Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Λόγος εις την αγίαν Ισαπόστολον Μυροφόρον Μαρία την Μαγδαληνή(Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθοπουλου)



site analysis


Από το βιβλίο του αρχ.Νεκταριου Ζιόμπολα''Η Ισαπόστολος Μαρία η Μαγδαληνή και η βυζαντινή υμνογράφος Κασσιανή-Οι παρεξηγημένες-Χρέος η αποκατάστασή τους''.
Παρακάτω παραθέτουμε έναν σχολιασμό του π Νεκταρίου, στο λόγο του Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου εις την Αγ.Μαρία την Μαγδαληνή.
Ο λόγος του σοφοϋ και πιστοϋ Νικηφόρου του  Καλλίστου, όπως θα φανεί είναι ό,τι καλύτερο είναι γνωστό για την μεγάλη Μυροφόρο. Μάλιστα όσα γράφει για την νεανική της ζωή, για τα επτά δαιμόνια καί γενικά για την ζωή της πριν γνωρίσει τον Ίησοϋ Χριστό. Μάλιστα ειδικό ενδιαφέρον έχουν τα όσα αναφέρει το γιατί ό διάβολος με βάση την προφητεία «ιδού ή Παρθένος...»,ως αγνότατη την επισήμανε καί πάσχισε να θίξει την παρθενία της κλ.π. όπως θα δοΰμε. Τα στοιχεία αυτά είναι άγνωστα ακόμη καί στους πολύ θρησκευόμενους. Την Κυριακή των Μυροφόρων πού συνήθως γίνεται λόγος για τη Μαγδαληνή, το θέμα εστιάζεται ως προς τη στάση της την προσφορά της στον τάφο του Χρίστου ως μυροφόρα καί όχι για την εν γένει ζωή της. Όταν ή Αγία 22 Ιουλίου εορτάζεται, ή εορτή της περνά σχεδόν απαρατήρητη από το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Καί όμως, ως Πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος του Χρίστου καί λόγω της τόσης συκοφαντήσεως καί σπιλώσεως της μνήμης καί ηθικής της από τους βλάσφημους πού έγινε λόγος, θα έπρεπε γενικά εκ μέρους της Εκκλησίας εύκαίρως- άκαίρως, κυρίως την Μ. Εβδομάδα καί το Πάσχα, να γίνεται λόγος για τη Με¬άλη αυτή μορφή της πίστεως, το ποια στην ουσία ήταν καί είναι, δίδοντας έτσι υλικό καί γνώση στο να αμύνονται οι πιστοί όταν θίγεται το ιερό της πρόσωπο. Το ότι έκκλησιαστικώς ιερά άμυνα δεν υπάρχειγια τη μεγάλη Μυροφόρο εκτός από φραστικά πυρά, είναι ένα κρίμα.

Ακόμη στο ότι υπάρχει άγνοια στους πιστούς -ακόμη καί σε ιερείς καί θεολόγους - για τη ζωή καί δράση της Μαρίας της Μαγδαληνής, φαίνεται ότι επαληθεύεται το «έκαστος εξ ετέρου σοφός, τότε πάλαι το τε νυν». Δηλαδή δεν «άρδευόμεθα» από τα κείμενα, από τίς πηγές, αλλά άρκούμεθα σε ό,τι συνήθως κυκλοφορεί, αναπαράγεται.

Με την ευκαιρία πάντως πού ασχολούμεθα εδώ με την ιερή αύτη προσωπικότητα, παρέχεται ή δυνατότητα στους αναγνώστες να μάθουν πολλά καί για αυτή τη μοναδική όντως μορφή της Εκκλησίας του Χρίστου.

Τα κείμενα του σοφού Νικηφόρου είναι σε δύσκολη αρχαΐζουσα γλώσσα. Όρισμένα άπ' αυτά θα τα σχολιάσουμε πλην ελευθέρως.

«...Πατρίς τοίνυν (λοιπόν) τη μακαριά ταύτη μαθήτρια του Λόγου Μαγδαληνή, ην ό Θεός τω μεγάλω πατριάρχη Αβραάμ καί τοις εξ αυτού έπηγγείλατο, ή γη της επαγγελίας ή κληροδοτηθεϊσα τω Ισραήλ.... Αυτή μεν ουν της μακαριάς Μαγδαληνής ή πατρίς». Δηλαδή ή Παλαιστίνη. Οι γονείς της, «άνωθεν καί γαρ αύτοϊς ως εκ σειράς το της ευγενείας καλόν των άφ' ηλίου ανατολών καί ούτοι ορμώμενοι, ευγενείς το σώμα, την ψυχην ευγενέστεροι... Γεννώσι τοίνυν την μακαρίαν ταύτη ν Μαρίαν περί τα μέσα που της μοναρχίας του Καίσαρος Όκταβίου.... Έπεί δ' άπέσχετο γάλακτος, καί πόρρω τιτθών ην, καί άρτι ποσίν οικείοις έπιβαίνειν της γης ήρξατο, ουκ έπ' άτρακτονέρεΐδειν πήχεις, ούδ έρια νήθειν... άλλ' ες γραμματι-στού φοιτάν έγκελεύεται... καί ασκείται μεν αύτη, όσα τω θεόπτη γέγραπται Μωϋσεΐ, καί τη λοιπή σκιώδει Γραφή, δσα τε προφήται καί ψαλμοί διεξέρχονταΐ τοις μέντοι ψαλμοις καί προσετετήκει τα μάλιστα, καί τούτοις νυκτός ην καί ημέρας έμμελετώσα, καί των προφητικών έκείνοις έγκειμένη διηνεκές, όσα περί Χρίστου, ει'τ' ούν περί του ήλειμμένου καί Μεσσίου εμφανέστατα διαγγέλλουσιν».


Ιδού πώς αρχίζει ή ζωή της Μαγδαληνής Μαρίας. Αφού ως μικρά παιδίσκη ακόμη άπεκόπει από το μητρικό γάλα καί δεν είχε σχέση με τη θηλή του μαστού καί άρχισε να κινήται να σκέπτεται, δεν ασχολήθηκε με κλωστικά όργανα με το αδράχτι καί με το να γνέθει μαλλιά, αλλά παροτρύνθηκε να φοιτήσει να ακούσει προς διδαχή γραμματοδιδάσκαλο. Κάτι φυσικό όχι για όλους καί μάλιστα για μικρή παιδίσκη. Ασκείται λοιπόν στα του θεόπτου Μωϋσέως, στους προφήτες καί μάλιστα καταγίνεται με τους ψαλμούς του Δαβίδ. Φθάνει δε έως του σημείου να έρευνα να ένασχολεΐται με όσα περί Χρίστου Μεσσίου γίνεται λόγος στην Παλαιά Διαθήκη. Ή πληροφορία αύτη λέει πολλά για την μετέπειτα ζωή καί δράση της άκρως θρησκευόμενης Μαρίας. Εξ απαλών ονύχων λοιπόν διέτριβε στα ιερά βιβλία της Π. Δ. καί επομένως από πρώτο χέρι γνώριζε πολλά καί περί Μεσσίου. "Ωστε ή ζωή της αρχίζει με το να έχει εφοδιασθεί πνευματικά με τα όντως εφόδια της ζωής πού για τα παιδικά χρόνια της Μαρίας ήταν ό προφητικός λόγος, οί ψαλμοί. Καί συνεχίζεται το κείμενο.
»...'Άρτι δε των γονέων ταύτη διαμετρισαμένων το ζην, αυτή καί παρούσης εξουσίας είς το ραθυμεϊν, ουκ έμεινεν εν άπαιδευσία• ου γαρ προς τρυφάς άπεϊδε, καί βλακείας ανήκε το σώμα, καί τη λοιπή ραστώνη έκδεδιήτητο• καί ταϋτα παρηβώσαν ήδη την ήλικίαν επαγόμενη, πλούτω τε βριθομένη, καί άρτι παθών των εκ φύσεως επιβαίνουσα• άλλ' ασχολον έργον ταύτη νηστεία καί προσευχή, τηξις σαρκός, καί ή προς το θείον νεΰσις τε καί οίκείωσις, νόμου μελέτη, Γραφών άνάγνωσις... Τα του ρέοντος πλούτου ψυχής γενναιότητι αποθησαυρίζει...».


Ενώ ήταν ακόμη μικρή ή Μαρία, πέθαναν οι γονείς της οπότε είχε όλα τα περιθώρια καί την άνεση να ζήσει μια αδιάφορη καί ξέφρενη ζωή. Όμως ή θωρακισμένη από μικρή με τα ουσιώδη της ζωής Μαρία δεν είχε σχέση με «το ραθυμεϊν» ούτε «προς τρυφάς» εστράφη ή ζωή της καί με ότι καταγίνονται συνήθως τα νιάτα. Καί μάλιστα ενώ βρέθηκε να έχει κάποιον πλοϋτον από τους γονείς της καί ως εκ τούτου θα ήταν εύκολο ως νέα γυναίκα να κλίνει προς πάθη καί νεανικές αδυναμίες, αύτη πάση θυσία απέφευγε όλα αυτά. Καί αυτό το μπόρεσε διότι ως σκοπό καί βασική ασχολία της είχε τη νηστεία την προσευχή τη μελέτη των Γραφών καί την άσκηση, είς τρόπον ώστε να κυριαρχεί να έχει πλήρη έλεγχο στίς οποίες επιθυμίες της σαρκός, ή μάλλον να είναι οριστικά στραμένη προς τα θεια πράγματα. Θησαύριζε δηλαδή όχι τα ρέοντα καί χαμερπή, αλλά σε αρετή καί γενναιότητα ψυχής.
»...Ην γαρ αύτη καί προ της χάριτος τα της χάριτος σπουδαζόμενα. Άγνεία μεν βίου τοσαύτη έκέ-χρητο, καί ούτω δια σπουδής ην αύτη το της παρθενίας καλόν ως άποσχέσθαι μεν εορτών, άπείπασθαιδε πανηγύρεως καί του θάμα παραβάλλει προσήκουσι, καί άνδράσιν αύτοϊς ες όψιν το παράπαν άνομίλητα είναι των άτοπων καί γαρ έκρινε, παρθενεύειν έλομένη, καί της κατά την πράξιν αφής άφεστώσα δια των αισθήσεων οίον τισιν άσωμάτοις άφαϊ, του ποθούμενου δράττεσθαι πόρρωθεν, καί ο όραν αίσχρόν δια σώματος τούτο ταϊς διανοίαις καί τη του νου έμπαθεϊ συνάφεια έργάζεσθαι,ταϊς τε των ομμάτων έπιβολαϊς περιπτύσσεσθαι δι' ων άπεμάξατο τύπων ο πολλού δέουσι περί αυτών είδέναι, αϊ νυν άσκεϊν παρθενίαν προείλατο. Δια τοι ταϋτα καί γέλωτος άμετρίαν συνέστελλε, καί παρρησίας άφηρεϊτο το πλείστον, καί ησυχία έντρυφώσα συνήν αεί τω θεώ, νοός καθαρότητι συγγινομένη, καί τη συνέχει των Γραφών αναγνώσει καί τοις άλλοις καί πρόγε πάντων τη καί μέχρις αυτής παροράσεως παρθενία καί καθαρότητι».

Στήν παράγραφο αύτη ό συγγραφέας Κάλλιστος αναφέρει αρχικά κάτι το άκρως σπουδαίο, το ασύγκριτο θα έλεγα. Ότι ή νεαρή Μαρία εκεί στα Μάγδαλα της Γαλιλαίας, «καί προ της χάριτος τα της χάριτος σπουδαζομένη». Πρίν δηλαδή εμφανισθεί ό Χριστός αυτή κατεγίνετο, άσχολείτο μετά ζήλου καί στα σοβαρά, ήταν δοσμένη σε εκείνα τα μεγάλα καί τα υψηλά πού χαρακτηρίζουν τίς θεοφιλές ψυχές πού άκουσαν καί ελκύστηκαν από τη θεία διδασκαλία. Τόσο δε αυστηρή ήταν ή ζωή της άγνείας καί ψυχοσωματικής καθαρότητας καί φροντίδος ώστε να διατηρεί το αγαθόν της παρθενίας άμεμπτο, ώστε δεν είχε σχέση καί συμμετοχή σε συνάξεις καί ξεφαντώματα καί μάλιστα όπου υπήρχε το ανδρικό στοιχείο, απέφευγε το δυνατόν κάθε σχέση επαφή ή ακόμη καί συνομιλία. Καί όλα αυτά, διότι είχε χαράξει οριστικά καί μετά ζήλου ψυχής στο να παρθενεύει, καί επομένως έπρεπε να αποφεύγει καί να διατηρεί καθαρές τίς αισθήσεις της ως κόρην οφθαλμού, ωσάν να μην είχε σώμα καί για να πετύχει του ποθούμενου έπρεπε να απέχει στο να βλέπει ο,τι το αισχρό, διότι καί μόνο ματιά δυνατόν να έχει στη συνέχεια εμπαθείς λογισμούς πού οδηγούν ακόμη καί σε πράξεις. Έτσι απέφευγε ακόμη καί επιτρεπόμενους τύπους. Με άλλα λόγια ό,τι διακαώς ποθούν αυτές πού καί τώρα εκλέγουν την παρθενική ζωή. Γενικά ή Μαρία ζούσε καί εντρυφούσε στο δικό της ηθικό κόσμο καί δια της προσευχής καί μελέτης πάσχιζε να έχει κατά το δυνατόν συνεχώς καθαρόν τον νουν, να έχει πνευματική επαφή με το Θεό. Ακόμη καί στο να γελάσει είχε μέτρο καί απέφευγε τολμηρές εμφανίσεις. Προκειμένου λοιπόν να διατηρεί συνεχώς την ψυχική της καθαρότητα καί παρθενία δεν επέτρεπε στον εαυτό της το να παραβλέπει καί ολιγωρεί στα ιερά της καθήκοντα.


Στ' αλήθεια καταπλήσσουν όλα αυτά το τί αυστηρή ζωή ζούσε ως νέα γυναίκα ή Μαρία, μάλιστα πρίν κάνει την εμφάνιση του «το φως του κόσμου », δηλαδή σε εποχή άκρως ηθικής παρακμής. Εξαίρεση εξαιρέσεως ή τόσο πειθαρχημένη μάλιστα παρθενική ζωή πού ζούσε ή ψυχή αυτή, καί χωρίς να έχει πλάι της τους γονείς της ως στήριγμα. "Οντως αποτελεί ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ πού εκπλήσσει. Με βάση αυτά γίνεται φανερό το αβυσσαλέο συκοφαντικό μένος αυτών πού σπιλώνουν την τιμήν της καί ετοιμάζουν την κόλαση τους.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

St Theodora of Sihla Commemorated on August 7 Troparion & Kontakion Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife. In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house. St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood. Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart. When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide. Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.” Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.” Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive. St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring. When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods. As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed. In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed. St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.” Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them. The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century. News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation. St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave. St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians. Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.





St Theodora of Sihla

Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife.
In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house.
St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood.
Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart.
When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide.
Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.”
Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.”
Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive.
St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring.
When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods.
As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed.
In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed.
St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.”
Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them.
The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century.
News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation.
St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave.
St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians.
Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Αγία Γολινδούχ (+13 Ιουλίου):Ο Θεός φανερώνεται σε όλους



site analysis


Σήμερα 13 Ιουλίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μιας Περσίδας αγίας, φανερώνοντας ότι η αγάπη του Θεού δε γνωρίζει σύνορα ή προσωπικές πεποιθήσεις και ότι το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει.
Η αγία Γολινδούχ γεννήθηκε στην Περσία από πυρολατρική (ειδωλολατρική) οικογένεια, στα τέλη του 6ου αιώνα. Ο σύζυγός της ήταν επίσης ειδωλολάτρης κληρικός και μέλος της αυλής του Βασιλιά Χοσρόη και είχε μαζί του 2 παιδιά. Η Γολινδούχ ήταν και αυτή ευσεβής ειδωλολάτρισσα.
Αγία Γολινδούχ-3 (453x640)
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο της ένα παράξενο όνειρο. Ένας νέος με λαμπρή στολή τής έδειξε τον τόπο, όπου βασανίζονται οι ψυχές των ασεβών, και κατόπιν τον τόπο που γαληνεύουν οι ψυχές των πιστών του Ιησού. Μόλις ξύπνησε, ζήτησε να μάθει περισσότερα για το Χριστό και μετά από λίγο καιρό βαπτίσθηκε χριστιανή, παίρνοντας το όνομα Μαρία.
Μόλις ο σύζυγός της ανακάλυψε ότι τιμά μυστικά τη χριστιανική πίστη, την κατήγγειλε στον ίδιο το βασιλιά. Μετά από δεινά βασανιστήρια, την έριξαν στο “φρούριο της λήθης”, μια φρικτή φυλακή, στην οποία όσοι έμπαιναν, τους ξεχνούσε ο έξω κόσμος. Η Αγία έμεινε εκεί για 18 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να βαρυγκομήσει. Όταν διαπίστωσαν πως παρέμεινε ακμαία στο φρόνημα, την έβγαλαν και την υπέβαλαν σε νέα βάσανα (μαρτύρια, ρίψη σε λάκκο με φίδι, εγκλεισμό σε πορνείο). Ο Θεός όμως την βοήθησε και βγήκε σώα από όλες αυτές τις δοκιμασίες.
Τότε καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού. Ένας άγγελος την έσωσε και από αυτό το μαρτύριο, προς μεγάλη της λύπη όμως, γιατί ήθελε να δώσει το αίμα της για το Χριστό. Ο άγγελος τότε της έκοψε λίγο το λαιμό και ανέβλυσε αίμα που πότισε τα ρούχα της. Αργότερα, αυτά τα ρούχα προξένησαν πλήθος ιάσεων.
Η Αγία έφυγε από την Περσία και ήρθε να ζήσει στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) επικράτεια, στα Ιεροσόλυμα (κατ’ άλλους, στην Ιεράπολη της Φρυγίας). Εκεί προσέλκυσε πολλούς στη χριστιανική πίστη (σύμφωνα δε με μία παράδοση, ακόμη και όλους τους οικείους της), κυρίως γιατί εντυπωσίαζε με τα στίγματα του Ιησού που έφερε στο σώμα της. Μαρτυρείται ακόμη ότι μόλις ήρθε στους χριστιανικούς τόπους να ζήσει, την προσέγγισαν Μονοφυσίτες, αλλά τους απέφυγε χάρη σε θεία πληροφόρηση.
Προς το τέλος της ζωής της έκανε υπακοή στο θέλημα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, να μεταβεί στη Βασιλεύουσα για να προσευχηθεί υπέρ του αυτοκράτορα (Μαυρικίου). Καθ’ οδόν όμως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο, την ώρα που προσευχόταν, στο Ναό του Αγ. Σεργίου.
ΠΗΓΗ.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα



site analysis



 Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα

Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα
Εορτάζει στις 12 Ιουλίου εκάστου έτους.


Όλου νοητώς δράττεταί σου νυν Λόγε,
H κρασπέδου σού, πριν μόνου δραξαμένη.
Βιογραφία
Για τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, που κατά την παράδοση ονομαζόταν Βερονίκη, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κεφάλαιο Θ’ στ. 20-22, στο κατά Μάρκον κεφάλαιο Ε’ στ. 25-34 και στο κατά Λουκάν κεφάλαιο Η’ στ. 43-49.
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου αναφέρει, ότι η αγία αυτή καταγόταν από την πόλη Πανεάδα.
Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ’ όλους.
Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες.
Αργότερα η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της.

Αγιογραφίες / Φωτογραφίες
Η Θεραπεία της Αιμορροούσας, τοιχογραφία από την Κατακόμβη των Μαρκελλίνου και Πέτρου, αρχές 4ου αι. μ.Χ.
Η Θεραπεία της Αιμορροούσας, τοιχογραφία από την Κατακόμβη των Μαρκελλίνου και Πέτρου, αρχές 4ου αι. μ.Χ.
 Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα

Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα

Πηγή:  saint.gr

Ο Θεός ανάπαυσον την ψυχήν της δούλης σου Γαρυφαλλιώς



site analysis



Φωτο:micrasia.wordpress.com
Φωτο:micrasia.wordpress.com

Μερόνυχτα συνεχίστηκε αυτή η αξιοθρήνητη, δραματική πορεία. Οι βοδάμαξες σταματούσαν πότε-πότε σε κανένα σταθμό για να ξεκουραστούν τα ζώα. Κατέβαιναν κι οι επιβάτες για να ξεμουδιάσουν και για ν’ αγοράσουν κανένα καρβέλι ψωμί.
Στηριγμένος στο μπαστούνι του ο Παρασκευάς βάδιζε πίσω από το αμάξι που μετέφερε την οικογένειά του. Για μια στιγμή άκουσε τη σπαραχτική φωνή της γυναίκας του. «Μανούλα μου!… Μανούλα μου!… Η καημένη η κυρά Γαρυφαλλιώ δεν άντεξε σ’ αυτή την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία. Η κουρασμένη της καρδιά έπαψε να χτυπά πάνω στη βοδάμαξα. Ο αγωγιάτης σταμάτησε. Και κατά διαταγή του τσανταρμά έριξε το νεκρό κορμί της γερόντισσας μέσα στο δρόμο. Το σήκωσε στην αγκαλιά του ο Παρασκευάς. Πήγε σ’ ένα χαντάκι που ήταν στην άκρη του δρόμου.
Σκάλισε με το μπαστούνι του κι άνοιξε ένα ρηχό πρόχειρο λάκκο. Κι αφού το φίλησε ψιθυρίζοντας με δάκρυα στα μάτια μια νεκρώσιμη ευχή, το απόθεσε μέσα σ’ αυτόν σκεπάζοντάς το με λίγο χώμα. «Ο Θεός ανάπαυσον την ψυχήν της δούλης σου Γαρυφαλλιώς», επανέλαβε μερικές φορές και τάχυνε το βήμα του για να προλάβει ν’ ακολουθήσει τη βοδάμαξα που μετέφερε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Τα πόδια του όμως λύγιζαν. Δεν άντεχε άλλο. Μόνο η θερμή του πίστη προς τον Θεό τούδινε το κουράγιο να συνεχίζει την πορεία του.


Πηγή: Βασιλικής Ράλλη, Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού της Ανατολής· Αληθινές ιστορίες από την Καταστροφή, § Αναχώρη από το Αϊβαλί, σελ. 48, ΈκδοσιςΙερόν Ησυχαστήριον «Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» Βατοπαίδι Χαλκιδικής, Α’ Έκδοσις, Μάιος 2007.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Παρακλητικός Κανών στην Αγία Κυριακή την Μεγαλομάρτυρα



site analysis



7 Ιουλίου
Ὁ Ἱερεύς Εὐλογητός ὁ Θεός...
Ὁ ἀναγνώστης: Ἀμήν.

Ψαλμός ρμβ΄ (142).
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀλήθειά σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σου. Καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου. Ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος, καί ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. 
Διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἔμου, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα. Γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἡ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μου. Ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός σέ κατέφυγον, δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μου. Τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ. Ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου, καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος σου εἰμι.

Καί εὐθύς τό, Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου., ἐξ ἑκατέρων τῶν Χορῶν, ὡς ἕξης:
Ἦχος δ΄.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β΄. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ΄. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τήν ἑξανθήσασαν ἁγνείας λαμπρότητι, ὡς ἐν κοιλάσιν εὐωδέστατον ἴον, Κυριακήν τήν ἔνδοξον, μαρτύρων καλλονήν, πάντες ἀνυμνήσωμεν, πρός αὐτήν ἐκβοῶντες, Ρύσαι τούς ὑμνουντάς σέ, τῶν δεινῶν σαῖς πρεσβείαις, ἴνα γεραίρωμεν εὐλαβῶς, τήν πανεύφημόν σου μνήμην, Ἀθληφόρε ἀξιάγαστε.


Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰ μή γάρ σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἔκ σού, σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ψαλμός Ν΄ (50).
Ἐλέησον μέ ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου, καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιον μούεεστι διά παντός. Σοί μόνω ἥμαρτον, καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου, καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου, καί τό Πνεῦμα σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. 
Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. 
Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην, ὁ Θεός, οὐκ ἐξουδενώοει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Καί ὁ Κανών.
Ὠδή ἅ΄ Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρᾶν διοδεύσας.
Ὑμνοῦμεν σέ πόθω, Κυριακή, Χριστοῦ Ἀθληφόρε, καί δεόμεθά σου θερμῶς, παρασχου λιταίς σου πρός τόν Κτίστην, πάσι τοῖς κάμνουσι τήν ἀνάρρωσιν.



Μαράνασα, μάρτυς, σῶμα τό σόν, Θεοῦ δί’ ἀγάπην, κακουχίαις τέ καί δεινοῖς, διό τά τοῦ σώματός μου πάθη, δί’ ἐγκρατείας μαράναι ἀξίωσον.


Νυκτός Χριστοῦ μάρτυς καί σκοτασμοῦ, τῆς πλάνης φυγοῦσα, ἠξιώθης θείου φωτός, καμέ φωτισθῆναι ταῖς λιταίς σου, θεοφεγγέσιν ἀκτίσι ἀξίωσον.


Θεοτοκίον.
Ἐκένωσε, Κόρη, ὁ ποιητής, ἐν τή σή κοιλία, ἑαυτόν δέ τούς πατρικούς, κόλπους τό καθόλου μή κενώσας, διά τό σῶσαι ὡς Θεός τό ἀνθρώπινον.

Ὠδή γ΄. Σύ εἰ τό στερέωμα.
Ἴασαι τά πάθη μου, τά τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ταῖς πρός Θεόν, ἐνθέρμοις λιταίς σου, Κυριακή μεγαλώνυμε.


Σύνεσιν μοί δώρησαι, τῷ ἀσυνέτω, πανθαύμαστε, Κυριακή, ἴνα πράττω πάντα, τοῦ Θεοῦ τά προστάγματα.


Ἔκ σού, παμμακάριστε, Κυριακή, τήν κατάπαυσιν, νόσων δεινῶν, πόθω ἀναμένω, ἀπολαῦσαι πρεσβείαις σου.

Θεοτοκίον.
Μαρία γενέσθαι μοί, τῷ μολυνθέντι τοῖς πταίσμασιν, ἴλεων νῦν, τόν ἔκ σού τεχθέντα, ἀσιγήτως δυσώπησον.

Ὠδή δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε.
Ἀπαστράπτουσα θαύμασιν, ἐκ τῶν προσφευγόντων σοί, μάρτυς ἔνδοξε, τῶν παθῶν φρικτήν σκοτόμαιναν, ἀπελαύνεις ὄντως ταῖς πρεσβείαις σου.


Ρεῖθρα ὄντως, πανένδοξε, ἰαμάτων ἄφθονα ἀναβλύζουσα, τοῖς τιμῶσι σήν πανήγυριν, ρῶσιν ταῖς λιταίς σου νῦν χορήγησον.


Τῶν μαρτύρων τήν εὔκλειαν, τήν Κυριακήν ἀνυμνήσωμεν, οἱ πιστοί καί ἐπαινέσωμεν, ὡς τετυχηκότες ἀπαλλαγῆς τῶν δεινῶν.

Θεοτοκίον.
Ὕφαντον ἐκ τῆς ἄνωθεν, χάριτος χιτώνα, Παρθένε, ἔνδυσον, τόν σόν δοῦλον ταῖς πρεσβείαις σου, καί τή ἀφθαρσία μέ περίβαλε.

Ὠδή ἐ΄. Φώτισον ἠμᾶς.
Σόφισον μέ νῦν, τῆς σοφίας ταῖς ἑλλάμψεσι, ταῖς ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ ἔννοιαν, καί φωτί θείω, Κυριακή μέ φωταγώγησον.


Κύμασι δεινοῖς, ἁμαρτίας βυθιζόμενον, καί ταῖς τρικυμίαις τῶν θλίψεων, Κυριακή μέ, τοῦ κινδύνου ἐλευθέρωσον.


Ὕψιστον ἐκδυσώπει ὑπέρ τοῦ δούλου σου, παθῶν θλιβόντων, καί δεινῶν ἁπαλλαγῆναι μέ.

Θεοτοκίον.
Ρύπου μέ παθῶν, μεσιτεία σου καθάρισον, καί τήν σκοτισθεῖσαν ψυχήν μου φώτισον, ἴνα δοξάζω καί ὑμνῶ σέ, πολυύμνητε.

Ὠδή στ΄. Ἰλάσθητι μοί.
Ἰδεῖν τήν δόξαν Θεοῦ, ἐπιποθῶν ὁ ταλαίπωρος, Κυριακή, πρός τήν σήν, προσφεύγω βοήθειαν, θερμῶς σου δεόμενος, ὅπως ταῖς λιταίς σου, ταύτης γένωμαι νῦν μέτοχος.


Ἀγάπη πρός τόν Θεόν, πάντα ὡς φρούδα κατέλιπες, Κυριακή τά ἐν γῆ, σύ οὔν καί τόν δοῦλόν σου, παριδεῖν ἀξίωσον, πάντα τά ἠδέα, καί ἁγίως πολιτεύεσθαι.


Κρατήρα, Κυριακή, θανατηφόρον κεκέρακεν, ἡ Εὕα πάλαι ἐμοί, σύ δέ τοῖς σοῖς αἵμασιν, οἶνον μοί ἐνστάλαξον, τῆς ἀθανασίας, τήν καρδίαν μου εὐφραίνοντα.

Θεοτοκίον
Ἡ μόνη καταφυγή, χριστιανῶν σύ βοήθησον, τῷ κινδυνεύοντι νῦν, καί χεῖρα μοί ὄρεξον, καί πρός τόν λιμένα μέ, τόν τῆς σωτηρίας, καθοδήγησον, Πανάχραντε.
Διάσωζε, Κυριακή ἀθληφόρε, ταῖς πρός Θεόν σου πρεσβείαις, ἀπό ποικίλων κινδύνων τούς δούλους σου, καί ἴασαι τάς δεινάς ἠμῶν νόσους.

Θεοτοκίον
Ἄχραντε, ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Ὁ ἱερεύς μνημονεύει. Εἴτα τό Κοντάκιον. Ἦχος β΄.
Ἀνέτειλεν ἠμίν λαμπρά, ὥσπερ ἥλιος, ἡ μνήμη σου σεμνή Κυριακή ἀθληφόρε, νέφη τῶν παθῶν ἀποδιώκουσα, καί φωταγωγοῦσα τούς εὐσεβῶς, τή σή εἰκόνι προσπελάζοντας, καί σέ πόθω καί πίστει γεραίροντας.

Προκείμενον Ἦχος δ΄.
Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοί, καί εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου.
Στίχος. Καί ἔστησεν ἐπί πέτραν τούς πόδας μου, καί κατεύθυνε τά διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον (Ἰ΄ 16-22).
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς. Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς, ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων, γίνεσθε οὔν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις, καί ἀκέραιοι ὡς αἵ περιστεραί. Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ἀνθρώπων, παραδώσουσι γάρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καί ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς καί ἐπί ἡγεμόνας δέ καί βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καί τοῖς ἔθνεσιν. Ὅταν δέ παραδιδῶσιν ὑμᾶς, μή μεριμνήσητε πῶς ἤ τί λαλήσετε, δοθήσεται γάρ ὑμίν ἐν ἐκείνη τή ὥρα τί λαλήσετε, οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμίν. Παραδώσει δέ ἀδελφός ἀδελφόν εἰς θάνατον καί πατήρ τέκνον, καί ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπί γονεῖς καί θανατώσουσιν αὐτούς, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου, ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τῆς Ἀθληφόρου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος, Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου, καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

Καί τό παρόν προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄.
Οὐδείς καταφεύγων ἐν τή σκέπη σου, κατησχυμένος ἐκπορεύεται, Κυριακή ἀθληφόρε, ἀλλ’ αἰτεῖται τήν ρῶσιν, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, παρά Θεοῦ ταῖς ἰκεσίαις σου.
Τό, Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου... (ὑπό τοῦ ἱερέως)



Ὠδή ζ΄. Παῖδες Ἑβραίων.
Πάντων δεινῶν ἀρρωστημάτων, τά ἰάματα λαμβάνομεν ἀφθόνως, οἱ πιστῶς τή θερμή, προστρέχοντες σοί σκέπη, Κυριακή πανένδοξε, ταῖς ἐνθέοις σου πρεσβείαις.Ὄμβρους παρέχεις ἰαμάτων, καταπαύσουσα τό πῦρ ἀρρωστημάτων, καί πιστούς σύ ποιεῖς, ὑμνεῖν ἀδιαλείπτωςευλογητος εἰ Κύριε, ὁ Θεός εἰς τούς αἰώνας.
Θέσει, ὤ μάρτυς, θεουμένη, ὡς ἐγγίζουσα τῷ θρόνω τοῦ Ὑψίστου, ὑπέρ πάντων ἠμῶν, τῶν σέ ἀνευφημούντων, ὑμνωδιῶν ἐν κάλλεσι, τόν Θεόν ἀεί δυσώπει.

Θεοτοκίον.
Ὡς πέρ ὁ ἄσωτος, Μαρία, νῦν προχέω τά δάκρυα ἀφθόνως, ὡς τελώνης ἀεί, ἰλάσθητι κραυγάζω, σῶσον μέ τοίνυν, Δέσποινα, μητρικαίς σου ἰκεσίαις.

Ὠδή ἡ΄. Τόν Βασιλέα.
Σύ τῶν αἱμάτων, τοῖς σταλαγμοίς σου, παρθένε, ἀποξήρανον βυθόν ἁμαρτίας, καί χορηγεῖ ρῶσιν, τοῖς κάμνουσι λιταίς σου.
Εὔχου Κυρίω, Κυριακή ἀθληφόρε, ὑπέρ πάντων τῶν σοί προσφευγόντων, καί ρύου κινδύνων, αὐτούς σαῖς ἰκεσίαις.
Ρύσαι σόν δοῦλον, Κυριακή ἀθληφόρε, τόν τή σκέπη τή σή προσελθόντα, νόσων ὀλέθριων, καί θλίψεων λιταίς σου. 

Θεοτοκίον
Ἁγνή Παρθένε, ἐκ κατωτάτου βυθοῦ μέ, ἀπογνώσεως ρύσαι καί πρός ὅρμον, μετανοίας βίον, ἴθυνον τού σου δούλου.

Ὠδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Φωτί τῷ ἀπροσίτω, ἐντρυφώσα, θεοφρον, τῆς ἁμαρτίας ἀχλύν τήν κακοζόφον, ἐκ τῶν σῶν δούλων λιταίς σου, νῦν διασκέδασον.
Εὐφρόσυνον ἡμέραν, ἄγει νῦν ἡ κτίσις, Κυριακή, τήν σήν μνήμην γεραίρουσα, καί εἰρηναίαν ἐκ τῶν λιτῶν σου, κατάστασιν ἀναμένουσα.Ἴασιν ταχίστην, δώρησαι λιταίς σου, Κυριακή ἀθληφόρε, καί φώτισον, τόν σκοτεινόν ἁμαρτίαις, νοῦν μου, πανένδοξε.

Θεοτοκίον
Μετά Θεόν, Παρθένε, ἄμαχον προστάτιν, καί ἀντιλήπτορα μέγιστον ἔχων σέ, κράζω σοί σῶσον, τόν δοῦλόν σου Ἄχραντε.

Εἴτα
Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.

Καί θυμιά ὁ ἱερεύς τό Θυσιαστήριον καί τόν λαόν, ἤ τόν οἶκον, ὅπου ψάλλεται ἡ Παράκλησις, καί ἠμεῖς ψάλλομεν τά παρόντα.
Μεγαλυνάρια. Ἦχος πλ. β΄.
Ἔπιδε ἐξ ὕψους θείου Χριστοῦ, νύμφη στεφηφόρε, καί ἐπισκεψαι τούς πιστῶς, σέ ἀνευφημούντας, καί θείαις σου πρεσβείαις, νόσων παντοίων ρύσαι, καί πάσης θλίψεως.Τόν Χριστόν ποθήσασα ἀληθῶς, ἔσπευσας τεθνάναι, καί θυσίαν προσενεγκεῖν, σεαυτήν ἁγία Κυριακή θεοφρον, τοῦτον οὔν ἐκδυσώπει, ὑπέρ τῶν δούλων σου.

Θεοτοκίον.
Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.

Τρισάγιον καί τό Τροπάριον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς βρύσις πολυκρουνός, παρθενομάρτυς Χριστοῦ, κατήρδευσας, πάνσοφε, τήν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ, καί ἤθλησας ἄριστα, ἔσωσας τούς ἐν σκότει, τῆς εἰδωλομανίας, αἴγλη τῶν σῶν θαυμάτων, Κυριακή ἀθληφόρε, διό ἐν παρρησία Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἠμᾶς.

Ἤ τό παρόν Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Καλλιέρημα ὤφθης καί θύμα ἅγιον, προσενεγκοῦσα τῷ Πλάστη τήν καθαράν σου ψυχήν, ἤν ἐδόξασε Χριστός, ὤ καρτερόψυχε. Ὅθεν καί βρύει διά σου, τοῖς τιμῶσι σέ πιστοῖς, τάς χάριτας ὑπέρ ψάμμον, Κυριακή ἀθληφόρε, ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος.

Ὁ ἱερεύς ὡς ἔθος μνημονεύει.
Εἰς τήν ἀπόλυσιν ψάλλομεν τό παρόν.
Προσόμοιον.
Ἦχος β΄. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου σέ νεκρόν...
Κλάδος εὐκλεής, Κυριακή, ρίζης διασήμου ἐδείχθης, Χριστόν κηρύξασα, φέρων τῆς ἀθλήσεως, καρπόν σωτήριον, καί ξηραίνων ἐν χάριτι, φυτά ἀσεβείας, ὅθεν σέ δοξάζοντες, καθικετεύομεν, ρύσαι ταῖς πρεσβείαις σου πάσης, λύμης τῶν παθῶν ἀχλυώδους, τούς τή θεία σκέπη σου προστρέχοντας.

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ-ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΣΠΑΝΙΑ



site analysis

(Νικολαΐδης, 1831)
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΓΚΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
Μετὰ τὸν Προοιμιακόν, καὶ τὸ Μακάριος Ἀνήρ, εἰς τό, Κύριε ἐκέκραξα, ἱστῶμεν Στίχους η' καὶ ψάλλομεν Στιχηρὰ Προσόμοια τῆς Ἁγίας. Ἦχος α΄. Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Σήμερον πιστοὶ συνδράμωμεν, ἐν ναῷ τῆς σοφῆς, Κυριακῆς ᾄσμασι, τιμῶντες χρεωστικῶς, ταύτης τὴν ἄθλησιν, ὡς ἥλιος γὰρ φαιδρός, τῇ οἰκουμένῃ νῦν πάσῃ ἀνέτειλε, φωτίζουσα τοὺς πιστῶς, ταύτην τελοῦντας τὴν θείαν πανήγυριν, καὶ Χριστῷ ἀναβοῶντας· Δέσποτα Φιλάνθρωπε, Ἀθληφόρου πρεσβείαις, τὴν εἰρήνην ἡμῖν δώρησαι.
Δεῦτε, συνελθόντες σήμερον, τῶν πιστῶν ἡ πληθύς, ὕμνοις καταστέψωμεν, ὡς ῥόδοις ἐαρινοῖς, μνήμην τὴν ἔνδοξον, τῆς Ἀθληφόρου πιστῶς, Κυριακῆς τῆς Παρθένου καὶ Μάρτυρος, κραυγάζοντες πρὸς Αὐτόν· ὦ Ἀθληφόρε πρεσβείαις σου αἴτησαι, τὴν εἰρήνην, τοῖς πιστῶς σου τελοῦσι τὴν ἄθλησιν, καὶ ψυχῶν σωτηρίαν, ἄμα δὲ καὶ μέγα ἔλεος.
Χαίροις, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, καὶ Μαρτύρων δόξα, καὶ Παρθένων καύχημα, καὶ πάντων τῶν εὐσεβῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα, Παρθενομάρτυς Χριστοῦ, Κυριακὴ Ἀθληφόρε ἀοίδιμε, μὴ διαλίπῃς σεμνή, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύειν ἑκάστοτε, τῶν πιστῶν ἐπιτελούντων τὴν θείαν σου ἄθλησιν, ἐκ λιμοῦ καὶ θανάτου, καὶ κινδύνων διασώζεσθαι.
Μάρτυς, Ἀθληφόρε ἔνδοξε, τῶν Μαρτύρων κλέος, καὶ πιστῶν προπύργιον, καὶ πάσης τῆς οἰκουμένης τὸ ἀγλάϊσμα, σὲ πόθῳ Κυριακῇ, νῦν συνελθόντες ἐν ὕμνοις γεραίρομεν, βοῶντές σοι ἐκτενῶς· ὦ Ἀθληφόρε Χριστὸν καθικέτευε, ὑπὲρ τῶν ἐπιτελούντων τὴν ἁγίαν μνήμην σου, λυτρωθῆναι κινδύνων, καὶ παντοίων περιστάσεων
Ἕτερα, ἐκ τοῦ Μηναίου. Ἦχος β'. Ὅτε, ἐκ ξύλου σε.
Μάρτυς, ἀθληφόρε τοῦ Χριστοῦ, ἔστης πρὸ βημάτων ἀνδρείως, Χριστὸν κηρύττουσα, σταύρωσιν ἑκούσιον καταδεξάμενον, καὶ δεσμοῖς ὁμιλήσασα, καὶ πάσαις αἰκίαις, χαίρουσα ἀνέδραμες πρὸς τὰ οὐράνια, δήμοις ἀπ' αἰῶνος Μαρτύρων, συναριθμηθεῖσα καὶ δόξης, διαιωνιζούσης ἀπολαύουσα.
Λόγου, τοῦ φανέντος ἐπὶ γῆς, νύμφη ἐκλεκτὴ ἀνεδείχθης, Κυριακὴ ἀληθῶς, κάλλει διαλάμπουσα, ἐνθέων πράξεων, καὶ τῆς θείας ἀθλήσεως, φαιδραῖς ἀγλαΐαις· ὅθεν τὸν οὐράνιον θάλαμον ᾤκησας, ἔνθα, ὡς Παρθένος καὶ Μάρτυς, πάντοτε χορεύουσα πάντων, τῶν μνημονευόντων σου μνημόνευε.
Ῥίζης, εὐκλεοῦς Κυριακή, κλάδος ὡραιότατος ὤφθης, καρπὸν σωτήριον, φέρων τῆς ἀθλήσεως, τὰ κατορθώματα, καὶ μαραίνων ἐν χάριτι, φυτὰ ἀσεβείας· ὅθεν τὴν πανίερον, μνήμην σου σέβομεν, πόθῳ καὶ λειψάνων τὴν θήκην, νῦν περιπτυσσόμεθα χάριν, ἐξ αὐτῆς ἰάσεων λαμβάνοντες.
Δόξα... Ἦχος πλ. β'
Ἐκ δεξιῶν τοῦ Σωτῆρος, παρέστη ἡ παρθένος, καὶ ἀθληφόρος καὶ Μάρτυς, περιβεβλημένη ταῖς ἀρεταῖς τὸ ἀήττητον, καὶ πεποικιλμένῃ ἐλαίῳ τῆς ἁγνείας, καὶ τῷ αἵματι τῆς ἀθλήσεως, καὶ βοῶσα πρὸς αὐτόν, ἐν ἀγαλλιάσει τὴν λαμπάδα κατέχουσα. Εἰς ὀσμὴν μύρου σου ἔδραμον, Χριστὲ ὁ Θεός, ὅτι τέτρωμαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ, μὴ χωρίσῃς με νυμφίε ἐπουράνιε. Αὐτῆς ταῖς ἱκεσίαις κατάπεμψον ἡμῖν, παντοδύναμε Σωτὴρ τὰ ἐλέη σου.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Τίς μη μακαρίσει σε…
Εἴσοδος. Φῶς ἱλαρόν. Προκείμενον τῆς ἡμέρας. Καὶ τὰ Ἀναγνώσματα.
Προφητείας Ἡσαΐου τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κεφ. Μγ΄ 9-14).
Τάδε λέγει Κύριος· Πάντα τὰ ἔθνη συνήχθησαν ἅμα, καὶ συναχθήσονται ἄρχοντες ἐξ αὐτῶν. Τίς ἀναγγελεῖ ταῦτα ἐν αὐτοῖς, ἤ τὰ ἐξ ἀρχῆς τίς ἀκουστὰ ποιήσει ὑμῖν; Ἀγαγέτωσαν τοὺς μάρτυρας αὐτῶν καὶ δικαιωθήτωσαν, καὶ εἰπάτωσαν ἀληθῆ. Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, καὶ ἐγὼ μάρτυς Κύριος ὁ Θεός, καὶ ὁ παῖς ὃν ἐξελεξάμην· ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε, καὶ συνῆτε, ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός, καὶ μετ᾿ ἐμὲ οὐκ ἔσται. Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ ὁ σῴζων. Ἐγὼ ἀνήγγειλα καὶ ἔσωσα, ὠνείδισα, καὶ οὐκ ἦν ἐν ὑμῖν ἀλλότριος. Ὑμεῖς ἐμοὶ μάρτυρες, καὶ ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν μου ἐξαιρούμενος. Ποιήσω, καὶ τίς ἀποστρέψει αὐτό; Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ λυτρούμενος ὑμᾶς, ὁ Ἅγιος Ἰσραήλ.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. Γ΄. 1-9).
Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δε εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθώσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται. Ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι, καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη, καὶ κρατήσουσι λαῶν, καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτῷ, συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ· ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. Ε΄. 15-23 & ΣΤ΄, 1-3).
Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ. Διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας, καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου· ὅτι τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ σκεπάσει αὐτούς, καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν. Λήψεται πανοπλίαν τὸν ζῆλον αὐτοῦ, καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν· ἐνδύσεται θώρακα δικαιοσύνης, καὶ περιθήσεται κόρυθα, κρίσιν ἀνυπόκριτον· λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον, ὁσιότητα· ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ῥομφαῖαν· συνεκπολεμήσει αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας. Πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν, καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου τῶν νεφῶν, ἐπὶ σκοπὸν ἁλοῦνται, καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ῥιφήσονται χάλαζαι. Ἀγανακτήσει κατ᾿ αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως. Ἀντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως, καὶ ὡς λαίλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς. Καὶ ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία, καὶ ἡ κακοπραγία περιτρέξει θρόνους δυναστῶν. Ἀκούσατε οὖν βασιλεῖς, καὶ συνέτε· μάθετε, δικασταὶ περάτων γῆς. Ἐνωτίσασθε οἱ κρατοῦντες πλήθους, καὶ γεγαυρωμένοι ἐπὶ ὄχλοις ἐθνῶν. Ὅτι ἐδόθη παρὰ Κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν, καὶ ἡ δυναστεία παρὰ Ὑψίστου.
Εἰς τὴν Λιτήν. Ἰδιόμελα. Ἦχος α΄.
Οἱ τῷ αἵματι Χριστοῦ τὰς ψυχὰς σφαγιασθέντες, εἰς ἡμέρας ἀπολυτρώσεως, αἵμα ἅγιον ἐκ μαρτυρικῆς πηγῆς ἀναβλύζον ἡμῖν, μετ’ εὐφροσύνης πνευματικῆς, προφητικῶς ἀντλήσωμεν, τῶν ζωηῤῥήτων παθημάτων τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἀοιδίου δόξης μορφωτικόν, διὸ Αὐτῷ βοήσωμεν· ὁ ἐν δοξαζόμενος ἐν ταῖς ἁγίοις Σου Κύριε, ταῖς τῆς Ἀθληφόρου Κυριακῆς πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἦχος β΄.
Ἠσχύνθη ὁ βάσκανος ἐχθρός, ὑπὸ γυναικὸς ἠττηθεῖς, ὅτι τὴν προμήτορα ἔσχεν ὄργανον πρὸς ἁμαρτίαν, ὁ γὰρ ἐκ Παρθένου σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Πατρὸς ἀτρέπτως, καὶ ἀφύρτως, ὡς οἶδε μόνον Αὐτός, τὴν κατάραν ἔλυσε τῆς Εὔας καὶ τοῦ Ἀδάμ, Χριστὸς ὁ στεφανώσας ἀξίως, Κυριακὴν τὴν Μάρτυρα, καὶ δι’ αὐτῆς δωρούμενος τῷ κόσμῳ, ἰλασμὸν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ αὐτός.
Τὴν πανήγυριν σήμερον τῆς Ἀθληφόρου Κυριακῆς, δεῦτε λαοὶ ὑμνήσωμεν. Ταύτην γάρ, οὔτε ξίφος, οὔτε πῦρ, οὔτε ἄλλη βάσανος, οὔτε τοῦ πολυπλόκου Βελίαρ τὰ ἔνεδρα ἐτροπώσαντο. Χριστὸν ἱκέτευε καλλιμάρτυς πανένδοξε, δωρηθῆναι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος γ΄.
Ἀθλητικὴν πανήγυριν πιστοί, θεοφρόνως τελουμένην θεάμενοι, τῷ θαυμαστῷ ἐν βουλαῖς Θεῷ ἡμῶν, εὐχαριστήριον αἶνον μελωδήσωμεν. Τὸ γὰρ ἀόρατον κράτος τῆς ἐναντίας δυνάμεως, ἐν γυναικείᾳ φύσει κατηγωνίσατο, καὶ τὴν θείαν Αὐτοῦ δύναμιν, ἐν ἀσθενείᾳ τελειώσας τῆς Καλλιμάρτυρος. Ταῖς αὐτῆς πρεσβείαις σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἦχος δ΄.
Δοξάζομέν Σου Χριστὲ τὴν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὴν ἀγαθότητα, τὴν εἰς ἡμᾶς γενομένην, ὅτι καὶ γυναῖκες κατήργησαν τὴν πλάνην τῆς εἰδωλομανίας, δυνάμει του Σταυροῦ Σου Φιλάνθρωπε. Τύραννον οὐκ ἐπτοήθησαν, τὸν δόλιον κατεπάτησαν, ἴσχυσαν ὀπίσω σου ἐλθεῖν, εἰς ὀσμὴν μύρου Σου ἔδραμον, πρεσβεύουσαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ὁ αὐτός.
Ἐθαυματούργησε Χριστέ, τοῦ Σταυροῦ Σου ἡ δύναμις, ὄτε καὶ ἡ Μάρτυς Κυριακὴ, ἀθλητικὸν ἀγῶνα ἠγωνίσατο, ὅθεν τὸ ἀσθενὲς τῆς φύσεως ἀποῤῥιψαμένη, γενναίων ἀντέστη κατὰ τῶν τυράννων. Διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκη κομισαμένη, πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Δόξα. Ἦχος πλ. Α΄.
Τῇ παρθενικῇ σου θελχθεῖς ὡραιότητι, ὁ Βασιλεῦς τῆς δόξης Χριστός, ὡς ἀμώμητόν σε Νύμφη ἐαυτῷ ἠρμόσατο, συναφείᾳ ἀκηράτῳ, ἐν γὰρ τῷ θελήματι Αὐτοῦ, παρασχόμενος τῷ κάλλει σου δύναμιν κατ’ ἐχθρῶν τε καὶ παθῶν ἀήττητον ἔδειξεν, ἐγκαρτερήσασα αἰκίαις πικραῖς, καὶ βασάνοις δριμυτάτοις, διπλῷ στέφει, δισσῶς σε κατέστεψε, καὶ παρέστησεν ἐκ δεξιῶν Αὐτοῦ ὡς βασίλισσαν πεποικιλμένην. Αὐτὸν δυσώπησον Παρθενομάρτυς Κυριακὴ ἀοίδιμε, τοῖς ὑμνηταῖς σου δοθῆναι σωτηρίαν καὶ ζωήν, καὶ μέγα ἔλεος.
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Μακαρίζομέν Σε Θεοτόκε Παρθένε…
Εἰς τὸν Στίχον. Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσι.
Ὡς Παρθένον καὶ Μάρτυρα, ὡς Θεοῦ Νύμφην ἄφθορον, ὡς τῷ θείῳ Πνεύματι διαλάμπουσαν, ὡς τὸν Χριστὸν ἀγαπήσασαν, ἐχθρὸν δὲ αἰσχύνασαν, ὡς ἀθλήσασα στεῤῥῶς, καὶ πολύπλοκα βάσανα ὑπομείνασαν, εὐφημοῦμέν σε πίστει Ἀθληφόρε, καὶ τὴν μνήμην σου τελοῦμεν, τὴν φωταυγῆ καὶ σωτήριον.
Στ.: Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου.
Ὡς γενναίον ἀδάμαντα, ὡς θεόφρονα Μάρτυρα, ὡς τὴν πλάνην λύσασα τοῦ ἀλάστορος, καὶ τὸν τῆς Εὔας πολέμιον, γενναίῳ φρονήματι, συμπατήσασαν εἰς γῆν, εὐφημοῦμέν σε ἔνδοξε καὶ χωρήσασαν, Παραδείσου πρὸς πλάτος Ἀθληφόρε, θεωθεῖσαν καὶ τυχοῦσαν, ἐπιτηδείου μεθέξεως.
Στ.: Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτρα τοὺς πόδας μου, καὶ κατηύθηνε τὰ διάβηματά μου.
Τὴν σὴν μνήμην πανένδοξε, τὴν λαμπρὰν καὶ πολύφωτον, φαιδρῶς ἑορτάζοντες σὲ ἱκετεύωμεν, Κυριακὴ παναοίδιμε, ταῖς θείαις πρεσβείαις σου περιφρούρησον ἡμᾶς, τοὺς σοὺς δούλους πανεύφημε, ἐκ κινδύνων τε, πειρασμῶν πολυτρόπων καὶ ἐκ νόσων, καὶ δεινῶν ἐπερχομένων, τοὺς τῇ σῇ σκέπῃ προστρέχοντας.
Δόξα... Ἦχος β'
Ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐν ὄρει ἁγίῳ αὐτοῦ, ἐκεῖ κατεσκήνωσεν ἡ Ἁγία, τὴν λαμπάδα ἄσβεστον τηρήσασα. Ἀκούσωμεν τῆς Παρθένου ἐγκώμιον! ὦ Παρθενία, ναὸς Θεοῦ! ὦ Παρθενία, Μαρτύρων δόξα! ὦ Παρθενία, Ἀγγέλων συνόμιλε.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.
Νῦν Ἀπολύεις. Τρισάγιον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄.
Ὡς βρύσις πολύκρουνος, Παρθενομάρτυς Χριστοῦ, κατήρδευσας πάνσοφε, τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ, καὶ ἤθλησας ἄριστα, ἔσωσας τοὺς ἐν σκότει τῆς εἰδωλομανίας, αἴγλη τῶν σῶν θαυμάτων Κυριακὴ Ἀθληφόρε, διὸ ἐν παῤῥησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Δόξα. Ἕτερον.
Ἡ ἀμνάς Σου Ἰησοῦ…
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Τὸ ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον…
Ἀπόλυσις.
ΟΡΘΡΟΣ
Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν, κάθισμα. Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Τιμήσασα Θεόν, παρ’ Αὐτοῦ ἐτιμήθης, Μαρτύρων καλλονή, καὶ Παρθένων τὸ κλέος, διὸ καὶ στεφάνοις σε, νῦν διπλοῖς κατεκόσμησε, τῆς αθλήσεως, καὶ παρθενίας θεόφρον, ὅθεν αἴτησαι, Κυριακὴ ἀθληφόρε, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Τὸν πάντων Ποιητήν, καὶ Θεόν σου καὶ Κτίστην, πανάμωμε Ἁγνή, διὰ Πνεύματος θείου, ἐν μήτρᾳ σου ἐχώρησας, καὶ φθορᾶς δίχα τέτοκας, ὅν δοξάζοντες, σὲ ἀνυμνούμεν Παρθένε, ὡς παλάτιον, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, καὶ κόσμου αντίληψις.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν, κάθισμα. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου, πάντας ἐξέπληξας, ὅτι ὑπέμεινας, τὰς τῶν τυράννων πληγάς, δεσμὰ βασάνους φυλακᾶς, Κυριακὴ ἀοίδιμε, ὅθεν καὶ τὸν στέφανον, ὁ Θεός σοι δεδώρηται, ὅνπερ ἐπεπόθησας, ψυχικῶς καὶ προσέδραμες, Αὐτὸς καὶ τὰς ἰάσεις παρέχει πάσι τοῖς πίστοις προσιούσι.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Ἅπας ὁ βίος μου, ἐν ῥαθυμίᾳ πολλῇ, διῆλθε Πάναγνε, καὶ νῦν προσήγγισα, τῷ τῆς ἐξόδου καιρῷ, καὶ δέδοικα τοὺς ἐχθροῦς μου, μὴ διασπαράξω σοι, τὴν ψυχήν μου Θεόνυμφε, καὶ τῆς απωλείας με, τῷ βυθῷ παραπέμψωσιν, ἀλλ’ οἴκτειρον τὸν δούλον Σου Κόρη, καὶ ῥῦσαί με τῆς τούτων κατακρίσεως.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον, κάθισμα. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν Νυμφίον σου Χριστῷ ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας πανεύφημε, ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν Αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, τὸ στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ’ Αὐτοῦ δεξαμένη, ἀλλ’ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, Κυριακὴ τοὺς τελούντας τὴν μνήμην σου.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Καταφυγὴ τῶν ἐν δεινοῖς ὑπαρχόντων, καταλλαγὴ πρὸς τὸν Θεὸν τῶν πταιόντων, Ὑπεραγία Δέσποινα περίσωζε ἡμᾶς, πάσης περιστάσεως, καὶ κακίας ἀνθρώπων, καὶ φρικτῆς κολάσεως, καὶ παθῶν ἀτιμίας, τοὺς ἀδιστάκτῳ πίστει σε Ἁγνή, προσκαλουμένους Παρθένε πανύμνητε.
Εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον: Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ…
Ὁ Ν΄ ψαλμός.
Δόξα: Ταῖς τῆς Ἀθληφόρου…
Καὶ νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου…
Ἰδιόμελον. Ἦχ. β΄. Στ.: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός…
Ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν… (Ζήτει εἰς τὸ Δοξαστικὸν τῶν Στίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ.)
Οἱ Κανόνες· ὁ Κανὼν τῆς Θεοτόκου· καὶ τῆς Ἁγίας β΄.
Ὁ α΄ Κανὼν τῆς Ἁγίας ἐκ τοῦ Μηναίου, οὗ ἡ Ἀκροστιχίς: Χαίρων κροτῶ σε, Μάρτυς, εὐσεβοφρόνως. Ἰωσήφ.
ᾨδὴ α΄. Ἦχος β'. Δεῦτε λαοί
Χαρμονικῶς, ἐπὶ τῇ μνήμῃ χορεύσωμεν, τῆς ἀθληφόρου Μάρτυρος, καὶ ἐκβοήσωμεν, ταῖς αὐτῆς ἱκεσίαις, Χριστὲ Σωτὴρ οἰκτίρμον, σῷζε τὸν κόσμον σου.
Αἴγλῃ τῇ σῇ, φωτιζομένη ἡ ἔνδοξος, Κυριακὴ φιλάνθρωπε, σκότος διέφυγε, πολυθέου ἀπάτης, καὶ πᾶσιν ἰαμάτων, φέγγος ἀπήστραψεν.
Ἵνα Χριστῷ, τῷ ἀθανάτῳ νυμφίῳ σου, εὐαρεστήσῃς θάνατον, καὶ πῦρ καὶ βάσανα, εἰς οὐδὲν ἐλογίσω· διὸ τῆς ἀθανάτου, δόξης ἠξίωσαι.
Θεοτοκίον.
Ῥύμην Ἁγνή, τὴν τοῦ θανάτου ἀνέστειλας, ἀθανασίας πρόξενον, Χριστὸν κυήσασα, ὃν ὁ ᾍδης θανέντα, βουλήσει ἑκουσίᾳ, ἰδὼν ἐτρόμαξεν.
Ἕτερος, οὗ ἡ Ἀκροστιχίς: Τὴν ἄθλησίν σου Κυριακὴ ὑμνήσω δε. Ἰωάννης. (Τραπεζούντιος, βιβλιογράφος).
Ἦχος α΄. Ἀνοίξω τὸ στόμα μου.
Τὴν μνήμην τὴν ἔνδοξον, τῆς Ἀθληφόρου σε Κύριε, ὑμνεῖν ἐφιέμενος, καὶ τὰ παλαίσματα, χάριν ἄνωθεν, ἐξ ὕψους ἐξαιτοῦμαι, δι’ ἧς ἀναμέλψασαι ταῦτα δυνήσομαι.
Ἤνεγκας στεῤῥότατα, δεινὰς βασάνους ἀοίδιμε, Κυριακὴ ἔνδοξε ὑπὲρ ἀγάπης Χριστοῦ, ὅθεν εἴληφας, παρ’ Αὐτοῦ θείαν χάριν, ἰᾶσθαι νοσήματα, τῶν προστρεχόντων σοι.
Ναὸς ὁ σὸς ἔνδοξε, κρήνη θαυμάτων γνωρίζεται, ἡμῖν τοῖς συνδράμουσι τούτῳ ἐκ πίστεως, θεραπεύει γάρ, ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, πάθη καὶ νοσήματα τῶν ἀνυμνούντων σε.
Θεοτοκίον.
Ἁγίασον Δέσποινα, τὴν ταπεινήν μου διάνοιαν, ἡ τὸν ὑπερούσιον, λόγον κυήσασα, καὶ ὑπάρχουσα, πασῶν ἁγιωτέρα, τῶν ἄνω δυνάμεων Θεοχαρίτωτε.
ᾨδὴ γ΄. Τῆς Ἁγίας. Στερέωσον ἡμᾶς
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἁγνὴν σε ἄφθορον, ὡραίαν τῷ κάλλει Μάρτυς δειχθεῖσαν, ἑαυτῷ νύμφην προσήκατο, ἐρασθείς σου δι' ἄκραν ἀγαθότητα.
Τὰ κάλλη τὰ ἐκτὸς καταμαράνασα, τὴν ἔνδον ὑπέδειξας εὐμορφίαν, τῷ γινώσκοντι τὰ κρύφια, διὰ τοῦτό σε Μάρτυς ἐμνηστεύσατο.
Ὡς κλάδος ἱερὸς ὡραία τέθηλας, ἐκ ῥίζης ἁγίας Παρθενομάρτυς, καὶ καρποὺς ὡραίους ἤνεγκας, τὴν τρυφὴν τὴν ἀγήρω προξενοῦντάς σοι.
Θεοτοκίον.
Σοφίαν τοῦ Θεοῦ τὴν ἐνυπόστατον, τεκοῦσα Παρθένε, τοῦ σοφιστοῦ με, τῆς κακίας ἐλευθέρωσον, μεσιτείᾳ σου μόνη παναμώμητε.
Ἕτερος. Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους.
Θεῖον ἐν καρδίᾳ συλλαβοῦσα, ἔρωτα σοφὴ Κυριακὴ, ὑπῆλθες πρὸς τὰ σκάμματα, τοῦ μαρτυρίου ἔνδοξε, διόπερ καὶ τὸ αἶμά σου, τὸ θεῖον χαίρων ἐξέχεας.
Λύτρωσαι πυρὸς τοῦ αἰωνίου, πρεσβείαις σου Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, τὸν δούλον σου πανεύφημε, Κυριακὴ τὸν δείλαιον, τὸν σε ὕμνοις γεραίροντα, καὶ ἐν ᾠδαῖς μεγαλύνοντα.
Ἤσχυνας ειδώλων τῶν ματαίων, τὸ ἄθεον φρύαγμα σοφή, καὶ τὸν Χριστὸν ἐκήρυξας, Θεὸν εἶναι τοῦ σύμπαντος, ὑφ’ οὗ καὶ κατέστεψε, στέφει διπλῷ παναοίδιμε.
Θεοτοκίον.
Σῶσόν με Παρθένε Παναγία, τὸν σοὶ προσπεφευγότα ἀγαθή, πυρὸς τοῦ αἰωνίζοντος καὶ τῶν ἀποκειμένων μοι, βασάνων Θεονύμφευτε, ὅπως ἐν πίστει δοξάζω σε.
Κάθισμα. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἁγνείας στιλπνότητι, κρίνον ὡς εὔοσμον, κοιλάσιν ἐξήνθησας, Κυριακὴ τῷ Χριστῷ, μαρτύρων πανεύφημε. Λάμψεσιν ἐφωτίσθης, ἐπιγνώσεως θείας, πλάνης δυσωδεστάτης, ἀπελαύνουσα βλάβην·διὸ καὶ ἑορτάζομεν, Μάρτυς τὴν μνήμην σου.
Δόξα. Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Ἡ στεῖρα τὴν ἔλευσιν, προκατιδοῦσα τὴν σήν, καὶ τῶν ἀσπασμῶν φωνήν, ἐνηχηθεῖσα ὠσίν, ἠπόρει τῷ πράγματι, ἔνδοθεν ἐγνωκυῖα, ἀσπασμοῖς σοῖς Παρθένε· ἐσκίρτα γὰρ τὸ βρέφος, ἐν αὐτῆς τῇ νηδύϊ· διὸ τοῦ ἐν γαστρί σου Θεοῦ ἔγνω τὴν σάρκωσιν.
ᾨδὴ δ΄ . Ἕτερος. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἐπὶ βήματος ἵστασο, Κυριακή, ἀδίκως κρινομένη, καὶ κριτῇ δικαίῳ ἐνατενίζουσα.
Μέλη σώματος ἔδωκας, εἰς αἰκισμούς, καὶ αἵματος Παρθένε, ταῖς ῥοαῖς ἀσάρκους ἐχθροὺς ἐβύθισας.
Ἀταπείνωτος ἔμεινας, Κυριακή, βασάνοις ὁμιλοῦσα, καὶ τὴν ἐπηρμένην ὀφρὺν κατέβαλες.
Θεοτοκίον.
Ῥῦσαι πάσης κακώσεως, τοῦ δυσμενοῦς, Παρθένε τοὺς εἰδότας, ἀληθῶς Θεοῦ σε Μητέρα πάναγνε.
Ἕτερος. Τὴν ἀνεξιχνίαστον.
Ἵνα σου τὴν ἔνδοξον χαρμονικῶς, μνήμην ἐυφημήσω γηθόμενος, χαρίτωσόν μου, καὶ διάνοιαν καὶ νοῦν, καὶ τὰς σειρὰς πταισμάτων μου, ταῖς σαῖς ἱκεσίαις ἐξάλειψον.
Νέμας ἀθληφόρε Κυριακὴ, χάριν ταῖς πρεσβείαις σου ἔνδοξε, τοῖς ἐκτελοῦσι, πόθῳ σου τὴν ἱεράν, καὶ ἔνδοξον πανήγυριν, καὶ πλημμελημάτων συγχώρησιν.
Σώμα σου παρέδωκας τοῖς ἀικισμοῖς, διὰ τὸν ποθούμενον Κύριον, Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κυριακὴ, παρ’ οὗ καὶ τῶν καμάτων σου, τὰς ἀμειβὰς νῦν ἀπείληφας.
Θεοτοκίον.
Ὅλην σε τῷ Πνεύματι ὁ Γαβριήλ, περιηγνισμένην Πανάμωμε, κατανοήσας, ἐκβοᾶ σοι ἐμφανῶς, χαῖρε ἀρᾶς ἡ λύτρωσις, καὶ τῶν Προπατόρων ἀνάκλησις.
ᾨδὴ ε΄. Ὁ τοῦ φωτὸς χορηγός
Τὴν καθαράν σου ψυχήν, ναὸν Θεοῦ παναληθῆ δείξασα, Κυριακή, ναοὺς τῶν εἰδώλων ἠδάφισας, Χριστόν, ἐπικαλουμένη, τὸν σὲ δυναμώσαντα.
Ὕψωσας χεῖρας καὶ νοῦν, πρὸς τὸν Χριστὸν Κυριακὴ ἔνδοξε, καὶ φοβερῷ, σεισμῷ τοὺς ἀθέους κατέπληξας εἰς γῆν, κατανενευκότας, καὶ βλέπειν μὴ σθένοντας.
Σὲ ὁ τῶν ὅλων Θεός, θαρσοποιεῖ ζώσῃ φωνῇ ἄνωθεν, τοὺς αἰκισμούς, φέρειν τῶν ἀνόμων, γενναίῳ λογισμῷ, ὅπως ἀναδήσῃ, τῆς νίκης τὸν στέφανον.
Θεοτοκίον.
Ἔλυσας Ἄχραντε, τῶν προπατόρων τὴν ἀρὰν τέξασα, ἄνευ σαρκός, σεμνὴ θελημάτων, τὸν πάντα τῷ αὐτοῦ, θελήματι θείῳ, σαφῶς οὐσιώσαντα.
Ἕτερος. Ἐξέστη τὰ σύμπαντα.
Ὑμνήσωμεν ᾄσμασι, Κυριακὴν τὴν ἔνδοξον, αὕτη γὰρ ἀνδρείως ἐν σταδίῳ, μεγαλοφώνως τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, ἐκήρυξε, δι’ οὗ καὶ αἰκισμούς, χαίρουσα ὑπέμεινε, ἐναθλούσα στεῤῥότατα.
Κάλλος τὸ τοῦ σώματος, καὶ ἄνθος τῆς νεότητος, μηδόλως φεισαμένη Ἀθληφόρε, δειναῖς σαυτὴν παρέδωκας, ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, παρ’ Οὗ καὶ τὸν στέφανον, μαρτυρίου κεκόσμησαι.
Υἱοὶ οἱ τοῦ σκότους σε, Κυριακὴ προστάττοντες, θυσίαν προσάγειν δαιμονίοις, οἱ δὲ ἐβόας αὐτοῖς ἀοίδιμε, θυσίαν προσάγω τῷ Χριστῷ, τῷ Θεῷ καὶ Πλάστην μου, ἐμαυτὴν δι’ ἀθλήσεως.
Θεοτοκίον.
Ῥημάτων ὑπήκοος, τοῦ Γαβριὴλ πανάμωμε, γέγονας ἐν μήτρᾳ συλλαβοῦσα, Χριστὸν τῶν ὅλων Θεὸν καὶ Κύριον, λόγον τὸν συνάναρχον Πατρί, τὸν τοῦ κόσμου ἅπαντα, ἀλογίας λυτρούμενον.
ᾨδὴ στ΄. Ἐν ἀβύσσῳ πταισμάτων.
Ὑπερέβης τοὺς ὅρους τῆς φύσεως, ἐν τῇ ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσει, Πανεύφημε, καὶ τὸν τὴν Εὔαν τρώσαντα, τοῖς μεγίστοις σου πόνοις κατέτρωσας.
Σταλαγμοῖς τῶν αἱμάτων σου Πάνσεμνε, τῆς πολυθεΐας βυθὸν ἀπεξήρανας, καὶ ἰαμάτων πέλαγος, τοῖς πιστῶς προσιοῦσιν ἀνέβλυσας.
Ἐπὶ βήματος θῆρες ᾐδέσθησαν, σὲ τὴν ἀδιάφθορον ἀμνάδα ἔνδοξε, Κυριακὴ καὶ σέβας σοι, ὡς Χριστὸν σεβομένη ἀπένειμαν.
Θεοτοκίον.
Βασιλέα κυήσασα Κύριον, οἷά περ Βασίλισσα θεοχαρίτωτε, τοὺς ἐπὶ σοὶ προστρέχοντας, οὐρανῶν βασιλείας ἀξίωσον.
Ἕτερος. Τὴν θείαν ταύτην.
Ἰσχύϊ Μάρτυς τοῦ Πνεύματος, Κυριακὴ σαφῶς κατεπάτησας, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, τῶν νοητῶν παναοίδιμε, διὸ καὶ τοὺς τῆς νίκης στεφάνους εἴληφας.
Ἀθλοῦσα Μάρτυς πανεύφημε, ὑπὲρ Χριστοῦ προθύμως ἐξέχεας, τὸν θεῖον αἵμασιν, ὑφ’ οὗ καὶ χάριν ἀπήλειφας, ἰατρεύειν πάθη τῶν προστρεχόντων σοι.
Κλέος Μαρτύρων καὶ καύχημα, Παρθένων ἀνεδείχθης πανεύφημε, τῇ καρτερίᾳ σου, Κυριακὴ παναοίδιμε, διὸ ἐν ὕμνοις πάντες, σὲ νῦν γεραίρομεν.
Θεοτοκίον.
Ἡ μόνη Μήτηρ Θεοῦ ἡμῶν, πρεσβείαις Αὐτὸν ἐξιλέωσαι, ὑπὲρ τῶν δούλων σου, τοῦ δοῦναι ἄφεσιν Δέσποινα, ἡμῖν ἁμαρτημάτων, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Κοντάκιον Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ Μάρτυς Χριστοῦ, ἡμᾶς συνεκαλέσατο, τοὺς ἄθλους αὐτῆς, τοὺς θείους καὶ παλαίσματα, ἐγκωμίοις ᾆσαι νῦν· φερωνύμως αὕτη γὰρ πέφηνεν, ὡς ἀνδρεία τῷ φρονήματι, κυρία νοός τε, καὶ παθῶν ἀπρεπῶν.
Ὁ Οἶκος
Τῆς τῶν εἰδώλων πλάνης κρατούσης ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ περιπολούσης, φιλόχριστοι. Μέδοντός τε δυσσεβοῦς καὶ ἀπανθρώπου ὄντος παρὰ πάντας ἀνθρώπους, προσεκυνεῖτο ἡ τῶν ἀθέων μιαρὰ καὶ δυσώνυμος αἵρεσις· τῇ τούτου γὰρ ἀθεωτάτῃ φωνῇ τὰ πλήθη ὑπήκουεν, ὡς τοῖς μὴ εἴκουσι τῇ αὐτοῦ ἀσεβείᾳ θάνατον ἀπειλούσῃ σφοδρὸν τε καὶ δύσμορον. Ἀλλ' ἡ Μάρτυς Χριστοῦ, τὰς τῶν τυράννων ἀθέους προσταγάς τε καὶ ἀπειλὰς καταπτύσασα, καὶ Χριστὸν τὸν Θεὸν ἐν μέσῳ τοῦ σταδίου κηρυξασα, τόν ἐχθρὸν κατεπάτησεν· ὅθεν ὤφθη ἀληθῶς κυρία νοός τε, καὶ παθῶν ἀπρεπῶν.
Συναξάριον
Τῇ Ζ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Κυριακῆς.
Στίχοι
Κυριακὴ θανοῦσα τὴν τομὴν φθάνει
Προαιρέσει, πλὴν καὶ τελειοῦται ξίφει.
Κυριακῇ πέφυκε παθῶν κυρίᾳ,
Διόπερ ὑπέμεινεν ἄθλα μυρία.
Τῇ δ’ ἑβδομάτῃ θάνε Κυριακῇ μεγαλάθλοιο.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θωμᾶ τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ.
Στίχοι
Διεὶς πτέρυγας, εἶπεν ἂν Μωσῆς, Πάτερ,
Ὡς ἀετὸς τις ἐξανέπτης πρὸς πόλον.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Περεγρίνου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, Λουκιανοῦ, Πομπηΐου, Ἡσυχίου, Παππίου, Σατορνίνου καὶ Γερμανοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πολύκαρπος καὶ Εὐάγγελος ξίφει τελειοῦνται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀπολλωνίου, ἐπισκόπου Βρέσκιας Ἰταλίας.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐστάθιος πυρὶ τελειοῦται.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
ᾨδὴ ζ΄. Εἰκόνος χρυσῆς.
Ὁ νοῦς σου φωτί, ἀγαπήσεως Θεοῦ λελαμπρυσμένος, μέσον καμίνου ἱσταμένης σου, φλογιζομένης οὐδόλως δέ, ἄτρεπτος παρθένε ἐδείχθη, μελῳδούσης τῷ Κτίστῃ σου· Εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Φλογίζει τοὺς τρεῖς, νεανίας οὐδαμῶς τὸ πρὶν ἡ κάμινος, οὐδὲ τὴν Μάρτυρα· εὐχομένη γάρ, μέσον ἀκλόνητος ἵστασο, δρόσον θεϊκὴν δεχομένη, καὶ ἐν αἰνέσει κραυγάζουσα· Εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ῥομφαίᾳ τῆς σῆς, παρρησίας τὸν ἐχθρόν της ἀληθείας, Παρθενομάρτυς ἐθανάτωσας, κληρονομῆσαι ποθήσασα, τὴν διαιωνίζουσαν δόξαν, Κυριακὴ καὶ κραυγάζουσα· Εὐλογητός εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Θεοτοκίον
Ὁ μόνος Θεός, μόνην εὗρε καθαρὰν τὴν σὴν γαστέρα, καὶ σωματοῦται καὶ γνωρίζεται, ἄνθρωπος σῴζων τὸν ἄνθρωπον· ὅθεν τῶν καλῶν ὡς αἰτίαν, σὲ ἐπιστάμενοι ψάλλομεν· Εὐλογημένη ἡ Θεὸν σαρκὶ κυήσασα.
Ἕτερος. Οὐκ ἐλάτρευσαν.
Ὑφαντὸν ἐν τῶν ἄνω θείας χάριτος, χιτῶνα ἄφθαρτον ὁ Ποιητῆς τοῦ παντός, ἐνέδυσε ἔνδοξε διατηρήσασα, ἀδιάφθορον, τὸ σῶμα παναοίδιμε, καὶ νίκης στέφος πάρεσχε.
Μαρτυρίου λαμπηδόσι διαλάμπουσα, Μάρτυς καὶ στέφανον τῆς ἀφθαρσίας σεμνή, ἐνδεδυμένη χαίρουσα Χριστῷ παρίστασαι τῷ Νυμφίῳ σου, Κυριακὴ πανεύφημε, εις οὐράνιον νυμφῶνα.
Νοερῶς σὺ ἑνουμένη θείῳ ἔρωτι, Μάρτυς πανένδοξε, νῦν τὰς ἐκεῖθεν αυγάς, πλουσίως εἰσδέδεξαι αἷς καὶ νῦν ἡμᾶς, παναοίδιμε, καταυγασθῆναι πρέσβευε, τοὺς τελοῦντάς σου τὴν μνήμην.
Θεοτοκίον
Ἡ τῷ τόκῳ σου Παρθένε, παναμώμητε, ἀποστειρώσασα πᾶσαν κακίαν Ἁγνή, τοῦ πλάνου καὶ πράξεως καλῆς στειρεύουσαν σὴν καρδίαν μου, νῦν καρποφόρον ποίησον, τὸν Θεὸν ἱλεουμένῃ.
ᾨδὴ ζ΄. Τὸν ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός.
Νύμφη Χριστοῦ παρθενικαῖς, καλλοναῖς Κυριακὴ πεποικιλμένη, ἐγνωρίσθης· διὸ σε, ἐπουρανίων αὐτός, θαλάμων ἀξίως ἠξίωσεν, ἀνυμνολογοῦσαν, αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ὡς Δανιὴλ μέσον θηρῶν, ἐνεβλήθης τὸν Χριστὸν δοξολογοῦσα, καὶ τὴν τούτων Παρθένε, θηριωδίαν σαφῶς, τῷ θείῳ μετέβαλες Πνεύματι· ὅθεν σε τιμῶμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Σὲ ὡς ἀμνάδα πρὸς σφαγήν, διὰ πόθον τοῦ ἀμνοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, ἀγομένην οἰκτίρας, ὡς συμπαθὴς φωτεινούς, ἐκπέμπει Ἀγγέλους τοῦ σώματος, λύοντάς σε Μάρτυς, πρὸ τῆς τομῆς τοῦ ξίφους.
Θεοτοκίον
Ὁ ὑπερούσιος Θεός, οὐσιώθη καθ' ἡμᾶς ἐκ σοῦ Παρθένε, καὶ ὡράθη ὡς βρέφος, ὁ πρὸ αἰώνων Πατρί, καὶ θείῳ συνυπάρχων Πνεύματι· ὅθεν ὡς αὐτοῦ σε, δοξάζομεν Μητέρα.
Ἕτερος. Παῖδας εὐαγεῖς.
Σὲ ὦ Ἀθληφόρε συνελθόντες, ἐν ὕμνοις νῦν τιμῶμεν παναοίδιμε, καὶ πιστῶν τὴν θείαν σου, εἰκόνα ἀσπαζόμεθα, ἐξ ἧς τὰ τῶν ἰάσεων ῥεῖθρα λαμβάνοντες, τὸν Κύριον ὑμνοῦμεν τὸν δόντα, ἡμῖν σὲ προστάτην καὶ ῥύστην ἐν κινδύνοις.
Ὥσπερ ἑωσφόρος Ἀθληφόρε, ἀνέτειλεν ἡμῖν ἡ θεία μνήμη σου, πάντας καταυγάζουσα, τοὺς σὲ πιστῶς γεραίροντας, Κυριακὴ ἀείμνηστε, καὶ ἀνακράζοντας· τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Δίδυμοι τὴν ἄφεσιν πταισμάτων, ταῖς σαῖς νῦν παναοίδιμε δεήσεσι, καὶ ῥῶσιν καὶ ἔλεος, ψυχῆς ὁμοῦ καὶ σώματος, ὅπως ἐλπίδα πάντοτε ὕμνοις γεραίρω σε, καὶ Κύριον δοξάσω ἀπαύστως, τὸν ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ τερατουργοῦντα.
Θεοτοκίον
Ἐπ’ εὐεργεσίαν τῶν ἀνθρώπων, ὁ Λόγος σωματωθῆναι κατηξίωσαι, πύλην παρθενίας γάρ, ὤδευσεν ὁ Κύριος, καὶ Θεοτόκον ἔδειξε, διὸ κραυγάζομεν· τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
ᾨδὴ θ΄. Τὸν ἐκ Θεοῦ Θεὸν Λόγον
Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν ἄσπιλον ἀμνάδα, Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου.
Ἰσχυροτάτη Παρθένε, πρὸς Θεὸν πεποιθήσει, θηρίων ταὰς ὀρμᾶς καὶ τοῦ πυρός, καὶ ταῶν βασάνων τοῦ σώματος, ταὸ ἐπίπονον Μάρτυς, ἐξέκλινας γενναίῳ λογισμῷ, διὰ τοῦτο πίστει καὶ πόθῳ μακαρίζομεν.
Μεγάλυνον ψυχή μου, Κυριακὴν τὴν νύμφην, Χριστοῦ τοῦ Βασιλέως.
Ὡραιωτάτῳ Νυμφίῳ, ὡραιότατον κάλλος, ταῆς σῆς δ’ εὐτρεπίζουσα ψυχῆς, ταὴν παρθενίαν ἀκήρατον, διετήρησας Μαρτυς, καὶ τούτῳ ταῶν μελῶν τοὺς αἰκισμοῦς, ὥσπερ προῖκα προσήξας, Κυριακὴ πανεύφημε.
Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν ἐν Ἀθληφόροις, Κυριακὴ ταὴν θείαν.
Σοῦ ταὸ πολύαθλον σῶμα, ἐπὶ γῆς τεθαμμένον, ἰάσεων πηγάζει ποταμοῦς, τοῖς εὐσεβῶς προσπελάζουσι, καὶ παθῶν ἀπελαύνει ταὸν ῥῦπον καὶ βυθίζειν πονηράς, ταῶν δαιμόνων ἐφόδιον, Κυριακὴ θεόνυμφε.
Κυριακὴ παρθένε, δίδου μοι πταισμάτων, τὴν λύσιν σαῖς πρεσβείαις.
Ἡ παναγία σου μνήμη, ὥσπερ ἥλιος Μάρτυς, ἀνέτειλεν ἡμῖν Κυριακή, νέφη παθῶν ἀπελαύνουσα, καὶ φωτίζουσα πάντας, τοὺς πίστει ἀληθεῖ περιχαρῶς, σὲ τιμῶντας παρθένε, καὶ πόθῳ μακαρίζοντας.
Θεοτοκίον
Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν ἄχραντον Μητέρα, τοῦ πάντων Βασιλέως.
Φωτεινοτάταις λαμπάσι, ταὸν ἒκ Σοῦ σαρκωθέντος, Παρθένε Παναγία ὑπὲρ νοῦν, οἱ Θεοτόκον εἰδόντες σε, φωτιζόμεθα πίστει, καὶ σκότους ἐκλυτρούμεθα παθῶν, καὶ παντοίων κινδύνων καὶ πάσης περιστάσεως.
Ἕτερος. Ἅπας γηγενῆς.
Ἄγγελοι, τὴν ἄθλησιν τῆς Ἁγίας, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς ἐν θυλύϊᾳ τῇ φύσει, ὑπέστῃ ἀγῶνας.
Ἵνα σε πιστῶς, Μάρτυς παναοίδιμε πόθῳ γεραίρομε, καὶ πανηγυρίζομεν, τὴν θείαν ὄντως καὶ ἀξιέπαινον, καὶ φωτοφόρον ἔνδοξε μνήμην καὶ εὔσημον, δίδου πᾶσι, ῥῶσίν τε καὶ ἔλεος, καὶ ψυχῶν σωτηρίαν πανεύφημε.
Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι τῆς Ἁγίας, τὴν ἄθλησιν τιμήσωμεν, Χριστὸν ἀπαύστως ὑμνοῦντες, τὸν ἐνισχύσαντα ταύτην.
Ὤ Κυριακή, Μαρτύρων τὸ καύχημα, καὶ ἐγκαλλώπισμα, παρθενίας ἔνδοξε, τὸν νοῦν μου φώτισον σκοτιζόμενον, ταῖς ἐπηρείαις πάντοτε τοῦ πολεμήτορος, ὅπως ἴδω, νοερῶς τὴν ἔλλαμψιν, τῆς Ἁγίας Τριάδος γεραίρων σε.
Ἅπαντες φιλέορτοι τῆς Ἁγίας, Κυριακῆς τὴν ἄθλησιν, νῦν ἑορτάσωμεν πόθῳ, ταύτην κοσμοῦντες ἐν ὕμνοις.
Ἄνωθεν ἡμᾶς, τοὺς ἐπιτελοῦντάς σου τὴν θείαν ἄθλησιν, Κυριακὴ φρούρησον, καὶ ἀβλαβεῖς ἡμᾶς διατήρησον, ταῖς πρὸς τὸν Κτίστην ἔνδοξε, θείαις πρεσβείαις σου, καὶ παράσχου, ἐγκλημάτων ἄφεσιν, καὶ ψυχῶν σωτηρίαν καὶ ἔλεος.
Σήμερον εὐφραίνονται καὶ σκιρτῶσι, ἐν οὐρανοῖς τὰ τάγματα, τῶν Ἀθλουσῶν καὶ Παρθένων, Κυριακῆς ἐν τῇ μνήμῃ.
Νέμεις νῦν ἡμῖν, χάριν παναοίδιμε, τοῖς ἐκτελοῦσί σου, πόθῳ τὴν σεβάσμιον, μνήμην καὶ ὄντως ἀξιοθαύμαστον, Κυριακὴ ἀοίδιμε, ἄμα καὶ ἄφεσιν, ταῖς πρεσβείαις, ἐγκλημάτων αἴτησαι, τοῖς ἐν πίστει ᾀεὶ εὐφημούσι σε.
Ἄγγελοι τὸ πνεύμα σου Ἀθληφόρε, παραλαβόντες ἔτρεχον, ἀναγαγεῖν πρὸς τὸν Κτίστην, καὶ ἐραστήν σου παρθένε.
Νόες σου σεμνή, τοὺς ἀγῶνας ἔφριξαν, καὶ τὰ παλαίσματα, τὰ γενναῖα ἔνδοξε, Παρθενομάρτυς ἅπερ ὑπέμεινας, ἐν τῷ σταδίῳ πάσχουσα ὑπὲρ ἀγάπης Χριστοῦ, διὸ στέφει διπλῷ σὲ κατέστεψε, παρθενίας ὁμοῦ καὶ ἀθλήσεως.
Δόξα.
Ἅπαντες πιστοί, τὴν θείαν Τριάδα, Πατέρα προκυνήσωμεν, καὶ Πνεῦμα τὸ θεῖον, τὸ τρισυπόστατον κράτος.
Ἡ Τριὰς Πατήρ, καὶ Παράκλητε, Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ταῖς τῆς Ἀθληφόρου, Κυριακῆς πρεσβείαις Φιλάνθρωπε, τὴν σὴν εἰρήνην δώρησαι ταῖς ἐκκλησίαις σου, καὶ βαρβάρων τὸ θράσος κατάβαλε, καὶ λαοῦ σου τὸ κέρας
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Ἅπαντες, ἐν ὕμνοις τὴν Θεοτόκον, πιστοὶ ἀνευφημήσωμεν, τὴν παναγίαν παρθένον, καὶ τοῦ Σωτήρος Μητέρα.
Σάρκα τὴν ἐκ Σοῦ, ὁ Λόγος Πανάμωμε, περιβαλλόμενος, σεσωματωμένος δε, συνανεστράφη κόσμῳ ὡς εὔσπλαγχνος, μεμενηκὼς οὐκ ἔλλατον ὡς πρὶν ἀσώματος, καὶ τὸν πάλαι, πάντας τυραννήσαντα, θεϊκῇ δυναστείᾳ κατάβαλε
Ἐξαποστειλάριον. Ὁ οὐρανὸς τοῖς ἄστροις.
Ἐν οὐρανοῖς ὡς Μάρτυς, Κυριακὴ σὺν τῷ Θεῷ, παρισταμένη ἔνδοξος, πάντας ἡμᾶς τοὺς εὐσεβῶς, μνήμην τὴν σὴν ἐκτελούντας, σώζε σεπταῖς σου πρεσβείαις.
Γυναῖκες ἀκουτίσθητε.
Ῥωσθεῖσα καλλιπάρθενε, Σταυρῷ τῷ τοῦ Κυρίου σου, τυράννων ἔλυσαν θράσος, ἀθλοῦσα Μάρτυς γενναίως, καὶ πρὸς Χριστοῦ ἀπείληφας, βραβεῖα νίκης πάνσοφε, Κυριακὴ πανθαύμαστε, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦσα, τῶν σὲ τιμώντων ἐκ πόθου.
Ἐν Πνεύματι τῷ ἱερῷ.
Τὰς παρατάξεις τῶν ἐχθρῶν, καὶ δαιμόνων τὰ θράση, εἰς τέλος κατηδάφισας, καὶ τὸ στέφος ἐδέξω, Κυριακὴ ἀοίδιμε, ἐκ χειρὸς τοῦ Κτίστου σου, ὡς Μάρτυς τῆς ἀληθείας, διασώζεις δὲ πάντας, ἐκ παντοίων θλιβερῶν, σκανδάλων τοῦ ἀλλοτρίου.
Ὅμοιον. Θεοτοκίον.
Ἐκύησας Πανάχραντε, τοῦ Θεοῦ Θεὸν Λόγον, τῷ κόσμῳ τὴν σωτήριον, ἐκτελοῦντα πανσόφως, οἰκονομίαν ἀρίστην, διὰ τούτο σὲ πάντες, ὑμνολογοῦμεν ἀξίως, ὡς πρεσβεύουσαν τούτῳ, λυτρωθῆναι ἡμᾶς νόσων, καὶ παντοίων νόσων.
Αἶνοι. Ἦχος πλ. Δ΄. Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Μάρτυς, Κυριακὴ ἔνδοξε, τῶν ἀθλουσῶν γυναικῶν, τὸν εὐώδες κειμήλιον, καὶ παρθένων καύχημα, σὲ ἐν ὕμνοις γεραίρομεν, καὶ τὴν εἰκόνα κατασπαζόμεθα, ἐξ ἧς περ ῥεῖθρα θείων ἰάσεων, ἀπαρυόμενοι, τὸν Χριστὸν δοξάζομεν τὸν ὑπὸ σοῦ, δοξασθέντα πρότερον, Μάρτυς πανεύφημε.
Χαίροις, Μαρτύρων τὸ καύχημα, καὶ παρθενίας σοφή, καθαρὸν ἐνδιαίτημα, χαίροις τὰ σεβάσματα, τῶν εἰδώλων συντρίψασα, καὶ σταδίῳ ὀμολογήσασα, Χριστὸν τῶν ὅλων Κτίστην καὶ Κύριον, ὅθεν καὶ ἤθλησας, Κυριακὴ ἔνδοξε, Μάρτυς Χριστοῦ, διὸ τῶν τιμώντων σε, ᾀεὶ μνημόνευε.
Δεῦτε, συστήματα ἅπαντα, τῶν εὐσεβῶν ἐν ναῷ, τῆς Ἁγίας συνδράμωμεν, καὶ κατασπασώμεθα, μετὰ πόθου καὶ πίστεως, αὐτῆς τὴν θείαν μορφὴν γεραίροντες, ταύτην ἐν ὕμνοις, καὶ ἐκβοήσωμεν, Μάρτυς πανεύφημε, Κυριακή, μέμνησο τῶν σοῦ πιστῶς, μνήμην τὴν πανίερον, τιμώντων ᾄσμασι.
Μάρτυς, τοῦ Χριστοῦ πανεύφημε, σὺ τὸν Δεσπότην Χριστόν, ὁλοψύχως ποθήσασα, τῶν βασάνων ἤνεγκας, τὰς πληγὰς καρτερώσασα, καὶ τοῖς θηρίοις, βορὰ ἐκδέδωσαι, αἰκίας πάσαις διὰ τὸν σὸν ἐραστήν, καθυπομείνουσι, τῶν στεφάνων ἔτυχες τῶν παρ’ Αὐτοῦ, Κυριακὴ ἔνδοξε, ὅθεν τιμῶμέν σε.
Δόξα. Ἦχος πλ. Δ΄.
Ἀλήθειας κρατῆρα, ἐξ οἰκείων αἱμάτων ἀθλητικῶν, ἡ πανεύφημος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κυριακὴ κερασαμένη, καὶ τούτον ἀεννάως τῇ ἐκκλησίᾳ προτιθεμένη, ἐπ’ αὐτῇ τοὺς τῆς εὐσεβείας τροφίμους, σοφίας φωνὴ προτρέπεται λέγουσα· ἀρύσασθε πόμα τῆς ἀναστάσεως μαρτύριον, τῶν ἐχθρῶν διωκτήριον, παθῶν καθαρτήριον, εὐσεβῶν δὲ ψυχῶν φυλακτήριον, τῷ Σωτήρι κράζοντες· ὁ ποτίσας ἡμᾶς, τὸν χειμάῤῥουν τῆς τρυφῆς τοῦ πνεύματος, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Δέσποινα πρόσδεξαι…
Δοξολογία Μεγάλη καὶ Ἀπόλυσις.
Εἰς τὴν Λειτουργίαν.
Τὰ τυπικά, καὶ ἐκ τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας ἡ γ΄ καὶ στ΄ ᾠδή.
Προκ.: Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ.
Στ.: Ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν Θεόν.
Ἀπόστολος, πρὸς Γαλάτας: Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν…
Εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον: Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη…
Μεγαλυνάρια.
Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ πιστοί, ἐν ὕμνοις ᾀσμάτων, τὴν ἀκήρατον τοῦ Χριστοῦ, νύμφην καὶ παρθένον, Κυριακὴν τὴν θείαν, τὴν ὑπὲρ ἀγάπης, Χριστοῦ ἀθλήσασαν.
Τὴν λαμπάδα πάντες τὴν φαεινήν, καὶ τῆς παρθενίας τὸν ἀσύλητον θησαυρόν, τὴν νύμφην Κυρίου, καὶ ἄσπιλον ἀμνάδα, Κυριακὴν τὴν θείαν, πάντες τιμήσωμεν.
Λύτρωσαι κινδύνων καὶ πειρασμῶν, τοὺς ἐπιτελοῦντας τὴν φωσφόρον καὶ φωταυγῆ, μνήμην σου παρθένε, Κυριακὴ θεόφρον, καὶ λοιμικῆς πανώλους, ταῖς ἱκεσίαις σου.
Μάρτυς Ἀθληφόρε ταῖς πρὸς Θεόν, θεῖαίς σου ἐντεύξεις, διατήρει τοὺς εὐλαβῶς, τῇ σῇ θείᾳ σκέπῃ, προσφεύγοντας ἐκ πάντων, παθῶν τε καὶ κινδύνων, ψυχῆς καὶ σώματος.

Κοινωνικόν: Ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι ἐν Κυρίῳ, τοῖς ἐθνέσι πρέπει αἴνεσις. Ἀλληλούϊα.