Η Ειρήνη Πατέρα γεννήθηκε το 1939 και ήταν κόρη των εφοπλιστών Πανάγου και Αικατερίνης Πατέρα. Η οικογένειά της, αν και οικογένεια εφοπλιστών, ήταν πολύ πιστοί χριστιανοί και η Ειρήνη κληρονόμησε την πίστη και την καλοσύνη των γονιών της από πολύ μικρή. Ταπεινή και σεμνή, απόχτησε αγάπη για όλους τους ανθρώπους, αλλά και της άρεσε να προσεύχεται και να πηγαίνει στην εκκλησία, να διαβάζει ορθόδοξα βιβλία, από βίους Αγίων μέχρι τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κ.α.
Έτσι, γνώρισε από μικρή τη σοφία των αγίων διδασκάλων της Ορθοδοξίας και έγινε κι η ίδια σοφή, ενάρετη και υπεύθυνη.
«Ξεχώρισε από τ’ αδέλφια της και τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας της. Είχε πολλή υπακοή στους γονείς της και με τη μητέρα της τη συνέδεε βαθύς και δυνατός πνευματικός δεσμός. Στο σχολείο ήταν συνεπής και επιμελής στα μαθήματά της. Την διέκρινε πνεύμα θυσίας, υπομονή και σοβαρότητα, ενώ στα θέματα της πίστεως είχε το θάρρος των ομολογητών. […] Όταν την έβλεπες, ειρήνευες, όποια στενοχώρια κι αν είχες» (από αφιέρωμα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου, τ. 15, Σεπτ.-Δεκ. 2005 - από εκεί είναι και τα επόμενα παραθέματα).
Το 1952 ο πατέρας της αρρώστησε από τη νόσο του Hodgkin. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, η κατάστασή του ήταν κρίσιμη. Τότε η Ειρήνη άρχισε να παρακαλεί κρυφά το Θεό να πάρει εκείνη την ασθένεια του πατέρα της.
Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και αρρώστησε και η ίδια από τη νόσο του Hodgkin. Ο γιατρός της οικογένειας δρ Rhor από τη Ζυρίχη είπε:
«Σε 10.000 οικογένειες δεν το έχω συναντήσει αυτό, δηλ. την ίδια αρρώστια Hodgkin's σε δύο πρόσωπα της ίδιας οικογένειας. Δεν είναι κληρονομική, ούτε μεταδοτική και ομολογώ ότι, αν ποτέ μου ζητούσαν την προσωποποίηση της υγείας, θα έστελνα της φωτογραφία της Ειρήνης».
Η έφηβη κοπέλα αντιμετώπισε την αρρώστια τους για πέντε χρόνια με γενναιότητα αγίου μάρτυρα. Οι γονείς της την πήγαν στην Ελβετία για θεραπεία κι εκείνη έλεγε στη μητέρα της:
«Αχ, μανούλα μου, τι θ’ ακούσω εγώ από το Χριστό μας… Ξέρεις τι θα μου πει μόλις με δει; “Εσύ απόλαυσες στη γη τα αγαθά σου”… Μανούλα μου, εγώ μόλις αρρωστήσω, αμέσως αεροπλάνο και στην Ελβετία. Η δεσποινίς Πατέρα από δω, η δεσποινίς Πατέρα από κει. Καθαρά σεντόνια, καλό κρεβάτι, τα καλύτερα φάρμακα, η πιο τέλεια θεραπεία. Μανούλα μου, δεν θυμάσαι όταν πηγαίναμε επισκέψεις στα νοσοκομεία στην Ελλάδα και βλέπαμε τους ασθενείς στους διαδρόμους και φωνάζανε “νοσοκόμα, νοσοκόμα” και δεν τους έδινε κανείς σημασία; Εκείνοι δεν ήταν άνθρωποι; Τι λόγο θα δώσω εγώ;».
Η Ειρήνη ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά ένιωθε ανάξια και αμαρτωλή. Ζούσε όμως σαν μοναχή, φορώντας φτωχά και σκούρα ενδύματα, ενώ τα ακριβά και όμορφα ρούχα της, μαζί με τσάντες, παπούτσια κ.τ.λ., τα δώρισε όλα σε φτωχούς. Και έλεγε στη μητέρα της:
«Μανούλα μου, με 6 δραχμές τον πήχυ φτάνει να ντυθούμε. Τα υπόλοιπα είναι περιττές σπατάλες και φαντασίες».
Κατά το διάστημα αυτό εξομολογούνταν στον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (1884-1980), ενώ επισκεπτόταν και το Γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας. Είχε δηλαδή πνευματική σχέση με δύο από τους σημαντικότερους αγίους ορθόδοξους διδασκάλους της εποχής της. Η οικογένειά της, επίσης, είχε στενές επαφές με πνευματικούς ανθρώπους όπως ο Φώτης Κόντογλου, ο άγιος ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος και η σύζυγός του Αγγελική, ο Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης κ.ά. Ο Κόντογλου αγιογράφησε και το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που ίδρυσαν στο σπίτι τους, στο Παλαιό Ψυχικό, ενώ παρέδωσε και μερικά μαθήματα αγιογραφίας στην Ειρήνη. Αυτό το σπίτι «ήταν για πολλά χρόνια μια πνευματική όαση και τόπος παραμονής και φιλοξενίας πολλών πνευματικών ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών» (ό.π.).
Τον Οκτώβριο του 1960, σε ηλικία 21 ετών, η άρρωστη κοπέλα, που ήδη ζούσε σαν ασκήτρια έχοντας διαμορφώσει σαν καλογερικό κελί το δωμάτιό της, έγινε μοναχή από το Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Έλαβε το όνομα Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, λόγω της μεγάλης αγάπης της προς τη συγκεκριμένη ιστορική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Κατά τη διάρκεια της κουράς της (της τελετής, με την οποία έγινε μοναχή στο παρεκκλήσι του σπιτιού τους) η υγεία της βελτιώθηκε εκπληκτικά, βελτίωση που διατηρήθηκε περίπου ένα μήνα. Όμως τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους η υγεία της επιδεινώθηκε. Μεταφέρθηκε στην κλινική «Τίμιος Σταυρός», όπου πέρασε με ηρωική αντοχή, αλλά και συνεχή προσευχή, τις τελευταίες μέρες της γήινης ζωής της. Στις 26 Νοεμβρίου 1960, αφού είχε λάβει τη θεία μετάληψη και βρισκόταν σε αναμονή του γεγονότος, κοιμήθηκε.
«Και τώρα τι να ψάλουμε, νεκρώσιμη ή αναστάσιμη ακολουθία;» αναρωτήθηκε ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, καθώς οι παρευρισκόμενοι, ακόμη και οι γονείς της, ένιωθαν μια ανεξήγητη γαλήνη και τη βεβαιότητα πως η αγνή αυτή πνευματική αγωνίστρια ταξίδευε προς το Φως του Χριστού. Η μοναχή Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα ετάφη με τον τρόπο των μοναχών, χωρίς φέρετρο (κατευθείαν στο χώμα), στο κοιμητήριο της μονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, οικισμού Παπάγου, πρώην Χολαργού.
Το άφθαρτο σώμα της
Τρία χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1963, έγινε η εκταφή της, δηλ. η ανακομιδή των λειψάνων της.
Προς έκπληξη όλων, το σώμα της ανακαλύφθηκε άφθαρτο, όπως του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Γεράσιμου και άλλων μεγάλων αγίων της Ορθοδοξίας. Μεταφέρθηκε με ευλάβεια στο σπίτι της οικογένειάς της και τοποθετήθηκε στο κρεβάτι του κελιού της, όπου ευωδίασε μυστηριωδώς. Ενημερώθηκε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, ο οποίος έδωσε εντολή να μεταφερθεί στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που είχε χτιστεί από τους γονείς της στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τις Οινούσσες. Εκεί, με την άδεια του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, που ήταν τοποτηρητής της αρμόδιας μητρόπολης Χίου, τοποθετήθηκε σε λάρνακα και εναποτέθηκε ως ιερό λείψανο σε παρεκκλήσι της μονής.
Πέντε χρόνια αργότερα όμως, η μονή κατηγορήθηκε έντεχνα ότι διατηρεί «άταφο πτώμα» και το εκθέτει σε κοινή θέα προς κίνδυνο της δημόσιας υγείας. Για το λόγο αυτό, το σκήνωμα της οσίας εξετάστηκε από το νομίατρο Χίου και από το γιατρό Αλέξανδρο Καλόμοιρο.
Ο νομίατρος αποφάνθηκε ότι το σώμα «εταριχεύθη ατελώς δι’ αγνώστου υμίν τρόπου». Ο γιατρός Καλόμοιρος σε δικό του δημοσίευμα αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ταρίχευση αλλά πρόκειται περί θαύματος. Σ' αυτό συνηγόρησαν και όλοι όσοι παρευρέθηκαν στο διάστημα από την κοίμηση μέχρι την κηδεία της Ειρήνης (που έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας), ανάμεσα στους οποίους και ο Ελβετός γιατρός Walter Bessler, που είχε έρθει από την Ελβετία ειδικά για να παρασταθεί στην τελευταία φάση της ασθένειάς της.
Ο Γέροντας Φιλόθεος έγραψε ότι δεν πρόκειται περί «άταφου πτώματος», αφού η οσία μοναχή ετάφη κανονικά, αλλά για ιερό λείψανο, που ο Θεός παραχώρησε να ανακαλυφθεί άφθορο.
Ωστόσο, η μητρόπολη Χίου έδωσε εντολή να ταφεί εκ νέου, κι έτσι τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο των δικών της, όπου μάλλον παραμένει μέχρι σήμερα.
Το οσιακό τέλος των γονιών της
Ο Πανάγος Πατέρας, ο πατέρας της Ειρήνης Μυρτιδιώτισσας, πάλεψε κι εκείνος την ασθένειά του μέχρι το 1966. Στη συνέχεια, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 66 ετών. Τρία χρόνια πριν την κοίμησή του είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ξενοφών. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η σύζυγός του, που έγινε μοναχή με προτροπή του Γέροντα Ιερώνυμου της Αίγινας, με το όνομα Μαρία Μυρτιδιώτισσα.
Παραθέτουμε από σχετικό άρθρο στο διαδίκτυο (Γ. Φ. Παπαδόπουλου, αντιδήμαρχου Χίου, «Η εφοπλίστρια μοναχή με την ιώβειο υπομονή και την οσία θυγατέρα»):
«Η μακαριστή Γερόντισσα έζησε και άλλες πίκρες. Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη πόνο. Το 1978 πέθανε η άλλη της κόρη, η Καλλιόπη, παντρεμένη με τρία παιδιά, στο Λονδίνο. Και το έτος 1983 ο γιός της Διαμαντής, σε νεότατη ηλικία, από καρδιακή προσβολή.
Η Γερόντισσα υπέμεινε τα πάντα και το μόνο που ψιθύριζε το στόμα της ήταν το “Δόξα σοι ο Θεός”.
Η μορφή, το έργο και η δράση της μακαριστής Γερόντισσας Μαρίας-Μυρτιδιώτισσας Πατέρα θα μείνει στην ιστορία του τόπου αλλά και της Εκκλησίας με γράμματα χρυσά, ανεξίτηλα στο διάβα των αιώνων.
Η Γερόντισσα ήταν αυστηρή Μοναχή για τον εαυτό της και πρώτη απ’ όλες τις Μοναχές έδινε το καλό παράδειγμα στην προσευχή, τη μελέτη, την άσκηση.
Με την Ιερή της σοφία οδήγησε πολλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο και έσωσε άλλους από σίγουρο ψυχικό μαρασμό.
Ήταν φιλόξενη, ελεήμων, στοργική και γενναία.
Δωρεές της, αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών, έγιναν από την ίδια και όταν ήταν λαϊκή μα, κυρίως, ως Ηγουμένη.
Τα νοσοκομεία των Αθηνών, όπως το Γενικό Νοσοκομείο Άνω Πατησίων, το Αντικαρκινικό (Άγ. Σάββας), ο Ευαγγελισμός, το νοσοκομείο της Χίου, κ.α. έτυχαν τέτοιων δωρεών.
Εκατοντάδες άπορες οικογένειες βοηθήθηκαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να παντρέψουν τις κόρες τους, να βρουν στέγη και δουλειά.
Καλές πράξεις ανθρωπιάς “ων ουκ έστιν αριθμός”, αναρίθμητες, που μόνον οι οφθαλμοί του Θεού γνωρίζουν.
Αυτή ήταν η μακαριστή Γερόντισσα που σήμερα (από το 2005) αναπαύεται στην Ιερά Μονή της, πλάι στον σύζυγό της Μοναχό Ξενοφώντα, τη θυγατέρα της Μοναχή Ειρήνη-Μυρτιδιώτισσα, τα υπόλοιπα παιδιά και τους γονείς της. Αγία Οικογένεια.»