζε με τα δάκρυα της μετανοίας και δεν σηκωνόταν «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Υπεραγία Θεοτόκο την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας. Τα ρούχα σχίστηκαν από την πολυκαιρία και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και παρέμεινε γυμνή, υποφέροντας τον καύσωνα και το ψύχος της ερήμου.

Με τον αγώνα της και με τη χάρη του Θεού απαλλάκτηκε από τους σαρκικούς και άλλους αμαρτωλούς λογισμούς και έφθασε  σε υψηλό σημείο πνευματικής προόδου, τέτοιας που ο Θεός της χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα», αναφέρει η ίδια. Αυτό συμβαίνει με πολλούς Αγίους να αναστέλλονται οι λειτουργίες του σώματος.

Την περίοδο εκείνη στην έρημο αυτή ζούσε και ο ιερομόναχος Ζωσιμάς (η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου), άνθρωπος με υψηλή πνευματικότητα. Του ήλθε ο λογισμός ότι δεν υπάρχει μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει. Ο Θεός τον απάντησε ότι υπάρχει και του υπέδειξε να πάει στο μοναστήρι του Ιωάννου του Βαπτιστού που είναι κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Ζωσιμάς υπάκουσε και δια μέσου του μοναστηριού αυτού βρέθηκε στην έρημο. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Μετά από πορεία είκοσι ημερών κάθισε να ξεκουραστεί. Και τότε έγινε μάρτυρας θαυμαστού γεγονότος. Είδε στο βάθος κάτι που έμοιαζε με σκιά. Μετά κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος γυμνός με άσπρα μαλλιά. Ήταν η Αγία Μαρία. Ο Ζωσιμάς την είδε προσευχόμενη χωρίς να ακούει τα λόγια της. Κάποια στιγμή βλέπει την προσευχόμενη Μαρία να είναι αιωρούμενη και να μη πατά στη γη. Προσπαθεί ο Αββάς να την πλησιάσει  αλλά εκείνη απομακρύνεται. Ο Ζωσιμάς συνεχίζει να προσπαθεί. Όταν κουρασμένος, μετά από πολλή αγώνα, κάθεται να ξεκουραστεί σε κάποιο ρέμα εκείνη τον αποκαλεί με το όνομά του. Παραξενεύεται και συγχρόνως του αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα γυμνή και τον παρακαλεί να της δώσει ιμάτιο για να καλύψει τη σωματική της γύμνια. Ο Ζωσιμάς κάνει το ζητούμενο και ξαφνικά βρίσκονται και οι δυο στο έδαφος ζητώντας ο ένας την ευλογία του άλλου. Ο Αββάς δέκτηκε τις ευλογίες της, γιατί αναγνώρισε ότι η χάρη του Κυρίου δεν είναι θέμα αξιωμάτων. Η Αγία αντιλήφθηκε τους λογισμούς του Ζωσιμά και του είπε ότι είναι γυναίκα αμαρτωλή που  περιστοιχίστηκε από το  Άγιο Βάπτισμα και είναι από χώμα και στάκτη και όχι άυλο πνεύμα.

Κατά την συνάντηση αυτή η αγία απεκάλυψε όλη τη ζωή της. Επίσης, τον παρεκάλεσε να πάει τη Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς σε προκαθορισμένο σημείο του Ιορδάνη ποταμού για να την κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων μετά από πολλά χρόνια μετανοίας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. Ο Ζωσιμάς ακούει την διήγηση της Αγίας και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του και ευχαριστεί τον Θεό που του επέτρεψε να συναντήσει την Αγία αυτή μορφή που πριν ήταν δέσμια των σαρκικών παθών και του διαβόλου. Βρήκε άνθρωπο από τον οποίο ωφελήθηκε και μάλιστα πάρα πολύ.

Ο Ζωσιμάς αναχώρησε, πήγε στο μοναστήρι και δεν απεκάλυψε σε κανέναν τα όσα έζησε στην έρημο, κατά τη συνήθεια του μοναστηριού. Στεναχωριόταν γιατί ό χρόνος δεν κυλούσε γρήγορα και παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει το «ποθούμενον πρόσωπο».

 Η ποθητή ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης έφθασε και ο Ζωσιμάς έβαλε σε ένα ποτήρι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, πήρε λίγους χουρμάδες και βρεγμένη φακή και έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο. Η Αγία δεν εμφανιζόταν και άρχισε να προσεύχεται στον Θεό. Ξαφνικά εμφανίζεται στην αντίπερα όχθη. Αρχίζει να ανησυχεί με ποιο τρόπο θα περάσει το ποτάμι. Αίφνης βλέπει την Αγία να κάνει το σημείο του Σταυρού και να περπατά πάνω στα νερά. Του ζήτησε να απαγγείλει το Σύμβουλο της Πίστεως και το «Πάτερ ημών» και μετέλαβε των ζωοποιών μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Τον παρεκάλεσε να πάει και την επόμενη χρονιά την ίδια ημέρα στον χείμαρρο που τη συνάντησε την πρώτη φορά.

Το επόμενο έτος ο αββάς έφθασε με λαχτάρα στο συγκεκριμένο σημείο. Η αγία δεν φαινόταν πουθενά. Άρχισε να προσεύχεται στον Θεό να δει τον κρυμμένο θησαυρό. Προσευχόμενος και βαδίζοντας ο Θεός τον οδηγεί και βρίσκει «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε και δική της γραφή ο Αββάς λέγουσα «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει. Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε αφού διήνυσε σε μια ώρα απόσταση την οποία ο Αββάς χρειάστηκε να διανύσει σε είκοσι ημέρες. Ο Αββάς με δάκρυα στα μάτια και αφού έψαλλε κατάλληλους ψαλμούς και έβρεξε με δάκρυα τα άχραντα πόδια της Οσίας επιχείρησε να σκάψει για το μνήμα της. Ο Αββάς γεραλέος, το έδαφος πάρα πολύ σκληρό, η εργασία κοπιαστική. Εκτελών τα χρέη προς την κοιμωμένη βλέπει λιοντάρι δίπλα στην Οσία να γλύφει τα ίχνη της. Ο Αββάς δεν χάνει την ψυχραιμία του και ζητά από το λιοντάρι να ανοίξει τον τάφο Της. Το λιοντάρι εκτελεί την επιθυμία του Αββά σκάβοντας με τα μπροστινά του πόδια. Και άλλο παράδοξο, το άλογο λιοντάρι συμπεριφέρεται ως λογικό όν. Ο ενταφιασμός έγινε και το λιοντάρι αναχώρησε για τα βάθη της ερήμου ως πρόβατον και ο «Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν (εις το μοναστήρι), εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αναγιγνώσκεται εις τον Όρθρο του Μεγάλου Κανόνος ως παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως του πειρασμού. Ο καλός Θεός όταν διαγνώσει, ως καρδιογνώστης ότι υπάρχει από την πλευρά μας ένας μικρός κόκκος καλής πίστεως και διαθέσεως θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από την επήρεια του κακού και θα μας οδηγήσει στην οδό της σωτηρίας. Ο Κύριος ζητεί από μας να κάνουμε το ένα βήμα και τα υπόλοιπα 99 θα τα κάνει ο Ίδιος. Η Αγία Μαρία η Αιγύπτια απαρνήθηκε τον αμαρτωλό εαυτό της από ένα σημείο θαυμαστό. Σε όλους μας στέλνει ό Θεός σημεία. Η Αγία το ερμήνευσε σωστά και οδηγήθηκε στην αγιότητα. Εμείς δεκτήκαμε σημεία πως τα ερμηνεύσαμε; Τα θεωρήσαμε τυχαίο γεγονός; Τίποτα δεν γίνεται τυχαία.

Νίκησε η Αγία τη δύναμη του κακού, της σάρκας και της συνηθείας, με τη χάρη του Κυρίου. Αφέθηκε στα χέρια της Παναγίας και ακολούθησε τις συμβουλές Της. Δεν τα άφησε για αργότερα, αλλά με τρία ψωμιά ως εφόδιο για τη ζήση της αναχώρησε για την πέρα του Ιορδάνη περιοχή, στην έρημο. Αποτελεί παράδειγμα για όλους η Αγία, όπως και άλλοι Άγιοι για να οδηγηθούμε στην οδό της μετανοίας. Δύσκολη η απόφαση. Δεν μας το επιτρέπει ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Ο χαιρέκακος διάβολος μας σιγοψιθυρίζει άφησέ το για αργότερα, γλέντα τη ζωή, είναι ωραία, απόλαυσε την ηδονή, ικανοποίησε τις θελήσεις της σάρκας και αύριο έχεις καιρό, μπορείς να μετανοήσεις. Ή ακόμη μπορεί να σπέρνει μέσα μας την απογοήτευση και την απελπισία. Ταλαίπωρε, τόσα πολλά που έκανες και τόσες πολλές αμαρτίες που διέπραξες ο Θεός δεν τις συγχωρεί. Δεν υπάρχει λόγος να μετανοήσεις, δεν σε σώζει ο Θεός. Η Αλήθεια είναι διαφορετική. Ο Θεός μας περιμένει και θέλει όλοι να οδηγηθούμε στη σωτηρία,  στον παράδεισο και στην κατά χάρη θέωση. Η παραβολή  του Ασώτου, ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αυτά νοηματοδοτούν και λένε. Ο Θεός περιμένει να μετανοήσουμε και να σωθούμε. Στην καλή ή στην κακή  μας πρόθεση εξαρτάται. Δηλαδή από εμάς. 

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΈΝΗΣ ΜΑΚΑΡΊΑΣ


Η καθηγούμενη της Ιεράς Μονής Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη Βόλσκ, της επαρχίας Σαράτοβ, Ηγουμένη Μακαρία  διηγείται πώς και γιατί έγινε μοναχή, για τα μαθήματα του μοναχικού βίου και την αναστήλωση της Μονής στο Βολσκ.

Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)

Ήθελα να γίνω συγγραφέας

Από πολύ μικρή ηλικία διάβαζα πολύ. Μετά το σχολείο, μπήκα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της πόλης Καζάν, στη σχολή δημοσιογραφίας. Έχοντας φοιτήσει τέσσερα χρόνια, πήγα στη Μόσχα για να μπω στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Α.Μ.Γκόρκι. Ήθελα να γίνω συγγραφέας, και ήδη όλο και κάτι έγραφα. Και μπήκα με αυτά που είχα γράψει. Έψαχνα το στιλ μου, ονειρευόμουν να μάθω να γράφω.

Ούτε εγώ ούτε γνωστοί μου δεν είχαμε πνευματικά βιβλία. Ποτέ κανείς δε μας μιλούσε για την πίστη. Μόνο πολύ αργότερα κατάλαβα γιατί οι μπολσεβίκοι κατέστρεφαν τα λειτουργικά και πνευματικά βιβλία: αφού είναι ο λόγος του Θεού, είναι η χάρη. Η πραγματική λογοτεχνία μαλακώνει την ψυχή, ετοιμάζει τον άνθρωπο για τη συνάντηση με τον Θεό. Η πνευματική λογοτεχνία οδηγεί σε Αυτόν.

Όταν άρχισα να διαβάζω την «Διήγηση περί περασμένων χρόνων» του Οσίου Νέστωρα του Χρονογράφου, αμέσως ένιωσα το βάθος του έργου αυτού. Και μετά κατάφερα να διαβάσω το Ευαγγέλιο. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ με αυτό το θεόπνευστο βιβλίο που το όνειρο να γίνω συγγραφέας με εγκατέλειψε για πάντα: δε θα γράψει κανείς τίποτα καλύτερο από το Ευαγγέλιο!

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ.... ( Σ υ γ κ ι ν η τ ι κ ό )


 

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. 

Καθόμουν στο 'μπάρ' του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στήν Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Εκείνη τήν ημέρα δεν είχα βάρδια. 

Παρ΄όλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.

Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. 

Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. 

Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. 

Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. 

Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.

Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. 

Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. 

Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.

Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :

«Έλα γρήγορα. 
Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. 

Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. 

Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες.

Κατευθύνθηκα στην Reception. 

Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το 'πούλμαν' που βρισκότανε έξω. 

Τρέχοντας προς το 'πούλμαν' που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. 

Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. 

Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. 

Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. 

Το μισό το 'πούλμαν' ήταν γεμάτο. 

Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. 

Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. 

Εγώ προτίμησα να μπω στο 'πούλμαν'. 

Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. 

Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. 

Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. 

Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.

Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;»,τους ερώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο 'πούλμαν', στράφηκαν προς τα μένα. 

Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ερωτούσα.

Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ερωτήσει κάτι. 

Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. 

Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.

Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». 

Δηλαδή με ερώτησε από πού είμαι.

Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».

Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. 

Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.

Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. 

Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.

Μου είπε:«Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».

Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. 

Ποτέ ένας ηλικιωμένος, ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. 

Είχα πάθει σοκ. 

Δεν ήξερα τι να πω.

Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.

Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. 

Αλώστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. 

Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. 

Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. 

Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. 

Δεν μπορούσε να με χορτάσει. 

Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι...

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. 
Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. 

Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. 

Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. 

Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. 

Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. 

Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. 

Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. 

Έπρεπε να βγω από το 'πούλμαν'.

Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του 'πούλμαν' εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. 

Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. 

Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. 

Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε.

Κοιτάζοντας προς το 'πούλμαν', με έπιασε μελαγχολία. 

Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. 

Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ερώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».

Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδος και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.

Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. 

Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. 

Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια , έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. 

Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. 

Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. 

Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… 

Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… 

Ποιος ξέρει…

Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. 

Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.

Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. 

Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. 

Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. 

Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.

Άρα γε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;


(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα 'Radikal' στην Τουρκία.)
 

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΙΑΣ ΜΑΝΑΣ

« Τα παιδικά μου χρόνια χωρίς ιδιαίτερα βιώματα από εκκλησιαστική ζωή. Στη διάρκεια των σπουδών μου, ένταξη στο χώρο της δογματικής αριστεράς, η οποία – τουλάχιστον τότε – περιλάμβανε στο ¨πακέτο¨ και τη μαχητική αθεΐα. Με κλονισμένη την πίστη, γνωρίζω έναν ομοϊδεάτη συνάδελφο και παντρεύομαι….

Γεννιέται η κόρη μας με σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα. Μεγάλος πόνος, που δίνει και τη χαριστική βολή στα τελευταία ψίχουλα της πίστης μου. Πώς να χωρέσει το μυαλό μου ότι αυτό το πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής; Στο κόμμα μου λένε: Τα βλέπεις; Πού είναι ο Θεός;

Φυσικά το παιδί μας δεν το βαφτίσαμε και ήμασταν περήφανοι με τον πατέρα του ότι σταθήκαμε συνεπείς στις αρχές μας. Του δώσαμε το όνομα Μαρία, όταν το δηλώσαμε στο ληξιαρχείο. Παρά τις προβλέψεις η Μαρία δε «φεύγει» στους πρώτους μήνες. Μεγαλώνει με το πρόβλημα της καρδούλας της, με μαρτυρικές κρίσεις άπνοιας, με επιπλοκές. Συμβαίνει όμως κάτι το θαυμαστό.

Παρόλο που ζούσε σε μαχητικά αθεϊστικό περιβάλλον, είχε μια ανεξήγητη πίστη στο Θεό, μια ηρεμία, μια καρτερικότητα. Αντί να τη στηρίζουμε εμείς, μας στήριζε εκείνη! Οκτώ ετών η Μαρία, και σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας την πάμε στην Αμερική. Εκεί απλώς επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ελπίδα.

Όμως το ταξίδι δεν πήγε τελείως χαμένο, γιατί εκεί γνωρίσαμε μια ομάδα Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών, που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ήταν εθελοντές στον νοσοκομείο. Μας συμπαραστάθηκαν, και το κυριότερο, ανάπτυξαν μια πολύ δυνατή φιλία με τη Μαρία μας. Εγώ κι ο άντρας μου τους βλέπαμε με συμπάθεια και κατανόηση. Δεν μας φαινόταν «φυσιολογικό», άνθρωποι με τέτοια μόρφωση να θρησκεύουν.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα η Μαρία συνεχίζει να προσεύχεται και να χαίρεται, όταν η γιαγιά της την πηγαίνει στην Εκκλησία. Πάει στο γυμνάσιο, Άριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα. Εγώ, μ΄ένα μόνιμο μαχαίρι στην καρδιά!

Κάποια μέρα στο σχολείο, σε μια ελεύθερη συζήτηση στο μάθημα των θρησκευτικών, μπροστά σε όλα τα παιδιά, λέει στο θεολόγο:

-Κύριε, δεν είμαι βαφτισμένη, και θέλω τόσο πολύ να βαπτιστώ! Μπορείτε να με βοηθήσετε;

Άφωνος ο καθηγητής. Τα παιδιά την πειράζουν: Καλά εσένα σου δώσανε το όνομα όπως στα σκυλάκια!

-Όχι τους είπε. Οι γονείς μου με σεβάστηκαν και μου είπαν να επιλέξω εγώ πότε θα βαπτιστώ. Και τώρα το θέλω πάρα πολύ!

Ο θεολόγος με καλεί στο σχολείο και δειλά με ρωτάει, αν έχω αντίρρηση για τη βάφτιση. Σκίζεται η καρδιά μου στα δύο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν η αιτία να είναι πικραμένο το κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτε. Και τώρα – μέσω του καθηγητή της – μου ζητούσε μόνο να βαφτιστεί! Πώς μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια και εγκλωβισμένη σε ιδεολογίες;

Γυρνάω σπίτι, την αγκαλιάζω κλαίγοντας και της υπόσχομαι ότι θα βαπτιστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τη λυσσαλέα αντίρρηση του πατέρα της, βαφτίζεται, σ΄ένα μυστήριο που συγκλόνισε τους λίγους παριστάμενους. Έφτιαξε μόνη της τη λιτή λαμπάδα της, απάγγειλε το «Πιστεύω», συμμετείχε…

Δύο χρόνια μετά η Μαρία είναι στα 14 και η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία. Λόγω πνευμονικής υπέρτασης παθαίνει κρίσεις με συνεχείς αιμοπτύσεις. Ένας μαρτυρικός μήνας στο Ωνάσσειο με εξανεμισμένες όλες πια τις ελπίδες. Το παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο. Κι εγώ απογοητευμένη απ΄ όλες τις ιδεολογίες και τα πολιτικά σχήματα, απλώς είμαι δίπλα της, χωρίς να μπορώ να κατανοήσω, από πού αντλεί δύναμη.

Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Την παίρνω σπίτι. Το ήθελε και η ίδια. Οι αιμοπτύσεις συνεχίζονται. Εγώ δίπλα της, μόνο να κλαίω μπορούσα, όταν κοιμόταν. Σε μια έντονη αιμόπτυση μου λέει:

-Μανούλα, όταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ο Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Κι εγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, αλλά ο Θεός μου ετοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!

Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε! ώρα 11 το βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995. Μια νέα αιμόπτυση την εξάντλησε. Δύσπνοια και δυσφορία. Η Μαρία μου σταυροκοπιόταν. Εγώ παρακαλούσα (δεν ξέρω ποιόν) να μην βασανίζεται άλλο. Στις δύο τα ξημερώματα παθαίνει εγκεφαλικό. Γέρνει το κεφαλάκι της και αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά της. Βλέποντάς την να έχει χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον, ουρλιάζω:

– «Δεν υπάρχει Θεός; Πού είναι ο Θεός;»

Και τότε ανοίγει τα μάτια της, μου ρίχνει ένα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα και ψιθυρίζει:

– Μαμά υπάρχει Θεός!

Και ξανακλείνει τα μάτια της για πάντα, στην αγκαλιά μου. Στην αγκαλιά του Θεού, ξεκούραστη πια, βαφτισμένη! Δεν θα περιγράψω την πορεία μου μετά. Η Μαρία μου έγινε η πνευματική μου μητέρα, ο άγγελος που μεταμόρφωσε την οικογένειά μου, η μεσίτριά μου στον Ουρανό. Αυτή με βοήθησε να αναστηθώ από τον πνευματικό μου θάνατο. Από τότε η ζωή μου, μόνο με θαύμα μπορεί να παρομοιαστεί. Οι δωρεές του Θεού τόσο πλούσιες, που δεν τις αντέχω….»

πηγη.ΒΑΛΣΑΜΟ ΨΥΧΗΣ