Τρίτη 12 Μαρτίου 2013
Σάββατο 9 Μαρτίου 2013
Μία σύγχρονη ἁγία μητέρα
site analysis
ΜΟΝΑΧΗ ΑΓΑΘΗ-ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ Π. ΚΛΕΟΠΑ
«Έχασε» τα 9 από τα 10 παιδιά της!!!
Μοναχή Αγάθη Ήλίε Μοναστήρι Παλαιά Άγαπία (1876-1968)
Δεν ημπορούμε εδώ να μη μνημονεύσουμε και την μοναχή Άγάθη Ήλιε, την κατά σάρκα μητέρα του μεγαλυτέρου ησυχαστού των νεωτέρων χρόνων στην Ρουμανία, του άρχιμ. όσιου Γέροντος Κλεόπα Ήλίε.
Προέρχεται από την Σουλίτσα του νομού Μποτοσάνι. Ό άνδρας της, Αλέξανδρος, ήταν στην ζωή του έμπορος αγελάδων. Ό Θεός τούς ευλόγησε και απέκτησαν 10 παιδιά. Από μικρά τα έμαθαν οι γονείς τους ν' αγαπούν τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, τις προσευχές και να αποφεύγουν τούς πειρασμούς στην προσωπική τους ζωή. Λίγο μακριά από το χωριό τους, υπήρχε ή σκήτη Κοζάντσεα, στην οποία αγωνιζόταν ό π. Παΐσιος Όλάρου, ό γέροντας του π. Κλεόπα. Εκεί έτρεχαν συχνά τα παιδιά αυτής της πολύτεκνης οικογένειας για να προσευχηθούν, να ακούσουν διδαχές του Γέροντος Παϊσίου, να βοσκήσουν τα ζώα της σκήτης...
Αλλά ό Καλός Θεός, του οποίου τα κρίματα είναι ωκεανός ανεξερεύνητος, επέτρεψε να πιει αυτή ή ευσεβέστατη οικογένεια πολλά πικρά ποτήρια. Τα παιδιά τους ένα ένα τα έπαιρνε από την ζωή, στο άνθος της νεότητός τους, όπως συνέβη κάποτε και με τα παιδιά του Ιώβ. Μόνο ένα παιδί τους έμεινε κοντά τους.
Αρχίζοντας από το 1915 μέχρι το 1935 άρχιζαν τα παιδιά τους να φεύγουν από την ζωή με το θέλημα του Θεού.
Ό γιός τους Ιωάννης απέθανε σε ηλικία 16 ετών. Μετά από ένα χρόνο απέθανε ή κόρη τους Πορφυρία σε ηλικία 18 ετών. Μετά από δύο χρόνια απέθανε ή Μαρία, σε ηλικία 26 ετών. Ή καημένη ή μητέρα τους, ή κ. Μαρία, έκλαιγε συνεχώς για τα χαμένα παιδιά της. Κάθε φορά πήγαινε στην σκήτη, και ό Γέροντας Παΐσιος την παρηγορούσε λέγοντας της ότι στέλνει αγγέλους στον ουρανό.
Μετά από λίγα χρόνια άρχισε να κλαίει και πάλι ή μητέρα τους Μαρία, διότι τώρα δύο αγόρια της, ό Βασίλειος και ό Γεώργιος έφυγαν για την μονή Συχαστρία να γίνουν μοναχοί.
Το 1931, ήλθε και πάλι στην σκήτη ή κ. Μαρία, διότι έμαθε ότι ό γιός της, ό μοναχός Βασίλειος, απέθανε. Μετά από δύο χρόνια ή ίδια δοκιμασία της συνέβη με τον θάνατο του Γεωργίου, πού είχε γίνει μοναχός και είχε όνομασθή Γεράσιμος. Μετά από ένα χρόνο έτρεχε και πάλι στην σκήτη ή κ. Μαρία να παρηγηρηθή διότι απέθανε ή κόρη της Αικατερίνη. Ήτο 20 ετών και είχε μπει στην μονή Άγαπία σαν δόκιμη μοναχή. Της πέθαναν οκτώ παιδιά και απέμεινε με δύο. «Τα παιδιά σου ψάλλουν τον Θεό σαν άγγελοι στον ουρανό, μάμα Μαρία. Εκεί θα συναντηθείτε», της έλεγε για να την παρηγορήσει κάθε φορά ό π. Παΐσιος Όλάρου.
Το 1949 ήλθε πάλι ή κ. Μαρία στον π. Παΐσιο να τον πληροφορήσει ότι έφυγε για τον Κύριο και ό 9ος γιός της, ό Μιχάλης. Και πάλι ό π. Παΐσιος να την παρήγορη λέγοντας της: «Τα 9 παιδιά σου πήγαν στον Κύριο και έχουν φορέσει εννέα μαρτυρικά στεφάνια».
Μετά από λίγο καιρό απέθανε και ό άνδρας της, ό Αλέξανδρος. Ό τελευταίος υιός της ό Κωστάκης είχε ήδη φύγει για δόκιμος στο μοναστήρι. Είναι ό μετέπειτα μεγάλος Γέροντας της Ρουμανικής Εκκλησίας, ό όσιος π. Κλεόπας Ήλίε. Ή πονεμένη μάνα, Μαρία, ζητεί την συμβουλή του Πνευματικού της, τί να κάνη, διότι ό Δόκιμος Κωστάκης την καλεί να τον ακολουθήσει στον μοναχικό βίο.
-Πήγαινε, μητέρα Μαρία, να γίνεις και εσύ μοναχή και προσευχήσου για ζωντανούς και πεθαμένους.
Έτσι τον χειμώνα του 1946 ή γιαγιά Μαρία, σε ηλικία 70 ετών, επήγε πρώτα στην Συχαστρία να προσκύνηση τούς τάφους των δύο παιδιών της. Κατόπιν με την καρότσα επήγε στην μονή Παλαιά Άγαπία, όπου έμεινε οριστικά. Έγινε μοναχή με το όνομα Άγάθη και έζησε άλλα 22 χρόνια. Βέβαια δεν μπορούσε να διαβάζει βιβλία, ούτε ακολουθίες στην εκκλησία. Δεν ήξερε να διαβάζει. Αυτό πού την χαρακτήριζε ήταν ή καλοσύνη της και ή αθωότητα της ψυχής της. Είχε μία παιδική ψυχή, χωρίς κακία, χωρίς υπερηφάνεια, χωρίς κακές σκέψεις στο μυαλό της. πίστευε οτιδήποτε της έλεγαν, υπάκουε σε όποιον την διέταζε να κάνη κάτι, αγαπούσε όλους τούς ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις, συνομιλούσε με όλους και έκλαιγε μπροστά στην συμφορά και τον πόνο του κάθε άνθρωπου.
-Ποιό διακόνημα κάνεις στο μοναστήρι, Αδελφή Άγάθη;
-Κόβω ξύλα με το πριόνι, φροντίζω για τα λουλούδια και βοηθώ στο μαγειρείο...
Μία άλλη απασχόλησης της ήταν να πηγαίνει ενίοτε στο δάσος για όλη την ήμερα, να συγκεντρώνει ξυλαράκια για το μαγειρείο, να προσεύχεται και το βράδυ να επιστρέφει με την δύσι του ηλίου.
Ένα χρόνο πριν από την όσιακή κοίμησί της, έπαυσε πλέον να ομιλεί για τα παιδιά της. Εάν κάποια μοναχή περνούσε και την ερωτούσε, ή γερόντισσα Άγάθη, στέναζε λιγάκι, αλλά χαιρόταν σαν ένα μικρό παιδί. Και έλεγε:
-Τί καλές είναι αυτές οι αδελφές! Με φροντίζουν σαν μητέρα τους. Ιδού εγώ παρέμεινα μόνη... Κοιμήθηκε και ή ηγουμένη Ολυμπιάδα. Παρέμεινα μόνη μου...
Μόνη παρηγοριά της τώρα ήταν ή εκκλησία και οι αδελφές πού την διακονούσαν στο κελί της. πέρασε τα 22 αυτά χρόνια της μοναχικής της ζωής με ταπείνωση, προσευχή, σιωπή, αγάπη, ησυχία και πνευματική ειρήνη.
Ή Παλαιά Άγαπία ήταν γι' αυτήν ένα λιμάνι σωτηρίας. Εδώ ή γερόντισσα Άγάθη γνώρισε στα γεράματα της ένα άλλο κόσμο, τον κόσμο του Θεού. Εδώ εύρήκε την αληθινή ειρήνη του Θεού και ήταν ευτυχισμένη. Τα παιδιά της, σχεδόν όλα, τα έστειλε στον ουρανό, πριν να πάη ή ίδια. Δεν τα μόλυνε ή ανομία του κόσμου, δεν τα πότισε το φαρμάκι της κοσμικής ζωής. Δεν υπέφεραν στην ζωή τους. Τώρα ή μητέρα τους προσεύχεται για όλα αυτά. Στο μοναστήρι εύρήκε την ειρήνη και την ελπίδα της σωτηρίας της.
Το καλοκαίρι του 1968 ή μοναχή Άγάθη αισθανόταν μεγάλη αδυναμία. Μόλις πού εξερχόταν για λίγο στον εξώστη του κελιού της να ζεσταθεί από τις ακτίνες του ηλίου. Για μερικές ήμερες έπεσε στο κρεβάτι.
-Γερόντισσα Άγάθη, δεν θα φας λίγο φαγητό; Να μερικά μήλα.
-Μήλα έχω να φάω στον παράδεισο, όπου φεύγω σε λίγο, απήντησε.
-Και πράγματι, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1968 πέρασε ή ψυχή της στην άλλη ζωή, στην ηλικία των 92 ετών. Ήλθε και την αποχαιρέτισε όλη ή Αδελφότης της Μονής και την συνόδευαν μέχρι την τελευταία της κατοικία με δάκρυα χαράς, με ψαλμωδίες, με λαμπάδες και θυμιάματα και με το κτύπημα των καμπάνων μέσα στην χαρά και την ειρήνη του Χριστού.
ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
http://agios-dimitrios.blogspot.com/2011/11/9-10.html#more
15η επέτειο από την ανακομιδή των λειψάνων της Αγίας Ματρώνας (ΦΩΤΟ)
site analysis
Γράφει ο Αιμίλιος Πολυγένης
Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώθηκαν χθες, Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013 από την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων της Αγίας Ματρώνας της αόμματης.
Ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών κ. Κύριλλος, στην Σταυροπηγιακή Μονή Ποκρόβσκι της Μόσχας, τέλεσε πανηγυρική θεία λειτουργία προς τιμής της 15ης επετείου.
Με τον Πατριάρχη Κύριλλο συλλειτούργησαν ο Αρχιεπίσκοπος Σεργίεφ Ποσάντ κ. Θεόγνωστος και ο Επίσκοπος Σολτσενογκόρσκι κ. Σέργιος, καθώς και πλειάδα κληρικών της Ρωσικής Εκκλησίας.
Επίσης να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, ο Πατριάρχης Μόσχας τέλεσε και χειροτονία Πρεσβυτέρου.
"Σήμερα γιορτάζουμε την 15η επέτειο από την ανακομιδή των λειψάνων της Αγίας Ματρώνας, ένα γεγονός που έχει μεγάλη επίδραση στην θρησκευτική ζωής της Μόσχας και όλης της Ρωσίας", ανέφερε ο Πατριάρχης Κύριλλος.
Στη συνέχεια ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας, έκανε εκτενή αναφορά στο βίο της Αγίας Ματρώνας.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ανέφερε ότι "όταν πριν 15 χρόνια, βρέθηκαν τα λείψανα της Αγίας Ματρώνας στο Νεκροταφείο του Ντανιλόφσκ, ίσως δεν είχαμε ακόμη επίγνωση των συνεπειών αυτής της μεγάλης πράξης. Όταν ήρθαν μετά τα λείψανα εδώ στο μοναστήρι, χιλιάδες καθημερινά την προσκυνούσαν για να λάβουν την ευλογία της".
Ο Πατριάρχης Κύριλλος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στη διακονία της Ηγουμένης και της Αδελφότητας, υπογραμμίζοντας ότι βίωσαν πολλές δυσκολίες μέχρι να γίνει το μοναστήρι.
Τέλος ο κ. Κύριλλος τέλεσε αγιασμό στο νέο ξενώνα για τους προσκυνητές, ενώ ευλόγησε την τοποθέτησε θεμέλιου λίθου στο παρεκκλήσι των Αγίων Πέτρου και Φεβρωνίας.
Φώτο: Σ. Βλασώφ
Γερόντισσα Φοίβη-Προηγουμένη Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού-Μαμψούς Κορινθίας.
site analysis
Εκοιμήθη η Προηγουμένη, της Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού Μαψούς Κορινθίας, Γερόντισσα Φοίβη (1918-2013)
Η Γερόντισσα Φοίβη, κατά κόσμον Αργυρώ Δημ. Καράκη εγεννήθη στο χωριό Περιβόλια Χανίων Κρήτης το 1918, από γονείς ευσεβείς Ορθοδόξους Χριστιανούς. Ήταν το 9ο παιδί εκ των 10 της οικογενείας. Μικρή έμεινε ορφανή από πατέρα. Η μητέρα τους εδίδαξε την ευσέβεια και με δύναμη ψυχής προσπάθησε να αναπληρώσει το κενό της πατρικής απουσίας. Εμαθήτευσε στα σχολεία της πατρίδας της.
Από την νεαρά της ηλικία αφιερώθη στον Θεό και εντάχθη εις την Χριστιανική πνευματική κίνηση του αειμνήστου, αρχιμανδρίτου τότε και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου Παπουτσάκη, και επί σειρά ετών εργάσθηκε για την διάδοση του Θείου Λόγου σε Κατηχητικά Σχολεία, αποστολές σε χωριά του νησιού κ. α. και μονίμως σε μαθητικό οικοτροφείο της Ι. Μητροπόλεως.
Το 1952 ήρθε στην Αθήνα όπου σε συνεργασία με τον Ιερομόναχο π. Νήφωνα Θωμαδάκη ξεκινούν ένα νέο στάδιο προσφοράς για το ορφανό και εγκαταλελειμμένο παιδί γενόμενοι οι εμπνευστές και οι πρωτεργάτες του Ιδρύματος με την επωνυμία «Σπίτι του παιδιού» και αργότερα «ΒΗΘΛΕΕΜ». Κοντά τους ήρθαν νέες κοπέλλες που αφιερώθηκαν στο Θεό και διακονούσαν ως «μητέρες» τα παιδιά. Η δις Αργυρούλα ήταν η γλυκειά διευθύντρια και πρόεδρος του Ιδρύματος και η «μητέρα»όλων. Εκτός από την αγάπη, την προστασία, την καλή ανατροφή, τη μόρφωση κ.λ.π. των παιδιών η φροντίδα τους έφθανε έως την επαγγελματική τους αποκατάστασή και το γάμο. Το έργο αυτό ήλθε εις πέρας στηριζόμενον μετά Θεόν στη θυσία των διακονούντων και στην αγάπη των ανθρώπων και των αξιόλογων συνεργατών που το πλαισίωσαν.
Ο απώτερος όμως πόθος της δίδος Αργυρούλας και των αφιερωμένων κοριτσιών ήταν ο Μοναχισμός. Έτσι το 1970 ο πρώτος πυρήνας ιδρύει το Γυναικείο Μοναστικό Κοινόβιο με την επωνυμία «Εισόδια της Θεοτόκου» στην Αθήνα και στις 13/8/1970 γίνεται η πρώτη μοναχική κουρά της Αργυρώς Καράκη που παίρνει το όνομα Φοίβη Μοναχή και γίνεται η Ηγουμένη της νέας Αδελφότητος. Λίγα χρόνια αργότερα όλη η Αδελφότητα της Μονής αναγκάσθηκε για λόγους ευνοήτους να αναζητήσει ένα πιο ήσυχο μέρος να εγκαταβιώσει από εκείνο της Αθήνας. Ιδρύουν τότε το Ιερό Ησυχαστήριο Τιμίου Σταυρού και αρχίζουν εκ θεμελίων την ανοικοδόμηση της νέας Μονής στο Μαψό Κορινθίας. Ο πνευματικός της Αδελφότητος π. Νήφων, βοήθησε ακούραστος την Αδελφότητα στο επίπονο έργο της αναλαμβάνοντας την ευθύνη των εργασιών. Με την προσωπική εργασία των αδελφών και την ανιδιοτελή βοήθεια των «παιδιών» τους που μεγάλωσαν και μορφώθηκαν και προσέφεραν πλέον ως «αντίδωρο» τις γνώσεις τους, την εργασία τους, την αγάπη τους για την υλοποίηση αυτού του έργου, οι αδελφές εγκαταβιώνουν εδώ από το 1979.
Η Γερόντισσα Φοίβη, Ηγουμένη του Τιμίου Σταυρού ήταν «μάνα» για όλες τις αδελφές και ο άνθρωπος της αγάπης και της παρηγοριάς για κάθε έναν που χτυπούσε την πόρτα της Μονής. Αγάπησε πολύ το Μοναχισμό και αγκάλιαζε όλα τα μοναστήρια για τα οποία προσευχόταν να γίνουν Λαύρες όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Η αγάπη για το Μοναστήρι της ήταν αυτή που την οδήγησε το 1990 να παραιτηθεί από την Ηγουμενία παρά τις παρακλήσεις των αδελφών και τις αντιρρήσεις πολλών άλλων «συναδέλφων» της. Ήθελε να παραδώσει την σκυτάλη στους νεωτέρους για να ανθίσει το μοναστήρι όπως έλεγε. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη όταν εξελέγη Ηγουμένη το «παιδί»της. Στάθηκε πάντα δίπλα στη Γερόντισσα Μεθοδία, την στήριζε, την συμβούλευε και χαιρόταν κάθε στιγμή σαν μικρό παιδί . Είναι θαυμαστό ότι σαν άνθρωπος ούτε μία φορά δεν το μετάνιωσε γι’ αυτήν της την απόφαση όπως όλοι καθημερινά διαπίστωναν. Ο Θεός που τόσο αγάπησε, την αξίωσε να ζήσει και να διακονήσει την Μονή της, είκοσι έτη ως ηγουμένη και εικοσιτρία έτη ως προηγουμένη. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της και να έχομε όλοι μας την ευχή της.
Η εξόδιος ακολουθία εψάλλη από τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Λαρίσης κ. Ιγνάτιο Ζιχνών και Νευροκοπίου κ. Ιερόθεο και τον Ποιμενάρχη Κορίνθου κ. Διονύσιο.
Πηγή: synodoiporia.blogspot.it
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡ Πατρικία
site analysis
09ΜΑΡ
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡ Πατρικία ἀποτελεῖ μεγάλη μορφή τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. )[. Γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατρικία ἡ ἴδια στήν αὐτοκρατορική αὐλή[, ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη λόγῳ τοῦ φθόνου τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἵδρυσε μονή κοντά στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν γυναικεία μονή τῆς Πατρικίας, καί, γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Ἰουστιανιανοῦ, ἀποσύρθηκε στήν αἰγυπτιακή ἔρημο.
Προσέφυγε στόν ἀββά Δανιήλ τόν Σκητιώτη, ὁ ὁποῖος τήν ἔντυσε μέ ἀνδρικά μοναχικά ἐνδύματα καί τῆς ὅρισε νά ἐγκαταβιώσει μέσα σέ σπήλαιο, ὡς εὐνοῦχος Ἀναστάσιος. Ἐκεῖ, ἔγκλειστη, παρέμεινε ἡ ὁσία Ἀναστασία μέ προσευχή, μετάνοια καί νηστεία ὥς τήν κοίμησή της. Τό πραγματικό της φύλο ἀποκαλύφθηκε μετά τόν θάνατό της, ὅταν τό σκήνωμά της προετοιμαζόταν, ἀπό ὑποτακτικούς τοῦ ἀββά Δανιήλ, γιά τήν κηδεία καί τήν ταφή της.
Αὐτά γράφουν τά ἁγιολογικά κείμενα πού δημοσιεύονται στήν συνέχεια. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ μεγάλη διάδοση τῶν κειμένων αὐτῶν σέ βυζαντινά χειρόγραφα, ἀλλά καί ἡ ἀναφορά τοῦ συναξαρίου τῆς ἁγίας στό Συναξάριο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως[4] ὑποδηλώνουν διάδοση καί ἑδραίωση τῆς τιμῆς τῆς ἁγίας κατά τήν βυζαντινή περίοδο.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ πιθανή σχέση τῆς ὁσίας Ἀναστασίας μέ τήν ἁγία Πατρικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ὁποίας τά λείψανα φυλάγονται καί τιμῶνται ἰδιαιτέρως στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Τό συναξάρι τῆς ἁγίας, πού ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου, παραθέτει συνοπτικά ὁ Antonio Borreli[5], ἀπό τό κείμενο τοῦ ὁποίου δημοσιεύεται στή συνέχεια σέ ἑλληνική μετάφραση[6]:
« Ἡ ἁγία Πατρικία, καταγομένη ἀπό τόν μεγάλο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἔλαβε αὐλική παιδεία ἀπό τήν τροφό Ἀγλαΐα καί ἔδωσε ὄρκους ἀγνείας σέ νεαρή ἡλικία. Γιά νά μείνει μάλιστα πιστή ἔφυγε ἀπό τήν πόλη ἐπειδή ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος Β’ ( 668 – 685 μ.Χ. ), συγγενής της, τῆς εἶχε προτείνει γάμο. Ἐκείνη ἔφτασε στή Ρώμη μαζί μέ τήν Ἀγλαΐα καί μέ ἄλλες θεραπαινίδες καί κοντά στόν ΠάπαLiberio ἔλαβε τό μοναχικό πέπλο. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Πατρικία γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη καί παραιτουμένη ἀπό κάθε ἀπαίτηση γιά τήν αὐτοκρατορική κορώνα, μοίρασε τήν περιουσία της στούς φτωχούς καί πῆγε γιά προσκύνηση στήν Ἁγία Γῆ. Μά μιά φοβερή καταιγίδα τήν ἔκανε νά ναυαγήσει στίς ἀκτές τῆς Νάπολης καί ἀκριβῶς στήν νησίδα Μεγαρίδα ( Φρούριο τοῦ Αὐγοῦ, Castel dell’ Ovo ) ἐκεῖ ἦταν μιά μικρή ἔρημος, ὅπου δυστυχῶς μετά ἀπό μιά ἀσθένεια πέθανε. Ἡ νεκρώσιμος τελετή, κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης στήν τροφό Ἀγλαΐα, ἔγινε μέ τρόπο ἐπίσημο, μέ τή συμμετοχή τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ δούκα τῆς πόλης καί μεγάλου πλήθους. Τό κάρο τό ἔσερναν δύο ταῦροι χωρίς καθοδήγηση σταματᾶ μπροστά στό μοναστήρι τῆς Caponapoliτῶν βασιλειανῶν πατέρων, πού ἦταν ἀφιερωμένο στούς ἁγίους Νίκανδρο καί Μαρκιανό, τό ὁποῖο ἡ Πατρικία σέ ἕνα σταθμό της στή Νάπολη, σέ προηγούμενο ταξίδι στή Ρώμη, εἶχε ὑποδείξει ὡς τόπο πού θά ἀναπαυόταν τό σῶμα της. Ἐκεῖ παρέμεινε τό λείψανο μέ τίς συναδελφές πού τήν εἶχαν ἀκολουθήσει καί ἀπό αὐτήν θά καλούνταν στό μέλλον, πατρικιανές, δηλαδή οἱ ἀδελφές τῆς Ἁγίας Πατρικίας. Τό μοναστήρι, ὅταν μετακινήθηκαν ἀπό ἐκεῖ οἱ βασιλειανοί μοναχοί σέ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ, διατηρήθηκε ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἀκολούθησαν τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, καί γιά αἰῶνες εἶχε μιά λαμπρή παρουσία. Ἐξαιτίας ἱστορικῶν καί πολιτικῶν γεγονότων τό 1864 τά λείψανα μεταφέρθηκαν στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τῶν Ἀρμενίων. Περιτυλιγμένα μέ κερί διατηροῦνται σέ μιά λήκυθο ἀπό ἀσήμι καί χρυσό καί διακοσμημένη μέ πολύτιμα πετράδια, στό παρεκκλήσι πού βρίσκεται δίπλα στή μνημειακή ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Πολύς κόσμος ἔτρεχε πάντα νά τήν λατρεύσει, ἔκπληκτος γιά τό θαῦμα τῆς ἀνάβλυσης τοῦ αἴματος καί τοῦ μύρου ( manna ). Τό μύρο ἀνέβλυζε ὅπως στούς ἄλλους τάφους τῶν ἁγίων, ἀπό τό μνῆμα. Ἡ μεγάλη ποσότητα βγῆκε μία χρονιά στίς 13 Σεπτεμβρίου ἀνάμεσα στά ἔτη 1190 καί 1214. Τό αἴμα ἀντιθέτως ἀνέβλυσε θαυμαστά ἀπό ἕνα φατνίο δοντιοῦ πού ἕνας ρωμαῖος ἱππότης, ἀπό ὑπερβολική λατρεία πρός τήν ἁγία, εἶχε ξεριζώσει ἀπό τό σῶμα της, κάποιους αιῶνες μετά τό θάνατό της. Τό δόντι καί τό αἴμα διατηροῦνται σέ μία λειψανοθήκη μεγάλης ἀξίας. Στούς αἰῶνες πού πέρασαν ἡ ἀνάβλυση τοῦ αἴματος γινόταν μέ μέτρο καί σέ διαφορετικούς χρόνους. Σήμερα, μετά ἀπό προσευχή, ἀναβλύζει πλούσιο στά τοιχώματα τῆς φιάλης. Τοῦτο τό θαῦμα εἶναι λιγότερο γνωστό ἀπό τό ἄλλο πού συμβαίνει ἐπίσης στή Νάπολη, ἐκεῖνο δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἰανουαρίου ( Σάν Τζενάρο ), κύριου προστάτη τῆς πόλης. Ἡ ἁγία Πατρικία εἶναι ἡ συν-προστάτης τῆς Νάπολης. Ἡ γιορτή της εἶναι στίς 25 Αὐγούστου ».Τό συναξάρι τοποθετεῖ τή νεότητα τῆς ἁγίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, οἱ χρονολογίες ὅμως 668 – 685, συμπίπτουν μέ τήν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Δ’ τοῦ Πογωνάτου[7], καί ὄχι μέ τά χρόνια πού βασίλευε ὁ Κωνστάντιος ( 337 – 361 μ.Χ. )[8]. Ἐρχόμαστε λοιπόν πιό κοντά στόν Ἰουστινιανό, παρά στόν Μ. Κωνσταντῖνο, συγγενής τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ἡ ἁγία Πατρικία.
Κατά τά λοιπά, τά δύο συναξάρια παρουσιάζουν πολλές καί ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες: εὐγενής καί ἀριστοκρατική καταγωγή, ἀναχώρηση ἀπό τήν Πόλη γιά νά ἀποφευχθοῦν προτάσεις γάμου τοῦ αὐτοκράτορα ἤ ζήλεια τῆς αὐτοκράτειρας, μοναστική ζωή, διαβίωση στήν ἔρημο. Παραλλήλως, τό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας ἀναφέρεται σέ περιγραφές πού προδίδουν κάποια σύγχυση: ἐνῶ ἡ ἁγία πηγαίνει πρός τούς ἁγίους τόπους ναυαγεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση, στή Νάπολη. Ἄν καί δέν ἀναφέρεται ρητῶς, ἡ ἁγία θεωρεῖται ἱδρύτρια μονῆς καί γυναικείου μοναστικοῦ τάγματος. Τό λείψανό της ἀνακαλύπτεται καί κηδεύεται μέ θαυματουργικό τρόπο. Τέλος, στό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας εἶναι ἐνσωματωμένα, προφανῶς ἐκ τῶν ὑστέρων, πολλά μυθικά ἁγιολογικά μοτίβα, πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν λεγομένων « ἁγιολογικῶν μύθων »[9]: οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού φανερώνουν τήν θεία θέληση, ζῶα πού μέ θεϊκή καθοδήγηση ὑποδεικνύουν τόν τόπο ὅπου θά ἀναπαυθοῦν τά λείψανα τῆς ἁγίας[10], ἀνάβλυση αἴματος καί μύρου ἀπό ἅγια λείψανα, ὡς ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῆς ἁγίας[11], θαυμαστά συμβάντα πού συνοδεύουν τήν ἀποκοπή τμήματος τοῦ λειψάνου, μετά ἀπό αὐθαίρετη, ἀλλά εὐλαβῶν προθέσεων, πρωτοβουλία κάποιου πιστοῦ[12].
Πιθανότατα τά λείψανα τῆς ἁγίας βρέθηκαν στή Νάπολη, ἴσως κατά τήν λεηλασία ἁγίων λειψάνων καί τήν μεταφορά τους στήν Δύση, μετά τήν Δ’ Σταυροφορία, καί ἐκεῖ, χωρίς γνώση τῶν ἀκριβῶν περιστατικῶν ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε διατηρηθεῖ στή μνήμη τῶν ἁρπαγῶν μόνο ὁ τίτλος τῆς ( Πατρικία: Patrizia di Constantinopoli ), μέ βάση προφορικές καί ἀσαφεῖς ἐνδείξεις, πλάστηκε ὁ νόθος αὐτός « βίος ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε τήν ἁγία Πατρικία δέν τήν περιλαμβάνει, στό ἁγιολόγιό του, οὔτε ὁ Fr. Halkin, ὁ περίφημος Βολλανδιστής ἁγιολόγος, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἀναφέρεται ἐκτενῶς στήν ἁγίαἈναστασία τήν Πατρικία[13].
Ἄρα ἡ ἁγία Πατρικία τῆς Νάπολης εἶναι μᾶλλον ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Πατρικία, παραποιημένη ἱστορικά καί ἁγιολογικά μέ μία διαδικασία συμφυρμῶν, πού εἶναι μᾶλλον συνήθης στήν ἁγιολογία μας. Τά ἱερά λείψανα τῆς Νάπολης πιθανότατα ἀνήκουν στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία, καί εὐχῆς ἔργον θά ἦταν τμῆμα τους νά ἐπαναπατρισθεῖ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα στόν ἐνοριακό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Πατρικίας, στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου. Τέλος εἶναι ἄξιο μνημόνευσης ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία συνδέει τούς δύο πρώτους θρόνους τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τό πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν δευτερόθρονο ἀποστολική καθέδρα τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἀφοῦ γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά μόνασε, ἀσκήτευσε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στήν Αἴγυπτο. Ἀνήκει, λοιπόν, τόσο στό κωνσταντινουπολίτικο ὅσο καί στό αἰγυπτιακό ἁγιολόγιο, καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἰδιαίτερης σημασίας τό γεγονός ὅτι ὁ ἐνοριακός της ναός βρίσκεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου, πού ἔχει πνευματικές σχέσεις μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο, διά τοῦ μητροπολίτου της κ. Χρυσοστόμου, ἀποφοίτου τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, καί μέ τήν τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησία, μέσῳ μιᾶς σειρᾶς κληρικῶν της πού ὑπηρετοῦν, ἀκόμη καί ὡς ἐπίσκοποι πλέον, στίς ἐπαρχίες τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Προσέφυγε στόν ἀββά Δανιήλ τόν Σκητιώτη, ὁ ὁποῖος τήν ἔντυσε μέ ἀνδρικά μοναχικά ἐνδύματα καί τῆς ὅρισε νά ἐγκαταβιώσει μέσα σέ σπήλαιο, ὡς εὐνοῦχος Ἀναστάσιος. Ἐκεῖ, ἔγκλειστη, παρέμεινε ἡ ὁσία Ἀναστασία μέ προσευχή, μετάνοια καί νηστεία ὥς τήν κοίμησή της. Τό πραγματικό της φύλο ἀποκαλύφθηκε μετά τόν θάνατό της, ὅταν τό σκήνωμά της προετοιμαζόταν, ἀπό ὑποτακτικούς τοῦ ἀββά Δανιήλ, γιά τήν κηδεία καί τήν ταφή της.
Αὐτά γράφουν τά ἁγιολογικά κείμενα πού δημοσιεύονται στήν συνέχεια. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ μεγάλη διάδοση τῶν κειμένων αὐτῶν σέ βυζαντινά χειρόγραφα, ἀλλά καί ἡ ἀναφορά τοῦ συναξαρίου τῆς ἁγίας στό Συναξάριο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως[4] ὑποδηλώνουν διάδοση καί ἑδραίωση τῆς τιμῆς τῆς ἁγίας κατά τήν βυζαντινή περίοδο.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ πιθανή σχέση τῆς ὁσίας Ἀναστασίας μέ τήν ἁγία Πατρικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ὁποίας τά λείψανα φυλάγονται καί τιμῶνται ἰδιαιτέρως στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Τό συναξάρι τῆς ἁγίας, πού ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου, παραθέτει συνοπτικά ὁ Antonio Borreli[5], ἀπό τό κείμενο τοῦ ὁποίου δημοσιεύεται στή συνέχεια σέ ἑλληνική μετάφραση[6]:
« Ἡ ἁγία Πατρικία, καταγομένη ἀπό τόν μεγάλο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἔλαβε αὐλική παιδεία ἀπό τήν τροφό Ἀγλαΐα καί ἔδωσε ὄρκους ἀγνείας σέ νεαρή ἡλικία. Γιά νά μείνει μάλιστα πιστή ἔφυγε ἀπό τήν πόλη ἐπειδή ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος Β’ ( 668 – 685 μ.Χ. ), συγγενής της, τῆς εἶχε προτείνει γάμο. Ἐκείνη ἔφτασε στή Ρώμη μαζί μέ τήν Ἀγλαΐα καί μέ ἄλλες θεραπαινίδες καί κοντά στόν ΠάπαLiberio ἔλαβε τό μοναχικό πέπλο. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Πατρικία γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη καί παραιτουμένη ἀπό κάθε ἀπαίτηση γιά τήν αὐτοκρατορική κορώνα, μοίρασε τήν περιουσία της στούς φτωχούς καί πῆγε γιά προσκύνηση στήν Ἁγία Γῆ. Μά μιά φοβερή καταιγίδα τήν ἔκανε νά ναυαγήσει στίς ἀκτές τῆς Νάπολης καί ἀκριβῶς στήν νησίδα Μεγαρίδα ( Φρούριο τοῦ Αὐγοῦ, Castel dell’ Ovo ) ἐκεῖ ἦταν μιά μικρή ἔρημος, ὅπου δυστυχῶς μετά ἀπό μιά ἀσθένεια πέθανε. Ἡ νεκρώσιμος τελετή, κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης στήν τροφό Ἀγλαΐα, ἔγινε μέ τρόπο ἐπίσημο, μέ τή συμμετοχή τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ δούκα τῆς πόλης καί μεγάλου πλήθους. Τό κάρο τό ἔσερναν δύο ταῦροι χωρίς καθοδήγηση σταματᾶ μπροστά στό μοναστήρι τῆς Caponapoliτῶν βασιλειανῶν πατέρων, πού ἦταν ἀφιερωμένο στούς ἁγίους Νίκανδρο καί Μαρκιανό, τό ὁποῖο ἡ Πατρικία σέ ἕνα σταθμό της στή Νάπολη, σέ προηγούμενο ταξίδι στή Ρώμη, εἶχε ὑποδείξει ὡς τόπο πού θά ἀναπαυόταν τό σῶμα της. Ἐκεῖ παρέμεινε τό λείψανο μέ τίς συναδελφές πού τήν εἶχαν ἀκολουθήσει καί ἀπό αὐτήν θά καλούνταν στό μέλλον, πατρικιανές, δηλαδή οἱ ἀδελφές τῆς Ἁγίας Πατρικίας. Τό μοναστήρι, ὅταν μετακινήθηκαν ἀπό ἐκεῖ οἱ βασιλειανοί μοναχοί σέ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ, διατηρήθηκε ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἀκολούθησαν τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, καί γιά αἰῶνες εἶχε μιά λαμπρή παρουσία. Ἐξαιτίας ἱστορικῶν καί πολιτικῶν γεγονότων τό 1864 τά λείψανα μεταφέρθηκαν στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τῶν Ἀρμενίων. Περιτυλιγμένα μέ κερί διατηροῦνται σέ μιά λήκυθο ἀπό ἀσήμι καί χρυσό καί διακοσμημένη μέ πολύτιμα πετράδια, στό παρεκκλήσι πού βρίσκεται δίπλα στή μνημειακή ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Πολύς κόσμος ἔτρεχε πάντα νά τήν λατρεύσει, ἔκπληκτος γιά τό θαῦμα τῆς ἀνάβλυσης τοῦ αἴματος καί τοῦ μύρου ( manna ). Τό μύρο ἀνέβλυζε ὅπως στούς ἄλλους τάφους τῶν ἁγίων, ἀπό τό μνῆμα. Ἡ μεγάλη ποσότητα βγῆκε μία χρονιά στίς 13 Σεπτεμβρίου ἀνάμεσα στά ἔτη 1190 καί 1214. Τό αἴμα ἀντιθέτως ἀνέβλυσε θαυμαστά ἀπό ἕνα φατνίο δοντιοῦ πού ἕνας ρωμαῖος ἱππότης, ἀπό ὑπερβολική λατρεία πρός τήν ἁγία, εἶχε ξεριζώσει ἀπό τό σῶμα της, κάποιους αιῶνες μετά τό θάνατό της. Τό δόντι καί τό αἴμα διατηροῦνται σέ μία λειψανοθήκη μεγάλης ἀξίας. Στούς αἰῶνες πού πέρασαν ἡ ἀνάβλυση τοῦ αἴματος γινόταν μέ μέτρο καί σέ διαφορετικούς χρόνους. Σήμερα, μετά ἀπό προσευχή, ἀναβλύζει πλούσιο στά τοιχώματα τῆς φιάλης. Τοῦτο τό θαῦμα εἶναι λιγότερο γνωστό ἀπό τό ἄλλο πού συμβαίνει ἐπίσης στή Νάπολη, ἐκεῖνο δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἰανουαρίου ( Σάν Τζενάρο ), κύριου προστάτη τῆς πόλης. Ἡ ἁγία Πατρικία εἶναι ἡ συν-προστάτης τῆς Νάπολης. Ἡ γιορτή της εἶναι στίς 25 Αὐγούστου ».Τό συναξάρι τοποθετεῖ τή νεότητα τῆς ἁγίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, οἱ χρονολογίες ὅμως 668 – 685, συμπίπτουν μέ τήν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Δ’ τοῦ Πογωνάτου[7], καί ὄχι μέ τά χρόνια πού βασίλευε ὁ Κωνστάντιος ( 337 – 361 μ.Χ. )[8]. Ἐρχόμαστε λοιπόν πιό κοντά στόν Ἰουστινιανό, παρά στόν Μ. Κωνσταντῖνο, συγγενής τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ἡ ἁγία Πατρικία.
Κατά τά λοιπά, τά δύο συναξάρια παρουσιάζουν πολλές καί ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες: εὐγενής καί ἀριστοκρατική καταγωγή, ἀναχώρηση ἀπό τήν Πόλη γιά νά ἀποφευχθοῦν προτάσεις γάμου τοῦ αὐτοκράτορα ἤ ζήλεια τῆς αὐτοκράτειρας, μοναστική ζωή, διαβίωση στήν ἔρημο. Παραλλήλως, τό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας ἀναφέρεται σέ περιγραφές πού προδίδουν κάποια σύγχυση: ἐνῶ ἡ ἁγία πηγαίνει πρός τούς ἁγίους τόπους ναυαγεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση, στή Νάπολη. Ἄν καί δέν ἀναφέρεται ρητῶς, ἡ ἁγία θεωρεῖται ἱδρύτρια μονῆς καί γυναικείου μοναστικοῦ τάγματος. Τό λείψανό της ἀνακαλύπτεται καί κηδεύεται μέ θαυματουργικό τρόπο. Τέλος, στό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας εἶναι ἐνσωματωμένα, προφανῶς ἐκ τῶν ὑστέρων, πολλά μυθικά ἁγιολογικά μοτίβα, πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν λεγομένων « ἁγιολογικῶν μύθων »[9]: οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού φανερώνουν τήν θεία θέληση, ζῶα πού μέ θεϊκή καθοδήγηση ὑποδεικνύουν τόν τόπο ὅπου θά ἀναπαυθοῦν τά λείψανα τῆς ἁγίας[10], ἀνάβλυση αἴματος καί μύρου ἀπό ἅγια λείψανα, ὡς ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῆς ἁγίας[11], θαυμαστά συμβάντα πού συνοδεύουν τήν ἀποκοπή τμήματος τοῦ λειψάνου, μετά ἀπό αὐθαίρετη, ἀλλά εὐλαβῶν προθέσεων, πρωτοβουλία κάποιου πιστοῦ[12].
Πιθανότατα τά λείψανα τῆς ἁγίας βρέθηκαν στή Νάπολη, ἴσως κατά τήν λεηλασία ἁγίων λειψάνων καί τήν μεταφορά τους στήν Δύση, μετά τήν Δ’ Σταυροφορία, καί ἐκεῖ, χωρίς γνώση τῶν ἀκριβῶν περιστατικῶν ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε διατηρηθεῖ στή μνήμη τῶν ἁρπαγῶν μόνο ὁ τίτλος τῆς ( Πατρικία: Patrizia di Constantinopoli ), μέ βάση προφορικές καί ἀσαφεῖς ἐνδείξεις, πλάστηκε ὁ νόθος αὐτός « βίος ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε τήν ἁγία Πατρικία δέν τήν περιλαμβάνει, στό ἁγιολόγιό του, οὔτε ὁ Fr. Halkin, ὁ περίφημος Βολλανδιστής ἁγιολόγος, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἀναφέρεται ἐκτενῶς στήν ἁγίαἈναστασία τήν Πατρικία[13].
Ἄρα ἡ ἁγία Πατρικία τῆς Νάπολης εἶναι μᾶλλον ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Πατρικία, παραποιημένη ἱστορικά καί ἁγιολογικά μέ μία διαδικασία συμφυρμῶν, πού εἶναι μᾶλλον συνήθης στήν ἁγιολογία μας. Τά ἱερά λείψανα τῆς Νάπολης πιθανότατα ἀνήκουν στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία, καί εὐχῆς ἔργον θά ἦταν τμῆμα τους νά ἐπαναπατρισθεῖ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα στόν ἐνοριακό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Πατρικίας, στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου. Τέλος εἶναι ἄξιο μνημόνευσης ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία συνδέει τούς δύο πρώτους θρόνους τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τό πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν δευτερόθρονο ἀποστολική καθέδρα τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἀφοῦ γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά μόνασε, ἀσκήτευσε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στήν Αἴγυπτο. Ἀνήκει, λοιπόν, τόσο στό κωνσταντινουπολίτικο ὅσο καί στό αἰγυπτιακό ἁγιολόγιο, καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἰδιαίτερης σημασίας τό γεγονός ὅτι ὁ ἐνοριακός της ναός βρίσκεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου, πού ἔχει πνευματικές σχέσεις μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο, διά τοῦ μητροπολίτου της κ. Χρυσοστόμου, ἀποφοίτου τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, καί μέ τήν τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησία, μέσῳ μιᾶς σειρᾶς κληρικῶν της πού ὑπηρετοῦν, ἀκόμη καί ὡς ἐπίσκοποι πλέον, στίς ἐπαρχίες τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Κυριακή 3 Μαρτίου 2013
Ασθένεια και Οσιακή τελευτή της Γερόντισσας Μακρίνας Βασσοπούλου (1921-1995)]
site analysis
Ασθένεια
Κατά τα μέσα του έτους 1987 η Γερόντισσα προσεβλήθη από καρκίνο του εντέρου. Πριν χειρουργηθή, μετέβη με μεγάλη ευλάβεια και πίστι στην Κρήτη, στα Ρούστικα Ρεθύμνου, για να την σταυρώση ο ιερεύς π. Σταύρος Τσαγκαράκης με το Τίμιο Ξύλο. Βίωσε τότε εντόνως την θαυματουργική ενέργεια του Τιμίου Σταυρού, διά του οποίου αισθάνθηκε να συρρικνούται ο καρκίνος. Χειρουργήθηκε στο Λονδίνο συνοδευομένη από τον Γέροντά μας, π. Εφραίμ, την αδελφή Εφραιμία και την μακαριστή αδελφή Μακρίνα, πρώην προϊσταμένη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Η Γερόντισσα ειχε πάρει μαζί της την εικόνα των Αγίων Αναργύρων, παλαιά ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Ο κανονισμός του νοσοκομείου δεν επέτρεπε συνοδούς τις βραδινές ώρες. Η Γερόντισσα, επειδή η ίδια δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε μόνη της να συνεννοηθή, παρακαλούσε την Παναγία να φωτίζη τις νοσοκόμες και να τις στέλλη, όταν χρειαζόταν βοήθεια μετά την νάρκωσι και την εγχείρησι. Την νύκτα μετά την επέμβασι, αλλά και επί, αρκετές νύκτες, η Γερόντισσα δεχόταν την επίσκεψι των Αγίων Αναργύρων, που εμφανίζονταν με λευκές ιατρικές στολές. Ήταν μελαμψοί, μιλούσαν στην αραβική γλώσσα και κρατούσαν στα χέρια τους λευκά μανδηλάκια βοηθώντας την να βγάζη μετεγχειρητικώς τα πτύελα. Η Γερόντισσα αρχικώς δεν είχε αντιληφθή ποιοι ήταν οι ιατροί που την διακονούσαν και παρακάλεσε τον Γέροντα και τις αδελφές να τους αναζητήσουν για να τους ευχαριστήσουν, δίδοντάς τους κάποια ευλογία ως δώρο για όλη την βοήθεια που της προσέφεραν. Όμως, η περιγραφή των δύο ιατρών από την Γερόντισσα δεν ταίριαζε με τους ιατρούς που εργάζονταν σε εκείνο το νοσοκομείο. Τότε αντελήφθησαν όλοι ότι ήταν θαύμα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, η μνήμη των οποίων ετιμάτο εκείνη την ημέρα.
Η Γερόντισσα είδε ακόμη δύο νέες γυναίκες, ως αδελφές νοσοκόμες, που φορούσαν λευκές στολές και λευκά σκουφάκια και όχι θαλασσιά, όπως στο εκεί νοσοκομείο. Ήταν όρθιες στο κάτω μέρος της κλίνης και με το γλυκύ βλέμμα τους την παρηγορούσαν. Όταν η Γερόντισσα διερωτήθηκε ποιές να είναι, άκουσε στην διάνοιά της μία φωνή που της έλεγε ότι είναι ο Άγγελος της ψυχής της και ο Άγγελος του Μεγάλου Σχήματος. Ο Άγγελος της ψυχής μάλιστα την πληροφόρησε ότι δεν θα την έπαιρνε ακόμη, αλλά μετά από επτά χρόνια.
Καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής της, των δεκαεπτά ημερών, στο νοσοκομείο δοκίμασε μέν τον ανθρώπινο πόνο στην ασθένεια, αλλά δεν της έλειψε και η θεία παρηγορία. Αισθανόταν ένα απαλό αεράκι, όπως διηγείτο, να δροσίζη το πρόσωπό της και να την ανακουφίζη. Ζούσε ένα ουράνιο μεγαλείο στην ψυχή της. Παραλλήλως αισθανόταν τις προσευχές των άνθρώπων για την αποκατάστασι της υγείας της· όπως έλεγε χαρακτηριστικώς, περνούσαν νοερώς όλοι από εμπρός της σαν να ήταν ένα τάγμα. Πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα, η Γερόντισσα Μακρίνα επισκέφθηκε μαζί με τους συνοδούς της τον μακαριστό Γέροντα π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896-1993) στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Ο Γέρων Σωφρόνιος τους υποδέχθηκε με πολλή εγκαρδιότητα και η φιλοξενία τους εκεί ήταν αβραμιαία.
Οσιακή τελευτή
Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.
Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκύνηση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.
Την εβδομάδα πριν από την κοίμησί της είπε σε μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, την αδελφή Εφραιμία, κατά την ώρα που της έπλενε τα πόδια, «αυτά τα πόδια σε λίγες μέρες θα είναι μέσα στο χώμα». Κατά τις τελευταίες ημέρες επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με πολλούς ανθρώπους γνωστούς της, τους προσκαλούσε στο Μοναστήρι και τους έδιδε τις τελευταίες συμβουλές της, χαρίζοντας και κάτι από το κελλί της ως ευλογία.
Την περίοδο αυτή, λόγω της καρδιακής της ανεπάρκειας, είχε δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράδια που η κατάστασί της επιδεινωνόταν έβλεπε από την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που υπάρχει στο κελλί της, να βγαίνη μία παιδούλα με πλεξούδες σε ηλικία δώδεκα ετών, να την πλησιάζη και να την σκεπάζη. Καθώς την κοίταζε, υποχωρούσε η δυσκολία της και έτσι μπορούσε να αποκοιμηθή. Η Γερόντισσα δεν το είχε αναφέρει αυτό σε κανένα και δεν άφηνε καμμία αδελφή να μένη στο κελλί της, για να μη χάση αυτή την ουράνια συντροφιά της Παναγίας. Κάποιο βράδυ η αδελφή Εφραιμία, ανησυχώντας για την δύσπνοια που παρουσίαζε, σύρθηκε αθόρυβα στον καναπέ του κελλιού της και όταν κάποια στιγμή η Γερόντισσα σηκώθηκε και την είδε, την επέπληξε και ακουσίως της φανέρωσε ότι λόγώ της παρουσίας της στερήθηκε εκείνο το βράδυ την επίσκεψι της Παναγίας.
Η ημέρα της Κοιμήσεως της Γερόντισσας ήταν η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 22-5/4-6 του έτους 1995. Εκείνη την ημέρα λόγω της ασθενείας της δεν μετέβη στην εκκλησία. Το μεσημέρι παρ’ όλη την δυσκολία σηκώθηκε, κατευώδωσε μερικούς φιλοξενούμενούς μας και αποσύρθηκε πάλι στο κελλί της. Κατά την 1:30 το μεσημέρι πέρασαν από το κελλί της οι αδελφές που διακονούσαν την εβδομάδα εκείνη στο μαγειρείο, η αδελφή Μαρία (νυν Γερόντισσα της Ιεράς Μονής Παναγίας Γλυκοφιλούσης στην Ραψάνη Λαρίσης), η αδελφή Χρυσοβαλάντου και η δόκιμος Χρυσαυγή (νύν αδελφή Ακυλίνα). Μαζί τους κάθισε και μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, η αδελφή Νεκταρία. Η Γερόντισσα, καθιστή στην καρέκλα, άρχισε την συζήτησι περί θανάτου. Αναφέρθηκε στην εν ουρανοίς συνοδία μας, στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, στον πρώτο πνευματικό της, και κατωνόμασε τις αδελφές που είχαν ήδη κοιμηθή. Μετά από λίγο έφυγαν οι αδελφές Χρυσοβαλάντου και Χρυσαυγή και έμείνε η Γερόντισσα με τις άλλες δύο. Κάθισε στον καναπέ και, επειδή άρχισε να αισθάνεται πόνο, ζήτησε από την αδελφή Μαρία να την τρίψη στην πλάτη επάνω από τα ρούχα, ενώ παραλλήλως η μεγαλύτερη αδελφή ετοίμαζε το κρεββάτι της.
Μετά τις 2:00 η Γερόντισσα πήγε να ξαπλώση, αλλά σε λίγο ανασηκώθηκε λόγω της δυσφορίας που ένοιωθε. Η αδελφή Νεκταρία προσφέρθηκε να σηκώση ψηλότερα τα μαξιλάρια, για να ανακουφισθή. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και ζήτησε από τις αδελφές να αποσυρθούν και να επανέλθουν κατά τις 4:00 το απόγευμα. Η αδελφή Μαρία μετά από μιάμιση περίπου ώρα άκουσε μία φωνή που την ξύπνησε λέγοντας ότι η Γερόντισσα δεν είναι καλά. Σηκώθηκε αμέσως και με ενα ποτήρι χυμό, που πάντα ευχαριστούσε την Γερόντισσα, κατέβηκε στο κελλί της, όπου συνάντησε την αδελφή Μακρίνα, η οποία την ενημέρωσε ότι η Γερόντισσα δεν αισθανόταν καλά. Η Γερόντισσα ήπιε δύο γουλιές μόνο από το χυμό, που της προσέφερε η αδελφή Μαρία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθή ότι όταν η Γερόντισσα Μαρία, κατά κόσμον Μαρίνα, ήταν δεκατριών ετών και είχε έλθει για να φιλοξενηθή στο Μοναστήρι κατά το διάστημα από 17 Ιουλίου μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, αισθάνθηκε έντονη αγάπη προς την μοναχική ζωή· όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της φιλοξενίας της, έκλαιγε, διότι δεν ήθελε να φύγη. Η Γερόντισσα της είπε, «δεν θα μείνης τώρα, αλλά στα δεκαεπτά σου χρόνια θα έρθης». Επειδή όμως η Γερόντισσα ήταν πάντοτε φιλάσθενος, η μικρή Μαρίνα της είπε με παράπονο, «τότε δεν θα ζήτε», κι εκείνη της απάντησε, «δεν θα έχω πεθάνει, αλλά εσύ θα μου κλείσης τα μάτια!».
Ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζουν οι πνεύμονες υγρό που ακουγόταν στην αναπνοή της Γερόντισσας. Εντός ολίγων λεπτών έφθασαν στο κελλί η αδελφή Μυροφόρα και η αδελφή Νεκταρία, η οποία παρέμεινε συνεχώς κοντά στην Γερόντισσα και της σφράγισε εν τέλει τα μάτια. Η αδελφή Σιλουανή, η ιατρός της Μονής, μέτρησε την πίεσι της Γερόντισσας· ήταν είκοσι δύο, της έδωσε ένα υπογλώσσιο και της χορήγησε οξυγόνο. Στο διάστημα αυτό ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιπες αδελφές. Άλλες άρχισαν Παράκλησι στην Θεοτόκο και άλλες έσπευσαν να βοηθήσουν. Η Γερόντισσα ήταν σιωπηλή και ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Το πρόσωπό της ήταν εντόνως ροδαλό και είχε αρχίσει η εφίδρωσι. Η πίεσι εξακολουθούσε να ανεβαίνη και σε λίγο ζήτησε από την αδελφή Μακρίνα να καλέση τον εφημέριο της Μονής μας, π. Ιωσήφ, για να την σταυρώση με την Αγία Λόγχη και με άγια Λείψανα. Ήταν ο τελευταίος λόγος που είπε.
Εντός ολίγου έφθασε και ο παθολόγος ιατρός της Μονής, κ. Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ο οποίος διέγνωσε οξύ πνευμονικό οίδημα με άρτηριακή πίεσι απροσδιόριστη. Προσπάθησε με καρδιακές μαλάξεις να βοηθήση, αλλά το καρδιογενές σοκ ήταν μη αναστρέψιμο και μετά από λίγο η Γερόντισσα κατέληξε, γεγονός που τεκμηριώθηκε με ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η Γερόντισσα είχε ήδη παραδώσει την αγία της ψυχή.
Κατά τις στιγμές αυτές η αδελφή Μακρίνα προσπαθούσε να επικοινωνήση τηλεφωνικώς με τον σεβαστό Γέροντά μας, ο οποίος ήταν στην Αμερική, για να τον ενημερώση για την κατάστασι της Γερόντισσας. Κατά την διάρκεια της επικοινωνίας ειδοποιήθηκε η αδελφή ότι η Γερόντισσα εκοιμήθη. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού». Επιστρέφοντας η αδελφή Μακρίνα στο κελλί της μακαριστής Μητρός μας και ασπαζομένη το ιερό της μέτωπο, που ήταν ιδρωμένο, αισθάνθηκε ευωδία.
«Την αειτάραχον θάλασσαν, του βίου διαδραμούσα, τώ του Κυρίου λιμένι προσέδραμε τη πίστει»[1] η μεταστάσα Γερόντισσά μας. Το σεπτό σκήνωμά της παρέμεινε στο Καθολικό της Μονής επί τρεις ημέρες μέχρι την Εξόδιο Ακολουθία και την ταφή. Κατά την διάρκεια της αναγνώσεως του ιερού Ψαλτηρίου ετελούντο Τρισάγια υπό των προσερχομένων Ιεραρχών, Ηγουμένων, Ιερομονάχων και Ιερέων τόσο του Αγίου Όρους όσο και άλλων Ιερών Μονών και περιοχών της Ελλάδος. Κατέφθαναν επίσης Γερόντισσες και μοναχές από διάφορα Μοναστήρια και πλήθη λαϊκών αδελφών, για να ασπασθούν την οσιωτάτη Μητέρα μας, άνθρωποι περίλυποι και ενδάκρυες που είχαν ευεργετηθή από τις προσευχές, τις νουθεσίες και τις συμβουλές της.
Στο οσιακό πρόσωπο της μακαριστής Γερόντισσάς μας, που αναπαυόταν, είχε εντυπωθή η εκ Θεού μακαρία ειρήνη. Παρευρίσκετο εν Αγίω Πνεύματι ανάμεσά μας δίδοντας στις ψυχές μας θεία παρηγορία και χάρι. Από τους οφθαλμούς μας έρρεαν ησύχως άφθονα τα δάκρυα που επήγαζαν από τα αισθήματα λύπης και χαράς, πένθους και Αναστάσεως και που ανεξηγήτως εναλλάσσονταν στις καρδιές μας. Πράγματι αυτές τις η μέρες και τις νύκτες και εν συνεχεία καθ’ όλο το τεσσαρακονθήμερο που ακολούθησε, βιώσαμε εν σιωπή την πνευματική εμπειρία της χαρμολύπης, όπως την αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες και Ασκητές της Εκκλησίας μας. Η πνευματική αυτή κατάστασι ήταν δωρεά του Θεού διά των ευχών της οσιωτάτης Μητρός μας προς παραμυθίαν και ενίσχυσίν μας.
Η Εξόδιος Ακολουθία ετελέσθη την Τρίτη 24η-5/ 6η-6 και μετά την ταφή παρετέθη τράπεζα αγάπης στην Μονή για όλους τους παρευρισκομένους, εις μνήμην της αοιδίμου Μητρός μας. Πλήθος μοναχών και λαϊκών κατέκλυσαν τις ημέρες αυτές την Ιερά Μονή και φιλοξενήθηκαν σε αυτήν, αποτίοντες έτσι εμπράκτως φόρο τιμής και αγάπης, και κατευοδούντες την διδάσκαλο, την ευεργέτιδα και την Μητέρα προς την αιώνιον πατρίδα εις συνάντησιν του Νυμφίου, Όν ηγάπησεν.
Σημειώσεις:
1. Εκ της Νεκρώσιμου Ακολουθίας εις Μοναχούς.
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.
Η. ΑΓΙΑ ΕΥΘΑΛΙΑ Παρθενομάρτυς (2 Μαρτίου)
site analysis
Η Αγία Εύθαλία ζούσε Στη Σικελία ΚΑΙ Μητέρα είχε αιμορροούσα, πού ονομαζόταν και αυτή Εύθαλία.Κάποτε λοιπόν ή μητέρα της, είδε στο όνειρο της τους Άγιους Μάρτυρες Αλφειό, Φιλάδελφο και Κυπρίνο, πού τη μνήμη τους γιορτάζουμε στις 10 Μαΐου, οι όποιοι της είπαν: "" Αν πιστέψεις στον Χριστό και βαπτισθείς, θα γιατρευτείς και θα σωθείς. "Αν όμως όχι, τότε φύγε μακριά μας". Όταν ξύπνησε ή μητέρα Εύθαλία πείστηκε στα λόγια των Αγίων Μαρτύρων. Έτσι, μαζί με τη θυγατέρα της Εύθαλία, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Υπήρχε όμως και ό γιος της Σερμιλιανός, ό όποιος κόντεψε να την πνίξει, μόλις έμαθε ότι ή μητέρα του έγινε χριστιανή. Γλύτωσε το βέβαιο θάνατο, με τη βοήθεια κάποιας υπηρέτριας και έφυγε. Ή δε θυγατέρα της, Αγία ή «Εύθαλία, έκανε δριμύτατη παρατήρηση στον αδελφό της, πού θέλησε να σκοτώσει τη μητέρα τους. Αυτός δε της είπε: «Μήπως και συ είσαι Χριστιανή?". Ή 'Αγία αποκρίθηκε: "Ναι, Χριστιανή είμαι και για τον Χριστό είμαι έτοιμη να πεθάνω πρόθυμα".Τότε ό αισχρός αδελφός της, αφού την έδειρε δυνατά, έπειτα την παρέδωσε σ 'έναν δούλο του να τη βιάσει.Προσευχομένη τότε ή 'Αγία τύφλωσε τον δούλο. Ό δε αδελφός της μόλις είδε το γεγονός, σαν άλλος Κάϊν, αποκεφάλισε την αδελφή του και έτσι ή μακαριά πήρε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου. (Σε κάποιον κώδικα Νο 73 της Μονής Παναγίας στη Χάλκη, ή μνήμη της Άγιας φέρεται κατά την 27η Αυγούστου).
Η. εκκλησια Μας τιμά την Μνήμη Της στις 2 Μαρτίου και στις 27 Αυγούστου
Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013
Αγία Ευδοκία η από Σαμαρειτών (1 Μαρτίου)
site analysis
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται, αν του την έπαιρναν.
Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος, που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και την έκοψαν το κεφάλι».
Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως και άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ‘λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, ήδη στην αρχή της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.
Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης» («Καταλιπούσα τα τερπνά και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, και τον σταυρόν αραμένη επ’ ώμων, προσήλθε του νυμφευθήναί σοι, Χριστέ, και σηυν οιμωγαίς δακρύων εβόα∙ Μη με την πόρνης απορρίψης, ο ασώτους καθαίρων∙ μη μου τα δάκρυα παρίδης των δεινών οφλημάτων∙ αλλά δέξαι με, ώσπερ την πόρνην εκείνην, την το μύρον σοι προσενέγκασαν, και ακούσω καγώ∙ η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην»). Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια μας τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» («Αγάπης εραστών των φθαρτικών σεμνόν προτιμήσασα Νυμφίον, τω έρωτι, Ευδοκία, τω αφθάρτω επανέθου σαυτήν») (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος μας παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου παρά το φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» («Η Σαμαρείτις ουχ ύδωρ Ευδοκία, αλλ’ αίμα, Σώτερ, εκ τραχήλου σοι φέρει») (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Απλώς το γνωρίζουμε: η προσφορά η δική μας γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.
Ακολουθείν
Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013
Η Αγία Νεομάρτυς Κυράννα ( 28 Φεβρουαρίου)
site analysis
Αυτή η καλή σε όλα νύμφη του Χριστού ήταν από ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, που λεγόταν Αβυσσώκα, τέκνο Χριστιανών γονέων, ήταν δε πολύ όμορφη και ζούσε ζωή σεμνή και συνετή. Αλλά ο διάβολος, που μισεί το καλό, τη φθόνησε για την τόση αρετή της και, μη μπορώντας να την μολύνει με αισχρούς λογισμούς και με άτοπες κρυφές πράξεις, βρήκε ως όργανο της κακίας του έναν Αγαρηνό Γενίτζαρο, που ήταν σε εκείνο το χωριό σούμπασης και συγκέντρωνε τα αρχοντικά εισοδήματα, ο οποίος χτυπήθηκε από σατανικό έρωτα για την κόρη και άρχισε ο μιαρός να την κολακεύει με διαφόρους τρόπους, για να την φέρει στο σκοπό του, αλλά η παρθένος δεν τον δεχόταν καθόλου. Ύστερα εκείνος της έταζε να της δώσει, όσα χρήματα θέλει και να της κάμει και φορέματα πολύτιμα, εάν παραδεχθεί, αλλιώς την απειλούσε, ότι θα την υποβάλει σε μεγάλα βασανιστήρια και τελευταία θα της δώσει και θάνατο.
Η κόρη όμως, έχουσα όλο της τον πόθο προς τον Χριστό, δεν υπολόγιζε καθόλου ούτε τα χαρίσματα και τις υποσχέσεις του, ούτε τις φοβέρες του. Επειδή λοιπόν εκείνος έβλεπε, ότι δεν κατορθώνει το σκοπό του, συμφωνεί με άλλους γενίτζαρους του ιδίου τάγματος και αρπάζουν ξαφνικά την κόρη και την πηγαίνουν στο δικαστή της Θεσσαλονίκης ψευδομαρτυρώντας, ότι είπε τάχα η κόρη πως θα τον πάρει άνδρα και θα έλθει στην πίστη τους. Ακολούθησαν δε και οι γονείς της κόρης, αλλά επειδή δείλιασαν από τις φοβέρες εκείνων, κρύφθηκαν. Εκεί λοιπόν οι Τούρκοι έκαναν πολλά στην παρθένο, για να την φέρουν στο σκοπό τους, πότε με κολακείες και ταξίματα, πότε με φοβέρες. Αλλά η μακάρια έστεκε ατάραχη και μόνο ένα λόγο είπε σ’ αυτούς• «Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίο τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, στον οποίο προσφέρω ως προίκα την παρθενία μου, και αυτόν πόθησα και ποθώ από τα νιάτα μου και για την αγάπη του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, για να αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακουστέ λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλο λόγο μη περιμένετε να σας πω».
Μόλις είπε αυτά, σιώπησε και πλέον δεν θέλησε να αποκριθεί καθόλου σε όσα την ρωτούσαν αργότερα, αλλά γέρνοντας κάτω την κεφαλή, έστεκε με πολλή σεμνότητα σαν να ντρεπόταν να βλέπει και τα ίδια τα πρόσωπα των ανδρών, προσευχόμενη νοερά και παρακαλώντας τον νυμφίο της Χριστό, να την ενδυναμώσει έως τέλους. Και την ώρα εκείνη γέμισε η καρδιά της από αγαλλίαση και χαρά πνευματική και, καθώς φανταζόταν νοερά τον γλυκύτατό της Χριστό, της φαινόταν σαν να ήταν ανεβασμένη στον παράδεισο και λησμόνησε όλα τα λυπηρά της παρούσας ζωής και επιθυμούσε να λάβει το γρηγορότερο τον θάνατο υπέρ του Χριστού. Βλέποντας όμως εκείνοι το αμετάθετο της γνώμης της και την χαρά στο πρόσωπό της καταντράπηκαν και έτσι την έστειλαν στη φυλακή και την έβαλαν σε σίδερα.
Ο δε γενίτζαρος εκείνος, φλεγόμενος ακόμη από τον δαιμονικό έρωτα, πήγε σε έναν αγά μεγάλο του κάστρου, που ονομαζόταν Αλή αφέντης, μπέης ως προς το αξίωμα, και τον παρακαλεί να προστάξει τον δεσμοφύλακα να τον αφήνει να μπαίνει μέσα στη φυλακή, όταν θέλει. Το οποίο και έγινε. Και πήγαινε ο μιαρός κάθε ώρα και της έκανε πολλές τυραννίες με πείσμα ή να την φέρει στο θέλημά του ή να την σκοτώσει. Και δεν έφθανε μόνο αυτός, άλλα έπαιρνε μαζί του και άλλους ομοίους του γενιτζάρους, για να την τιμωρούν αυστηρά, αλλά η μακάρια, όταν τους έβλεπε, έσκυβε κάτω την κεφαλή, σκέπαζε το πρόσωπό της και, σταυρώνοντας τα χέρια της ούτε τους κοίταζε, ούτε τους αποκρινόταν.
Εκείνοι δε πρώτα άρχιζαν να παρακινούν την Αγία με κολακείες και ταξίματα, ύστερα όμως, βλέποντάς την πως ήταν τόσο σταθερή και ασάλευτη, άρχιζαν τα βασανιστήρια· ο ένας την κτυπούσε με ξύλο, ο άλλος με μαχαίρι, άλλος με κλωτσιές και άλλος με γροθιές έως ότου την άφηναν σαν νεκρή και έτσι αναχωρούσαν, για να πάρει χρόνο και να συνέλθει και πάλι να την βασανίσουν.
Και αυτά μεν έκαναν εκείνοι τις ημέρες. Ενώ τις νύχτες ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες, παρόλο που είχε και τα χέρια της αλυσοδεμένα και, αρπάζοντας ό,τι ξύλο εύρισκε, την έδερνε άσπλαχνα, έως ότου κουραζόταν και τότε την άφηνε κρεμασμένη στην τόση ψύχρα του χειμώνα, που ήταν τότε.
Ένας Χριστιανός, που ήταν μέσα επιθεωρητής περίμενε την ευκαιρία, και όταν καταλάβαινε πως του περνούσε ο θυμός, πήγαινε και τον παρακαλούσε και του έδινε άδεια και την κατέβαζε. Η Αγία ωστόσο είχε τόση υπομονή, ηρεμία και σιωπή, που σου φαινόταν ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη, και όλος ο νους της και η προσοχή της βρισκόταν στους ουρανούς.
Ήταν δε στη φυλακή και άλλοι Χριστιανοί και Εβραίοι και μερικές Τουρκάλες για ατιμίες τους, οι οποίες έλεγχαν τον δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και μη φοβούμενο το Θεό, επειδή τυραννούσε έτσι μία γυναίκα, που δεν τον έβλαψε. Αλλά και ο Χριστιανός εκείνος δεν έπαυε, πότε με το καλό, πότε με ήπιους ελέγχους (διότι είχε θάρρος προς αυτόν), να του θυμίζει την κρίση του Θεού και άλλα τέτοια να του λέει, για να τον μαλακώνει να μη παιδεύει την Αγία· αλλά ο σατανάς σκλήρυνε πολύ την καρδιά του και όσο εκείνοι τον παρακαλούσαν, τόσο εκείνος περισσότερο τη βασάνιζε. Εκείνοι πάλι οι γενίτζαροι πηγαίνοντας να την τιμωρήσουν, πολλές φορές άφηναν τις τιμωρίες και προσπαθούσαν να της δώσουν να φάει, για να μην πεθάνει, και πότε της έδιναν σταφίδες, πότε φοίνικες. Και καθώς η Αγία δεν ήθελε καθόλου φαγητό, εκείνοι προσπαθούσαν με τη βία να της ανοίξουν το στόμα, αλλά δεν το κατάφερναν.
Παρόμοια και οι Χριστιανοί, που βρίσκονταν στη φυλακή πολύ την παρακαλούσαν, να φάει το παραμικρό, η Μάρτυς όμως δεν πειθόταν καθόλου να γευτεί τίποτε, επειδή είχε μέσα στην καρδιά της τη φλόγα της αγάπης του Κυρίου της και νυμφίου Χρίστου, που την έτρεφε και την ενδυνάμωνε.
Την έβδομη ημέρα πήγαν πάλι οι γενίτζαροι και την τυράννησαν πολύ δυνατά. Γι’ αυτό παρακινούμενος από θείο ζήλο ο προαναφερθείς Χριστιανός άρχισε να επιπλήττει αυστηρά τον δεσμοφύλακα και να τον φοβερίζει, ότι μπορεί να τον καταδώσει στον πασά, που αφήνει και έρχονται απ’ έξω άνθρωποι και τιμωρούν τους φυλακισμένους που είναι ενάντιο στο νόμο τους και που άλλη φορά τέτοιο πράγμα δεν έγινε· αλλά και οι Τουρκάλες εκείνες πολύ τον έβρισαν, λέγοντάς τον άπιστο και φονιά και θέλησαν να φωνάξουν και δυνατά.
Ύστερα όμως από λίγη ώρα, να, και έφθασαν πάλι οι γενίτζαροι για να την τιμωρήσουν, αλλά ο δεσμοφύλακας δεν τους άφησε. Γι’ αυτό εκείνοι πήγαν αμέσως και παραπονέθηκαν στον αλήμπεη. Ο οποίος φωνάζει το βράδυ τον δεσμοφύλακα και τον βρίζει, γιατί παρακούει εκείνο που τον πρόσταξε. Τότε εκείνος γύρισε πίσω πολύ θυμωμένος και αρπάζει την Αγία και την κρεμά και πιάνοντας μία σχίζα ξύλινη, που έτυχε να είναι εκεί πολύ μεγάλη και κρατώντάς την με τα δύο χέρια χτυπούσε επάνω στην Αγία, όπου έφθανε χωρίς έλεος, τόσο που άρχισαν οι φυλακισμένοι να φωνάζουν.
Ακόμη και οι Τουρκάλες εκείνες φώναζαν δυνατά. Βλέποντας δε την αναταραχή ο καταραμένος, την άφησε κρεμασμένη και πήγε στον οντά του με μεγάλη στενοχώρια και ταραχή στην καρδιά του και είπε σ’ εκείνον τον Χριστιανό να του ψήσει καφέ να πιεί. Ψήνοντας όμως τον καφέ ο Χριστιανός, άρχισε πάλι ήρεμα να τον επιπλήττει για την ασπλαχνία που επέδειξε, τόσο που τον έκανε και έπεσε μπρούμυτα και έκλαιγε ή από τον έλεγχο της συνειδήσεώς του ή από την ντροπή του. Και εκείνη την ώρα, που ήταν η Αγία ακόμη κρεμασμένη, ω του θαύματος!, έξαφνα έλαμψε φως μέγα στη φυλακή, που κατέβαινε από ψηλά από τη σκεπή σαν αστραπή, το οποίο περικυκλώνοντας το σώμα της Μάρτυρος, ξεχύθηκε και σε όλη την φυλακή και την φώτιζε σαν να έμπαινε μέσα όλος ο ήλιος. (Ήταν δε τότε τέσσερις ή πέντε η ώρα τη νύχτα).
Και οι μεν Χριστιανοί φώναζαν το, Κύριε ελέησον. Οι δε Εβραίοι έπεσαν μπρούμυτα να μη βλέπουν το φως. Οι Τουρκάλες φώναζαν, ωχ, ωχ, το κρίμα της φτωχής ρωμαίας μάς έφθασε και έπεσε αστραπή να μας κάψει, ο δε δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει ολόκληρος και είπε σ’ εκείνον τον Χριστιανό να ξεκρεμάσει την Αγία. Ο δε Χριστιανός πηγαίνοντας την βρήκε τελειωμένη. Το δε φως έφυγε και έμεινε ύστερα μία μυστηριώδης ευωδία για πολλή ώρα.
Παίρνοντας λοιπόν ο Χριστιανός εκείνος τα κλειδιά από τον δεσμοφύλακα, άνοιξε τα σίδερα και, αφού έλυσε τα χέρια της ταχτοποίησε με σεβασμό και ευλάβεια το Άγιό της λείψανο και, αφού άναψε κεριά και θυμίασε, καθόταν δίπλα, προσμένοντας με χαρά την ημέρα και δοξάζοντας τον Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαύματα και να πιάσει και να περιποιηθεί Μαρτυρικό λείψανο.
Την αυγή διαδόθηκε στην πόλη η φήμη του θανάτου της Αγίας και η έλαμψη του Αγίου φωτός. Και οι μεν Αγαρηνοί καταντροπιασμένοι σιωπούσαν και έδωσαν άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το λείψανο και να το κάνουν ό,τι θέλουν. Οι δε Χριστιανοί όλοι ευχαριστήθηκαν και έτρεξαν πολλοί στη φυλακή και, αφού πήραν το Άγιο λείψανο με ευλάβεια, το ενταφίασαν έξω από την πόλη, εκεί όπου ενταφιάζονται και των υπολοίπων Χριστιανών τα λείψανα. Τα δε ενδύματα της Αγίας τα διαμοίρασαν πολλοί Χριστιανοί προς αγιασμό τους και σωτηρία.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής τ. Γ΄, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, σ. 416-420)
Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995)]
site analysis
Η Γερόντισσά μας, κατά τους χρόνους της διαποιμάνσεως της Μονής, ακολουθώντας την παράδοσι των αγίων Πατέρων, οι οποίοι, όπως διασώζεται στις διηγήσεις των Γεροντικών, «παρέβαλλον αλλήλοις» προς πνευματική οικοδομή, επισκεπτόταν με πολύ ζήλο ψυχής σύγχρονες όσιες μορφές της μοναχικής πολιτείας, που διακρίνονταν τόσο για την θεόπνευστη και απλανή διδασκαλία τους, όσο και για την αγιότητα του βίου τους.
Μετά το 1967 με μοναχές της η Γερόντισσα επισκέφθηκε την Ιερά Μονή της Παναγίας, στην περιοχή Κλεισούρα της Καστοριάς, για να λάβη την ευχή και την ευλογία της Οσίας ασκήτριας Γερόντισσας Σοφίας Χοτοκουρίδου (1883-1974), την οποία προσφάτως η Ορθόδοξη Εκκλησία με πατριαρχική συνοδική πράξι κατέγραψε και συναρίθμησε στο Αγιολόγιό της ορίζοντας η μνήμη της να τιμάται την 6η μηνός Μαΐου. Η αγία Γερόντισσα Σοφία, ζώσα σε διαρκή επικοινωνία με την Παναγία, επεδίδετο σε υπεράνθρωπη άσκησι, προσεποιείτο την διά Χρίστον σαλή και συμβούλευε όλους όσους την επισκέπτονταν και ιδιαιτέρως τους νέους άνθρώπους να προσέχουν το θέμα της αγνότητας. Για όλη αυτήν την εν σκληραγωγία και ασκήσει ζωή της το Παράκλητο Άγιο Πνεύμα της δώρισε τα χαρίσματα της διοράσεως, της προοράσεως και της θαυματουργίας.
Η αγία Σοφία υποδέχθηκε με πολλή αγάπη την Γερόντισσα και την νουθέτησε στα θέματα του πνευματικού αγώνα, αλλά και της μοναχικής πολιτείας και της διακονίας των ψυχών που έρχονται στην Μονή. Χαρακτηριστικώς συμβούλευσε την Γερόντισσα να προτρέπη όλους τους ανθρώπους να κάνουν καθαρή εξομολόγησι: «Εσύ έχεις Μοναστήρι και κοίταξε, θα δώσης λόγο, αν έρχωνται άνθρωποι και δεν τους μιλάς για να γνωρίσουν τον Χριστό. Θα τους λες όπως καθαρίζουν τα σπίτια τους, τις γωνιές και τις τρυπούλες και βγάζουν τα σκουπίδια, έτσι να καθαρίζουν και την ψυχή τους. Να κάνουν καθαρή εξομολόγησι, να τα βγάζουν, να καθαρίζουν το σπίτι της ψυχής τους».
Για να ενισχύση την πίστι των παρευρισκομένων στην ευλογημένη εκείνη συνάντησι, όπως συνήθιζε, διηγήθηκε την θαυμαστή χειρουργική επέμβασι, που της έκανε η Παναγία και οι Άγιοι, τον Σεπτέμβριο του 1967, και τους έδειξε με την αγία απλότητά της την σταυροειδή ουλή στο σώμα της.Αναχωρώντας η Γερόντισσα Μακρίνα είχε μία σαλπούλα και την έβαλε με ευλάβεια στην πολύ κυρτωμένη πλάτη της Οσίας, που αναπαύθηκε και της ευχήθηκε: «Όπως με σκέπασες, έτσι να σε σκεπάση ο Άγγελός σου και η Παναγία με την σκέπη Της». Η Γερόντισσα χρησιμοποιούσε πάντοτε τις διδαχές της αγίας Σοφίας, όταν νουθετούσε τους άνθρώπους.
Κατά την ίδια περίοδο, μετά το 1967, ο μακαριστός Γέρων π. Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980) επισκέφθηκε δύο φορές την Μονή μας, η οποία του προσέφερε την δέουσα υποδοχή και φιλοξενία, όταν ευρέθη στην περιοχή για λόγους ποιμαντικής διακονίας. Η Γερόντισσα συνωμίλησε εκτενώς μαζί του και ωφελήθηκε από τους χαριτοβρύτους λόγους και τις πνευματικές εμπειρίες του. Η Γερόντισσα τιμούσε επίσης για την πνευματικότητα και την θεολογική και δογματική του κατάρτισι τον π. Αθανάσιο Μυτιληναίο (1927-2006) εκ της Ιεράς Μονής Κομνηνείου Στομίου Λαρίσης, τον οποίο επισκέφθηκε το 1979 για να πάρη την ευχή του. Πνευματικά τέκνα του π. Αθανασίου έφερναν ως ευλογία στην Μονή μας ομιλίες του, τις οποίες η Γερόντισσα συχνά χρησιμοποιούσε στις συνάξεις της αδελφότητος. Έτρεφε δε βαθειά εκτίμησι για την μεγίστη προσφορά του στην Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς ο μακαριστός π. Αθανάσιος, όπως πολλάκις μας έλεγε η ίδια, δεν εφείδετο κόπων και μόχθων, περιορίζοντας στο ελάχιστο την προσωπική του ανάπαυσι, προκειμένου να διακονή τον Θείο λόγο.
Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του έτους 1981 νοσηλεύθηκε επί ένα μήνα στο νοσοκομείο των κληρικών (Ν.Ι.Κ.Ε.) στην Αθήνα ο μακαριστός Γέρων π. Εφραιμ Κατουνακιώτης (1912-1998), ο οποίος έπασχε από χρόνια δερματική πάθησι των ποδιών. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στους εκκλησιαστικούς κύκλους και επειδή ο Γέρων δεν εξήρχετο από το Άγιον Όρος, έσπευσαν πολλές μοναστικές αδελφότητες, και από γυναικεία Μοναστήρια, να τον επισκεφθούν χάριν διδαχής και ευλογίας. Ο Γέρων συνοδευόταν από τον πρώτο του υποτακτικό, ιερομόναχο π. Ιωσήφ[1], ο οποίος τον βοηθούσε στην νοσηλεία και εκτελούσε χρέη «θυρωρού» στον θάλαμο, για να διατηρήται η ησυχία του ασθενούς. Η Γερόντισσα Μακρίνα με μερικές αδελφές μετέβησαν στο νοσοκομείο προκειμένου να επισκεφθούν τον π. Εφραίμ και απευθυνόμενες στον π. Ιωσήφ που ευρισκόταν στον διάδρομο, ζήτησαν άδεια να δούν για λίγο τον Γέροντα. Ο π. Ιωσήφ εισήλθε στον θάλαμο και πλησιάζοντας τον Γέροντα του ανακοίνωσε την άφιξι της Γερόντισσας Μακρίνας με τις μοναχές της. Η απάντησι του Γέροντος ήταν εμφαντική: «Διάπλατα τις πόρτες, παιδί μου!». Η Γερόντισσα εισήλθε με πολύ σεβασμό προς τον Γέροντα και με έκδηλη την αγάπη και την συγκίνησί της. Αφού πήραν την ευλογία του Γέροντος, αναχώρησαν.
Η στάσι αυτή της Γερόντισσας έκανε εντύπωσι στον π. Ιωσήφ, καθώς και η χαρά που έβλεπε στο πρόσωπο του Γέροντός του. Έτσι, όταν επέστρεψαν στο ασκητήριό τους στο Αγιον Όρος, τον ρώτησε από που απορρέει η αμοιβαία αυτή εκτίμησι. Ο Γέρων διηγήθηκε ότι συνάντησε για πρώτη φορά την Γερόντισσα Μακρίνα το έτος 1974 στην Θεσσαλονίκη, όταν τον επισκέφθηκε πάλι στο νοσοκομείο μαζί με την συνοδία της. Είχε τότε εξέλθει ο Γέρων, μετά από τριανταοκτώ χρόνια στο Αγιον Όρος, λόγω δηλητηριάσεως (κυαμώσεως). Τον είχε εντυπωσιάσει τότε η σεμνή παρουσία της Γερόντισσας και το εν γένει μοναχικό ήθος της. Επιστρέφοντας κατόπιν στο κελλί του προσευχήθηκε θερμώς υπέρ αυτής και έλαβε «πληροφορία» ότι η Γερόντισσα Μακρίνα ευρίσκεται σε πολύ υψηλά πνευματικά μέτρα, όπως ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής.
Κάποια άλλη φορά, ο Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης είδε, εν ώρα προσευχής υπέρ της αδελφότητός μας, δύο φωτεινές στήλες επάνω από το Μοναστήρι· έβλεπε με πνευματικό τρόπο την προσευχή της Γερόντισσάς μας Μακρίνας και της μακαριστής Γερόντισσας Θεοφανούς, μητρός του Γέροντός μας. Τον Ιούλιο του 1990, κάποιος προσκυνητής του Αγίου Όρους ήλθε στο Μοναστήρι μας, για να συνομιλήση με την Γερόντισσα. Η Γερόντισσα μαθαίνοντας ότι σκεπτόταν να επισκεφθή τον Γέροντα Εφραίμ στα Κατουνάκια, του έστειλε ως μικρό δώρο λίγους ξηρούς καρπούς. Όταν ο Γέρων τους έλαβε, εκδήλωσε την μεγάλη του χαρά με ένα διάπλατο χαμόγελο, λέγοντας στον προσκυνητή: «Ένα άρωμα, παιδί μου, αυτή η Γερόντισσα!», αναφερόμενος στην καθαρότητα της καρδίας της.
Η Γερόντισσα Μακρίνα ευλαβείτο πολύ και δύο άλλους συγχρόνους χαρισματούχους Γέροντες, τους μακαριστούς π. Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη (1906- 1991) και π. Παΐσιο Αγιορείτη (1924-1994). Τον π. Πορφύριο επισκέφθηκε το 1984 στην Αθήνα, με σκοπό να του ζητήση να «σταυρώση» το χέρι της, όπου είχε πάθη κάταγμα, για να αποφύγη την επέμβασι, επικίνδυνη λόγω του διαβήτου της. Εκείνος δεν έδωσε σημασία στο θέμα της υγείας της, μόνο της ζήτησε τα ονόματα των αδελφών της συνοδίας της. Καθώς η Γερόντισσα τις κατωνόμαζε, ο Γέρων Πορφύριος με το διορατικό του χάρισμα της ανέλυε την ψυχή της κάθε μιας μοναχής. Τον χειμώνα του 1986 συνοδευομένη από την Γερόντισσα Φεβρωνία της Ιεράς Μονής Τίμιου Προδρόμου Σερρών και άλλες μοναχές, επισκέφθηκε το Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Μεταμόρφωσι Χαλκιδικής, για να πάρουν την ευχή του Γέροντος Παϊσίου. Μόλις συναντήθηκαν, η Γερόντισσα Μακρίνα έβαλε στρωτή μετάνοια στον Γέροντα Παΐσιο και αμέσως και εκείνος έκανε το ίδιο. Ο Γέροντας δεν σηκωνόταν αν δεν προηγείτο η Γερόντισσα. Είχαν πνευματική επικοινωνία και ο καθένας αισθανόταν την πνευματική κατάστασι του άλλου. Η ταπεινοφροσύνη του Γέροντος Παϊσίου φάνηκε εξ άλλου και από τους λόγους, τους οποίους είπε λίγες στιγμές αργότερα αναφερόμενος στον Γέροντά μας, π. Εφραίμ: «Τι ήρθατε σε μένα, εσείς έχετε τον πρώτο λαχνό. Εγώ τι να σας πώ; Εσείς έχετε τις νουθεσίες από τον Γέροντά σας».
Η Γερόντισσα έτρεφε, επίσης, ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον μακαριστό Γέροντα π. Ιάκωβο Τσαλίκη (1920-1991), τον οποίο επισκέφθηκε στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ στην Λίμνη Ευβοίας το 1988 και το 1990, συνοδευομένη από μοναχές και λαϊκούς. Κατά την πρώτη επίσκεψι ο μακαριστός Γέρων ήταν πολύ άρρωστος, καθώς εκτός των άλλων ασθενειών τον ταλαιπωρούσε και ίλιγγος, και δεν κατέβηκε εκείνη την ημέρα στην Θεία Λειτουργία. Οι πατέρες της Μονής μας διαβεβαίωναν ότι ήταν αδύνατο να μας ιδή. Η Γερόντισσά μας με ακράδαντη πίστι και παρρησία μας έλεγε: «Κάντε κομποσχοινάκι, θα βγή ο Γέροντας να μας δώση την ευχή του». Όταν τελικώς ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής και νύν μακαριστός Γέρων π. Κύριλλος του είπε ότι τον ανέμενε η Γερόντισσα Μακρίνα με την συνοδία της, με κόπο αλλά και με μεγάλη χαρά, ο Γέρων Ιάκωβος κατέβηκε, μας καλωσώρισε και μας νουθετούσε επί πολλή ώρα όρθιος. Κάποια στιγμή απευθυνόμενος προς τους λαϊκούς ο Γέρων είπε χαρακτηριστικώς: «Εγώ, αν ήμουν στην θέσι σας, θα πήγαινα με τα πόδια κάθε πρωί στο Μοναστήρι να πάρω την ευχή της Γερόντισσας Μακρίνας και μετά θα πήγαινα στην δουλειά μου». Τέλος, κατευοδώνοντάς μας μέχρι την εξώπορτα, και ενώ εμείς ανεβήκαμε στο λεωφορείο για να φύγουμε, έψαλε: «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου…»[2].
Κατά την δεύτερη επίσκεψί μας στην Ιερά Μονή του οσίου Δαυίδ το καλοκαίρι του 1990, ο Γέρων Ιάκωβος μας υποδέχθηκε με έκδηλο τον σεβασμό του προς την Γερόντισσα λέγοντας: «Η Γερόντισσα Μακρίνα δεν είναι μόνο δική σας Μητέρα είναι και δική μας Μητέρα και Μητέρα όλης της Εκκλησίας. Αν ήμουν στον Βόλο θα πήγαινα κάθε πρωί και θα της φιλούσα το χέρι, τόσο σεβασμό και ευλάβεια έχω στην Γερόντισσα Μακρίνα. Και κάθε πρωί που λειτουργούμε βγάζουμε μερίδα διά την Γερόντισσα Μακρίνα και τις αδελφές. Και αυτήν την μερίδα την παίρνει Άγγελος Κυρίου -τα πιστεύουμε αυτά!- και την πάει στον θρόνο του Θεού. Και προσευχόμεθα για τις ψυχές των ανθρώπων, για την Γερόντισσα Μακρίνα, τις μοναχές, για όλους τους ανθρώπους, για υγιείς, για πονεμένους και για τους αμαρτωλούς. Και Εκείνος, λοιπόν, δίδει την ευλογία Του». Στην Γερόντισσα ο π. Ιάκωβος ευχήθηκε ιδιαιτέρως: «Να σας δίνη υγεία, όσο θέλει ο Θεός, μέχρι να τελειώση η προθεσμία.
Εύχομαι καλόν Παράδεισο. Να συγκαταριθμηθής, Γερόντισσά μου, με την ιερά αδελφότητά σας μετά των φρονίμων Παρθένων». Ο Γέρων Ιάκωβος συνωμίλησε για αρκετή ώρα μαζί της για θαυμαστές πνευματικές του εμπειρίες και καταστάσεις της Θείας Χάριτος και όταν οι αδελφές φεύγοντας ζήτησαν την ευλογία του, εκείνος τις ευλόγησε με ένα Σταυρό, που του είχε στείλει κάποτε η Γερόντισσα ως δώρο.
«Μητέρα της Εκκλησίας»
Η Χάρις του Θεού, και μέσω του προσωπικού πνευματικού της αγώνα για την τελείωσι της ψυχής της, αξίωσε πράγματι την Γερόντισσα Μακρίνα να αναδειχθή σε Μητέρα, όχι μόνον της καθ’ ημάς αδελφότητος, αλλά και σε «Μητέρα της Εκκλησίας», συμφώνως και με την ρήσι του διακριτικού Γέροντος π. Ιακώβου. Η ιερά αυτή Μάνδρα κάτω από την πεφωτισμένη διαποίμανσι της Γερόντισσας εγνώρισε άνθησι και, Θεία Προνοία, απετέλεσε συν τω χρόνω το ιερό φυτώριο για την ίδρυσι η ανασύστασι και άλλων Ιερών Μονών στην Ελλάδα, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στον Καναδά.
Πρώτο, το 1974, ιδρύθηκε το έτερο μετόχι της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, η Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο, και δώδεκα έτη αργότερα, το 1986, συστήθηκε μοναστική άδελφότητά στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών από μοναχές που προέρχονταν ομοίως από την Μονή μας.
Έν συνεχεία, το 1995 ανασυνεστήθη η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στην Νάουσα και το 1996 ιδρύθηκε η Ιερά Μονή Παναγίας Γλυκοφιλούσης στην Ραψάνη Λαρίσης.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στον Καναδά, από το 1989 και εξής άρχισαν να ιδρύωνται ελληνικά ορθόδοξα μοναστήρια με την ευλογία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής και της Μητροπόλεως Καναδά και υπό την πνευματική καθοδήγησι του Γέροντός μας, π. Εφραίμ. Μοναχές από το Μοναστήρι μας ίδρυσαν πρώτη το 1989 την Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου στο Σάξονμπουργκ της Πενσυλβάνια (Saxonburg, ΡΑ) και το 1995 την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Γκολντενταίηλ της πολιτείας Ουάσινγκτων (Goldendale, WA). Παραλλήλως, και τα δύο πρώτα αδελφά εν Ελλάδι Μοναστήρια, η Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Θάσου και η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, αξιώθηκαν να δώσουν με την σειρά τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Βόρειο Αμερική και στον Καναδά, νέες μοναστικές αδελφότητες, έχοντας στις πρώτες από αυτές ως αρχικό τους πυρήνα μοναχές που ξεκίνησαν την μοναχική τους πορεία από την Μονή μας.
Η μακαριστή πνευματική μας Μητέρα, όχι μόνον ανέθρεψε με τα μοναχικά ιδεώδη της ησυχαστικής παραδόσεως πλήθος μοναζουσών, αλλά και όταν με θυσιαστική προαίρεσι προσέφερε μοναχές από την αδελφότητά μας στην ιεραποστολή, παρακολουθούσε άγρυπνα τον αγώνα τους και την πρόοδο των νεοϊδρυθέντων Μοναστηριών, με τις συμβουλές και τις ολόθερμες προσευχές της. Το 1992, παρά τα προβλήματα της υγείας της, ταξίδεψε στην Αμερική, στην πολιτεία Πενσυλβάνια, προκειμένου να επισκεφθή την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία (1938-1994) και να ενισχύση την εκεί πρώτη μοναστική αδελφότητα. Η Γερόντισσα Ταξιαρχία ήταν πολύ ευλογημένη και ενάρετη μοναχή, προικισμένη από τον Θεό με πολλά χαρίσματα, τα οποία καλλιέργησε με τον γνήσιο πνευματικό της αγώνα και μέσα από αυτόν μπόρεσε να ευεργετήση πολλούς ανθρώπους. Τον αγώνα τον καλόν διανύσασα, κατέλιπε μνήμην οσίας Γερόντισσας και παράδειγμα τελείας υπακοής, υπομονής στις δοκιμασίες και αυταπαρνήσεως, που απέρρεε από την αληθινή αγάπη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον.
Κατά την διάρκεια του αεροπορικού ταξιδιού της πάνω από τον Ατλαντικό ωκεανό η Γερόντισσά μας έκανε θεωρία της ευσπλαγχνίας του Θεού, με αφορμή το δέος που της προκάλεσε η θέα της απεραντοσύνης του ουρανού και του ωκεανού: «Όπως η θάλασσα και ο ουρανός δεν έχουν τέλος, έτσι και η ευσπλαγχνία του Θεού είναι ατελείωτη… Και όση η εύσπλαγχνία του Θεού, τόση πρέπει να είναι και η υπομονή του ανθρώπου, ατελείωτη…». Στην Αμερική έζησε εκ του σύνεγγυς τον αγώνα για την μεταλαμπάδευσι της ορθοδόξου μοναχικής παραδόσεως και πολύ ευφράνθηκε η ψυχή της βλέποντας και τα μικρά παιδιά ακόμη να μαθαίνουν εξ απαλών ονύχων να ασκούν την «ευχή».
Ασθένεια
Κατά τα μέσα του έτους 1987 η Γερόντισσα προσεβλήθη από καρκίνο του εντέρου. Πριν χειρουργηθή, μετέβη με μεγάλη ευλάβεια και πίστι στην Κρήτη, στα Ρούστικα Ρεθύμνου, για να την σταυρώση ο ιερεύς π. Σταύρος Τσαγκαράκης με το Τίμιο Ξύλο. Βίωσε τότε εντόνως την θαυματουργική ενέργεια του Τιμίου Σταυρού, διά του οποίου αισθάνθηκε να συρρικνούται ο καρκίνος. Χειρουργήθηκε στο Λονδίνο συνοδευομένη από τον Γέροντά μας, π. Εφραίμ, την αδελφή Εφραιμία και την μακαριστή αδελφή Μακρίνα, πρώην προϊσταμένη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Η Γερόντισσα ειχε πάρει μαζί της την εικόνα των Αγίων Αναργύρων, παλαιά ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Ο κανονισμός του νοσοκομείου δεν επέτρεπε συνοδούς τις βραδινές ώρες. Η Γερόντισσα, επειδή η ίδια δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε μόνη της να συνεννοηθή, παρακαλούσε την Παναγία να φωτίζη τις νοσοκόμες και να τις στέλλη, όταν χρειαζόταν βοήθεια μετά την νάρκωσι και την εγχείρησι. Την νύκτα μετά την επέμβασι, αλλά και επί, αρκετές νύκτες, η Γερόντισσα δεχόταν την επίσκεψι των Αγίων Αναργύρων, που εμφανίζονταν με λευκές ιατρικές στολές. Ήταν μελαμψοί, μιλούσαν στην αραβική γλώσσα και κρατούσαν στα χέρια τους λευκά μανδηλάκια βοηθώντας την να βγάζη μετεγχειρητικώς τα πτύελα. Η Γερόντισσα αρχικώς δεν είχε αντιληφθή ποιοι ήταν οι ιατροί που την διακονούσαν και παρακάλεσε τον Γέροντα και τις αδελφές να τους αναζητήσουν για να τους ευχαριστήσουν, δίδοντάς τους κάποια ευλογία ως δώρο για όλη την βοήθεια που της προσέφεραν. Όμως, η περιγραφή των δύο ιατρών από την Γερόντισσα δεν ταίριαζε με τους ιατρούς που εργάζονταν σε εκείνο το νοσοκομείο. Τότε αντελήφθησαν όλοι ότι ήταν θαύμα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, η μνήμη των οποίων ετιμάτο εκείνη την ημέρα.
Η Γερόντισσα είδε ακόμη δύο νέες γυναίκες, ως αδελφές νοσοκόμες, που φορούσαν λευκές στολές και λευκά σκουφάκια και όχι θαλασσιά, όπως στο εκεί νοσοκομείο. Ήταν όρθιες στο κάτω μέρος της κλίνης και με το γλυκύ βλέμμα τους την παρηγορούσαν. Όταν η Γερόντισσα διερωτήθηκε ποιές να είναι, άκουσε στην διάνοιά της μία φωνή που της έλεγε ότι είναι ο Άγγελος της ψυχής της και ο Άγγελος του Μεγάλου Σχήματος. Ο Άγγελος της ψυχής μάλιστα την πληροφόρησε ότι δεν θα την έπαιρνε ακόμη, αλλά μετά από επτά χρόνια.
Καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής της, των δεκαεπτά ημερών, στο νοσοκομείο δοκίμασε μέν τον ανθρώπινο πόνο στην ασθένεια, αλλά δεν της έλειψε και η θεία παρηγορία. Αισθανόταν ένα απαλό αεράκι, όπως διηγείτο, να δροσίζη το πρόσωπό της και να την ανακουφίζη. Ζούσε ένα ουράνιο μεγαλείο στην ψυχή της. Παραλλήλως αισθανόταν τις προσευχές των άνθρώπων για την αποκατάστασι της υγείας της· όπως έλεγε χαρακτηριστικώς, περνούσαν νοερώς όλοι από εμπρός της σαν να ήταν ένα τάγμα. Πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα, η Γερόντισσα Μακρίνα επισκέφθηκε μαζί με τους συνοδούς της τον μακαριστό Γέροντα π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896-1993) στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Ο Γέρων Σωφρόνιος τους υποδέχθηκε με πολλή εγκαρδιότητα και η φιλοξενία τους εκεί ήταν αβραμιαία.
Οσιακή τελευτή
Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.
Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκύνηση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.
Την εβδομάδα πριν από την κοίμησί της είπε σε μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, την αδελφή Εφραιμία, κατά την ώρα που της έπλενε τα πόδια, «αυτά τα πόδια σε λίγες μέρες θα είναι μέσα στο χώμα». Κατά τις τελευταίες ημέρες επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με πολλούς ανθρώπους γνωστούς της, τους προσκαλούσε στο Μοναστήρι και τους έδιδε τις τελευταίες συμβουλές της, χαρίζοντας και κάτι από το κελλί της ως ευλογία.
Την περίοδο αυτή, λόγω της καρδιακής της ανεπάρκειας, είχε δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράδια που η κατάστασί της επιδεινωνόταν έβλεπε από την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που υπάρχει στο κελλί της, να βγαίνη μία παιδούλα με πλεξούδες σε ηλικία δώδεκα ετών, να την πλησιάζη και να την σκεπάζη. Καθώς την κοίταζε, υποχωρούσε η δυσκολία της και έτσι μπορούσε να αποκοιμηθή. Η Γερόντισσα δεν το είχε αναφέρει αυτό σε κανένα και δεν άφηνε καμμία αδελφή να μένη στο κελλί της, για να μη χάση αυτή την ουράνια συντροφιά της Παναγίας. Κάποιο βράδυ η αδελφή Εφραιμία, ανησυχώντας για την δύσπνοια που παρουσίαζε, σύρθηκε αθόρυβα στον καναπέ του κελλιού της και όταν κάποια στιγμή η Γερόντισσα σηκώθηκε και την είδε, την επέπληξε και ακουσίως της φανέρωσε ότι λόγώ της παρουσίας της στερήθηκε εκείνο το βράδυ την επίσκεψι της Παναγίας.
Η ημέρα της Κοιμήσεως της Γερόντισσας ήταν η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 22-5/4-6 του έτους 1995. Εκείνη την ημέρα λόγω της ασθενείας της δεν μετέβη στην εκκλησία. Το μεσημέρι παρ’ όλη την δυσκολία σηκώθηκε, κατευώδωσε μερικούς φιλοξενούμενούς μας και αποσύρθηκε πάλι στο κελλί της. Κατά την 1:30 το μεσημέρι πέρασαν από το κελλί της οι αδελφές που διακονούσαν την εβδομάδα εκείνη στο μαγειρείο, η αδελφή Μαρία (νυν Γερόντισσα της Ιεράς Μονής Παναγίας Γλυκοφιλούσης στην Ραψάνη Λαρίσης), η αδελφή Χρυσοβαλάντου και η δόκιμος Χρυσαυγή (νύν αδελφή Ακυλίνα). Μαζί τους κάθισε και μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, η αδελφή Νεκταρία. Η Γερόντισσα, καθιστή στην καρέκλα, άρχισε την συζήτησι περί θανάτου. Αναφέρθηκε στην εν ουρανοίς συνοδία μας, στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, στον πρώτο πνευματικό της, και κατωνόμασε τις αδελφές που είχαν ήδη κοιμηθή. Μετά από λίγο έφυγαν οι αδελφές Χρυσοβαλάντου και Χρυσαυγή και έμείνε η Γερόντισσα με τις άλλες δύο. Κάθισε στον καναπέ και, επειδή άρχισε να αισθάνεται πόνο, ζήτησε από την αδελφή Μαρία να την τρίψη στην πλάτη επάνω από τα ρούχα, ενώ παραλλήλως η μεγαλύτερη αδελφή ετοίμαζε το κρεββάτι της.
Μετά τις 2:00 η Γερόντισσα πήγε να ξαπλώση, αλλά σε λίγο ανασηκώθηκε λόγω της δυσφορίας που ένοιωθε. Η αδελφή Νεκταρία προσφέρθηκε να σηκώση ψηλότερα τα μαξιλάρια, για να ανακουφισθή. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και ζήτησε από τις αδελφές να αποσυρθούν και να επανέλθουν κατά τις 4:00 το απόγευμα. Η αδελφή Μαρία μετά από μιάμιση περίπου ώρα άκουσε μία φωνή που την ξύπνησε λέγοντας ότι η Γερόντισσα δεν είναι καλά. Σηκώθηκε αμέσως και με ενα ποτήρι χυμό, που πάντα ευχαριστούσε την Γερόντισσα, κατέβηκε στο κελλί της, όπου συνάντησε την αδελφή Μακρίνα, η οποία την ενημέρωσε ότι η Γερόντισσα δεν αισθανόταν καλά. Η Γερόντισσα ήπιε δύο γουλιές μόνο από το χυμό, που της προσέφερε η αδελφή Μαρία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθή ότι όταν η Γερόντισσα Μαρία, κατά κόσμον Μαρίνα, ήταν δεκατριών ετών και είχε έλθει για να φιλοξενηθή στο Μοναστήρι κατά το διάστημα από 17 Ιουλίου μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, αισθάνθηκε έντονη αγάπη προς την μοναχική ζωή· όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της φιλοξενίας της, έκλαιγε, διότι δεν ήθελε να φύγη. Η Γερόντισσα της είπε, «δεν θα μείνης τώρα, αλλά στα δεκαεπτά σου χρόνια θα έρθης». Επειδή όμως η Γερόντισσα ήταν πάντοτε φιλάσθενος, η μικρή Μαρίνα της είπε με παράπονο, «τότε δεν θα ζήτε», κι εκείνη της απάντησε, «δεν θα έχω πεθάνει, αλλά εσύ θα μου κλείσης τα μάτια!».
Ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζουν οι πνεύμονες υγρό που ακουγόταν στην αναπνοή της Γερόντισσας. Εντός ολίγων λεπτών έφθασαν στο κελλί η αδελφή Μυροφόρα και η αδελφή Νεκταρία, η οποία παρέμεινε συνεχώς κοντά στην Γερόντισσα και της σφράγισε εν τέλει τα μάτια. Η αδελφή Σιλουανή, η ιατρός της Μονής, μέτρησε την πίεσι της Γερόντισσας· ήταν είκοσι δύο, της έδωσε ένα υπογλώσσιο και της χορήγησε οξυγόνο. Στο διάστημα αυτό ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιπες αδελφές. Άλλες άρχισαν Παράκλησι στην Θεοτόκο και άλλες έσπευσαν να βοηθήσουν. Η Γερόντισσα ήταν σιωπηλή και ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Το πρόσωπό της ήταν εντόνως ροδαλό και είχε αρχίσει η εφίδρωσι. Η πίεσι εξακολουθούσε να ανεβαίνη και σε λίγο ζήτησε από την αδελφή Μακρίνα να καλέση τον εφημέριο της Μονής μας, π. Ιωσήφ, για να την σταυρώση με την Αγία Λόγχη και με άγια Λείψανα. Ήταν ο τελευταίος λόγος που είπε.
Εντός ολίγου έφθασε και ο παθολόγος ιατρός της Μονής, κ. Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ο οποίος διέγνωσε οξύ πνευμονικό οίδημα με άρτηριακή πίεσι απροσδιόριστη. Προσπάθησε με καρδιακές μαλάξεις να βοηθήση, αλλά το καρδιογενές σοκ ήταν μη αναστρέψιμο και μετά από λίγο η Γερόντισσα κατέληξε, γεγονός που τεκμηριώθηκε με ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η Γερόντισσα είχε ήδη παραδώσει την αγία της ψυχή.
Κατά τις στιγμές αυτές η αδελφή Μακρίνα προσπαθούσε να επικοινωνήση τηλεφωνικώς με τον σεβαστό Γέροντά μας, ο οποίος ήταν στην Αμερική, για να τον ενημερώση για την κατάστασι της Γερόντισσας. Κατά την διάρκεια της επικοινωνίας ειδοποιήθηκε η αδελφή ότι η Γερόντισσα εκοιμήθη. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού». Επιστρέφοντας η αδελφή Μακρίνα στο κελλί της μακαριστής Μητρός μας και ασπαζομένη το ιερό της μέτωπο, που ήταν ιδρωμένο, αισθάνθηκε ευωδία.
«Την αειτάραχον θάλασσαν, του βίου διαδραμούσα, τώ του Κυρίου λιμένι προσέδραμε τη πίστει»[5] η μεταστάσα Γερόντισσά μας. Το σεπτό σκήνωμά της παρέμεινε στο Καθολικό της Μονής επί τρεις ημέρες μέχρι την Εξόδιο Ακολουθία και την ταφή. Κατά την διάρκεια της αναγνώσεως του ιερού Ψαλτηρίου ετελούντο Τρισάγια υπό των προσερχομένων Ιεραρχών, Ηγουμένων, Ιερομονάχων και Ιερέων τόσο του Αγίου Όρους όσο και άλλων Ιερών Μονών και περιοχών της Ελλάδος. Κατέφθαναν επίσης Γερόντισσες και μοναχές από διάφορα Μοναστήρια και πλήθη λαϊκών αδελφών, για να ασπασθούν την οσιωτάτη Μητέρα μας, άνθρωποι περίλυποι και ενδάκρυες που είχαν ευεργετηθή από τις προσευχές, τις νουθεσίες και τις συμβουλές της.
Στο οσιακό πρόσωπο της μακαριστής Γερόντισσάς μας, που αναπαυόταν, είχε εντυπωθή η εκ Θεού μακαρία ειρήνη. Παρευρίσκετο εν Αγίω Πνεύματι ανάμεσά μας δίδοντας στις ψυχές μας θεία παρηγορία και χάρι. Από τους οφθαλμούς μας έρρεαν ησύχως άφθονα τα δάκρυα που επήγαζαν από τα αισθήματα λύπης και χαράς, πένθους και Αναστάσεως και που ανεξηγήτως εναλλάσσονταν στις καρδιές μας. Πράγματι αυτές τις η μέρες και τις νύκτες και εν συνεχεία καθ’ όλο το τεσσαρακονθήμερο που ακολούθησε, βιώσαμε εν σιωπή την πνευματική εμπειρία της χαρμολύπης, όπως την αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες και Ασκητές της Εκκλησίας μας. Η πνευματική αυτή κατάστασι ήταν δωρεά του Θεού διά των ευχών της οσιωτάτης Μητρός μας προς παραμυθίαν και ενίσχυσίν μας.
Η Εξόδιος Ακολουθία ετελέσθη την Τρίτη 24η-5/ 6η-6 και μετά την ταφή παρετέθη τράπεζα αγάπης στην Μονή για όλους τους παρευρισκομένους, εις μνήμην της αοιδίμου Μητρός μας. Πλήθος μοναχών και λαϊκών κατέκλυσαν τις ημέρες αυτές την Ιερά Μονή και φιλοξενήθηκαν σε αυτήν, αποτίοντες έτσι εμπράκτως φόρο τιμής και αγάπης, και κατευοδούντες την διδάσκαλο, την ευεργέτιδα και την Μητέρα προς την αιώνιον πατρίδα εις συνάντησιν του Νυμφίου, Όν ηγάπησεν.
Σημειώσεις:
1. Πρόκειται για τον διάδοχο του Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτου στο Ιερό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου στα Κατουνάκια, στην έρημο του Αγίου Όρους.
2. Δοξαστικόν των Στιχηρών του Εσπερινού της Κυριακής της Τυρινής, σε ήχο πλ. β’.
Φωτογραφία: parembasis.gr
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)