Κυριακή 10 Απριλίου 2022

Τη Α΄ (1η) Απριλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΡΙΑΣ της Αιγυπτίας.


Μαρία η Οσία Μήτηρ ημών ήτο εκ της Αιγύπτου, ακμάσασα κατά τους χρόνους του μεγάλου Ιουστινιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Έζησε δε πρότερον αύτη ακολάστως και προκαλούσα εις όλεθρον ψυχικόν πολλούς ανθρώπους δια της αισχράς ηδονής, επί δεκαεπτά έτη, διότι παιδιόθεν εκρημνίσθη εις τας πονηράς πράξεις της σαρκός και έμεινεν εις αυτάς καθ’ όλον αυτό το διάστημα. Ύστερον επεδόθη η μακαρία εις άσκησιν και αρετήν, και τοσούτον υψώθη δια της απαθείας, ώστε περιεπάτει επί των υδάτων και των ποταμών, χωρίς να καταβυθίζηται και όταν προσηύχετο, ίστατο υπεράνω της γης, μετέωρος εις τον αέρα. Η δε αιτία της μεταβολής αυτής και μετανοίας είναι η εξής: Κατά την δεκάτην τετάρτην του Σεπτεμβρίου μηνός, όταν εις την Ιερουσαλήμ εγίνετο η Ύψωσις του Τιμίου Ξύλου του ζωοποιού Σταυρού, πολλοί Χριστιανοί συνέρρεον πανταχόθεν εις τα Ιεροσόλυμα, όπως ίδωσι το Τίμιον  Ξύλον του Σταυρού. Τότε επήγεν εκεί και η Οσία αύτη, ομού με ακολάστους και ασελγείς νέους, ζητούσα δε να εισέλθη εις τον Ναόν της Αγίας Αναστάσεως όπως ίδη τον ζωοποιόν Σταυρόν, ημποδίζετο αοράτως και δεν ηδύνατο ούτε να εισέλθη, ούτε να ίδη. Κατέστησε λοιπόν την Κυρίαν Θεοτόκον εγγυήτριαν, ότι εάν αφεθή να εισέλθη, και ίδη τον Σταυρόν του Κυρίου, θα φυλάξη εις το εξής σωφροσύνην και άλλην φοράν δεν θα μολύνη το σώμα της με επιθυμίας και ηδονάς. Όθεν, επιτυχούσα του ποθουμένου, δεν εψεύσθη εις την δοθείσαν υπόσχεσίν της, αλλά διελθούσα τον Ιορδάνην ποταμόν, μετέβη εις την έρημον και εκεί έζησεν η τρισολβία τεσσαράκοντα έτη χωρίς να ίδη άνθρωπον, μόνον δε τον Θεόν είχε θεατήν της· και τοσούτον ηγωνίσθη, ώστε ανέβη μεν υπεράνω της ανθρωπίνης φύσεως, απέκτησε δε ζωήν επί γης αγγελικήν τε και υπεράνθρωπον και ούτως εν ειρήνη απήλθε προς Κύριον.

Ο κατά πλάτος Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΡΙΑΣ της Αιγυπτίας μεταφρασθείς εις την κοινήν γλώσσαν παρά του εν Μοναχοίς ελαχίστου Δαμασκηνού του Υποδιακόνου και Στουδίτου:

                

Μέγα καλόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι η μετάνοια· και είναι αύτη μέγα καλόν, διότι πάντα άνθρωπον σώζει, όλας τας αμαρτίας τας εξαλείφει, όλα τα παραπτώματα τα αφανίζει. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποίαν να μη συγχωρήση ο Θεός, όταν μετανοήση ο άνθρωπος. Η μετάνοια φέρει χαράν μεγάλην εις τους ουρανούς, και εις τους Αγγέλους, καθώς το ορίζει και ο Κύριος εις το άγιον Ευαγγέλιον· «Χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε:7). Η μετάνοια είναι καθαρμός της ψυχής του ανθρώπου και δεύτερον Βάπτισμα. Βάπτισμα δε είναι, διότι, όστις εμόλυνε το πρώτον Βάπτισμα με αμαρτίας, το αποκαθιστά με την μετάνοιαν εις την πρώτην αυτού καθαρότητα. Η μετάνοια είναι μέγα όφελος εις τον αμαρτωλόν άνθρωπον, καθώς το μαρτυρούν τα βιβλία της Εκκλησίας μας· από αυτήν την μετάνοιαν εσώθησαν πολλοί αμαρτωλοί άνθρωποι και όχι μόνον εσώθησαν, αλλά και Άγιοι έγιναν και τους προσκυνούμεν ημείς έως την σήμερον, ως την Οσίαν Μαρίαν την Αιγυπτίαν, η οποία ήτο πρότερον γυνή πόρνη και αμαρτωλή, επειδή όμως μετενόησε και ησκήτευσεν, ηγίασεν και ετιμήθη υπό Θεού και ανθρώπων. Αυτης της Αγίας τας αμαρτίας και την μετάνοιαν θέλω διηγηθή σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί. Δια τούτο, σας παρακαλώ, ακούσατε τους λόγους μου μετά πάσης προθυμίας, ίνα εννοήσητε και μάθετε, πόσον ισχύει η μετάνοια δια τον άνθρωπον. Εις τα μέρη της Παλαιστίνης ήτο Ιερομόναχος τις Ζωσιμάς ονόματι, ήτο δε ούτος γέρων κατά πολύ ενάρετος και τόσον φημισμένος δια την αρετήν του, ώστε πολλοί Μοναχοί από τα πέριξ Μοναστήρια επήγαιναν πολλάκις δια να ακούσουν λόγον από το στόμα του Γέροντος αυτού. Έκαμε λοιπόν εις εκείνο το Μοναστήριον, όπου ήτο, χρόνους πεντήκοντα τρεις· έπειτα του ήλθε λογισμός, όστις του έλεγεν· «Άραγε υπάρχει κανείς, όστις να γνωρίζη να με διδάξη έργον μοναχικής ζωής; Υπάρχει κανείς, όστις δεν σφάλει εις τίποτε, αλλά εις όλα είναι πλήρης; Άραγε υπάρχει κανείς εις την έρημον, όστις να υπερβάλλη ημάς τους Κοινοβιάτας εις την αρετήν»; Εν ω λοιπόν διελογίζετο ταύτα ο Γέρων, Άγγελος Κυρίου εφάνη εις αυτόν και του λέγει· «Ζωσιμά, αν και μεγάλη είναι η ιδική σου αρετή, αλλ’ όμως πήγαινε εις τον Ιορδάνην ποταμόν, εις το Μοναστήριον το οποίον είναι εκεί πλησίον, να ίδης άλλους μεγαλυτέρους από σε εις την αρετήν». Εσηκώθη τότε παρευθύς ο Γέρων και επήγεν εις εκείνο το Μοναστήριον και αφού έβαλε μετάνοιαν, έμεινεν εκεί. Είχον δε οι Μοναχοί εκείνοι συνήθειαν να εξέρχωνται την Καθαράν Δευτέραν όλοι από το Μοναστήριον και να πηγαίνουν εις την έρημον, ο καθείς χωριστά, έμεναν δε εκεί μέχρι της Κυριακής των Βαϊων. Κατά την συνήθειαν λοιπόν του Μοναστηρίου εξήλθε και ο Γέρων Ζωσιμάς και διήλθε τον Ιορδάνην ποταμόν με άλλους Μοναχούς. Αφού δε εχωρίσθη από τους άλλους, του ήλθε λογισμός να προχωρήση εις την ενδοτέραν έρημον, μήπως εύρη άλλον τινά Γέροντα Ασκητήν, ίνα ακούση λόγον Θεού από εκείνον. Ενώ δε εβάδιζεν, έφθασεν η ώρα να αναγνώση την Ακολουθίαν του και σταθείς προς Ανατολάς προσηύχετο. Εκεί δε όπου εστέκετο, είδε να εμφανίζεται σκιά τις ανθρωπίνου σώματος, νομίσας δε ότι ήτο φαντασία δαιμονική, έκαμε παρευθύς τον Σταυρόν του. Όταν ετελείωσε την Ακολουθίαν του, βλέπει φανερά, ότι περιεπάτει άνθρωπος τις προς το δεξιόν αυτού μέρος, το σώμα του οποίου ήτο μαύρον κατά πολύ, διότι τα μαλλιά του ήσαν άσπρα ωσάν βαμβάκι, πλην ήσαν μικρά και μόνον έως τον ώμον έφθαναν. Ευθύς ως είδε τούτον ο Γέρων εχάρη κατά πολύ, διότι επί τέλους εύρεν εκείνον όπου εζήτει και παρευθύς ήρχισε να τρέχη οπίσω του. Εκείνος όμως, ως είδε τον Ζωσιμάν ότι τρέχει προς αυτόν, έφευγε περισσότερον· αλλ’ ο Ζωσιμάς, αν και ήτο γέρων, πλην έτρεχε ταχύτερον και όταν τον επλησίασε τόσον, ώστε να ακούεται φωνή, έκλαυσεν ο Γέρων και λέγει προς εκείνον όπου εφαίνετο· «Διατί με αποφεύγεις τον αμαρτωλόν, δούλε του Θεού; Τι με απεχθάνεσαι τον γέροντα και δεν στέκεσαι να με ευλογήσης; Στάσου δια την αγάπην του Χριστού, διότι είμαι γέρων και δεν δύναμαι να σε ακολουθώ». Αυτά λέγων ο Γέρων και τρέχων έφθασεν εις τόπον τινά, όστις ήτο ως μικρός ξηροπόταμος, και τότε εκείνος ο οποίος εφαίνετο κατήλθε και πάλιν ανήλθεν, ο δε Γέρων εστάθη, μη δυνάμενος να περάση και έκλαιε περισσότερον. Τότε εκείνος, όστις εφαίνετο, απελογήθη και λέγει προς τον Ζωσιμάν· «Συγχώρησόν μοι, Αββά Ζωσιμά, δια τον Ιησούν Χριστόν· δεν δύναμαι να σταθώ να με ίδης, διότι είμαι γυνή γυμνή, ως με βλέπεις· πλην, εάν θέλης να σταθώ, ρίψε μου το ράσον σου, ίνα ενδυθώ και τότε με βλέπεις και μου δίδεις την ευχήν σου». Ως ο Αββάς Ζωσιμάς ήκουσεν ότι τον εκάλεσεν εξ ονόματος, εθαύμασεν, εννοήσας ότι πρόκειται περί ανθρώπου προορατικού. Του έρριψε λοιπόν ο Ζωσιμάς το εξώρασόν του και τότε επήγε προς εκείνον και του έβαλε μετάνοιαν· ομοίως δε και ο φαινόμενος έβαλε μετάνοιαν και πολλήν ώραν έμειναν πρηνείς και οι δύο και ο ένας έλεγε προς τον άλλον· «Ευλόγησόν με, δούλε του Θεού». Αφού δε παρήλθεν αρκετή ώρα, λέγει η γυνή εκείνη· «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να με ευλογήσης, διότι είσαι Ιερεύς του Θεού του Υψίστου και τακτικώς ίστασαι εις το Άγιον Βήμα παρακαλών τον Θεόν δια τας αμαρτίας των άλλων· δια τούτο συ ευλογησόν με». Λέγει τότε ο Ζωσιμάς· «Αγία του Θεού, το χάρισμά σου φαίνεται περισσότερον από το ιδικόν μου, διότι είσαι προορατική και γνωρίζεις όχι μόνον το όνομά μου, αλλά και ότι είμαι Ιερεύς· δια τούτο, σε παρακαλώ πολύ, συ να με ευλογήσης!» Ως λοιπόν είδεν η γυνή εκείνη, ήτις εφαίνετο, ότι πλέον δεν την ευλογεί, εσηκώθη μόνη της και λέγει· «Ο Θεός ο Άγιος, ο αγαπών την σωτηρίαν των αμαρτωλών, Εκείνος να σε ευλογήση». Εσηκώθη τότε και ο Γέρων Ζωσιμάς. Είπε δε η Αγία προς τον Ζωσιμάν· «Αββά Ζωσιμά, διατί εκοπίασες και ήλθες έως εδώ, να ίδης μίαν γυναίκα αμαρτωλήν; Επειδή όμως σε έφερεν ο Θεός έως εδώ, ειπέ μοι, πως είναι οι Χριστιανοί; Πως είναι ο κόσμος; Πως είναι οι βασιλείς; Πως είναι η Εκκλησία του Χριστού»; Και ο Γέρων απήντησεν· «Όλοι καλά είναι με την ευχήν σου, Μήτερ Οσία, αλλά παρακάλεσε τον Θεόν και δι’ εκείνους και δι’ εμέ, διότι δια τούτο εκοπίασα εις τόσην οδοιπορίαν, ο αμαρτωλός». Τότε του λέγει η γυνή εκείνη· «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να παρακαλέσης τον Θεόν δι’ εμέ· πλην, αφού με προστάζεις, θα κάμω υπακοήν». Τότε εστάθη η Αγία επί πολλήν ώραν και προσηύχετο, αλλά φωνή από το στόμα της δεν ηκούετο· ο δε Γέρων έπεσε πρηνής εις την γην και έλεγε το «Κύριε, ελέησον». Μετά πολλήν ώραν εσήκωσε τους οφθαλμούς του και βλέπει την γυναίκα εκείνην ισταμένην μίαν πήχην υψηλότερα από την γην, ως δε είδε τούτο εσκέφθη, ότι ίσως είναι φάντασμα δαιμονικόν και προσποιείται, ότι προσεύχεται. Τότε είπε η γυνή· «Τίνες οι λογισμοί σου, Αββά Ζωσιμά, και σκέπτεσαι ότι είμαι φάντασμα; Γυνή είμαι αμαρτωλότερη από όλον τον κόσμον». Ποιήσασα δε το σημείον του Σταυρού εις όλον της το σώμα, λέγει προς τον Γέροντα· «Ο Θεός, Αββά Ζωσιμά, να μας ελευθερώση απότας τέχνας του διαβόλου». Τότε ο Ζωσιμάς έπεσε κάτω εις την γην και με δάκρυα πολλά ήγγισε τους πόδας της Αγίας και είπε προς αυτήν· «Σε ορκίζω, δούλη του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ειπέ μοι πως ευρέθης εδώ εις την έρημον; Πόθεν είσαι και πως ησκήτευσες; Και πόσον καιρόν έχεις όπου ευρίσκεσαι εδώ; Ταύτα ειπέ μου δια την αγάπην του Θεού και μη μου κρύψης τίποτε, διότι δι’ αυτό ηυδόκησεν ο Θεός και σε είδα· ίνα ακούσω και εγώ και ωφεληθώ από τους λόγους σου· διότι αν δεν ήθελεν ο Θεός να σε ίδω, δεν ήθελον περιπατήσει τόσον δρόμον εγώο γέρων και αδύνατος, όστις ποτέ δεν ηδυνήθην να εξέλθω από το κελλίον μου». Ότε λοιπόν ήκουσεν η Αγία τους λόγους και είδε τα δάκρυά του, λέγει προς τον Ζωσιμάν· «Αββά Ζωσιμά, εντρέπομαι, η αμαρτωλή, να διηγηθώ τα έργα μου, διότι είναι γεμάτα εντροπήν, αλλά θα τα εξομολογηθώ σήμερον όλα προς την αγιωσύνην σου. Εγώ, τίμιε Γέρων, είμαι από την Αίγυπτον· όταν έζων οι γονείς μου και εγώ ήμουν εις ηλικίαν δώδεκα ετών, άφησα τους γονείς μου και μετέβην εις την Αλεξάνδρειαν, εκεί δε ήμουν πολιτική δεκαεπτά χρόνους· και τόσον εκυλιόμην εις την αμαρτίαν, ώστε μόνον δια να έρχωνται πολλοί προς εμέ, δεν τους έπαιρνα τίποτε· και τόσον ήμην πτωχή, ώστε έζων με την εργασίαν των χειρών μου, άλλοτε με την ρόκαν, και άλλοτε με άλλην εργασίαν. Μίαν ημέραν λοιπόν εξήλθον έξω εις τον αιγιαλόν και βλέπω πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι εισήρχοντο εις πλοίον τι μεγάλο και ως το είδα ηρώτησα ένα από εκείνους, που πηγαίνουν οι άνθρωποι αυτοί. Αυτός δε μου απήντησεν· «Εις την Ιερουσαλήμ πηγαίνομεν, διότι πλησιάζει η ημέρα της Υψώσεως του Σταυρού». Τότε λέγω προς εκείνον· «Άρα γε θέλουν να υπάγω και εγώ μαζί των»; Λέγει εκείνος· «Εάν έχης να δώσης τον ναύλον, κανείς δεν σε εμποδίζει». Εγώ δε είπον· «Δεν έχω τον ναύλον, αλλ’ έχω το σώμα μου, δια να τραφώ και να υπάγω έως τα Ιεροσόλυμα χωρίς αγώγιον». Εκείνος, ως ήκουσε τους λόγους μου, έφυγε γελών. Εγώ δε, Αββά Ζωσιμά, όχι ότι είχον καλόν σκοπόν να υπάγω εις τα Ιεροσόλυμα, αλλ’ επεθύμουν να σύρω και άλλους πλησίον μου. Σου είπον, Αββά Ζωσιμά μου, μη με αναγκάζης να είπω περισσότερα, διότι μιαίνω την γην και τον αέρα με τους λόγους μου». Αυτά ειπούσα η Αγία εσιώπησε. Λέγει τότε ο Ζωσιμάς· «Ειπέ μου, Μήτερ Οσία, έως το τέλος και μη αποκρύψης τίποτε από εμέ». Πάλιν δε απεκρίθη η Αγία και είπεν· «Αββά Ζωσιμά, επειδή με αναγκάζεις, θα σου τα ειπώ όλα. Παρευθύς λοιπόν έρριψα κάτω την ρόκαν μου και τρέχω εις ένα από τα πλοία εκείνα, όπου ήσαν έτοιμα να φύγουν, διότι ήσαν και άλλα πολλά πλοία έτοιμα να ξεκινήσουν και βλέπω εκεί δέκα νέους ωραίους, οίτινες εισήρχοντο εις το πλοίον και τους λέγω· «Πάρετε και εμέ μαζί σας και δώσατε τον ναύλον δι’ εμέ και εγώ θέλω τον εξαγοράσει». Εκείνοι, ως ήκουσαν τούτο, με επήραν εις το πλοίον και όσας αμαρτίας έκαμα εκεί, Αββά, εντρέπομαι να σου τας διηγηθώ. Αυτό δε μόνον θαυμάζω, πως δεν εσχίσθη η θάλασσα να μας καταπίη όλους, όσοι είμεθα μέσα εις το πλοίον, αλλά ο Θεός ανέμενε την μετάνοιάν μου. Όταν δε εξήλθον από το πλοίον, δεν με έφθασαν αι πρώται μου αμαρτίαι, αλλ’ εζήτουν και άλλους περισσοτέρους εραστάς. Τέλος έφθασε και η ημέρα της Υψώσεως και εγώ συνέχιζα, όπως και πρώτα, την αμαρτίαν. Έβλεπα δε τους ανθρώπους, οίτινες μετέβαινον την νύκτα εις την Εκκλησίαν και τους ηκολούθουν και εγώ, μόνον και μόνον δια να βλέπω τους νέους. Όταν δε έφθασα εις την Εκκλησίαν προσεπάθουν να εισέλθω και εγώ από την θύραν, με απώθουν όμως άλλοι και δεν με άφηναν να εισέλθω». Τοιουτοτρόπως λοιπόν εισήλθον όλοι εις την Εκκλησίαν, εις εμέ δε εστάθη αδύνατον να προχωρήσω και έμενον έξω· τρεις και τέσσαρας φοράς προσεπάθησα, αλλά δεν ημπόρεσα. Τότε εστάθην εις μίαν εξωτερικήν γωνίαν του Ναού· ισταμένη δε εκεί ενεθυμήθην ότι από τας αμαρτίας μου δεν δύναμαι να εισέλθω· και εν ω έκλαια δια τας αμαρτίας μου, βλέπω άνωθέν μου, ότι ήτο Εικών τις της Παναγίας και ως την είδα εδάκρυσα και είπα· «Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, η γεννήσασα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, γνωρίζω ότι δεν είμαι αξία να βλέπω την αγίαν Σου Εικόνα εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών· αλλά επειδή δια τούτο έγινεν ο Θεός άνθρωπος, δια να καλέση τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, βοήθησόν με και εμέ να εισέλθω εις την Εκκλησίαν, ίνα ίδω το άγιον Ξύλον όπου εσταυρώθη ο Υιός Σου δια τας ιδικάς μου αμαρτίας και έχυσε το άγιόν Του Αίμα, δια να σώση τους αμαρτωλούς· και εάν καταξιωθώ να το ίδω, σε παρακαλώ να γίνης εγγυήτρια προς τον Υιόν Σου, ότι πλέον δεν θα μιάνω το σώμα μου, αλλ’ όταν εξέλθω από την Εκκλησίαν, θα υπάγω όπου με οδηγήσης. Αυτά είπα και έλαβα ολίγην άνεσιν· έπειτα ανεμίχθην με άλλους ανθρώπους και εισήλθον εις την Εκκλησίαν, κανείς δε πλέον δεν με ημπόδισεν, όπως την πρώτην φοράν. Όταν δε είδον το  πανάγιον Ξύλον του Τιμίου Σταυρού, φόβος και τρόμος με κατέλαβεν· έπεσα λοιπόν κάτω εις την γην και το προσεκύνησα με δάκρυα και ως το προσεκύνησα, έδραμον πάλιν εις τον τόπον όπου ήτο ιστορημένη η Θεοτόκος και κλαίουσα έλεγα· «Συ, Παναγία Παρθένε, δεν με περιεφρόνησες την αμαρτωλήν και αναξίαν δούλην σου, αλλά με κατηξίωσες να ίδω εκείνο, το οποίον ηγάπων και επεθύμουν· δια τούτο, Δέσποινα Θεοτόκε, δείξε μου τον δρόμον, πως να σωθώ· Συ γενού οδηγία της σωτηρίας μου· Συ η οποία έγινεςεγγυήτρια, Συ καθοδήγησέ με, πως να είμαι αρεστή εις τον Υιόν Σου». Εν ω δε εγώ έλεγον ταύτα, ήκουσα φωνήν, ήτις μου είπεν· «Αν περάσης τον Ιορδάνην, θέλεις εύρει μεγάλην ανάπαυσιν». Ως δε ήκουσα τούτο, εβόησα μεγαλοφώνως· «Δέσποινα, Δέσποινα, μη εγκαταλείπης με». Αυτό είπα και εξήλθον, ίναυπάγω προς τον Ιορδάνην. Εις τον δρόμον με είδε Χριστιανός τις και μου έδωσε τρία νομίσματα δια το όνομα του Χριστού. Τα επήρα λοιπόν και ηγόρασα με αυτά τρεις άρτους. Εκεί ηρώτησα τινά, ποίος δρόμος οδηγεί εις τον Ιορδάνην. Εκείνος δε μου έδειξε τον δρόμον και ήρχισα κλαίουσα να περιπατώ. Αργά προς το εσπέρας έφθασα εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, πλησίον του Ιορδάνου και την ημέραν εκείνην μετέλαβα εις το Μοναστήριον, έφαγον μισόν άρτον και έπιον από το ύδωρ του Ιορδάνου· έπειτα έπεσα και εκοιμήθην εκεί. Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, κατήλθον εις τον ποταμόν και ευρούσα πλοιάριον, επέρασα με αυτό τον ποταμόν και ήλθον έως εδώ όπου βλέπεις, Αββά Ζωσιμά». Ηρώτησε τότε ο Γέρων· «Πόσους χρόνους έχεις, Αγία, όπου είσαι εδώ εις την έρημον»; Απεκρίθη η Αγία· «Τεσσαράκοντα χρόνους έχω εδώ, Αββά Ζωσιμά». Ηρώτησε δε πάλιν την Αγίαν ο Ζωσιμάς· «Και πόθεν εύρισκες την τροφήν σου μέχρι σήμερον; Πως επέρασες τόσους χρόνους»; Απεκρίθη η Αγία· «Δύο και ήμισυν άρτους είχον όταν επέρασα τον Ιορδάνην και τόσον εξηράνθησαν, ώστε έγιναν ως πέτραι· όμως με αυτούς, τρώγουσα από ολίγον, και με τα χορτάρια αυτής της ερήμου επέρασα». Κατόπιν ηρώτησε πάλιν ο Γέρων· «Πως επέρασες τόσον καιρόν; Είχες κανένα πειρασμόν ή όχι»; Η Αγία απεκρίθη· «Αββά Ζωσιμά, με ηρώτησες πράγμα δια το οποίον φρίττω και να το ενθυμούμαι, διότι εάν σου είπω τους όσους πειρασμούς υπέμεινα και έπαθα, φοβούμαι μήπως τους πάθω και πάλιν». Αλλ’ ο Γέρων της λέγει· «Παρακαλώ σε, δούλη του αληθινού Θεού, μη μου κρύψης τίποτε, αλλά διηγήσου μου όλα δια την αγάπην του Χριστού». Απεκρίθη η Αγία· «Πίστευσέ με, Αββά Ζωσιμά, δεκαεπτά χρόνους έκαμα εις την έρημον αυτήν, όπου είχα πολλούς πειρασμούς από τον δαίμονα· διότι όταν ήρχιζα να φάγω, ενεθυμούμην το κρέας και τα οψάρια της Αιγύπτου, ενεθυμούμην τον οίνον τον πολύν, όπου έπινα εκεί και κατεκαίετο η καρδία μου, διότι εδώ ουδέ καν νερόν δεν είχον να πίω. Ενεθυμούμην πάλιν τα άσματα όπου ήξευρα και ήρχιζα να τραγουδώ και παρευθύς ενεθυμούμην τας αμαρτίας μου και την Παναγίαν Παρθένον, την οποίαν έβαλα εγγυήτριαν, και μου ήρχοντο δάκρυα και έκλαιον, η ταλαίπωρος. Ευθύς τότε επεκαλούμην την Θεοτόκον και αμέσως έλαμπεν έμπροσθέν μου φως περισσόν και εχάνοντο οι κακοί λογισμοί. Πως να διηγηθώ, Αββά Ζωσιμά, την φλόγα όπου έκαιε την καρδίαν μου δια την πορνείαν; Όταν όμως μου ήρχετο τοιούτος λογισμός, έπιπτα κάτω εις την γην με δάκρυα και δεν εσηκωνόμην, εάν δεν ήθελα ίδει εκείνο το φως να σκορπίση τους λογισμούς μου. Λοιπόν με τοιούτους πειρασμούς, Αββά Ζωσιμά, ηνωχλούμην κατά τους δεκαεπτά εκείνους χρόνους· από τότε δε έως σήμερον, με την βοήθειαν της Παναγίας μου, δεν έχω κανένα πειρασμόν». Ηρώτησε πάλιν ο Αββάς Ζωσιμάς· «Και πλέον δεν επεθύμησες να έχης τροφήν ή ένδυμα;» Η δε Αγία απεκρίθη· «Τους άρτους, όπως σου είπον, έφαγον εις τους δεκαεπτά χρόνους και από τότε τρέφομαι με τα χόρτα της γης ταύτης· το ένδυμά μου δε, το πρώτον όπου είχα, κατεστράφη και έπεσε και ησθανόμην ψύχραν πολλήν την νύκτα και πάλιν την ημέραν είχον περισσόν καύσωνα, τόσον ώστε πολλάς φοράς έπιπτα κάτω ως αποθαμένη άλλοτε από το πολύ ψύχος (δια τούτο και ο τόπος εκείνος είναι έρημος, διότι η διαφορά της θερμοκρασίας μεταξύ της ημέρας και της νυκτός είναι τόσον μεγάλη, ώστε καταστρέφει πάσαν ικμάδα ζωής) και άλλοτε από τον πολύν καύσωνα, αλλ’ ο Θεός όστις είπεν, ότι «Ουκ  επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ:4, Λουκ. δ:4), αυτός με έθρεψε και με εσκέπαζε, διότι Αυτός περιβάλλει τον ουρανόν εν νεφέλαις». Όταν ο Ζωσιμάς ήκουσεν, ότι του ωμίλησε περί θείων Γραμμάτων, την ηρώτησε· «Γνωρίζεις, Αγία, γράμματα; Ή σου τα έδειξε κανείς;» Απεκρίθη η Αγία· «Αββά Ζωσιμά, εγώ άνθρωπον ακόμη δεν είδα τόσον καιρόν· ούτε γράμματα γνωρίζω, Αββά μου· αλλά ο Θεός, όστις δίδει την γνώσιν εις τους ανθρώπους, Εκείνος μου διδάσκει τους λόγους τούτους· παρακάλει λοιπόν τον Θεόν, Αββά Ζωσιμά, δι’ εμέ την αμαρτωλήν». Ως ήκουσεν ο Ζωσιμάς τους λόγους τούτους, ηθέλησε να βάλη μετάνοιαν· η Αγία όμως δεν τον άφησε να βάλη μετάνοιαν, μόνον του είπεν· «Αββά Ζωσιμά, αυτά όπου σου είπα και ήκουσες, πρόσεχε να μη τα είπης εις κανένα, έως ότου αποθάνω· τώρα πήγαινε εις το καλόν και τον ερχόμενον χρόνον θέλεις με ίδει πάλιν· μόνον, σε παρακαλώ, να κάμης αυτό το οποίον θέλω σου είπει· τον ερχόμενον χρόνον να μη περάσης τον Ιορδάνην, όπως έχετε συνήθειαν, αλλά απόμεινε εις το Μοναστήριον, διότι αν θελήσης να εξέλθης, δεν θέλεις δυνηθή· κατά δε την Μεγάλην Πέμπτην αργά, πάρε τα Άγια Μυστήρια και έλα εις τον Ιορδάνην, περίμενέ με δε εκεί, διότι αφ’ ότου ήλθον εδώ, ακόμη δεν μετέλαβα· δια τούτο, σε παρακαλώ, να μου φέρης την Αγίαν Κοινωνίαν να μεταλάβω· να ειπής δε εις τον Αββάν Ιωάννην, τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου σας, να προσέχη καλώς, διότι πολλά κακά υπάρχουν μέσα εις το Μοναστήριον και είναι ανάγκη να διορθωθούν». Αυτά είπεν η Αγία και ευθύς έφυγε προς την έρημον. Ο δε Γέρων εθαύμαζε, πως του είπε τας συνηθείας του Μοναστηρίου και πως εγνώριζε τα σφάλματα των Μοναχών, πεσών δε κάτω εις την γην ησπάσθη τον τόπον, εις τον οποίον είχε σταθή η Αγία. Ευχαριστήσας δε τον Θεόν επέστρεψεν εις το Μοναστήριον. Το επόμενον έτος, κατά την συνήθειαν του Μοναστηρίου, ηθέλησεν ο Ζωσιμάς να εξέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη, διότι επειράχθη από πυρετόν και τότε ενεθυμήθη, ότι του είπεν η Αγία να μη εξέλθη από το Μοναστήριον. Αφού λοιπόν έμεινεν επ’ ολίγας ημέρας πυρέσσων, εθεραπεύθη. Ότε δε ήλθεν η Μεγάλη Πέμπτη, έλαβε την Αγίαν Κοινωνίαν, καθώς του είπεν η Αγία, έλαβε και ολίγα σύκα, φοινίκια και φακήν βεβρεγμένην εις το ύδωρ και ήλθε πλησίον του ποταμού. Εν ω δε ανέμενε να ίδη την Αγίαν, έκλαιε, διότι η ώρα παρήρχετο και η Αγία δεν εφαίνετο να έρχεται. Τότε του ήλθε λογισμός και εσκέπτετο πως θα περάση η Αγία τον Ιορδάνην, όταν έλθη, αφού πλοίον δεν υπήρχεν εκεί; Εν ω δε ταύτα εσκέπτετο, βλέπει την Αγίαν ερχομένην και ευθύς ως την είδεν εστάθη πάλιν και εσκέπτετο πως θα περάση τον ποταμόν. Αν δε και ήτο νύκτα, όμως επειδή η σελήνη έφεγγε πολύ καθαρά, είδεν την Αγίαν να κάμνη τον Σταυρόν της και παρευθύς ευρέθη εις το άλλο μέρος του ποταμού. Ταύτα ιδών ο Ζωσιμάς ητοιμάζετο να προσκυνήση και η Αγία του λέγει· «Αββά Ζωσιμά, τι θέλεις να κάμης; Τα Άγια Μυστήρια βαστάζεις και θέλεις να βάλης μετάνοιαν;» Ειπούσα δε τον λόγον αυτόν η Αγία, έφθασε πλησίον του Γέροντος και του λέγει· «Ευλόγησόν με Αββά, ευλόγησόν με». Έπειτα παρεκάλεσε τον Γέροντα και είπε το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», κατόπιν τον ησπάσθη, κατά την συνήθειαν της αγάπης και ούτως εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν προσηυχήθη λέγουσα· «Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου». Έπειτα εστράφη προς τον Γέροντα και του λέγει· «Συγχώρησόν με, Αββά Ζωσιμά, και σε παρακαλώ, αν είναι ευλογημένον, να μου κάμης άλλο ένα θέλημα, πήγαινε εις το Μοναστήριόν σου με την βοήθειαν του Θεού και κατά τον επόμενον χρόνον όπου έρχεται, να έλθης πάλιν εις τον τόπον όπου με συνήντησες την πρώτην φοράν και θέλεις με ίδει, καθώς θέλει ο Θεός». Ο δε Γέρων απεκρίθη· «Δούλη του αληθινού Θεού, είθε να ήμην άξιος να σε ακολουθήσω· αλλά τουλάχιστον λάβε από ταύτα τα φαγητά, όπου σου έφερα». Ήπλωσε τότε η Αγία την χείρα της και επήρε τρία μόνον σπειρία από την φακήν και πάλιν έκαμε τον Σταυρόν της και επέρασε τον Ιορδάνην ποταμόν επί των υδάτων, όπως την πρώτην φοράν. Ο δε Γέρων επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, δοξάζων τον Θεόν. Όμως πολύ επικραίνετο, διότι δεν έμαθε το όνομα της Αγίας, αλλ’ ήλπιζεν, ότι θα την ερωτήση κατά το επόμενον έτος. Όταν λοιπόν έφθασεν ο νέος χρόνος και ήλθεν η Κυριακή της Τυρινής, εξήλθεν από το Μοναστήριον, κατά την συνήθειάν του, και περιεπάτει εις την έρημον παρατηρών εδώ και εκεί μήπως ίδη την Αγίαν. Επειδή όμως δεν την έβλεπεν, ήρχισε να κλαίη και με δάκρυα πολλά έλεγε προς τον Θεόν· «Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, Συ όστις με κατηξίωσες να ίδω τοιούτον μυστήριον, μη με υστερήσης έως τέλους, ίνα το συμπληρώσω· καταξίωσέ με, Χριστέ μου, να απολαύσω και πάλιν την ευχήν της δούλης σου». Εν ω δε με τους λόγους τούτους παρεκάλει τον Θεόν, παρετήρει δεξιά και αριστερά, μήπως την ίδη. Και πράγματι την είδεν, νεκράν όμως με εσταυρωμένας τας χείρας και την κεφαλήν εστραμμένην προς την δύσιν. Τότε έδραμε κλαίων και εγγίσας τας πόδας της Αγίας, τους έβρεχε με τα δάκρυά του. Όσον λοιπόν ηδύνατο έκλαυσε, έπειτα δε ανέγνωσεν από το Ψαλτήριον τον Άμωμον. Αφού λοιπόν ο Ζωσιμάς ετελείωσε την ανάγνωσιν, ευρίσκετο εις απορίαν τι να πράξη· και ευθύς βλέπει άνωθεν της κεφαλής της Αγίας γράμματα χαραγμένα εις την γην, τα οποία έλεγον· «Αββά Ζωσιμά, θάψε το σώμα της ταπεινής Μαρίας εδώ όπου το εύρες και παρακάλει τον Θεόν δι’ εμέ. Ετελειώθην δε κατά τον μήνα Φαρμουθί, δηλαδή τον Απρίλιον, την νύκτα εκείνην κατά την οποίαν μετέλαβα». Ως είδεν ο Ζωσιμάς την φραφήν αυτήν, ηπόρησε τις να την έγραψε· διότι η Αγία του είχεν είπει, ότι δεν εγνώριζε γράμματα. Απορούσε ακόμη και δια το πως η Αγία επεριπάτησεν είκοσι ημερών δρόμον εις μίαν ώραν. Και πάλιν ευρίσκετο εις απορίαν με τι να σκάψη την γην. Βλέπει τότε εκεί μικρόν ξύλον ερριμμένον κάτω εις την γην και με εκείνο ήρχισε να σκάπτη. Αλλά δεν ηδύνατο, διότι ήτο γέρων και ο τόπος πολύ ξηρός. Αίφνης βλέπει λέοντα τινά, όστις ελθών έλειχε τους πόδας της Αγίας και πολύ εφοβήθη· διότι ενεθυμήθη τον λόγον τον οποίον του είχεν είπει η Αγία, ότι θηρίον δεν είδε κατά τους τεσσαράκοντα χρόνους· έκαμεν όμως τον Σταυρόν του και ήλπιζε να μη βλαβή, είπε δε προς τον λέοντα· «Ω θηρίον ανήμερον, επειδή η δύναμις του Θεού σε έφερεν εδώ να με βοηθήσης, σκάψε την γην δια να θάψωμεν το Λείψανον της Αγίας, διότι εγώ είμαι γέρων και δεν δύναμαι ούτε να σκάψω, ούτε να υπάγω να φέρω σκαπτικά εργαλεία· δια τούτο κάμε συ τον τάφον της Αγίας». Ούτως είπεν ο Γέρων και παρευθύς ο λέων ήρχισε με τους εμπροσθίους του πόδας να σκάπτη την γην, έσκαψε δε τόσον, όσον εχρειάζετο δια να σκεπασθή το σώμα της Αγίας· αφού δε ετελείωσεν, έβαλε μετάνοιαν εις τον Γέροντα και έφυγεν εις την έρημον. Έθαψε τότε ο Γέρων το Λείψανον της Αγίας εις την θέσιν όπου το εύρε και επέστρεψεν εις το Μοναστήριον δοξάζων και υμνών τον Θεόν. Κατά την παραγγελίαν δε της Αγίας και ο Ηγούμενος Ιωάννης ερευνήσας εύρε πολλά σφάλματα εις το Μοναστήριον, τα οποία και ηγωνίσθη να διορθώση. Εις το Μοναστήριον αυτό απέθανεν ο Γέρων Ζωσιμάς εις ηλικίαν εκατόν ετών. Αυτά είναι τα έργα της πόρνης, ευλογημένοι Χριστιανοί· αυταί είναι αι αρεταί της απεγνωσμένης γυναικός· πόρνη αληθώς ήτο, αλλά αι μεγάλαι της αρεταί την ηξίωσαν της Βασιλείας των ουρανών· αμαρτωλή ήτο, αλλά η μετάνοιά της την έσωσεν. Ας ίδωμεν πως ησκήτευσεν, ας ίδωμεν πως ηγωνίσθη. Δεν ήτο και αυτή αμαρτωλή; Δεν ήτο και αυτή απεγνωσμένη; Τοιουτοτρόπως λοιπόν και ημείς ας μετανοήσωμεν δια τας αμαρτίας ημών και ας μη περιπίπτωμεν εις απόγνωσιν. Ακόμη δε και αν αι αμαρτίαι μας είναι ως την άμμον της θαλάσσης, ας μη απελπιζώμεθα, διότι καμμία αμαρτία δεν είναι ικανή να αποκλείση το έλεος του Θεού, ούτε υπάρχει κανέν σφάλμα, το οποίον να μη διορθώνεται με την μετάνοιαν. Διότι ο πανάγαθος Θεός δέχεται ενός εκάστου την μετάνοιαν· μόνον ας επιστραφώμεν προθύμως με όλην μας την καρδίαν, ας μετανοήσωμεν και ο Θεός μάς δέχεται, διότι είναι εύσπλαγχνος και πολυέλεος. Ας μη λέγωμεν δε ότι θα κάμωμεν αμαρτίας πολλάς και ύστερον θέλομεν μετανοήσει, διότι όποιος πραγματεύεται ούτω την σωτηρίαν του, δεν τον αξιώνει ο Θεός της μετανοίας. Μήπως γνωρίζομεν εάν μέλλη να αποθάνωμεν απόψε; Ή γνωρίζομεν την ώραν του θανάτου μας; Δια τούτο ο Κύριος ημών ορίζει εις το άγιον Ευαγγέλιον· «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. κδ:42). Επειδή λοιπόν δεν γνωρίζομεν την ημέραν του θανάτου μας, ας μη οκνούμεν δια την σωτηρίαν μας, ας με αμελούμεν δια το καλόν της ψυχής μας, διότι η αμέλεια ποτέ καλόν δεν επέτυχε, ποτέ αγαθόν δεν συνεπλήρωσε, ούτε σωματικόν ούτε ψυχικόν. Και όπως όταν αμελήση κανείς τον αγρόν του, ή την άμπελόν του και δεν τα καλλιεργήση, καταστρέφονται από τας ακάνθας και τα βότανα, ούτω συμβαίνει και εις την ψυχήν εκάστου Χριστιανού. Όταν παραμελήση ο άνθρωπος το έργον του Θεού και το συμφέρον της ψυχής του, απόλλυται η ψυχή του ανθρώπου εκείνου από λογισμούς κακούς, από νοήματα δαιμονικά και από άλλας ενεργείας του πονηρού. Δια τούτο πρέπει να μη αμελούμεν το καλόν της ψυχής μας και να μη λέγωμεν· «Σήμερον ας αμαρτήσωμεν και αύριον θέλομεν μετανοήσει· εις την νεότητά μας ας κάμνωμεν αμαρτίας και εις το γήρας μας θέλομεν μετανοήσει». Διότι ο τοιούτος λογισμός είναι του διαβόλου, όστις ποτέ δεν θέλει το καλόν της ψυχής μας· εάν εις την νεότητά μας δεν θέλωμεν να μετανοήσωμεν, οπότε δυνάμεθα να τελέσωμεν τον κανόνα του Πνευματικού μας, πως θα μετανοήσωμεν εις το γήρας, οπότε αδυνατεί το σώμα μας; Τότε όπου δεν δυνάμεθα ούτε να μετανοήσωμεν, ούτε να νηστεύσωμεν, ούτε να αγρυπνήσωμεν, ούτε άλλον τινά κόπον να κάμωμεν δια τας αμαρτίας μας; Τώρα, ότε έχομεν τον καιρόν, ας μετανοήσωμεν· μάλιστα σήμερον όπου εκάμαμεν την αμαρτίαν, σήμερον ας την εξομολογηθώμεν· διότι, ως λέγει ο σοφός Σολομών· «Ου γαρ γινώσκεις τι τέξεται η επιούσα» (Παροιμ. κζ:1). Δηλαδή, δεν γνωρίζομεν τι θέλει μας συμβή έως αύριον. Επειδή λοιπόν δεν γνωρίζομεν τι θέλει μας συμβή έως αύριον, ας μη συμπεριφερώμεθα ως αθάνατοι, ας μη αμαρτάνωμεν, ως να μη ηθέλομεν αποθάνει ποτέ, Αλλά, ως γνωρίζοντες, ότι ολίγη και πρόσκαιρος είναι η παρούσα ζωή μας, ας διορθώσωμεν τον εαυτόν μας· ας επιστρέψωμεν με την θέλησίν μας εις το αγαθόν· ας μεταστρέψωμεν την φροντίδα μας εις το συμφέρον της ψυχής μας. Μη ενδιαφερώμεθα μόνον πως να πλουτίσωμεν, ή πως να ενδυθώμεν, ή πως να τραφώμεν, αλλά μάλλον να συλλογιζώμεθα πως να αρέσκωμεν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πως να τελειοποιήσωμεν τας αρετάς, πως να επιτύχωμεν την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εις το άγιον Ευαγγέλιον, μάς παραγγέλλει λέγων: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε· ουχί η ψυχή πλείον έστι της τροφής και το σώμα του ενδύματος;» (Ματθ, στ:25). Δηλαδή, μη συλλογίζεσθε μέσα εις την ψυχήν σας τι θα φάγετε ή τι να πίετε, ούτε να φροντίζετε με τι να ενδύσετε το σώμα σας. Δεν είναι η ψυχή σας ανωτέρα από το φαγητόν; Δεν είναι το σώμα σας καλλίτερον από το ένδυμα; Δηλονότι εφ’ όσον συλλογίζεσθε δια το φαγητόν όπου δεν είναι τίποτε, πως δεν φροντίζετε και δια την ψυχήν σας, ήτις είναι πράγμα πολυτιμότερον του κόσμου όλου; Και πάλιν ορίζει ο Κύριος· «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών; Τις δε εξ υμών μεριμνών δύναται προσθήναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» (Αυτ. 26-27). Τουτέστιν, ίδετε τα πτηνά όπου πετούν εις τον αέρα, ότι ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν, ούτε συναθροίζουν εις αποθήκας και ο Θεός, ο Πατήρ όλων, τρέφει αυτά. Σεις δε οι άνθρωποι, δεν διαφέρετε περισσότερον από αυτά; Ποίος δε, αν θελήση, δύναται να προσθέση εις το σώμα του έστω και μίαν πήχυν; Ορίζει δε πάλιν ο Κύριος· «Και περί ενδύματος τι μεριμνάτε; Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού, πως αυξάνει· ου κοπιά ουδέ νήθει· λέγω δε υμίν, ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. Ει δε τον χόρτον του αγρού σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον ο Θεός ούτως αμφιέννυσιν, ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι»; (Ματθ. στ: 28-30). Δηλαδή διατί μεριμνάτε δια το ένδυμα; Παρατηρήσατε τα λουλούδια του κάμπου, πως αυξάνουν, ενώ καθόλου δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· σας λέγω, ότι ούτε ο Σολομών, παρ’ όλην του την μεγαλοπρέπειαν και την τιμήν, όπου είχε, δεν ενεδύθη ως εν από αυτά. Δεν ηδυνήθη δηλαδή να στολισθή τόσον ωραία, ως είναι εστολισμένα τα λουλούδια. Αν δε τον χόρτον του κάμπου, όπου σήμερον υπάρχει, αύριον δε τον ρίπτουν εις φούρνον και καίεται, ο Θεός τον ενδύει και τον στολίζει, πόσω μάλλον σάς, ολιγόπιστοι, δεν θα ενδύση; «Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν, ή τι πίωμεν, ή τι περιβαλώμεθα· πάντα γαρ ταύτα, τα έθνη επιζητεί· οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, ότι χρήζετε τούτων απάντων· ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Αυτ. 31-33). Δηλαδή μη μεριμνάτε, λέγοντες τι να φάγωμεν, ή τι να πίωμεν, ή τι να ενδυθώμεν, διότι όλα ταύτα τα ζητούν τα έθνη· ο Θεός, όμως, ο Πατήρ σας, όστις είναι εις τους ουρανούς, γνωρίζει ό,τι τα χρειάζεσθε και θα σας τα δώση. Δια τούτο, σεις ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Του και αυτά όλα θα σας δοθούν. Και ημείς λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας μη καταπονούμεθα δια τα τοιαύτα, αλλ’ ας συλλογιζώμεθα το συμφέρον της ψυχής μας, ας επιμελούμεθα την σωτηρίαν μας, ας φροντίζωμεν πως να θρέψωμεν την ψυχήν μας με λόγον Θεού· ας αγωνισθώμεν πως να ποτίσωμεν την ψυχήν μας με διδαχήν θεάρεστον· ας ενδιαφερθώμεν πως να ενδύσωμεν με αρετάς την ψυχήν μας, δια να μας αξιώση ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εδώ μεν να διέλθωμεν υγιείς, εν ευτυχία και γαλήνη, ασκανδάλιστοι, από εχθρούς ψυχικούς και σωματικούς, εκεί δε της αιωνίου Του Βασιλείας· ότι Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Γερόντισσα Γαλακτία Διδαχές.


Είναι σημαντικά αυτά που αναφέρει η αδελφή Εύα Τορνεσάκη.  Αυτή έχει και το μεγαλύτερο αρχείο από τη γιαγιά.  Χάρηκα πολύ που ξεσκέπαζε τους πλανεμένους.  Την είχα ακούσει κι εγώ να λέει, ότι πιο πολλοί πλανεμένοι θα ξεφυτρώσουν δήθεν στο όνομα του Χριστού, από τα μανιτάρια που φυτρώνουν στα βουνά της Κρήτης. 

Συνιστούσε αγάπη, σιωπή, μετάνοια και ταπείνωση!  Αυτά, έλεγε, καίνε τον διάβολο και δεν του δίνουνε δύναμη.  Διαφορετικά μπορεί να φυσήξει ο νους σου (δική της έκφραση) και να νομίζεις πως έφτασες στα μέτρα του Μεγάλου Αντωνίου επειδή κάνεις λίγη προσευχή και νηστεία…  Στα περιστατικά που αναφέρει η αδελφή Εύα, που σαν φιλόλογος τα γράφει και ωραία, ήθελα να προσθέσω τρία περιστατικά που έζησα:

 Ήρθε κάποτε μια γυναίκα να την δει.  Ήταν κατάκοιτη η γιαγιά.  Η γυναίκα ήταν οραματίστρια και έλεγε πως άκουε φωνές και της προέλεγαν πράγματα, την καθοδηγούσαν κλπ.  Φαίνεται η γυναίκα ήταν καλοπροαίρετη και ήρθε στη γιαγιά.  Ήρθε, κάθισε, δεν είπε τίποτα.  Η γιαγιά, αυθόρμητα, της είπε: «την πρώτη φορά που έκλαιγες και πονούσες για το παιδί σου, σου μίλησε η Παναγία!  Από μέσα σου (σου μίλησε)!  Και έγινε ό,τι σου είπε γιατί τση φώναζες με πόνο…  Ύστερα, τα καυχήθηκες και εδάκαρε (άρχισε) το μαϊμούνι (ο διάβολος).  Αυτό (το μαϊμούνι) μασκαρεύεται λέω καλά… δεν το παίρνουνε χαμπάρι όλοι…και σε έκαμε κόσκινο και κοσκινίζεις κι άλλους… (σε έκαμε όργανό του και εσύ πλανάς άλλους). Ετούτονα το τελευταίο ήτανε καλό γιατί σε λυπήθηκε η Παναγία…».  Η γυναίκα ξέσπασε σε θρήνο.  Όπως τα είπε η γιαγιά είχαν γίνει. Άκουε φωνές και «οδηγούσε» και άλλους.  Επειδή, όμως, ανέπτυξε μια καλή ανησυχία, άρχισε να παρακαλεί τον Θεό.  Ήθελε πληροφορία αν ήταν σε καλό δρόμο.  Της εμφανίσθηκε στον ύπνο ένας άγνωστος Γέροντας και την έστειλε σε ένα έμπειρο πνευματικό.  Αυτός, αμέσως κατάλαβε την πλάνη και της εξήγησε τί συμβαίνει.  Έπειτα, να επισκεφθεί και τη Γερόντισσα Γαλακτία.  Η γιαγιά, μόλις την είδε, τα εξιστόρησε όλα και την συγκλόνισε.  Ακόμη και το τελευταίο μοναδικό γνήσιο μήνυμα που έλαβε.  Έφυγε και έλεγε ότι δεν θα ξαναδώσει σημασία σε τέτοια πράματα…

 Ήρθε ένα απόγευμα, ένας από τα Χανιά.  Τον κάλεσε η Γερόντισσα κοντά της.  Άρχισε με το πετσετάκι της, να του τρίβει δυνατά το μέτωπο.  Ο πατήρ Αντώνιος επενέβηκε: «Τί του κάνεις εκεί»;  Της φώναζε ο πάτερ στο αυτί και κάπως τον άκουε.  Εκείνη, τον κοίταξε αυστηρά: «δε βλέπεις ήντα κάνω;  Γεμάτη είναι η κεφαλή ντου ανέφαλα (σύννεφα) και Νεφελίμ και τον έχουνε τροζαμένο!  Προσπαθώ να του τα βγάλω να ξεγιουργιάνει (ξεθολώσει) μιαολιά (λιγάκι) ο νους του να δει ένα ψιχάλι (ελάχιστο) φως…να γλυκαθεί παιδί μου…».  Αυτός, είχε πλανηθεί από κάποιο γνωστό συγγραφέα που μιλούσε για Νεφελίμ και τέτοια πράματα στην τηλεόραση. Το είπε ο ίδιος ο επισκέπτης που συγκλονίστηκε.  Έφυγε αμίλητος…

 Αυτήν που υποδέχθηκε μετά «βαΐων και κλάδων» ήταν η γνωστή κυρία Αθηνά Σιδέρη του Αγίου Πορφυρίου.  Ήρθε με συνοδεία Ρεθυμνιώτες.  Μόλις την είδε η Γερόντισσα, την αγκάλιασε και την καταφιλούσε.  Πριν προλάβει να μιλήσει η κυρία Αθηνά, της είπε η γιαγιά: «Μη κάνεις αυτό που σκέφτεσαι. Να συνεχίσεις αυτό που σου ‘πε ο Γέροντας (Πορφύριος).  Διψά ο κόσμος.  Δεν ξέρει πράμα.  Να συνεχίσεις παιδί μου…».  Συγκινημένη, φανέρωσε σε όλους μας εκεί, ότι σκεφτόταν να σταματήσει τις ομιλίες που τις ανέθεσε ο Άγιος Πορφύριος που ήταν πνευματικός της, γιατί αισθανόταν αδύναμη πια λόγω προβλημάτων υγείας.  Το έκανε θέμα προσευχής και καθώς ερχόταν, παρακαλούσε τον Θεό να της μεταφέρει η Γερόντισσα Γαλακτία το θέλημά Του.  Τώρα, που το άκουσε, συγκινήθηκε πολύ.  Έπειτα, η γιαγιά της κρατούσε το χέρι και της φανέρωσε πολλά ακόμη.  Κάποια στιγμή, της είπε: «Μη δίνεις σημασία, που σου λένε κακά λόγια, επειδή λες τα βρώμικα που σου ‘πε ο Μεγάλος Πατέρας της Αμέρικα (Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης).  Να τα λες παιδί μου με το όνομά ντος, ετσα που σου τα ‘πε να γλυτώσουνε μερκοί (μερικοί.  Εννοούσε τα παρά φύση αμαρτήματα).  Ετούτανα θα φέρουν εδα (τώρα) τση φωτιές σε όλο τον κόσμο από τις μεγάλες μπαλωθιές (υπερόπλα-πυρηνικά)».  Η κυρία Αθηνά εξήγησε ότι ο Άγιος Πορφύριος της είχε τονίσει, να επιδιώξει να πάρει την ευχή του Γέροντα Εφραίμ του Φιλοθεΐτη που ήταν στην Αμερική.  Τον χαρακτήριζε πολύ μεγάλο, πολύ μεγαλύτερο από όλους και έλεγε ότι θα χτυπηθεί με λύσσα από το σατανά.  Ειδικά από τους διεφθαρμένους ρασοφόρους… Όταν τον γνώρισε τον Γέροντα Εφραίμ η κυρία Αθηνά στην Αριζόνα, της μίλησε για την πολλή μεγάλη αγιότητα του Γέροντά της Αγίου Πορφυρίου και της έδωσε παραγγελία να καυτηριάζει ονομαστικά τις ανώμαλες πράξεις που κυριαρχούν σήμερα, γιατί είναι η βασική αιτία των φοβερών καταστάσεων που έρχονται.  Η ίδια, έκανε υπακοή, και έκαμε δημοσίευση μιας σχετικής ομιλίας της στο διαδίκτυο (έχει τίτλο: «η αμαρτία θα φέρει δεινά στην Ελλάδα»).  Αυτό, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα να δεχθεί μεγάλα πυρά και φοβερές ύβρεις από πλευρά του κλήρου κυρίως… Τα ονομάζουν αυτά «εκδήλωση αγάπης» και λένε πως δεν αφορά την Εκκλησία!!!  Όμως, θυμήθηκε, μας είπε η κυρία Αθηνά, μια ρήση του Αγίου Πορφυρίου, που της έδινε δύναμη και την έκανε να προχωρεί με θάρρος.  Της είχε πει: «θα έρθει εποχή που ένα εκκλησιαστικό κομμάτι θα αγκαλιάσει το παρά φύσιν!  Τότε να αντισταθείτε.  Όταν η Εκκλησία συμβιβάζεται με παρά φύσιν καταστάσεις, χάνει τον προορισμό της!  Δεν λειτουργεί σαν Εκκλησία του Χριστού!  Γι’ αυτό, κάποιοι θα το λένε… Όχι η Εκκλησία.  Αργότερα θα συγκληθεί μια Μεγάλη Σύνοδος μετά τον πόλεμο και θα δοξάσει την Ορθοδοξία.  Αυτή θα τερματίσει και την παραφυσική αγαπολογία…».

Αφού είπε αυτά στο μεσαίο δωμάτιο η κυρία Αθηνά, την φώναξε επίμονα η γιαγιά κοντά της και της ζήτησε να βγάλει το σακάκι της και να της το δώσει.  Πάλι ο πατήρ Αντώνιος αντέδρασε.  Η κυρία Αθηνά απάντησε: «αφήστε την!  Αυτή η κίνηση κρύβει το μεγαλύτερο μυστικό μου…».  Η γιαγιά πήρε το σακάκι, που ήταν ένα γκρίζο με πυκνές μαύρες πιτσιλιές, το αγκάλιασε, το σταύρωσε, το έσφιξε στην αγκαλιά της και προσευχήθηκε ψιθυριστά κάποια ώρα…  Έπειτα το φίλησε και το έδωσε πίσω στην κυρία Αθηνά.  Η κυρία Αθηνά, με δάκρυα είπε, ότι αυτό το σακάκι το είχε ευλογήσει ο Άγιος Πορφύριος και το φορούσε σε κάθε ομιλία!  Η γιαγιά το είδε αυτό, γι’ αυτό το ζήτησε και το ευλόγησε και εκείνη.  Η κυρία Αθηνά, δεν παρέλειπε να τηλεφωνεί συχνά στη Γερόντισσα μέχρι την κοίμησή της.  Ζητούσε την ευχή της.  Η γιαγιά το καταλάβαινε και ανταποκρινόταν.  Αιωνία η μνήμη της.  Να έχουμε την ευχή της γιαγιάς μας Γαλακτίας Μοναχής!

Πηγή Άπαντα Ορθοδοξίας

Αγία Μαρία Αιγύπτια: Παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως των πειρασμών. Ελπίδα για όλους τους πεπτωκότας ανθρώπους.


Αγία Μαρία Αιγύπτια:

Παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως των πειρασμών. Ελπίδα για όλους τους πεπτωκότας ανθρώπους.

Μυργιώτης  ΠαναγιώτηςΜαθηματικός

Η Αγία μας Εκκλησία διανύουσα περίοδο νηστείας προβάλλει στους πιστούς παραδείγματα προς μίμηση. Η αναστήλωση των ιερών εικόνων, με το τέλος της εκατόχρονης και πλέον διαμάχης, η μνήμη του Γρηγορίου Παλαμά, η προσκύνηση του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του Αγίου Ιωάννου της κλίμακος και η μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας τιμώνται τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μας προετοιμάζει, με σοφό τρόπο, η εκκλησία για να εορτάσουμε τα σεπτά πάθη του Κυρίου, την Σταύρωση την ατιμωτική και την τριήμερο έγερση. Τον θρίαμβο της Ζωής επί του θανάτου, του Φωτός επί του σκότους.

Στο παρόν κείμενο θα μας απασχολήσει η Οσία Μαρία η Αιγύπτια. Η μνήμη της τιμάται την 1η Απριλίου κάθε έτους και επίσης την πέμπτη Κυριακή των νηστειών. Για να τιμάται η μνήμη της δυο φορές το χρόνο κάτι το ιδιαίτερο θα έχει και κάποιο μήνυμα θα θέλει να εκπέμψει η Αγία μας Εκκλησία. Και μάλιστα στην περίοδο της νηστείας, στην πορεία μας προς το Πάσχα.

Ας δούμε δι’ ολίγων τον βίο επί της γης της Οσίας Μαρίας. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Από την ηλικία των 12 χρόνων απώλεσε την παρθενίαν και επιδίδετο σε ζωή φιλήδονο και σαρκική. Δεν πόρνευε για να συγκεντρώσει πλούτο αλλά για να ικανοποιήσει τη φιλήδονο και αμαρτωλή σάρκα. Δεν ήταν πλούσια και για να εξοικονομήσει τα αναγκαία προς το ζειν δούλευε χειρωνακτικά γνέθοντας. Πολλούς παρέσυρε σε πράξεις ακολασίας και διαφθοράς. Όπως απεκάλυψε η ίδια στον Αββά Ζωσιμά «είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στον βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση».

Εξ αιτίας της άσωτης και αμαρτωλής ζωής της αποφάσισε να ακολουθήσει μια ομάδα ανθρώπων που θα πήγαιναν να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Η ίδια δεν ήθελε να πάει για προσκύνηση αλλά να βρει προθύμους άνδρες να ικανοποιήσει την σάρκα της. Η ίδια αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Στην πόλη όταν έφθασαν  περιφερόταν στους δρόμους «ψυχάς νέων αγρεύουσα».

            Το ταξίδι αυτό έγινε η αιτία η Μαρία να εγκαταλείψει τον έκλυτο βίο και να αφοσιωθεί στον Θεό. Η μεταστροφή έγινε με θαυμαστό τρόπο. Η Μαρία πήγε να αλιεύσει άνδρες προς ακολασία και ο Θεός αλίευσε την Μαρία, η οποία δεν σώθηκε, μόνο, αλλά αγίασε.

            Όταν η Μαρία επιχείρησε να μπει στον ναό, όπως οι άλλοι συνταξιδιώτες, δεν τα κατάφερε. Οι άλλοι μπαίνανε αλλά την ίδια εμπόδιζε μια αόρατη δύναμη. Δεν μπορούσε να προχωρήσει όσο και να προσπαθούσε. Το ταξίδι της σωτηρίας, τώρα, αρχίζει. «Άρχισα τότε να κλαίω, να οδύρομαι και να κτυπώ το στήθος μου, βγάζοντας στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου. Ενώ δε έκλαια, είδα πάνω από το τόπο που στεκόμουνα, την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου, και είπα σ' αυτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία εικόνα Σένα της Αειπάρθενης, Σένα της Αγνής, Σένα της οποίας το σώμα και η ψυχή είναι καθαρή και αμόλυντη, εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών, αλλά είναι δίκαιο να με μισείς και να μ’ αποστρέφεσαι την άσωτη. Επειδή όμως, καθώς άκουσα, γι' αυτόν τον λόγο, ο Θεός που Τον γέννησες, έγινε άνθρωπος για να καλέσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, βοήθα με, που είμαι μόνη και δεν έχω κανένα να μου συμπαρασταθεί. Διάταξε να επιτραπεί και σε με η είσοδος στην εκκλησία για να δω το άγιο Ξύλο, πάνω στο οποίο έδωσε το αίμα του ο Γιός σου για τη δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν' ανοίξει και για με η πόρτα της Θείας προσκύνησης του Σταυρού και βάζω στο Γιό σου, σαν εγγυήτρια αξιόχρεη, Σένα. Γιατί πλέον δεν πρόκειται να λερώσω το σώμα μου μ' οποιαδήποτε αισχρή πράξη, αλλά όταν δω το ξύλο του Σταυρού του Γιού σου, θ' αποστραφώ αμέσως τον κόσμο και όλα τα κοσμικά και όταν βγω από την εκκλησία θα πάω όπου Εσύ, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με οδηγήσεις».

            Μετά μπήκε στην εκκλησία για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο. Βγήκε έξω  και ευχαρίστησε την Παναγιά. «Τότε ακούστηκε μια φωνή από μακριά που φώναζε: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη θα βρεις καλή ανάπαυση». «Εγώ τότε άκουσα αυτή τη φωνή, πίστεψα ότι σε μένα απευθυνόταν και με δάκρυα στα μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μην με εγκαταλείπεις». «Όταν δε φώναξα αυτά, βγήκα από την αυλή της εκκλησίας και άρχισα αμέσως να περπατώ».

            Έπειτα, αγόρασε 3 ψωμιά και ξεκίνησε την πορεία για την έρημο περνώντας από το μοναστήρι του Ιωάννη του Προδρόμου όπου μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε 17 ολόκληρα χρόνια με τους λογισμούς  να την προτρέπουν στην προηγούμενη ζωή τους με τα ποτά, τα φαγητά και τα πορνικά άσματα. Όταν οι πειρασμοί και λογισμοί την πολεμούσαν έπεφτε στη γη και την έλουζε με τα δάκρυα της μετανοίας και δεν σηκωνόταν «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Υπεραγία Θεοτόκο την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας. Τα ρούχα σχίστηκαν από την πολυκαιρία και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και παρέμεινε γυμνή, υποφέροντας τον καύσωνα και το ψύχος της ερήμου.

Με τον αγώνα της και με τη χάρη του Θεού απαλλάκτηκε από τους σαρκικούς και άλλους αμαρτωλούς λογισμούς και έφθασε  σε υψηλό σημείο πνευματικής προόδου, τέτοιας που ο Θεός της χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα», αναφέρει η ίδια. Αυτό συμβαίνει με πολλούς Αγίους να αναστέλλονται οι λειτουργίες του σώματος.

Την περίοδο εκείνη στην έρημο αυτή ζούσε και ο ιερομόναχος Ζωσιμάς (η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου), άνθρωπος με υψηλή πνευματικότητα. Του ήλθε ο λογισμός ότι δεν υπάρχει μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει. Ο Θεός τον απάντησε ότι υπάρχει και του υπέδειξε να πάει στο μοναστήρι του Ιωάννου του Βαπτιστού που είναι κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Ζωσιμάς υπάκουσε και δια μέσου του μοναστηριού αυτού βρέθηκε στην έρημο. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Μετά από πορεία είκοσι ημερών κάθισε να ξεκουραστεί. Και τότε έγινε μάρτυρας θαυμαστού γεγονότος. Είδε στο βάθος κάτι που έμοιαζε με σκιά. Μετά κατάλαβε ότι ήταν άνθρωπος γυμνός με άσπρα μαλλιά. Ήταν η Αγία Μαρία. Ο Ζωσιμάς την είδε προσευχόμενη χωρίς να ακούει τα λόγια της. Κάποια στιγμή βλέπει την προσευχόμενη Μαρία να είναι αιωρούμενη και να μη πατά στη γη. Προσπαθεί ο Αββάς να την πλησιάσει  αλλά εκείνη απομακρύνεται. Ο Ζωσιμάς συνεχίζει να προσπαθεί. Όταν κουρασμένος, μετά από πολλή αγώνα, κάθεται να ξεκουραστεί σε κάποιο ρέμα εκείνη τον αποκαλεί με το όνομά του. Παραξενεύεται και συγχρόνως του αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα γυμνή και τον παρακαλεί να της δώσει ιμάτιο για να καλύψει τη σωματική της γύμνια. Ο Ζωσιμάς κάνει το ζητούμενο και ξαφνικά βρίσκονται και οι δυο στο έδαφος ζητώντας ο ένας την ευλογία του άλλου. Ο Αββάς δέκτηκε τις ευλογίες της, γιατί αναγνώρισε ότι η χάρη του Κυρίου δεν είναι θέμα αξιωμάτων. Η Αγία αντιλήφθηκε τους λογισμούς του Ζωσιμά και του είπε ότι είναι γυναίκα αμαρτωλή που  περιστοιχίστηκε από το  Άγιο Βάπτισμα και είναι από χώμα και στάκτη και όχι άυλο πνεύμα.

Κατά την συνάντηση αυτή η αγία απεκάλυψε όλη τη ζωή της. Επίσης, τον παρεκάλεσε να πάει τη Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς σε προκαθορισμένο σημείο του Ιορδάνη ποταμού για να την κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων μετά από πολλά χρόνια μετανοίας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. Ο Ζωσιμάς ακούει την διήγηση της Αγίας και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του και ευχαριστεί τον Θεό που του επέτρεψε να συναντήσει την Αγία αυτή μορφή που πριν ήταν δέσμια των σαρκικών παθών και του διαβόλου. Βρήκε άνθρωπο από τον οποίο ωφελήθηκε και μάλιστα πάρα πολύ.

Ο Ζωσιμάς αναχώρησε, πήγε στο μοναστήρι και δεν απεκάλυψε σε κανέναν τα όσα έζησε στην έρημο, κατά τη συνήθεια του μοναστηριού. Στεναχωριόταν γιατί ό χρόνος δεν κυλούσε γρήγορα και παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει το «ποθούμενον πρόσωπο».

 Η ποθητή ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης έφθασε και ο Ζωσιμάς έβαλε σε ένα ποτήρι το σώμα και το αίμα του Κυρίου, πήρε λίγους χουρμάδες και βρεγμένη φακή και έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο. Η Αγία δεν εμφανιζόταν και άρχισε να προσεύχεται στον Θεό. Ξαφνικά εμφανίζεται στην αντίπερα όχθη. Αρχίζει να ανησυχεί με ποιο τρόπο θα περάσει το ποτάμι. Αίφνης βλέπει την Αγία να κάνει το σημείο του Σταυρού και να περπατά πάνω στα νερά. Του ζήτησε να απαγγείλει το Σύμβουλο της Πίστεως και το «Πάτερ ημών» και μετέλαβε των ζωοποιών μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου». Τον παρεκάλεσε να πάει και την επόμενη χρονιά την ίδια ημέρα στον χείμαρρο που τη συνάντησε την πρώτη φορά.

Το επόμενο έτος ο αββάς έφθασε με λαχτάρα στο συγκεκριμένο σημείο. Η αγία δεν φαινόταν πουθενά. Άρχισε να προσεύχεται στον Θεό να δει τον κρυμμένο θησαυρό. Προσευχόμενος και βαδίζοντας ο Θεός τον οδηγεί και βρίσκει «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε και δική της γραφή ο Αββάς λέγουσα «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει. Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε αφού διήνυσε σε μια ώρα απόσταση την οποία ο Αββάς χρειάστηκε να διανύσει σε είκοσι ημέρες. Ο Αββάς με δάκρυα στα μάτια και αφού έψαλλε κατάλληλους ψαλμούς και έβρεξε με δάκρυα τα άχραντα πόδια της Οσίας επιχείρησε να σκάψει για το μνήμα της. Ο Αββάς γεραλέος, το έδαφος πάρα πολύ σκληρό, η εργασία κοπιαστική. Εκτελών τα χρέη προς την κοιμωμένη βλέπει λιοντάρι δίπλα στην Οσία να γλύφει τα ίχνη της. Ο Αββάς δεν χάνει την ψυχραιμία του και ζητά από το λιοντάρι να ανοίξει τον τάφο Της. Το λιοντάρι εκτελεί την επιθυμία του Αββά σκάβοντας με τα μπροστινά του πόδια. Και άλλο παράδοξο, το άλογο λιοντάρι συμπεριφέρεται ως λογικό όν. Ο ενταφιασμός έγινε και το λιοντάρι αναχώρησε για τα βάθη της ερήμου ως πρόβατον και ο «Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν (εις το μοναστήρι), εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αναγιγνώσκεται εις τον Όρθρο του Μεγάλου Κανόνος ως παράδειγμα μετανοίας και υπερνικήσεως του πειρασμού. Ο καλός Θεός όταν διαγνώσει, ως καρδιογνώστης ότι υπάρχει από την πλευρά μας ένας μικρός κόκκος καλής πίστεως και διαθέσεως θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από την επήρεια του κακού και θα μας οδηγήσει στην οδό της σωτηρίας. Ο Κύριος ζητεί από μας να κάνουμε το ένα βήμα και τα υπόλοιπα 99 θα τα κάνει ο Ίδιος. Η Αγία Μαρία η Αιγύπτια απαρνήθηκε τον αμαρτωλό εαυτό της από ένα σημείο θαυμαστό. Σε όλους μας στέλνει ό Θεός σημεία. Η Αγία το ερμήνευσε σωστά και οδηγήθηκε στην αγιότητα. Εμείς δεκτήκαμε σημεία πως τα ερμηνεύσαμε; Τα θεωρήσαμε τυχαίο γεγονός; Τίποτα δεν γίνεται τυχαία.

Νίκησε η Αγία τη δύναμη του κακού, της σάρκας και της συνηθείας, με τη χάρη του Κυρίου. Αφέθηκε στα χέρια της Παναγίας και ακολούθησε τις συμβουλές Της. Δεν τα άφησε για αργότερα, αλλά με τρία ψωμιά ως εφόδιο για τη ζήση της αναχώρησε για την πέρα του Ιορδάνη περιοχή, στην έρημο. Αποτελεί παράδειγμα για όλους η Αγία, όπως και άλλοι Άγιοι για να οδηγηθούμε στην οδό της μετανοίας. Δύσκολη η απόφαση. Δεν μας το επιτρέπει ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Ο χαιρέκακος διάβολος μας σιγοψιθυρίζει άφησέ το για αργότερα, γλέντα τη ζωή, είναι ωραία, απόλαυσε την ηδονή, ικανοποίησε τις θελήσεις της σάρκας και αύριο έχεις καιρό, μπορείς να μετανοήσεις. Ή ακόμη μπορεί να σπέρνει μέσα μας την απογοήτευση και την απελπισία. Ταλαίπωρε, τόσα πολλά που έκανες και τόσες πολλές αμαρτίες που διέπραξες ο Θεός δεν τις συγχωρεί. Δεν υπάρχει λόγος να μετανοήσεις, δεν σε σώζει ο Θεός. Η Αλήθεια είναι διαφορετική. Ο Θεός μας περιμένει και θέλει όλοι να οδηγηθούμε στη σωτηρία,  στον παράδεισο και στην κατά χάρη θέωση. Η παραβολή  του Ασώτου, ο βίος της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας αυτά νοηματοδοτούν και λένε. Ο Θεός περιμένει να μετανοήσουμε και να σωθούμε. Στην καλή ή στην κακή  μας πρόθεση εξαρτάται. Δηλαδή από εμάς. 

Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Έτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΈΝΗΣ ΜΑΚΑΡΊΑΣ


Η καθηγούμενη της Ιεράς Μονής Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη Βόλσκ, της επαρχίας Σαράτοβ, Ηγουμένη Μακαρία  διηγείται πώς και γιατί έγινε μοναχή, για τα μαθήματα του μοναχικού βίου και την αναστήλωση της Μονής στο Βολσκ.

Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)

Ήθελα να γίνω συγγραφέας

Από πολύ μικρή ηλικία διάβαζα πολύ. Μετά το σχολείο, μπήκα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της πόλης Καζάν, στη σχολή δημοσιογραφίας. Έχοντας φοιτήσει τέσσερα χρόνια, πήγα στη Μόσχα για να μπω στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Α.Μ.Γκόρκι. Ήθελα να γίνω συγγραφέας, και ήδη όλο και κάτι έγραφα. Και μπήκα με αυτά που είχα γράψει. Έψαχνα το στιλ μου, ονειρευόμουν να μάθω να γράφω.

Ούτε εγώ ούτε γνωστοί μου δεν είχαμε πνευματικά βιβλία. Ποτέ κανείς δε μας μιλούσε για την πίστη. Μόνο πολύ αργότερα κατάλαβα γιατί οι μπολσεβίκοι κατέστρεφαν τα λειτουργικά και πνευματικά βιβλία: αφού είναι ο λόγος του Θεού, είναι η χάρη. Η πραγματική λογοτεχνία μαλακώνει την ψυχή, ετοιμάζει τον άνθρωπο για τη συνάντηση με τον Θεό. Η πνευματική λογοτεχνία οδηγεί σε Αυτόν.

Όταν άρχισα να διαβάζω την «Διήγηση περί περασμένων χρόνων» του Οσίου Νέστωρα του Χρονογράφου, αμέσως ένιωσα το βάθος του έργου αυτού. Και μετά κατάφερα να διαβάσω το Ευαγγέλιο. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ με αυτό το θεόπνευστο βιβλίο που το όνειρο να γίνω συγγραφέας με εγκατέλειψε για πάντα: δε θα γράψει κανείς τίποτα καλύτερο από το Ευαγγέλιο!

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ.... ( Σ υ γ κ ι ν η τ ι κ ό )


 

Ήταν ένα απόγευμα της δεκαετίας του ογδόντα. 

Καθόμουν στο 'μπάρ' του ξενοδοχείου που εργαζόμουν ως υπάλληλος στήν Reception, στην κωμόπολη Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Εκείνη τήν ημέρα δεν είχα βάρδια. 

Παρ΄όλο που υπήρξε κίνηση στο ξενοδοχείο, κατέπεσα σε μία αδράνεια.

Το να πάρω παραγγελίες, να δέχομαι πελάτες, να καταγράφω ταυτότητες, να συμπληρώνω φόρμες, να απαντάω στα τηλέφωνα κλπ. όλα αυτά με αγανάκτησαν. 

Παρήγγειλα ένα ποτό και σύρθηκα σε μια γωνιά. 

Μια ανυπότακτη νοσταλγία, είχε περικυκλώσει τον εγκέφαλο μου. 

Είχα επιθυμήσει το χωριό μου.

Μόλις είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω προς τα παρχάρια (εξοχικά βουνά), της Μαύρης Θάλασσας, κάτω από τη μελωδία του γαβαλιού (φλογέρα) και της λύρας που ανακατευόταν με τα τραγούδια τον κοριτσιών, με ξύπνησε ένας συνάδελφος από το γλυκό όνειρο που μόλις είχε αρχίσει. 

Είχα ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο μου, που δούλευε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο.

Πέρασε καιρός που είχαμε γνωριστεί. 

Τότε, όταν πρωτογνωρισθήκαμε, μου είχε πει ότι κατά καιρούς φιλοξενούν Έλληνες στο ξενοδοχείο τους. Τον παρακάλεσα να με ειδοποιήσει όταν θα ξαναρθούν Έλληνες. 

Διότι, του είπα, ξέρω Ποντιακά και θέλω να τα συγκρίνω με τα Νέα Ελληνικά.

Γι’ αυτόν τον λόγο με τηλεφωνούσε τώρα :

«Έλα γρήγορα. 
Υπάρχει μία ομάδα Ελλήνων εδώ, οι οποίοι ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το ξενοδοχείο. 

Είχα άδεια και δεν ήμουν εδώ. 

Γι’ αυτό και δε σε πήρα πιο πριν» μου είπε και χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο.

Τελικά παίρνω ένα ταξί και πάω στο ξενοδοχείο που βρισκότανε οι Έλληνες επισκέπτες.

Κατευθύνθηκα στην Reception. 

Πριν να κοντέψω καλά-καλά, ο φίλος μού έκανε σήμα και μού έδειξε το 'πούλμαν' που βρισκότανε έξω. 

Τρέχοντας προς το 'πούλμαν' που περίμενε έξω, με έπιασε ένα απερίγραπτο άγχος. 

Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. 

Δεν ήξερα πώς και με ποιόν να έρθω σε επαφή, τι να πω και τι συμπεριφορά θα δεχτώ. 

Ούτε χρόνος υπήρξε όμως για να σκεφθώ. 

Το μισό το 'πούλμαν' ήταν γεμάτο. 

Μερικοί επισκέπτες κυκλοφορούσαν γύρω από το πούλμαν. 

Μάλλον περιμένανε να έρθουν καί οι υπόλοιποι. 

Εγώ προτίμησα να μπω στο 'πούλμαν'. 

Μόλις μπήκα μέσα, άρχισα να κοιτάω στα μάτια τους ανθρώπους. 

Λες κι έψαχνα κάποιον συγκεκριμένο. 

Άρχισαν και αυτοί να με κοιτάνε διότι δεν ήμουν από την ομάδα, ούτε με συνάντησαν στο ξενοδοχείο. 

Μία στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ, πού σκέφτηκα να βγω έξω.

Δεν ξέρω πώς ξεχείλισε η μικρή Ποντιακή φράση από τα χείλη μου, αλλά, λέγοντας «εγρεικά κανείς Ρωμαίικα;»,τους ερώτησα αν ξέρει κανείς Ποντιακά.

Μόλις διατύπωσα αυτήν την ερώτηση, όλα τα μάτια που βρισκόντουσαν μέσα στο 'πούλμαν', στράφηκαν προς τα μένα. 

Ίσως οι περισσότεροι να μην είχαν καταλάβει καν τι τους ερωτούσα.

Όμως μια ηλικιωμένη γιαγιά, σηκώθηκε από τη θέση της και με κοίταζε περίεργα λες κι ήθελε να με ερωτήσει κάτι. 

Μάλλον και αυτή δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Της έλυσα τη γλώσσα , λέγοντας της την ίδια φράση που χρησιμοποίησα πιο πριν. 

Δηλαδή την ρώτησα αν ξέρει Ποντιακά.

Μου απάντησε με την ερώτηση στα Ποντιακά λέγοντας: «απόθεν είσε;». 

Δηλαδή με ερώτησε από πού είμαι.

Της είπα: «Είμαι ασην Τραπεζούντα (Από τη Τραπεζούντα είμαι)».

Μόλις άκουσε τη λέξη Τραπεζούντα, σηκώθηκε από τη θέση της και διασχίζοντας το στενό διάδρομο του πούλμαν, έρχονταν κοντά μου. 

Δεν είχα καταλάβει το τι έγινε.

Μόλις έφτασε, με αγκάλιασε με φίλησε και αμέσως έβαλε τα κλάματα. 

Από τη μία με αγκάλιαζε και από την άλλη κλαίγοντας άρχισε να μιλά στα Ποντιακά.

Μου είπε:«Να είνομε γουρπάντ σα ποδάρες. (να θυσιαστώ στα πόδια σου)».

Αυτή η φράση χρησιμοποιούνταν από μας αλλά μόνο από μικρούς που ζητούσανε ελεημοσύνη από μεγάλους σε περίπτωση που ήταν ένοχοι για κάτι. 

Ποτέ ένας ηλικιωμένος, ή ηλικιωμένη δεν θα το χρησιμοποιούσε σε μικρότερο. 

Είχα πάθει σοκ. 

Δεν ήξερα τι να πω.

Από την ντροπή μου ίδρωσα και έγινα μούσκεμα.

Συνεχίζοντας η γιαγιά, με ρώτησε: «απόθεν εξέβες και έρθες, αδακές ντ’ αραέυεις, εσείς ακόμε σην Τραπεζούτα γιασαέβειτε; (από πού βγήκες και ήρθες, τι ψάχνεις εδώ, εσείς ακόμη στην Τραπεζούντα ζείτε;)».

Ούτε σε αυτές τις ερωτήσεις της απάντησα. 

Αλώστε με είχε αγκαλιάσει τόσο σφιχτά, που αισθανόμουν τα δάκτυλα της στο κορμί μου. 

Μ’ αγκάλιαζε και δε μ’άφηνε να την κοιτάξω καλύτερα και να της πω και εγώ κάτι. 

Συχνά με κοιτούσε για λίγο στα μάτια, ξανά με αγκάλιαζε και ψιθυρίζοντας κάτι έκλαιγε. 

Λες κι ήμασταν γιός και μητέρα που βρεθήκαμε πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. 

Δεν μπορούσε να με χορτάσει. 

Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρισκόντουσαν στο πούλμαν, μας κοιτούσαν έκπληκτοι...

Νομίζω πως δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση. 
Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε έτσι. 

Όμως ήρθαν και αυτοί που έλειπαν και το πούλμαν ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. 

Κάποιοι από τους επιβάτες, ειδοποίησαν την γιαγιά για να περάσει στη θέση της. 

Η καημένη η γιαγιά, κλαίγοντας με λυγμούς, με άφησε και στράφηκε προς τη θέση της. 

Είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που πηγαίνοντας, κρατούσε δεξιά κι’ αριστερά. 

Μάλλον και από τα δάκρυα που κατέβαζε, δεν έβλεπε καλά που βάδιζε. 

Από πίσω, μόνο μερικά δευτερόλεπτα μπόρεσα να την κοιτάξω. 

Έπρεπε να βγω από το 'πούλμαν'.

Βγαίνοντας έξω, έτρεξα προς το μέρος του 'πούλμαν' εκεί που ήταν η θέση της γιαγιάς. 

Με είχε δει και εκείνη και με χαιρετούσε. 

Λες κι αυτή έφευγε στην ξενιτιά και εγώ έμενα στην πατρίδα. 

Το πούλμαν αποχώρισε και απομακρύνθηκε.

Κοιτάζοντας προς το 'πούλμαν', με έπιασε μελαγχολία. 

Σαν να ήρθε η γιαγιά μου από το χωριό, με είδε και προσθέτοντας στην νοσταλγία μου έφευγε. 

Ούτε εγώ μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιαγιάς, μα ούτε εκείνη ερώτησε το δικό μου.

Από τότε στη μνήμη μου, αυτή η γιαγιά έμεινε ως «γιαγιά χωρίς όνομα».

Ύστερα από κάμποσα χρόνια βρέθηκα σε κάποιο χωριό της Ελλάδος και φιλοξενήθηκα από μία γιαγιά πού ονομάζονταν Σουμέλα.

Αυτή μού διηγήθηκε κάποιες ιστορίες πού έζησαν οι δικοί της στον ξεριζωμό. 

Μού είπε για τα παιδιά πού χάθηκαν στον δρόμο. 

Όπως και σε μας πριν από είκοσι χρόνια , έτσι και στην εποχή των δικών της, οι κοπέλλες παντρευόντουσαν σε παιδική ηλικία, ώστε πολλές μανάδες πού έχασαν τα παιδιά τους ήταν και οι ίδιες παιδιά. 

Γι αυτό και μερικές δεν άντεξαν και έχασαν τα λογικά τους μετά τον θάνατο των παιδιών τους. 

Η γιαγιά Σουμέλα ακόμα δεν είχε καλά-καλά ξεφορτώσει τους πόνους της επάνω μου, κι’ εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. 

Θυμήθηκα την «γιαγιά χωρίς όνομα» πού είχα συναντήσει στην Αλάνια (Alanya) της Αττάλιας (Antalya). 

Τώρα καταλάβαινα καλύτερα γιατί η «γιαγιά χωρίς όνομα» με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά… 

Ίσως στο πρόσωπό μου να έβλεπε κάποιο χαμένο παιδί της… 

Ποιος ξέρει…

Στην εποχή της ανταλλαγής, αυτοί πού ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια ήλπιζαν ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους στην πατρίδα, πού τα έχτισαν με νύχια και με δόντια. 

Ήλπιζαν να ξαναβρεθούν στα πανέμορφα παρχάρια (εξοχικά βουνά) τους, και όπως πριν να ξαναχορέψουν όλοι μαζί.

Προσδοκώντας να επιστρέψουν, πολλοί από αυτούς δεν δημιούργησαν περιουσία. 

Όπως τονίζει ο Τραπεζούντιος συγγραφέας İlyas Karagöz, οι μουσουλμάνοι συμπατριώτες τους, πού έμειναν στον Πόντο, τους περίμεναν επί έξι χρόνια διαφυλάσσοντας τις περιουσίες τους, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξαναγυρίσουν οι ιδιοκτήτες τους. 

Γι αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανένα μουσουλμάνο πρόσφυγα από τα βαλκάνια να μπει σ΄ αυτά τα χωριά. 

Τόσο πιστοί στάθηκαν απέναντι στους συμπατριώτες τους.

Άρα γε βρίσκεται σήμερα κανείς Τραπεζούντιος πού μοιάζει στον παππού του;


(το άρθρο αυτό, έχει δημοσιευτεί το 23/12/2007 στην εφημερίδα 'Radikal' στην Τουρκία.)